
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.4087/23
17 Φεβρουαρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
O. G. H. J.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Κ. Κουπαρή, Δικηγόρος για Αιτήτρια
Κα Β. Θωμά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.06/10/23, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 11/11/22 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 14/12/22 (ερ.1-3, 39).
Στις 07/07/23 διεξήχθη συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός ασύλου, όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.33-39). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 12/09/23 η αίτηση διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.53-61).
Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δόθηκε διά χειρός στις 06/10/23, σε γλώσσα κατανοητή από αυτήν (ερ.62, 3).
Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής για να αναζητήσει το σύζυγό της, ο οποίος είχε φύγει προηγουμένως γιατί - λόγω του ότι «αρνήθηκε να αναλάβει το ιερό (shrine) του πατέρα του και να σκοτώσει αθώες ψυχές για να εξαγνίσει την κοινότητα» - η ζωή του ευρισκόταν σε κίνδυνο.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε η αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Onitsha, στο Anambra State, και διέμενε στην Abuja από το 1999, ανήκει στην εθνοτική ομάδα Igbo, είναι Χριστιανή, σπούδασε Δημόσια Διοίκηση και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Federal Polytechnic Nasarawa στην Abuja, μιλά Igbo και Αγγλικά, έφτιαχνε φορέματα και μαλλιά για περούκες, ενώ στο παρελθόν έχει εργαστεί σε τράπεζα για ένα έτος, οι γονείς της και η μικρότερη αδελφή της διαμένουν στη γενέτειρα της και επικοινωνεί μαζί τους κατά καιρούς. Είναι έγγαμη, άτεκνη, δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υγείας και δεν λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και ο σύζυγος της βρίσκεται στη Δημοκρατία.
Στην ελεύθερη αφήγησή της η αιτήτρια ανέφερε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για επανενωθεί με το σύζυγό της. Όσον αφορά τις συνέπειες επιστροφής της, η αιτήτρια δήλωσε πως δεν μπορεί να επιστρέψει χωρίς το σύζυγό της, ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα με τον πατέρα του καθώς και άλλα πρόσωπα, ως ανέφερε. Η αιτήτρια δεν έχει συλληφθεί ούτε κρατηθεί στη χώρα καταγωγής και οι αρχές εκεί θα της επιτρέψουν την είσοδό της στη χώρα.
Στο πλαίσιο διευκρινιστικών ερωτήσεων η αιτήτρια δήλωσε ότι «κατά κάποιον τρόπο» βρίσκεται και η ίδια σε κίνδυνο και κληθείσα να επεξηγήσει τη δήλωσή της ανέφερε ότι ο σύζυγός της διαφώνησε με άτομα που τον απειλούν και ανήκουν στην αίρεση (“cult”) που συμμετεχει ο πατέρας του, πρόκειται να τον θυσιάσουν. Επίσης, όταν η αιτήτρια κλήθηκε να δώσει λεπτομέρειες επί τούτου, δήλωσε πως η ίδια κατάγεται από άλλη πολιτεία, όπου «μιλούν διαφορετική γλώσσα και πράττουν εντελώς διαφορετικά πράγματα». Περαιτέρω, ερωτηθείσα εάν έχει δεχθεί απειλές από τα προαναφερθέντα πρόσωπα ανέφερε πως δεν ευρισκόταν εκεί αλλά μεταφέρθηκε στην πολιτεία Edo, όπου μετέβη τον Φεβρουάριο 2021, πριν από το γάμο της, για να επιβεβαιώσει όσα της είχε αναφέρει ο σύζυγος της, από όπου επέστρεψε αυθημερόν μετά από μία συνάντηση με τη μητέρα του συζύγου, όπου η τελευταία της επιβεβαίωσε ότι όλη η ιστορία με τον πατέρα του συζύγου της και το γεγονός ότι ο τελευταίος καταζητείται από την αίρεση είναι αλήθεια. Η αιτήτρια δεν γνωρίζει πότε απεβίωσε ο πατέρας του συζύγου της, επειδή, όπως δήλωσε, δεν θέλει να αναμιχθεί σε αυτό το συμβάν. Σχετικά με τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο σύζυγός της, η αιτήτρια κλήθηκε να παράσχει λεπτομέρειες και δήλωσε πως δεχόταν απειλές πριν ακόμα τελέσουν το γάμο τους από την εν λόγω αίρεση και έπειτα διέφυγε στο Ντουμπάι, αλλά θεωρεί πως εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής θα κινδυνέψει. Όσο η αιτήτρια ήταν μαζί του ως σύζυγος έγινε μάρτυρας απειλητικών κλήσεων.
Στη συνέχεια η αιτήτρια δήλωσε ότι δεν έχει αντιμετωπίσει κίνδυνο εξαιτίας της εν λόγω αίρεσης διότι διέμενε μακριά, ενώ δήλωσε ρητά πως στην Abuja είναι ασφαλής και πως δεν αντιμετώπισε ποτέ κανένα κίνδυνο η ίδια. Επίσης, πρόσθεσε πως, ως παντρεμένη, οφείλει να ακολουθεί το σύζυγός της και ως εκ τούτου εάν επιστρέψει θα κινδυνέψει για αυτό το λόγο από «την οικογένεια της και την κοινωνία γενικότερα». Όσον αφορά το αν προσπάθησαν με τον σύζυγο της να εγκατασταθούν αλλού για να είναι πιο ασφαλείς η ίδια δήλωσε ότι δεν το έπραξε επειδή οι απειλές ήταν τόσες πολλές ώστε θα ήταν δυνατόν να τον εντοπίσουν οπουδήποτε.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα της αιτήτριας τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς.
1. Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος διαμονής της αιτήτριας
2. Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για να επανενωθεί με το σύζυγό της
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν αμφότερους τους ως άνω ισχυρισμούς της αιτήτριας.
Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, ως αναφέρεται στο ερ.56, κρίθηκε ότι γίνεται αποδεκτό ότι η αιτήτρια ακολούθησε στη Δημοκρατία τον σύζυγο της, παρότι η ίδια δεν φαίνεται να αντιμετώπιζε κάποιο κίνδυνο στη χώρα καταγωγής..
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, και επί τη βάσει του ισχυρισμού που έχει γίνει αποδεκτός, ήτοι ότι πρόκειται για γυναίκα 35 ετών, υγιή, έγγαμη, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση της και ξεκίνησε να φοιτά σε ανώτατο ίδρυμα, με οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο και εργασιακή εμπειρία ως κατασκευάστρια ενδυμάτων και περούκων, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της (πολιτεία Federal Capital Territory - FCT, Abuja), η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη, καθώς κρίθηκε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να εκτεθεί η αιτήτρια σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή της.
Στα πλαίσια των αγορεύσεων της η αιτήτρια αναφέρει ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο ότι ο λειτουργός που διενήργησε τη συνέντευξη κατείχε τα απαραίτητα προσόντα και ότι η αγγλική γλώσσα, στην οποία έγινε η συνέντευξη, εξασφάλιζε επαρκή επικοινωνία με την αιτήτρια. Αυτό, ως αναφέρει παραπέμποντας και στην απόφαση του ΔΔΔΠ στην προσφυγή αρ.4188/21 και 1061/22, θα πρέπει να θεωρηθεί ως παράβαση ουσιώδους τύπου και καθιστά ακυρωτέα την προσβαλλόμενη πράξη, αφού η αιτήτρια στερήθηκε κατ’ ουσία του δικαιώματος της σε ακρόαση. Περαιτέρω, ως ισχυρίζεται, δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών της και δεν έγιναν επαρκείς ερωτήσεις και έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ), πράγμα που, ως εισηγείται, οδήγησε σε λήψη της απόφασης υπό καθεστώς πλάνης, χωρίς να αποδοθεί ως έπρεπε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, χωρίς να αξιολογηθούν οι προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, χωρίς να αιτιολογείται η επίδικη απόφαση και - τέλος - ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί της περί διώξεως και κινδύνου από την αίρεση (cult) που διώκει τον σύζυγο της είναι αναξιόπιστοι.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή έχει δεόντως δικογραφηθεί και ουδείς αναπτύσσεται επαρκώς και δια τούτο θα πρέπει να απορριφθούν άπαντες ως ανεπίδεκτοι δικαστικής κρίσης, στη βάση σχετικής νομολογίας. Περαιτέρω, κάνοντας πλούσιες αναφορές στους ισχυρισμούς της αιτήτριας ως καταγράφηκαν στην επίδικη διαδικασία, την οικεία νομοθεσία και νομολογία, αναφέρουν ότι τα ευρήματα τους επί της αναξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού της αιτήτριας είναι εύλογα, ορθά και απολύτως αιτιολογημένα. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς περί της μετάφρασης και την αντίληψη της αιτήτριας ότι αυτή κατανοεί την αγγλική, ότι κατανοούσε τον λειτουργό κατά τη διάρκεια της συνέντευξης και, ως βεβαιώνει και η ίδια στο πρακτικό της συνέντευξης, όπου βεβαιώνει ότι τα όσα ανέφερε στη συνέντευξη είχαν καταγραφεί ακριβώς και πλήρως στο σχετικό πρακτικό. Τέλος, κάνοντας αναφορά στο προφίλ της αιτήτριας και την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής της ως ερευνήθηκε και στα πλαίσια της επίδικης έκθεσης, αναφέρουν ότι δεν συντρέχουν λόγοι να πιστεύεται ότι η αιτήτρια κατά την επιστροφή της διατρέχει κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης.
Προέχει βεβαίως η ενασχόληση με τους ισχυρισμούς που αφορούν την μετάφραση κατά τη συνέντευξη και την ισχυριζόμενη μη ακρόαση της αιτήτριας.
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς περί μη κατάλληλης κατάρτισης στην αγγλική γλώσσα του λειτουργού που διενέργησε τη συνέντευξη, είναι κατάληξη μου ότι, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο κανονικότητας παραμένει ακλόνητο, θα πρέπει να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].
Σχετικά με όσα αναφέρονται σχετικά με την ποιότητα επικοινωνίας στη συνέντευξη, στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ.1694/11, Noel De Silva v. Δημοκρατίας, ημ.07/02/14, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προβλήθηκε ισχυρισμός από τον αιτητή ότι ο διερμηνέας, τον οποίο οι καθ'ων η αίτηση επέλεξαν, δεν γνώριζε τη μητρική του γλώσσα ή δεν μετέφραζε ορθώς τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τη συνέντευξη.
Ούτε στο φάκελο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δημιουργεί αμφιβολίες για την ικανότητα ή ακεραιότητα του μεταφραστή, τις ικανότητες του οποίου ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».
Στο αρ.17 (9) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) αναφέρεται ότι κατά τη συνέντευξη επιλέγεται «διερμηνέα[ς] ικανό[ς] να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη» και πως «η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια». Στο αρ.18 (1) γίνεται αναφορά περί «αναγκαίου διερμηνέα».
Από μια απλή ανάγνωση των ως άνω προνοιών της νομοθεσίας καθίσταται σαφές ότι ο νομοθέτης, σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές οδηγίες, των οποίων τα ως άνω άρθρα αποτελούν την μεταφορά τους στην εθνική νομοθεσία, θέλει να διασφαλίσει την ύπαρξη δέουσας επικοινωνίας της αιτήτριας με τον διεξάγοντα την συνέντευξη λειτουργό. Εδώ η αιτήτρια είχε δηλώσει την αγγλική ως γλώσσα την οποίαν κατανοεί (ερ.3), προτού δε αρχίσει η συνέντευξη της επισημάνθηκε ότι μπορεί να ζητήσει διευκρινήσεις σε κάθε στάδιο της διαδικασίας αν δυσκολεύεται να κατανοήσει τα διαμειφθέντα ή αντιμετωπίζει δυσκολία επικοινωνίας με τον λειτουργό και απάντησε καταφατικά (ερ.38) και σε κανένα σημείο δεν εξέφρασε αδυναμία αντίληψης των διαμειφθέντων. Μάλιστα επιβεβαίωσε ότι καταγράφηκαν δεόντως στο πρακτικό όλα τα διαμειφθέντα (ερ.34). Ουδεμία λοιπόν αμφιβολία γεννάται ή πλανάται για την ποιότητα επικοινωνίας κατά τη συνέντευξη ή την κατάρτιση και ικανότητα του διενεργούντος λειτουργού.
Δεδομένου ότι όλοι οι υπόλοιποι ισχυρισμοί της αιτήτριας συμπλέκονται με την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης προχωρώ με επί της ουσίας εξέταση της παρούσης.
Σημειώνω ότι, παρότι συμφωνώ με τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση, διαπιστώνω ότι στα πλαίσια της επίδικης αίτησης δεν έγινε ορθή κατάταξη των ουσιωδών ισχυρισμών της αιτήτριας, σύμφωνα με τα λεγόμενα της. Τούτο γιατί παρόλο που η αιτήτρια αναφέρθηκε σε κίνδυνο κατά του συζύγου της από αίρεση, ο οποίος αγγίζει και την ίδια, ως αυτή ισχυρίστηκε, αυτό δεν κατηγοριοποιήθηκε - ως έπρεπε - σε διακριτό ουσιώδη ισχυρισμό και ουδόλως εξετάστηκε ως τέτοιο, παρά μόνον, στα πλαίσια εξέτασης του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, αναφέρεται ακροθιγώς ότι δεν αντιμετωπίζει κάποιο κίνδυνο η ίδια.
Δεδομένης της, με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος και αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) εξουσίας του Δικαστηρίου να προβαίνει «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας», θα σημειώσω τα ακόλουθα σε σχέση με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας περί κινδύνου του συζύγου της από αίρεση που αφορά και την ίδια.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».
Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:
«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ως προκύπτει αβίαστα από μια ανάγνωση του πρακτικού της επίδικης συνέντευξης, από το σύνολο του αφηγήματος της αιτήτριας επί του κινδύνου που αντιμετωπίζει ο σύζυγος της (και η ίδια) ελλείπουν σε όλη του την έκταση λεπτομέρειες και απουσιάζει κάθε ψήγμα ευλογοφάνειας και συνοχής. Οι δε απαντήσεις που έδωσε επί όλου του αφηγήματος της παρουσιάζουν εξόφθαλμα και σημαντικά κενά, ελλείψεις και αοριστίες, που πλήττουν αναπόφευκτα την εσωτερική συνοχή των δηλώσεων της. Σημειώνω επιγραμματικά ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αναφέρει την παραμικρή συγκεκριμένη πράξη που κατ’ ισχυρισμό υπέστη ο σύζυγος ή η ίδια, δεν ανέφερε ποια είναι η ομάδα αυτή που κατ’ ισχυρισμό τον διώκει, πότε άρχισε αυτό, που και με ποιο τρόπο εμπλέκεται η οικογένεια του συζύγου της. Περαιτέρω, εξίσου αντιφατική και εντελώς ασυνάρτητη υπήρξε στην ερώτηση να παρέχει περισσότερες πληροφορίες για την αίρεση που κατ’ ισχυρισμό διώκει τον σύζυγο της (ερ.36 - 6Χ), όπου ανέφερε ότι η άιρεση είναι από άλλη πολιτεία, με διαφορετική γλώσσα, χωρίς εντούτοις να εξηγεί πως δρουν στην Abuja, όπου - ως ανέφερε - διέμεναν αυτή και ο σύζυγος της.
Συνεπεία των ανωτέρω, ενόψει εδώ της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων δεν θεωρώ ότι ήταν απαραίτητη η αναζήτηση πληροφορίων (ΠΧΚ) αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία. Ορθώς λοιπόν και απολύτως δικαιολογημένα θεωρώ ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε τέτοια έρευνα. Σχετικά με τούτο, στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.132, αναφέρεται ότι η αναζήτηση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) «ενδέχεται να μην είναι απαραίτητ[η] σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής ή μη ικανοποιητικής επεξήγησης αποκλίσεων ή παραλλαγών σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης ή, ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής ως απαράδεκτης.».
Εν προκειμένω, με δεδομένο ότι στα πλαίσια της παρούσης εκπροσωπείται δεόντως από δικηγόρο, αν ήθελε η αιτήτρια να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία και/ή στοιχεία προς διευκρίνηση των όποιων κενών, ασαφειών ή ελλείψεων διαπιστώθηκαν, για τα οποία είναι δεόντως ενήμερη, θα μπορούσε βεβαίως να το πράξει. Εντούτοις ουδέν έπραξε. Στην απουσία λοιπόν περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις, ως ανωτέρω λεπτομερώς καταγράφονται, είναι κατάληξη μου ότι τα κενά παραμένουν και συνεπώς ουδείς εκ των ισχυρισμών της αιτήτριας μπορεί να γίνει αποδεκτός, καθότι οι σημαντικές ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους.
Ενόψει της ως άνω κατάληξης μου απομένει μια αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας (Federal Capital Territory).
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, για το διάστημα από 10/02/24 μέχρι 07/02/25 καταγράφηκαν 255 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 103 πολιτών. Πιο αναλυτικά, 29 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 24 θύματα), 63 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 53 θύματα), 1 ως εκρήξεις ή εξ αποστάσεως ασκηθείσα βία (με 2 θύματα), 123 διαδηλώσεις (με 1 θύμα) και 39 αναταραχές (με 23 θύματα). Ειδικότερα στη πόλη Abuja καταγράφηκαν 91 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος ενός πολίτη. Πιο αναλυτικά 9 εξ αυτών καταγράφηκαν ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 1 θύμα), 78 ως διαδηλώσεις (χωρίς θύματα) και 4 ως αναταραχές μάχες (χωρίς θύματα)[1]. Ο πληθυσμός του Federal Capital Territory είναι περί τα 3 εκατομμύρια και της Abuja περί τα 1,7 εκατομμύρια κατοίκων [2].
Δεν παραγνωρίζω ότι στα περιστατικά ασφαλείας περιλαμβάνονται επιθέσεις σε άμαχο πληθυσμό και αδιακρίτως ασκούμενη βία, όμως δεν φτάνει σε επίπεδο που να συνηγορεί υπέρ της ύπαρξης «σοβαρής και προσωπικής απειλής» κατά της αιτήτριας εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην υπό κρίση περιοχή, δεδομένου του ότι, εφόσον το αφήγημα της περί κινδύνου από αίρεση δεν γίνεται αποδεκτό, δεν εντοπίζω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς γι’ αυτή, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [3] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN). Άλλωστε, ως στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».
Σημειώνεται ότι η αιτήτρια, σε κάθε περίπτωση, είναι υγιής, ενήλικη, περί των 27 ετών, διατηρεί οικογενειακό δίκτυο (γονείς και αδελφή) στην γενέτειρα της (Anambra State), με τους οποίους διατηρεί επαφή, έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και έχει εργασιακή εμπειρία.
Έπεται λοιπόν ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης [της αιτήτριας] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου αντίστοιχα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρότι η συνήγορος της ανέφερε στο Δικαστήριο, προκειμένου να αιτιολογήσει την απουσία της αιτήτριας κατά τις διευκρινήσεις της παρούσας, ότι αυτή νοσηλευόταν κατόπιν επιπλοκών στην εγκυμοσύνη της, ουδέν περαιτέρω λέχθηκε ή τέθηκε ενώπιον μου επί τούτου και ούτε προωθήθηκε ισχυρισμός σ’ αυτή τη βάση και συνεπώς ουδέν περαιτέρω μπορεί να εξεταστεί σε συνάρτηση μ’ αυτό.
Καταληκτικά αναφέρω ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στην Κ.Δ.Π. 191/2024, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6).
Η προσφυγή απορρίπτεται.
Δεδομένων των πλημμελειών που εντοπίστηκαν στην επίδικη έκθεση, ως αυτές ανωτέρω καταγράφονται, οι οποίες, παρότι δεν είναι ικανές - δεδομένου του εξ υπαρχής ελέγχου που διενεργήθηκε στα πλαίσια της παρούσης - να ανατρέψουν το τελικό αποτέλεσμα ότι εν προκειμένω δεν υφίσταται ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας, καταδεικνύουν πλημμελή έρευνα και αιτιολόγηση, δεν επιδικάζονται έξοδα.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1]ACLED, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 10/02/24 έως 07/02/25,
ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles/Violence against civilians/Explosions-Remote violence/Riots/Protests;
ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – Nigeria-Federal Capital Territory; Abuja;
διαθέσιμο στο: https://acleddata.com/explorer/
[2] Africa-Nigeria-Federal Capital Territory; Abuja; διαθέσιμο στο: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/
[3] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο