Ε. Ν. Ν. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.7/24, 12/2/2025
print
Τίτλος:
Ε. Ν. Ν. D. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.7/24, 12/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.7/24

 

12 Φεβρουαρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ε. Ν. Ν. D.

                                                                                                            Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, δικηγόροι για Αιτήτρια

Κος Ι. Γεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η 

Αίτηση ημ.26/07/24 για Προσαγωγή Μαρτυρίας

 

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.28/12/23, η οποία της επιδόθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α) και απόφαση του Δικαστηρίου επί της ουσίας, που να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση (Αιτητικό Β).

Μετά την καταχώρηση ενστάσεως από τους καθ’ ων η αίτηση η αιτήτρια καταχώρησε στις 26/07/24 την παρούσα αίτηση, δια της οποίας αιτείται την προσαγωγή μαρτυρίας με το περιεχόμενο που περιγράφεται στην ένορκη δήλωση (στο εξής ΕΔ) που τίθεται προς υποστήριξη αιτήσεως.

Η ενόρκως δηλούσα, αιτήτρια στην με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγή, αναφέρει ότι η μαρτυρία που επιθυμεί να προσαγάγει, που περιέχεται αυτούσια στην προτεινόμενη να καταχωρηθεί ένορκη δήλωση της αιτήτριας (στο εξής ΠΕΔ), η οποία συνάπτεται ως Τεκμήριο Α στην ΕΔ, αφορά σε ένταλμα σύλληψης ημ.03/02/20 (Τεκμήριο 1 ΠΕΔ) «το οποίο εκκρεμεί εναντίον [της] σήμερα», εκ του οποίου - ως αναφέρει - αποδεικνύεται ότι δέχεται δίωξη από τις Αρχές της χώρας της λόγω συμμετοχής της σε συγκεντρώσεις της οργάνωσης SCNC, για το οποίο έλαβε γνώση από την αδελφή της όταν εισήλθε στη Δημοκρατία το 2020, στο οποίο κάνει αναφορά - ως ισχυρίζεται - στο ερ.26 (πρακτικό συνέντευξης) αλλά εντούτοις δεν το είχε στην κατοχή της τότε (παρ.3, 4, 6 ΕΔ). Περαιτέρω επιθυμεί να προσαγάγει απόκομμα από την ημερήσια εφημερίδα «Guardian Post», της χώρας της, ημ.13/02/20 (Τεκμήριο 2 ΠΕΔ), όπου - ως αναφέρει - σε σχετικό άρθρο κατονομάζεται η ίδια και γίνεται αναφορά στο ένταλμα σύλληψης που εκκρεμεί εναντίον της, τη συμμετοχή, τη σύλληψη, κράτηση, βασανισμό και μετέπειτα απόδραση της και το οποίο - ομοίως με το Τεκμήριο 1 - δεν είχε στην κατοχή της κατά τη συνέντευξη αλλά ούτε κατά τον χρόνο καταχώρησης της παρούσης προσφυγής (παρ.5, 6 ΕΔ). Ως περαιτέρω αναφέρει, τα ως άνω Τεκμήρια, τα οποία αναζήτησε μετά από συμβουλή της δικηγόρο της, περιήλθαν στην κατοχή της αιτήτριας στις 08/07/24, μέσω της αδελφής της, η οποία τα έστειλε με εταιρία ταχυμεταφορών (μήνυμα από την εν λόγω εταιρία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 3, παρ.7 ΕΔ). Στις λοιπές παράγραφούς της ΕΔ (παρ.8-18) η αιτήτρια παραθέτει αμιγώς νομικούς επί της παρούσης αιτήσεως ισχυρισμούς, οι οποίοι επαναλαμβάνονται και στην αγόρευση που καταχώρησε και οι οποίοι θα αναφερθούν αμέσως πιο κάτω. Η ΠΕΔ αποτελείται από εν πολλοίς αυτολεξεί επανάληψη των ως άνω.

Στην αγόρευση η συνήγορος της αιτήτριας, κάνοντας πλούσιες αναφορές στη νομοθεσία, νομολογία και βιβλιογραφία, εισηγείται ότι πληρούνται εν προκειμένου οι προϋποθέσεις που τίθενται προκειμένου να επιτραπεί προσαγωγή μαρτυρίας, καθώς προσδιορίζεται με εύλογη ακρίβεια, δεν αποτελείται από καινοφανείς ισχυρισμούς αλλά είναι προέκταση και συνδέεται με τα λεγόμενα της αιτήτριας στη συνέντευξη (ερ.26), δρα ως ενισχυτική των ισχυρισμών της, θα υποβοηθήσει το έργο του Δικαστηρίου και την ορθή απονομή δικαιοσύνης και είναι γι’ αυτό σχετική και αναγκαία για την πλήρη εξέταση της προσφυγής, δεδομένου ότι εκ των Τεκμηρίων των οποίων ζητείται προσαγωγή, τεκμηριώνεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της θα υποστεί δίωξη και/ή σοβαρή βλάβη, ως αναφέρει. Σχετικά με τον χρόνο καταχώρησης της παρούσης αναφέρει ότι ουδεμία καθυστέρηση υπάρχει καθώς η αιτήτρια προέβη στην καταχώρηση της ευθύς μόλις έλαβε στην κατοχή της τα Τεκμήρια και σημειώνει ότι - ένεκα του εξεταστικού συστήματος που ισχύει στην παρούσα διαδικασία - το Δικαστήριο δύναται να ζητήσει την προσκόμιση μαρτυρία σε οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

Τα ανωτέρω συνοψίζουν την μαρτυρία για την οποία ζητείται άδεια να προσαχθεί και τα επ’ αυτού επιχειρήματα της αιτήτριας.

Οι καθ’ ων η αίτηση ενίστανται στην αίτηση και αναφέρουν ότι η μαρτυρία της οποίας επιχειρείται προσαγωγή δεν αποτελείται από καινοφανή στοιχεία, τα οποία έρχονται σε αντίθεση - από πλευράς χρονικής τοποθέτησης - με τους ισχυρισμούς της στην επίδικη συνέντευξη, δεδομένου ότι - ως αναφέρουν - το Τεκμήριο 1 είναι ημ.03/02/20 ενώ η αιτήτρια τοποθετεί την εντολή σύλληψης της στις 19/01/19 (ερ.22). Επί του Τεκμηρίου 2 αναφέρουν ότι δεν φέρει καμία ένδειξη του χρόνου που φέρεται να συντάχθηκε ή και να δημοσιεύθηκε. Επί του Τεκμηρίου 3 αναφέρουν ότι - δεδομένου ότι ουδόλως προκύπτει εκ του περιεχομένου του ότι το δέμα στο οποίο αναφέρεται περιείχε τα Τεκμήρια 1 και 2 - ουδεμία αποδεικτική αξία έχει σχετικά με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας ότι στις 08/07/24 έλαβε τα εν λόγω Τεκμήρια. Αναφέρουν δε περαιτέρω ότι - σε κάθε περίπτωση - ουδόλως αιτιολογείται γιατί - δεδομένου ότι τα έγγραφα έχουν φερόμενο χρόνο σύνταξης κατά πολύ προγενέστερο της παρούσης αιτήσεως (Φεβρουάριο 2020), σύμφωνα με τα όσα η ίδια η αιτήτρια σχετικώς αναφέρει στην ΕΔ της, θα έπρεπε να πράξει έκτοτε τα δέοντα ώστε να τα εξασφαλίσει και προσκομίσει προηγουμένως ή - κατ’ ελάχιστο - κατά την καταχώρηση της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής, σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. Προς επίρρωση της θέσης τους για υπέρμετρη και αναιτιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώρηση της παρούσης οι καθ’ ων η αίτηση παρέπεμψαν στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-652/16 Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801.

Κατά την ακρόαση της παρούσης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών επανέλαβαν κατ’ ουσία τα όσα επί των αγορεύσεων τους αναφέρουν και τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να αναφέρω για σκοπούς αποφυγής επανάληψης πέραν ορισμένων τοποθετήσεων που δεν περιέχονταν στις αγορεύσεις τους.

Η συνήγορος της - προς αιτιολόγηση της καθυστέρησης - ανέφερε ότι, δεδομένου ότι «η αιτήτρια είχε φύγει κρυφά και κυνηγημένη από τη χώρα το τελευταίο πράγμα που είχε στο μυαλό της ήταν να εξασφαλίσει απόκομμα από την εφημερίδα» και πως δεν γνώριζε τις διαδικασίες και ζήτησε τα έγγραφα από πριν αλλά δεν κατάφερε να τα εξασφαλίσει. Η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, αφού υιοθέτησε την αγόρευση που καταχώρησαν, ανέφερε ότι επί της νομικής βάσης της αιτήσεως δεν γίνεται αναφορά στους νέους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω, και κάλεσε το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση ως στερούμενη του απαραίτητου δικαιοδοτικού υπόβαθρου, ζήτημα το οποίο άπτεται της δημοσίας τάξεως και ως τέτοιο εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως.

Έχω διέλθει με προσοχή του περιεχομένου της υπό κρίση αιτήσεως, της ΕΔ και ΠΕΔ, της ενστάσεως, των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών αλλά και της ενστάσεως επί της προσφυγής, όπου επισυνάπτονται τα έγγραφα που αφορούν την παρούσα υπόθεση.

Ξεκινώντας κατ’ αρχήν από τα όσα αναφέρθηκαν σχετικά με την μη περίληψη στην νομική βάση της αιτήσεως των νέων θεσμών πολιτικής δικονομίας, θεωρώ ότι, από τη στιγμή που ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, επί αιτημάτων προσαγωγής μαρτυρίας, ως το προκείμενο, υπάρχουν και εφαρμόζονται ειδικοί κανονισμοί, ήτοι οι καν.3 και 10 (α) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, οι οποίοι καθορίζουν το δικονομικό πλαίσιο και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες γίνεται δεκτή τέτοια μαρτυρία, η απουσία αναφοράς στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2023, οι οποίοι τυγχάνουν επικουρικής και μόνον εφαρμογής, σε σημεία στα οποία η διαδικασία δεν ρυθμίζεται ρητώς από τους κανονισμούς του παρόντος Δικαστηρίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποστερεί την παρούσα αίτηση από το δικαιοδοτικό υπόβαθρο της. Αυτό που όμως εντοπίζω στη νομική βάση της αιτήσεως είναι ότι απουσιάζει οιαδήποτε αναφορά στους καν.3 και 10 (α) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

Στην απόφαση της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου Anaghara ν Κυπριακής Δημοκρατίας, Μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υπόθ. αρ 1507/15, ημ.04.07.2018, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Στην αναθεωρητική δικαιοδοσία, η ύπαρξη μεν νομικής βάσης, ήτοι της Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σε ενδιάμεση αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, αλλά η απουσία αναφοράς στον Κανονισμό 13 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, κρίθηκε ότι συνιστούσε μοιραία παράλειψη για την τύχη αιτήσεως, καθιστώντας αυτήν άκυρη, καθότι στερείτο του αναγκαίου δικονομικού δικαιοδοτικού υποβάθρου (υπόθ. αρ. 1144/08, Mohammad Kashif v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11.7.2008, υπόθ. αρ. 1405/09, Valentina Stoeva v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 10.11.2009, υπόθ. αρ. 1253/11, Imad Kahil κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2.12.2011, υπόθ. αρ. 617/2012, Imad Kahil ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 1.6.2012) .»

Στην αναφερόμενη και στην ως άνω απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.617/12, Imad Kahil ν. Δημοκρατίας, ημ.01/06/12, όπου εξετάστηκε το ζήτημα της μη συμπερίληψης στη νομική βάση της εκεί υπό κρίση αίτησης για ενδιάμεσο διάταγμα η μη καταγραφή του κ.13, είχαν αναφερθεί τα εξής:

«Η μη αναφορά στον Κανονισμό 13 κρίθηκε ως μοιραία παράλειψη για την τύχη αιτήσεων για ενδιάμεσα διατάγματα, στα πλαίσια προσφυγών, σε αριθμό πρωτοδίκων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στην Υπόθεση 1253/11, Imad Kahil κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 2.12.2011 (του ιδίου αιτητή) ο αδελφός Δικαστής κ. Ερωτοκρίτου απεφάσισε ότι η δικονομική παρατυπία, της μη αναφοράς στον Κανονισμό 13, οδηγούσε σε ακυρότητα και δεν μπορούσε να θεραπευθεί.  Στην Υπόθεση 1144/08, Mohammad Kashif v. Δημοκρατίας, ημερ. 11.7.2008 ο αδελφός Δικαστής κ. Ναθανάηλ είπε ότι η επίκληση των Κανονισμών 18 και 19 του προαναφερόμενου κανονισμού και του άρθρου 32 του Ν 14/60 δεν συνιστούν ορθό δικονομικό υπόβαθρο για αιτήσεις προσωρινών διαταγμάτων, σε προσφυγές.  Ο ορθός κανονισμός είναι ο Κανονισμός 13.  Στην Υπόθεση 1405/09, Valentina Stoeva v. Δημοκρατίας, ημερ. 10.11.2009 ο αδελφός Δικαστής κ. Παμπαλλής έκρινε ότι, κατ΄ αναλογία προς τις ενδιάμεσες αιτήσεις που καταχωρούνται στα πλαίσια αγωγών και στις οποίες απαραίτητα πρέπει να γίνεται αναφορά στο ορθό άρθρο ή άρθρα που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, έτσι και στις διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του προαναφερόμενου διαδικαστικού κανονισμού, θα πρέπει να αναγράφεται το ορθό άρθρο ή ο ορθός θεσμός στον οποίον βασίζεται η αίτηση.  Σε υποθέσεις όπως την παρούσα το νομικό υπόβαθρο για στήριξη της αίτησης είναι ο Κανονισμός 13 και επομένως αναφορά σ΄  αυτόν τον Κανονισμό είναι απαραίτητη, αλλιώτικα η αίτηση στερείται του απαραίτητου δικαιοδοτικού υποβάθρου και είναι άκυρη.»

Στην υπ. αρ.1320/09, Umer Abdul Satter v. Δημοκρατίας, ημ.03/11/09, στην οποία κάνει αναφορά και η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, λέχθηκαν τα εξής:

«Στις περιπτώσεις ενδιάμεσων αιτήσεων η αναφορά στο άρθρο και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, συνιστά όρο απαράβατο για την εγκυρότητα του δικονομικού πλαισίου της αίτησης. Σχετική παράλειψη καθιστά την αίτηση άκυρη, εκτός και αν η παράλειψη αφορά παρατυπία η οποία αποτελείται από παράλειψη συμμόρφωσης με τους θεσμούς, οπόταν η αίτηση μπορεί να διασωθεί κατ' εφαρμογή των προνοιών της Δ.64. Αν όμως η παράλειψη είναι θεμελιώδης, τότε δεν χωρεί διορθωτική παρέμβαση του Δικαστηρίου. (Βλ. Wunderlich και άλλων ν. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366 και στις εκεί αυθεντίες που η απόφαση του Εφετείου παραπέμπει).»

Τα ως άνω επιβεβαιώθηκαν και στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Δ. Δ. Δ. Π. Αρ.33/2023, Ghonima v. Δημοκρατίας, ημ.28/06/24, στην οποία αναφέρθηκε ότι «[είναι] πάγια δε η θέση της νομολογίας μας, ότι είναι δεδομένη η αναγκαιότητα επίκλησης και αναγραφής στο σώμα μιας ενδιάμεσης αίτησης της νομικής βάσης επί της οποίας αυτή εδράζεται, όπως απαιτεί εξάλλου η Διαταγή 48 (βλ. Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Badjinder Brav κ.ά. Πολιτική Έφεση Αρ. Ε. 235/2015, ημερομηνίας 25/7/2023).»

Επανερχόμενος τώρα στην υπό κρίση αίτηση παρατηρώ ότι στη νομική βάση της δεν γίνεται καμία αναφορά στον κ.10 (α) αλλά περιέχεται μια γενική αναφορά στο σύνολο των  περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, χωρίς εντούτοις να προσδιορίζεται συγκεκριμένος κανονισμός.

Στη βάση της ως άνω νομολογίας είναι κατάληξη μου ότι η έλλειψη που παρατηρείται στη νομική βάση της παρούσης αιτήσεως συνιστά θεμελιώδη, μη θεραπεύσιμη παράλειψη (άλλωστε ουδεμία προσπάθεια έγινε εκ της αιτήτριας προς αυτή την κατεύθυνση), καθώς, εφόσον το ζήτημα προσαγωγής μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου ρυθμίζεται δια συγκεκριμένου κανονισμού (κ.10) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 «η αναφορά στο άρθρο και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης, συνιστά όρο απαράβατο για την εγκυρότητα του δικονομικού πλαισίου της αίτησης» (βλ. απόφαση Umer, ανωτέρω). Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι η έλλειψη αυτή στην υπό κρίση αίτηση συνιστά «μοιραία παράλειψη για την τύχη αιτήσεως, καθιστώντας αυτήν άκυρη, καθότι στερείτ[αι] του αναγκαίου δικονομικού δικαιοδοτικού υποβάθρου» (βλ. απόφαση Anaghara, ανωτέρω).

Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου, παρότι παρέλκει η εξέταση οιουδήποτε άλλου ζητήματος, θεωρώ σκόπιμο, για σκοπούς πληρότητας, να αναφέρω και τα εξής επί της ουσίας της υπό κρίση αιτήσεως.

Επί της νομικής πτυχής παραθέτω τον κ.10 (α) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

«10. (α) Μετά την καταχώρηση της προσφυγής, νέα έγγραφα και/ή στοιχεία και/ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία προσκομίζεται μόνον κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, μετά από προφορικό αίτημα του αιτητή, νοουμένου ότι το Δικαστήριο ικανοποιείται-

(i) ότι πρόκειται για έγγραφα ή στοιχεία ή μαρτυρία, τα οποία άνευ δικής του υπαιτιότητας, ο αιτητής αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής του σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β), και

(ii) είναι συναφή με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.»

Παρεμφερώς με τα ως άνω, στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-652/16 Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, αναφέρεται ότι «[τ]ο άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, συνδυαζόμενο με την αναφορά σε ένδικο βοήθημα στο άρθρο 40, παράγραφος 1, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης περί μη χορηγήσεως διεθνούς προστασίας υπέχει καταρχήν την υποχρέωση να εξετάσει, ως «νέο διάβημα» και αφού ζητήσει την εξέτασή τους από την αποφαινόμενη αρχή, τους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας οι οποίοι, μολονότι σχετίζονται με τα γεγονότα ή τις απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, προβλήθηκαν εντούτοις για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαστήριο δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση αν διαπιστώσει ότι οι λόγοι αυτοί ή τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της προσφυγής ή δεν προβλήθηκαν κατά τρόπον αρκούντως συγκεκριμένο ώστε να μπορούν να εξεταστούν δεόντως, ή ακόμη, προκειμένου περί πραγματικών στοιχείων, αν διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι σημαντικά ή δεν διαφέρουν επαρκώς από τα στοιχεία που ήδη έλαβε υπόψη της η αποφαινόμενη αρχή.»

Επανερχόμενος στα ενώπιον μου στοιχεία, υπό το πρίσμα του ως άνω δικονομικού πλαισίου και της σχετικής νομολογίας, είναι κατάληξη μου ότι - πέραν της μοιραίας, ως ανωτέρω εξηγώ, ελλείψεως που παρατηρείται στη νομική βάση της υπό κρίση αιτήσεως - δεν πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση που τίθεται από τον κ.10 (α) (i) (ανωτέρω), καθώς ουδέν ετέθη προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία για την οποία ζητείται άδεια προσαγωγής αφορά στοιχεία «τα οποία άνευ δικής [της] υπαιτιότητας, [η αιτήτρια] αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής [της] σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β)». Τούτο γιατί, ως πολύ ορθά εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση στην αγόρευση του, ουδόλως εξηγείται γιατί η αιτήτρια δεν έπραξε τα δέοντα κατά τα τέσσερα έτη που βρισκόταν στη Δημοκρατία, περί τους 8 μήνες αφότου έλαβε την επίδικη απόφαση, δεδομένου ότι της δόθηκε η ευκαιρία να προσκομίσει έγγραφα (βλ. ερ.29) κατά τη συνέντευξη, προκειμένου να εξασφαλίσει και να προσαγάγει τα έγγραφα που επιχειρεί να προσκομίσει μέσω της υπό κρίση αιτήσεως προηγουμένως. Τα όσα δε επ’ αυτού αναφέρει ότι δεν τα είχε στην κατοχή της στη συνέντευξη και την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής και τα έλαβε στις 08/07/24 μέσω της αδελφής της (παρ.7 ΕΔ), μετά από συμβουλή του δικηγόρου της, λαμβανομένου υπόψη και του ότι, ως η ίδια αναφέρει, γνώριζε «για την ύπαρξη του εν λόγω εντάλματος σύλληψης» (παρ.4 ΕΔ), δεν αποκαλύπτουν τον λόγο της καθυστέρησης της αυτής και συνεπώς δεν αιτιολογούν το γιατί «αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής».

Ομοίως, τα όσα ανέφερε η συνήγορος της κατά την ακρόαση περί του ότι αναχώρησε από τη χώρα κρυφά και υπό δίωξη και το τελευταίο πράγμα που είχε στο μυαλό της αιτήτρια όταν έφευγε θα ήταν τα έγγραφα αυτά, παρότι εύλογα, αφορούν τον τότε χρόνο και δεν αιτιολογούν το διάστημα που έκτοτε παρήλθε, ήτοι περί των 4 ετών, προκειμένου η αιτήτρια να πράξει τα δέοντα ώστε να της σταλούν τα έγγραφα αυτά. Σημειώνω εδώ ότι, ως και στην Ahmedbekova (ανωτέρω) αναφέρεται «[…] το […] δικαστήριο δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση αν διαπιστώσει ότι οι λόγοι αυτοί ή τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της προσφυγής […]».

Αξίζει θεωρώ, παρεμφερώς να σημειωθεί ότι, ως αναφέρεται στο εγχειρίδιο «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», του EASO, σελ.54, «[τα] έγγραφα που έχει ο αιτών στη διάθεσή του δεν περιορίζονται στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του. Αντιθέτως, ο αιτών έχει στη διάθεσή του τα έγγραφα όταν εύλογα αναμένεται ότι μπορεί να τα λάβει (122). Ομοίως, σε μεταγενέστερες αιτήσεις, σύμφωνα με το αρ.16Δ (3) (ii) του Νόμου, απαιτείται - προκειμένου να κριθεί παραδεκτή η υποβαλλόμενη αίτηση ο αιτητής εξηγήσει γιατί, «άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία».

Όλες οι ως άνω πρόνοιες αποτελούν θεωρώ όψεις του ίδιου νομίσματος, καθώς - ως είναι απολύτως εύλογο - σε κάθε περίπτωση καθυστέρησης προσκόμισης ενός στοιχείου ή εγγράφου, πόσο δε μάλλον όταν - εξ αντικειμένου, ως εν προκειμένω - αφορά τον πυρήνα των όσων η αιτήτρια ανέφερε στην επίδικη διαδικασία, απαιτείται να εξηγείται ο λόγος για τον οποίον αυτό το στοιχείο δεν προσκομίστηκε προηγουμένως. Η αναζήτηση και προσκόμιση του εντάλματος σύλληψης και του άρθρου στο οποίο - σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της - γίνεται αναφορά στην ίδια, θα έπρεπε αναντίλεκτα να ήταν εκ των πρώτων μελημάτων της, ήδη από την άφιξη της αιτήτριας στη Δημοκρατία, η δε σημασία τους στην τεκμηρίωση των όσων αυτή αναφέρει δεν χρειάζεται γνώση των διαδικασιών για να γίνει αντιληπτή από αυτήν.

Είναι λοιπόν εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι, επιπροσθέτως της μοιραίας ελλείψεως του αναγκαίου δικαιοδοτικού υπόβαθρου της υπό κρίση αιτήσεως, δεν πληρούνται ούτε οι σωρευτικά τιθέμενες προϋποθέσεις που θέτει ο κ.10 (α), ώστε να δοθεί η ζητούμενη άδεια προσαγωγής μαρτυρίας. Τόσο οι ισχυρισμοί που καταγράφονται στην ΠΕΔ όσο και τα συνημμένα εκεί έγγραφα ήταν εις γνώση της αιτήτριας ήδη πολύ πριν από τη συνέντευξη αλλά και από την καταχώρηση της προσφυγής. Θα αναμενόταν λοιπόν - κατ’ ελάχιστο - να έπραττε τα δέοντα ώστε να τα είχε προσκομίσει, στη βάση του καν.3 (α), (β), κατά την καταχώρηση της προσφυγής και να κάνει αναφορά σ’ αυτά επί της προσφυγής.

Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι η ως άνω κατάληξη μου δεν στερεί την αιτήτρια της ευκαιρίας να προσκομίσει τα στοιχεία αυτά, δεδομένου ότι - σε περίπτωση που η με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγή απορριφθεί - η αιτήτρια θα εξακολουθεί να έχει στη διάθεση της το διάβημα της μεταγενέστερης αιτήσεως, προκειμένου, αν επιθυμεί, να προσκομίσει τα στοιχεία και έγγραφα αυτά, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο αρ.16Δ του Νόμου.

Τα ως άνω σφραγίζουν αναπόφευκτα και την τύχη της παρούσης αιτήσεως.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Έξοδα €300, καταβλητέα κατά το τέλος της διαδικασίας, επιδικάζονται υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

Η προσφυγή ορίζεται για οδηγίες στις 17/02/25, 8:15 π.μ..

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο