
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 3958/23
28 Φεβρουαρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
M.C.O.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή της
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
..................................................
Ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου
Χρυστάλλα Παφίτη για Χριστίνα Λαζάρου Αρτέμη, Δικηγόρος για τον αιτητή
Νικόλας Νικολάου για Μελίνα Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση
[Παρούσα η κυρία Όλγα Γεωργιάδη για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 29/08/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας και στις 05/04/2021 συμπλήρωσε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 13/05/2021, ο αιτητής παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.
Στις 25/08/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 28/08/2023, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στις 29/08/2023, αρμόδιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για την αίτηση του αιτητή και αποφάσισε την απόρριψή της. Στις 26/09/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον ίδιο αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της Γραπτής Αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου της, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η χώρα καταγωγής του, η Νιγηρία έχει χαρακτηριστεί με βάση το διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών (Κ.Δ.Π 202/2022 και Κ.Δ.Π. 166/2023) ως μη ασφαλής χώρα και εισηγείται πως δεν πρέπει να επιτραπεί η απέλασή του στην Νιγηρία καθότι θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χωρίς ωστόσο να επεξηγεί πως θα επέλθει η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση. Ο αιτητής ισχυρίζεται πρόσθετα ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ελήφθη χωρίς τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, υπό πλάνη περί τα πράγματα και χωρίς επαρκή αιτιολογία. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι δεν επεξηγήθηκαν στον αιτητή τα βασικά του δικαιώματά του, ότι για παράδειγμα θα μπορούσε να υποβάλει οποιαδήποτε έγγραφα είχε στην κατοχή του και πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των Γενικών Αχών του Διοικητικού Δικαίου.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει ότι λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στο αρμόδιο όργανο και ότι είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Κατά συνέπεια, εισηγείται πως η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό ότι λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στα πλαίσια αυτού του ισχυρισμού θα εξεταστεί και ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως ως παρατίθεται στην Γραπτή Αγόρευση αιτητή, ο οποίος παρόλο που φέρει τον τίτλο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη παράνομα και κατά παράβαση των Γενικών Αρχών του διοικητικού δικαίου νόμο, εστιάζει στο ότι δεν έγινε επαρκής έρευνα σε σχέση με τον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Στην αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου κατέγραψε ότι ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του είναι ο πόλεμος μεταξύ της IPOB και του Νιγηριανού στρατού συνεπεία του οποίου σκοτώθηκαν οι γονείς του και κινδυνεύει η δική του ζωή. Κατά το στάδιο της συνέντευξής του, ο αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στην περιοχή Oru East της πολιτείας Imo, την οποία σε σχετική ερώτηση δήλωσε ότι θεωρεί και τόπο συνήθους διαμονής του. Σε σχέση με το θρήσκευμα και την εθνικότητά του, ανέφερε ότι είναι χριστιανός και ότι ανήκει στη φυλή των Igbo.
Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε ότι δεν είναι νυμφευμένος και δεν έχει εξαρτώμενα. Ως προς την οικογένεια του, δήλωσε πως είναι μοναχοπαίδι και πως οι γονείς του σκοτώθηκαν από τον Νιγηριανό στρατό κατά τη διάρκεια σύγκρουσης με την ομάδα IPOB το έτος 2020. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι ολοκλήρωσε την τριτοβάθμια εκπαίδευση και ως προς την εργασιακή του εμπειρία ανέφερε ότι δεν εργάστηκε στη χώρα του, καθότι τον στήριζαν οικονομικά οι γονείς του. Πρόσθεσε πως όταν οι τελευταίοι απεβίωσαν πούλησε τη γη που κατείχε για να έρθει στη Δημοκρατία.
Κατά την ελεύθερη αφήγησή του σε σχέση με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε ότι δεν έχει κανέναν για να τον προστατέψει. Ισχυρίστηκε ότι οι γονείς του σκοτώθηκαν από τον Νιγηριανό στρατό επειδή ήταν μέλη της ομάδας IPOB και ως εκ τούτου κινδυνεύει και αυτός. Σε διευκρινιστική ερώτηση δήλωσε πως ο ίδιος δεν είναι μέλος, ενώ ακολούθως δήλωσε πως είναι και ο ίδιος μέλος της IPOB. Ερωτηθείς για τις δραστηριότητες των γονέων του ως μέλη της IPOB, ο αιτητής ανέφερε ότι προστάτευαν τις ανατολικές περιοχές της Νιγηρίας.
Ως προς το περιστατικό δολοφονίας των γονιών του, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε σε γραμμή περιπολίας (patrol line) μεταξύ της ομάδας IPOB και του στρατού και ακολούθως ο στρατός εισέβαλε στο σπίτι τους και σκότωσε τη μητέρα του, ενώ ο ίδιος απουσίαζε. Μετά το περιστατικό ισχυρίστηκε ότι έμενε με ένα φίλο του, πούλησε τη γη που κατείχαν και αποφάσισε να ταξιδέψει. Στο διάστημα αυτό δεν του συνέβη οτιδήποτε. Ερωτηθείς ποιες ενδείξεις έχει ότι έχει στοχοποιηθεί από τον Νιγηριανό στρατό, ο αιτητής ανέφερε ότι στοχοποιήθηκε λόγω των γονιών του και ιδιαίτερα του πατέρα του, ο οποίος είναι ισχυρό μέλος της IPOΒ και γι’αυτό αναζητούν και τον ίδιο. Στο ενδεχόμενο επιστροφή του στη Νιγηρία, ο αιτητής δήλωσε ότι θα τον σκοτώσουν, διότι θα τον εντοπίσουν από τις φωτογραφίες που πήραν όταν είχαν εισβάλει στην οικία τους.
Στη βάση των ανωτέρω ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, το προσωπικό προφίλ και τη χώρα καταγωγής του αιτητή και ο δεύτερος τον κατ’ ισχυρισμό φόβο δίωξής του από τον Νιγηριανό στρατό λόγω του ότι η οικογένειά του ήταν μέλη της IPOB. Ο αρμόδιος λειτουργός αποδέχτηκε τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, καθότι κρίθηκε εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος. Ωστόσο, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, δεν έτυχε αποδοχής, καθότι οι δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν ως μη λεπτομερείς και ασυνεπείς.
Ο αρμόδιος λειτουργός, κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, έκρινε ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να παραθέσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονταν του πυρήνα του αιτήματός του και ότι οι απαντήσεις του χαρακτηρίζονταν από γενικότητα και ασάφεια. Συγκεκριμένα επεσήμανε σημαντική αντίφαση στην ουσία του αιτήματός του, καθότι ενώ αρχικά ανέφερε ότι ο ίδιος δεν είναι μέλος της ομάδας IPOB, στη συνέχεια δήλωσε ότι είναι μέλος. Επιπλέον, ο λειτουργός κατέγραψε ότι ενώ ο αιτητής ανέφερε ότι ο ίδιος και η οικογένειά του είναι μέλη της ΙΡΟΒ από πάντα, δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες των γονιών του ως μέλη της ΙΡΟΒ, αναφέροντας αόριστα ότι προστάτευαν την ανατολική Νιγηρία.
Κληθείς να εξηγήσει, ο αιτητής δεν έδωσε σχετική απάντηση, αναφέροντας ότι αποτελεί τον μοναδικό λόγο για τον οποίο βρίσκεται στη Δημοκρατία. Ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει βασικές πληροφορίες για την ομάδα IPOB ούτε να σχεδιάσει την σημαία της. Ως περαιτέρω κατέγραψε ο λειτουργός, ο αιτητής δεν παρέθεσε ικανοποιητικές πληροφορίες για τον θάνατο των γονιών του, για τον οποίο, ως ισχυρίστηκε, ευθύνεται ο Νιγηριανός στρατός. Ανέφερε αόριστα ότι το περιστατικό έγινε το έτος 2020 χωρίς να είναι σε θέση να το περιορίσει χρονικά. Επίσης, ο αιτητής ανέφερε ότι ο ίδιος απουσίαζε από το σπίτι του όταν ο Νιγηριανός στρατός εισέβαλε και σκότωσε την μητέρα του και σε ερώτηση σχετικά με το πώς γνωρίζει τι ακριβώς συνέβη, ο αιτητής δεν έδωσε απάντηση επί του θέματος και ανέφερε αόριστα ότι οι υποστηρικτές της IPOB θεωρούνται εχθροί.
Ο αιτητής δεν έδωσε επαρκείς λεπτομέρειες ούτε για το τι συνέβη μετά τη δολοφονία των γονιών του, καθότι ανέφερε ότι πούλησε την περιουσία που είχαν για να έρθει στη Δημοκρατία. Έλλειψη επαρκών πληροφοριών παρουσιάστηκε επίσης, ως κατέγραψε ο λειτουργός, σχετικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι ο Νιγηριανός στρατός θέλει να τον σκοτώσει, αναφέροντας και πάλι αόριστα ότι του είπαν οι γείτονες ότι ο στρατός φώναζε το όνομα του και ότι πήραν φωτογραφίες από την πατρική του οικία. Ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε αντίφαση στους ισχυρισμούς του αιτητή, καθότι ενώ ο ίδιος δήλωσε ότι μετά τη δολοφονία των γονέων του, πούλησε τη γη που κατείχε και προέβη σε έκδοση διαβατηρίου, στο έγγραφο διαβατηρίου που προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου φέρει ημερομηνία έκδοσης της 06/09/2018 και επομένως μεταγενέστερη του περιστατικού δολοφονίας, το οποίο ως ισχυρίστηκε έλαβε χώρα το 2020.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, ο λειτουργός παρέπεμψε σε πηγές πληροφόρησης, βάσει των οποίων η ομάδα ΙΡΟΒ προέκυψε από τη MASSOB και σήμερα είναι πιο ενεργή από τη MASSOB. Με βάση την έρευνα του λειτουργού, παρά το γεγονός ότι οι δράσεις της ΙΡΟΒ ήταν σε μεγάλο βαθμό μη βίαιες, το κίνημα απαγορεύτηκε από την κυβέρνηση της Νιγηρίας ως τρομοκρατική οργάνωση τον Σεπτέμβριο του 2017 με αποτέλεσμα αρκετά μέλη της ΙΡΟΒ να έχουν κατηγορηθεί για προδοσία.
Περαιτέρω αναφέρεται ότι οι αρχές της Νιγηρίας αντιδρούν στις συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις των MASSOB και ΙΡΟB, μεταξύ άλλων με αυθαίρετες συλλήψεις, εξωδικαστικές εκτελέσεις, παρενοχλήσεις και διακρίσεις (ερυθρά έρευνας 46-39 του διοικητικού φακέλου). Ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω πληροφορίες καθώς επίσης το προφίλ του αιτητή ως άτομο μορφωμένο, απόφοιτο της Νομικής, έκρινε ότι θα αναμένετο να παρέχει βασικές πληροφορίες σχετικά με τους ισχυρισμούς του και τα ερωτήματα που του τέθηκαν. Ωστόσο, οι απαντήσεις του υπήρξαν αόριστες και ασαφείς και από τις περιγραφές του διαφαίνεται να απουσιάζουν βασικές και σημαντικές πληροφορίες που να αποσαφηνίζουν τα λεγόμενά του. Ως εκ τούτου ο εν λόγω ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό, την ταυτότητα και το προσωπικό προφίλ του αιτητή, το γεγονός ότι δεν προκύπτουν ενδείξεις ευαλωτότητας, σε συνδυασμό με ευρήματα έρευνας αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Imo της Νιγηρίας, όπου αναμένεται να επιστρέψει ο αιτητής, κρίθηκε ότι δεν υπήρχαν εύλογοι λόγοι να θεωρείτο ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία και ειδικότερα στην πολιτεία Imo θα αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στη συνέχεια, διαπιστώθηκε πως δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου, αφού η κατάσταση στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στην πολιτεία Imo, στην οποία αναμενόταν να επέστρεφε, δεν χαρακτηριζόταν από διεθνή η εσωτερική ένοπλη σύγκρουση. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης εξέτασε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ’ ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τη συνήγορό του, αλλά και από την συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση.
Με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος ορθά έγινε αποδεκτός, δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ, εφόσον μάλιστα δεν αμφισβητείται. Επομένως γίνεται αποδεκτό ότι ο αιτητής είναι Νιγηριανός υπήκοος με τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής την πολιτεία Imo. Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, τον κατ’ ισχυρισμό κίνδυνο κατά της ζωής του αιτητή από τον Νιγηριανό στρατό λόγω της συμμετοχής του ιδίου και της οικογένειάς του στην αποσχιστική ομάδα IPOB, ορθά έτυχε απόρριψης από τους καθ’ ων η αίτηση, καθότι οι δηλώσεις και οι απαντήσεις του αιτητή κρίθηκαν αντιφατικές, μη επαρκείς και αόριστες.
Παρά το γεγονός ότι του δόθηκε η ευκαιρία να διευκρινίσει τις ασυνέπειες και τις ελλείψεις στην αφήγησή του, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ευλογοφανείς εξηγήσεις. Όπως ορθά αναλύθηκε λεπτομερώς στην Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες για την IPOB, δεν υπήρξε ικανοποιητικά λεπτομερής για τη δολοφονία των γονιών του, ούτε κατάφερε να αποσαφηνίσει τον κατ’ ισχυρισμό κίνδυνο κατά της ζωής του από τον στρατό της Νιγηρίας, ενώ υπέπεσε σε αρκετές αντιφάσεις.
Επίσης, ερωτηματικά εγείρονται και από το γεγονός ότι ο αιτητής, ενώ ισχυρίστηκε ότι αποτελεί στόχο του στρατού της χώρας του, διότι με βάση μαρτυρίες γειτόνων πήραν φωτογραφίες από την οικία του, ωστόσο αναχώρησε νόμιμα από τη Νιγηρία, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα, γεγονός που υποδηλώνει ότι δεν είναι άτομο των αρχών της χώρας. Ο αιτητής έδωσε αόριστες, ασαφείς και αντιφατικές απαντήσεις σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του τέθηκαν σχετικά με τον πυρήνα του αιτήματός του, περιορίστηκε σε μονολεκτικές και γενικόλογες αποκρίσεις, χωρίς να παραθέτει λεπτομέρειες και συγκεκριμένες περιγραφές για τα περιστατικά που αφηγήθηκε ούτε για τις απειλές κατά της ζωής του από τον Νιγηριανό στρατό. Οι ανεπαρκείς και ασαφείς απαντήσεις του Αιτητή δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικής φύσης γεγονότα.
Κατά συνέπεια, κρίνω, όπως και οι καθ’ ων η αίτηση, ότι δεν στοιχειοθετείται η εσωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή. Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, παρά την καταφανή έλλειψη εσωτερικής συνοχής των δηλώσεων του αιτητή, ως αυτές επεξηγήθηκαν ανωτέρω, για σκοπούς πληρότητας της παρούσης, θα πρέπει να διεξαχθεί συμπληρωματικά έρευνα. Επισημαίνεται ότι και οι καθ' ων η αίτηση προέβησαν δεόντως σε σχετική έρευνα.
Από έρευνα σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης προκύπτει ότι στην Νοτιοανατολική Νιγηρία υπάρχουν αυτονομιστικές ομάδες, μεταξύ των οποίων οι δύο κύριες ομάδες επί του παρόντος είναι το Κίνημα για την Πραγματοποίηση του Κυρίαρχου Κράτους της Biafra (MASSOB -Movement for the Actualization of the Sovereign State of Biafra) και το κίνημα των Αυτόχθονων Λαών της Biafra (IPOB-Indigenous People of Biafra). Και τα δύο κινήματα συμμετέχουν κυρίως σε δραστηριότητες ευαισθητοποίησης, πορείες και άλλες μη βίαιες συγκεντρώσεις. Από τον Αύγουστο του 2020 η βία μεταξύ του IPOB και των δυνάμεων ασφαλείας έχει κλιμακωθεί. Τον Δεκέμβριο 2020, η IPOB ίδρυσε παραστρατιωτική πτέρυγα, το Ανατολικό Δίκτυο Ασφαλείας (ESN) και ακολούθησαν ένοπλες συγκρούσεις με τις κρατικές δυνάμεις της Νιγηρίας.
Η κατάσταση ασφαλείας σε σχέση με το IPOB επιδεινώνεται στις πολιτείες Abia, το Imo, Ebonyi και άλλες νοτιοανατολικές πολιτείες. Το 2021, οι δυνάμεις ασφαλείας αύξησαν τις επιχειρήσεις τους στην περιοχή. Η παραστρατιωτική πτέρυγα του IPOB, το Ανατολικό Δίκτυο Ασφαλείας (ESN) έχει εμπλακεί σε ένοπλες συγκρούσεις με τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας. Συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και της IPOB λαμβάνουν χώρα κυρίως στις πολιτείες Anambra, Abia, Rivers, Imo και Delta.[1] Πρόσφατη έκθεση της EUAA για τη Νιγηρία, η οποία καλύπτει τα γεγονότα από τις 23 Ιανουαρίου του 2023 έως τις 31 Μαρτίου του 2024 αναφέρει ότι οι αυτονομιστές της Biafra (IPOB) και η παραστρατιωτική της πτέρυγα, το Ανατολικό Δίκτυο Ασφαλείας (ESN), υπήρξαν οι κύριοι παράγοντες που εμπλέκονται στις εντάσεις στα νοτιοανατολικά της χώρας (όπου βρίσκεται η πολιτεία Imo, τόπος καταγωγής του αιτητή).[2]
Με βάση τα ευρήματα της έρευνας δεν αμφισβητείται ότι εκ της σύγκρουσης κυβερνητικών δυνάμεων με δυνάμεις των αποσχιστικών κινημάτων προκύπτουν περιστατικά ασφαλείας σε περιοχές της νοτιοανατολικής Νιγηρίας, μεταξύ των οποίων και ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή, η πολιτεία Imo. Ωστόσο η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων της υπόθεσης, δεν επαρκεί η συμφωνία των δηλώσεων του αιτητή με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα του, καθότι το αφήγημά του στερείται εσωτερικής συνοχής. Τόσο κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, όσο και σε κάθε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, ο αιτητής δεν εξέθεσε σαφείς και ακριβείς πληροφορίες που να θεμελιώνουν τη δική του συμμετοχή στην ομάδα IPOB, ούτε στοιχειοθέτησε ότι εξαιτίας της συμμετοχής του ιδίου και των γονιών του απειλείται από τον Νιγηριανό στρατό. Οι δηλώσεις του χαρακτηρίζονται ως ελλιπείς, γενικόλογες, αντιφατικές, καθιστώντας τον περαιτέρω έλεγχο εξακρίβωσης της ιδιότητας του ως μέλος της IPOB ανέφικτο.
Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, διαφαίνεται πως ο αιτητής προέβη σε γενικές, αόριστες και αντιφατικές δηλώσεις οι οποίες δεν μπορούν να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό του. Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, προκύπτει πως ορθά αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτητή εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, καθώς δεν προέκυψε καμία ένδειξη πραγματικής, υφιστάμενης και έμπρακτης απειλής του αιτητή από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη, στη χώρα καταγωγής του.
Πρόσθετα, από το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι ορθά διαπιστώθηκε από το δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Ο αρμόδιος λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί ότι τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του επρόκειτο για την πολιτεία Imo της Νιγηρίας, διεξήγαγε έρευνα για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω πολιτεία, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Ωστόσο υπό το φως των ανωτέρω και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, για σκοπούς πληρότητας θα διεξάγω περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Imo, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 24/02/2024 – 21/02/2025 καταγράφηκαν στην πολιτεία Imo, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή, 116 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 186 ανθρώπινες ζωές. Τα 116 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 4 ταραχές (riots) με 3 απώλειες ανθρώπινων ζωών, 17 διαμαρτυρίες (protests), 36 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 53 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, 2 περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (explosions/remote violence) και 57 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 129 ανθρώπινες απώλειες.[3] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Ιmo σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2022 ανερχόταν στα 5,459,300.[4]
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της πολιτείας Imo, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, χωρίς εξαρτώμενα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, πλήρως ικανός προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Επιπρόσθετα, οι ισχυρισμοί της συνηγόρου του αιτητής περί του ότι η Νιγηρία έχει χαρακτηριστεί ως μη ασφαλής χώρα με διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών κρίνονται αβάσιμοι, καθότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), τόσο με την Κ.Δ.Π. 202/2022, όσο και με την Κ.Δ.Π. 166/2023 και την πιο πρόσφατη Κ.Δ.Π. 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Οι ισχυρισμοί της συνηγόρου του αιτητή πως δεν ενημερώθηκε ότι θα μπορούσε να υποβάλει έγγραφα στην Υπηρεσία Ασύλου δεν ευσταθούν, εφόσον ο αιτητής ρωτήθηκε εάν επιθυμούσε να προσκομίσει έγγραφα και απάντησε αρνητικά (ερυθρό 26, του διοικητικού φακέλου). Ούτως ή άλλως, ο αιτητής στην ενώπιον μου διαδικασία μπορούσε να προσκομίσει οποιοδήποτε έγγραφο επιθυμούσε με το ορθό δικονομικό διάβημα, προκειμένου να εξεταστεί κατ’ουσίαν στην ενώπιον μου διαδικασία, πράγμα που δεν έπραξε.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας. Ως εκ τούτου, ο σχετικός προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται επιπλέον ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση είναι προϊόν νομικής και/ή πραγματικής πλάνης, καθότι η έκθεση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά γεγονότα.
Καταρχάς, θα πρέπει να αναφερθεί πως το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για την ύπαρξη πλάνης το έχει ο αιτητής (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267). Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείται επαρκώς από τον αιτητή και είναι γενικόλογος. Από τους ισχυρισμούς του συνηγόρου του αιτητή, δεν στοιχειοθετείται οποιουδήποτε είδους πλάνη, τόσο ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, όσο και ως προς τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Υπηρεσία Ασύλου με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, αλλά ούτε και ως προς τα γεγονότα που έλαβε η Υπηρεσία Ασύλου υπόψη της.
Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011, σελίδες 136, 137, παράγραφοι 510 και 511). Ο αιτητής δεν παραπέμπει σε γεγονότα τα οποία οι καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη με αποτέλεσμα να αποφασίσουν κατά πλάνη περί τα πράγματα. Στη βάση των ανωτέρω, είναι προφανές πως δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης ή/και οποιασδήποτε άλλης ουσιώδους πλάνης και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό της συνηγόρου του αιτητή περί αναιτιολόγητης απόφασης των καθ’ ων η αίτηση επισημαίνονται τα ακόλουθα. Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τον Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο πού βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).
Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).
Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιόν μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα αιτιολόγηση εκ μέρους του αποφασίζοντος οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EUAA, Country Guidance: Nigeria, February 2019, σ. 49
https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Country_Guidance_Nigeria_2019.pdf και
EUAA, Country Guidance: Nigeria, October 2021, σ.65-66
https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-01/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf
[2] EUAA, Country Focus: Nigeria, July 2024, σ. 32
[3]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project
https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past year of ACLED data (24/02/2024-21/02/2025), REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN: Imo)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο