
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.4697/23
14 Φεβρουαρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ε. O. O.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κκ Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτητή
Κα Μ. Τρεμούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.17/11/23, η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, και απόφαση του Δικαστηρίου δια της οποίας να αναγνωρίζεται ο αιτητής ως πρόσφυγας ή, διαζευκτικά, να αναγνωρίζεται ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας ή με την οποία να αναγνωρίζεται ότι η απόφαση επιστροφής που εκδόθηκε αντίκεται στα αρ.2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής ΕΣΔΑ).
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 31/10/22 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 29/11/22 (ερ.1-3, 39).
Στις 30/08/23 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.26-39). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 11/10/23 απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.52-61).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός 17/11/23 στη μητρική του γλώσσα (ερ.63, 3).
Επί της επίδικης αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής του λόγω οικογενειακής διαμάχης για το ποιος θα διαδεχθεί τον πατέρα του ως βασιλιά (της οικογένειας) μετά τον θάνατό του τελευταίου.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο αιτητής ανέφερε πως γεννήθηκε στην πόλη Ogbaru, στην πολιτεία Anambra, όπου και έζησε (πλην ορισμένων μηνών στο Ντουμπάι και την πολιτεία Delta), η μητέρα του απεβίωσε όσο ο ίδιος ήταν 8 ετών από δηλητηρίαση από άγνωστο δράστη, ο πατέρας του ζει μαζί με έναν αδερφό του στην ίδια πόλη και οι άλλοι δύο αδελφοί του σε άλλα μέρη στη Νιγηρία. Ο αιτητής διατηρεί επικοινωνία με την οικογένειά του.
Ως προς του λόγους για τους οποίους έφυγε από τη χώρα καταγωγής ο αιτητής δήλωσε ότι φοβάται για την ζωή του από τον θείο λόγω των διαφορών που έχει με τον πατέρα του για την διαδοχή του ως αρχηγός της οικογένειας (Onowu). Ειδικότερα, μετά από πολλές ερωτήσεις που του τέθηκαν ο αιτητής ανέφερε ότι μετά τον θάνατο του θείου του, ο οποίος κατείχε τη θέση του αρχηγού στην οικογένεια, ο αμέσως μεγαλύτερος ήταν ο πατέρας του και έπρεπε να αναλάβει τον ρόλο του αρχηγού, αλλά ο άλλος θείος του δεν το επέτρεπε και απειλούσε να σκοτώσει τον πατέρα του και την οικογένειά του. Ο αιτητής σε διάφορες απαντήσεις του αναφέρθηκε σε αυτές τις οικογενειακές διαφορές ως ‘’dragging for the kingship’’. Ερωτηθείς πότε ξεκίνησαν οι διαφορές απάντησε το 27/01/22. Ερωτηθείς πως ο ίδιος εμπλέκεται και πως επηρεάζεται απ’ αυτό ο αιτητής απάντησε ότι η θεία του του κάλυψε τα έξοδα του ταξιδιού προκειμένου να δουλέψει και να μπορέσει να φέρει τον πατέρα του και τα αδέρφια του. Ερωτώμενος για τα κριτήρια βάση των οποίων επιλέγεται ο «βασιλιάς» ο αιτητής δήλωσε άγνοια, ως και εν γένει για τις παραδόσεις της οικογένειας του πατέρα του, οι οποίοι - ως ανέφερε - ζουν στην πολιτεία Imo και όχι στον τόπο διαμονής του αιτητή. Ερωτηθείς πότε έλαβε χώρα η τελευταία σύγκρουση, ο αιτητής απάντησε ότι τον Ιούνιο του 2023 έγινε ένα μικρός καυγάς. Τέλος, ερωτηθείς αν θα μπορούσε να επιστρέψει και να ζήσει με ασφάλεια σε άλλη πόλη, αποκρίθηκε αρνητικά γιατί - ως ανέφερε - φοβάται ότι θα τον σκοτώσει ο θείος του.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.
1. Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή
2. Ο αιτητής απειλήθηκε από τους θείους του από την πατρική πλευρά λόγω μιας διαμάχης σχετικά με την βασιλεία της οικογένειας
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο εκ των ως άνω ισχυρισμών, απέρριψαν όμως τον 2ο ισχυρισμό του αιτητή.
Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον 3ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής ενόψει της αοριστίας, ασάφειας, έλλειψης συνέπειας, ευλογοφάνειας αλλά και γενικότητας των δηλώσεων του. Αξιολογήθηκε σχετικά ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αποδώσει με συνεκτικό, συγκεκριμένο και λεπτομερή τρόπο τη φύση και το είδος της εν λόγω οικογενειακής διαφοράς, τους λόγους, τα αντίπαλα μέρη, πως ξεκίνησε, με ποιο τρόπο και πότε εκφράστηκαν απειλές εναντίον του ιδίου και του πατέρα του και για ποιο λόγο ο ίδιος απειλούνταν. Επί όλων των ως άνω σημείων, ως κρίθηκε, δόθηκαν ασαφείς, μη λεπτομερείς απαντήσεις, επαναλαμβάνοντας ότι οι θείοι του εναντιωνόταν στη διαδοχή του πατέρα του για τον ρόλο του αρχηγού, ενώ όταν ο αιτητής ρωτήθηκε τον λόγο, απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Όταν κλήθηκε να παράσχει περαιτέρω λεπτομέρειες για τις απειλές και πως αυτές εξελίχθηκαν ο αιτητής επανέλαβε ότι ο θείος του απειλούσε να σκοτώσει τον πατέρα του και τον ίδιο και τα αδέρφια του. Επιπλέον δεν ήταν σε θέση να παράσχει πληροφορίες για τις παραδόσεις και την ιεραρχία στην οικογένεια του. Τέλος, όταν ερωτήθηκε για την εμπλοκή του σε αυτή τη διαμάχη απάντησε ότι ο θείος απείλησε εκτός από τον πατέρα του να σκοτώσει και τον ίδιο και τα αδέρφια του και δήλωσε ότι δεν είχε κανένα ρόλο ο ίδιος στη διαμάχη. Κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, κατόπιν έρευνας σε διαθέσιμες πληροφορίες, δεν βρέθηκαν πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις του αιτητή και, δεδομένου ότι ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε από τον αιτητή, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου βάσει του ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, ήτοι το προφίλ και τόπο διαμονής του αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτός είναι νέος, υγιής ενήλικας, με 12ετή εκπαίδευση και με εκτεταμένο οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο, κρίθηκε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα αυτός να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής, παραθέτοντας και αξιολογώντας σχετικώς πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Anambra.
Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Στην προσφυγή ο αιτητής καταγράφει αρκετά νομικά σημεία, ορισμένα εκ των οποίων αναπτύσσονται στην αγόρευση που ακολούθησε.
Με ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη αγόρευση – με πλήθος αναφορών στην οικεία νομοθεσία και νομολογία - ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι δεν εξετάστηκαν δεόντως, στα πλαίσια της απαιτούμενης εξατομικευμένης εξέτασης - οι ισχυρισμοί που προέβαλε κατά τη συνέντευξη, δεν δόθηκε αρκετός χρόνος και δεν υποβλήθηκαν αρκετές ερωτήσεις στον αιτητή, πράγμα που οδήγησε σε λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης υπό πλάνη, η οποία – σε κάθε περίπτωση, ως αναφέρει - στερείται αιτιολογίας. Προς τεκμηρίωση του ότι ο αιτητής χρήζει διεθνούς προστασίας παρατίθενται αναφορές στους ισχυρισμούς του αιτητή και (γενικές) πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ), εκ των οποίων, ως ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η χώρα καταγωγής και η πολιτεία διαμονής του (Abia) δεν είναι ασφαλής.
Εκ των ως άνω, μετά από παράθεση του νομικού πλαισίου και νομολογίας σχετικά με τη διεθνή προστασία και αρ.3 της ΕΣΔΑ, ως ισχυρίζεται ο αιτητής, προκύπτει ότι θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτός χρήζει απόδοσης προσφυγικού καθεστώτος και πως, αν ήθελε αποφασισθεί ότι δεν συντρέχει λόγος προσφυγικού καθεστώτος, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι χρήζει συμπληρωματικής προστασίας ή προστασίας από την επαναπροώθηση, ένεκα της γενικής ανασφάλειας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής, στη βάση τόσο του 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ [19 (2) (γ) του Νόμου] όσο και αρ.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή έχει δεόντως δικογραφηθεί και ουδείς αναπτύσσεται επαρκώς και δια τούτο θα πρέπει να απορριφθούν άπαντες ως ανεπίδεκτοι δικαστικής κρίσης, στη βάση σχετικής νομολογίας. Σε κάθε περίπτωση, ως ανφέρουν, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, δόθηκε δεόντως ευκαιρία ακρόασης στον αιτητή κατά τη συνέντευξη και λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή, εδράζεται επί ορθών ευρημάτων σε σχέση με την αξιοπιστία των ισχυρισμών του και δεν συντρέχει λόγος παροχής διεθνούς προστασίας και σημειώνουν ότι η χώρα καταγωγής έχει χαρακτηριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας.
Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι δεν δόθηκε ευκαιρία στον αιτητή να αναπτύξει πλήρως τους ισχυρισμούς του και να προσάγει οιαδήποτε στοιχεία επιθυμούσε σημειώνω ότι από την ανάγνωση του επίδικου πρακτικού των συνεντεύξεων δεν μπορώ να εντοπίσω κάποια πλημμέλεια στη διαδικασία λαμβανομένων υπόψη και των υπογραφών τόσο του αιτητή στο ερ.26, όπου βεβαιώνεται ότι τα όσα ανέφερε καταγράφηκαν με ακρίβεια. Περαιτέρω εντοπίζω ότι, πριν αρχίσει η συνέντευξη (ερ.38), εξηγήθηκε στον αιτητή η διαδικασία, το ότι αν δεν αντιλαμβάνεται επαρκώς τη μετάφραση μπορεί να ζητήσει αποσαφήνιση και ρωτήθηκε αν αντιλαμβάνεται τον διερμηνέα, όπου απάντησε καταφατικά. Άλλωστε, ως προκύπτει από το ερ.3, ο αιτητής είχε δηλώσει τα αγγλικά ως γλώσσα που ομιλεί.
Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.1694/11, Noel De Silva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., ημ.07/02/14, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».
Δεν μπορώ λοιπόν εν προκειμένω να εντοπίσω οιονδήποτε σημείο στο πρακτικό της σχετικής συνέντευξης εκ του οποίου να δεικνύεται ότι ο αιτητής στερήθηκε της ευκαιρίας να παραθέσει εκτενώς το αφήγημα του και τα στοιχεία που επιθυμούσε. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αιτητής μπορούσε να προσφέρει μαρτυρία προς στήριξη ή ενίσχυση των ισχυρισμών του και της αξιοπιστίας του αφηγήματος του στα πλαίσια της παρούσας, δεδομένης και της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των γεγονότων όσο και νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν και της εξουσίας να ασκήσει πρωτογενή κρίση επί των επίδικων ζητημάτων. Εντούτοις ουδέν έπραξε.
Προχωρώ με την εξέταση των ισχυρισμών που αφορούν μη διενέργεια δέουσας έρευνας, την πλάνη κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης αλλά και το κατ’ ισχυρισμό αναιτιολόγητο αυτής, οι οποίοι, ενόψει του ότι συνδέονται με την επί της ουσίας ορθότητα της απόφασης, θα εξεταστούν μαζί μ’ αυτή πιο κάτω.
Προχωρώ λοιπόν με αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και ισχυρισμών.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω με την κατάληξη τους επί της αξιοπιστίας του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή, καθώς τα όσα ανέφερε επί τούτου, ως και οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν ενδελεχώς και λεπτομερώς στα ερ.55-57, στερούνταν παντελώς κάθε εύλογα αναμενόμενης λεπτομέρειας ή βιωματικού στοιχείου και έβριθαν κενών και ασαφειών. Εκ του αφηγήματος του αιτητή, σε όλη την έκταση των λεγομένων του αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό διαμάχη για την βασιλιά της οικογένειας, ελλείπουν καταφανώς λεπτομέρειες, χρονική συνέχεια. Το αφήγημα του αιτητή, τόσο στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησης όσο και στις ερωτήσεις που ακολούθησαν παρουσιάζει ουσιώδη κενά, ελλείψεις αοριστίες, οι οποίες πλήττουν αναπόφευκτα την εσωτερική συνοχή των δηλώσεων του.
Εν προκειμένω δεν έχω τίποτε να προσθέσω στα όσα διεξοδικά αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση. Ενόψει δε του ότι ουδέν άλλο στοιχείο προσκομίσθηκε από τον αιτητή στα πλαίσια της παρούσης, οι καταφανείς ελλείψεις, ασάφειες και αντιφάσεις, , ως υποδείχθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση (οι οποίες καταγράφονται πιο πάνω, στα πλαίσια της παρούσης, και δεν θεωρώ σκόπιμη την επανάληψη τους), τις οποίες θεωρώ ορθές και απολύτως εύλογες, στη βάση των λεγομένων του, παραμένουν, δεδομένου πάντοτε του ότι – ως και ανωτέρω αναφέρω - θα μπορούσε βεβαίως να προσφέρει μαρτυρία προς στήριξη ή ενίσχυση των ισχυρισμών του και της αξιοπιστίας του αφηγήματος του στα πλαίσια της παρούσας.
Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι αποδοχή των ισχυρισμών του αιτητή, πολύ απλά, θα συνιστούσε αφελή και ανεπιφύλακτη αποδοχή ενός αφηγήματος το οποίο στερείται σε όλη του την έκταση κάθε ψήγματος εσωτερικής συνοχής και θα έβαινε ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση. Δεδομένης δε της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητή δεν θεωρώ ότι ήταν εδώ απαραίτητη η αναζήτηση πληροφορίων αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Ως στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.132, αναφέρεται, η αναζήτηση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής «ενδέχεται να μην είναι απαραίτητ[η] σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής ή μη ικανοποιητικής επεξήγησης αποκλίσεων ή παραλλαγών σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης ή, ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής ως απαράδεκτης.».
Απομένει εν προκειμένω μια επικαιροποιημένη αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (πολιτεία Anambra).
Σε πρόσφατη αναφορά του ACLED για την περίοδο 16/09/23 με 13/09/24 στην πολιτεία Anambra (τόπος διαμονής του αιτητή) καταγράφονται 120 περιστατικά ασφαλείας και 147 θάνατοι. Σε αυτά περιλαμβάνονται 53 μάχες (81 θάνατοι), 58 περιστατικά βίας κατά αμάχων (61 θάνατοι), 3 περιστατικά εκρήξεως / απομακρυσμένης βίας (καμία απώλεια), 4 περιστατικά εξεγέρσεων (3 θάνατοι) και 2 διαμαρτυρίες (2 θάνατοι).[1] Ο πληθυσμός της πολιτείας ανέρχεται περί τα 6 εκατομμύρια κατοίκων.[2]
Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω [3] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF, DN και C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/09).
Σημειώνω ότι οι όποιες γενικές πληροφορίες παρατίθενται στην αγόρευση του σχετικά με τη χώρα καταγωγής, οι πλείστες των οποίων δεν αφορούν τον τόπο διαμονής του αιτητή, δεν αρκούν ώστε να ανατρέψουν τη γενική κατάσταση ασφαλείας εκεί, ως καταγράφεται πιο πάνω. Άλλωστε, ως στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»
Έπεται λοιπόν ότι ορθώς κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και ότι δεν υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως ορίζεται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.
Τέλος, δεδομένων όσων ανωτέρω αναλύονται, δεν κρίνω ότι η επιστροφή του θα ήταν σε παράβαση του κατοχυρωμένου εκ του αρ.3 της ΕΣΔΑ και της Σύμβασης της Γενεύης δικαιώματος του αιτητή στην μη επαναπροώθηση, καθότι δεν έχει τεκμηριωθεί κάτι προς ανατροπή του τεκμήριου ασφαλούς χώρας καταγωγής, ως έχει καθοριστεί στην Κ.Δ.Π. 191/2024, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, αφού ουδείς αποδεκτός και βάσιμος ισχυρισμός αναφέρθηκε, εκ του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6).
Ενόψει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, θεωρώ ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση, είναι δε πλήρως αιτιολογημένη.
Τα ανωτέρω σφραγίζουν και την τύχη της παρούσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Acled Explorer, Africa, Nigeria, Anambra, διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/explorer/ (ημ. προσβ. 20/9/2024)
[2] City Population, Nigeria, Anambra, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA004__anambra/ (20/9/2024)
[3] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο