
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
18 Φεβρουαρίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
T.K,
από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόροι για τον Αιτητή: Α. Δημητρίου(κος) για Μούσουλος, Κανέλλα & Συνεργάτες
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: A. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 29.12.2021, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για άσυλο, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»). Αιτείται δια της προσφυγής αυτής, την κήρυξη της εν λόγω απόφασης ως άκυρη, παράνομη και στερούμενης οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και την έκδοση νέας απόφασης επί της ουσίας του αιτήματος του για την απόδοση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, εις αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης. Διαζευκτικά, αιτείται την απόφαση Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Κονγκό υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί απάνθρωπη μεταχείρισης, βασανιστήρια και ταπεινωτική μεταχείρισης κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ και ότι δικαιούται να τύχει προστασίας από την επαναπροώθηση (αιτητικό Γ της προσφυγής).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Ο Αιτητής είναι υπήκοος Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής αναφερόμενη ως «ΛΔΚ»), την οποία εγκατέλειψε στις 22.06.2019 και στις 23.06.2019 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα. Στις 27.06.2019 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και ακολούθως στις 23.11.2021 και 25.11.2021 διενεργήθηκαν οι προφορικές του συνεντεύξεις (η δεύτερη συμπληρωματική) από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο [EASO, πλέον Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA) στο εξής αναφερόμενη ως «η EASO»], παρουσία διερμηνέα. Με Εισηγητική του Έκθεση ημερ. 03.12.2021, ο λειτουργός EASO εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή. Η εν λόγω εισήγηση εγκρίθηκε από τον ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στις 29.12.2021, αποφασίζοντας την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε ταχυδρομικώς στον Αιτητή, ο οποίος την παρέλαβε και την υπέγραψε ιδιοχείρως στις 16.05.2022 και την οποία αμφισβητεί δια της υπό εξέταση προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής επικαλείται κατά πρώτον έλλειψη δέουσας έρευνας καθότι, ως ισχυρίζεται, οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν διερεύνησαν επαρκώς τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Είναι κατά δεύτερον η θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπό πλάνη περί το νόμο και κατά κατάχρηση εξουσίας ενώ ισχυρίζεται καταληκτικά ότι αυτή είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη.
Οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνθηκαν δια της γραπτής τους αγόρευσης τη νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποστηρίζοντας ότι οι λόγοι ακυρώσεως δεν δικογραφούνται δεόντως και ότι σε κάθε περίπτωση αναπτύσσονται κατά τρόπο γενικό και αόριστο. Εξετάζοντας και αντικρούοντας ένα έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, είναι η θέση τους ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται τέλος, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή, διαπιστώνεται ότι πλην του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος προωθείται επί τη βάση σχετικής επιχειρηματολογίας, οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως προωθούνται με γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς. . Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.[1]
Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες.
Στην εξεταζόμενη λοιπόν υπόθεση δεν ήταν αρκετό να τεθεί στα νομικά σημεία της αιτήσεως ακυρώσεως αλλά και της μετέπειτα καταχωρισθείσας γραπτής αγόρευσης, με γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία, η παραβίαση κανόνων δικαίου κάτω από τη γενικότερη σφαίρα παραβίασης των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και του τρόπου με τον οποίο οι αρχές αυτές παραβιάζονται. Στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι λόγοι ακυρώσεως περί του αναιτιολόγητου, πλάνης, κατάχρησης εξουσίας κ.τ.λ. ουδόλως εξηγείται με την γραπτή αγόρευση, που είναι και το μέσο για ανάπτυξη μίας τέτοιας επιχειρηματολογίας.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού ο Αιτητής δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[4].
Όλοι λοιπόν οι λόγοι ακυρώσεως, πλην αυτών που αφορούν στην έλλειψη δέουσας έρευνας, είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης ως γενικοί, αόριστοι αλλά και αλυσιτελείς και κατά τούτο απορρίπτονται στο σύνολό τους. Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω τα ζητήματα αναρμοδιότητας που εγείρονται, τα οποία ελέγχονται και αυτεπαγγέλτως και ακολούθως θα εξετάσω την ουσία της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας
Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[6].
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Παρατηρώ συναφώς ότι κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας μίας εθνοτικής σύγκρουσης καθώς ο πατέρας του γεννήθηκε σε μία οικογένεια αρχηγών του χωριού. Ως περαιτέρω επεξήγησε ο πατέρας του απέμεινε ο μοναδικός γιος του δικού του πατέρα, ο οποίος ήταν αρχηγός του χωριού. Σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, όταν ένας αρχηγός πεθαίνει, ο γιος του αναλαμβάνει τη θέση του ως αρχηγός. Ο πατέρας του έφυγε από το χωριό και πήγε στην Κινσάσα, όπου εκεί γεννήθηκαν τα δίδυμα παιδιά του – ο ίδιος και ο δίδυμος αδελφός του. Αργότερα, ο πατέρας του επέστρεψε στο χωριό, αλλά πέθανε πριν προλάβει να αναλάβει τη διαδοχή. Ο Αιτητής εξηγεί ότι είναι δίδυμος και ότι η οικογένειά του αποφάσισε πως ο δίδυμος αδελφός του θα έπαιρνε τη διαδοχή του θρόνου. Έτσι, ο δίδυμος αδελφός του μεταφέρθηκε στο χωριό για να αναλάβει τη θέση του αρχηγού. Όμως, αργότερα ο αδελφός του κατάφερε να ξεφύγει από το χωριό και επέστρεψε στην Κινσάσα. Εκεί, κάποιος (δεν προσδιορίζει ποιος) πήγε να σκοτώσει τον δίδυμό του και στη συνέχεια είπαν στον Αιτητή ότι θα έπρεπε να τον αντικαταστήσει στον θρόνο. Ο Αιτητής αναφέρει ότι είναι πιστός Χριστιανός και γι’ αυτό αρνήθηκε να αναλάβει τη θέση του αρχηγού, οπότε έφυγε και πήγε σε έναν ιερέα, ο οποίος του δίδαξε τον λόγο του Θεού. Ως καταγράφει, η οικογένειά του τον αναζητεί και έχουν ήδη σκοτώσει τη σύζυγό του και έναν από τους γιους του (βλ. ερυθρό 1 και μετάφραση αυτή στο ερυθρό 125 του δ.φ.).
Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε στην κοινότητα Kalamu της Κινσάσα μέχρι το Μάρτιο του 2019. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην περιοχή Mayombe και στις 21.06.2019 επέστρεψε στην Κινσάσα, από όπου την επόμενη ημέρα εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε ότι η πρώην σύντροφός του καθώς και ένα εκ των δύο ανήλικων τέκνων του, απεβίωσαν τον Ιούνιο του 2019. Έχει ωστόσο ένα ακόμη ανήλικο τέκνο, το οποίο διαμένει με την οικογένεια της αποβιώσας μητέρας του στη ΛΔΚ. Αποσαφήνισε ότι με τη σύζυγό του ήταν μαζί από το 2009 χωρίς ωστόσο να έχουν τελέσει γάμο. Σε σχέση με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο μεν πατέρας του απεβίωσε, η δε μητέρα του διαμένει στην Αγκόλα και έχει και δύο αδέρφια τα οποία διαμένουν σε Αγκόλα και Γαλλία αντιστοίχως, ενώ είχε και ένα τρίτο αδερφό, ο οποίος απεβίωσε. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι το 2011 αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο ISS της Κινσάσα, στο οποίο σπούδασε Τεχνολογία Πληροφορικής (ΙΤ). Σχετικά με την επαγγελματική του εμπειρία, ο Αιτητής δήλωσε ότι από το 2015 μέχρι το 2019 εργάστηκε ως τεχνικός στην εταιρεία τηλεπικοινωνιών Tigo, ενώ στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε στην λιανική πώληση ενδυμάτων διαθέτοντας αντίστοιχη επιχείρηση στην Κινσάσα (βλ. ερ. 58-60 δ.φ.).
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι το 2019 απεβίωσε ο παππούς του, ο οποίος ήταν αρχηγός της φυλής, και έπρεπε να τον διαδεχτεί ο πατέρας του στην αρχηγία. Μετέβη τότε την Κινσάσα στο χωριό όπου η οικογένεια του Αιτητή αντιλήφθηκε ότι οι κάτοικοι του χωριού είχαν διχαστεί γύρω από το πρόσωπο που θα αναλάβει την αρχηγία. Παρά τις αντιδράσεις, ο πατέρας του Αιτητή ανέλαβε την αρχηγία, ωστόσο λίγους μήνες αργότερα δολοφονήθηκε μέσω δηλητηρίασης. Στη συνέχεια, η αρχηγία πέρασε στον αδερφό του Αιτητή, ο οποίος επίσης άρχισε να δέχεται απειλές. Υπό το βάρος της πίεσης, εξέφρασε στον Αιτητή την πρόθεσή του να παραιτηθεί και του πρότεινε να διαφύγουν μαζί. Ωστόσο, η διαφυγή τους ήταν εξαιρετικά δύσκολη λόγω της έλλειψης συγκοινωνιακών μέσων.
Την 1η Ιουνίου 2019, έφτασε στο χωριό του Αιτητή ένα όχημα με σκοπό να τον παραλάβει. Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή, ο Αιτητής είχε μεταβεί σε ένα γειτονικό χωριό μαζί με τη σύντροφό του και ένα από τα ανήλικα τέκνα τους, προκειμένου να αγοράσουν μπανάνες. Το όχημα, το οποίο είχε ενοικιαστεί από έναν στενό φίλο του πατέρα του, ονόματι Cowboy, παρέλαβε τον αδερφό του και το δεύτερο ανήλικο τέκνο του, με προορισμό την Κινσάσα. Παράλληλα, ο Αιτητής έλαβε ένα μήνυμα που ανέφερε: «Συμβουλεύουμε τον Τ.Κ. να (μην) πάει σε ένα άλλο χωριό και να μας ακολουθήσει στην Κινσάσα».
Ως δήλωσε, μετά τη διαφυγή του αδερφού του, ζητήθηκε από τον Αιτητή να αναλάβει την αρχηγία της φυλής, ώστε η οικογένειά του να διατηρήσει την εξουσία. Ωστόσο, αφότου ανέλαβε την αρχηγία, τόσο ο ίδιος όσο και η σύντροφός του άρχισαν να δέχονται απειλές. Λίγο αργότερα, τον επισκέφθηκε ένας ιερέας, ο οποίος του ζήτησε να τον ειδοποιήσει αν αντιμετωπίσει προβλήματα. Καθώς πλησίαζε η τελετή ενθρόνισής του, ο Αιτητής αποφάσισε να απευθυνθεί στον ιερέα. Έτσι, στις 15 Ιουνίου 2019, τον συνάντησε και του ανέφερε τις απειλές που δεχόταν τόσο ο ίδιος όσο και η σύντροφός του. Ο ιερέας τον συμβούλεψε να εγκαταλείψει το χωριό, αλλά του πρότεινε να περιμένει έως τις 19 Ιουνίου, χρόνο κατά τον οποίο θα περνούσε από την περιοχή ένα μέσο συγκοινωνίας που θα τον μετέφερε στην Κινσάσα. Στις 19 Ιουνίου, ο ιερέας ενημέρωσε τον Αιτητή ότι ο αδερφός του είχε δολοφονηθεί στην Κινσάσα. Επιπλέον, πληροφορήθηκε ότι η σύντροφός του είχε ξυλοκοπηθεί από μέλη της πατρικής του οικογένειας, προκειμένου να αποκαλύψει την τοποθεσία του. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου υπέκυψε στα τραύματά της. Ο Αιτητής προσέθεσε ότι ένα από τα ανήλικα τέκνα του δολοφονήθηκε επίσης.
Ο Αιτητής δήλωσε στη συνέχεια ότι ο ιερέας πληροφορήθηκε πως είχε συμμετάσχει και διανείμει φυλλάδια στη διαδήλωση που διοργάνωσαν τα κόμματα Lamuca και ECIDE στην Κινσάσα. Ο ιερέας εξέφρασε την απορία του γιατί ο Αιτητής δεν τον είχε ενημερώσει σχετικά και τον προειδοποίησε ότι η επιστροφή του στην Κινσάσα δεν ήταν ασφαλής. Ο Αιτητής ανέφερε ότι συμμετείχε στη διανομή των φυλλαδίων επειδή ένας φίλος του, ο οποίος ήταν γραμματέας του κόμματος, του έδωσε χρήματα για να τα μοιράσει κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης. Στις 22 Ιουνίου 2019, ο Αιτητής επέστρεψε στην Κινσάσα, ενώ την επόμενη ημέρα, 23 Ιουνίου 2019, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του.
Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι κινδυνεύει να δολοφονηθεί τόσο από τους κατοίκους του χωριού του όσο και από τους ανθρώπους του Kabila, καθώς κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων είχε διανείμει φυλλάδια με το σύνθημα: "stealing is not good" (βλ. ερ. 56 3Χ, 55 1Χ δ.φ.).
Κληθείς να προσδιορίσει πότε εξέδωσε το διαβατήριό του, ο Αιτητής δήλωσε ότι το έπραξε μία ημέρα πριν εγκαταλείψει τη ΛΔΚ, προσθέτοντας ότι το εξέδωσε, αντ’ αυτού, ένας ιερέας, ενώ απάντησε αρνητικά στην ερώτηση κατά πόσο ο ίδιος εξέδωσε αυτοπροσώπως κάποιο διαβατήριο ή άλλο ταυτοποιητικό έγγραφο στη χώρα καταγωγής του(βλ. ερ. 55 1Χ δ.φ.).
Ζητηθείς ακολούθως να προσδιορίσει τα καθήκοντα του αρχηγού της φυλής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο αρχηγός εισπράττει τα χρήματα από την πώληση της ξυλείας που παρήγαγε το δάσος και χτίζει σχολεία. Ως προς το εάν ο αρχηγός της φυλής φέρει κάποια άλλη αρμοδιότητα, ο Αιτητή δήλωσε κατ’ επανάληψη, ότι εάν κάποιος ήθελε να κάνει κάτι στο χωριό, έπρεπε να ρωτήσει τον αρχηγό. Σχετικά με τη διαδικασία επιλογής αρχηγού, ο Αιτητής δήλωσε ότι η θέση του αρχηγού κληροδοτείται στον πρωτότοκο γιο του, ο οποίος ωστόσο θα πρέπει να είναι απόφοιτος πανεπιστημίου (βλ. ερ. 55 2Χ δ.φ.). Σε περίπτωση που ο γιος του αρχηγού δεν έχει ολοκληρώσει τη φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο, η αρχηγία, καθ΄ υπόδειξη της γερουσίας, μεταφέρεται σε έτερη οικογένεια υπό την προϋπόθεση ότι προερχόταν από αυτή κάποιος παλαιότερος αρχηγός της φυλής (βλ. ερ. 54 1Χ δ.φ.).
Σε σχέση με τον παππού του, ο Αιτητής επέδειξε άγνοια για το πότε εκείνος ανέλαβε την αρχηγία της φυλής, δήλωσε ωστόσο ότι ήταν αρχηγός για είκοσι χρόνια καθώς απεβίωσε το 2019. Προέβαλε επίσης ότι, σε αντίθεση με τον πατέρα του, ο ίδιος δεν παραβρέθηκε στην κηδεία του παππού του εξαιτίας του ότι δεν ήταν εύκολη η μετάβαση στο χωριό λόγω του οδικού δικτύου (βλ. ερ. 54 1Χ, 2Χ δ.φ.).
Ζητηθείς να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλήφθηκε ότι οι κάτοικοι του χωριού είχαν διχαστεί για το ποιος θα αναλάβει την αρχηγία της φυλής μετά το θάνατο του παππού του, ο Αιτητής δήλωσε ότι το αντιλήφθηκε γιατί επρόκειτο να αναλάβει την εξουσία ο πατέρας του. Ερωτηθείς πότε ανέλαβε επισήμως την εξουσία ο πατέρας του, ο Αιτητής απάντησε ότι η κηδεία του παππού του έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2019 και ο πατέρας του ανέλαβε την εξουσία στις 02.04.2019. Προέβαλε μάλιστα ότι οι κάτοικοι του χωριού είχαν διχαστεί επειδή κάποιοι εξ αυτών δεν επιθυμούσαν για αρχηγό τους κάποιο άτομο που διαμένει στην Κινσάσα, όπως ο πατέρας του Αιτητή. Ακολούθως ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του δεχόταν απειλές από τα άτομα που δεν επιθυμούσαν να χρηστεί αρχηγός. Κληθείς να περιγράψει τις απειλές που δεχόταν ο πατέρας του, ο Αιτητής δήλωσε ότι πήγε να κάνει μπάνιο στο ποτάμι και τον ακολούθησαν περί τα 6-7 άγνωστα άτομα, τα οποία τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν εάν δεν εγκαταλείψει το χωριό και τον χτύπησαν με ένα ξύλινο ραβδί (ερ. 54 2Χ, 53 1Χ δ.φ.).
Σε σχέση με τις συνθήκες θανάτου του πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι απεβίωσε στις 05.05.2019 επειδή τον δηλητηρίασαν (βλ. ερ. 52 1Χ, 2Χ δ.φ.). Ζητηθείς να σχολιάσει την προηγούμενή του δήλωση περί του ότι ο πατέρας του διατέλεσε αρχηγός της φυλής για λίγους μήνες πριν δολοφονηθεί, ο Αιτητής απάντησε ότι τους εν λόγω μήνες ο πατέρας του είχε απλά ενημερωθεί ότι θα αναλάβει την αρχηγία, ωστόσο έγινε επισήμως αρχηγός τον Απρίλιο του 2019. Ερωτηθείς πότε πληροφορήθηκε ότι ο πατέρας του δηλητηριάστηκε, ο Αιτητής απάντησε ότι του το είπε ο ιερέας την ημέρα που ήθελε να διαφύγει. Σχετικά με το πως γνώριζε ο ιερέας ότι ο πατέρας του δηλητηριάστηκε, ο Αιτητής προέβαλε ότι ο ιερέας γνώριζε όλες τις οικογένειες επειδή λειτουργεί ως μεσολαβητής. Ως προς την ταυτότητα ή την ιδιότητα των ατόμων που φέρονται να δηλητηρίασαν τον πατέρα του ο Αιτητής επέδειξε άγνοια, προβάλλοντας ότι, σύμφωνα με τα όσα του μετέφερε ο ιερέας, ο πατέρας του δολοφονήθηκε από μέλη άλλων οικογενειών (βλ. ερ. 52 2Χ δ.φ.).
Ερωτηθείς πότε ανέλαβε την αρχηγία της φυλής ο αδερφός του, ο Αιτητής απάντησε ότι ο αδερφός του έγινε αρχηγός δύο εβδομάδες μετά το θάνατο του πατέρα του αναλαμβάνοντας αντίστοιχα καθήκοντα, ωστόσο δεν προηγήθηκε κάποια τελετή καθώς αυτή είχε προγραμματιστεί για δύο μήνες αργότερα. Ζητηθείς, δια ανοικτού τύπου ερώτηση, να παραθέσει στοιχεία και/ή πληροφορίες αναφορικά με τις απειλές που δέχτηκε ο αδερφός του, ο Αιτητής δήλωσε ότι μια νύχτα άκουσαν από κοινού κάποια άτομα να τους ζητούν να εξέλθουν της οικίας τους και στη συνέχεια διαπίστωσαν ότι η οικία τους είχε πυρποληθεί (βλ. ερ. 51 1Χ, δ.φ.). Ως προς το χρόνο που φέρεται να έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό, ο Αιτητής δήλωσε άγνοια, προέβαλε ωστόσο ότι έλαβε χώρα όταν ο αδερφός του είχε αναλάβει αρχηγός της φυλής. Κληθείς να σχολιάσει την αδυναμία του να θυμηθεί πότε έλαβαν χώρα τα εν λόγω περιστατικά, ο Αιτητής επικαλέστηκε το άγχος που τον διακατείχε. Ερωτηθείς εάν αντιμετώπισε αντίστοιχες απειλές κατά την περίοδο της αρχηγίας του αδερφού του, ο Αιτητής απάντησε καταφατικά και προσέθεσε ότι κάποιες φορές έγραφαν στον τοίχο του «κάψαμε το σπίτι σου και την επόμενη φορά θα σε σκοτώσουμε» (βλ. ερ. 51 2Χ δ.φ.).
Αναφορικά με το εάν τα μέλη της πατρικής του οικογένειας γνώριζαν τα άτομα που τον απειλούσαν ο Αιτητής απάντησε καταφατικά, πλην όμως προέβαλε ότι οι συγγενείς του δεν του αποκάλυπταν την ταυτότητα των συγκεκριμένων ατόμων για να μη φοβηθεί. Ερωτηθείς εάν δέχτηκε κάποια άλλη ενόχληση πλην των ανωτέρω απειλών, ο Αιτητής δήλωσε είχε δώσει κάποια ρούχα για επιδιόρθωση στο ραφείο και όταν τα παρέλαβε εντόπισε εντός της πλαστικής σακούλας που του έδωσε ο ράφτης ένα μαχαίρι και ένα απειλητικό μήνυμα το οποίο τον προειδοποιούσε ότι θα τον σκοτώσουν. Ακολούθως προέβαλε ότι επέστρεψε στο ραφείο με τα μέλη της πατρικής του οικογένειας όπου ο ράφτης του αποκάλυψε ότι τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν εάν δεν τοποθετήσει το μαχαίρι και το απειλητικό μήνυμα στη σακούλα με τα ρούχα του Αιτητή (βλ. ερ. 50 2Χ δ.φ.).
Σε σχέση με την 1η Ιουνίου 2019, ο Αιτητής δήλωσε ότι βρισκόταν στο χωριό Sola και ότι περίμενε να τον παραλάβει το όχημα που νοίκιασε ο φίλος του πατέρα του ονόματι Cowboy, το οποίο ωστόσο δε γνώριζε πότε θα φτάσει εκεί. Προσέθεσε μάλιστα ότι είχε πάει να μαζέψει μπανάνες και ως εκ τούτου ο Cowboy δεν κατάφερε να τον εντοπίσει (βλ. ερ. 49 1Χ δ.φ.).
Ακολούθως τα μέλη της οικογένειάς του διαπίστωσαν ότι ο αδερφός του είχε διαφύγει στην Κινσάσα γιατί έλειπαν τα πράγματά του από την οικία του. Ως εκ τούτου, ζήτησαν από τον Αιτητή να τον αντικαταστήσει στην αρχηγία. Ερωτηθείς εάν τον απείλησαν τα μέλη της οικογένειάς του, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν τον απείλησαν πριν αναλάβει την αρχηγία, ωστόσο όταν έγινε αρχηγός τον ενημέρωσαν πως εάν δήλωνε παραίτηση, θα τον σκότωναν γιατί δεν θα υπήρχε άλλο πρόσωπο να τον αντικαταστήσει. Ζητηθείς να σχολιάσει το γεγονός ότι εάν τον σκότωναν, δεν θα υπήρχε άλλος μέλος της οικογένειας να αναλάβει την εξουσία, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι γι’ αυτό το λόγο εν τέλει αποδέχτηκε την αρχηγία (βλ. ερ. 48 2Χ, 47 1Χ δ.φ.).
Κληθείς να προσδιορίσει πότε ανέλαβε χρέη αρχηγού, ο Αιτητής δήλωσε ότι έγινε ανεπίσημα αρχηγός στις 03.06.2019, δύο μέρες μετά τη διαφυγή του αδερφού του, ενώ η επίσημη τελετή είχε προγραμματιστεί για 2 μήνες αργότερα. Ζητηθείς να περιγράψει τις απειλές που δέχτηκε μετά την ανάληψη της αρχηγίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι δέχτηκε απειλές, ωστόσο τα μέλη της οικογένειάς του τον προέτρεψαν να μη φοβάται. Ερωτηθείς ποια ήταν τα άτομα που τον απείλησαν, ο Αιτητής προέβαλε ότι τον απείλησε πλήθος ατόμων, των οποίων ωστόσο η ταυτότητα ήταν άγνωστη προς τον ίδιο (βλ. ερ. 47 1Χ δ.φ.).
Σε σχέση με τον ιερέα που φέρεται να τον βοήθησε, ο Αιτητής δήλωσε ότι τον επισκέφτηκε στις 15.06.2019 στο χωριό Seke Banza, όπου βρισκόταν. Κληθείς να εξηγήσει πως ο εν λόγω ιερέας γνώριζε τι είχε συμβεί, ο Αιτητής δήλωσε ότι όταν προέκυπτε ένα πρόβλημα στο χωριό, το έλυνε ο ιερέας. Ερωτηθείς γιατί ο εν λόγω ιερέας δε ζήτησε να τον συναντήσει νωρίτερα, δεδομένου ότι γνώριζε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, ο Αιτητής απάντησε ότι ίσως ο ιερέας δεν γνώριζε ότι ο Αιτητής κινδύνευε (βλ. ερ. 47 2Χ, 46 1Χ δ.φ.).
Σε σχέση με τα όσα εξελίχθηκαν την 19η Ιουνίου 2019, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο Cowboy είχε διευθετήσει την αναχώρηση του Αιτητή μέσω ενός οχήματος που είχε νοικιάσει. Ζητηθείς ωστόσο να εξηγήσει για ποιο λόγο δε γνώριζε ότι το όχημα θα φτάσει στο χωριό του τη συγκεκριμένη ημερομηνία, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο Cowboy δε γνώριζε το χωριό επειδή καταγόταν από τον Κινσάσα (βλ. ερ. 46 2Χ δ.φ.). Κληθείς να προσδιορίσει πως ο ιερέας γνώριζε ότι ο αδερφός του και ο Cowboy δολοφονήθηκαν, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο ιερέας τα έμαθε δια τηλεφώνου από το άτομο που είναι υπεύθυνο για τα τηλέφωνα στο χωριό. Προέβαλε άγνοια ως προς τους δράστες, πλην όμως ανέφερε ωστόσο ότι, σύμφωνα με φήμες, οι δράστες ήταν από το χωριό (βλ. ερ. 46 2Χ, 45 1Χ δ.φ).
Αναφορικά με το θάνατο της συντρόφου του και του ανήλικου τέκνου του, ο Αιτητής δήλωσε ότι τους ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου τα μέλη της πατρικής του οικογένειας επειδή δεν τους αποκάλυψε που βρισκόταν ο Αιτητής, αποσαφήνισε δε ότι ο γιος του απεβίωσε κατά λάθος. Κληθείς να περιγράψει τον τρόπο θανάτου του ανήλικου τέκνου του, ο Αιτητής δήλωσε ότι το ραβδί με το οποίο χτύπησαν τη σύντροφό του, χτύπησε κατά λάθος τον ανήλικο γιό του επειδή η μητέρα του τον κρατούσε στην αγκαλιά της (βλ. ερ. 45 2Χ δ.φ.).
Στη συνέχεια ο λειτουργός EASO υπέβαλε στον Αιτητή ερωτήσεις σχετικά με τη συμμετοχή του στις διαδηλώσεις και τη διανομή φυλλαδίων. Όταν ρωτήθηκε για την περίοδο κατά την οποία μοίραζε τα φυλλάδια, ο Αιτητής απάντησε ότι το έκανε από τον Φεβρουάριο του 2018 έως τις 2 Φεβρουαρίου 2019, ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η διαδήλωση του κόμματος Lamuka (βλ. ερ. 45 2Χ, δ.φ.). Σχετικά με το κίνητρό του, αρχικά δήλωσε ότι το έκανε επειδή η χώρα χρειαζόταν αλλαγή, ενώ στη συνέχεια προσέθεσε ότι διένειμε τα φυλλάδια επειδή του είχε δώσει χρήματα ένας φίλος του, ο οποίος ήταν γενικός γραμματέας του κόμματος για 20 επαρχίες. Ερωτηθείς αν ήταν μέλος του κόμματος, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, σημειώνοντας ότι κανείς δεν τον γνώριζε προσωπικά. Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει πώς ο ιερέας στο χωριό πληροφορήθηκε για τη δράση του στις διαδηλώσεις της Κινσάσα, ο Αιτητής ανέφερε ότι τον ενημέρωσε ο Bob, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τις τηλεπικοινωνίες στο χωριό, μέσω ενός τρίτου προσώπου. Σε ερώτηση για το αν αντιμετώπισε προβλήματα κατά τη διανομή των φυλλαδίων, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν δέχθηκε κάποια απειλή εκείνη την περίοδο. Ωστόσο, όταν εγκατέλειψε τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, πληροφορήθηκε ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα επειδή κρατούσε ένα πανό το οποίο προσέβαλε τον Kabila (βλ. ερ. 44 2Χ δ.φ.). Όσον αφορά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι κάποια άγνωστα άτομα τον αναζητούσαν, καθώς θεωρούσαν ότι είχε προσβάλει τον πρόεδρο. Όταν ρωτήθηκε γιατί οι διώκτες του κινήθηκαν εναντίον του μετά την αποχώρησή του, παρόλο που μοίραζε φυλλάδια από το 2018 έως τον Φεβρουάριο του 2019, ο Αιτητής απάντησε ότι τα άτομα που τον καταδίωκαν δεν γνώριζαν πού βρισκόταν (βλ. ερ. 43 1Χ)
Κατά τη δεύτερη προφορική του συνέντευξη, ο Αιτητής ανέφερε ότι στην τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Bob, τον Ιούλιο του 2021, ο τελευταίος τον ενημέρωσε ότι δέχθηκε επίθεση από τρία άτομα σε ένα μπαρ, τα οποία τον ρωτούσαν επίμονα για την τοποθεσία του Αιτητή. Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι τα συγκεκριμένα άτομα τον αναζητούσαν λόγω της συμμετοχής του στις διαδηλώσεις, της διανομής φυλλαδίων και της ανάρτησης πανό εναντίον του Καμπιλά. Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα από τα άτομα που επιτέθηκαν στον Bob συνελήφθη από τις αρχές μετά το περιστατικό. Ερωτηθείς αν είχε αντιμετωπίσει κάποιο άλλο πρόβλημα εξαιτίας της συμμετοχής του στις διαδηλώσεις, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά. Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί δεν είχε αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα από το 2019, οπότε και συμμετείχε στις διαδηλώσεις, μέχρι το 2021, όταν οι άγνωστοι επιτέθηκαν στον Bob, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τα συγκεκριμένα άτομα ρωτούσαν συνεχώς τον Bob για την τοποθεσία του και τελικά του επιτέθηκαν επειδή δεν τους αποκάλυπτε πού βρισκόταν (βλ. ερ. 38 2Χ δ.φ.).
Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν είχε ξαναμιλήσει με τον Bob από τον Ιούλιο του 2021, ο Αιτητής απάντησε ότι ο Bob φοβήθηκε, με αποτέλεσμα, αφού του έστειλε τις προσκομισθείσες φωτογραφίες, να τις διαγράψει και να διακόψει κάθε επικοινωνία.
Σχετικά με το λόγο για τον οποίο ο Bob του έστειλε τις φωτογραφίες, ο Αιτητής εξήγησε ότι αρχικά ο Bob δεν ανησυχούσε, καθώς δεν απεικονιζόταν ο ίδιος στις φωτογραφίες, όμως αργότερα φοβήθηκε, τις απέστειλε στον Αιτητή και στη συνέχεια τις διέγραψε (βλ. ερ. 37 2Χ δ.φ.). Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί τα προβλήματα προέκυψαν μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής απάντησε ότι οι αρχές αναζητούσαν το άτομο που είχε γράψει συνθήματα εναντίον της ηγεσίας κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης. Σε ερώτηση σχετικά με τον τρόπο που κατάφερε να εγκαταλείψει νόμιμα τη χώρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι μεταμφιέστηκε σε ιερέα ώστε να μην αναγνωριστεί.
Όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει το γεγονός ότι εξήλθε από τη χώρα χρησιμοποιώντας το διαβατήριό του, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν συνελήφθη επειδή, κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης, τον αποκαλούσαν "αφεντικό" και όχι με το πραγματικό του όνομα (βλ. ερ. 37 2Χ δ.φ.).Προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο Αιτητής προσκόμισε 17 φωτογραφίες (βλ. ερ. 30-33 δ.φ.).
Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση
Έχοντας παραθέσει τους ισχυρισμούς του Αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, προχωρώ τώρα στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε επί αυτών, από τον λειτουργό ασύλου.
Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, λειτουργός EASO διέκρινε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το τις δηλώσεις του Αιτητή. Ο πρώτος αφορά τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του. Ο δεύτερος αφορά τις δηλώσεις του περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της επειδή το 2019 δεχόταν πιέσεις από μέλη της πατρικής του οικογένειας προκειμένου να δεχτεί να αρχηγός της φυλής του, ένα ζήτημα το οποίο συνδέεται με τους θανάτους του πατέρα του, του αδερφού του, της συντρόφου του και του ανήλικου τέκνου του. Ο τρίτος ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι στοχοποιήθηκε από το κυβερνόν τότε κόμμα λόγω της συμμετοχής του και της διανομής φυλλαδίων εναντίον του Kabila στις διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα την περίοδο 2018-2019, τις οποίες διοργάνωσε το πολιτικό κόμμα Ecide και η συμμαχία Lamuca.
Κατά την αξιολόγηση των ανωτέρω ουσιωδών ισχυρισμών, ο πρώτος εξ αυτών έγινε αποδεκτός καθώς οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ και αυτές γύρω από τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του κρίθηκαν ως λεπτομερείς και σαφείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Ωστόσο, ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή περί του ότι το 2019 δεχόταν πιέσεις από μέλη της πατρικής του οικογένειας προκειμένου να δεχτεί να γίνει αρχηγός της φυλής του, ένα ζήτημα το οποίο συνδέεται με τους θανάτους του πατέρα του, του αδερφού του, της συντρόφου του και του ανήλικου τέκνου του δεν έγινε αποδεκτός για τους ακόλουθους λόγους: Ως προς την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο λειτουργός EASO αρχικά έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια και περιγραφική λεπτομέρεια τα καθήκοντα του αρχηγού της φυλής, όπως ευλόγως θα αναμενόταν λόγω του φερόμενου οικογενειακού του ιστορικού, καθώς προέβαλε ασαφώς και επιφανειακά ότι ο αρχηγός μαζεύει τα χρήματα από την πώληση της ξυλείας και είναι υπεύθυνος για την ανάπτυξη και την ασφάλεια (βλ. ερ. 55 2Χ, δ.φ.). Στη συνέχεια ο λειτουργός EASO έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους, κατά την άφιξή του χωριό, αντιλήφθηκε ότι οι κάτοικοί του είχαν διχαστεί γύρω από το ζήτημα της αρχηγίας, αφού δεν έδωσε κάποια σαφή και συγκεκριμένη απάντηση (βλ. ερ. 54 2Χ, 53 1Χ δ.φ.). Αναφορικά με τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ως στερούμενες σαφήνειας και περιγραφικής λεπτομέρειας, καθώς εκείνος δεν ήταν σε θέση να επικαλεστεί συγκεκριμένα περιστατικά και/ή εις βάρος του πράξεις, αφού προέβαλε ασαφώς ότι δεν τον ήθελαν για αρχηγό της φυλής επειδή ήταν κάτοικος Κινσάσα. Όταν του ζητήθηκε να αναφερθεί σε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό, ο Αιτητής προέβαλε ανεπαρκώς ότι μια φορά του επιτέθηκαν με έλα ραβδί καθώς έκανε μπάνιο στο ποτάμι (βλ. ερ. 53 2Χ δ.φ.), απάντηση η οποία κρίθηκε ανεπαρκής. Ο Αιτητής δεν ήταν ακολούθως σε θέση να κατονομάσει κάποιον εκ των δραστών της εν λόγω επίθεσης, δεδομένου ότι οι κάτοικοι του χωριού ήταν περίπου 1500 (βλ. ερ. 53 2Χ, δ.φ.). Ως προς το εάν τα μέλη της οικογένειάς του γνώριζαν την ταυτότητα των ατόμων που φέρονται να τον απειλούσαν, ο Αιτητής απάντησε υπεκφεύγοντας και χωρίς νοηματική συνοχή ότι τα μέλη της πατρικής του οικογένειας είχαν διχαστεί επειδή είχαν έσοδα από την πώληση των δένδρων (βλ. ερ. 50 1Χ, δ.φ.) και δεν ήταν σε θέση να κατονομάσει οιοδήποτε πρόσωπο ως φορέας δίωξής του (βλ. ερ. 52 1Χ δ.φ.).
Στη συνέχεια ο λειτουργός EASO, επισήμανε την εξής αντίφαση που αποδυναμώνει την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ήτοι ότι ενώ αρχικά ο Αιτητής δήλωσε ότι άρχισε να απειλείται κατά την άφιξή του στο χωριό το 2019, στη συνέχεια δήλωσε αντιφατικά ότι άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι οι κάτοικοι του χωριού ήταν εχθρικοί προς την οικογένειά του μετά το περιστατικό της δολοφονίας του πατέρα του, το οποίο φέρεται να έλαβε χώρα ένα μήνα μετά την άφιξή του εκεί. Όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να σχολιάσει την εν λόγω αντίφαση, εκείνος προέβαλε υπεκφεύγοντας ότι οι κάτοικοι του χωριού δε συμπεριφέρονταν καλά στα μέλη της οικογένειάς του (βλ. ερ. 52 1Χ δ.φ.).
Παράλληλα, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με συνοχή πως περιήλθε στη γνώση του ιερέα ο θάνατος του πατέρα του, καθώς σε σχετικώς υποβληθείσα ερώτηση αποκρίθηκε ασαφώς ότι ο ιερέας γνωρίζει όλα τα προβλήματα του χωριού επειδή είναι υπεύθυνος για την επίλυσή τους και κάποιος τον ενημέρωσε ότι ο πατέρα του Αιτητή είχε δηλητηριαστεί, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να παραθέσει άλλα στοιχεία και/ή πληροφορίες ως προς την ταυτότητα των φερόμενων δραστών (βλ. ερ. 52 2Χ δ.φ.).
Αναφορικά με τις απειλές που φέρεται να αντιμετώπισε ο αδερφός του μετά την ανάληψη της αρχηγίας λόγω θανάτου του πατέρα τους, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει λεπτομερείς πληροφορίες αφού περιορίστηκε σε μια αόριστη και επιφανειακή αναφορά περί εμπρησμού της οικίας τους τις βραδινές ώρες, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να αποσαφηνίσει το χρόνο κατά τον οποίο έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό. Όταν κλήθηκε εκ νέου να προσδιορίσει πότε έλαβε χώρα το ανωτέρω περιστατικό, ο Αιτητής δήλωσε ασαφώς ότι έλαβε χώρα μία μέρα μετά την ανάληψη της αρχηγίας από τον αδερφό του, χωρίς ωστόσο να είναι ακριβής και σαφής, επικαλούμενος ότι είχε άγχος. Όταν ακολούθως ρωτήθηκε εάν αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα ή απειλή κατά τη διάρκεια της αρχηγίας του αδερφού του, ο Αιτητής απάντησε γενικόλογα ότι αγνώστων στοιχείων άτομα γράφανε συνθήματα κατά της οικογένειάς του στον τοίχο, χωρίς να αναφέρεται σε περιστατικά που συνιστούν πραγματικές πράξεις απειλής. Σε μεταγενέστερο μάλιστα στάδιο της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε χωρίς νοηματική συνοχή ότι μια ημέρα είχε πάει στο ραφείο να παραλάβει μια σακούλα που περιείχε ρούχα που είχε δώσει για επιδιόρθωση, πλην όμως όταν την παρέλαβε εντόπισε εντός αυτής ένα απειλητικό μήνυμα, το οποίο οι φορείς δίωξής του τοποθέτησαν εκεί απειλώντας τον ιδιοκτήτη του ραφείου. Το γεγονός όμως ότι ο Αιτητής ουδέποτε αναφέρθηκε στο συγκεκριμένο περιστατικό κατά τα αρχικά στάδια της προφορικής του συνέντευξης, όταν και του ζητήθηκε να περιγράψει τις απειλές που δέχτηκε, κρίθηκε ότι αποδυναμώνει περαιτέρω την αξιοπιστία των αντίστοιχων δηλώσεών του (βλ. ερ. 51 2Χ, 50 2Χ δ.φ.).
Όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο τα μέλη της φυλής του αντιδρούσαν στην ανάληψη της αρχηγίας από κάποιο μέλος της οικογένειάς του, αν και η αρχηγία ανήκε σε αυτή για κάποιες δεκαετίες, ο Αιτητής απάντησε χωρίς συνοχή ότι οι αντίπαλες οικογένειες γνώριζαν ότι αν δολοφονήσουν τον πατέρα του, ο Αιτητής και ο αδερφός του θα αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στην πίεση (βλ. ερ. 50 2Χ δ.φ.).
Σε σχέση με το όχημα που φέρεται να αφίχθη στο χωριό προκειμένου να τον παραλάβει στις 01.06.2019, ο Αιτητής αρχικά προέβαλε ότι το εν λόγω όχημα νοικιάστηκε από ένα φίλο του πατέρα του από την Boma ή τη Lemba, στη συνέχεια όμως ήταν κατηγορηματικός στο ότι το εν λόγω όχημα ενοικιάστηκε στην Boma. Κληθείς να σχολιάσει την εν λόγω αντίφαση, ο Αιτητής δήλωσε χωρίς σαφήνεια ότι κάποιος μπορεί να ενοικιάσει αυτοκίνητο είτε από την Boma ή τη Lemba. Κληθείς άλλωστε να σχολιάσει τις δηλώσεις του περί του ότι απουσίαζε από το χωριό του κατά την ημέρα άφιξης του οχήματος που θα τον παραλάμβανε προκειμένου να τον μεταφέρει στην Κινσάσα, o Αιτητής ισχυρίστηκε χωρίς ευλογοφάνεια ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει με ακρίβεια την ημερομηνία άφιξης του οχήματος λόγω της κακής ποιότητας του οδικού δικτύου. Σε μεταγενέστερο μάλιστα στάδιο της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής προέβαλε χωρίς συνοχή και ευλογοφάνεια ότι ο οδηγός του εν λόγω οχήματος δε γνώριζε καλά το διαδρομή επειδή προερχόταν από την Κινσάσα (βλ. ερ. 49 1Χ, 46 2Χ δ.φ.).
Καθώς ο Αιτητής δήλωσε ότι τα μέλη της οικογένειάς του θα τον σκότωναν εάν δεν αποδεχόταν τη διαδοχή της αρχηγίας μετά τη διαφυγή του αδερφού του, του ζητήθηκε να εξηγήσει το λόγο που θα συνέβαινε αυτό, δεδομένου ότι δε θα υπήρχε κάποιο άλλο μέλος της οικογένειά του να αναλάβει την αρχηγία και εκείνος επανέλαβε χωρίς νοηματική συνοχή ότι αν δε δεχόταν την αρχηγία θα τον σκότωναν (βλ. ερ. 48 2Χ δ.φ.).
Όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να εξηγήσει πως γνώριζε ο ιερέας γνώριζε όλα τα ανωτέρω περιστατικά σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, εκείνος δεν ήταν σε θέση να δώσει μια σαφή και συνεκτική απάντηση, αφού απάντησε και πάλι αόριστα ότι ο ιερέας γνωρίζει όλα τα προβλήματα του χωριού. Όταν όμως ακολούθως ρωτήθηκε για ποιο λόγο ο εν λόγω ιερέας δεν τον ενημέρωσε νωρίτερα, ο Αιτητής απάντησε χωρίς νοηματική συνοχή ότι ίσως ο ιερέας δε γνώριζε ότι ο ίδιος (ο Αιτητής) κινδυνεύει (βλ. ερ. 46 1Χ δ.φ.).
Σε σχέση δε με τη δολοφονία του αδερφού του, αν και αρχικά ο Αιτητής δήλωσε κατηγορηματικά ότι τον σκότωσαν μέλη των άλλων οικογενειών, στη συνέχεια αποδέχτηκε ότι οι εν λόγω πληροφορίες απορρέουν από φήμες τις οποίες του μετέφερε ο ιερέας (βλ. ερ. 45 1Χ δ.φ.).
Στο συγκεκριμένο σημείο ολοκληρώθηκε η αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού.
Κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος προχώρησε σε σύντομη και περιορισμένη έρευνα, εκ της οποίας ανέκυψαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή πλήττεται από διακοινοτική βία. Ανέφερε δε ότι, προς ενίσχυση των ισχυρισμών του, ο Αιτητής προσκόμισε φωτογραφίες, σε μια εκ των οποίων φέρεται να απεικονίζεται ο γιός του τραυματισμένος, η οποία όμως, σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό, αποτελεί αποτέλεσμα επεξεργασίας. Καταληκτικά, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.
Αξιολογώντας τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι στοχοποιήθηκε από το κυβερνών κόμμα λόγω της συμμετοχής του στη διαδήλωση που διοργάνωσε η συμμαχία Lamuka και το κόμμα Ecide, κατά την οποία μοίραζε αντικυβερνητικά φυλλάδια, καθώς και την εσωτερική αξιοπιστία των σχετικών δηλώσεών του, ο λειτουργός EASO κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα.
Αρχικά, διαπίστωσε ότι στο πρώτο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής ανέφερε πως είχε πληρωθεί από έναν φίλο του για να μοιράσει φυλλάδια στις διαδηλώσεις, ενώ στη συνέχεια ο ίδιος πλήρωσε άλλα άτομα για να τα διανείμουν, γεγονός που, κατά τον ίδιο, είχε ως αποτέλεσμα να μη γίνει γνωστή η ταυτότητά του. Ωστόσο, μεταγενέστερα, προέβαλε αντίθετο ισχυρισμό, υποστηρίζοντας ότι άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα ακριβώς επειδή έγινε γνωστό ότι ο ίδιος μοίραζε φυλλάδια (βλ. ερ. 44 1Χ, 44 2Χ δ.φ.).Η αντίφαση αυτή τέθηκε υπό εξέταση στο πλαίσιο της αξιολόγησης της συνολικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του Αιτητή.
Όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να αποσαφηνίσει εάν αντιμετώπισε προβλήματα στη χώρα καταγωγής εξαιτίας της συμμετοχής και της διανομής φυλλαδίων κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων, εκείνος απάντησε καταφατικά. Όταν όμως του ζητήθηκε να σχολιάσει την εν λόγω δήλωση λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, όπως ο ίδιος ανέφερε, ουδέποτε αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα μέχρι να τον ενημερώσει ο ιερέας, ο Αιτητής απάντησε χωρίς σαφήνεια και συνοχή ότι αντιμετώπιζε μεν προβλήματα, πλην όμως οι αρχές δεν τον αναζητούσαν. Στη συνέχεια απάντησε αρνητικά στο εάν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας της συμμετοχής του στις διαδηλώσεις και προέβαλε ότι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε περιήλθαν στη γνώση του μόνο όταν εγκατέλειψε τη ΛΔΚ (βλ. ερ. 44 2Χ δ.φ.).
Όταν ο Αιτητής ρωτήθηκε για ποιο λόγο τα προβλήματα προέκυψαν αφού εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του δεν μπόρεσε να προβάλει μια ευλογοφανή και συνεκτική απάντηση, ισχυριζόμενος ότι η πολιτική του ανάμειξη ολοκληρώθηκε στις 02.02.2019 και στη συνέχεια μετέβη στο χωριό του, όπου οι αρχές δεν μπόρεσαν να τον εντοπίσουν. Η εν λόγω δήλωση κρίθηκε ως αντιφατική, καθώς ο Αιτητής είχε ήδη δηλώσει ότι δε μπορεί να είναι ασφαλής σε καμία περιοχή της χώρας καταγωγής του (βλ. ερ. 43 1Χ δ.φ.).
Ο Αιτητής δήλωσε ότι ο φίλος του Bob, αν και κατάφερε να διαφύγει, δέχτηκε επίθεση τον Ιούλιο του 2021 από τρία άτομα που προσπαθούσαν να τον εντοπίσουν (τον Αιτητή). Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο ο Bob δέχτηκε την εν λόγω επίθεση δυόμιση χρόνια μετά την εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής από τον ίδιο, ο Αιτητής απάντησε χωρίς ευλογοφάνεια και νοηματική συνοχή ότι οι φερόμενοι ως φορείς δίωξής του ρωτούσαν συνέχεια τον Bob που βρίσκεται ο Αιτητής, στο τέλος όμως αποφάσισαν να του επιτεθούν επειδή πίστευαν ότι ο Αιτητής βρίσκεται ακόμα εντός της ΛΔΚ, χωρίς ωστόσο να απαντάται το ζητούμενο (βλ. ερ. 39 2Χ, 38 2Χ, 37 1Χ δ.φ.).
Όταν τέλος ζητήθηκε από τον Αιτητή να εξηγήσει το τρόπο με τον οποίο κατάφερε να εξέλθει της χώρας καταγωγής του νόμιμα, κάνοντας χρήση του διαβατηρίου του, αν και τον καταζητούσαν οι αρχές, εκείνος απάντησε χωρίς ευλογοφάνεια ότι είχε ντυθεί ιερέας και δεν τον αναγνώρισαν στο αεροδρόμιο. Στη συνέχει προσέθεσε επίσης χωρίς συνοχή ότι στις διαδηλώσεις δεν τον προσφωνούσαν με το όνομά του αλλά τον αποκαλούσαν «αφεντικό» (βλ. ερ. 55 1Χ, 37 2Χ δ.φ.).
Κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας επιβεβαιώθηκε τόσο η ύπαρξη της πολιτικής συμμαχίας Lamuka, η οποία ασκούσε έντονη κριτική στο κυβερνόν κόμμα κατά τον υπό εξέταση χρόνο. Στη συνέχεια εντοπίστηκαν περαιτέρω πληροφορίες οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι κατά τη διάρκεια των διαμαρτυριών εναντίον της κυβέρνησης, πλήθος πολιτών δέχτηκαν απειλές και ενδεχομένως διώξεις από τις αρχές της ΛΔΚ.
Στη βάση όλων των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό επειδή έκρινε ότι δε θεμελιώθηκε η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή.
Συνοψίζοντας, αποδεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός του Αιτητή γύρω από τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ τη χώρα καταγωγής και του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής του, ήτοι η Κινσάσα.
Στη βάση του ανωτέρω αποδεκτού ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου που ο Αιτητής ενδέχεται να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στην Κινσάσα, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του. Καθώς οι συνδεμένοι με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή απορρίφθηκαν ως μη αξιόπιστοι, το συγκεκριμένο σκέλος του φόβου του κρίθηκε ως αβάσιμο και μη δικαιολογημένο.
Σε σχέση με το φόβο του Αιτητή ο οποίος δύναται να απορρέει από τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε έρευνα ως προς τις συνθήκες που επικρατούν στην πόλη Κινσάσα, εκ της οποίας δεν ανέκυψαν στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι κατά την επιστροφή του εκεί, ο Αιτητής θα κινδυνεύσει λόγω της κατάστασης ασφαλείας.
Υπό το φως των ανωτέρω και προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός EASO κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν στοιχειοθέτησε ότι αντιμετωπίζει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του σε έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να του εκχωρηθεί προσφυγικό καθεστώς.
Ελλείψει οιασδήποτε προσωπικής απειλής και/ή στοχοποίησης του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι κατά την επιστροφή του στη ΛΔΚ, ο Αιτητής θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.
Ως προς την ανάλυση του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου και καταληκτικά απορρίφθηκε το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Στη βάση όλων των ανωτέρω, το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία απορρίφθηκε δια της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού EASO όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Αρxικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς, δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο λειτουργός ασύλου.
Αναφορικά με το δεύτερο και τρίτο κρίσιμο ισχυρισμό του Αιτητή, διαφωνώ καταρχάς με τον σχηματισμό των ισχυρισμών αυτών, κατά τον τρόπο που αυτοί σχηματίστηκαν. Ο σχηματισμός κρίσιμων ισχυρισμών γίνεται με βάση τους ισχυρισμούς του Αιτητή οι οποίοι σχετίζονται με έναν ή και περισσότερους λόγους δίωξης ως τα προβλεπόμενα από τη Σύμβαση της Γενεύης και το Πρωτόκολλο αυτής και οι οποίοι είναι νομικά λυσιτελή για τον καθορισμό των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας. Επομένως, φρονώ πως ορθότερος θα ήταν ο σχηματισμός των ισχυρισμών ως εξής:
· Δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός: Δίωξη λόγω της καταγωγής του και της διαδοχής στην αρχηγία της φυλής και οι επακόλουθες απειλές και θάνατοι μελών της οικογένειάς του.
· Τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός: Η στοχοποίησή του λόγω πολιτικής δράσης και συμμετοχής σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και συνεχιζόμενες απειλές.
Παρότι διαφοροποιούμαι από τον αρχικό σχηματισμό του ουσιώδους ισχυρισμού, κατόπιν προσεκτικής μελέτης της συνέντευξής της, των παρατηρήσεων του λειτουργού ασύλου επ' αυτής καθώς και των όσων ισχυρίστηκε ενώπιόν του παρόντος Δικαστηρίου, συντάσσομαι με την τελική κατάληξη για την απόρριψη των ισχυρισμών αυτών για τους λόγους που αμέσως επεξηγώ αναλυτικά.
Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του, ο Αιτητής προβάλλει στην ουσία τη θέση περί δίωξής του, λόγω καταγωγής και κοινωνικής θέσης. Ως συγκεκριμένα προέβαλε, προέρχεται από οικογένεια αρχηγών φυλής όπου η αρχηγία κληρονομείται. Ο πατέρας του ανέλαβε την αρχηγία, όμως η κοινότητα ήταν διχασμένη και τελικά δολοφονήθηκε μέσω δηλητηρίασης. Ο αδερφός του Αιτητή έγινε αρχηγός, αλλά δέχθηκε απειλές, το σπίτι του πυρπολήθηκε και τελικά διέφυγε. Στη συνέχεια, ζητήθηκε από τον Αιτητή να αναλάβει την αρχηγία, όμως άρχισε να δέχεται απειλές, οι οποίες περιελάμβαναν: απειλητικά μηνύματα στους τοίχους, πυρπόληση οικίας, τοποθέτηση μαχαιριού και απειλητικού σημειώματος στα ρούχα του και δολοφονία της συντρόφου του και ενός εκ των ανήλικων τέκνων του από μέλη της πατρικής του οικογένειας, επειδή δεν αποκάλυψαν πού βρίσκεται. Λόγω αυτών των γεγονότων, είναι η θέση του Αιτητή ότι αναγκάστηκε να διαφύγει με τη βοήθεια ιερέα, μεταμφιεσμένος, και χρησιμοποιώντας διαβατήριο που εκδόθηκε από τον ιερέα.
Η αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του Αιτητή περί δίωξης λόγω της καταγωγής του και της διαδοχής στην αρχηγία της φυλής απαιτεί την εξέταση της συνέπειας και της λογικής συνοχής των δηλώσεών του. Οι βασικοί άξονες του ισχυρισμού του περιλαμβάνουν τη διαδοχή στην αρχηγία της φυλής του, τη δολοφονία του πατέρα, του αδερφού του, της συζύγου και ενός εκ των τέκνων του, τις απειλές που δέχθηκε ο ίδιος, καθώς και τη διαφυγή του από τη χώρα καταγωγής του. Εξετάζοντας ωστόσο τις δηλώσεις του, διαπιστώνω ότι προκύπτουν σημαντικές ασάφειες, αντιφάσεις και ανακολουθίες, οι οποίες δημιουργούν αμφιβολίες ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του.
Ένα από τα πρώτα σημεία που εγείρουν αμφιβολίες αφορά το χρονοδιάγραμμα διαδοχής του πατέρα του στην αρχηγία της φυλής. Ο Αιτητής υποστήριξε ότι ο πατέρας του ανέλαβε την αρχηγία τον Απρίλιο του 2019 και ότι δολοφονήθηκε τον Μάιο του ίδιου έτους. Ωστόσο, σε άλλο σημείο δήλωσε ότι η κοινότητα ήταν διχασμένη ως προς την αποδοχή του ως αρχηγού και ότι ουσιαστικά δεν είχε προλάβει να αναλάβει πλήρως τα καθήκοντά του πριν από τη δολοφονία του. Αυτή η αντίφαση δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με το αν ο πατέρας του είχε πράγματι εγκαθιδρυθεί ως αρχηγός πριν από τον θάνατό του ή αν η διαδοχή του βρισκόταν ακόμα σε διαδικασία αμφισβήτησης.
Παρόμοια προβλήματα ανακύπτουν και από τις δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με την ανάληψη της αρχηγίας από τον αδερφό του. Από τη μία, ανέφερε ότι ο αδερφός του έγινε αρχηγός δύο εβδομάδες μετά τον θάνατο του πατέρα τους, από την άλλη, όμως, υποστήριξε ότι η επίσημη τελετή διαδοχής δεν είχε πραγματοποιηθεί, καθώς είχε προγραμματιστεί για δύο μήνες αργότερα. Την ίδια στιγμή, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο αδερφός του άρχισε να δέχεται απειλές αμέσως μόλις ανέλαβε, γεγονός που εγείρει ερωτήματα σχετικά με την πραγματική του θέση ως αρχηγού και κατά πόσο η κοινότητα τον αναγνώριζε επίσημα.
Ανακόλουθες εμφανίζονται και οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τις απειλές που ο ίδιος δέχθηκε όταν του ζητήθηκε να αναλάβει την αρχηγία. Αρχικά, υποστήριξε ότι τα μέλη της οικογένειάς του δεν τον απείλησαν, αλλά αργότερα ανέφερε ότι του είπαν πως αν δεν αναλάβει, θα τον σκότωναν, διότι δεν υπήρχε άλλος διάδοχος. Όταν του τέθηκε το λογικό ερώτημα γιατί να τον σκοτώσουν εφόσον δεν υπήρχε άλλος για να αναλάβει τη θέση του, απάντησε ότι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο αποδέχθηκε την αρχηγία. Η απάντηση αυτή, όμως, εμφανίζει λογική αδυναμία, καθώς το ίδιο το επιχείρημα ακυρώνει την αναγκαιότητα της απειλής.
Σοβαρή ασυνέπεια παρουσιάζει και η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο φέρονται να σκοτώθηκαν η σύντροφός του και το ανήλικο τέκνο του. Αρχικά, δήλωσε ότι τα μέλη της πατρικής του οικογένειας τους ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου, επειδή δεν αποκάλυψαν την τοποθεσία του. Ωστόσο, σε μεταγενέστερη διευκρίνιση, ανέφερε ότι το ανήλικο παιδί του σκοτώθηκε κατά λάθος, όταν το ραβδί που χρησιμοποιήθηκε για να χτυπήσουν τη σύντροφό του, έπεσε πάνω του ενώ το κρατούσε στην αγκαλιά της. Η διαφορά μεταξύ μιας εσκεμμένης δολοφονίας και ενός ακούσιου τραυματισμού που οδήγησε σε θάνατο δημιουργεί έντονη αμφιβολία για την αξιοπιστία των γεγονότων, καθώς η αφήγηση του Αιτητή μεταβάλλεται με τρόπο που εγείρει ερωτήματα για την ακρίβεια των δηλώσεών του.
Περαιτέρω ανακολουθία εντοπίζεται στις συνθήκες διαφυγής του από το χωριό. Ο Αιτητής υποστήριξε ότι ο φίλος του πατέρα του, ονόματι Cowboy, είχε κανονίσει τη διαφυγή του στις 19 Ιουνίου 2019. Ωστόσο, όταν ρωτήθηκε γιατί δεν γνώριζε πότε ακριβώς θα φτάσει το όχημα που θα τον μετέφερε, απάντησε ότι ο Cowboy δεν γνώριζε το χωριό, καθώς καταγόταν από την Κινσάσα. Το επιχείρημα αυτό είναι αντιφατικό, διότι ο ίδιος είχε προηγουμένως δηλώσει ότι ο Cowboy είχε ήδη μεταφέρει τον αδερφό του από το χωριό στην Κινσάσα, γεγονός που συνεπάγεται ότι θα έπρεπε να γνωρίζει την τοποθεσία.
Συνολικά, η αφήγηση του Αιτητή σχετικά με τη δίωξη που υπέστη λόγω της καταγωγής του και της διαδοχής στην αρχηγία της φυλής παρουσιάζει πολλαπλές ασάφειες, αντιφάσεις και ανακολουθίες. Οι ασάφειες ως προς τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων, οι λογικές αντιφάσεις στις απειλές που δέχθηκε, η διαφοροποίηση των δηλώσεών του σχετικά με τις δολοφονίες των οικείων του και οι ανακολουθίες στις συνθήκες της διαφυγής του αποδυναμώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του. Η έλλειψη σταθερότητας και λογικής συνοχής στις περιγραφές του δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες ως προς την ακρίβεια των ισχυρισμών του και μειώνει τη δυνατότητα αποδοχής του ισχυρισμού του ως αληθοφανούς.
Εξετάζοντας ωστόσο την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή, έχοντας ανατρέξει σε επίσημες πηγές πληροφόρησης, αναφορικά με την εθιμική αρχηγία στη ΛΔΚ εντοπίστηκαν οι ακόλουθες πληροφορίες:
· Πληροφορίες οι οποίες αναφέρουν ότι ένα σημαντικό μέρος του αγροτικού πληθυσμού της ΛΔΚ διοικείται από τουλάχιστον 250 παραδοσιακά αρχηγεία. Αυτά διοικούνται από εθιμικούς αρχηγούς, που αναγνωρίζονται από την κυβέρνηση και εφαρμόζουν τόσο τους σύγχρονους όσο και τους εθιμικούς νόμους. Εκτός από τα αρχηγεία, υπάρχουν μικρότερες εθιμικές μονάδες όπως ομάδες και χωριά. Εκατοντάδες εθιμικοί αρχηγοί δημιουργήθηκαν στη ΛΔΚ. Ο στόχος ήταν να διασφαλιστεί ότι η τάξη θα μπορούσε να διατηρηθεί την ίδια στιγμή που οι αυτόχθονες πληθυσμοί μετατράπηκαν σε παραγωγικά και φορολογητέα υποκείμενα. Οι εθιμικοί αρχηγοί με εκτεταμένες εξουσίες έγιναν ιδιαίτερα σημαντικοί μεσάζοντες. Πλαισιώθηκαν ως η ενσάρκωση των παραδοσιακών αυτόχθονων πολιτικών θεσμών παρά την τεράστια ποικιλομορφία αυτών[7].
· Από έτερη πηγή διασταυρώθηκε ότι βάσει του άρθρου 207 του Συντάγματος της ΛΔΚ αναγνωρίζεται η εθιμική αρχηγία, η οποία μεταφέρεται σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, εφόσον το τελευταίο δεν είναι αντίθετο με το Σύνταγμα, το νόμο, τη δημόσια τάξη και την ηθική. Η εθιμική αρχηγία έχει καθήκον να προάγει την εθνική ενότητα και συνοχή[8]. Ο προαναφερόμενος νόμος που καθιέρωσε το καθεστώς των εθιμικών αρχηγών εκδόθηκε από τον τότε πρόεδρο Joseph Kabila στις 25 Αυγούστου 2015[9]. Σύμφωνα με το άρθρο 10 του εν λόγω νόμου, «εθιμικός αρχηγός» είναι κάθε πρόσωπο που διορίζεται δυνάμει τοπικών εθίμων, αναγνωρισμένος από τις δημόσιες αρχές και στον οποίο έχει ανατεθεί η ηγεσία μιας εθιμικής οντότητας»[10]. Περαιτέρω έρευνα ανέδειξε ότι παράλληλα με το επίσημο δικαστικό σύστημα της ΛΔΚ, έχει αναδυθεί στην πράξη και μια άτυπη δικαστική εξουσία. Η εξουσία αυτή ασκείται από τοπικούς εθιμικούς αρχηγούς και άλλους τοπικούς ηγέτες, συμπεριλαμβανομένων θρησκευτικών ηγετών, ανταρτών και άλλων ένοπλων φατριών, το στρατό και την αστυνομία[11].
· Αναφορικά με τη διαδοχή του εθιμικού αρχηγού, ο νόμος ορίζει ότι σε περίπτωση που κενωθεί θέση του εθιμικού αρχηγού (είτε λόγω θανάτου, είτε λόγω μακροχρόνιας απουσίας του, είτε λόγω αναστολής των καθηκόντων του ή άσκηση άλλης ασυμβίβαστης λειτουργίας), ένας ανώτερος διοικητικός λειτουργός (ο περιφερειάρχης ή ο αντιπρόσωπός του- προϊστάμενος τομέα, τοπικός αρχηγός, ή δήμαρχος) μεταβαίνει στον χώρο και συντάσσει επίσημη έκθεση για την κενή θέση. Εάν ο διάδοχος είναι γνωστός, η προαναφερθείσα ανώτερη αρχή εξουσιοδοτεί την εγκατάστασή του. Εάν ο διάδοχος δεν είναι γνωστός, εγκαθιστά ενδιάμεσο και ανοίγει το δρόμο προς τη διαδοχή. Για την κάλυψη της κενής θέσης, η αρχή λαμβάνει υπόψη την αυθεντικότητα του γενεαλογικού δέντρου, την ακρόαση των μελών της οικογένειας του εκ κληρονομιάς δικαιούχου, τη μαρτυρία των αρχηγών ομάδων, αρχηγών χωριών ή γειτονικών αξιωματούχων και στη συνέχεια ανακηρύσσεται ο νέος αρχηγός που ορίζεται σύμφωνα με το τοπικό έθιμο. Η αρχή συντάσσει έκθεση στην οποία επισυνάπτονται όλα τα αντίστοιχα πρακτικά και τη διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή για να ολοκληρωθεί η διαδικασία[12].
· Αν και το Συμβούλιο Μετανάστευσης και Προσφύγων του Καναδά (IRB) παρατήρησε ότι η θέση του εθιμικού αρχηγού είναι κληρονομική και περνάει από πατέρα σε γιο[13], ο Δρ. Mambi Tunga-Bau, πολιτικός καθηγητής Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Κινσάσα εξήγησε ότι στην πράξη, ο ηλικιακά μεγαλύτερος εκλαμβάνεται ως το άτομο που έχει τις περισσότερες αρετές για την ανάληψη της εξουσίας. Επομένως, είναι ο υποψήφιος που δικαιολογεί κοινωνικά περισσότερες αρετές προκειμένου να αναλάβει την εξουσία». Οι εκλογές οργανώνονται μεταξύ των κατόχων των δικαιωμάτων και αποκλείουν τον «ευρύ ανταγωνισμό»[14]. Ο Δρ. Mambi Tunga-Bau τόνισε ωστόσο πως δεν είναι δυνατό για άτομα έξω από την οικογένεια των αρχηγών να αναλάβει την εξουσία[15].
· Σύμφωνα άλλωστε και με άρθρο του IOSR Journal Of Humanities And Social Science (IOSR-JHSS), [ανεπίσημη μετάφραση] «την παραδοσιακή εξουσία κατέχει το μεγαλύτερο ηλικιακά πρόσωπο της φυλής, η οποία κληρονομείται, μετά το θάνατό του, από τον μεγαλύτερο γιο του, κυρίως από την πρώτη του γυναίκα, και ενθρονίζεται αρχηγός της φυλής»[16]. Ως προς τα άτομα που αρνούνται να αναλάβουν τη θέση του αρχηγού της φυλής, ο Δρ. Mambi Tunga-Bau, περαιτέρω δήλωσε ότι σπάνια ένας αρχηγός αποποιείται οικειοθελώς την εθιμική εξουσία γιατί ο ρόλος του τον προμηθεύει με πλούτο αλλά και κύρος[17].
Σημειώνεται ότι εκ της διεξαχθείσας έρευνας δεν προέκυψαν πληροφορίες σε σχέση με τις συνέπειες που αντιμετωπίζουν τα άτομα που αρνούνται να γίνουν εθιμικοί αρχηγοί.
Από ανάλυση των δεδομένων που πηγάζουν από εξωτερικές πηγές, διαπιστώνω ότι αν και η κληρονομική αρχή αναγνωρίζεται, η τοποθέτηση νέου αρχηγού δεν γίνεται αυτόματα και μπορεί να επηρεάζεται από διαφορετικούς παράγοντες. Σε σχέση με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι η αρχηγία περνά υποχρεωτικά από πατέρα σε γιο, η έρευνα καταδεικνύει ότι αυτή είναι η συνήθης πρακτική, αλλά όχι ο αποκλειστικός κανόνας. Επομένως, η άποψη του Αιτητή ότι η διαδοχή είναι απολύτως αυτοματοποιημένη και ανεξάρτητη από κοινωνικούς παράγοντες δεν συμβαδίζει πλήρως με τις διαθέσιμες πληροφορίες. Ένα άλλο κρίσιμο στοιχείο αφορά την πιθανότητα άσκησης εξαναγκασμού για την ανάληψη της αρχηγίας. Ο Αιτητής υποστήριξε ότι τα μέλη της οικογένειάς του τον απείλησαν με θάνατο αν δεν δεχόταν την αρχηγία. Ωστόσο, από την έρευνα δεν προέκυψαν πληροφορίες που να αποδεικνύουν ότι άτομα που αρνούνται να γίνουν εθιμικοί αρχηγοί υφίστανται διώξεις ή σοβαρές συνέπειες. Αντιθέτως, οι πηγές αναφέρουν ότι η θέση του εθιμικού αρχηγού συνοδεύεται από κύρος και πλούτο, και σπάνια αποποιείται από το ίδιο το πρόσωπο που δικαιούται να την αναλάβει. Επομένως, το αφήγημα του Αιτητή ότι υπέστη απειλές επειδή δεν ήθελε να αναλάβει τον ρόλο του αρχηγού εμφανίζεται προβληματικό, καθώς δεν επιβεβαιώνεται από διαθέσιμες πηγές.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις διαδικασίες διαδοχής που περιγράφονται στις διαθέσιμες πληροφορίες, προκύπτει ότι σε περίπτωση που δεν υπάρχει σαφής διάδοχος, ένας διοικητικός λειτουργός επισκέπτεται την κοινότητα, λαμβάνει υπόψη τη γνώμη των μελών της και τελικά επικυρώνει ή προτείνει νέο αρχηγό. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν ο Αιτητής είχε αρνηθεί να αναλάβει την αρχηγία, υπήρχε διαδικασία για την αντικατάστασή του χωρίς να απαιτείται η άσκηση βίας. Ο ισχυρισμός του ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή εκτός από την ανάληψη της θέσης ή τη φυσική του εξόντωση δεν συμφωνεί με τα ως άνω δεδομένα.
Επίσης, ο ισχυρισμός του Αιτητή περί απόλυτης αντίδρασης της κοινότητας στην αποδοχή ενός αρχηγού που είχε ζήσει στην Κινσάσα και η σύνδεση αυτού του γεγονότος με τη δολοφονία του πατέρα του δεν επιβεβαιώνεται από τις διαθέσιμες πληροφορίες. Αν και πράγματι υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι τοπικές κοινότητες δεν αποδέχονται κάποιον αρχηγό λόγω της απουσίας του από την παραδοσιακή ζωή της φυλής, η έρευνα δεν κατέδειξε ότι τέτοιες περιπτώσεις οδηγούν υποχρεωτικά σε ακραίες ενέργειες όπως δολοφονίες.
Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή παρουσιάζει σημαντικά κενά και ως προς την εξωτερική του αξιοπιστία.
Καταλήγω συνεπώς ότι ούτε η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή έχει αποκρυσταλλωθεί και λαμβάνοντας υπόψη και την έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας, ο ισχυρισμός του Αιτητή απορρίπτεται.
Προχωρώ τώρα σε εξέταση του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμό του Αιτητή. Σύμφωνα με αυτόν, ο Αιτητής στοχοποιήθηκε λόγω της πολιτικής του δράσης αναφέροντας ότι συμμετείχε στη διανομή φυλλαδίων και στις διαδηλώσεις των κομμάτων Lamuka και ECIDE κατά του καθεστώτος Kabila μεταξύ 2018 και 2019, γεγονός που, όπως υποστηρίζει, είχε ως αποτέλεσμα να στοχοποιηθεί από τις αρχές ή άγνωστα άτομα. Εξετάζοντας την αφήγησή του, παρατηρώ ορισμένα σημεία ασυνέπειας, ασάφειας και αντιφατικότητας που μειώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του. Αρχικά, ο Αιτητής ανέφερε ότι μοίραζε φυλλάδια από τον Φεβρουάριο του 2018 έως τις 2 Φεβρουαρίου 2019, ημερομηνία κατά την οποία συμμετείχε σε διαδήλωση του κόμματος Lamuka. Ωστόσο, όταν ρωτήθηκε γιατί διένειμε φυλλάδια, αρχικά δήλωσε ότι το έκανε επειδή "η χώρα χρειαζόταν αλλαγή", ενώ στη συνέχεια προσέθεσε ότι το έκανε γιατί του έδωσε χρήματα ένας φίλος του, ο οποίος ήταν γενικός γραμματέας του κόμματος για 20 επαρχίες. Η διαφοροποίηση της εξήγησής του δημιουργεί αμφιβολίες ως προς το κίνητρο της πολιτικής του δράσης. Αν ο Αιτητής συμμετείχε σε πολιτικές ενέργειες αποκλειστικά για οικονομικούς λόγους, αυτό μειώνει την αξιοπιστία του ισχυρισμού ότι διώχθηκε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Αντίθετα, αν ήταν ιδεολογικά ταγμένος στην πολιτική αλλαγή, η αντίφαση αυτή καθιστά ασαφή την πραγματική του στάση.
Ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα αφορά τη μη αναφορά άμεσων απειλών ή παρενοχλήσεων κατά τη διάρκεια της πολιτικής του δράσης. Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα κατά την περίοδο που μοίραζε φυλλάδια ή συμμετείχε στις διαδηλώσεις. Ωστόσο, μετά την αναχώρησή του από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ), ανέφερε ότι άτομα τον αναζητούσαν επειδή κρατούσε πανό που προσέβαλε τον Kabila. Αυτή η διαφορά στη χρονική ακολουθία δημιουργεί ερωτήματα: αν η δράση του ήταν όντως τόσο επικίνδυνη ώστε να οδηγήσει σε στοχοποίησή του, γιατί δεν αντιμετώπισε προβλήματα όσο βρισκόταν στη χώρα; Το γεγονός ότι οι διώκτες του άρχισαν να τον αναζητούν μόνο μετά την αναχώρησή του μειώνει τη συνοχή του ισχυρισμού του.
Επιπλέον, υπάρχει λογική ανακολουθία στον τρόπο με τον οποίο πληροφορήθηκε ότι στοχοποιήθηκε. Ο Αιτητής ανέφερε ότι έμαθε πως τον αναζητούσαν από τον Bob, έναν υπεύθυνο τηλεπικοινωνιών του χωριού του, ο οποίος ενημερώθηκε από τρίτο πρόσωπο, χωρίς να είναι σε θέση να δώσει συγκεκριμένα στοιχεία για το ποιος τον αναζητούσε και γιατί καθιστώντας τον ισχυρισμό ασαφή, καθώς αν οι αρχές της χώρας ή παρακρατικές ομάδες τον καταδίωκαν, θα αναμενόταν να υπάρχουν πιο άμεσα στοιχεία δίωξης, τα οποία δεν αναφέρθηκαν.
Ένα άλλο αδύναμο σημείο της αφήγησής του αφορά το περιστατικό του Ιουλίου 2021, κατά το οποίο τρία άτομα φέρονται να επιτέθηκαν στον Bob σε ένα μπαρ, ρωτώντας τον για την τοποθεσία του Αιτητή. Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι αυτό αποδεικνύει πως εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο. Ωστόσο, όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί οι διώκτες του έδρασαν μόνο το 2021, ενώ ο ίδιος είχε φύγει από τη ΛΔΚ από το 2019, η απάντησή του ήταν ότι «πάντα ρωτούσαν τον Bob και τελικά του επιτέθηκαν γιατί δεν τους αποκάλυπτε πού βρισκόταν». Αυτή η εξήγηση δεν είναι απόλυτα πειστική, καθώς δημιουργείται το ερώτημα γιατί οι διώκτες του περίμεναν δύο χρόνια προτού προβούν σε επιθετικές ενέργειες. Επιπλέον, ο Αιτητής δεν εξήγησε γιατί κάποιος θα αναζητούσε ακόμα ένα άτομο που είχε αποχωρήσει από τη χώρα πριν από τόσο καιρό, ιδιαίτερα αν η πολιτική κατάσταση στη ΛΔΚ είχε μεταβληθεί από τότε.
Ανακολουθία υπάρχει επίσης στη διαχείριση των στοιχείων που σχετίζονται με τη στοχοποίησή του. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο Bob του έστειλε φωτογραφίες ως απόδειξη ότι κινδύνευε, αλλά στη συνέχεια τις διέγραψε και διέκοψε κάθε επικοινωνία λόγω φόβου. Αυτή η περιγραφή δημιουργεί αμφιβολίες, καθώς αν οι φωτογραφίες αποτελούσαν κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο της δίωξης του Αιτητή, γιατί να τις διαγράψει ο Bob; Η αντίφαση αυτή μειώνει την αξιοπιστία του ισχυρισμού, καθώς δείχνει αστάθεια στην εξήγηση του τι συνέβη.
Για τους πιο πάνω λόγους οι οποίες συμπληρώνουν τα όσα ανέφερε και ο λειτουργός EASO στην εισηγητική του έκθεση αναφορικά με τον ισχυρισμό αυτό, φρονώ ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί η εσωτερική του αξιοπιστία.
Προχωρώντας τώρα σε αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του Αιτητή, επισημαίνω αρχική ότι δεν κρίνεται σκόπιμη η διενέργεια έρευνας αναφορικά με την πολιτική συμμαχία Lamuca και το κόμμα ECIDE, καθώς ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν είχε ουδεμία πολιτική ανάμειξη είτε ως μέλος της συμμαχίας ή του κόμματος.
Ως προς τις διαδηλώσεις στις οποίες ο Αιτητής δήλωσε ότι έλαβε μέρος, άρθρο της εφημερίδας "The Guardian" το οποίο δημοσιεύθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2018 ανέφερε πως εκατοντάδες ακτιβιστές στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό κινδύνεψαν με σύλληψη και βασανιστήρια λόγω του ότι ενημέρωναν τους ψηφοφόρους για τα δικαιώματά τους τις τελευταίες ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές της χώρας[18]. Παράλληλα, εντοπίστηκε άρθρο του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το Φεβρουάριο του 2019 το οποίο ανέφερε ότι η νέα κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό θα πρέπει να επιδείξει τη δέσμευσή της για τα ανθρώπινα δικαιώματα διερευνώντας και διώκοντας αμερόληπτα τη δολοφονία τουλάχιστον 10 ατόμων από τις δυνάμεις ασφαλείας κατά τη διάρκεια μετεκλογικών διαδηλώσεων στις 10 Ιανουαρίου 2019. Πολλοί από αυτούς που σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν διαμαρτυρήθηκαν για την αμφισβήτηση του Félix Tshisekedi εκλογική νίκη στις προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 30 Δεκεμβρίου 2018. Στις 10 Ιανουαρίου 2019, η ελεγχόμενη από το κράτος εκλογική επιτροπή του Κονγκό, η Επιτροπή électorale nationale indépendante (Ανεξάρτητη Εθνική Εκλογική Επιτροπή, CENI), ανακήρυξε προσωρινά πρόεδρο τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης Tshisekedi. Αυτό ήρθε σε αντίθεση με τα στοιχεία που διέρρευσαν από την επιτροπή και την αποστολή παρατηρητών της Καθολικής Εκκλησίας που έδειξαν ότι ένας άλλος υποψήφιος της αντιπολίτευσης, ο Μάρτιν Φαγιούλου, κέρδισε περίπου το 60 τοις εκατό των ψήφων. Οι υποστηρικτές του Fayulu από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών κομμάτων ξεκίνησαν διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις σε όλο το Κονγκό. Ενώ ορισμένοι διαδηλωτές συμμετείχαν σε βία, οι δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν συχνά με υπερβολική βία, συμπεριλαμβανομένης της περιττής θανατηφόρας βίας[19]. Έτερο άρθρο του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για το έτος που αφορά τα εξιστορισθέντα περιστατικά, επιβεβαιώνει ότι η αστυνομία στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό εκτόξευσε πραγματικά πυρά, σκοτώνοντας ένα άτομο, για να διαλύσει τις διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης στις 30 Ιουνίου 2019. Χρησιμοποίησαν επίσης δακρυγόνα, ξυλοδαρμούς και αυθαίρετες συλλήψεις κατά διαδηλωτών στην Κινσάσα, την πρωτεύουσα και την ανατολική πόλη Γκόμα[20]. Η ίδια πηγή αναφέρει ότι στην Κινσάσα, μικρές ομάδες προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν πορεία σε ορισμένα σημεία της πόλης, αλλά η αστυνομία τις διέλυσε γρήγορα, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις εκτόξευσε δακρυγόνα και ξυλοκόπησε διαδηλωτές. Προφανώς για να σταματήσει την πορεία, η αστυνομία τρύπησε τα λάστιχα δύο ηγετών της Lamuka, του Fayulu και του Adolphe Muzito[21].
Σε σχέση με τον ισχυρισμό για πολιτικές διώξεις, Έκθεση του Home Office το 2022, αναφέρει ότι σε γενικές γραμμές, τα απλά μέλη των κομμάτων τα οποία αντίκεινται στην κυβέρνηση Tshisekedi είναι απίθανο να κινδυνεύσουν από δίωξη. Επιπλέον, το Al Jazeera σημειώνει ότι σε ένα ταξίδι του Φεβρουαρίου 2019 στη Δημοκρατία του Κονγκό, ο Tshisekedi "προέτρεψε δεκάδες χιλιάδες πολιτικούς εξόριστους να επιστρέψουν" στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Σημειώθηκε βελτίωση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ, η οποία απέχει πολύ από την καταστολή των διαδηλώσεων, τις αυθαίρετες συλλήψεις ή τις εξωδικαστικές εκτελέσεις της εποχής του Κabila. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών δεν συλλαμβάνει πλέον άτομα για τις απόψεις τους ή για ορισμένα πολιτικά αδικήματα. Σημειώθηκε μείωση των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που οφείλεται κυρίως στη μείωση του αριθμού των παραβιάσεων αυτών που αποδίδονται στις δυνάμεις άμυνας και ασφάλειας, αλλά και στη μείωση του αριθμού των παραβιάσεων που αποδίδονται στις ένοπλες ομάδες Ωστόσο, οι αντίπαλοι υψηλού προφίλ μπορεί, σε ορισμένες πλην περιορισμένες περιστάσεις, να διατρέξουν κίνδυνο[22].
Από ανάλυση των πιο πάνω πληροφοριών , προκύπτουν στοιχεία που αφενός επιβεβαιώνουν τη γενικότερη ύπαρξη πολιτικών διαδηλώσεων και καταστολής, αφετέρου όμως θέτουν υπό αμφισβήτηση το επιχείρημα του Αιτητή ότι στοχοποιήθηκε προσωπικά λόγω της δράσης του. Αναφορικά με το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο της εποχής, επιβεβαιώνεται ότι πράγματι πραγματοποιήθηκαν μαζικές διαδηλώσεις στη ΛΔΚ, ιδιαίτερα μετά τις προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2018. Ωστόσο, παρά την επιβεβαίωση των γεγονότων γενικής καταστολής, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή περιορίζεται από την απουσία συγκεκριμένων αναφορών σε περιπτώσεις ατόμων χαμηλού προφίλ που στοχοποιήθηκαν αποκλειστικά λόγω της συμμετοχής τους σε διαδηλώσεις ή της διανομής φυλλαδίων. Σύμφωνα με την έκθεση του Home Office (2022), τα απλά μέλη αντιπολιτευόμενων κομμάτων ή διαδηλωτές δεν θεωρούνται συνήθως ότι διατρέχουν κίνδυνο δίωξης. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι αναζητήθηκε από τις αρχές ή ότι δέχθηκε απειλές λόγω της διανομής φυλλαδίων, δεδομένου ότι η πηγή αναφέρει πως μόνο αντίπαλοι υψηλού προφίλ είναι πιθανό να αντιμετωπίζουν πραγματικό κίνδυνο. Ένα ακόμη στοιχείο που αποδυναμώνει την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού είναι ότι ο ίδιος ο Αιτητής παραδέχθηκε πως δεν ήταν μέλος του ECIDE ή της Lamuka. Αν και συμμετείχε στη διανομή φυλλαδίων υπέρ της αντιπολίτευσης, η αποστασιοποίησή του από επίσημη πολιτική ένταξη καθιστά λιγότερο πιθανό να θεωρήθηκε σημαντικός πολιτικός στόχος από τις αρχές. Παράλληλα, η δήλωσή του ότι έλαβε χρήματα από έναν φίλο του για να μοιράσει φυλλάδια, αντί να συμμετέχει στις διαδηλώσεις λόγω ιδεολογικής στράτευσης, ενισχύει τη θέση ότι δεν είχε ισχυρούς δεσμούς με την αντιπολίτευση, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε στοχοποίησή του.
Συνολικά, η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή ότι στοχοποιήθηκε λόγω της πολιτικής του δράσης και των συνεχιζόμενων απειλών εμφανίζεται ασθενής. Ενώ οι ανεξάρτητες πηγές επιβεβαιώνουν τη διεξαγωγή διαδηλώσεων και την ύπαρξη καταστολής από τις δυνάμεις ασφαλείας, δεν παρέχουν ενδείξεις ότι απλά μέλη αντιπολιτευόμενων κινημάτων ή άτομα που μοίραζαν φυλλάδια βρίσκονταν σε διαρκή κίνδυνο δίωξης. Αντιθέτως, οι διαθέσιμες πληροφορίες δείχνουν ότι η καταστολή επικεντρώθηκε κυρίως σε άτομα υψηλού προφίλ και ότι η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βελτιώθηκε μετά το 2019, μειώνοντας την πιθανότητα να συνεχίστηκε η στοχοποίηση του Αιτητή. Η απουσία άμεσων απειλών κατά τη διάρκεια της πολιτικής του δράσης, η αδυναμία του να αποδείξει συγκεκριμένη δίωξη εις βάρος του και το χρονικό χάσμα μεταξύ των διαδηλώσεων και των υποτιθέμενων απειλών του 2021 υπονομεύουν τη συνοχή και την αξιοπιστία του ισχυρισμού του.
Καταλήγω συνεπώς ότι ο δεύτερος αυτός ισχυρισμός του Αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και αυτός απορρίπτεται για τους λόγους που έχουν ανωτέρω επεξηγηθεί.
Ενόψει των πιο πάνω είναι η κατάληξή μου ότι οι Καθ’ ων η αίτηση έχουν διεξάγει τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα κατά την εξατομικευμένη αξιολόγηση της αίτησής του Αιτητή και συνεπώς ο σχετικός λόγος ακυρώσεως του Αιτητή απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Υπό το φως λοιπόν, του μοναδικού ισχυρισμού του Αιτητή που έχει γίνει αποδεκτός τόσο από τον λειτουργό EASO όσο και από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης υπό τις πρόνοιες του άρθρου 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, καθώς ο συνδεόμενος με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, ο συναφώς εκπεφρασμένος φόβος του δεν κρίνεται βάσιμος και δικαιολογημένος.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, "σοβαρή βλάβη" ή "σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη" σημαίνει-
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης...».
Παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν έχει επικαλεστεί αλλά ούτε και προκύπτει από τα ενώπιόν μου δεδομένα ότι υπάρχει ουσιώδης λόγος να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή βασανιστηρίων, εξευτελιστικής ή απάνθρωπης μεταχείρισης ή τιμωρίας προκειμένου να του δοθεί συμπληρωματική προστασία δυνάμει των εδαφίων (α) και (β) και άρθρου 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Η νομολογία ως προς τους παράγοντες που δύναται να ληφθούν υπόψη για την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, είναι πλέον εδραιωμένη και σαφής.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επισήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[23] ότι τέτοιοι παράγοντες συνιστούν:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης).
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[24], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Πρόσθετα στην υπόθεση Elgafaji[25] αναφορικά με τον φόβο σοβαρής και προσωπικής απειλής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, το ΔΕΕ έκανε δεκτό ότι η ύπαρξη τέτοιας απειλής μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να θεωρηθεί αποδεδειγμένη όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην απειλή αυτή και, σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της προσωπικής του κατάστασης[26]. Στην σκέψη 39 της ίδιας απόφασης, το ΔΕΕ επισήμανε πως την ίδια στιγμή θα: "[…] πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.»
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[27] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει χρόνος από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Κινσάσα, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι σύμφωνα με την Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ το 2022, οι ένοπλες συγκρούσεις στη ΛΔΚ εντοπίζονται στις περιοχές Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï and Mai-Ndombe χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Κινσάσα[28].
Αναλύοντας τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν περαιτέρω έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Κινσάσα, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 20.01.2024 και 17.01.2025, στην εν λόγω περιφέρεια καταγράφηκαν, ως προκύπτει από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), συνολικά 117 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 223 απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά, 64 εξ αυτών καταγράφηκαν ως διαμαρτυρίες με μηδέν απώλειες ζωών, 22 περιστατικά στρατηγικών αναπτύξεων χωρίς θανάτους, 19 περιστατικά ως ταραχές με 202 θανάτους, 8 περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων με 16 θανάτους, και 4 περιστατικά μαχών με 5 θανάτους[29]. Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της πόλης ανέρχεται για το 2024 σε περίπου 17.032.000 κατοίκους[30], καταδεικνύεται ότι ο αριθμός περιστατικών ασφαλείας στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.
Σημειώνεται ότι βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, το Δικαστήριο αξιολογεί ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή δεν λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.
Έχοντας καταλήξει στα ανωτέρω, επισημαίνω ότι σε σχέση με το αιτητικό Γ της προσφυγής του, με το οποίο ο Αιτητής επιζητεί διαζευκτικά αναγνωριστική απόφαση Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Κονγκό υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί απάνθρωπη μεταχείρισης, βασανιστήρια και ταπεινωτική μεταχείρισης κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ και ότι δικαιούται να τύχει προστασίας από την επαναπροώθηση, το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας για έκδοση μίας τέτοιας θεραπείας. Δεν προβλέπεται πουθενά στο νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη δικαιοδοσία του (άρθρο 146.4 του Συντάγματος), ότι το Δ.Δ.Δ.Π. μπορεί να εκδώσει αναγνωριστική απόφαση, δηλαδή να κρίνει αφηρημένα ότι μια ενέργεια (όπως η απέλαση σε άγνωστη χώρα) θα συνιστούσε παραβίαση του διεθνούς δικαίου ή της αρχής της μη επαναπροώθησης, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη διοικητική πράξη προς έλεγχο. Η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας (εκεί και όπου απαιτείται), συγκεκριμένων πράξεων και όχι σε αφηρημένες αναγνωριστικές κρίσεις.
Επισημαίνω ωστόσο ότι η παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, συνιστά λόγο ακύρωσης, χωρίς, ως παρατηρώ, να έχει προωθηθεί οτιδήποτε σχετικό δια του δικογράφου της προσφυγής του Αιτητή. Σε κάθε περίπτωση, και με βάση τα δεδομένα που έχουν τεθεί ενώπιόν μου και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ισχυρισμός αυτός συναρτάται άμεσα με την ουσία της υπόθεσης η οποία έχει εξεταστεί, φρονώ πως αυτός δεν ευστασθεί. Ο Αιτητής στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας δεν προωθεί οποιοδήποτε ισχυρισμό περί δίωξης ή άλλου κινδύνου στη χώρα καταγωγής του, ούτε και οποιουσδήποτε ισχυρισμούς πέραν αυτών που ήδη εξετάστηκαν, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν τη μη επιστροφή στη χώρα καταγωγής του κατ' επίκληση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου δεν έχει τεκμηριωμένα στοιχειοθετηθεί οποιαδήποτε πράξη κακομεταχείρισης του Αιτητή, η οποία αγγίζει ένα ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας ενόψει όλων των συνθηκών και των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή, όπως αυτές καταγράφηκαν κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης[31].
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι o Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρ. 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €500 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
[2] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.
[4] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.
[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).
[6] Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010
[7] heconversation.com, How DRC's colonial legacy forged a nexus between ethnicity, territory and conflict, 2021, διαθέσιμο σε https://theconversation.com/how-drcs-colonial-legacy-forged-a-nexus-between-ethnicity-territory-and-conflict-153469, (ημ. πρόσβ. 31/01/2025)
[8] DRC, The Constitution of the Democratic Republic of Congo, 2005, διαθέσιμο σε https://constitutionnet.org/sites/default/files/DRC%20-%20Congo%20Constitution.pdf, Article 207, (ημ. πρόσβ. 31/01/2025)
[9] LOC, Congo, The Democratic Republic of the: President Adopts Laws on Elections, Traditional Leaders, 8 September 2015, διαθέσιμο σε https://www.loc.gov/research-centers/law-library-of-congress/about-this-research-center/, (ημ. πρ. 31/01/2025)
[10] MDPI, Can traditional authority improve the governance of forestland and sustainability? Case study from the Congo (DRC), 26 April 2019, διαθέσιμο σε https://www.mdpi.com/2073-445X/8/5/74, p. 2, (ημ. πρ. 31/01/2025)
[11] ATTACKS ON JUSTICE - DEMOCRATIC REPUBLIC OF CONGO, n.d., διαθέσιμο σε https://www.refworld.org/pdfid/48abdd680.pdf, (ημ. πρ. 31/01/2025)
[12] DRC, Loi fixant le statut des chefs coutumiers [informal translation: Law establishing the status of customary chiefs], 2015, διαθέσιμο σε https://www.droitcongolais.info/files/1.11.1.-Loi-du-25-aout-2015_Statut-des-chefs-coutumiers.pdf, (ημ. πρ. 31/01/2025)
[13] Canada, IRB, DRC: Customary chiefs, including their authority, regions where they are present and their legal recognition; how to become a customary chief, including the need for human sacrifice; consequences of refusing to become a customary chief; state protection (COD104878.FE), 20 May 2014, διαθέσιμο σε https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=455814&pls=1), (ημ. πρ. 31/01/2025)
[14] Όπ. π.
[15] DRC, Online Mémoire, Les rites d'investiture d'un chef coutumier comme espace communicationnel chez les Lega du territoire de Shabunda en RDC, université pédagogique nationale de Κινσάσα RDC [A customary chief's investiture ceremony as a communication area within the Lega (ethnic group) of Shabunda territory in DRC, national pedagogy university of Κινσάσα DRC], November 2019, διαθέσιμο σε https://www.memoireonline.com/11/13/8086/Les-rites-d-investiture-d-un-chef-coutumier-comme-espace-communicationnel-chez-les-Lega-du-territoir.html, (ημ. πρ. 31/01/2025)
[16] IOSR, Conflits de pouvoir coutumier dans le Bulega en RD Congo : Une réalité caractéristique d'un Etat en panne et un grand défi au développement local [Customary power related conflicts in Bulega in DRC : a typical reality of a failed state and a big challenge in local development], August 2018, διαθέσιμο σε http://www.iosrjournals.org/iosr-jhss/papers/Vol.%2023%20Issue8/Version-2/B2308020925.pdf, (ημ. πρ. 31/01/2025)
[17] Canada, IRB, DRC: Customary chiefs, including their authority, regions where they are present and their legal recognition;
how to become a customary chief, including the need for human sacrifice; consequences of refusing to become a customary chief; state protection (COD104878.FE), 20 May 2014, διαθέσιμο σε https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=455814&pls=1, (ημ. πρ. 31/01/2025)
[18] The Guardian (2018), 'DRC activists risk arrest to encourage voting in delayed election', διαθέσιμο στη διεύθυνση: DRC activists risk arrest to encourage voting in delayed election | Democratic Republic of the Congo | The Guardian, The Guardian (2018), 'DRC activists risk arrest to encourage voting in delayed election', διαθέσιμο στη διεύθυνση: DRC activists risk arrest to encourage voting in delayed election | Democratic Republic of the Congo | The Guardian (τελευταία πρόσβαση στις 15.04.2024) (τελευταία πρόσβαση στις 31.01.2025)
[19] HRW, DR Congo: Post-Election Killings Test New President, February 2019, διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/news/2019/02/14/dr-congo-post-election-killings-test-new-president, (ημ. πρόσβ. 31/01/2025).
[20] HRW, DR Congo: Police Fire on, Beat Protesters, July 2019, διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/news/2019/07/04/dr-congo-police-fire-beat-protesters, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/01/2025).
[21] Όπ. π.
[22]Home Office, Country Policy and Information Note, DRC: Opposition to the government, November 2022, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2100648/COD+CPIN+Opposition+to+the+Government.pdf, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/01/2025).
[23] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατάBundesrepublic Deutschland
[25] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009
[26] Βλ. αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 43), και της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της «σοβαρής και προσωπικής απειλής») (C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψη 28).
[27] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).
[28] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022, n.d. διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/ [ημερ. πρόσβασης 10/06/2024]
[29] Accled, Κινσάσα , reference period 20.01.2024 -17.01.2025, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 31.01.2025]
[30] Κινσάσα - Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023 | MacroTrends
https://www.macrotrends.net/cities/20853/Κινσάσα/population
[31] Βλ. σχετικά Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), Case of Ireland v. The United Kingdom (Application no. 5310/71), ημερ. 18.01.1978, παρ.162.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο