
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υποθ. Αρ.: 710/2024
19 Φεβρουαρίου 2025
[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με τo άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
H.B.B.N. , ARC : {…} εκ {…}, Παραλίμνι
Αιτητής
-και-
1.Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Γενικού Εισαγγελέα
2. Υπουργείου Εσωτερικών μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Μ. Αντρέου (κα), για Κύπρο Αντρέου Δ.Ε.Π.Ε. Δικηγόρος για τον Αιτητή.
Ν. Κουρσάρης, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.
O Αιτητής παρών. Παρούσα η κα Ζ. Αγαπίου για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντιστρόφως.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Αιτητής αιτείται δήλωσης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 23/1/2024, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 23/2/2024 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 και είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος .
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που βρίσκονται ενώπιον μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος Κονγκό και στις 09/11/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχόμενων εδαφών στις 18/10/2021. Στη 21/12/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 22/01/2024 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή. Στις 23/01/2024 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Την 23/02/2024 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή αυθημερόν. Στις 28/02/2024 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι ο Αιτητής προέβαλε μέσω της αίτησης πολλούς λόγους ακυρώσεως, ωστόσο όλοι προβάλλονται με γενικό και αόριστο τρόπον κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (βλ. Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3399 Γιασουμής ν. Δημοκρατίας, (2005) 3 Α.Α.Δ. 27), ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής και στις προσφυγές ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαστηρίου, κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνους Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 .
Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.
Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστόλογοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα ή έλλειψη δέουσας έρευνας κλπ. Η συνήγορος του Αιτητή εν προκειμένω αναφέρεται με γενικό τρόπο στους λόγους χωρίς να τεκμηριώνει πως αυτοί υφίστανται και χωρίς να υποδεικνύει τα σημεία της διοικητικής διαδικασίας όπου αυτές οι αρχές καταπατώνται. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας. Αυστηρώς ομιλούντες τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου του Αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009 ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και Κυπριακής Δημοκρατίας).
Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».
Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).
Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί-ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».
Σύμφωνα με την Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»
«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.»
Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Ειδικότερα, ο Αιτητής είναι υπήκοος Κονγκό. Ως προς το θρήσκευμα δήλωσε πως είναι Χριστιανός. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο δήλωσε πως μιλάει Lingala και Γαλλικά (μητρική). Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος.
Κατά τη πρωτοβάθμια συνέντευξη ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι υπήκοος Κονγκό, γεννηθείς την 23/08/1991 και πατέρας δύο παιδιών τα οποία βρίσκονται στο Κονγκό με τη μητέρα τους. Δήλωσε περαιτέρω ότι είναι Προτεστάντης Χριστιανός, ότι είναι απόφοιτος δύο ετών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ότι στη χώρα του ήταν αρτοποιός στο επάγγελμα. Ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στη Brazzaville του Κονγκό, το οποίο είναι και ο τελευταίος τόπος διαμονής του στη χώρα καταγωγής (βλ. ερ 39 1χ 2χ 3χ και 40 1χ 2χ 3χ).
Ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε το Κονγκό διότι δεχόταν απειλές από την οικογένεια ενός φίλου και συναδέλφου του ο οποίος πέθανε στο σπίτι του Αιτητή. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δήλωσε ότι περιστασιακά φιλοξενούσε ένα συνάδελφό του στο σπίτι του διότι αυτός σχολούσε αργά το βράδυ από τη δουλειά τους και αντιμετώπιζε προβλήματα κατά τη διαδρομή προς το σπίτι λόγω των στρατιωτικών μπλόκων και των εγκληματιών οι οποίοι ήταν ενεργοί στην περιοχή τα βράδια (βλ ερ 34 1χ). Σύμφωνα με τον Αιτητή, μία μέρα επέστρεψε από την εργασία του και βρήκε τον φίλο του να κοιμάται ακόμη. Όταν προσπάθησε να τον ξυπνήσει αυτός δεν αντιδρούσε. Ο Αιτητής ανησύχησε και κάλεσε το θείο του, ο οποίος έφτασε και διαπίστωσε ότι ο φίλος του Αιτητή είχε πεθάνει (ερ 34 1χ και 33 1χ). Εν συνεχεία ο Αιτητής δήλωσε πως ο θείος του τον συμβούλεψε να κρυφτεί κάπου και μετά να ενημερώσουν την οικογένεια του θανόντος διότι αν την ενημέρωνε άμεσα θα τον απειλούσαν. Ως εκ τούτου, ο Αιτητής μάζεψε τα πράγματά του και πήρε ένα ταξί έως τη Linkuala, όπου και περίμενε νέα από το θείο του, ο οποίος θα μιλούσε με την οικογένεια του θανόντος και θα τον ενημέρωνε. Εν συνεχεία ο Αιτητής δήλωσε ότι ο θείος του, αφού μίλησε με την οικογένεια του θανόντος, τον ενημέρωσε ότι τα μέλη αυτής τον κατηγορούσαν ότι τον δηλητηρίασε. Τον ενημέρωσε περαιτέρω ότι ένας εκ των αδερφών του θανόντος ήταν κακοποιός και πως αν τον έβρισκε θα τον σκότωνε και για το λόγο αυτό τον συμβούλεψε να μείνει μαζί του και αυτός θα τον βοηθούσε να φύγει από τη χώρα καταγωγής και να πάει σε κάποιο ασφαλές τόπο (βλ ερ 33 1x).
Ο Αιτητής δήλωσε επίσης ότι ο αδερφός του θανόντος επισκέφτηκε την οικογένειά του στην Kinkala και δημιούργησε προβλήματα διότι πίστευε πως αυτός ήταν εκεί και ότι ο θείος του ήταν αυτός ο οποίος οργάνωσε το ταξίδι του προς τη Δημοκρατία κάνοντας όλες τις απαραίτητες ενέργειες και καλύπτοντας τα κόστη του ταξιδιού (βλ ερ 31 1χ).
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του Λειτουργού ο Αιτητής δήλωσε ότι ο συνάδελφός του ονομαζόταν Moukilou John, εργαζόταν ως μάγειρας στην ίδιο χώρο με τον ίδιο και πως είχαν διαφορετικά ωράρια. Δήλωσε περαιτέρω ότι είχε δεχτεί να φιλοξενεί στο στούντιο όπου ο ίδιος έμενε το θανόντα από τα μεσάνυχτα που σχολούσε έως το πρωί ώστε μετά να μπορεί να πηγαίνει με ασφάλεια στο σπίτι του (βλ ερ 33 3χ). Όταν του ζητήθηκε από το Λειτουργό να εξηγήσει γιατί αρχικά δήλωσε ότι έμενε με τη μητέρα του και τα αδέρφια του έως ότου έφυγε για την Linkuala ενώ κατόπιν δήλωσε πως ζούσε μόνος του σε στούντιο, ο Αιτητής απάντησε ότι όταν ο πατέρας του πέθανε μετακόμισαν όλοι μαζί στο Kangala και πως όταν η μητέρα του έφυγε για τις ΗΠΑ τον Οκτώβριο του 2009 αυτός μετακόμισε στο στούντιο που του νοίκιασε ο θείος του στο Brazzaville (βλ ερ 32 2χ).
Ερωτώμενος σχετικά με τις συνθήκες θανάτου του φίλου του και την κατάσταση της υγείας του, ο Αιτητής δήλωσε ότι δε γνωρίζει από τι πέθανε και πως η μητέρα αυτού μετέφερε στο θείο του ότι ο θανών είχε κάποια θέματα υγείας για τα οποία έπαιρνε φάρμακα και πως γενικά δεν πρόσεχε την υγεία του (βλ ερ 32 2χ). Εν συνεχεία ο Αιτητής δήλωσε ότι αναχώρησε από το σπίτι του την 1/9/2021 για την Linkuala όπου και έμεινε για 3 εβδομάδες και 2 ημέρες πριν αναχωρήσει από τη χώρα καταγωγής ( βλ ερ 31 1χ). Σε διευκρινιστική ερώτηση του Λειτουργού σε σχέση με πρότερη δήλωσή του πως είχε μείνει στην Linkuala για δύο εβδομάδες ο Αιτητής δήλωσε πως μετά από ακριβείς υπολογισμούς του δηλώνει πως έμεινε για 3 εβδομάδες (βλ ερ 31 2χ).
Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι αφού πέθανε ο φίλος του, ο θείος του μίλησε με τους γονείς του θανόντος και αυτοί την 24/9/2021, ημέρα του θανάτου, πήγαν και πήραν το σώμα αυτού από το στούντιο του Αιτητή, ενώ ανέφερε επίσης ότι ο θείος του τον ενημέρωσε για αυτό μέσω τηλεφώνου τον Δεκέμβριο του 2021 (βλ ερ 31 2χ 3χ).
Ερωτώμενος σχετικά με τις απειλές που δήλωσε πως έλαβε, ο Αιτητής διευκρίνισε ότι προσωπικά δεν έλαβε κάποια απειλή και πως τα όποια νέα περί των απειλών εναντίον του τα λάμβανε από τον θείο του. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι είχαν πει στον θείο του πως άμα βρουν τον ίδιο θα τον σκοτώσουν διότι σκότωσε το γιο τους (βλ ερ 31 3χ και 30 1χ).
Σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με τον αν ανέφερε στις αρχές της χώρας τις απειλές που λάμβανε μέσω του θείου του, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά και δήλωσε ότι δεν το έκανε διότι ο θείος του του είπε πως αν πήγαινε στην αστυνομία να καταγγείλει το περιστατικό του θανάτου αυτοί θα τον συλλαμβάνανε και κατόπιν θα διεξήγαγαν έρευνα (βλ ερ 30 1χ).
Όταν του ζητήθηκε να αναλύσει περαιτέρω τη δήλωσή του πως τον αναζητεί η αστυνομία στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο θείος του τον ενημέρωσε πως η οικογένεια του θανόντος έκανε σχετική αναφορά στις αρχές της χώρας και πως για το λόγο αυτό τον αναζητούν (βλ ερ 20 1χ).
Σε ερώτηση του Λειτουργού σχετικά με το λόγο για τον οποίο ενώ αρχικά δήλωσε ότι σταμάτησε το πανεπιστήμιο το 2020 λόγω αυτών που του συνέβησαν εν συνεχεία δήλωσε πως τα προβλήματά του ξεκίνησαν το 2021, ο Αιτητής απολογήθηκε αναφέροντας ότι δρα υπό καθεστώς στρες και δήλωσε πως το 2020 σταμάτησε το πανεπιστήμιο για οικονομικούς λόγους και πως το 2021 σταμάτησε την εργασία του λόγω αυτού που συνέβη (βλ ερ 29 3χ).
Σε ερώτηση του Λειτουργού αναφορικά με το τι πιστεύει ότι θα του συμβεί αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι σε περίπτωση που επιστρέψει τα μέλη της οικογενείας του θανόντος θα τον βλάψουν, ενώ σε περαιτέρω ερώτηση σχετικά με το αν οι Αρχές στη χώρα καταγωγής του τον αναζητούν ακόμη απάντησε πως δε γνωρίζει (βλ ερ 29 2χ). Τέλος, σε ερώτηση του Λειτουργού αν θα μπορούσε να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του και να μετοικήσει σε άλλη περιοχή ο Αιτητής απάντησε αρνητικά διότι το Κονγκό είναι μικρό (βλ ερ 29 3χ).
Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο Λειτουργός κατέγραψε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ήτοι
(α) προσωπικά στοιχεία και προφίλ του Αιτητή
(β) ισχυριζόμενες απειλές που λάμβανε ο Αιτητής από την οικογένεια του φίλου του ο οποίος απεβίωσε στο σπίτι του.
Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό του Αιτητή, ο Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστο και συνεπώς τον έκανε δεκτό, αποδεχόμενος τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, όπως εκεί καταγράφονται. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία του Αιτητή εξακριβώθηκαν από το διαβατήριο το οποίο προσκόμισε.
Ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε και ζούσε υπήκοος στην πόλη Brazzaville του Κονγκό, το οποίο κατά δήλωση του ήταν ο τελευταίος τόπος διαμονής του στη χώρα καταγωγής. Η πόλη Brazzaville την οποία ανέφερε ο Αιτητής εντοπίστηκε κατόπιν έρευνας στο διαδίκτυο. Σχετική πηγή η ακόλουθη: https://www.fallingrain.com/world/CF/12/Brazzaville.html.
ο Λειτουργός αξιολόγησε αυτόν ως εσωτερικά αναξιόπιστο καθώς έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες για θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του. Πιο συγκεκριμένα, κληθείς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για τα γεγονότα τα οποία ανέφερε, υπέπεσε σε αντιφάσεις, σε έλλειψη ευλογοφάνειας και σε έλλειψη επαρκών πληροφοριών.
Συγκεκριμένα, ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με λεπτομέρεια και συνεκτικότητα το θάνατο του φίλου του, όπως ήταν ευλόγως αναμενόμενο να κάνει.
Επιπλέον, ο Λειτουργός έκρινε ότι η αφήγηση του Αιτητή σχετικά με τις απειλές που λάμβανε, ήτοι ότι ελάμβανε τις απειλές μέσω του θείου του, δεν χαρακτηρίζονται από συνεκτικότητα και ευλογοφάνεια.
Σχετικά με την περιγραφή του συμβάντος του θανάτου από τον Αιτητή, ο Λειτουργός έκρινε πως αυτός δεν ήταν σε θέση να περιγράψει το εν λόγω περιστατικό και τον τρόπο που αντέδρασε στο θάνατο του φίλου του με λεπτομέρεια και συνεκτικότητα, όπως θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο από εκείνον.
Ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε αντίφαση καθώς αρχικά δήλωσε ότι δεν γνωρίζει το λόγο για τον οποίο απεβίωσε ο φίλος του ενώ εν συνεχεία άλλαξε τον ισχυρισμό του υποστηρίζοντας ότι η μητέρα του φίλου του ανέφερε στο θείο του ότι είχε κάποια θέματα υγείας.
Τέλος ο Λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις το Αιτητή στερούνταν την απαραίτητη συνοχή και λεπτομέρεια, καθώς παρόλο που ο θάνατος του φίλου του αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία των προβλημάτων του, ο ίδιος αφενός δε γνωρίζει αν τον ψάχνει ακόμη η αστυνομία για το εν λόγω περιστατικό και αφετέρου δεν έχει ενδιαφερθεί να μάθει περισσότερες πληροφορίες για την ισχυριζόμενη δίωξη.
Εν συνεχεία ο Λειτουργός προέβη στην εκτίμηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο Λειτουργός έκρινε πως οι δηλώσεις του Αιτητή αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη των ισχυρισμών του και πως δεν ευνοείται ούτε δικαιολογείται οποιαδήποτε διερεύνηση μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Με βάση τα ανωτέρω και δεδομένου ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις, έλλειψη ευλογοφάνειας, έλλειψη συνοχής και έλλειψη επαρκών πληροφοριών, δεν θεμελιώθηκε η εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού και ως εκ τούτου αυτός απορρίφθηκε.
Εν συνεχεία ο Λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Brazzaville του Κονγκό. Εξετάζοντας τα ουσιώδη περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά και αναλύοντας την κατάσταση ασφαλείας τόσο στη χώρα όσο και στον τελευταίο τόπο διαμονής, o Λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι από τους οποίους προκύπτει ότι υπάρχει περίπτωση, εάν ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης ανασφάλειας η οποία επικρατεί στην πόλη Brazzaville του Κονγκό.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο Λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους και αποδεκτούς ισχυρισμούς του Αιτητή διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό του δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχειά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.
Ο Λειτουργός εν συνεχεία προέβη σε εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) και έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), (α), (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Συγκεκριμένα, ο Λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Κονγκό δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι από τους οποίους να προκύπτει ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(α) ή βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία όπως προβλέπει το άρθρο 19 (2)(β ή σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ως το άρθρο 19 (2)(γ) προνοεί, καθώς η Brazzaville, περιοχή στην οποία ο Αιτητής αναμένεται να επιστρέψει, δε βρίσκεται σε συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Ως εκ τούτου ο Λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.
Όταν ο αιτητής κρίνεται αναξιόπιστος, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω διερεύνησης (δέστε υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.08 Obaidul Haque v. Δημοκρατίας).
Βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού/των υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και οι υπό εξέταση ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Αιτητής δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει την αιτία θανάτου του συνάδελφου του ούτε γνωρίζει αν το συμβάν γνωστοποιήθηκε στις αρχές της χώρας του , αν προέκυψε οποιαδήποτε καταγγελία εναντίον του και αν τελικά αναζητείται από τις αρχές . Περαιτέρω δεν ανέφερε γιατί οι συγγενείς του Αιτητή θα τον κατηγορούσαν για το θάνατο του συναδέλφου του όταν μάλιστα παραδέχτηκαν ότι αυτός είχε προβλήματα υγείας.
Εν πάση περιπτώσει κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.
Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).
Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".
Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.
Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.
Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).
Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:
Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619 όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.
Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staats-secretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).
Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.
Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Brazzaville του Κονγκό, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.
Σύμφωνα με την έκθεση της 24ης Απριλίου του 2024 της Διεθνούς Αμνηστίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Κονγκό[1], οι διαδηλώσεις που οργανώθηκαν από πολιτικό κόμμα της αντιπολίτευσης απαγορεύτηκαν και οι αρχηγοί της αντιπολίτευσης παρέμειναν αυθαίρετα κρατούμενοι. Επιπλέον, τριπλή επιδημία έπληξε τα νότια της χώρας, αναδεικνύοντας την κακή κατάσταση των κέντρων υγείας. Περαιτέρω, ελάχιστη πρόοδος σημειώθηκε στα δικαιώματα των γυναικών.
Η ίδια έκθεση ανέφερε ότι τον Αύγουστο, το Εργατικό Κόμμα του Κονγκό του προέδρου Sassou Nguesso, στην εξουσία για 38 χρόνια, έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία των 72 εδρών στις γερουσιαστικές εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν ενάντια σε μια οικονομία που χαρακτηρίζεται από υψηλό πληθωρισμό. Οι τιμές της βενζίνης αυξήθηκαν κατά 25%, γεγονός που με τη σειρά της οδήγησε σε αύξηση του κόστους των βασικών αγαθών. Ένας συνασπισμός κατά του υψηλού κόστους ζωής, αποτελούμενος από οκτώ ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, δημιουργήθηκε τον Αύγουστο για να διαμαρτυρηθεί για τις αυξήσεις στην τιμή της βενζίνης. Τον Μάιο, τρία πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης ξεκίνησαν αίτηση κατά της φερόμενης κυβερνητικής διαφθοράς. Τον Οκτώβριο, η χώρα πραγματοποίησε τη Σύνοδο Κορυφής των Τριών Λεκανών, συγκεντρώνοντας ηγέτες από τις περιοχές του Αμαζονίου, του Κονγκό και της Νοτιοανατολικής Ασίας Borneo-Mekong.
Σύμφωνα με την έκθεση του Υπουργείου Εσωτερικών των Η.Π.Α. για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Κονγκό το 2023[2], δεν υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στην κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Δημοκρατία του Κονγκό κατά τη διάρκεια του έτους.
Σημαντικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιελάμβαναν αξιόπιστες αναφορές για: αυθαίρετες ή παράνομες δολοφονίες, συμπεριλαμβανομένων εξωδικαστικών δολοφονιών. βασανιστήρια ή σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία από την κυβέρνηση· σκληρές και απειλητικές για τη ζωή συνθήκες φυλακής· αυθαίρετη σύλληψη ή κράτηση· σοβαρά προβλήματα με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης· πολιτικοί κρατούμενοι ή κρατούμενοι· αυθαίρετη ή παράνομη παρέμβαση στο απόρρητο· σοβαροί περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης και της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένης της βίας ή των απειλών βίας κατά δημοσιογράφων και της λογοκρισίας· ουσιαστική παρέμβαση στην ελευθερία του ειρηνικού συνέρχεσθαι· αδυναμία των πολιτών να αλλάξουν την κυβέρνησή τους ειρηνικά μέσω ελεύθερων και δίκαιων εκλογών· σοβαροί και παράλογοι περιορισμοί στην πολιτική συμμετοχή· σοβαρή κυβερνητική διαφθορά· σοβαρούς κυβερνητικούς περιορισμούς ή παρενόχληση εγχώριων και διεθνών οργανισμών ανθρωπίνων δικαιωμάτων· εκτεταμένη βία με βάση το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ενδοοικογενειακής βίας και της ενδοοικογενειακής βίας και της σεξουαλικής βίας· εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία ή απειλές βίας που στοχεύουν αυτόχθονες πληθυσμούς· εμπορία ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης της καταναγκαστικής εργασίας· εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία ή απειλές βίας που στοχεύουν λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους, τρανς, queer ή ίντερσεξ άτομα· και την ύπαρξη των χειρότερων μορφών παιδικής εργασίας. Τέλος, σύμφωνα με την ίδια έκθεση η κυβέρνηση έλαβε περιορισμένα αξιόπιστα μέτρα για να εντοπίσει και να τιμωρήσει αξιωματούχους που μπορεί να έχουν διαπράξει παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά η επιβολή δεν ήταν συνεπής.
Αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας, σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 03/02/2024 και 31/01/2025 στην χώρα καταγράφηκαν συνολικά 5 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά ενός πολίτη. Πιο αναλυτικά, 1 εξ αυτών καταγράφηκε ως μάχη (χωρίς θύματα), 1 ως έκρηξη (χωρίς θύματα), 2 ως ταραχές (με 1 θύμα) και 1 ως διαμαρτυρία (χωρίς θύματα)[3].
Σημειώνεται ότι στην Brazzaville την ανωτέρω χρονική περίοδο σημειώθηκαν 3 περιστατικά ασφαλείας χωρίς ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων καταγράφηκαν 1 έκρηξη, 1 διαμαρτυρία και 1 ταραχή.
Ο πληθυσμός δε της Brazzaville, η οποία αποτελεί τόπο τελευταίας διαμονής στην χώρα καταγωγής του Αιτητή, καταγράφεται στους 2.145.783 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη καταμέτρηση του 2023[4].
Δεδομένων των πιο πάνω, καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.
Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πόλη, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.
Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην περιοχή συνήθους διαμονής του, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.
Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής και ικανός προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στη Brazzaville ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).
Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.
Υπό το φως των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.
Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Amnesty International, The state of the world’s Human Rights; Kongo 2023, 24 Απριλίου 2024, https://www.amnesty.org/en/location/africa/west-and-central-africa/sierra-leone/report-sierra-leone/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/02/2025)
[2] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Republic of the Congo, 23 Απριλίου 2024, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/republic-of-the-congo/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/02/2025)
[3] ACLED - The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/. Περιστατικά ασφαλείας για το χρονικό διάστημα από 03/02/2024 έως 31/01/2025 στο Κονγκό: https://acleddata.com/explorer/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/02/2025)
[4] City Population, Congo, Brazzaville, https://citypopulation.de/en/congo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/02/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο