
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.507/23
10 Φεβρουαρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μ. Α.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κκ Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτητή
Κος Ν. Κουρσάρης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.19/01/23, η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, και απόφαση του Δικαστηρίου δια της οποίας να αναγνωρίζεται ο αιτητής ως πρόσφυγας ή, διαζευκτικά, να αναγνωρίζεται ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας ή με την οποία η απόφαση επιστροφής που εκδόθηκε κατά της αναγνωρίζεται ως άκυρη ως εκδοθείσα κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης και αντικείμενη στα άρθρα 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής ΕΣΔΑ).
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από την Αίγυπτο, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 06/10/22 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 24/10/22 (ερ.1-5, 11-15, 19).
Στις 17/11/22 και 02/12/22 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.17-21, 22-26). Μετά το πέρας των συνεντεύξεων ετοιμάστηκε Έκθεση και στις 30/12/22 απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση (ερ.52-61).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός 19/01/23 στην αγγλική γλώσσα και του μεταφράστηκε στην μητρική του γλώσσα (ερ.64, 14).
Επί της επίδικης αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής του λόγω της δυσκολίας διαβίωσης και για ένα καλύτερο μέλλον.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο αιτητής ανέφερε πως γεννήθηκε και διέμενε όλη του τη ζωή στο Κάιρο, είναι διαζευγμένος, οι γονείς του απεβίωσαν, έχει δύο αδελφές και ένα αδελφό, μια θυγατέρα, ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και διατηρούσε ένα κατάστημα παραγωγής ρουχισμού, το οποίο ήταν του πατέρα του και ο ίδιος συνέχισε τη δουλεία μετά τον θάνατο του τελευταίου. Ως ανέφερε, έφυγε νομίμως από τη χώρα του, αεροπορικώς και θέλει να μείνει μακριά από την Αίγυπτο και να εργαστεί στη Δημοκρατία, καθώς είναι επιδέξιος εργάτης.
Ως προς του λόγους για τους οποίους αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι είχε πρόβλημα με ένα αστυνομικό, ο οποίος, καθώς ο αιτητής οδηγούσε την μοτοσυκλέτα του, του ζήτησε να σταματήσει για έλεγχο της άδειας του. Κατά τον έλεγχο περίμενε - ως ανέφερε - μια ώρα και γι’ αυτό πήγε στο αυτοκίνητο του αστυνομικού για να του μιλήσει προκειμένου να του επιστρέψει την άδεια και ο αστυνομικός άρχισε να τον βρίζει και τον χτύπησε. Οι άλλοι αστυνομικοί τον έβαλαν στο αυτοκίνητο και τον πήγαν στο αστυνομικό τμήμα Qasrelnil, όπου παρέμεινε υπό κράτηση για 7-8 μέρες και όταν αφέθηκε ελεύθερος υπέβαλε καταγγελία στη διεύθυνση ασφαλείας αλλά κανένας δεν τον άκουσε. Ο συγκεκριμένος αστυνομικός κάθε 15 με 20 μέρες έστελνε αστυνομικούς στο κατάστημα του στην οικία του αιτητή, οι οποίοι τον ενοχλούσαν, χτυπούσαν και πέταγαν πράγματα. Ερωτηθείς ποιες θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του δήλωσε ότι θα είναι η ίδια κατάσταση και δεν θα είναι ασφαλής. Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής δήλωσε ότι το περιστατικό έγινε τον Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του 2021 και ανέφερε ότι «μισεί» τη χώρα του λόγω της άδικης συμπεριφοράς της κυβέρνησης.
Πέραν των ως άνω ο αιτητής ανέφερε ότι έχει διαφορές με την πρώην σύζυγο του, η οποία τον εγκάλεσε στο Δικαστήριο διεκδικώντας όλη την περιουσία του, περισσότερα χρήματα, διατροφή και πήρε το διαμέρισμα του, τα έπιπλά και τώρα επιθυμεί να τα λάβει νομίμως από το Δικαστήριο ή χρήματα αντί για τα υπάρχοντα του. Ερωτηθείς εάν έχει στην κατοχή του οποιοδήποτε έγγραφο ή ένταλμα σχετικό με τους ισχυρισμούς του ο αιτητής δήλωσε ότι έχει το πιστοποιητικό διαζυγίου, όμως δεν έχει την επιστολή από το Δικαστήριο διότι, ως ανέφερε, όταν η πρώην σύζυγος του υπέβαλε την καταγγελία, ο ίδιος είχε ήδη φύγει από τη χώρα.
Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής ανέφερε ότι δεν μπορεί να ζήσει σε άλλη περιοχή της χώρα του λόγω έλλειψης εισοδημάτων, μισεί τη χώρα του, αλλά και λόγω των δικαστικών θεμάτων που έχει με την πρώην σύζυγο του. Ερωτηθείς γιατί δεν αποχώρησε νωρίτερα από τη χώρα του δήλωσε ότι δεν είναι εύκολο να ταξιδέψεις, απαιτούνται έγγραφα τα οποία χρειάζονται χρόνο για να εκδοθούν. Ανέφερε περαιτέρω ότι αστυνομικοί τον σταματούσαν για έλεγχο όταν περπατούσε ή οδηγούσε και όταν δεν έβρισκαν τίποτα τον άφηναν και πως πριν το συγκεκριμένο περιστατικό δεν είχε πότε παρόμοιο περιστατικό.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και στη συνέντευξη, κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.
1. Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή
2. Λόγω ισχυριζόμενου φόβου δίωξης από αστυνομικό
3. Λόγω περιουσιακών διαφορών με την πρώην σύζυγο του
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο εκ των ως άνω ισχυρισμών, απέρριψαν δε τον 2ο και 3ο ισχυρισμό.
Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής ενόψει των αοριστιών, ασάφειών, ελλείψεων στη συνέπεια και ευλογοφάνεια και γενικότητας των δηλώσεων του σε σχέση με το περιστατικό όπου τον σταμάτησαν στον δρόμο, κρατήθηκε για ορισμένες μέρες και δεχόταν ενοχλήσεις από αστυνομικούς μετά το περιστατικό αυτό. Συγκεκριμένα, ως καταγράφεται στην επίδικη έκθεση, αξιολογήθηκε σχετικά ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να καθορίσει το χρονικό σημείο στο οποίο συνέβη το περιστατικό με τον αστυνομικό, δηλώνοντας ότι έγινε ένα χρόνο προηγουμένως, περί τον Νοέμβριο ή Δεκέμβριο 2021. Ασαφείς και χωρίς επαρκείς πληροφορίες κρίθηκε ότι ήταν οι δηλώσεις του σχετικά με τα βήματα που ακολούθησε για να προστατέψει τον εαυτό του από την κατ’ ισχυρισμό άδικη συμπεριφορά του αστυνομικού, δηλώνοντας ότι υπέβαλε παράπονο αλλά «κανείς δεν τον άκουσε». Εξίσου γενικόλογη κρίθηκε και η απόκριση του σε ερώτηση που του υποβλήθηκε αν ο αδελφός του (με τον οποίο συζούσε) υπέβαλε παράπονο ή καταγγελία σχετικά με τις ενοχλήσεις που δεχόταν, όπου ο αιτητής ανέφερε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Αόριστη κρίθηκε και η απάντηση του στο ερώτημα εάν του συνέβη οτιδήποτε κατά τη διάρκεια μετά το περιστατικό αυτό και μέχρι να φύγει από τη χώρα, όπου ο αιτητής δήλωσε ότι τον ενοχλούσαν και τον σταματούσαν όταν περπατούσε ή οδηγούσε, τον έλεγχαν και όταν δεν έβρισκαν κάτι τον άφηναν.
Κατά την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού κρίθηκε πως, δεδομένης της προσωπικής φύσης του ισχυρισμούς αυτού, δεν ήταν απαραίτητη η έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες και ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Αναφορικά με τον 3ο ουσιώδη ισχυρισμό κρίθηκε - ομοίως - ότι ο αιτητής υπέπεσε σε ασάφειες, αοριστίες, υπεκφυγές και αντιφάσεις. Συγκεκριμένα αξιολογήθηκε αρνητικά το ότι, όταν ο αιτητής ερωτήθηκε εάν έλαβε οποιοδήποτε νομικό ή δικαστικό έγγραφο ή ένταλμα σύλληψης, δήλωσε ότι όταν το Δικαστήριο έστειλε την επιστολή είχε ήδη φύγει από τη χώρα, πράγμα που θεωρήθηκε μη ικανοποιητικό για να αιτιολογήσει το ότι δεν είχε - ως ισχυρίζεται - κάποιο έγγραφο που να αποδεικνύει την κατ’ ισχυρισμό δικαστική διαδικασία εναντίον του. Επιπλέον εντοπίστηκε αντίφαση στο ότι - ερωτώμενος γιατί έφυγε - ανέφερε ότι μέρος των λόγων αφορούσε αυτή τη διαδικασία αλλά εντούτοις, σε άλλο σημείο ανέφερε ότι δεν γνώριζε γι’ αυτό προτού φύγει από τη χώρα. Ούτε επ’ αυτού του ισχυρισμού κρίθηκε σκόπιμο να αναζητηθούν πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, δεδομένης και πάλι της προσωπικής φύσεως του ισχυρισμού αυτού, ο οποίος, ομοίως, απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου βάσει του ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, ήτοι το προφίλ και τόπο διαμονής του αιτητή, παραθέτοντας και αξιολογώντας σχετικώς πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στην Αίγυπτο και στο Κάιρο ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτός είναι υγιής ενήλικας, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα υγείας και με εργασιακή εμπειρία, κρίθηκε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του.
Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Στην προσφυγή ο αιτητής καταγράφει αρκετά νομικά σημεία, ορισμένα εκ των οποίων αναπτύσσονται στην αγόρευση που ακολούθησε.
Με την αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι δεν εξετάστηκαν δεόντως, στα πλαίσια της απαιτούμενης εξατομικευμένης εξέτασης - οι ισχυρισμοί που προέβαλε κατά τη συνέντευξη, δεν δόθηκε αρκετός χρόνος, δεν δημιουργήθηκε το απαραίτητο κλίμα εμπιστοσύνης και δεν υποβλήθηκαν αρκετές διευκρινιστικές ερωτήσεις στον αιτητή και γι’ αυτό στερήθηκε κατ’ ουσία του να προβάλει το σύνολο όσων επιθυμούσε, πράγμα που οδήγησε σε λήψη απόφασης υπό καθεστώς πλάνης. Προς τεκμηρίωση του ότι υπάρχει ζήτημα έλλειψης προστασίας από τις αρχές της χώρας κάνει παραπομπή σε διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ) για τη χώρα καταγωγής. Τέλος εκφράζει τις επιφυλάξεις του για το ορθό της διερμηνείας κατά τη συνέντευξη και - με πλούσια αναφορά στο νομικό πλαίσιο αναφορικά με τη συμπληρωματική προστασία - καταλήγει ότι θα πρέπει - σε κάθε περίπτωση - να γίνει δεκτό ότι ο αιτητής υφίσταται τέτοιο κίνδυνο και χρήζει συμπληρωματικής προστασίας.
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, δόθηκε δεόντως ευκαιρία ακρόασης στον αιτητή κατά τη συνέντευξη και λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή, εδράζεται επί ορθών ευρημάτων σε σχέση με την αξιοπιστία των ισχυρισμών του και – σε κάθε περίπτωση - δεν συντρέχει λόγος παροχής διεθνούς προστασίας. Σημειώνουν περαιτέρω ότι η χώρα καταγωγής έχει χαρακτηριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας.
Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι δεν δόθηκε ευκαιρία στον αιτητή να αναπτύξει πλήρως τους ισχυρισμούς του και να προσάγει οιαδήποτε στοιχεία επιθυμούσε σημειώνω ότι από την ανάγνωση του επίδικου πρακτικού των συνεντεύξεων δεν μπορώ να εντοπίσω κάποια πλημμέλεια ή σφάλμα στη διαδικασία λαμβανομένων υπόψη και των υπογραφών τόσο του αιτητή όσο και του μεταφραστή στα ερ.17, 22, όπου βεβαιώνεται ότι τα όσα ανέφερε καταγράφηκαν με ακρίβεια. Περαιτέρω εντοπίζω ότι, πριν αρχίσει η συνέντευξη (ερ.20), ρωτήθηκε ο αιτητής αν αντιλαμβάνεται την μετάφραση και απάντησε θετικά και του εξηγήθηκε η διαδικασία και ότι αν δεν αντιλαμβάνεται επαρκώς την μετάφραση μπορεί να ζητήσει αποσαφήνιση. Άλλωστε, ως προκύπτει από το ερ.14, ο αιτητής είχε δηλώσει ως μητρική του γλώσσα τα αραβικά και σε κανένα σημείο των συνεντεύξεων που έγινα εξέφρασε οιανδήποτε αμφιβολία για τη μετάφραση.
Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.1694/11, Noel De Silva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., ημ.07/02/14, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».
Δεν μπορώ λοιπόν εν προκειμένω να εντοπίσω οιονδήποτε σημείο στο πρακτικό της σχετικής συνέντευξης εκ του οποίου να καταδεικνύεται ότι ο αιτητής στερήθηκε της ευκαιρίας να παραθέσει εκτενώς το αφήγημα του και τα στοιχεία που επιθυμούσε. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αιτητής μπορούσε να προσφέρει μαρτυρία προς στήριξη ή ενίσχυση των ισχυρισμών του και της αξιοπιστίας του αφηγήματος του στα πλαίσια της παρούσας, δεδομένης και της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των γεγονότων όσο και νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν και της εξουσίας να ασκήσει πρωτογενή κρίση επί των επίδικων ζητημάτων. Εντούτοις ουδέν έπραξε.
Ενόψει του ότι άπαντες οι λοιποί εγειρόμενοι ισχυρισμοί συνδέονται με την επί της ουσίας ορθότητα της απόφασης, θα εξεταστούν μαζί μ’ αυτή πιο κάτω.
Προχωρώ λοιπόν με αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και ισχυρισμών.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω με την κατάληξη τους επί της αξιοπιστίας του 2ου και 3ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή, καθώς τα όσα ανέφερε επί τούτου, ως και οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν λεπτομερώς στα ερ.55-57, στερούνταν εύλογα αναμενόμενων λεπτομέρειών και έβριθαν κενών, ασαφειών και αντιφάσεων και απουσιάζει κάθε ψήγμα στοιχείου αναφορικά τόσο με την κατ’ ισχυρισμό δίωξη του από αστυνομικό όσο και τη δικαστική διαδικασία από την πρώην σύζυγο του. Μάλιστα αξίζει να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός περί περιουσιακών διαφορών με την πρώην σύζυγο του δεν φαίνεται, ακόμα και γίνουν αποδεκτά τα όσα αναφέρει, να εκφεύγει μιας κανονικής διαδικασίας επίλυσης περιουσιακών διαφορών πρώην συζύγων. Εν προκειμένω λοιπόν το αφήγημα του αιτητή επί όλων των πιο πάνω πτυχών του παρουσιάζει ουσιώδη κενά, ελλείψεις και αοριστίες, οι οποίες πλήττουν αναπόφευκτα την εσωτερική συνοχή των δηλώσεων του.
Εν προκειμένω δεν έχω τίποτε να προσθέσω στα όσα διεξοδικά αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση. Ενόψει δε του ότι ουδέν άλλο στοιχείο προσκομίσθηκε από τον αιτητή στα πλαίσια της παρούσης, οι καταφανείς ελλείψεις, ασάφειες και αντιφάσεις, ως υποδείχθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση, τις οποίες θεωρώ ορθές και εύλογες υπό τις περιστάσεις, στη βάση των λεγομένων του, παραμένουν. Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι αποδοχή των ισχυρισμών του αιτητή θα συνιστούσε αφελή και ανεπιφύλακτη αποδοχή αφηγήματος το οποίο στερείται σε όλη του την έκταση εσωτερικής συνοχής.
Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι δεν παραβλέπω της ΠΧΚ στις οποίες παραπέμπει ο συνήγορος του αιτητή. Άλλωστε η αναποτελεσματικότητα της αστυνομίας στην Αίγυπτο αλλά και συχνά περιστατικά υπέρμετρης χρήσης βίας αλλά και άλλων παραβάσεων από αστυνομικούς καταγράφονται και σε άλλες αξιόπιστες πηγές.[1] Παρά τούτο, η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή, ως ανωτέρω εξηγείται, είναι τέτοια που στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών του, καθώς η συμφωνία των ισχυρισμών του με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής δεν αρκεί, ενόψει της συνολικής θεώρησης των δεικτών αξιοπιστίας, αφού θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων του. Οι εκάστοτε ισχυρισμοί του αιτητή και η εσωτερική συνοχή τους, δεν μπορεί παρά να παραμένουν σημείο αναφοράς. Άλλωστε, ως στο εγχειρίδιο EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»
Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής (Κάιρο) του αιτητή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), κατά τη χρονική περίοδο 03/02/24 έως 31/01/25 στο Κάιρο της Αιγύπτου, καταγράφηκαν 29 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία προήλθε 1 ανθρώπινη απώλεια. Τα 29 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 26 διαμαρτυρίες (protests) χωρίς ανθρώπινες απώλειες και 3 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν αποτέλεσμα 1 ανθρώπινη απώλεια[2]. Το Κάιρο έχει πληθυσμό περί των 10 εκατομμυρίων κατοίκων, σύμφωνα με εκτίμηση του 2023.[3]
Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις, δεδομένης της απόρριψης του ισχυρισμού του περί διώξεως του από την κοινότητα του, που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω [4] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN και C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/09). Ως άλλωστε και στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»
Έπεται λοιπόν ότι ορθώς κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και ότι δεν υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως ορίζεται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.
Τέλος, δεδομένων όσων ανωτέρω αναλύονται, δεν κρίνω ότι η επιστροφή του θα ήταν σε παράβαση του κατοχυρωμένου εκ του αρ.3 της ΕΣΔΑ και 33 της Σύμβασης της Γενεύης δικαιώματος του αιτητή στην μη επαναπροώθηση, καθότι δεν έχει τεκμηριωθεί κάτι προς ανατροπή του τεκμήριου ασφαλούς χώρας καταγωγής, ως έχει καθοριστεί στην Κ.Δ.Π. 191/2024, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, αφού ουδείς αποδεκτός και βάσιμος ισχυρισμός αναφέρθηκε, εκ του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6).
Ενόψει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, θεωρώ ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση, είναι δε πλήρως αιτιολογημένη.
Τα ανωτέρω σφραγίζουν και την τύχη της παρούσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[2] ACLED, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 03/02/2024 έως 31/01/25, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions - Remote violence/ Riots/Battles; ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Εgypt -Cairo διαθέσιμο στο: https://acleddata.com/explorer/
[4] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο