
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
18 Φεβρουαρίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S.S.
από Νιγηρία
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
ΑΙΤΗΣΗ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΗΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΟΥ
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19.11.2024
Δικηγόρος Αιτήτριας: Κ. Κουπαρή (κα)
Δικηγόρος Καθ’ ων η αίτηση: Ε. Ιωάννου (κα) και Χρ. Δημητρίου (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση αίτηση η Αιτήτρια επιζητεί τις ακόλουθες θεραπείες:
1. Διάταγμα Α του Δικαστηρίου για προσθήκη του ανήλικου τέκνου της Αιτήτριας Asim Ireoluwa Alabi (ημερ. γέννησης 15/11/2022) ως Αιτητή 2
2. Διάταγμα Β του Δικαστηρίου για προσθήκη του πιο κάτω αιτητικού:
«Ε. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απορριπτική των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 24/01/2022 η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 25/01/2022 δια της οποίας οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα της για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθώς και η απόφαση επιστροφής είναι άκυρη και/ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και/ή υπόκειται σε τροποποίηση ώστε να παραχωρηθεί στους Αιτητής καθεστώς διεθνούς προστασίας».
3. Διάταγμα Γ του Δικαστηρίου για προσθήκη των πιο κάτω νομικών σημείων:
(Βλ. σημεία 3. 4-9 σελ. 2 της υποβληθείσας αίτησης)
4. Διάταγμα Δ του Δικαστηρίου για προσθήκη των πιο κάτω γεγονότων:
(Βλ. σημεία 4. 6-15, σελ. 2-3 της υποβληθείσας αίτησης).
Η αίτηση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του κ. Λ. Νικολάου ο οποίος δηλώνει ότι είναι ένας εκ των δικηγόρων που χειρίζεται την υπόθεση αυτή, έχει πλήρη γνώση των γεγονότων της υπόθεσης αυτής μέσω ενημέρωσης που έλαβε από την Αιτήτρια και είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος από αυτήν να προβεί στη συγκεκριμένη ένορκη δήλωση. Ως καταγράφεται στην ένορκή του δήλωση, κατά την καταχώριση της προσφυγής η Αιτήτρια δεν είχε ανήλικα τέκνα, ωστόσο στη συνέχεια απέκτησε παιδί στις 15.11.2022, το οποίο πάσχει από υδρονέφρωση. Τα γεγονότα αυτά έχουν γίνει αποδεκτά από τη συνήγορο των Καθ’ ων η αίτηση και εγκρίθηκε η αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας για να καταχωριστεί σχετική ένορκη δήλωση της Αιτήτριας. Παράλληλα, αναφέρεται ότι η Αιτήτρια βιώνει σοβαρή ψυχολογική επιβάρυνση λόγω του ιστορικού της, συμπεριλαμβανομένης της εμπειρίας βιασμού και συναισθηματικών τραυμάτων, γεγονός που καθιστά αναγκαία την ορθή αξιολόγηση του αιτήματός της. Τονίζεται η ανάγκη προσθήκης του ανήλικου ως διάδικου, καθώς η μεταβολή της κατάστασης της Αιτήτριας επιβάλλει την εξέταση του δικαιώματος προστασίας του τέκνου από το Δικαστήριο. Η τροποποίηση της αίτησης κρίνεται αναγκαία ώστε να ανταποκρίνεται στη νέα πραγματικότητα της Αιτήτριας και του παιδιού της, διασφαλίζοντας την επανεξέταση του αιτήματος και την αξιολόγηση των νέων δεδομένων. Υποστηρίζεται ότι η μη αποδοχή της τροποποίησης θα οδηγήσει στην εξέταση της υπόθεσης με ελλιπή στοιχεία, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο εσφαλμένης απονομής δικαιοσύνης. Επισημαίνεται ότι η τροποποίηση δεν θα προκαλέσει βλάβη ή καθυστέρηση στην άλλη πλευρά, ενώ παράλληλα προβάλλεται ως επιβεβλημένη για τη διασφάλιση της δίκαιης δίκης, δεδομένων των δικονομικών ελλείψεων που πρέπει να διορθωθούν. Τέλος, δηλώνεται ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται είναι αληθείς και αποτυπώνουν με ακρίβεια την πραγματική κατάσταση της Αιτήτριας, στηριζόμενοι σε έγγραφα και τις συνθήκες της υπόθεσης.
Οι Καθ’ ων η αίτηση προέβαλαν ένσταση αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με την προσθήκη του υπ’ αρ. 15 σημείου των γεγονότων, το οποίο η Αιτήτρια επιδιώκει, δια της υποβληθείσας αίτησής της, να συμπεριλάβει. Το σημείο αυτό έχει ως ακολούθως: «15. Περαιτέρω ενόψει του ότι δεν έχει γίνει οποιοσδήποτε πρωτογενής έλεγχος από την υπηρεσία ασύλου σε σχέση με το συμφέρον του ανήλικου και/ή η υπηρεσία ασύλου αρνείται να προχωρήσει σε ξεχωριστό αυτόνομο αυτοτελή αίτημα κατά παράβαση του άρθρου 11 6 α και γ και κατά παράβαση του συμφέροντος του ανηλίκου ήτοι του άρθρου 9κγ και 9κε για να αξιολογήσει το συμφέρον του ανηλίκου αυτό από μόνο του αποτελεί λόγο ακυρώσεως».
Κατά τα λοιπά, οι Καθ’ ων η αίτηση δεν φέρουν ένσταση στην υποβληθείσα αίτηση.
Έχοντας εξετάσει τα ενώπιόν μου δεδομένα, επισημαίνω κατά πρώτον την παρατήρηση μου ότι στην υποβληθείσα αίτηση συγχωνεύεται αίτημα για προσθήκη διαδίκου και αίτημα τροποποίησης της προσφυγής. Φρονώ ωστόσο ότι αυτό δε δημιουργεί οποιονδήποτε ζήτημα παραδεκτού, λαμβάνοντας υπόψη ότι αφενός δεν έχει διατυπωθεί ένσταση από τους Καθ’ ων η αίτηση, γεγονός που καταδεικνύει ότι δε θίγεται η αρχή της δίκαιης δίκης ή της αιφνιδιαστικής μεταβολής του αντικειμένου της διαδικασίας, και αφετέρου τα αιτήματα συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους τόσο νομικά όσο και ουσιαστικά. Κατά τούτο φρονώ πως η συγχώνευση στην ίδια αίτηση, δύο ουσιαστικά αιτημάτων, άμεσα ωστόσο συνυφασμένων μεταξύ τους, εξυπηρετεί και την ορθή και πλήρη εκδίκαση της διαφοράς, αποτρέποντας την ανάγκη για πολλαπλές διαδικασίες που θα επιβάρυναν αδικαιολόγητα τόσο τους διαδίκους όσο και το Δικαστήριο. Επιπλέον, η ενιαία εξέταση των αιτημάτων διασφαλίζει την οικονομία της δίκης, στοιχείο που είναι σύμφωνο με τις γενικές αρχές της δικονομίας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Σε σχέση με το αίτημα τροποποίησης
Το αίτημα τροποποίησης είναι δισκελές: με το σημείο 2 της αίτησης της η Αιτήτρια επιζητεί διάταγμα Β (ως το κατονομάζει) για προσθήκη νέας αιτούμενης θεραπείας, ενώ με τα σημεία 3 και 4, η Αιτήτρια επιζητεί την έκδοση διαταγμάτων Γ και Δ (ως τα κατονομάζει), που αφορούν την προσθήκη νέων νομικών λόγων και νέων γεγονότων.
Σε σχέση με τα αιτητικά 3 και 4 της υπό εξέτασης αίτησης, φρονώ πως λαμβάνοντας υπόψη και την απουσία ένστασης από την πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση αυτά δύναται να γίνουν αποδεκτά στην ολότητα τους, πλην του σημείου αρ. 15, για το οποίο θα συμφωνήσω με τους Καθ’ ων η αίτηση ότι τούτο πρέπει να απορριφθεί. Το αιτούμενο σημείο 15, όπως προτείνεται από την Αιτήτρια, αφορά ισχυρισμούς σχετικά με την απουσία πρωτογενούς ελέγχου από την Υπηρεσία Ασύλου ως προς το συμφέρον του ανηλίκου, καθώς και την κατ’ ισχυρισμόν άρνηση εξέτασης αυτοτελούς αιτήματος. Ωστόσο, οι τυχόν πράξεις ή παραλείψεις της Υπηρεσίας Ασύλου σε σχέση με την αίτηση του ανήλικου τέκνου της Αιτήτριας δεν συνιστούν μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά ενδεχομένως αποτελούν άλλη διοικητική πράξη ή παράλειψη, η οποία δεν τελεί υπό κρίση στην παρούσα διαδικασία. Συνεπώς, η προτεινόμενη προσθήκη είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθώς εκφεύγει του αντικειμένου της παρούσας δίκης.
Αναφορικά με την αιτούμενη τροποποίηση του αιτητικού της προσφυγής με την προσθήκη νέας θεραπείας, η οποία συνίσταται ουσιαστικά σε αίτημα για έλεγχο ορθότητας επισημαίνω τα ακόλουθα:
Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της προσφυγής, στην οποία περιλαμβάνεται η φράση «οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνει ορθή και δίκαιη το Δικαστήριο», καθώς και το γεγονός ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν φέρουν ένσταση στην αιτούμενη τροποποίηση για διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης ώστε να εξεταστεί και η ουσία, το Δικαστήριο κρίνει ότι η τροποποίηση είναι επιτρεπτή.
Η έλλειψη ένστασης από τους Καθ’ ων η αίτηση ερμηνεύεται ως αποδοχή ότι δεν αιφνιδιάζονται δικονομικά, ούτε θεωρούν ότι η προτεινόμενη τροποποίηση θίγει ή επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματά τους ή επιβαρύνει αδικαιολόγητα τη θέση τους.
Λαμβάνω πρόσθετα υπόψη μου, την υποχρέωση των κρατών μελών, ως αυτή προκύπτει από το ενωσιακό δίκαιο, να διασφαλίζουν πλήρη και ex nunc εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, ως άλλωστε επιβάλλει και το άρθρο 11(3) του περί Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου. Στο πλαίσιο αυτό, το παρόν Δικαστήριο δεσμεύεται από την υποχρέωση διενέργειας ελέγχου ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης (πλήρη και ex nunc έλεγχο), ανεξαρτήτως του αν αυτό ζητείται ρητά με την αιτούμενη θεραπεία. Η αρχή αυτή έχει πλέον εδραιωθεί, όπως προκύπτει και από την πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ v. Q.B.T., Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 107/2023, 11.02.2025 όπου λέχθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Κατά το εδάφιο (3) του Άρθρου 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018, το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας/ουσίας απόφασης που αναφέρεται στο εδάφιο (4) του ίδιου Άρθρου. Το δε Άρθρο 11(4)(γ) του Νόμου 73(Ι) του 2018 (μεταξύ άλλων) αναφέρει, ως υποκείμενη στον προρρηθέντα δικαστικό έλεγχο, δυσμενή απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου επί αίτησης διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης απόφασης με την οποία αίτηση κρίνεται αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Εν προκειμένω, η πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης ζητούσε την ακύρωση της απορριπτικής διοικητικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου (ως προς τη μη χορήγηση τόσο του καθεστώτος πρόσφυγα (κατά την αιτηθείσα θεραπεία Α) όσο και του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (κατά την αιτηθείσα θεραπεία Β) και επιπρόσθετα «Οποιαδήποτε άλλη και/ή περαιτέρω θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.». (κατά την αιτηθείσα θεραπεία Γ).
Παρότι οι εν προκειμένω αιτούμενες θεραπείες δεν ζητούν ειδικώς και ρητώς τη διενέργεια δικαστικού ελέγχου ορθότητας/ουσίας επί της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, εκτιμούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κωλύετο από του να διενεργήσει έλεγχο ορθότητας/ουσίας επί της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, λόγω του ότι τελεί υπό δέσμια εξουσία να διενεργεί τέτοιο έλεγχο κατ' επιταγήν του Άρθρου 11(3) και (4) του Νόμου 73(Ι) του 2018, ως ερμηνεύεται νομολογιακά.
Συγκεκριμένα, η από πλευράς μας τυχόν υιοθέτηση της προσέγγισης την οποία προτείνει η Εφεσείουσα θα προσέκρουε στη νομολογία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου κατά την οποία, σε τέτοιου είδους υποθέσεις, ο έλεγχος τον οποίο διενεργεί το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018 δεν περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας, αλλά επεκτείνεται και στην εξέταση της ορθότητας της υπόθεσης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 26/2020 Δημοκρατία ν. Singh, απόφαση ημερ. 10.9.2024).
Αφού, λοιπόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέχει εκ του Νόμου υποχρέωση για διενέργεια ελέγχου ορθότητας/ουσίας κάθε διοικητικής απόφασης ή πράξης η οποία αναφέρεται στο Άρθρο 11(4) του Νόμου 73(Ι) του 2018, όπως είναι η ενώπιόν μας επίδικη, κρίνουμε ότι αυτός ο έλεγχος διενεργείται ανεξαρτήτως του αν ζητήθηκε ειδικά και ρητά ως θεραπεία στην πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης.
Δεδομένου ότι το Άρθρο 11(3) και (4) του Νόμου 73(Ι) του 2018 (μεταξύ άλλων) ενσωματώνει (ως υποδηλοί το προοίμιο του Νόμου) το Άρθρο 46.3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L180, 29.6.2013, σελ.60), εκτιμούμε ότι η ως άνω προσέγγιση συνάδει και με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «το ΔΕΕ») ως προς την ερμηνεία του τελευταίου αυτού Άρθρου.
Συγκεκριμένα, με την απόφασή του ημερ. 29.7.2019 στην Υπόθεση C-556/17 Τorubarov, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι το αρμόδιο εθνικό Δικαστήριο (το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην κυπριακή δικαιοταξία) πραγματοποιεί πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσων και των νομικών ζητημάτων και ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας (σκέψη 51)».
Ως εκ τούτου, η αίτηση τροποποίησης γίνεται δεκτή στο σύνολό της -πλην του προαναφερθέντος σημείου 15- και το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση τόσο της νομιμότητας όσο και της ουσίας της υπόθεσης, περιλαμβανομένης της αξιολόγησης της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας στην Αιτήτρια.
Σε σχέση με το αίτημα για προσθήκη διαδίκου
Έρχομαι τώρα στο κρίσιμο ζήτημα του αιτήματος για προσθήκη διαδίκου.
Το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει επί της αίτησης της Αιτήτριας για προσθήκη του ανήλικου τέκνου της -το οποίο γεννήθηκε μετά την καταχώριση της προσφυγής της - ως διαδίκου στην παρούσα διαδικασία. Επισημαίνεται ότι κατόπιν σχετικής αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας, η οποία έγινε αποδεκτή από τους Καθ’ ων η αίτηση, το Δικαστήριο έκρινε δικαιολογημένο και εξέδωσε σχετικό διάταγμα στις 13.11.2024. Βάσει αυτού, η Αιτήτρια κατέθεσε ένορκη δήλωση, προσκομίζοντας το πιστοποιητικό γέννησης του ανήλικου τέκνου, καθώς και ιατρική βεβαίωση από τη θεράπουσα ιατρό του, ημερομηνίας 11.01.2024. Σύμφωνα με την εν λόγω βεβαίωση, το ανήλικο τέκνο παρακολουθείται στο παιδονεφρολογικό τμήμα του Μακάριου Νοσοκομείου Λευκωσίας, καθώς πάσχει από σοβαρού βαθμού υδρονέφρωση στον δεξιό νεφρό και χρήζει τακτικής ιατρικής παρακολούθησης για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση πιθανής επιδείνωσης της νεφρικής του λειτουργίας. Κατά τούτο λοιπόν η Αιτήτρια, υποστηρίζει ότι η συμμετοχή του ανηλίκου ως διάδικου στη διαδικασία είναι ουσιώδης, δεδομένης της άμεσης επίδρασης που θα έχει η απόφαση επί της προσφυγής της στη δική του κατάσταση.
Το Δικαστήριο, προτού αποφανθεί, οφείλει να εξετάσει το ζήτημα της αποδοχής της αίτησης υπό το πρίσμα των αρχών του διοικητικού δικαίου και των εξουσιών του που απορρέουν από τη σχετική εθνική και ενωσιακή νομοθεσία και το Σύνταγμα.
Το ζήτημα είναι ιδιαίτερο και η νομολογία των κυπριακών δικαστηρίων δεν φαίνεται να έχει απασχοληθεί με αντίστοιχο, καθώς εντοπίζονται αποφάσεις μόνο αναφορικά με την προσθήκη διαδίκου ως καθ’ ων η αίτηση στη διαδικασία και όχι ως αιτητές.
Ωστόσο οι νέοι θεσμοί πολιτικής δικονομίας, διαλαμβάνουν διατάξεις στο Μέρος 20.2 αυτών, αναφορικά με το ζήτημα της προσθήκης διαδίκου, οι οποίοι τυγχάνουν επικουρικής και μόνον εφαρμογής, σε σημεία στα οποία η διαδικασία δεν ρυθμίζεται ρητώς από τους κανονισμούς του παρόντος Δικαστηρίου. Ως λοιπόν προκύπτει από ανάγνωση του άρθρου 20.2(2) των νέων θεσμών, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την προσθήκη νέου διαδίκου:
(α) εάν αυτό είναι επιθυμητό για την επίλυση όλων των αμφισβητούμενων ζητημάτων στη διαδικασία ή
(β) αν υφίσταται ζήτημα, το οποίο αφορά στον νέο και στον υφιστάμενο διάδικο, το οποίο συνδέεται με τα αμφισβητούμενα θέματα στη δικαστική διαδικασία, και είναι επιθυμητό να προστεθεί ο νέος διάδικος, ώστε το δικαστήριο να δυνηθεί να επιλύσει το εν λόγω ζήτημα.
Οι ρυθμίσεις αυτές αναδεικνύουν ως γενικό κανόνα ότι η προσθήκη νέου διαδίκου πρέπει να αποσκοπεί στη διευκόλυνση της δικαστικής διαδικασίας, χωρίς να οδηγεί σε διεύρυνση του αντικειμένου της προσφυγής πέραν των ορίων της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.
Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα το ανήλικο τέκνο, συνεπώς δεν πληρούνται οι συνήθεις προϋποθέσεις για την ενεργητική νομιμοποίησή του ως διαδίκου. Κατά συνέπεια, η δυνατότητα συμμετοχής του τέκνου στη διαδικασία θα πρέπει, φρονώ, να εξεταστεί υπό το πρίσμα τόσο των προϋποθέσεων για την ύπαρξη έννομου συμφέροντος, καθώς και των θεσμών πολιτικής δικονομίας ως προς την αναγκαιότητα της συμμετοχής του στη συγκεκριμένη διαδικασία.
Σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της διοικητικής δικονομίας, ο διάδικος σε μία δίκη πρέπει να διαθέτει έννομο συμφέρον, δηλαδή άμεσο, προσωπικό και ενεστώς συμφέρον κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής. Κατά πάγια νομολογία[1], η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος ελέγχεται σε τρία χρονικά στάδια: κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, κατά τον χρόνο καταχώρισης της προσφυγής και κατά τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το ανήλικο τέκνο δεν ήταν εν ζωή κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά ούτε και κατά την καταχώριση της προσφυγής της μητέρας του. Αυτό σημαίνει ότι δεν είχε νομική προσωπικότητα ούτε μπορούσε να αποκτήσει δικαιώματα ή υποχρεώσεις κατά τον κρίσιμο χρόνο. Η δικονομική θέση ενός διαδίκου δεν μπορεί να δημιουργηθεί αναδρομικά, δηλαδή δεν μπορεί ένα πρόσωπο που δεν υπήρχε κατά τον κρίσιμο χρόνο να αποκτήσει μεταγενέστερα την ιδιότητα του διαδίκου σε μια ήδη εκκρεμή διαδικασία. Η συμμετοχή σε μία δίκη προϋποθέτει την ύπαρξη νομικού δεσμού μεταξύ του προσφεύγοντος και της προσβαλλόμενης πράξης ήδη από την έναρξη της διαδικασίας.
Αναλογικά, η νομολογία έχει αποκλείσει τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος σε περιπτώσεις όπου η νομική ή πραγματική κατάσταση του αιτούντος διαμορφώθηκε μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (ΣτΕ 2998/1998, 4041/1998). Για παράδειγμα, έχει κριθεί ότι ένας σύλλογος προστασίας του περιβάλλοντος που ιδρύεται μετά την έκδοση Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων δεν έχει έννομο συμφέρον να την προσβάλει, αφού δεν υπήρχε νομικά κατά τον κρίσιμο χρόνο[2].
Κατά τη νομολογία εάν η ειδική έννομη σχέση του αιτούντος με την πράξη δημιουργήθηκε μετά την έκδοση της πράξης, το έννομο συμφέρον δεν είναι ενεστώς (ΣτΕ2998/1998, 4041/1998).
Εφόσον δεν υφίσταται ενεστώς έννομο συμφέρον του ανήλικου, ενδεχομένως να μπορούσε το ζήτημα αυτό να εξεταστεί στη βάση της ίδιας συλλογιστικής με αυτήν που διέπει την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση, ως η έννοια αυτή χρησιμοποιείται στην ελληνική νομική σκέψη, ακριβώς για να επιτρέψει τη συμμετοχή σε διαδικασίες όταν ειδικές περιστάσεις το επιβάλλουν, ακόμα και αν δεν πληρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις. Η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση εφαρμόζεται όταν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις που καθιστούν αναγκαία τη συμμετοχή ενός προσώπου στη δίκη, παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτει αυτοτελές έννομο συμφέρον με την τυπική του έννοια.
Ωστόσο, εκτιμώ ότι μια τέτοια εξέταση δεν καθίσταται αναγκαία στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, δεδομένου ότι καταλήγω στο συμπέρασμα πως η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί καθώς η αποδοχή της θα συνεπαγόταν την εξέταση ζητήματος που εκφεύγει της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου.
Και εξηγώ.
Καταρχάς, η προσφυγή που έχει καταθέσει η Αιτήτρια αφορά αποκλειστικά την κρίση των Καθ’ ων η αίτηση επί της δικής της αίτησης ασύλου. Το ανήλικο τέκνο, το οποίο γεννήθηκε μετά την καταχώριση της προσφυγής, δεν είχε συμπεριληφθεί στην αρχική αίτηση ασύλου της μητέρας, ούτε και θα μπορούσε άλλωστε, δεδομένου ότι το τέκνο γεννήθηκε μετά την καταχώριση της προσφυγής. Συνεπώς, τυχόν συμμετοχή του στη δίκη θα οδηγούσε σε διεύρυνση του αντικειμένου της προσφυγής πέραν της αρχικής κρίσης της Διοίκησης.
Πρόσθετα, παρά το γεγονός ότι το ανήλικο τέκνο εξαρτάται άμεσα από τη μητέρα του και η τύχη της προσφυγής της θα έχει αναπόφευκτα ουσιώδεις συνέπειες και για το πρόσωπό του, λόγω της σχέσης εξάρτησης που έχει με τη μητέρα του, η προσθήκη του ως διαδίκου δημιουργεί ουσιώδεις νομικές επιπλοκές που την καθιστούν μη αποδεκτή. Ειδικότερα, η αποδοχή της αίτησης θα επέβαλλε στο Δικαστήριο να εξετάσει το αυτοτελές αίτημα του τέκνου για διεθνή προστασία, το οποίο δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Το Δικαστήριο δεν διαθέτει αρμοδιότητα για πρωτοβάθμια κρίση επί της αίτησης ασύλου του τέκνου, καθώς η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στην Υπηρεσία Ασύλου. Η προσθήκη του τέκνου ως διαδίκου θα οδηγούσε σε έμμεση μεταφορά της εξέτασης του αιτήματός του από τη διοικητική διαδικασία στη δικαστική, παρακάμπτοντας την προβλεπόμενη από τον νόμο διαδικασία και αποστερώντας από το ανήλικο τέκνο ένα βαθμό δικαιοδοσίας.
Ως προκύπτει από τον περί Προσφύγων Νόμο, κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να εξετάζεται καταρχάς από την αρμόδια διοικητική αρχή (εν προκειμένω, την Υπηρεσία Ασύλου). Εφόσον ενώπιόν μου δεν έχω πρωτοβάθμια απόφαση για απόρριψη της αίτησης του τέκνου κατόπιν εξέτασης δικής του αυτοτελούς αίτησης, η συμμετοχή του στη διαδικασία θα οδηγούσε σε έμμεση πρωτοβάθμια κρίση από το Δικαστήριο, κατά παράβαση της προβλεπόμενης διαδικασίας.
Η Υπηρεσία Ασύλου είναι η μόνη αρμόδια να εξετάσει, σε πρώτο βαθμό, αν το τέκνο πληροί τις προϋποθέσεις για διεθνή προστασία, λαμβάνοντας υπόψη τους ιατρικούς και ανθρωπιστικούς λόγους που επικαλείται η μητέρα του. Αν το Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσθήκη του τέκνου, θα λειτουργούσε ως πρωτοβάθμιο όργανο εξέτασης αιτήσεων ασύλου, κάτι που δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του.
Η μητέρα έχει ήδη προσκομίσει ιατρικές βεβαιώσεις και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν την κατάσταση του τέκνου, δια της εκδοθέντος διατάγματος προσαγωγής μαρτυρίας. Το Δικαστήριο μπορεί να αξιολογήσει αυτά τα στοιχεία, στο βαθμό που επηρεάζουν και επιδρούν στη διαμόρφωση του προφίλ της, στο πλαίσιο της δικής της προσφυγής, χωρίς να απαιτείται η αυτοτελής συμμετοχή του τέκνου ως διαδίκου. Η μη προσθήκη του τέκνου δεν σημαίνει ότι η κατάστασή του δεν θα εξεταστεί, αλλά διασφαλίζει ότι η κρίση του Δικαστηρίου θα αφορά μόνο την απόφαση που εκδόθηκε επί της αίτησης ασύλου της μητέρας. Αντιθέτως, αν το τέκνο προστεθεί ως διάδικος, το Δικαστήριο θα κληθεί να εξετάσει ζητήματα που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της αρχικής διοικητικής διαδικασίας, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσθήκη του ανήλικου τέκνου ως διαδίκου δεν είναι νομικά επιτρεπτή, καθώς θα οδηγούσε σε διεύρυνση του αντικειμένου της προσφυγής πέραν των ορίων της δικαιοδοσίας του. Η απόρριψη της αίτησης δεν επηρεάζει τη δυνατότητα του τέκνου να υποβάλει αυτοτελή αίτηση για διεθνή προστασία ενώπιον της αρμόδιας διοικητικής αρχής.
Η αίτηση της Αιτήτριας για προσθήκη του ανήλικου τέκνου της, ως διαδίκου στην παρούσα διαδικασία, απορρίπτεται.
Το ζήτημα της ενώπιόν μου εκφρασθείσας πρόθεσης υποβολής αίτησής ασύλου
Έχοντας καταλήξει στα ως άνω, φρονώ πως παραμένει μετέωρο ενώπιόν μου ακόμα ένα ζήτημα το οποίο τέθηκε στο Δικαστήριο και ήταν και ο λόγος που οδήγησε εν τέλει στην καταχώριση της υπό εξέταση αίτησης. Συγκεκριμένα, ως η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας ανέφερε στο Δικαστήριο, έγινε προσπάθεια κατάθεσης αυτοτελούς αιτήματος ασύλου για το ανήλικο τέκνο, λόγω της ιατρικής του κατάστασης και της πεποίθησης της Αιτήτριας ότι δικαιούται, δυνάμει αυτής, διεθνούς προστασίας, ανεξάρτητα από το ίδιο το αίτημα της ίδιας, ως μητέρας του. Η υπόθεση αναβλήθηκε πολλαπλές φορές προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα και από τους Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι μετέφεραν ενώπιόν του Δικαστηρίου, τη θέση της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί την αίτηση του ανηλίκου, καθ’ ον χρόνο εκκρεμεί η αίτηση της μητέρας του. Η ορθότητα ή όχι αυτής της κρίσης, δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης της παρούσας αίτησης, αλλά ούτε και της ίδιας της προσφυγής που έχω ενώπιόν μου προς εξέταση. Κατά τούτο, το Δικαστήριο δεν δύναται να αξιολογήσει την εν λόγω ενέργεια των Καθ’ ων η αίτηση, επισημαίνοντας ότι μία τέτοια εξέταση ενδέχεται να προκαταλάβει οποιαδήποτε μελλοντική δικαστική διαδικασία, την οποία το ανήλικο τέκνο, διά της μητέρας του, ενδέχεται να κινήσει. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο απέχει από οποιαδήποτε κρίση επί του ζητήματος αυτού.
Αυτό που ωστόσο απαιτεί εξέτασης είναι αν το Δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ότι έχει υποβληθεί, ενώπιόν του, αίτηση διεθνούς προστασίας και αν, ενόψει τούτου, πρέπει να παραπέμψει το θέμα στις αρμόδιες αρχές για εξέταση. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), ως υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας νοείται η πράξη της έκφρασης, καθ’ οιονδήποτε τρόπο και ενώπιον οιασδήποτε αρχής, της επιθυμίας ενός ατόμου να του χορηγηθεί διεθνής προστασία, χωρίς να απαιτείται η ολοκλήρωση διοικητικών διατυπώσεων. Από τη στιγμή που ένα άτομο δηλώνει την πρόθεσή του να αιτηθεί άσυλο, θεωρείται αιτών και αποκτά τα συναφή δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ως αναλύεται το ζήτημα στον Οδηγό της EASO «Δικαστική Ανάλυση. Διαδικασίες Ασύλου και η Αρχή της Μη Επαναπροώθησης», 2018[3]:
«Σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 στοιχείο β) της ΟΔΑ (αναδιατύπωση) (βλ. διάγραμμα 7 ανωτέρω), η αίτηση «υποβάλλεται» μόλις ένα πρόσωπο, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτείται καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας, υποβάλλει αίτημα ή εκφράζει την επιθυμία να υποβάλει αίτηση παροχής προστασίας από ένα κράτος μέλος. Η EASO έχει προτείνει τα ακόλουθα. Ως υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας νοείται η πράξη της έκφρασης, καθ’ οιονδήποτε τρόπο και ενώπιον οιασδήποτε αρχής, της επιθυμίας ενός ατόμου να του χορηγηθεί διεθνής προστασία. Οιοσδήποτε έχει εκφράσει την πρόθεσή του να αιτηθεί διεθνή προστασία λογίζεται ως αιτών και καθίσταται φορέας όλων των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτό το καθεστώς[4]. Επομένως, η πράξη αυτή, η οποία θέτει σε κίνηση τη διαδικασία ασύλου, δεν απαιτεί την εκπλήρωση οποιασδήποτε διοικητικής διατύπωσης[5]. Η αιτιολογική σκέψη 27 της ΟΔΑ (αναδιατύπωση) αναφέρει τα ακόλουθα.
Αιτιολογική σκέψη 27 της ΟΔΑ (αναδιατύπωση)
Δεδομένου ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών και οι ανιθαγενείς που έχουν εκφράσει την επιθυμία να αιτηθούν διεθνή προστασία είναι αιτούντες διεθνή προστασία, θα πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις και να απολαύουν των δικαιωμάτων κατά την [οδηγία ΟΔΑ (αναδιατύπωση) και την οδηγία ΟΣΥ (αναδιατύπωση)]. Προς τούτο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταχωρίζουν το γεγονός ότι τα εν λόγω πρόσωπα αποτελούν αιτούντες διεθνή προστασία το ταχύτερο δυνατό.
Η «καταχώριση» της αίτησης είναι διαδικαστικό βήμα το οποίο εκτελεί η αρμόδια αρχή μετά την «υποβολή» της αίτησης, η οποία συνιστά, επομένως, προαπαιτούμενο για την καταχώρισή της. Ωστόσο, η καταχώριση της αίτησης δεν σημαίνει ότι η αίτηση έχει «κατατεθεί». Η αίτηση έχει «κατατεθεί» μόνο όταν έχουν εκπληρωθεί οι σχετικές διοικητικές διατυπώσεις (βλ. κατωτέρω)[6].
Στην προκειμένη περίπτωση, η μητέρα του ανηλίκου εξέφρασε ενώπιον του Δικαστηρίου την πρόθεσή της να υποβάλει αίτηση ασύλου για το παιδί της, γεγονός που φαίνεται, βάσει των ανωτέρω κατευθυντήριων οδηγιών και της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας, να συνιστά υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας. Τα όποια νομικά ζητήματα ενδεχομένως δημιουργεί η θέση των αρμόδιων αρχών ότι δεν μπορούν να προχωρήσουν στην παραλαβή της αίτησης, λόγω της εκκρεμούσας προσφυγής της μητέρας, δε μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής αλλά θα μπορούσαν, να αξιολογηθούν σε άλλη διαδικασία.
Η αρχή της αποτελεσματικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων επιβάλλει στα κρατικά όργανα να διασφαλίζουν την πρόσβαση στις διοικητικές διαδικασίες που αποβλέπουν στη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των διοικουμένων. Η προστασία των αιτούντων άσυλο κατοχυρώνεται στο διεθνές, ενωσιακό και εθνικό δίκαιο. Η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 επιβάλλει στα κράτη να εξασφαλίζουν την πρόσβαση των αιτούντων στη διαδικασία ασύλου, ενώ η Οδηγία 2013/32/ΕΕ υποχρεώνει τα κράτη να διασφαλίζουν την ταχεία καταχώριση των αιτημάτων. Παρότι η Οδηγία δεν αναφέρεται ρητά στα Δικαστήρια, η γενική της αρχή επιβάλλει στα κρατικά όργανα να μην εμποδίζουν την πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου.
Το Δικαστήριο, ως θεσμικό όργανο της Δημοκρατίας, ενώπιον του οποίου εκφράστηκε τέτοια πρόθεση, δεν δύναται να αγνοήσει την εκφρασθείσα αυτή πρόθεση. Δεδομένου ότι η σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία επιτάσσει την καταγραφή κάθε υποβληθείσας αίτησης, τυχόν μη καταχώριση ή άρνηση εξέτασης θα μπορούσε να εγείρει νομικά ζητήματα ως προς τη συμμόρφωση των αρμόδιων αρχών με τις σχετικές υποχρεώσεις τους.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η έκφραση πρόθεσης της Αιτήτριας να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας για το ανήλικο τέκνο της συνιστά, σύμφωνα με την ενωσιακή και εθνική νομοθεσία, υποβολή αίτησης ασύλου. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να καταχωρίσουν και να εξετάσουν την αίτηση, σύμφωνα με τις επιταγές του διεθνούς, ενωσιακού και εθνικού δικαίου.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο παραπέμπει το ζήτημα στις αρμόδιες αρχές, καλώντας την Υπηρεσία Ασύλου να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την παραλαβή και εξέταση της αίτησης, σύμφωνα με τις αρχές της δίκαιης διαδικασίας και της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των αιτούντων διεθνή προστασία.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Ως εκ τούτου, για τους λόγους που εξηγώ ανωτέρω, η ενδιάμεση αίτηση ημερ. 19.11.2024 επιτυγχάνει μερικώς.
Εκδίδεται διάταγμα τροποποίησης, ως οι παραγράφοι 2, 3 (υποπαραγράφοι 4-9) και 4 (ως οι υποπαραγράφοι 6-14). Τροποποιημένη προσφυγή να καταχωριστεί εντός μίας εβδομάδας από σύνταξη και παραλαβή του διατάγματος τροποποίησης.
Η αίτηση για προσθήκη διαδίκου, ως το αιτητικό 1 της αίτησης απορρίπτεται.
Ενόψει του αποτελέσματος, καμία διαταγή για έξοδα.
Η υπόθεση ορίζεται για οδηγίες στις 09 Απριλίου 2025, ώρα 10:00.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. Παπασάββας ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 111, Μελέτης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1986) 3 Α.Α.Δ. 418, Κρητιώτης ν. Δήμου Πάφου (1986) 3 Α.Α.Δ. 322, Παπαδόπουλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973, Κοζάκος ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3566.
[2] https://www.prevedourou.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%B4%CE%AF%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%BF-%CF%84%CE%BF-%CE%AD%CE%BD%CE%BD%CE%BF/
[3] Βλ. σελ. 46 επ. https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-06/Asylum_Procedures_JA_EL.pdf
[4] EASO και Frontex, Πρακτικός οδηγός: Πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου, 2016, σ. 4.
[5] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Λεπτομερής επεξήγηση της τροποποιημένης πρότασης που συνοδεύει το έγγραφο Τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση) COM(2011) 319 τελικό, παράρτημα, σ. 3.
[6] J. Vedsted-Hansen, «Article 6 APD (recast)», στο K. Hailbronner και D. Thym (επιμ.), EU Immigration and Asylum Law: Commentary (2η έκδοση, C.H. Beck, Hart and Nomos, 2016), σ. 1306, και Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Λεπτομερής επεξήγηση της τροποποιημένης πρότασης ΟΔΑ (αναδιατύπωση), βλ. υποσημείωση 64, παράρτημα, σ. 3.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο