
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 4118/23
20 Φεβρουαρίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
G.G.A.
Αιτήτριας
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή της
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
..................................................
Η αιτήτρια παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου
Δημήτριος Παυλίδης, Δικηγόρος για την αιτήτρια
Αντιγόνη Παπαδοπούλου για Μαρία Καρπούζη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 28/09/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Η αιτήτρια είναι υπήκοος της Νιγηρίας και στις 16/05/2022 συμπλήρωσε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Αυθημερόν η αιτήτρια παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.
Στις 21/09/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 28/09/2023, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Στις 28/09/2023, αρμόδιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για την αίτηση της αιτήτριας και αποφάσισε την απόρριψή της. Στις 12/10/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα της αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε από την ίδια αυθημερόν. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Στα πλαίσια της Γραπτής Αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου της, η αιτήτρια αμφισβητεί το χαρακτηρισμό της χώρας καταγωγής της ως ασφαλούς χώρας καταγωγής, παραπέμποντας σε σχετικές εκθέσεις, λόγω των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είναι εκτεταμένες όπως ισχυρίζεται και εισηγείται πως δεν πρέπει να επιτραπεί η απέλασή της στη Νιγηρία καθότι θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χωρίς ωστόσο να επεξηγεί πως θα επέλθει η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση. Η αιτήτρια ισχυρίζεται πρόσθετα ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί εξατομικευμένη αξιολόγηση. Επιπλέον, είναι η θέση της πως η επίδικη απόφαση ελήφθη χωρίς τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, υπό πλάνη περί τα πράγματα και χωρίς επαρκή αιτιολογία. Παραπέμπει προς υποστήριξη αυτού σε πηγές πληροφόρησης οι οποίες κατά τη θέση της καταδεικνύουν ότι στη Νιγηρία επικρατούν ένοπλες συρράξεις.
Από την πλευρά τους οι καθ΄ ων η αίτηση επισημαίνουν ότι παρατηρείται έλλειψη εξειδίκευσης και/ή τεκμηρίωσης των λόγων ακυρώσεως που προωθεί η αιτήτρια, υποβάλλοντας ότι για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο. Πέραν τούτου, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και αναφέρει ότι λήφθηκε ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στο αρμόδιο όργανο και ότι είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Τέλος, επισημαίνουν ότι η Νιγηρία ανήκει στον κατάλογο των χωρών που έχουν χαρακτηριστεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας δυνάμει της Κ.Δ.Π. 166/2023 που ίσχυε κατά την έκδοση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Mε την απαντητική του αγόρευση, ο συνήγορος της αιτήτριας επαναλαμβάνει τα όσα ανέφερε στην γραπτή του αγόρευση.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω τον δεύτερο προβαλλόμενο ισχυρισμό της αιτήτριας περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά της για χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Στην αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια στην Υπηρεσία Ασύλου κατέγραψε ότι μεγάλωσε στην πόλη Jos. Το 2008 ισχυρίστηκε ότι Μουσουλμάνοι βομβάρδισαν την οικία της, σκοτώνοντας τον πατέρα και τα αδέρφια της με συνέπεια να μετακομίσει στο Lagos όπου διέμενε με τον θείο της. Ακολούθως εγκατέλειψε τον θείο της επειδή ο τελευταίος ασχολείτο με διάφορες τελετουργίες και επέστρεψε στην πόλη Jos όπου εργαζόταν ως καθαρίστρια για να επιβιώσει. Με την βοήθεια ενός ιερέα, διευθέτησε φοιτητική άδεια εισόδου για τα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας. Όταν μετέβη εκεί, ανέφερε ότι σπούδαζε και εργαζόταν παράλληλα, αλλά λόγω δυσκολιών στην επιβίωσή της και καθότι ο ιερέας που την βοηθούσε απεβίωσε, αποφάσισε να έρθει στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και να αναζητήσει βοήθεια.
Κατά το στάδιο της συνέντευξής της, η αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Jos της πολιτείας Plateau, την οποία σε σχετική ερώτηση δήλωσε ότι θεωρεί και τόπο συνήθους διαμονής της. Όπως ανέφερε, οι γονείς της απεβίωσαν το 2008 και δήλωσε πως δεν έχει αδέρφια. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως ο πατέρας της σκοτώθηκε στην κρίση του 2008 και η μητέρα της απεβίωσε λόγω ασθένειας. Μετά τον θάνατο των γονέων της, δήλωσε πως διέμενε με την γιαγιά της μέχρι το 2017 και ακολούθως με φίλους της. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο, η αιτήτρια ανέφερε ότι ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 2015 και φοίτησε για ένα χρόνο στο τμήμα διοίκησης επιχειρήσεων πανεπιστημίου των κατεχόμενων περιοχών. Ως προς την εργασιακή της εμπειρία, ανέφερε ότι εργαζόταν σε κομμωτήριο. Διέκοψε τις σπουδές της επειδή δεν μπορούσε να καταβάλει τα δίδακτρα και συνεπεία αυτού προέβη στην υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας.
Κατά την ελεύθερη αφήγησή της σε σχέση με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια ανέφερε ότι βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία για να σπουδάσει, να εργαστεί και να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον. Το άτομο ωστόσο το οποίο την στήριζε οικονομικά απεβίωσε το 2021 και ως εκ τούτου προέβη στην υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας. Πρόσθεσε πως δεν έχει κανένα στη χώρα της και λόγω της οικονομικής και θρησκευτικής κρίσης στην περιοχή της δεν θα είναι ασφαλής και δεν θα μπορέσει να εξεύρει εργασία. Ερωτηθείσα σχετικά με τους ισχυρισμούς της αίτησής της, η αιτήτρια διευκρίνισε ότι το 2008 σκοτώθηκαν τα ξαδέρφια και όχι τα αδέρφια της. Σχετικά με τις συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της, η αιτήτρια δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει λόγω της οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα της και επειδή θα είναι μόνη της. Σε σχετική ερώτηση, η αιτήτρια δήλωσε ότι προσπάθησε να ανοίξει στη Νιγηρία δική της επιχείρηση (κομμωτήριο) αλλά δεν ήταν εύκολο.
Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγησή του σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο πρώτος για τα προσωπικά στοιχεία και το προφίλ της αιτήτριας και ο δεύτερος για τους οικονομικούς λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, οι οποίοι έγιναν και οι δύο αποδεκτοί, καθότι έκρινε ότι πληρείται τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των προβληθέντων ισχυρισμών. Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ισχυρισμούς και το προσωπικό προφίλ της αιτήτριας έκρινε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση που η αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε πως παρά την γενική αξιοπιστία της αιτήτριας κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, οι λόγοι που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της είναι οικονομικής φύσεως, λόγοι οι οποίοι δεν θεμελιώνουν φόβο δίωξης και έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο της αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της για έναν από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα έρευνας για την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, κατέληξε πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας στην αιτήτρια. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, η αιτήτρια δεν πρόβαλε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα, το μόνο που επικαλέστηκε είναι η επιθυμία της να εργαστεί και να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον, στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου διαπιστώνω ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, τέθηκε στην αιτήτρια επαρκής αριθμός ερωτήσεων και της δόθηκε η ευκαιρία να προβάλει τους ισχυρισμούς της, να αναπτύξει και να τεκμηριώσει το αίτημά της. Τα όσα η αιτήτρια ανέφερε αξιολογήθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου και ορθά διαπιστώθηκε ότι δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.
Σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες: «62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»
Στην πιο πάνω παράγραφο το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες προβαίνει σε ένα διαχωρισμό μεταξύ μεταναστών και προσφύγων. Κάποιες φορές ο διαχωρισμός αυτός μπορεί να είναι ασαφής όπως διαπιστώνεται στην παράγραφο 63 του ίδιου Εγχειριδίου. Η υπό εξέταση περίπτωση δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία ως προς την ιδιότητα της αιτήτριας, εφόσον όπως και η ίδια αναφέρει, αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής της με σκοπό να σπουδάσει και να εργαστεί.
Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα (βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16/7/2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10/2/2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21/12/2011).
Οι εκπαιδευτικοί και οικονομικοί φύσεως λόγοι που ώθησαν την αιτήτρια να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της και να αιτηθεί διεθνούς προστασίας, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν. 6 (Ι)/2000, ενώ δεν επικαλέστηκε εναντίον της δίωξη από οποιονδήποτε φορέα που την εμποδίζει να διαμείνει, να σπουδάσει ή να εργαστεί στη χώρα καταγωγής της. Με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία, οι οικονομικές δυσκολίες της αιτήτριας δεν σχετίζονται με κανένα οικονομικό μέτρο που επηρέασε τα προς το ζην της λόγω φυλετικών, θρησκευτικών ή πολιτικών σκοπών ή δράσεων που στρέφονται κατά μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, αλλά σχετίζονται με τη γενική κατάσταση της χώρας της. Σημειώνεται επίσης ότι σε σχετική ερώτηση, η αιτήτρια δήλωσε πως δεν εγκατέλειψε τη χώρα της με σκοπό να αναζητήσει προστασία και ότι προέβη στην ενέργεια αυτή μόνο όταν δεν ήταν σε θέση να καταβάλει τα δίδακτρα των σπουδών της. Η αιτήτρια ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, δεν προέβαλε ισχυρισμούς που θα την ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου, διαφαίνεται πως ορθά αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, καθώς δεν προέκυψε καμία ένδειξη πραγματικής, υφιστάμενης και έμπρακτης απειλής της αιτήτριας από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη, στη χώρα καταγωγής της.
Πρόσθετα, από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω ότι ορθά διαπιστώθηκε από το δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στην αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19 (1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619).
Ο αρμόδιος λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί ότι τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της επρόκειτο για την πολιτεία Plateau της Νιγηρίας, διεξήγαγε έρευνα για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω πολιτεία, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Ωστόσο υπό το φως των ανωτέρω και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, για σκοπούς πληρότητας θα διεξάγω περαιτέρω έρευνα σχετικά με την γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της αιτήτριας και στην πολιτεία Plateau όπου βρίσκεται η πόλη Jos, τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής της.
Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 10/02/2024 – 07/02/2025 καταγράφηκαν στην πολιτεία Plateau (στην οποία ανήκει η πόλη Jos), τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της αιτήτριας, 133 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 260 ανθρώπινες ζωές. Τα 133 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 11 ταραχές (riots), οι οποίες είχαν ως συνέπεια 4 απώλειες ανθρώπινων ζωών, 17 διαμαρτυρίες (protests), 67 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 170 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, και 38 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 86 ανθρώπινες απώλειες. Ειδικότερα στην πόλη Jos, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της αιτήτριας, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της ACLED κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, καταγράφηκαν συνολικά 34 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 11 ανθρώπινες ζωές. [1] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Plateau σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2022 ανερχόταν στα 4,717,300.[2]
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της πολιτείας Plateau, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στις προαναφερόμενες πολιτείες και δη στην περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής της, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, παρατηρώ ότι αυτή είναι γυναίκα νεαρής ηλικίας, υγιής, χωρίς εξαρτώμενα, με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο, πλήρως ικανή προς εργασία και χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αιτήτρια παρά τις δηλώσεις της ότι δεν έχει υποστηρικτικό δίκτυο στη Νιγηρία και ότι θεωρεί πως θα αντιμετωπίσει δυσκολίες εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, με βάση τα αποδεκτά στοιχεία του προφίλ της διαφαίνεται πως έχει τις προϋποθέσεις που τις επιτρέπουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Η αιτήτρια με βάση τα όσα δήλωσε στη συνέντευξή της, διέμενε από το 2017 μαζί με φιλικό της πρόσωπο και εργαζόταν από το 2015 έως το 2020 σε κομμωτήριο, εργασία η οποία της εξασφάλιζε τα προς το ζην. Ως εκ τούτου δεν εντοπίζεται κάποιο χαρακτηριστικό επίτασης κινδύνου στην περίπτωση της αιτήτριας. Η αιτήτρια δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.
Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια, δεν είχαν υποχρέωση να προβούν σε οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του συνηγόρου της αιτήτριας ότι αυτή προέβαλε ισχυρισμούς περί σοβαρού κινδύνου που διατρέχει η ζωή της, οι οποίοι δεν λήφθηκαν υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση, με βάση τα όσα αναλύθηκαν ανωτέρω, ο ισχυρισμός αυτός είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου σε σχέση τόσο με το καθεστώς πρόσφυγα, όσο και με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, απορρίπτεται στο σύνολό του.
Η αιτήτρια με τον πρώτον λόγο ακυρώσεως στα πλαίσια της γραπτής της αγόρευσης ισχυρίζεται πως λόγω των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συμβαίνουν στη χώρα της, η επιστροφή της στη Νιγηρία θα συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, χωρίς ωστόσο να επεξηγεί πως θα επέλθει η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση. Ο συνήγορος της αιτήτριας στην Γραπτή του Αγόρευση προβαίνει σε αναφορές από πηγές πληροφόρησης οι οποίες όπως ισχυρίζεται αποδεικνύουν ότι η Νιγηρία δεν είναι ασφαλές κράτος και δεν θα έπρεπε να επιτραπεί η απέλαση της.
Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο συνήγορος της αιτήτριας παραθέτει πηγές πληροφόρησης από τις οποίες αναφέρεται η γενική κατάσταση που επικρατεί στη Νιγηρία. Οι πηγές πληροφόρησης δεν αφορούν συγκεκριμένα τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της αιτήτριας, ούτε παρατίθενται για να στοιχειοθετήσουν οποιοδήποτε φόβο δίωξής της. Επιπρόσθετα, οι πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας δεν παρατίθενται με τον ορθό τρόπο, εφόσον όφειλε σύμφωνα με τον Κανονισμό 10 (β) του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικού Κανονισμού, να καταγράφεται η πηγή τους, να επεξηγείται η συνάφεια της πηγής πληροφόρησης με το επίδικο ζήτημα που προωθείται και να παραπέμπει σε σχετικό απόσπασμα. Παρόλα αυτά ως Δικαστήριο ουσίας λαμβάνω υπόψη μου πηγές πληροφόρησης κατά την εκτίμηση της κατ’ουσίαν εξέτασης του αιτήματος της αιτήτριας, όπως και τις πηγές πληροφόρησης τις οποίες αναφέρει στην Γραπτή της Αγόρευσης οι οποίες όπως έχω αναφέρει ανωτέρω είναι γενικές και αόριστες και δεν αποδεικνύουν οποιοδήποτε κίνδυνο για την αιτήτρια συγκεκριμένα, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν θα μπορούσαν να διαμορφώσουν τις συνθήκες που απαιτούνται για να χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Ούτως ή άλλως η χώρα καταγωγής της αιτήτριας έχει καθοριστεί από τον Υπουργό Εσωτερικών ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας δυνάμει της ΚΔΠ 166/23 που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά και της ΚΔΠ 191/24 που ισχύει σήμερα, σύμφωνα με την οποία στη χώρα καταγωγής της γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ως Δικαστήριο ουσίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 146 (4) (δ) του Συντάγματος και από το άρθρο 11 (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου 73 (Ι)/2018, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά εξετάζει και την ορθότητα της απόφασης.
Συνεπώς, το Δικαστήριο δύναται να αποφασίζει κατ' ουσίαν για το αίτημα της αιτήτριας στα πλαίσια οποιωνδήποτε ισχυρισμών τεθούν ενώπιον του. Από την αιτιολογική σκέψη 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και από το άρθρο 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, προκύπτει η αναγκαιότητα της ύπαρξης δυνατότητας αμφισβήτησης του χαρακτηρισμού μιας χώρας ως ασφαλούς στο Δικαστήριο, πράγμα που δεν συνέβη στην υπό εξέταση περίπτωση. Η αιτήτρια στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας είχε τη δυνατότητα να ανατρέψει το τεκμήριο της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, πράγμα που δεν επεδίωξε και οι γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί του συνηγόρου της περί του ότι θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της δεν θα μπορούσαν, να δικαιολογήσουν τις προϋποθέσεις για την αναγνώρισή της ως πρόσφυγας ή για να της χορηγηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Λαμβάνοντας υπόψη και την ανάλυση που προηγήθηκε, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός αναπόφευκτα απορρίπτεται στο σύνολό του.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίζεται επιπλέον με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση είναι προϊόν νομικής και/ή πραγματικής πλάνης, καθότι η έκθεση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά γεγονότα. Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ων η αίτηση αντιτείνει πως όλα τα στοιχεία που αφορούν το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκαν από το αρμόδιο όργανο χωρίς να εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη στο συλλογισμό του και υποστηρίζει πως ο προβαλλόμενο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί.
Καταρχάς, θα πρέπει να αναφερθεί πως το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για την ύπαρξη πλάνης το έχει η αιτήτρια (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267). Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείται επαρκώς από την αιτήτρια και είναι γενικόλογος. Από τους ισχυρισμούς του συνηγόρου της αιτήτριας, δεν στοιχειοθετείται οποιουδήποτε είδους πλάνη, τόσο ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, όσο και ως προς τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Υπηρεσία Ασύλου με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, αλλά ούτε και ως προς τα γεγονότα που έλαβε η Υπηρεσία Ασύλου υπόψη της.
Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011, σελίδες 136, 137, παράγραφοι 510 και 511). Η αιτήτρια δεν παραπέμπει σε γεγονότα τα οποία οι καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη με αποτέλεσμα να αποφασίσουν κατά πλάνη περί τα πράγματα. Στη βάση των ανωτέρω, είναι προφανές πως δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί πραγματικής πλάνης ή/και οποιασδήποτε άλλης ουσιώδους πλάνης και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Αναφορικά με τον τέταρτο ισχυρισμό του συνηγόρου της αιτήτριας, περί αναιτιολόγητης απόφασης των καθ’ ων η αίτηση επισημαίνονται τα ακόλουθα: Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τον Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο πού βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).
Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).
Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιόν μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.
Επαναλαμβάνεται πως ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω η αιτήτρια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο της ασφαλούς χώρας καταγωγής.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα αιτιολόγηση εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας. Τέλος, από τον κατ’ ουσίαν έλεγχο που διεξήγαγα, ως αυτός αναλύεται ανωτέρω δεν διαφαίνεται πως η αιτήτρια θα διατρέξει οποιονδήποτε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project
https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past year of ACLED data, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN: Enugu, LOCATION: Jos)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο