
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
13 Φεβρουαρίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
J.N.Y.
από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόροι για Αιτητή: Γ. Καρατσιόλη (κα) για Χ. Ματθαίου (κα)
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Α. Φιλίππου (κος) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 07.09.2023, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής αναφερόμενη και ως «Λ.Δ.Κ.»). Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 10.04.2022 κάνοντας χρήση φοιτητικής θεώρησης εισόδου (VISA) και, μέσω των μη ελεγχόμενων από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχών, εισήλθε, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, στις ελεγχόμενες περιοχές στις 20.04.2022. Αυθημερόν καταχώρισε αίτηση διεθνούς προστασίας και την 1η.09.2023 διενεργήθηκε η προφορική της συνέντευξη από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρουσία διερμηνέα. Στις 05.09.2023, ο λειτουργός ασύλου Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας, καθώς δεν έκρινε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας προς το πρόσωπό της. Την εν λόγω εισήγηση ενέκρινε ακολούθως στις 07.09.2023, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, αποφασίζοντας την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια, η οποία την παρέλαβε και την υπέγραψε ιδιοχείρως στις 02.10.2023 και η οποία αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Η Αιτήτρια, μέσω της συνηγόρου της προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών περιστατικών της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εφαρμόζοντας τον Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση της ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή[1]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2]. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[3], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[4]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως.
Εν πάση περιπτώσει, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και υπό το φως των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου.
Διαφαίνεται μέσα από τα ενώπιόν του δεδομένα ότι η Αιτήτρια ισχυρίστηκε στα πλαίσια της αίτησής της, ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας οικογενειακών ζητημάτων, καθώς προέβαλε ότι μετά το θάνατο των γονέων της αναγκάστηκε να διαμείνει με την πατρική της οικογένεια. Ωστόσο ο πατρικός της θείος την, έδιωξε αυτήν και την αδερφή της από την οικία του, καθώς τις κατηγόρησε ως υπεύθυνες για το θάνατο του πατέρα τους επειδή ήταν μάγισσες. Στη συνέχεια η Αιτήτρια ερωτεύτηκε ένα άνδρα, ο οποίος της έδωσε χρήματα για να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της (βλ. ερυθρό 1 δ.φ.).
Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της και σε σχέση με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην κοινότητα Matete της Kinshasa. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, Matete της Kinshasa δήλωσε άγαμη και άτεκνη. Σε σχέση με την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι αμφότεροι οι γονείς της απεβίωσαν, η μεν μητέρα της κατά τη διάρκεια της παιδικής της ηλικίας, ο δε πατέρα της το 2014. Προσέθεσε ότι έχει τέσσερα (4) αδέλφια τα οποία εξακολουθούν να διαμένουν στην Kinshasa και κάποια ξαδέρφια τα οποία διαμένουν στην ίδια πόλη. Αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια δήλωσε απόφοιτη λυκείου, ενώ σε σχέση με την εργασιακή της εμπειρία δήλωσε πως δεν είχε κάποια σταθερή εργασία, αλλά εργαζόνταν περιστασιακά στον κλάδο της περιποίησης μαλλιών (making hair -βλ. ερ. 38 - 33 δ.φ.).
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κατά την ελεύθερη της αφήγηση στο πλαίσιο της προφορικής της συνέντευξης, δήλωσε ότι μετά το θάνατο του πατέρα της η ίδια και τα αδέρφια της δεν είχαν που να διαμείνουν, ούτε και κάποιον να τους προστατεύσει. Η ίδια γνώρισε ωστόσο το σύντροφό της, ο οποίος της έδωσε κάποια χρήματα. Όταν έμαθε για την Κύπρο, αποφάσισε να εγκατασταθεί εδώ επειδή άκουσε ότι μπορεί να ζητήσει άσυλο και να βρει προστασία. Τα δε αδέρφια της, παρέμειναν άστεγα στην Kinshasa (βλ. ερ. 34 δ.φ.).
Διερευνώντας το ανωτέρω αφήγημα, ο λειτουργός ασύλου υπέβαλε την Αιτήτρια σε περαιτέρω ερωτήσεις, δίνοντάς της τη δυνατότητα να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς της. Ειδικότερα, αρχικά ζητήθηκε από την Αιτήτρια να προσδιορίσει πως ακριβώς αντέδρασε όταν έμεινε άστεγη, με την ίδια να δηλώνει ότι αρχικά ήθελαν με τα αδέρφια της να καταγγείλουν τα μέλη της πατρικής της οικογένειας ωστόσο δεν είχαν χρήματα, ωστόσο στη συνέχεια το σπίτι των γονέων της πωλήθηκε από τους τελευταίους. Κληθείσα να προσδιορίσει που διέμενε ως άστεγη, η Αιτήτρια απάντησε ότι διέμενε στην περιοχή Matete, ενώ ως ακολούθως εξήγησε, από το 2015 μέχρι και το 2022, χρόνο κατά τον οποίο εγκατέλειψε τη Λ.Δ.Κ., τη φιλοξενούσε μια φίλη της. Προσέθεσε ότι τα αδέρφια της διασκορπίστηκαν, με κάποια εξ αυτών να διαμένουν σε φιλικά πρόσωπα και άλλα στην εκκλησία.
Ως προς την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι μετά το θάνατο του πατέρα της, τα μέλη της κατηγόρησαν την ίδια και τα αδέρφια της ότι ήταν μάγισσες και τα ανάγκασαν να εγκαταλείψουν την οικία του πατέρα τους, την οποία στη συνέχεια την πούλησαν. Η ίδια δήλωσε άγνοια όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει το λόγο για τις κατηγορίες αυτές. Ως στη συνέχεια ανέφερε, η ίδια είχε την ιδέα να εγκαταλείψει τη Λ.Δ.Κ. και είδε στις διαφημίσεις την Κύπρο.
Ερωτηθείσα αν αντιμετώπισε άλλα προβλήματα από τα μέλη της πατρικής της οικογένειας, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά. Όταν κλήθηκε να εξηγήσει τον λόγο που αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, δεδομένου ότι, μετά την πώληση της πατρικής οικίας από τα μέλη της οικογένειάς της, δεν αντιμετώπισε περαιτέρω προβλήματα, η Αιτήτρια ανέφερε ότι, μετά τον θάνατο του πατέρα της, τα μέλη της πατρικής της οικογένειας την κατηγόρησαν, μαζί με τα αδέρφια της, ότι είναι μάγισσες, και στη συνέχεια τις απέβαλαν από την πατρική τους οικία, την οποία πώλησαν. Απάντησε δε καταφατικά στην ερώτηση κατά πόσο δέχθηκε απειλές από τα μέλη της πατρικής της οικογένειας, προσδιόρισε ωστόσο ότι έλαβε τις εν λόγω απειλές προτού πωληθεί η πατρική της οικία από τα μέλη της πατρικής της οικογένειας. Επιπλέον, ανέφερε ότι δεν της δόθηκαν χρήματα μετά την πώληση της οικίας, προσθέτοντας ότι η ίδια και τα αδέρφια της δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν, καθώς δεν διέθεταν οικονομικούς πόρους. Όταν ερωτήθηκε αν προσέφυγε στην αστυνομία, η Αιτήτρια απάντησε θετικά, διευκρινίζοντας ότι, όταν οι αστυνομικές αρχές επισκέφθηκαν την οικία της, την ενημέρωσαν πως δεν μπορούσαν να παρέμβουν, καθώς το ζήτημα θεωρήθηκε προσωπικό. Οι αστυνομικοί τη συμβούλευσαν να αποταθεί στο Δικαστήριο, ωστόσο η ίδια επανέλαβε ότι δεν είχε τα οικονομικά μέσα για μια τέτοια διαδικασία. Ερωτηθείσα εάν προσπάθησε να αναζητήσει οικία σε κάποια άλλη περιοχή μετά την έξωσή της από την πατρική της οικία, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά ισχυριζόμενη ότι επικρατεί ανασφάλεια σε όλη την επικράτεια της ΛΔΚ.
Στη συνέχεια, υποβλήθηκε σε περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις. Συγκεκριμένα, της ζητήθηκε να σχολιάσει την αντίφαση μεταξύ της δήλωσής της κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, όπου ανέφερε ότι, μετά τον θάνατο του πατέρα της, διέμεινε με την πατρική της οικογένεια, και της δήλωσής της κατά την προφορική συνέντευξη, όπου ανέφερε ότι φιλοξενήθηκε από φίλη της. Η Αιτήτρια απάντησε ότι, κατά την καταγραφή του αιτήματός της, είχε δηλώσει εξαρχής ότι διέμεινε σε φίλη της και επέμεινε σε αυτή τη θέση (βλ. ερ. 32 4Χ, 5Χ δ.φ.).
Στη συνέχεια, ζητήθηκε από την Αιτήτρια να σχολιάσει την αντίφαση μεταξύ της δήλωσής της κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, όπου ανέφερε ότι ο σύντροφός της τής έδωσε χρήματα για να εγκαταλείψει τη ΛΔΚ, και της δήλωσής της κατά την προφορική συνέντευξη, όπου ανέφερε ότι συγκέντρωσε χρήματα όταν είδε την Κύπρο σε διαφημίσεις. Η Αιτήτρια διευκρίνισε ότι διέθετε ήδη κάποια χρήματα, στα οποία προστέθηκαν και αυτά που της έδωσε ο σύντροφός της, ώστε να μπορέσει να καλύψει τα έξοδα του ταξιδιού της (βλ. ερ. 32 6Χ δ.φ.).
Κληθείσα να εξηγήσει για ποιο λόγο παρέμεινε στη χώρα καταγωγής της μέχρι το 2022 αν και ο πατέρας της απεβίωσε το 2014, η Αιτήτρια απάντησε ότι δε διέθετε χρήματα (βλ. ερ. 32 7Χ, 31 1Χ δ.φ.).
Ερωτηθείσα, τέλος, για τον λόγο που επιχείρησε να εγκαταλείψει την Κυπριακή Δημοκρατία παράνομα, με αποτέλεσμα να συλληφθεί, δεδομένου ότι είχε εισέλθει στη χώρα με σκοπό να αναζητήσει ασφάλεια, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεν κατάφερε να βρει εργασία στην Κύπρο (βλ. ερ. 31 10Χ δ.φ.).
Ως προς το τι θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια προέβαλε ότι δεν θα ξέρει που να πάει γιατί είναι άστεγη (βλ. ερ. 31 δ.φ.).
Κατά την αξιολόγηση της αίτησης της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το τις δηλώσεις της Αιτήτριας. Ο πρώτος αφορά τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της. Ο δεύτερος αφορά τις δηλώσεις της περί του ότι περιήλθε σε ευάλωτη θέση μετά το θάνατο του πατέρα της.
Κατά την αξιολόγηση των ανωτέρω ουσιωδών ισχυρισμών, ο πρώτος εξ αυτών έγινε αποδεκτός καθώς οι δηλώσεις της Αιτήτριας σχετικά τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ, τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της κρίθηκαν ως λεπτομερείς και σαφείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης.
Ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ωστόσο περί του ότι περιήλθε σε ευάλωτη θέση μετά τον θάνατο του πατέρα της δεν έγινε αποδεκτός. Ειδικότερα, κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των αντίστοιχων δηλώσεων της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν παρέθεσε επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες, καθώς από τις δηλώσεις της δεν προκύπτει ο λόγος για τον οποίο, αν και ο πατέρας της απεβίωσε το 2014, η Αιτήτρια παρέμεινε στη χώρα καταγωγής της για άλλα 7 χρόνια. Η δε δήλωσή της περί ευαλωτότητας κρίθηκε ως μη ευλογοφανής, αφού, σύμφωνα με το λειτουργό ασύλου, εκείνη φιλοξενήθηκε για επτά (7) χρόνια από μια φίλη της, ενώ τη βοηθούσε οικονομικά ο σύντροφός της (βλ. ερ. 34 5Χ, 33 1Χ δ.φ.).
Ακολούθως ο λειτουργός ασύλου διαπιστώνει ανεπάρκεια παρεχόμενων πληροφορίων στις δηλώσεις στις οποίες προέβη η Αιτήτρια, ενώ τονίζει ότι προέκυψαν και αντιφάσεις τις οποίες η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει ικανοποιητικά, αν και τη δόθηκε η σχετική δυνατότητα. Ειδικότερα, η Αιτήτρια δεν κατάφερε να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο υπέπεσε σε αντιφάσεις ανάμεσα στην καταγραφή του αιτήματός της και την προφορική της συνέντευξη αναφορικά με το που διέμεινε μετά το θάνατο του πατέρα της αλλά και τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να συγκεντρώσει τα χρήματα που χρειαζόταν για να καλύψει τα έξοδα του ταξιδιού της με προορισμό την Κύπρο (βλ. ερ. 1, 33 2Χ, 32 4Χ-5Χ δ.φ.).
Οι δε δηλώσεις της περί του ότι μετά το θάνατο του πατέρα της και την πώληση της πατρικής της οικίας, ουδέν πρόβλημα αντιμετώπισε από τα μέλη της πατρικής της οικογένειας, αποδυνάμωσε περαιτέρω την αξιοπιστία των δηλώσεών της περί του ότι περιήλθε σε ευάλωτη θέση (βλ. ερ. 33 2Χ, 4Χ -5Χ, 32 2Χ δ.φ.).
Στη βάση όλων των ανωτέρω, οι δηλώσεις της Αιτήτρια κρίθηκαν ως εσωτερικά μη αξιόπιστες.
Προχωρώντας στη διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της Αιτήτριας, ο λειτουργός ασύλου έκρινε ότι τα όσα η Αιτήτρια προέβαλε, λόγω της υποκειμενικής τους φύσης, αποτελούν το μόνο προς εξέταση στοιχείο καθώς δεν προκύπτουν έτερα, προς διερεύνηση σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, στοιχεία. Ολοκληρώνοντας, ο λειτουργός ασύλου απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως μη αξιόπιστο στο σύνολό του.
Συνοψίζοντας, αποδεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός της Αιτήτριας γύρω από τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ, τη χώρα καταγωγής της και ότι τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της αποτελεί η Kinshasa.
Στη βάση του ανωτέρω αποδεκτού ισχυρισμού, ο λειτουργός ασύλου προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου που η Αιτήτρια ενδέχεται να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της. Αρχικά σημειώνει ότι η Αιτήτρια συνιστά μια νεαρή, υγιή γυναίκα, η οποία δεν έχει υποβληθεί σε καμία πράξη δίωξης στη χώρα καταγωγής της κατά το παρελθόν, ούτε έχει εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης, με αποτέλεσμα να μην ανακύπτουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, θα εκτεθεί σε αντίστοιχη μεταχείριση. Σε σχέση δε με την πόλη της Kinshasa, o λειτουργός ασύλου προχώρησε έρευνα γύρω από τις επικρατούσες εκεί συνθήκες, διαπιστώνοντας ότι η κατάσταση ασφαλείας δεν εγκυμονεί κινδύνους για τον άμαχο πληθυσμό.
Ολοκληρώνοντας, ο φόβος της Αιτήτριας κρίθηκε ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.
Υπό το φως των ανωτέρω και προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός ασύλου κατέληξε ότι η Αιτήτρια δεν στοιχειοθέτησε ότι αντιμετωπίζει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της σε έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου έτσι ώστε να της εκχωρηθεί προσφυγικό καθεστώς.
Ελλείψει οιασδήποτε προσωπικής απειλής και/ή στοχοποίησης της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της, δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι κατά την επιστροφή της στη Λ.Δ.Κ., η Αιτήτρια θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.
Ως προς την ανάλυση του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου και καταληκτικά απορρίφθηκε το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας υπό τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου.
Στη βάση όλων των ανωτέρω, το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία απορρίφθηκε δια της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού ασύλου, όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίνονται ως σαφείς, δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις της επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο λειτουργός ασύλου.
Αναφορικά με το δεύτερο κρίσιμο ισχυρισμό της Αιτήτριας, διαφωνώ καταρχάς με τον σχηματισμό του ισχυρισμού αυτού, κατά τον τρόπο που αυτός σχηματίστηκε ήτοι ότι «Για τον λόγο ότι βρέθηκε σε ευάλωτη θέση αφού έμεινε άστεγη μετά τον θάνατο του πατέρα της». Ο σχηματισμός κρίσιμων ισχυρισμών γίνεται με βάση τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας οι οποίοι σχετίζονται με έναν ή και περισσότερους λόγους δίωξης ως τα προβλεπόμενα από τη Σύμβαση της Γενεύης και το Πρωτόκολλο αυτής. Επομένως, φρονώ πως ορθότερο θα ήταν ο σχηματισμός δύο ισχυρισμών ως εξής: «Δίωξη από τα μέλη της πατρικής της οικογένειας λόγω κατηγορίας για μαγεία και δολοφονία του πατέρα της και ακολούθως παρέμεινε άστεγη μετά τον θάνατο του πατέρα της, χωρίς άμεση στήριξη από οικογενειακό ή κοινωνικό δίκτυο».
Παρότι διαφοροποιούμαι από τον αρχικό σχηματισμό του ουσιώδους ισχυρισμού, κατόπιν προσεκτικής μελέτης της συνέντευξής της, των παρατηρήσεων του λειτουργού ασύλου επ' αυτής καθώς και των όσων ισχυρίστηκε ενώπιόν του παρόντος Δικαστηρίου, συντάσσομαι με την τελική κατάληξη για την απόρριψη των ισχυρισμών αυτών για τους λόγους που θα επεξηγήσω.
Ειδικότερα, αξιολογώντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την εσωτερική τους αξιοπιστία, καθώς εμφανίζουν σημαντικές αντιφάσεις, λογικές ανακολουθίες και ασάφειες που καθιστούν την αφήγησή της αδύναμη. Επισημαίνεται ότι η αξιοπιστία μιας αίτησης ασύλου εξαρτάται από τη συνοχή των ισχυρισμών, τη λογική ακολουθία των γεγονότων και την απουσία αντιφάσεων που να υποδηλώνουν κατασκευασμένη ή υπερβολική παρουσίαση της πραγματικότητας. Συμφωνώ λοιπόν επί των όσων εκτενώς αναλύονται και επεξηγούνται στην εισηγητική έκθεση του λειτουργού ασύλου, ως προς τις ασυνέπειες, ανακρίβειες και έλλειψη ευλογοφάνειας του ισχυρισμού της Αιτήτριας (βλ. ερ. 60-59 του δ.φ.). Ωστόσο κρίνω σκόπιμο όπως προχωρήσω στην πιο κάτω πρόσθετη αξιολόγηση, για λόγους πληρότητας:
Αρχικά, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι εγκατέλειψε τη χώρα της λόγω του θανάτου του πατέρα της, ο οποίος την άφησε άστεγη και ευάλωτη. Υποστηρίζει ότι η οικογένεια του πατέρα της την κατηγόρησε για μαγεία, την εκδίωξε από το σπίτι και στη συνέχεια πούλησε την περιουσία του. Ωστόσο, η ίδια αναφέρει ότι μετά την πώληση του σπιτιού, δεν υπήρξαν περαιτέρω απειλές ή διώξεις εις βάρος της, δημιουργώντας κατά τούτο εύλογα ερωτήματα σχετικά με το εάν η απειλή ήταν πραγματικά τόσο σοβαρή και διαρκής ώστε να την εξαναγκάσει να εγκαταλείψει τη χώρα. Η αφήγησή της υποδηλώνει ότι η αντιπαράθεση με τους συγγενείς της ήταν περιστασιακή και αφορούσε κυρίως την περιουσιακή διαμάχη και όχι μια γενικότερη συστηματική δίωξη εις βάρος της.
Ένα ακόμη στοιχείο που υπονομεύει την αξιοπιστία των ισχυρισμών της είναι το γεγονός ότι, παρόλο που ισχυρίζεται ότι υπήρξε άμεσος και διαρκής κίνδυνος για τη ζωή της, ωστόσο η ίδια παρέμεινε στη χώρα της για αρκετά χρόνια μετά το περιστατικό με την οικογένεια του πατέρα της, χωρίς να της επισυμβεί οτιδήποτε. Συγκεκριμένα, το εν λόγω περιστατικό τοποθετείται χρονικά μετά τον θάνατο του πατέρα της, το 2014, ενώ η ίδια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, το 2022. Η απουσία άμεσης προσπάθειας διαφυγής όταν προέκυψε η υποτιθέμενη απειλή έρχεται σε αντίθεση με την εικόνα του επείγοντος κινδύνου την οποία η ίδια προσπάθησε να παρουσιάσει. Αν υπήρχε πραγματικός φόβος για τη ζωή της, θα ήταν λογικά αναμενόμενο να είχε προσπαθήσει να εγκαταλείψει τη χώρα πολύ νωρίτερα ή έστω να αναζητήσει καταφύγιο σε άλλη περιοχή της χώρας.
Περαιτέρω, υπάρχει αντίφαση ως προς τους λόγους που επικαλείται για τη φυγή της. Από τη μία πλευρά, δηλώνει ότι κατηγορήθηκε για μαγεία και αντιμετώπιζε κοινωνικό αποκλεισμό, αλλά από την άλλη, αναφέρει ότι επέλεξε να φύγει αφού είδε τηλεοπτική διαφήμιση για μετανάστευση στην Κύπρο. Αυτή η ασυνέπεια εγείρει σοβαρές αμφιβολίες για το εάν η αιτία της φυγής της ήταν πράγματι ο φόβος δίωξης ή αν η απόφασή της βασίστηκε σε οικονομικούς λόγους και αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.
Πρόσθετα, η αναφορά της στην αδυναμία προστασίας από τις αρχές επίσης παρουσιάζει κενά και ανακολουθίες. Ισχυρίζεται ότι απευθύνθηκε στην αστυνομία, αλλά της είπαν ότι το ζήτημά της ήταν αστική διαφορά και έπρεπε να προσφύγει στο δικαστήριο. Ωστόσο, δεν διευκρινίζει εάν προσπάθησε να αναζητήσει άλλες μορφές προστασίας ή εάν υπήρξαν καταγεγραμμένα περιστατικά δίωξης από τρίτους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την ανάγκη παρέμβασης του κράτους.
Επιπλέον, η Αιτήτρια δεν παρέχει πειστικά στοιχεία ότι η δίωξη που υπέστη θα την ακολουθούσε σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της χώρας της. Εάν η απειλή περιοριζόταν στο οικογενειακό της περιβάλλον και δεν υπήρχε οργανωμένη καταδίωξη από κρατικούς φορείς ή ισχυρούς μη κρατικούς παράγοντες, τότε θα μπορούσε να έχει μετακινηθεί σε άλλη περιοχή της Λ.Δ.Κ., σύμφωνα και με τις αρχές της εσωτερικής μετεγκατάστασης.
Τέλος, οι διαφορετικές εκδοχές που δίνει σχετικά με τον τρόπο που συγκέντρωσε τα χρήματα για να φύγει επιβαρύνουν περαιτέρω την αξιοπιστία της. Σε ένα σημείο της συνέντευξης, αναφέρει ότι ο σύντροφός της τη βοήθησε οικονομικά για να μεταναστεύσει, ενώ αργότερα δηλώνει ότι μάζεψε τα χρήματα μόνη της μέσω της δουλειάς της. Η ανακολουθία στο αφήγημά της ενισχύει τις αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία του.
Συνοψίζοντας, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα εσωτερικής συνοχής. Οι ανακολουθίες στην αφήγησή της, οι αντιφάσεις σχετικά με τους λόγους φυγής και η ασάφεια ως προς την έκταση της απειλής που αντιμετώπιζε καθώς και η πολύχρονη παραμονή της στη χώρα μετά το ισχυριζόμενο περιστατικό αποδυναμώνουν την αξιοπιστία της. Η απουσία άμεσων και συνεχιζόμενων διώξεων, η μη προσπάθεια αναζήτησης εσωτερικής προστασίας στη χώρα της και η παραδοχή ότι η απόφασή της επηρεάστηκε από οικονομικούς και όχι αποκλειστικά ανθρωπιστικούς παράγοντες καθιστούν τον ισχυρισμό της εσωτερικά αναξιόπιστο.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης από την οποία προέκυψαν τα ακόλουθα, αναφορικά με την αντιμετώπιση των γυναικών που κατηγορούνται για μαγεία:
· Η GALLUP, μια αμερικανική εταιρεία ανάλυσης και παροχής συμβουλών, διεξήγαγε μια έρευνα για τις πεποιθήσεις περί μαγείας σε 18 αφρικανικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της ΛΔΚ, το 2010. Η έρευνα αποκάλυψε ότι η μαγεία είναι ευρέως διαδεδομένη στην υποσαχάρια Αφρική. Στη ΛΔΚ, περίπου το 76% του πληθυσμού δήλωσε ότι πίστευε προσωπικά στη μαγεία ενώ ο μέσος όρος όσων πιστεύουν σε ολόκληρη την περιοχή στη μαγεία ανήλθε σε 55%.[6] Μια έκθεση του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (HRC) του 2018 σχετικά με την κατάσταση στην περιοχή Kasaï, της οποίας ο πληθυσμός είναι κυρίως Λούμπα [επίσης μια από τις μεγαλύτερες εθνοτικές ομάδες στην Kinshasa], διαπίστωσε ότι η πίστη στη μαγεία, τη μαγεία και τις μαγικές δυνάμεις juju [ η λέξη juju σημαίνει αντικείμενο με μαγικές ιδιότητες] είναι «ευρέως διαδεδομένη».[7]
· Οι πιο πρόσφατες εκθέσεις που δημοσιεύτηκαν το 2023 από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ και η συλλογή πληροφοριών της EUAA αναφέρουν ότι είναι συχνό φαινόμενο στην ΛΔΚ γυναίκες και παιδιά να κατηγορούνται για μαγεία. Σε πολλές περιπτώσεις τέτοιου είδους στοχοποιήσεις γυναικών κατέληξαν σε δολοφονίες. Το 2013, το CEDAW ανέφερε ότι οι γυναίκες που κατηγορούνταν για μαγεία υπέστησαν βασανιστήρια και άλλου είδους κακομεταχείριση στη ΛΔΚ.[8] Μια έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τόνισε ότι, στο παρελθόν, κύριος στόχος των κατηγοριών ήταν οι χήρες και οι ανύπαντρες γυναίκες, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι κατηγορούμενες γυναίκες απομονώνονταν στα όρια των κοινοτήτων. Η ίδια πηγή παρατήρησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 μια μετατόπιση των κατηγοριών προς τα παιδιά, που έχουν γίνει πλέον ο κύριος στόχος.[9]
Υπό το φως των ως άνω δεομένων και αξιολογώντας την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας, διαπιστώνω ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες επιβεβαιώνουν ότι οι κατηγορίες για μαγεία είναι σύνηθες φαινόμενο στη χώρα και, σε πολλές περιπτώσεις, οδηγούν σε σοβαρές μορφές βίας, απομόνωσης και ακόμα και σε δολοφονίες.
Η ύπαρξη τέτοιων αναφορών δημιουργεί ένα πλαίσιο που υποστηρίζει, σε γενικές γραμμές, ότι γυναίκες που κατηγορούνται για μαγεία μπορεί να υφίστανται διώξεις και απειλές. Ωστόσο, η αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας δεν εξαρτάται μόνο από το αν τέτοιες πρακτικές συμβαίνουν γενικά στη χώρα της, αλλά κυρίως από το αν οι δικές της προσωπικές εμπειρίες συνάδουν με το ευρύτερο πλαίσιο που περιγράφεται στις διαθέσιμες πηγές.
Παρόλο που η αιτήτρια υποστηρίζει ότι κατηγορήθηκε για μαγεία και εκδιώχθηκε από την οικογένειά της, από τις διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι οι κύριοι στόχοι αυτών των κατηγοριών στη ΛΔΚ ήταν κυρίως χήρες και ανύπαντρες γυναίκες σε αγροτικές περιοχές. Η ίδια δεν διευκρινίζει αν η κατηγορία για μαγεία συνδέθηκε με το γεγονός ότι ήταν ανύπαντρη αλλά ούτε και προέρχεται από αγροτική περιοχή[10], στοιχεία που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την αξιοπιστία της. Επιπλέον, οι πηγές δείχνουν ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπήρξε μετατόπιση των κατηγοριών από τις γυναίκες προς τα παιδιά, που πλέον αποτελούν τον κύριο στόχο τέτοιων κατηγοριών. Αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα δίωξης γυναικών, αλλά υποδηλώνει ότι οι περισσότερες περιπτώσεις στοχοποίησης πλέον αφορούν παιδιά και όχι ενήλικες γυναίκες.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από τις εκθέσεις είναι ότι οι γυναίκες που κατηγορούνται για μαγεία συχνά υφίστανται βία, βασανιστήρια ή και δολοφονίες, ενώ η Αιτήτρια δεν ανέφερε ότι αντιμετώπισε άμεση σωματική επίθεση ή βασανισμό. Η απλή απομάκρυνσή της από το σπίτι, χωρίς καμία άλλη καταγραφή απειλών ή επιθέσεων, δεν συνάδει πλήρως με τις περιπτώσεις που θεωρούνται οι πιο σοβαρές και δικαιολογούν την ανάγκη διεθνούς προστασίας.
Συνολικά, αν και οι γενικές πληροφορίες υποστηρίζουν ότι οι κατηγορίες για μαγεία είναι μια πραγματική κοινωνική πρακτική στη ΛΔΚ και σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγούν σε σοβαρές διώξεις, η συγκεκριμένη περίπτωση της Αιτήτριας δεν φαίνεται να εντάσσεται στο προφίλ των πιο σοβαρών περιπτώσεων. Οι εξωτερικές πηγές επιβεβαιώνουν το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, αλλά δεν επιβεβαιώνουν απαραίτητα ότι η Αιτήτρια διέτρεχε έναν τόσο σοβαρό και άμεσο κίνδυνο ώστε να δικαιολογεί τη φυγή της από τη χώρα χωρίς να επιχειρήσει εσωτερική μετεγκατάσταση. Επιπλέον, το γεγονός ότι δεν υπήρξαν καταγεγραμμένες απόπειρες εναντίον της ή συνεχείς απειλές μειώνει τη βαρύτητα των ισχυρισμών της.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα ως άνω, φρονώ πως ούτε η εξωτερική αλλά ούτε και η εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας επιβεβαιώνεται και κατά τούτο ο ισχυρισμός της απορρίπτεται.
Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, συντάσσομαι με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση σχετικά με την μη αποδοχή του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας. Κατά τούτο έχοντας επίσης διαπιστώσει ότι έχει διεξαχθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα από τους Καθ’ ων η αίτηση, καταλήγω ότι ο σχετικός ισχυρισμός της Αιτήτριας απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Έχοντας πλέον αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχω ενώπιόν μου και εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, προχωρώ στην νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσο αυτές πληρούνται στην υπό εξέταση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς.
Χρήσιμη είναι η επαναφορά στην μνήμη των προνοιών του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει του οποίου:
«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ' αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5».
Υπό το φως των ανωτέρω, είναι σημαντικό προς την αξιολόγηση κινδύνου της Αιτήτριας, να αξιολογηθούν τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας τα οποία συνθέτουν το προφίλ της. Σύμφωνα με τα όσα έχει αναφέρει, πρόκειται για νέα γυναίκα με βασική μόρφωση (απόφαση δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης), μη συζευγμένη και χριστιανή ως προς το θρήσκευμα. Η ίδια διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της, αφού τόσο τα τέσσερα (4) αδέλφια της όσο και κάποια ξαδέλφιά της, εξακολουθούν να διαμένουν στην Kinshasa, ενώ ως η ίδια δήλωσε ουδέποτε είχε προβλήματα με αυτούς, διατηρώντας με όλους καλές σχέσεις. Πρόσθετα, η Αιτήτρια διαθέτει στη χώρα καταγωγής της και τη φίλη της στο σπίτι της οποίας διέμενε για επτά χρόνια.
Εξετάζοντας τις πληροφορίες που λαμβάνονται από πηγές πληροφόρησης σε σχέση με τις ανύπαντρες γυναίκες, ως η Αιτήτρια, στη ΛΔΚ, προκύπτουν τα ακόλουθα:
· Έκθεση της Αυστριακής ACCORD του Νοεμβρίου του 2020 αναφέρει ότι στη ΛΔΚ, μια από τις χώρες με τη χαμηλότερη κατάταξη στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, οι γυναίκες είναι επίσης σαφώς αντικείμενο διακρίσεων. Ήδη ευάλωτη ως γυναίκα, μια μόνη γυναίκα χωρίς οικογένεια ή κοινωνικό δίκτυο είναι ακόμη πιο ευάλωτη εάν παραμείνει στερημένη από οικονομικά μέσα.[11]
· Σε έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου της Δανίας αναφέρεται ότι: «Η Ελβετική Κρατική Γραμματεία για τη Μετανάστευση ορίζει μια ανύπαντρη γυναίκα στο πλαίσιο της Kinshasa ως ενήλικη γυναίκα με ή χωρίς παιδιά, που συντηρείται χωρίς άνδρα σύντροφο.[12] Όπως προαναφέρθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι μια πατρογονική κοινωνία, που σημαίνει ότι οι γενιές συνδέονται μέσω του πατέρα μιας οικογένειας.[13] Στο πλαίσιο του Κονγκό, αυτό σημαίνει περαιτέρω ότι μια γυναίκα στη ΛΔΚ ορίζεται πάντα μόνο σε σχέση με έναν άνδρα συγγενή. Ως εκ τούτου, γυναίκες που απομακρύνονται από αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο θεώρησης της οικογένειας εκλαμβάνονται αρνητικά από την κοινωνία και ενίοτε από τη δική τους οικογένεια.[14] Αυτές οι μεροληπτικές συμπεριφορές έναντι των γυναικών έχουν συμβάλει σε μια γενικά χαμηλή ισότητα των φύλων και σε εκτεταμένη σεξουαλική βία και βία με βάση το φύλο. Οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς το υποστηρικτικό δίκτυο που προσφέρει ένας άνδρας συχνά αντιμετωπίζονται αρνητικά (σ.σ. από την κοινωνία), βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση και πολλές αποφασίζουν να κάνουν συναλλακτικό σεξ για να αποκτήσουν πρόσβαση σε καταφύγιο και εργασία».,[15] H ίδια έκθεση συνεχίζει: «Οι ανύπαντρες γυναίκες στην Kinshasa συχνά βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση, για τον λόγο αυτό πολλές γυναίκες από μητριαρχικά νοικοκυριά προσποιούνται ότι είναι παντρεμένες σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τον στιγματισμό και να ελαττώσουν την ευαλωτότητά τους.[16] Από την άλλη πλευρά, η [ΜΚΟ] Afia Mama εκτίμησε ότι οι ανύπαντρες και μορφωμένες γυναίκες στην Kinshasa θα ήταν πιο χειραφετημένες από πολλές παντρεμένες γυναίκες στη ΛΔΚ, επειδή έχουν μεγαλύτερη επίγνωση των δικαιωμάτων τους από τις γυναίκες χωρίς μόρφωση.[17] Η πηγή πρόσθεσε ότι οι ανύπαντρες γυναίκες συχνά θεωρείται ότι είναι ιερόδουλες στην Kinshasa και συνεπώς, η σεξουαλική συναλλαγή αναμένεται από αυτές. Καθώς οι ανύπαντρες γυναίκες βρίσκονται σε μια πιο ευάλωτη θέση, υπόκεινται σε άτυπη φορολογία από την αστυνομία ή άλλους επιθεωρητές προκειμένου να έχουν πρόσβαση στην τοπική αγορά.[18] Στις χήρες και στις γυναίκες που ηγούνται νοικοκυριών παρουσιάζονται λιγότερες ευκαιρίες, καθώς είναι γενικά πιο ευάλωτες και χαρακτηρίζονται από υψηλότερα ποσοστά φτώχειας και ακραίας φτώχειας, επειδή δεν είναι σε θέση να κληρονομήσουν την περιουσία και τα περιουσιακά στοιχεία του εκλιπόντος συζύγου τους[19]». [20]
· Περαιτέρω, η απάντηση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (πλέον Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο) αναφορικά με την κατάσταση των γυναικών χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στην Kinshasa κατά το διάστημα 2017 – 2019, επιβεβαιώνει όλα τα ανωτέρω για τις γυναίκες χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο. Η ως άνω απάντηση συμπληρώνει αναφορικά με τα «παιδιά του δρόμου» και δη, τα κορίτσια ότι «οι έμφυλες διαφορές είναι ορατές μεταξύ των παιδιών του δρόμου στην Kinshasa: τα κορίτσια είναι πιο πιθανό να έχουν εγκαταλειφθεί από τις οικογένειές τους για να ζήσουν μια ζωή στο δρόμο (που συχνά περιλαμβάνει σεξουαλική εργασία) και είναι εντονότερα στιγματισμένα, γεγονός που καθιστά πιο δύσκολη την επανένωση με τις οικογένειές τους.[21] Κορίτσια και νέες γυναίκες χωρίς οικονομική υποστήριξη από τις οικογένειές τους ή άλλα δίκτυα—είτε επειδή έχουν μεταναστεύσει μόνες στην πρωτεύουσα, έμειναν ορφανές ή απορρίφθηκαν από τους γονείς ή την οικογένειά τους ή όταν οι γονείς τους περιμένουν από αυτές να συνεισφέρουν στο κόστος του νοικοκυριού—συχνά επιδίδονται σε σεξουαλική εργασία ή συναλλακτικές σεξουαλικές επαφές, όπως αποκαλύπτει έρευνα που έγινε στην Kinshasa».[22],[23]
· Εν κατακλείδι, η έρευνα του DIS αναφέρει ότι «ένα πρόσωπο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa θα έχει σοβαρές δυσκολίες στην προσαρμογή και ενσωμάτωση, καθώς χωρίς οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία θα είναι κάπως σαν εγκαταλελειμμένος, αφού στη ΛΔΚ, η κρατική κοινωνική συνδρομή δε λειτουργεί δεόντως. Ένα τέτοιο πρόσωπο αντιμετωπίζει προβλήματα εξεύρεσης κατοικίας, εργασίας και έπειτα οικονομικών πηγών. Επιπλέον ένα τέτοιο πρόσωπο θα έχει προβλήματα με το φαγητό και την πρόσβαση στην υγεία σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά διαδραματίζουν το ρόλο της ανεπίσημης κοινωνικής ασφάλειας».[24]
· Αναφορικά με την πρόσβαση στην εργασία συλλογή πληροφοριών του Συμβουλίου για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες του Καναδά δημοσιευμένη το 2019, παραπέμπει σε πηγές οι οποίες αναφέρουν ότι οι γυναίκες στην Kinshasa στρέφονται προς το άτυπο εμπόριο[25] για να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Ένα άρθρο στη L' Avenir,[26] μιας καθημερινής εφημερίδας της Kinshasa, σχετικά με τις ανάγκες των ανύπαντρων γυναικών στο νοικοκυριό, αναφέρει: [μετάφραση] «Αυτές οι γυναίκες χρησιμοποιούν διάφορες τακτικές για να επιβιώσουν. Μερικές ασχολούνται με μικρές επιχειρήσεις, όπως η πώληση ψωμιού, το πλέξιμο των μαλλιών, το ράψιμο και ακόμη και η πορνεία» και «αδράχνουν κάθε ευκαιρία που προκύπτει στο δρόμο τους, δηλαδή ως ‘nounou’ (υπηρέτρια ή οικονόμος) προκειμένου να φροντίσουν το σπίτι τους».[27] Πολλές γυναίκες από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό ανέλαβαν το ρόλο του κύριου παρόχου για τις οικογένειές τους. Εργάζονται συχνά σε χαμηλά αμειβόμενες και σωματικά απαιτητικές θέσεις εργασίας και πλήττονται δυσανάλογα από τη φτώχεια. Σύμφωνα με το UNDP (2017), η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι 61.2% σε σύγκριση με 69.1% για τους άνδρες.[28]
· Πρόσβαση σε στέγαση στην Kinshasa: Η κοινωνική στέγαση δεν είναι διαθέσιμη σε γυναίκες που ζουν μόνες τους, αλλά προορίζεται για άτομα με πολιτική ή κοινωνική υποστήριξη.[29] Σύμφωνα με διεθνή ανθρωπιστική οργάνωση στη ΛΔΚ, είναι σχεδόν αδύνατο να αποκτήσει πρόσβαση σε στέγαση ή να αποκτήσει πρόσβαση σε καταφύγιο κάποια γυναίκα χωρίς δίκτυο στην Kinshasa. Κατά συνέπεια, πολλές ανύπαντρες γυναίκες χωρίς δίκτυο υποστήριξης ανδρών στην Kinshasa πρέπει να καταφύγουν σε συναλλακτικό σεξ προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στο καταφύγιο με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτή την άποψη συμμεριζόταν και η Afia Mama, η οποία πρόσθεσε ότι οι επιλογές στέγασης για γυναίκες χωρίς ανδρική υποστήριξη που μετακομίζουν στην Kinshasa από τις ανατολικές επαρχίες της ΛΔΚ είναι σε σπίτια δύο υπνοδωματίων που συνήθως φιλοξενούν 15 άτομα. Όσοι δεν έχουν μέλη της οικογένειας στην Kinshasa θα βρουν συνήθως καταφύγια ή παράγκες κατασκευασμένες με ξύλο ή χαρτοκιβώτια. Οι ανύπαντρες γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική εμπορία ή εκμετάλλευση θα είναι επιρρεπείς στην πορνεία, όταν προσπαθούν να βρουν στέγη στην Kinshasa ή αν απλά δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά το ενοίκιο.[30] Άλλες εκθέσεις επιβεβαιώνουν ότι υπήρξαν διάφορα σκάνδαλα σχετικά με τη σεξουαλική εκμετάλλευση, τα οποία περιλάμβαναν εξέχοντες πολιτικούς και εργαζόμενους στον τομέα της υγείας που συμμετείχαν στην αντιμετώπιση του Έμπολα. H δήλωση αυτή υποστηρίζεται από τους McLean και Modi, οι οποίοι ανέλυσαν περαιτέρω ότι οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς [υποστηρικτικό] δίκτυο στην Kinshasa συχνά καταφεύγουν στη συναλλακτική σεξουαλική επαφή ως μέσο πρόσβασης στη στέγαση καθώς και για την απόκτηση εισοδήματος. Η συμμετοχή στη σεξουαλική εργασία ή στη συναλλακτική σεξουαλική επαφή συχνά στιγματίζει περαιτέρω τις γυναίκες.[31], [32]
· Δημόσιες υπηρεσίες: Εκτός από τη σεξουαλική βία και τα αντίποινα για τις καταγγελίες, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν εμπόδια στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη και τα ένδικα μέσα. Μετά τον βιασμό, οι γυναίκες απορρίπτονται συχνά από τις κοινότητές τους, ανεξάρτητα από το αν έχουν παιδιά ή όχι.[33] Το 40.3% των γυναικών του Κονγκό έχουν δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε σύγκριση με το 69.1% των ανδρών.[34] Η γυναίκα χωρίς υποστήριξη κάπου άνδρα δεν έχει δικαίωμα σε βασικές κοινωνικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τη συλλογή πληροφοριών του Συμβουλίου για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες του Καναδά που δημοσιεύτηκε το 2019. Όσον αφορά την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, η ίδια πηγή σημείωσε ότι η υγειονομική περίθαλψη είναι δωρεάν για ορισμένες ασθένειες όπως η φυματίωση, αλλά ότι ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, μια [μετάφραση] «καλή ιατρική συμβουλή» σημαίνει ότι ‘πάντα δίνεις κάτι’ στους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης.[35]
· Καταληκτικά, σε συνέντευξη μέσω zoom με τον José Bazonzi, από το University of Kinshasa, UNIKIN με την Υπηρεσία Μετανάστευσης της Δανίας σημειώνεται σε έκθεση του Οκτωβρίου του 2022 ως προς την κατάσταση για τους ανθρώπους στην Kinshasa χωρίς κοινωνικό δίκτυο, ότι «ένα άτομο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa θα έχει σοβαρές δυσκολίες προσαρμογής και ενσωμάτωσης, γιατί χωρίς την οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία, το άτομο θα νιώθει εγκαταλελειμμένο επειδή στη ΛΔΚ η κοινωνική βοήθεια που παρέχεται από το κράτος δεν λειτουργεί σωστά. Υπάρχει σχεδόν ένα κενό εδώ, και αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους που έρχονται από μακριά για να εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα, καθώς και για τους ανθρώπους εκεί. Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας υπάρχουν αλλά δεν είναι στο ύψος των καθηκόντων τους. Ένα τέτοιο άτομο αντιμετωπίζει πρώτα τα προβλήματα της στέγασης, πρόσβασης σε εργασία και μετά (σ.σ. αντιμετωπίζει) το πρόβλημα των πόρων. Επιπλέον, το άτομο θα έχει προβλήματα με την διασφάλιση των απαραίτητων ως προς το ζην και την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ, η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά παίζουν τον ρόλο της άτυπης κοινωνικής ασφάλισης. Ίσως πρέπει επίσης να αναφέρουμε εδώ τις ρίζες της ανεργίας των νέων και της αστικής ληστείας (συμμοριών) και του εγκλήματος, γνωστές στην Kinshasa ως "Kuluna": πολλοί νέοι, χωρίς δουλειά, συχνά υπό την επήρεια ναρκωτικών, επιδίδονται σε κατακριτέες πράξεις... Έτσι, ο κίνδυνος είναι πολύ υψηλός για ένα άτομο χωρίς υποστήριξη, να τολμήσει να εγκατασταθεί στην Kinshasa, εξαιτίας της αστικής ληστείας και της οικονομικής ανέχειας».[36]
Παρά τις παραπάνω συνθήκες, εξετάζοντας τα προσωπικά στοιχεία που διαμορφώνουν το προφίλ της Αιτήτριας, διαπιστώνω ότι η ίδια δεν εμπίπτει στην κατηγορία «μονη γυναίκα χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο» καθώς διαθέτει ανδρικό και οικογενειακό δίκτυο στην Kinshasa (τα αδέλφια και ξαδέλφια της), το οποίο μπορεί να της παρέχει προστασία και στήριξη στην περίπτωση επιστροφής της στη ΛΔΚ. Παρατηρώ περαιτέρω ότι η Αιτήτρια, διέθετε στέγαση για επτά χρόνια πριν από αναχώρησή της από τη χώρα, ως φιλοξενούμενη σε σπίτι φίλης της, γεγονός που δείχνει ότι δεν βρισκόταν σε ακραία κατάσταση επισφάλειας. Επίσης, είχε δυνατότητα εργασίας, ασκώντας επαγγελματική δραστηριότητα (έστω και περιστασιακή), στον κλάδο της περιποίησης μαλλιών, κάτι που της παρείχε και τα οικονομικά μέσα για τη διαβίωσή της. Επιπλέον, η Αιτήτρια διαθέτει κάποια μόρφωση, καθώς έχει ολοκληρώσει τουλάχιστον τη βασική εκπαίδευση, γεγονός που της επιτρέπει καλύτερη πρόσβαση σε εργασιακές ευκαιρίες. Η ύπαρξη ενός τέτοιου δικτύου μειώνει σημαντικά την ευαλωτότητά της Αιτήτριας, επιτρέποντας της να έχει πρόσβαση σε κατοικία, εργασία και κοινωνική στήριξη, γεγονός που δεν τη θέτει σε ιδιαίτερο κίνδυνο σε σύγκριση με άλλες ανύπαντρες γυναίκες χωρίς κανένα δίκτυο.
Ως εκ τούτου, δεν προκύπτει φόβος δίωξης καθαυτός από τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας τα οποία και έχουν γίνει αποδεκτά.
Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών της Αιτήτριας που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής της, σε περίπτωση επιστροφής της στη ΛΔΚ, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί η Αιτήτρια στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβη» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι:
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, η Αιτήτρια δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[37] ότι συνιστούν:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakite, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmi[38], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[39] (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Εξετάζοντας σήμερα την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής και στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι στην πρωτεύουσα Kinshasa όπου, δηλαδή, ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει και καθώς τα συμπεράσματά μου επί της αξιοπιστίας της Αιτήτριας συνάδουν με αυτά του λειτουργού ασύλου κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής της,
Kατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης διαπιστώνεται ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[40]
Το σχετικά ασφαλές της πόλης Kinshasa καταδεικνύεται και από περαιτέρω ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεχία, καθώς κατά τελευταίο έτος και συγκεκριμένα μεταξύ 31.01.2024 και 03.02.2025, στην πόλη της Kinshasa περιφέρεια καταγράφηκαν, ως προκύπτει από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), 22 συνολικά περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων επήλθαν 223 απώλειες. Πιο αναλυτικά, 8 εξ αυτών καταγράφηκαν ως εξεγέρσεις (202 απώλειες), 8 καταγράφηκαν ως περιστατικά βίας κατά των αμάχων (16 απώλειες), 4 περιστατικά καταγράφηκαν ως μάχες (5 απώλειες) και 2 περιστατικά καταγράφηκαν ως διαμαρτυρίες χωρίς να υπάρξει κάποια απώλεια[41]. Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σε καταγράφεται στους 17.032.300 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του 2024[42], η δε κοινότητα Matete της Kinshasa, από όπου η Αιτήτρια προέρχεται, σύμφωνα με μετρήσεις του 2015, φιλοξενούσε πληθυσμό ύψους περίπου 856.900 κατοίκων[43], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (223 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δεν διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην πρωτεύουσα Kinshasa της Λ.Δ.Κ. ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε η Αιτήτρια λόγω της παρουσίας της και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπη με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Ούτε προκύπτει από το προφίλ και το ιστορικό της Αιτήτριας, η οποία είναι νέα, με ικανοποιητική μόρφωση, ικανή προς εργασία, έχοντας και κάποια προηγούμενη εργασιακή εμπειρία χωρίς να παρουσιάζει θέματα ευαλωτότητας ή κάποιο χαρακτηριστικό ή στοιχείο που να συμβάλλει με οποιοδήποτε τρόπο στην επίταση του κινδύνου να υποστεί σοβαρή βλάβη. Ως επίσης έχει εκτενώς επεξηγηθεί, διαθέτει επαρκές υποστηρικτικό δίκτυο.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14 ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2 η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552
[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598
[4] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007
[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).
[6] GALLUP, Witchcraft Believers in Sub-Saharan Africa Rate Lives Worse, 25 August 2010, https://news.gallup.com/poll/142640/Witchcraft-Believers-Sub-Saharan-Africa-Rate-Lives-Worse.aspx (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/07/2023)
[7] HRC, Situation in Kasaï; Report of the United Nations High Commissioner for Human Rights [A/HRC/38/31], 3 July 2018, https://ap.ohchr.org/documents/dpage_e.aspx?si=A/HRC/38/31 , para 20 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/07/2023)
[8] CEDAW, Concluding observations on the combined sixth and seventh periodic reports of the Democratic Republic of the Congo, 30 July 2013, https://tbinternet.ohchr.org/_layouts/15/treatybodyexternal/Download.aspx?symbolno=CEDAW%2fC%2fC%20OD%2fCO%2f6-7&Lang=en , παρα. 21 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/07/2023)
[9] HRW, What Future? Street Children in the Democratic Republic of Congo, 4 April 2006, https://www.hrw.org/report/2006/04/04/what-future/street-children-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 20/07/2023)
[10] Η περιοχή Matete φαίνεται να είναι μια αστική και πυκνοκατοικημένη συνοικία https://www.nationalgeographic.com/magazine/article/kinshasa-congo?utm_source=chatgpt.com
[11] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation: Anfragebeantwortung zu DR Kongo: Situation alleinstehender Frauen mit Kindern, insbesondere im Hinblick auf Arbeitsmarkt, Wohnversorgung und Sozialhilfe [a-11424], 25 November 2020
https://www.ecoi.net/en/document/2043986.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[12] Swiss State Secretatiat (SEM), Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016, σελ. 16, https://www.ecoi.net/en/document/1102702.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2023)
[13] Wagner, K., Glaesmer, H., Bartels, S.A. et al., “Presence of the Absent Father: Perceptions of Family among Peacekeeper-Fathered Children in the Democratic Republic of Congo”. J Child Fam Stud, 2022, https://link.springer.com/article/10.1007/s10826-022-02293-2 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[14] De Herdt, Tom “Hidden families, single mothers and Cibalabala: Economic Regress and Changing Household Composition in Kinshasa”, Trefon, T. (Red.), Reinventing order in the Congo – How people respond to state failure in Kinshasa. London: Zed Books, 2004 σελ. 121, 128, https://www.bloomsburycollections.com/book/reinventing-order-in-the-congo-how-people-respond-to-state-failure-in-kinshasa/ch8-hidden-families-single-mothers-and-cibalabala-economic-regress-and-changing-household-composition-in-kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[15] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[16] Jacobs C. et al., Figurations of Displacement in the Democratic Republic of the Congo: Empirical findings and reflections on protracted displacement and translocal connections on Congolese IDPs, November 2020, https://trafig.eu/output/working-papers/trafig-working-paper-no-4 σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[17] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, Annex 2: Interview notes, Afia Mama, an NGO in the Democratic Republic of Congo (DRC), Skype-interview, 2 August 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf παρα. 11 – 12, σελ. 45 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[18] Όπ. Π. παρα. 12, σελ. 45
[19] The World Bank, Democratic Republic of Congo Systematic Country Diagnostic, Policy Priorities for Poverty Reduction and Shared Prosperity in a Post-Conflict Country and Fragile State, March 2018, https://openknowledge.worldbank.org/bitstream/handle/10986/30057/DRC-SCD-FINAL-ENGLISH-06132018.pdf?sequence=1&isAllowed=y σελ. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[20] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, Annex 2: Interview notes, An international humanitarian organisation in the Democratic Republic of Congo (DRC) Skype-interview, 29 July 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf παρα. 11, σελ. 41 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[21] Davis, L., ‘et al.’, Democratic Republic of Congo – DRC: Gender Country Profile 2014, The Swedish Embassy in Kinshasa, 2014, https://www.lauradavis.eu/wp-content/uploads/2014/07/Gender-Country-Profile-DRC-2014.pdf σελ. 34 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[22] McLean Hilker, L., Modi, A. T., ‘’Empowerment’ of adolescent girls and young women in Kinshasa: research about girls, by girls’, Gender and Development, vol. 24, no. 3, 2016, https://core.ac.uk/download/pdf/77599772.pdf σελ. 475-491, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[23] EASO, COI Query, DRC (Democratic Republic of Congo): Information on the situation of women without a male support network in Kinshasa (2017-2019), https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_11_DRC_Query_Women_without_Nework_Q32.pdf σελ. 4 – 5 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[24] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[25] Switzerland, State Secretariat for Migration (SEM) Focus RD Congo : Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016 available at : https://www.sem.admin.ch/dam/data/sem/internationales/herkunftslaender/afrika/cod/COD-alleinst-frauen-f.pdf σελ. 17-18
[26] L’Avenir, Suzy Kibira Omari “Se muer en association partagée pour pallier aux besoins du ménage : une solution pour les femmes sans époux.”, 23 March 2017
[27] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019) [COD106311.FE], 3 September 2019 https://www.ecoi.net/en/document/2028574.html
[28] FIDH (2019), ‘Five priorities for a State that respects human rights’, σελ.13, διαθέσιμο στο: fidh_drc_five_priorities_for_a_state_that_respects_human_rights_march2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2023); UNDP, ‘Human Development Indices and Indicators: 2021 Statistical Update, Briefing note for countries on the 2021 Statistical Update, Congo (Democratic Republic of the)΄, διαθέσιμο στο Gender Inequality Index | Human Development Reports (undp.org) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[29] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019) [COD106311.FE], 3 September 2019 https://www.ecoi.net/en/document/2028574.html
[30] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 17 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[31] McLean Hilker, L., Modi, A. T., ‘’Empowerment’ of adolescent girls and young women in Kinshasa: research about girls, by girls’, Gender and Development, vol. 24, no. 3, 2016, https://core.ac.uk/download/pdf/77599772.pdf,σελ. 478 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[32] The World Bank, Democratic Republic of Congo Systematic Country Diagnostic, Policy Priorities for Poverty Reduction and Shared Prosperity in a Post-Conflict Country and Fragile State, March 2018, https://openknowledge.worldbank.org/bitstream/handle/10986/30057/DRC-SCD-FINAL-ENGLISH-06132018.pdf?sequence=1&isAllowed=y σελ. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[33] Kvinnatillkvinna, Equal Power Lasting Peace, The Democratic Republic of Congo. No peace for women, 2018, σελ. 9. 13-Equal-power-lasting-peace-DRC_ENG.pdf (kvinnatillkvinna.org), (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023) The Kvinna till Kvinna Foundation is a Swedish based foundation that is able to support women in conflict-affected areas through financial support from government agencies, institutions, foundations, organisations, companies and individual private donors.
[34] FIDH (2019), ‘Five priorities for a State that respects human rights’, σελ.13, διαθέσιμο στο: fidh_drc_five_priorities_for_a_state_that_respects_human_rights_march2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2023); UNDP, ‘Human Development Indices and Indicators: 2021 Statistical Update, Briefing note for countries on the 2021 Statistical Update, Congo (Democratic Republic of the)΄, διαθέσιμο στο Gender Inequality Index | Human Development Reports (undp.org) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)
[35] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019) [COD106311.FE], 3 September 2019 https://www.ecoi.net/en/document/2028574.html
[36] DIS – Danish Immigration Service (Author): Democratic Republic of the Congo; Socioeconomic conditions in Kinshasa , October 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 48-49 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/07/2023)
[39] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009.
[40] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th , UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf , HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo , UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html , USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/04/2023)
[41] Accled, Kinshasa , reference period 31.01.2024 - 03.02.2025, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 09.02.2025]
[42]https://worldpopulationreview.com/cities/dr-congo/kinshasa, [ημερ. πρόσβασης 09.02.2025]
[43] https://mapcarta.com/27748124, [ημερ. πρόσβασης 09.02.2025]
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο