H. N. E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3737/23, 28/2/2025
print
Τίτλος:
H. N. E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.3737/23, 28/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.3737/23

 

28 Φεβρουαρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

H. N. E.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Χρ. Χριστοδουλίδης, Δικηγόρος για Αιτητή

Κα Θ. Παπανικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.04/08/23, η οποία κοινοποιήθηκε στις 18/09/24, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, μετά από δεκάμηνη παραμονή εκεί, στις 18/12/21 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 17/02/22 (ερ.1-3, 22).

Στις 15/06/23 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός ασύλου, όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.14-22). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 28/06/23 η αίτηση διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.33-42).

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δόθηκε διά χειρός στις 18/09/23, σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν (ερ.43, 3).

Στην επίδικη αίτηση ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής, καθώς ο πατέρας της φιλενάδας του τον απείλησε, επειδή δεν τον ήθελε και έτσι ήρθε (στη Δημοκρατία) «για προστασία», ως αναφέρει.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι έχει σπουδάσει Business Administration σε πανεπιστήμιο, η μητέρα του ζει στο Agbor, πολιτεία Delta, δεν έχει αδέλφια (ο αδελφός του πέθανε σε ατύχημα το 2008) και ο πατέρας του τους εγκατέλειψε όταν ο ίδιος ήταν μικρός. Ο αιτητής γεννήθηκε και ζούσε στο Agbor (Delta State), πλην όταν σπούδαζε σε άλλη πολιτεία μεταξύ 2013-2018. Σχετικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής ο αιτητής επανέλαβε τα όσα είχε καταγράψει στην επίδικη αίτηση, ως ανωτέρω αναφέρονται, προσθέτοντας ότι ο πατέρας της κοπέλας είναι πολιτικός.

Ερωτώμενος πότε είχε δεσμό με κοπέλα, ο πατέρα της οποίας κατ’ ισχυρισμό τον διώκει, ανέφερε πως δεν θυμάται, «[θυμάται] τον Αύγουστο 2020», μέχρι που έφυγε από τη χώρα. Ερωτώμενος για το κόμμα στο οποίο ανήκε ο κατ’ ισχυρισμό διώκτης του ο αιτητής ανέφερε ότι ήταν στο εργατικό κόμμα, χωρίς εντούτοις να είναι σε θέση να πει ποιος ήταν ο ρόλος και η θέση του στο κόμμα. Ερωτώμενος αν διατηρεί δεσμό με την εν λόγω κοπέλα απάντησε αρνητικά, αναφέροντας ότι χώρισε όταν έφυγε από τη χώρα. Καλούμενος να εξιστορήσει όσα συνέβησαν ανέφερε ότι, όταν ο πατέρας της κοπέλας έμαθε ότι ο αιτητής είναι από φτωχή οικογένεια, «έστειλε ανθρώπους να [τον] ψάξουν», οι οποίοι «απήγαγαν την μητέρα [του] για να [τον πιέσει] να [εμφανιστεί]». Τότε τον κάλεσαν, ως αναφέρει, στο κινητό και τότε ο ίδιος πήγε στην κοινότητα να ζητήσει βοήθεια. Ερωτώμενος πότε έγινε αυτό ανέφερε ότι δεν θυμάται, όμως η σχέση του, ως ανέφερε, κράτησε 3 μήνες, μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου 2020. Ως ανέφερε, κατήγγειλε το συμβάν στην αστυνομία, η οποία κατέγραψαν την καταγγελία και τον έστειλαν σπίτι του. Μετά από δύο μέρες, που ο αιτητής έμενε με ένα φίλο του, ελευθέρωσαν την μητέρα του, η οποία τον συμβούλευσε να σταματήσει τον δεσμό του με την κοπέλα. Η κοπέλα, ως ανέφερε ο αιτητής, δεν δεχόταν την απόφαση του πατέρα της να χωρίσει με τον αιτητή και έτσι, μετά από συζήτηση του αιτητή με την μητέρα του, αυτή πούλησε κάποια περιουσία για να πάρει χρήματα ο αιτητής και να φύγει από τη χώρα.

Μετά τα ως άνω ο αιτητής, ως ανέφερε, πήγε και διέμενε με ένα φίλο που είχε γνωρίσει στο Lagos για 7 μήνες, όπου δούλευε σε εταιρία ανακύκλωσης, και μετά έφυγε από τη χώρα. Ερωτώμενος αν ζούσε φυσιολογικά τη ζωή του στο Lagos, ο αιτητής αποκρίθηκε θετικά, προσθέτοντας όμως ότι η ζωή και η δουλειά ήταν πολύ δύσκολη και πως έφυγε από τη χώρα, αρχικά λόγω των απειλών που δέχθηκε, αλλά και για μια καλύτερη ζωή. Ερωτώμενος αν η καλύτερη ζωή ήταν ο κύριος λόγος που έφυγε, ο αιτητής απάντησε θετικά. Ερωτώμενος αν μπορεί να επιστρέψει και να ζήσει με ασφάλεια στο Lagos ο αιτητής απάντησε αρνητικά και όταν ρωτήθηκε γιατί απάντησε ότι η ποιότητα ζωής είναι άσχημη.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή στην αίτηση και τη συνέντευξη, κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή

2.    Ισχυριζόμενος φόβος του αιτητή από τον πατέρα της πρώην φιλενάδας του

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο ουσιώδη ισχυρισμό απέρριψαν δε τον 2ο, καθώς κρίθηκε ότι στερείται συνοχής.

Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, ως αναφέρεται στα ερ.36-38, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει καμία λεπτομέρεια για τις κατ’ ισχυρισμό απειλές που δέχθηκε από τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη του, πότε έγιναν αυτά, πως απήχθη και ακολούθως ελευθερώθηκε η μητέρα του, που, υπό ποιες συνθήκες, πότε άρχισε και πότε τελείωσε η σχέση του με την κοπέλα της οποίας ο πατέρας κατ’ ισχυρισμό τον απειλούσε και ούτε ήταν σε θέση να παραθέσει τον παραμικρό βιωματικό ισχυρισμό σε σχέση με τα ως άνω. Σε σχετικές με τα ως άνω ερωτήσεις που έγιναν ο αιτητής παρέμεινε γενικόλογος και εν πολλοίς μονολεκτικός, χωρίς τελικώς να αναφέρει κάποια λεπτομέρεια. Σε κάθε δε περίπτωση, ως κρίθηκε, οι απειλές σταμάτησαν όταν ο αιτητής χώρισε με την κοπέλα, ουδέν συνέβη κατά τον χρόνο που αυτός ήταν στο Lagos και, παρότι αρχικώς ανέφερε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια στο Lagos, όταν ρωτήθηκε τον λόγο γι’ αυτό, ανέφερε την κακή ποιότητα ζωής. Στα πλαίσια αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας του ως άνω ισχυρισμού κρίθηκε ότι, με δεδομένη την αμιγώς προσωπική φύση των όσων ανέφερε, δεν ήταν σκόπιμη η έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες. Ο ως άνω ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, και επί τη βάσει του ισχυρισμού που έχει γίνει αποδεκτός, ήτοι ότι του προφίλ του και του ότι δεν έχει στοιχεία ευαλωτότητας, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της (πολιτεία Delta), κρίθηκε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να εκτεθεί ο αιτητής σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη κατά την επιστροφή του.  

Εκ των ως άνω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Στα πλαίσια των αγορεύσεων του ο αιτητής αναφέρει ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ότι ο λειτουργός που διενήργησε τη συνέντευξη κατείχε τα απαραίτητα προσόντα και ότι η αγγλική γλώσσα, στην οποία έγινε η συνέντευξη, εξασφάλιζε επαρκή επικοινωνία με τον αιτητή. Αυτό, ως αναφέρει παραπέμποντας στην απόφαση της προέδρου του ΔΔΔΠ στην προσφυγή αρ.1061/22, καθιστά ακυρωτέα την προσβαλλόμενη πράξη, αφού ο αιτητής στερήθηκε κατ’ ουσία του δικαιώματος του σε ακρόαση, πράγμα που συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Περαιτέρω, ως λέγει, δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του σε εξατομικευμένη βάση και δεν έγιναν επαρκείς ερωτήσεις και έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ), πράγμα που, ως εισηγείται, οδήγησε σε λήψη της απόφασης υπό καθεστώς πλάνης, στερούμενη αιτιολογίας, χωρίς να αξιολογηθούν οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, και - τέλος - ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί του είναι αναξιόπιστοι και ότι δεν διατρέχει κίνδυνο στον τόπο διαμονής του.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή έχει δεόντως δικογραφηθεί και ουδείς αναπτύσσεται επαρκώς και δια τούτο θα πρέπει να απορριφθούν άπαντες ως ανεπίδεκτοι δικαστικής κρίσης, στη βάση σχετικής νομολογίας. Περαιτέρω, σημειώνουν ότι το βάρος απόδειξης ότι αυτός χρήζει διεθνούς προστασίας βρίσκεται στους ώμους του αιτητή και κάνοντας αναφορές στην οικεία νομοθεσία και νομολογία, αναφέρουν ότι τα ευρήματα τους επί της αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού είναι εύλογα, ορθά και απολύτως αιτιολογημένα. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς περί της μετάφρασης και την αντίληψη του αιτητή σημειώνουν ότι κατανοεί την αγγλική, ότι κατανοούσε τον λειτουργό κατά τη διάρκεια της συνέντευξης και, ως βεβαιώνει και ο ίδιος στο πρακτικό της συνέντευξης, τα όσα ανέφερε στη συνέντευξη είχαν καταγραφεί ακριβώς στο σχετικό πρακτικό.

Στα πλαίσια των διευκρινήσεων ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ήγειρε ισχυρισμούς που άπτονται του κατά πόσο η επίδικη απόφαση λήφθηκε αρμοδίως. Ενόψει του ότι, ως ζήτημα που άπτεται τη δημοσίας τάξεως, δύναται να εγερθεί σε κάθε στάδιο και εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αλλά και τις έκτασης των εγειρόμενων ισχυρισμών δόθηκαν οδηγίες για καταχώρηση εκατέρωθεν συμπληρωματικών αγορεύσεων επί του ως άνω ζητήματος. Όπερ και εγένετο.

Στη συμπληρωματική αγόρευση ο σύνηγορος του αιτητή αναπτύσσει ισχυρισμούς περί του ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη αναρμοδίως, ο οποίοι εδράζονται σε δύο πτυχές, ως εξήγησε και κατά τις διευκρινήσεις.

Η πρώτη αφορά το ότι η εξουσιοδότηση (ερ.30) προς τον λειτουργό που έλαβε την επίδικη απόφαση (ερ.42) έγινε από τον πρώην Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος και έπαυσε από τα καθήκοντα του τον Φεβρουάριο 2023 (αλλαγή κυβέρνησης, γεγονός βεβαίως που είναι πασίδηλο και, ως τέτοιο, είναι αντικείμενο δικαστικής γνώσης). Συνεπώς - ως επί τούτου εισηγείται, με παραπομπή σε ελληνική βιβλιογραφία, νομολογία του ΣτΕ και νομοθεσία της Ελληνικής Δημοκρατίας - εφόσον ο εξουσιοδοτών έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντα του, εν προκειμένω θα έπρεπε να δοθεί νέα εξουσιοδότηση από τον νυν Υπουργό και - στην απουσία αυτής - θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο λαμβάνων την απόφαση λειτουργός ενέργησε αναρμοδίως, καθώς η εξουσιοδότηση (ερ.30) από τον προηγούμενο Υπουργό έπαυσε να ισχύει κατά τον χρόνο που αυτός έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντα του.

Η δεύτερη αφορά το ότι - ως εισηγείται - η επίδικη απόφαση (ερ.42) λήφθηκε από άτομο το οποίο ενεργούσε στα πλαίσια εξουσιοδότησης (ερ.30), δια της οποίας εξουσιοδοτείται να λαμβάνει «αποφάσεις επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Συνεπώς αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση, ήτοι το κατά πόσον αυτός, λαμβάνοντας την απόφαση, ενήργησε εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης του, συναρτάται και εξαρτάται από το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού που συνέταξε και υπέβαλε την επίδικη έκθεση, εν προκειμένω του λειτουργού CAS3 (ερ.33), πράγμα που - ως εξηγεί - καθορίζει την ισχύ και εμβέλεια της εν λόγω εξουσιοδότησης.  Εφόσον λοιπόν - ως αναφέρει - στην παρούσα δεν προκύπτει εκ των στοιχείων του φακέλου το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού CAS3, που ετοίμασε την επίδικη έκθεση, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τρωτή γι’ αυτό τον λόγο. Επί τούτου γίνονται παραπομπές σε νομολογία και νομοθεσία προς επίρρωση της ως άνω θέσης του αιτητή.

Στη συμπληρωματική τους αγόρευση η καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν ότι το γεγονός της αλλαγής του προσώπου του Υπουργού δεν σημαίνει ότι οι πράξεις του προηγούμενου Υπουργού παύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο να ισχύουν (εφόσον δεν ανακλήθηκαν). Όσον αφορά το ζήτημα του καθεστώτος εργοδότησης του συγγράφοντος την επίδικη έκθεση αναφέρουν ότι εν προκειμένω ο λαμβάνων την επίδικη απόφαση ενήργησε εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης του και αναφέρουν την ετοιμότητα τους να προσαγάγουν σχετική μαρτυρία που αποδεικνύει το καθεστώς του λειτουργού που ετοίμασε την επίδικη έκθεση. Υπεραμυνόμενοι θέσεων τους παραπέμπουν σε αποφάσεις επί του ζητήματος του Ανωτάτου, Διοικητικού Δικαστηρίου και του παρόντος Δικαστηρίου (μεταξύ των οποίων στις αποφάσεις στις υπ. αρ.2106/23, ημ.14/08/24 και 8494/21, ημ.16/04/24, της αδελφής μου Δικαστού Κλεάνθους).

Στα πλαίσια των διευκρινήσεων οι καθ’ ων η αίτηση προσήγαγαν, χωρίς ένσταση από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, το Τεκμήριο 1, το οποίο συνίσταται σε επιστολή των καθ’ ων η αίτηση ημ.11/09/24, όπου επισυνάπτεται κατάλογος των λειτουργών της Υπηρεσίας Ασύλου οι οποίοι διατελούν σε καθεστώς εργοδοτούμενου ορισμένου χρόνου, στον οποίον καταγράφεται ονομαστικά η συγγράφουσα την επίδικη έκθεση λειτουργός (CAS3 – βλ. ερ.33), καθώς και το όνομα της.

Ο συνήγορος του αιτητή, αποδεχόμενος την κατάθεση του Τεκμηρίου 1 χωρίς ένσταση, ανέφερε ότι, ακόμα και αν ετέθη ενώπιον του Δικαστηρίου, το περιεχόμενο του δεν αρκεί για απόσειση του σχετικού βάρους απόδειξης που βρίσκεται στους ώμους των καθ’ ων η αίτηση ότι η λειτουργός που ετοίμασε την επίδικη έκθεση είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου καθώς - ως εισηγήθηκε - αφενός δεν προκύπτει αρμοδιότητα του υπογράφοντος το Τεκμήριο 1 λειτουργού εκ μέρους του προϊσταμένου και αφετέρου - σε κάθε περίπτωση - τα όσα στο τεκμήριο αυτό περιέχονται αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία και θα πρέπει δια τούτο να αγνοηθούν.

Επί των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση ανέφεραν ότι τα περί εξ ακοής μαρτυρίας δεν βρίσκουν εφαρμογής στην παρούσα διαδικασία, ότι - σε κάθε περίπτωση - πηγή γνώσης του λειτουργού που υπογράφει το Τεκμήριο 1 είναι τα στοιχεία του διοικητικού φάκελου αρ.05.06.004 της Υπηρεσίας και πως δεν μπορεί ο προϊστάμενος να υπογράφει όλες τις επιστολές και - στα πλαίσια της λειτουργίας της Υπηρεσίας - ο λειτουργός που υπέγραψε το τεκμήριο ενέργησε εκ μέρους του προϊσταμένου.

Έχω διέλθει με προσοχή των όσων αναφέρουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών στις γραπτές αγορεύσεις, κατά τις διευκρινήσεις, καθώς και του περιεχόμενου του διοικητικού φάκελου.

Προέχει βεβαίως η εξέταση των ισχυρισμών που άπτονται του κατά πόσο η επίδικη εδώ απόφαση λήφθηκε αρμοδίως, που εξετάζονται κατά προτεραιότητα και αυτεπαγγέλτως.

Αναφορικά με την πρώτη πτυχή των ισχυρισμών περί αναρμοδιότητας στη βάση του ότι η εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την προσβαλλόμενη απόφαση δόθηκε από τον προηγούμενο Υπουργό και όχι τον νυν, στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. A.H.T. Advances Heating Technologies, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.63/18, ημ.11/01/24, αναφέρονται τα εξής επί πανομοιότυπου ισχυρισμού, τα οποία επιλύουν οριστικά και το επίδικο εδώ ζήτημα.

«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69).   Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.   

Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023,  όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων  Κασσέρα (ανωτέρω)  και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση  ότι, «.το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην  επηρεάζει  κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».

Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω.»

Ενόψει της ως άνω δεσμευτικής για το παρόν Δικαστήριο ημεδαπής νομολογίας επί του ζητήματος παρέλκει η ενασχόληση μου με τα όσα σχετικώς αναφέρει και παραπέμπει ο συνήγορος του αιτητή. Ο ως άνω λοιπόν ισχυρισμός απορρίπτεται.

Αναφορικά δε με την δεύτερη πτυχή των ισχυρισμών περί αναρμοδιότητας στη βάση του ότι δεν αποκαλύπτεται εν προκειμένω το καθεστώς εργοδότησης του συγγράφοντος την επίδικη έκθεση, με το οποίο συναρτάται η ισχύς της εξουσιοδότησης του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση, ως ανωτέρω αναφέρω, εκ του Τεκμηρίου 2 προκύπτει ευθέως ότι η λειτουργός CAS3 είναι εργοδοτούμενη ορισμένου χρόνου αλλά και το όνομα αυτής και συνεπώς καθίσταται σαφές ότι η λαμβάνουσα την επίδικη απόφαση λειτουργός (ερ.42) ενήργησε εντός των πλαισίων που τίθενται με την εξουσιοδότηση (ερ.30).

Σημειώνω ότι τα όσα ανέφερε ο συνήγορος του αιτητή περί του ότι ο υπογράφων το Τεκμήριο 1 δεν εξουσιοδοτήθηκε δεόντως να προβεί στη σύνταξη της επιστολής, δεν είναι  μπορούν να οδηγήσουν στο να αγνοηθούν τα όσα στο τεκμήριο αυτό περιέχονται. Σχετικά είναι όσα αναφέρονται στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, υπ. αρ.6447/2013, ημ.30.9.2015, όπου σημειώθηκαν τα εξής :

«Όπως λέχθηκε και στην Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 29, όπου απερρίφθη παρόμοιο επιχείρημα, η ένθεση υπογραφής ή υπόδειξης ότι αυτή γίνεται «για», εκ μέρους δηλαδή προσώπου, δεν υποδηλώνει απεμπόληση εξουσίας.  Η άσκηση εξουσιών γίνεται από οποιονδήποτε έχει εξουσιοδότηση, η δε υπογραφή αυτού του είδους, παραπέμπει στο ουσιαστικό όργανο που έλαβε την απόφαση από το οποίο και εκπορεύεται αυτή, χωρίς να ενέχει σημασία η ταυτότητα του προσώπου που υπέγραψε τη διοικητική πράξη, αλλά η ταυτότητα του προσώπου που έλαβε την απόφαση, (Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576).  Σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας θεωρείται ότι η κατ΄ εξουσιοδότηση αποστολή επιστολής, και αυτό υποδηλώνει το «για», γίνεται εντός του πλαισίου της κανονικής λειτουργίας της διοίκησης, (Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ.    αρ. 13/07, ημερ. 5.5.2009 και Carlos Services Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 582/07, ημερ. 21.5.2009)

Υπέρ της ως άνω κατάληξης συνηγορούν και τα λεχθέντα στην Φάνη Α. Γεωργιάδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2412/2006, ημ.16/07/09, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

«Από τα πιο πάνω είναι πρόδηλο ότι η εξουσία και απόφαση δεν εκχωρήθηκε από τον Διευθυντή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.  Αντίθετα ήταν και παρέμενε ο αρμόδιος φορέας εξουσίας, εξ ονόματος του οποίου και μόνο, διεκπεραιώνονταν οι διάφορες πράξεις.  Η υπογραφή «για Διευθυντή», υποδηλώνει την εκ μέρους του ιδίου του Διευθυντή αναγκαία ενέργεια εκφραζόμενη μέσω αρμοδίου λειτουργού.  Δεν νοείται λογικά να θεωρείται η έννοια του «Διευθυντή Πολεοδομίας και Οικήσεως», ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπο του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του.  Περαιτέρω, σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, θεωρείται ότι κατ΄ εξουσιοδότηση έγιναν οι διάφορες ενέργειες και αποστάληκαν οι διάφορες επιστολές και σημειώματα πάντοτε εκ μέρους και εξ ονόματος του. Στην πρόσφατη απόφαση Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 13/07, ημερ. 5.5.09, ανάλογη υπογραφή «για περιφερειακό Δασικό Λειτουργό ..» θεωρήθηκε ότι είχε ορθά εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση και ενόψει και του τεκμηρίου της κανονικότητας.»

Ως στις ανωτέρω αποφάσεις έτσι και εν προκειμένω η υπογραφή του Τεκμηρίου 1 από λειτουργό τον καθ’ ων η αίτηση «για τον προϊστάμενο», ενόψει και λαμβανομένου πάντοτε υπόψη του τεκμηρίου της κανονικότητας, δεν μπορεί παρά να «υποδηλώνει την εκ μέρους του ιδίου του [προϊστάμενου] αναγκαία ενέργεια εκφραζόμενη μέσω αρμοδίου λειτουργού» (βλ. Γεωργιάδη, ανωτέρω). Περαιτέρω, ομοίως και για τους ίδιους λόγους, απορρίπτονται και οι αιτιάσεις του συνηγόρου του αιτητή ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 συνιστά εξ ακοής μαρτυρία και θα πρέπει να αγνοηθεί. Εδώ - με δεδομένο ότι ο υπογράφων το Τεκμήριο 1 ενήργησε εξ ονόματος του προϊσταμένου, που είναι και ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος να γνωρίζει όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με τους λειτουργούς της Υπηρεσίας - δεν μπορεί να λεχθεί ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στο εν λόγω Τεκμήριο έχουν πηγή άλλη από τον ίδιο τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ως έχων άμεση και ιδία γνώση επί των όσων εκεί αναφέρονται, αλλά και τους φακέλους της Υπηρεσίας.

Σημειώνω εδώ ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή αναφορικά με την κατάλληλη κατάρτιση του λειτουργού που διενέργησε τη συνέντευξη (γνώση αγγλικής), την ποιότητα επικοινωνίας και τα όσα παρεμφερώς αναπτύσσει στην αγόρευση του σε σχέση με την ισχυριζόμενη εκ των ως άνω παράβαση του δικαιώματος ακρόασης ουδόλως δικογραφούνται, αφού η παράθεση του αρ.43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (158(I)/1999) δεν αρκεί και δια τούτο ορθώς θεωρώ εισηγούνται οι καθ’ ων η αίτηση ότι κάτι τέτοιο τους καθιστά ανεπίδεκτους δικαστικής κρίσης (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598).

Σε κάθε περίπτωση, παρά την ως άνω κατάληξη μου περί μη δέουσας δικογράφησης των εν λόγω ισχυρισμών, αξίζει να σημειωθούν τα κάτωθι σχετικά.

Αναφορικά κατ’ αρχήν με τους ισχυρισμούς περί μη κατάλληλης κατάρτισης στην αγγλική γλώσσα του λειτουργού που διενέργησε τη συνέντευξη, είναι κατάληξη μου ότι, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο κανονικότητας παραμένει ακλόνητο, θα πρέπει να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].

Σχετικά με τα ως άνω αλλά και όσα αναφέρονται σχετικά με την ποιότητα επικοινωνίας στη συνέντευξη, στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ.1694/11, Noel De Silva v. Δημοκρατίας, ημ.07/02/14, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προβλήθηκε ισχυρισμός από τον αιτητή ότι ο διερμηνέας, τον οποίο οι καθ'ων η αίτηση επέλεξαν, δεν γνώριζε τη μητρική του γλώσσα ή δεν μετέφραζε ορθώς τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τη συνέντευξη.

Ούτε στο φάκελο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα ή ακεραιότητα του μεταφραστή, τις ικανότητες του οποίου ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».

Στο αρ.17 (9) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) αναφέρεται ότι κατά τη συνέντευξη επιλέγεται «διερμηνέα[ς] ικανό[ς] να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη» και πως «η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια». Στο αρ.18 (1) γίνεται αναφορά περί «αναγκαίου διερμηνέα».

Από μια ανάγνωση της ως άνω νομοθεσίας καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης, σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές οδηγίες, των οποίων τα ως άνω άρθρα αποτελούν την μεταφορά τους στην εθνική νομοθεσία, θέλει να διασφαλίσει την δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και της διεξάγουσας τη συνέντευξη λειτουργού. Εδώ ο αιτητής είχε δηλώσει την αγγλική ως μητρική γλώσσα (ερ.3), προτού δε αρχίσει η συνέντευξη του επισημάνθηκε ότι μπορεί να ζητήσει διευκρινήσεις σε κάθε στάδιο της διαδικασίας αν δυσκολεύεται να κατανοήσει τα διαμειφθέντα ή αντιμετωπίζει δυσκολία επικοινωνίας με τον λειτουργό και του ζητήθηκε να επιβεβαιώσει ότι αντιλαμβάνεται δεόντως την αγγλική, πράγμα που έπραξε (ερ.21), και σε κανένα σημείο δεν εξέφρασε αδυναμία αντίληψης των διαμειφθέντων. Μάλιστα, ακολούθως, επιβεβαίωσε ότι τα όσα ανέφερε καταγράφηκαν δεόντως στο πρακτικό, ως και όλα τα διαμειφθέντα (ερ.14).

Ουδεμία λοιπόν αμφιβολία πλανάται για την ποιότητα επικοινωνίας κατά τη συνέντευξη ή την κατάρτιση και ικανότητα του διενεργούντος λειτουργού. Το γεγονός δε ότι ο διενεργών την επίδικη συνέντευξη είναι και το πρόσωπο που εκτελούσε χρέη διερμηνέα ουδόλως διαφοροποιεί τα ως άνω και ούτε αυτό αποτελεί από μόνο του και άνευ ετέρου παράβαση της οικείας νομοθεσίας, ως ανωτέρω καταγράφεται.

Δεδομένου ότι όλοι οι υπόλοιποι ισχυρισμοί του αιτητή συμπλέκονται με την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης προχωρώ με επί της ουσίας εξέταση της παρούσης, η οποία και τελείται σε κάθε περίπτωση (βλ. Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).

Προχωρώ λοιπόν σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Ενόψει των ως άνω, διερχόμενος των ενώπιον μου στοιχείων ως έχουν καταγραφεί στο πρακτικό της επίδικης συνέντευξης, θα συμφωνήσω με το σύνολο των ευρημάτων και κατάληξης των καθ’ ων η αίτηση επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του. Τούτο γιατί το αφήγημα του αιτητή βρίθει κενών, ασαφειών, στερείται χρονικής συνέχειας και τα πλείστα των λεγομένων του αλλά και των απαντήσεων του σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν εμπεριέχουν πλήθος αοριστιών και στερούνται κάθε ψήγματος εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών, εκ των οποίων διαβρώνεται αναπόφευκτα και μοιραία η αξιοπιστία των δηλώσεων του.

Δεν έχω τίποτε να προσθέσω στα όσα ενδελεχώς καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση στα ερ.36-38, στα πλαίσια της αξιολόγησης της αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή περί απειλών που κατ’ ισχυρισμό δεχόταν από τον πατέρα της κοπέλας με την οποία διατηρούσε δεσμό, στα οποία αναφέρομαι πιο πάνω, στην καταγραφή της επίδικης έκθεσης, τα οποία υιοθετώ πλήρως και σε όλη τους την έκταση και τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω.

Σημειώνεται ότι, με δεδομένο ότι στα πλαίσια της παρούσης εκπροσωπείται δεόντως από δικηγόρο, αν ήθελε να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία ή στοιχεία προς διευκρίνηση των όποιων κενών ή ελλείψεων διαπιστώθηκαν, για τα οποία είναι δεόντως ενήμερος, θα μπορούσε να το πράξει δια σχετικού διαβήματος. Εντούτοις ουδέν έπραξε. Στην απουσία λοιπόν περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις, ως ανωτέρω λεπτομερώς καταγράφονται, είναι κατάληξη μου ότι τα κενά παραμένουν και συνεπώς ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή μπορεί να γίνει αποδεκτός, καθότι οι σημαντικές ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους.

Συνεπεία των ανωτέρω, ενόψει εδώ της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων δεν θεωρώ ότι ήταν απαραίτητη η αναζήτηση πληροφορίων (ΠΧΚ) αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία. Ορθώς λοιπόν και απολύτως δικαιολογημένα θεωρώ ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε τέτοια έρευνα. Σχετικά με τούτο, στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.132, αναφέρεται ότι η αναζήτηση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) «ενδέχεται να μην είναι απαραίτητ[η] σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής ή μη ικανοποιητικής επεξήγησης αποκλίσεων ή παραλλαγών σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης ή, ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής ως απαράδεκτης.».

Ενόψει της ως άνω κατάληξης μου απομένει μια αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή προτού φύγει από τη χώρα αλλά και στον τόπο όπου διέμενε σχεδόν καθ’ όλη του τη ζωή, όπου διαμένει η μητέρα του (Delta & Lagos States).

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στη πολιτεία Delta κατά το διάστημα μεταξύ 24/02/24 και 21/02/25 καταγράφηκαν 195 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 140 πολιτών. Πιο αναλυτικά, 78 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 94 θύματα), 50 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 31 θύματα), 45 διαδηλώσεις (με 2 θύματα), 20 αναταραχές (με 13 θύματα) και 2 ως εκρήξεις ή εξ αποστάσεως βία (χωρίς θύματα)[1]. Ο πληθυσμός στην πολιτεία Delta ανέρχεται περί τα 5 ½ εκατομμύρια κατοίκων [2].

Σύμφωνα δε με την ίδια βάση δεδομένων, στην πολιτεία Lagos, όπου ο αιτητής διέμενε κατά τους τελευταίους 7 μήνες προτού αναχωρήσει από τη χώρα καταγωγής του, στο διάστημα μεταξύ 24/02/24 και 21/02/25, καταγράφηκαν 208 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθαν 110 θάνατοι. Πιο αναλυτικά, 80 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (82 θύματα), 28 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (11 θύματα), 74 διαδηλώσεις (χωρίς θύματα) και 26 αναταραχές (17 θύματα)[3]. Ο πληθυσμός στο Lagos ανέρχεται περί τα 13 ½ εκατομμύρια κατοίκων [4].

Δεν παραγνωρίζω ότι στα περιστατικά ασφαλείας περιλαμβάνονται επιθέσεις σε άμαχο πληθυσμό και αδιακρίτως ασκούμενη βία, όμως δεν φτάνει σε επίπεδο που να συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης «σοβαρής και προσωπικής απειλής» κατά του αιτητή εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του σε οιανδήποτε των ως άνω υπό κρίση περιοχών και δεν εντοπίζω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο γι’ αυτόν, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [5] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN). Άλλωστε, ως στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».

Προς τα ως άνω λαμβάνω υπόψη και το προφίλ του αιτητή, ήτοι του ότι ο αιτητής είναι νεαρός, υγιής, με οικογενειακό δίκτυο, πανεπιστημιακή μόρφωση και εργασιακή εμπειρία.

Έπεται ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης [του αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου αντίστοιχα. 

Καταληκτικά σημειώνω ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στην Κ.Δ.Π. 191/2024, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6).

Ουδέν λοιπόν ετέθη ενώπιον μου που να καθιστά τρωτή την επίδικη απόφαση.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1]ACLED, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 24/02/24 έως 21/02/25,

ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles/Violence against civilians/Explosions-Remote violence/Riots/Protests; 

ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – Nigeria-Delta; διαθέσιμο στοhttps://acleddata.com/explorer/

[2] Africa-Nigeria-Lagos; διαθέσιμο στο: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/

[3]ACLED, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 24/02/24 έως 21/02/25,

ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles/Violence against civilians/Explosions-Remote violence/Riots/Protests; 

ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – Nigeria-Lagos; διαθέσιμο στοhttps://acleddata.com/explorer/

[4] Africa-Nigeria-Lagos; διαθέσιμο στο: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/

[5] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο