
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.7/23
14 Φεβρουαρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
R. M. S.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Φρ. Γέρου, Δικηγόρος για Αιτητή
Κα A. Καρλσιάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την τροποποιημένη προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.22/12/24, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, καθώς και της εκδοθείσας απόφασης επιστροφής, ως άκυρων, αντισυνταγματικών, παράνομων, και στερούμενων νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό (στο εξής ΛΔΚ), εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 04/10/22 και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 04/11/22 (ερ.1-4, 82-83, 51).
Στις 25/11/22 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.20-32). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.43-51) και στις 03/12/22 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε στις 22/12/22 και του μεταφράστηκε στη μητρική του γλώσσα (ερ.54, 3).
Επί της αιτήσεως ασύλου ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής λόγω απειλών θανάτου που δεχόταν από τον εργοδότη του, που ήθελε να τον εκδικηθεί για τον θάνατο του αδερφού του από δηλητηρίαση κατόπιν κατανάλωσης ενός ποτού που του είχε σερβίρει ο αιτητής.
Στη συνέντευξη που διενεργήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και έζησε στην πόλη Kinshasa μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής στις 03/10/22, ανήκει στη φυλή Ndinga, που εντάσσεται στην ευρύτερη εθνοτική ομάδα Mbunda, είναι άγαμος και άτεκνος, η μητέρα του απεβίωσε το 2005, δεν έχει επικοινωνία με τον πατέρα του από το έτος 2010, από το 2005 διέμενε με τη νεότερη αδερφή του στο σπίτι της θείας του, όταν ενηλικιώθηκε, διέμενε στην οικία του θείου του, σπούδαζε στο Εθνικό Ινστιτούτο Κτιρίων και Δημοσίων Έργων ως το 2022, οπότε αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του λόγω των απειλών που δεχόταν και εργαζόταν ως σερβιτόρος σε ένα νυχτερινό κέντρο στην κοινότητα Lemba της Kinshasa.
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ανέφερε ότι στοχοποιήθηκε από την οικογένεια του εργοδότη του διότι τον θεωρούσαν υπεύθυνο για τη δολοφονία του αδερφού του εργοδότη του. Ως ανέφερε ο αιτητής, στις 05/09/22, ενώ ολοκλήρωνε τη βάρδια του στο νυχτερινό μαγαζί που εργαζόταν, εισήλθε ο αδερφός του εργοδότη του και ο αιτητής του σέρβιρε ποτό και έφυγε. Την επόμενη ημέρα ο αιτητής ενημερώθηκε τηλεφωνικά από μέλος του προσωπικού ασφαλείας της οικίας του αδερφού του εργοδότη του ότι ο τελευταίος είχε αποβιώσει λόγω κατανάλωσης δηλητηριασμένου ποτού, σύμφωνα με τη σχετική ιατρική αναφορά και συγκεκριμένα λόγω κατανάλωσης του ποτού που είχε σερβίρει ο αιτητής στον αδερφό του εργοδότη του το προηγούμενο βράδυ. Κατόπιν, ο θείος του αιτητή τον συμβούλεψε να μεταβεί σε κάποιο ασφαλές μέρος μέχρι να συγκεντρώσουν περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το περιστατικό και ο αιτητής μετέβη στην οικία ενός φίλου του. Εν συνεχεία, τα μέλη της οικογένειας του εργοδότη του αιτητή μετέβησαν στην οικία του θείου του και κατά την αντιπαράθεση που ακολούθησε τραυμάτισαν τον θείο του αιτητή και τον ιδιοκτήτη της οικίας που παρενέβη, με αποτέλεσμα αμφότεροι να νοσηλευθούν για μία εβδομάδα. Η αστυνομία συνέλαβε ένα από τα μέλη της οικογένειας του εργοδότη, ο οποίος εν συνεχεία αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση.
Κατόπιν της λήξης της νοσηλείας του, ο θείος του αιτητή αποφάσισε να υποβάλλει μήνυση κατά των μελών της οικογένειας του εργοδότη και ο αιτητής μετέβη στην οικία του για να τον βοηθήσει να συμπληρώσει το σχετικό έντυπο. Ενώ ο αιτητής επέστρεφε μαζί με έναν εξάδελφό του στην οικία του φίλου του, όπου διέμενε, δέχθηκε επίθεση από τέσσερα άτομα που φορούσαν μάσκες, τα οποία απήγαγαν τον εξάδελφο του αιτητή, ενώ ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει και μετέβη στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα χωρίς όμως να λάβει κάποια βοήθεια, καθώς ο μοναδικός αστυνομικός υπάλληλος που βρισκόταν εκεί δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη θέση του. Ακολούθως ο αιτητής διέμεινε στην οικία ενός άλλου θείου, ο οποίος έμενε στην ίδια περιοχή. Το επόμενο πρωί ο αιτητής μετέβη εκ νέου στο αστυνομικό τμήμα και υπέβαλε αναφορά για την απαγωγή του εξαδέλφου του, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος λίγες μέρες μετά, καθώς αρνήθηκε ότι είχε συγγένεια με τον αιτητή. Ακολούθως, στις 03/10/22, οι θείοι του αιτητή επισκέφτηκαν μαζί με ένα ακόμα άγνωστο άτομο τον αιτητή, τον οποίο ο αιτητής δεν γνώριζε, και αφού του έδωσαν τα ταξιδιωτικά του έγγραφα τον συνόδεψαν στο αεροδρόμιο απ’ όπου ο αιτητής αναχώρησε.
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις ο αιτητής δήλωσε ότι ο εργοδότης του υπέβαλε μήνυση κατά του ιδίου και του θείου του, ως κηδεμόνα του αιτητή και όταν ο θείος του επέστρεψε από το νοσοκομείο, βρήκε μία ειδοποίηση από το Δικαστήριο του Matete, την οποία ο αιτητής ουδέποτε είδε αλλά ενημερώθηκε από τον εξάδελφό του του ότι επρόκειτο για κλήση με την οποία ο αιτητής και ο θείος του εγκαλούνταν στο Δικαστήριο στις 13/09/22. Κατόπιν ο αιτητής δήλωσε ότι ούτε ο ίδιος ούτε ο θείος του παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο κατά την ανωτέρω ημερομηνία. Ερωτηθείς πώς κατάφερε να εγκαταλείψει τη χώρα εφόσον εκκρεμούσε μήνυση εναντίον του, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι έφυγε από τη χώρα αργά τη νύχτα και φορούσε καπέλο και μάσκα προσώπου, προσθέτοντας ότι ο έλεγχος των ταξιδιωτικών εγγράφων του δεν διεκπεραιώθηκε από τον ίδιο αλλά από άλλο, άγνωστο στον ίδιο, άτομο που τον συνόδευε.
Ερωτηθείς εάν προσπάθησε σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή να επικοινωνήσει με τον εργοδότη του προκειμένου να του υποβάλλει την δική του εκδοχή και να καταλάβει για ποιο λόγο τον κατηγορούσαν άδικα, ο αιτητής απάντησε αρνητικά, προβάλλοντας ως λόγο αρχικά ότι δεν είχε χρόνο και ακολούθως, σε επόμενη ερώτηση, ανέφερε ότι δεν είχε κινητό τηλέφωνο, ότι δεν έβγαινε έξω για λόγους ασφαλείας και δεν θυμόταν τον αριθμό του τηλεφώνου του εργοδότη του. Ερωτηθείς εάν σκέφτηκε να μετακομίσει πρώτα σε κάποια άλλη περιοχή προτού φύγει από τη χώρα, ο αιτητής απάντησε αρνητικά, λέγοντας ότι ο θείος του ήταν εκείνος που οργάνωσε τα πάντα εν αγνοία του ιδίου.
Ερωτηθείς τι θα μπορούσε να του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής ο αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει για τι είναι ικανά τα μέλη της οικογένειας του εργοδότη του και ότι φοβάται ότι αν τον συναντήσουν στη χώρα καταγωγής του μπορούν να τον σκοτώσουν καθώς είναι πεπεισμένοι ότι εκείνος είναι που δολοφόνησε τον αδερφό του εργοδότη του. Ερωτηθείς πως θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν, ο αιτητής απάντησε ότι η εν λόγω οικογένεια περιλαμβάνει πολλά μέλη και θα είναι δύσκολο να τους αποφύγει όλους σε περίπτωση επιστροφής του και πως, αν επιστρέψει, θα καταλήξει νεκρός διότι είναι ανεπιθύμητος εκεί. Ερωτηθείς τέλος εάν πιστεύει ότι θα μπορούσε να επιστρέψει και να εγκατασταθεί με ασφάλεια σε κάποια άλλη πόλη όπως επί παραδείγματι το Lubumbashi, ο αιτητής απάντησε ότι η πόλη Lubumbashi δεν είναι ασφαλής, ενώ, σε διευκρινιστική ερώτηση, προσέθεσε ότι η εν λόγω πόλη δεν είναι ασφαλής σε σύγκριση με την Κύπρο και ότι στο Lubumbashi μπορεί να συλληφθεί ανά πάσα στιγμή λόγω της εκκρεμούσας υπόθεσης εναντίον του.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε ο αιτητής εντόπισαν και αξιολόγησαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.
1. Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπο διαμονής του αιτητή
2. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής διότι στοχοποιήθηκε από την οικογένεια του εργοδότη του, καθώς κατηγορήθηκε ότι αυτός ευθύνεται για τον θάνατο του αδερφού του εργοδότη του
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο εκ των ως άνω ισχυρισμών, απέρριψαν όμως τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό ως αναξιόπιστο.
Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι αυτός στερείται εσωτερικής συνοχής ενόψει της αοριστίας, ασάφειας, έλλειψης συνέπειας, ευλογοφάνειας αλλά και γενικότητας των δηλώσεων του αιτητή. Συγκεκριμένα, ως κρίθηκε, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με τον λόγο που στοχοποιήθηκε από την οικογένεια του εργοδότη του, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει για ποιο λόγο ενημερώθηκε σχετικά με την ύπαρξη της ιατρικής αναφοράς του θανάτου του αδερφού του εργοδότη του από κάποιο άτομο που εργαζόταν για τον τελευταίο και όχι από την ίδια την οικογένεια του θανόντος και δεν ήταν σε θέση να εξειδικεύσει με συγκεκριμένες πληροφορίες τον λόγο για τον οποίο ο ίδιος και ο θείος του δεν παρουσιάστηκαν ενώπιον των δικαστικών αρχών, κατόπιν υποβολής μήνυσης εναντίον τους, αναφέροντας ότι δεν ενημερώθηκε για την κλήτευση του Δικαστηρίου. Βάσει δε των ισχυρισμών του αιτητή για την εκκρεμούσα δικαστική διαδικασία εναντίον του, κρίθηκε ότι στερούνταν συνοχής οι δηλώσεις του αναφορικά με την αναχώρησή του από τη χώρα χωρίς να αντιμετωπίσει προβλήματα παρά την εκκρεμούσα υπόθεση εναντίον του.
Επιπλέον, ως κρίθηκε, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξειδικεύσει τις δηλώσεις του σχετικά με το επάγγελμα του ατόμου που τον βοήθησε να αναχωρήσει από τη χώρα και, ερωτηθείς εάν προσπάθησε σε οποιαδήποτε στιγμή να εξηγήσει στον εργοδότη του ότι δεν ήταν υπεύθυνος για τη δηλητηρίαση του αδερφού του, ο αιτητής απάντησε με ασαφή τρόπο, δηλώνοντας ότι δεν είχε χρόνο για αυτό, ότι δεν είχε μαζί του τη συσκευή του κινητού του τηλεφώνου και ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί απ’ έξω τον τηλεφωνικό αριθμό του εργοδότη του, δηλώσεις που κρίθηκαν γενικόλογες και μη ευλογοφανείς. Τέλος, ερωτηθείς εάν αναλογίστηκε να μεταβεί σε κάποια άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής του προτού αναχωρήσει οριστικά από αυτή, ο αιτητής απάντησε με μη συνεκτικό τρόπο, καθότι, ενώ ανέφερε αρχικά ότι δεν είχε ενημερωθεί για την αναχώρησή του από τη χώρα, η οποία είχε κανονιστεί από τους θείους του, εν συνεχεία ανέφερε ότι συναίνεσε γι’ αυτό και - τέλος - δεν εξήγησε για ποιο λόγο θεωρεί ότι θα εντοπιστεί από την οικογένεια του θανόντος αν επιστρέψει σε άλλη πόλη.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, μετά από έρευνα σε διαθέσιμες σχετικά πληροφορίες, κρίθηκε πως, παρότι επιβεβαιώνεται η ύπαρξη περιστατικών δηλητηριάσεων στη Λ.Δ.Κ., εντούτοις, ενόψει της μη πλήρωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτητή, ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Στη βάση των ως άνω ευρημάτων, δεδομένου του προφίλ του αιτητή, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται εύλογος βαθμός πιθανότητας, ο αιτητής να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του. Αναφορικά ειδικώς με το αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, ομοίως, κατέληξαν ότι δεν υφίσταται κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας ο αιτητής κατά την επιστροφή του, καθώς στην Κινσάσα δεν παρατηρείται αδιάκριτη βία σε υψηλό επίπεδο, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες.
Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Σημειώνεται ότι η παρούσα είχε καταχωριστεί αρχικώς από τον αιτητή προσωπικά και ακολούθως διόρισε δικηγόρο, ο οποίος, κατόπιν σχετικής αιτήσεως και διατάγματος του Δικαστηρίου, καταχώρησε τροποποιημένη προσφυγή.
Στην αγόρευση του ο αιτητής αναφέρει ότι στερήθηκε του δικαιώματος του να διακριβώσει κατά πόσο τα διαμειφθέντα στη συνέντευξη καταγράφηκαν επακριβώς και ολοκληρωμένα στο επίδικο πρακτικό της συνέντευξης, το οποίο είναι στην αγγλική γλώσσα και όχι στα Lingala, που είναι η μητρική γλώσσα του αιτητή και σ’ αυτήν διεξήχθη η συνέντευξη. Στη συνέχεια ο αιτητής, με αναφορές σε συγκεκριμένα σημεία του πρακτικού της συνέντευξης και των αντίστοιχων επ’ αυτών ευρημάτων των καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση, διατείνεται ότι τα όσα ο αιτητής ανέφερε διατηρούσαν συνοχή, λεπτομέρειες και επαρκείς πληροφορίες και - στα σημεία όπου εντοπίστηκαν κενά - θα έπρεπε οι καθ’ ων η αίτηση να προβούν σε περαιτέρω σχετικές ερωτήσεις. Ειδικώς αναφορικά με το ότι δεν ήταν σε θέση ο αιτητής να παρέχει ιατρικό πιστοποιητικό (ότι ο αδελφός του εργοδότη του κατ’ ισχυρισμό δηλητηριάστηκε) αναφέρει ότι είναι εύλογο υπό τις περιστάσεις να μην το είχε στην κατοχή του. Ομοίως, επί όλων των άλλων σημείων στα οποία κάνει αναφορά ο αιτητής, αντικρούει τα σχετικά ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση, επί των οποίων βασίστηκε η απόρριψη του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, αναφέροντας ότι τα κενά και οι ελλείψεις, ως αυτές κρίθηκαν,
ήταν απολύτως εύλογες υπό τις περιστάσεις και δεν αφαιρούν από την συνοχή και αξιοπιστία των λεγομένων του.
Στη βάση των ως άνω, κατόπιν παράθεσης του νομικού πλαισίου, ο αιτητής αναφέρει ότι εν προκειμένω δεν έγινε δέουσα έρευνα, με αποτέλεσμα η επίδικη απόφαση να ληφθεί υπό καθεστώς πλάνης, είναι σε κάθε περίπτωση αναιτιολόγητη και θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο αιτητής χρήζει διεθνούς προστασίας.
Οι καθ' ων η αίτηση, στην ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη αγόρευση τους, αντιτάσσουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή έχει δεόντως δικογραφηθεί και ουδείς αναπτύσσεται επαρκώς και δια τούτο θα πρέπει να απορριφθούν άπαντες ως ανεπίδεκτοι δικαστικής κρίσης, στη βάση σχετικής νομολογίας. Περαιτέρω αναφέρουν ότι η επίδικη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, δόθηκε δεόντως ευκαιρία στον αιτητή να αναφέρει όσα επιθυμούσε κατά τη συνέντευξη, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα της υπόθεσης, η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή, εδράζεται επί ορθών ευρημάτων σε σχέση με την αξιοπιστία των ισχυρισμών του και – σε κάθε περίπτωση - δεν συντρέχει ανάγκη διεθνούς προστασίας.
Σημειώνω ότι στην απαντητική αγόρευση του, που καταχωρήθηκε από τη νέα δικηγόρο του αιτητή, αναπτύσσονται μόνο ισχυρισμοί σχετικά με την αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την προσβαλλόμενη απόφαση σε συνάρτηση με το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού που συνέταξε την επίδικη έκθεση, οι οποίοι, κατόπιν προσκόμισης από τους καθ’ ων η αίτηση σχετικής βεβαίωσης αναφορικά με το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού, ήτοι ότι αυτός ήταν λειτουργός ορισμένου χρόνου, αποσύρθηκαν ρητά κατά τις διευκρινήσεις, κατόπιν ρητής παραδοχής από την ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή ότι η λειτουργός που συνέταξε την επίδικη έκθεση ήταν λειτουργός ορισμένου χρόνου και συνεπώς η επίδικη απόφαση λήφθηκε αρμοδίως (βλ. ερ.43, 53, 51).
Αναφορικά κατ’ αρχήν με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι στερήθηκε του δικαιώματος του να εξακριβώσει κατά πόσο καταγράφηκαν οι ισχυρισμοί του στο πρακτικό με ακρίβεια, κατά πόσο αποτυπώθηκε το ακριβές νόημα των λεγομένων του και του κατά πόσο αυτά διαφοροποιήθηκαν, παρατηρώ ότι, ως προκύπτει από το ερ.21, το σύνολο του πρακτικού όπου καταγράφηκαν τα διαμειφθέντα κατά τη συνέντευξη διαβάστηκαν στον αιτητή και ερωτήθηκε δεόντως αν αποτελούν πιστή καταγραφή όσων ειπώθηκαν, όπου ο αιτητής επιβεβαίωσε τούτο. Άλλωστε, ως η σχετική πρόνοια του αρ.18 (2Α) (iii) του Νόμου, η υποχρέωση των καθ’ ων η αίτηση είναι να «παρέχ[ουν] την ευκαιρία στον αιτητή να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις ή/και να παράσχει διευκρινίσεις προφορικά ή/και γραπτώς σε σχέση με τυχόν εσφαλμένες μεταφράσεις ή παρερμηνείες που περιλαμβάνονται στην γραπτή έκθεση ή στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης, στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης». Εν προκειμένω αυτό έγινε. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ρητή πρόνοια για παροχή στον αιτητή του κειμένου γραπτώς, στη μητρική του γλώσσα.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι, ενόψει και της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των γεγονότων και των νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν, θεωρώ ότι ισχυρισμοί περί στέρησης διαδικαστικών δικαιωμάτων, ως εν προκειμένω αναφέρονται, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου του ότι το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να ασκήσει πρωτογενή κρίση. Αν ο αιτητής ήθελε να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία προς στήριξη της παρούσης ή για να προσθέσει κάποιο ισχυρισμό που θεωρεί ότι δεν καταγράφηκε δεόντως, θα μπορούσε να το πράξει με το κατάλληλο δικονομικό διάβημα. Εντούτοις ουδέν έπραξε. Αντιθέτως ο αιτητής κάνει ευρύτατες αναφορές στα καταγεγραμμένα στο επίδικο πρακτικό, εκ των οποίων μάλιστα, ως εισηγείται, θα έπρεπε οι ισχυρισμοί του ως καταγράφηκαν να γίνουν δεκτοί ως αξιόπιστοι. Συνεπώς οι ανωτέρω αιτιάσεις δεν μπορεί παρά να απορριφθούν ως, σε κάθε περίπτωση, αλυσιτελείς.
Δεδομένου ότι οι λοιποί ισχυρισμοί που προωθεί ο αιτητής σε σχέση με μη δέουσα έρευνα, αναιτιολόγητο και πλάνη συμπλέκονται και συνδέονται άρρηκτα με την επί της ουσίας ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης θα εξεταστούν μαζί με αυτή.
Προχωρώ λοιπόν με αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και ισχυρισμών.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω με την κατάληξη τους επί της αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή, καθώς τα όσα ανέφερε επί τούτου, ως και οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν λεπτομερώς στα ερ.46-47, στερούνταν κάθε ψήγματος εύλογα αναμενόμενης λεπτομέρειας ή βιωματικού στοιχείου αλλά και ευλογοφάνειας και έβριθαν κενών και αντιφάσεων, εκ των οποίων πλήττεται αναπόφευκτα και η αξιοπιστία τους. Δεν έχω τίποτε λοιπόν να προσθέσω στα όσα στην επίδικη έκθεση αναφέρονται σχετικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, ο οποίος αποτελεί και τον πυρήνα του αιτήματος του, καθώς, ως προκύπτει αβίαστα από το πρακτικό της επίδικης συνέντευξης, εκ του αφηγήματος του αιτητή ελλείπουν σε όλη του την έκταση λεπτομέρειες, ευλογοφάνεια και συνοχή. Οι δε απαντήσεις που έδωσε στις διευκρινιστικές ερωτήσεις που υποβλήθηκαν παρουσιάζουν ουσιώδη και σημαντικά κενά, ελλείψεις και αοριστίες, οι οποίες πλήττουν αναπόφευκτα την εσωτερική συνοχή των δηλώσεων του.
Σημειώνω επιγραμματικά ότι ο αιτητής, παρότι παραθέτει ένα εκ πρώτης όψεως πλούσιο αφήγημα για τη νύχτα που κατ’ ισχυρισμό απεβίωσε ο αδελφός του αφεντικού του και τα όσα ακολούθησαν, εντούτοις, σε πολλά και καίρια αυτού, απέτυχε να αναφέρει πλήρη, συνεκτική, ευλογοφανή παράθεση μικρών σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που αυτός παραθέτει. Αυτές οι ζητούμενες λεπτομέρειες - που εδώ ελλείπουν χαρακτηριστικά από το αφήγημα του αιτητή - θα μπορούσε να είναι το περιεχόμενο στης συζήτησης με τον νυχτοφύλακα του μαγαζιού, που την επόμενη μέρα ενημέρωσε, ως αυτός ισχυρίζεται, τον αιτητή για τον θάνατο του αδελφού του αφεντικού του, τι ειπώθηκε κατά την επίθεση στο σπίτι του θείου του και κατά την επίθεση όπου κατ’ ισχυρισμό απήχθη ο ξάδελφος του, τι του είπε αυτός όταν ελευθερώθηκε, τι έλαβε χώρα κατά τον χρόνο που αυτός κρατούνταν από τους απαγωγείς του, πως κατάφερε το άτομο που διευθέτησε το ταξίδι του στα κατεχόμενα να παρακάμψει τον έλεγχο στο αεροδρόμιο, δεδομένου ότι - ως ο ίδιος ανέφερε - εκκρεμούσε εναντίον του κλήση στο Δικαστήριο, με την οποία δεν συμμορφώθηκε και πως πέρασε τον χρόνο του από το συμβάν της 1ης επίθεσης κατά του θείου του μέχρι που, ένα μήνα μετά, έφυγε από τη χώρα. Περαιτέρω δεν βρίσκω, ως θέμα κοινής λογικής και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ευλογοφανή τον ισχυρισμό του αιτητή ότι το ιατρικό πόρισμα για τον θάνατο του αδελφού του αφεντικού του βγήκε το ίδιο βράδυ του θανάτου του, και μάλιστα προτού αυτός αποβιώσει (ερ.24) αλλά και το ότι ο θείος του αιτητή αποφάσισε, χωρίς καμία κατ’ ουσία άλλη προσπάθεια να εξευρεθεί λύση στο κατ’ ισχυρισμό ζήτημα που προέκυψε. Αξίζει να σημειωθεί και το ότι, ιδωμένα ξεχωριστά και απομονωμένα από το σύνολο των λεγομένων του τα τρωτά σημεία του αφηγήματος του αιτητή, ως και ο σχετικός σχολιασμός επί σημείων που γίνεται στην αγόρευση του αιτητή (σελ.3-6), ενδεχομένως να οδηγούσε σε διαφορετική κατάληξη, ως και ο συνήγορος του εισηγείται. Όμως ο σωρευτικός αντίκτυπος των ως άνω ελλείψεων, σε διαφορετικά και καίρια σημεία των όσων εξιστόρησε ο αιτητής σχετικά, ως ανωτέρω καταγράφονται, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού ως αναξιόπιστου.
Δεδομένης εν προκειμένω της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων δεν θεωρώ ότι ήταν απαραίτητη η αναζήτηση πληροφορίων (ΠΧΚ) για την εξωτερική συνοχή και εκ του περισσού έγινε από τους καθ’ ων η αίτηση. Σχετικώς, στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.132, αναφέρεται ότι η αναζήτηση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) «ενδέχεται να μην είναι απαραίτητ[η] σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής ή μη ικανοποιητικής επεξήγησης αποκλίσεων ή παραλλαγών σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης ή, ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής ως απαράδεκτης.».
Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι πληροφορίες που παρατίθενται στα πλαίσια εξέτασης εξωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή, που αφορούν κατ’ ουσία στατιστικά στοιχεία σχετικά με την θνησιμότητα στη χώρα καταγωγής από δηλητηριάσεις, ουδόλως προσθέτουν στην αξιολόγηση που έγινε και ολίγον θα μπορούσαν σε κάθε περίπτωση να επηρεάσουν τα τελικά ευρήματα επί της αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, αφού - ακόμα και αν αυτά τα στατιστικά καταδείκνυαν υψηλούς αριθμούς δηλητηριάσεων (που δεν θεωρώ ότι είναι) - δεν θα μπορούσαν να ενισχύσουν την αξιοπιστία των λεγομένων του ή να ανατρέψουν την κατά τ’ άλλα τρωθείσα εσωτερική συνοχή των ισχυρισμών του αιτητή.
Απομένει εν προκειμένω μια επικαιροποιημένη αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Κινσάσα).
Έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, αναφέρει ότι «[η] Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ένοπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα».[1] Σε σχέση με την Κινσάσα δεν ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν δράση ενόπλων φορέων και την ύπαρξη κάποιας σύγκρουσης.[2]
Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας, κατά την περίοδο 09/12/2023 - 06/12/2024 στην επαρχία Kinshasa καταγράφηκαν συνολικά 106 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 154 απώλειες σε αμάχους. Πρόκειται συγκεκριμένα για 4 μάχες (με 5 απώλειες σε αμάχους), 10 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 17 απώλειες), 62 διαδηλώσεις (με 0 απώλειες) και 30 εξεγέρσεις (με 132 απώλειες σε αμάχους) ενώ δεν καταγράφεται κανένα περιστατικό απομακρυσμένης βίας[3]. Ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα ανέρχεται σήμερα περί τα 17 εκατομμύρια κατοίκων. [4]
Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή, ενόψει της απόρριψης του αφηγήματος του, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[5] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN). Δεν παραβλέπω ότι ενδεχομένως να προκύψουν κίνδυνοι για τον αιτητή, όμως, ως στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».
Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.
Η διαδικασία εξέτασης της αίτησης αλλά και όσα περιλαμβάνονται στην επίδικη απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς τεκμηριωμένα, προϊόντα επαρκούς έρευνας του συνόλου των υποβληθέντων στοιχείων, υπαγωγής τους στο σχετικό νομικό πλαίσιο και είναι πλήρως αιτιολογημένα αλλά και ορθά επί της ουσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[2] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/, καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html, USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf, και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congο, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[3] ACLED EXPLORER, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 09/12/2023 - 06/12/2024, ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa -DRC –Kinshasa ), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard(ημ. πρόσβασης 03/12/2024).
[4] Macrotrends.net, Kinshasa population, 2024, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[5] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο