
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
21 Φεβρουαρίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
E.Ν.,
από Νιγηρία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόρος για Αιτητή: Γ. Καρατσιόλη (κα) για Χρ. Ματθαίου (κα)
Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Ε. Ιωάννου (κα) για Σ. Σταύρου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής αμφισβητεί την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 21.11.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση ασύλου, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Ο Αιτητής κατάγεται από την Νιγηρία, την οποίαν εγκατέλειψε στις 16.09.2022 και εισήλθε στις 28.09.2022 χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών υποβάλλοντας στις 07.10.2022 αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 01.11.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA πρώην EASO, στο εξής αναφερόμενος ως «EUAA») , ο οποίος στις 03.11.2022 υπέβαλε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου υπάλληλος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 21.11.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής, μέσω της συνηγόρου του προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών περιστατικών της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εφαρμόζοντας τον Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή[1]. Τούτο δε, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2]. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[3], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[4]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως.
Εν πάση περιπτώσει, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Ως εκ τούτου , προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το
περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, στο πλαίσιο της υποβληθείσας αίτησής του για διεθνή προστασία ο Αιτητής κατέγραψε ότι ο πατέρας του ήταν αστυνομικός και μία μέρα στη διαδρομή του προς το σπίτι, σκοτώθηκε από έναν κλέφτη. Ως περαιτέρω επεξηγεί, μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο ίδιος φοβόταν για την ζωή του καθώς είναι ο μοναδικός υιός του, και για τον λόγο αυτό έτρεξε μακρυά από την χώρα καταγωγής του και ήλθε εδώ (here) για να αναζητήσει άσυλο και διεθνή προστασία.
Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης του, ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι υπήκοος Νιγηρίας, εθνοτικής καταγωγής Ika και ότι είναι χριστιανός στο θρήσκευμα. Ως δήλωσε ότι γεννήθηκε στην Alihagu, της πολιτείας Delta της Νιγηρίας όπου και έζησε μέχρι το 2002, όταν μετακόμισε με τους γονείς του στην πολιτεία Edo. Στην πολιτεία αυτή, εγκαταστάθηκε στο χωριό Abudu όπου και διέμεινε μέχρι και το 2022 όταν και εγκατέλειψε τη Νιγηρία. Ο Αιτητής δήλωσε άγαμος, χωρίς τέκνα, ενώ σε σχέση με την οικογένειά του, δήλωσε ότι οι γονείς του δεν ζουν πλέον καθώς έχασε τον πατέρα του στις αρχές του έτους (2022) και την μητέρα του όταν ήταν 12 ετών. Δεν έχει αδέλφια, ούτε κανένα άλλο συγγενή στη Νιγηρία. Ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, ο Αιτητής δήλωσε ότι ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ ως προς το εργασιακό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι εργαζόταν ως κουρέας (barber) στο Abudu.
Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής επανέλαβε ότι ο πατέρας του ήταν αστυνομικός και δολοφονήθηκε από έναν κλέφτη στις 16 Ιουνίου. Ως επισήμανε, σκοτώθηκε επειδή ήταν καλός άνθρωπος (good man) και δεν δεχόταν δωροδοκίες. Ο ίδιος δέχθηκε απειλές για τη ζωή του και αναγκάστηκε να φύγει για να προστατευτεί και ήλθε εδώ για να ζητήσει προστασία.
Στη συνέχεια κατά την διερεύνηση των ισχυρισμών του και ερωτηθείς ως προς το ποιος τον κυνηγούσε, ο Αιτητής απάντησε ότι ήταν ο κλέφτης που σκότωσε τον πατέρα του. Δήλωσε ότι ήταν μόνος του στη Νιγηρία, χωρίς οικογένεια, και φοβόταν για τη ζωή του. Ερωτηθείς ως προς το τι πιστεύει ότι θα του συνέβαινε σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής απάντησε ότι θα τον σκότωναν επειδή ήταν ο μοναδικός γιος του πατέρα του. Στη συνέχεια, διευκρίνισε ότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε με πυροβολισμό και ότι δεν γνωρίζει το πρόσωπο που το έπραξε αυτό, όμως ξέρει ότι ήταν κλέφτης επειδή ο πατέρας του καταδίωκε κλέφτες κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του. Προσέθεσε ότι ο κλέφτης είχε σχεδιάσει να τον σκοτώσει και ότι η δολοφονία του συνέβη στην πόλη Abudu, συγκεκριμένα στον δρόμο της επιστροφής από τη δουλειά, στον ίδιο δρόμο όπου διέμεναν, ήτοι στην οδό Uyi. Την ώρα του περιστατικού ο ίδιος ήταν στην δουλειά και «people called me and told me that my father was killed». Η αστυνομία δεν μπόρεσε να βρει τον δολοφόνο, ενώ δεν υπήρχαν άλλοι μάρτυρες την ώρα της δολοφονίας. Μετά την δολοφονία του πατέρα του, ο ίδιος αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή για να σώσει τη ζωή του.
Ερωτηθείς στη συνέχεια κατά πόσο ήταν σε επικοινωνία με την αστυνομία κατά την διάρκεια της έρευνας, ο Αιτητής δήλωσε πως τον ρώτησαν κατά πόσο ήταν εκεί την ώρα της δολοφονίας με τον ίδιο να δηλώνει πως όχι καθώς ήταν στο κατάστημα, ενώ δεν έχει οποιανδήποτε άλλη επικοινωνία με την αστυνομία καθώς έχασε το τηλέφωνό του όταν έτρεχε για την ζωή του.
Ερωτηθείς ως προς τη θέση που κατείχε στην αστυνομία ο πατέρας του, ο Αιτητής δήλωσε «ASP», επεξηγώντας ότι αυτό σημαίνει πως αν πρόκειται για δουλειά στον δρόμο, αυτός είναι ο αρχηγός, δίδοντας περαιτέρω επεξήγηση για το «road work» ότι αυτό σημαίνει «if they are going to protect people». Ερωτηθείς ως προς το τι σημαίνουν τα αρχικά «ASP», απάντησε ότι σημαίνει «leader». Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει συγκεκριμένα τη σημασία των γραμμάτων «ASP», δήλωσε ότι δεν τη θυμάται. Ερωτηθείς σε ποιο τμήμα εργαζόταν ο πατέρας του, απάντησε «Police», ενώ όταν ρωτήθηκε αν υπήρχε συγκεκριμένο τμήμα στο οποίο εργαζόταν, απάντησε ότι είχε το δικό του γραφείο.
Όταν ρωτήθηκε γιατί αποφάσισε να εγκαταλείψει το Abudu, ο Αιτητής επανέλαβε ότι ο λόγος ήταν η απειλή του κλέφτη που τον καταδίωκε. Δήλωσε ότι αναχώρησε τον Ιούλιο, δύο εβδομάδες μετά τη δολοφονία του πατέρα του. Στη συνέχεια, ερωτήθηκε εάν υπήρξε κάποιο προσωπικό περιστατικό που τον ώθησε να φύγει με τον Αιτητή να απαντά ότι την ημέρα της δολοφονίας του πατέρα του, στις 16 Ιουνίου, οι κλέφτες εισέβαλαν στο κατάστημά του και τον χτύπησαν στο στήθος και στο μάτι, προκαλώντας του προβλήματα όρασης στο δεξί του μάτι. Ανέφερε ότι οι δράστες ήταν τέσσερις, όμως ο ίδιος δεν μπόρεσε να τους αναγνωρίσει λόγω του του ότι ήταν νύκτα. Εξήγησε ότι τον χτύπησαν επειδή ήταν ο μοναδικός γιος του πατέρα του, γεγονός που, κατά τους δράστες, σήμαινε ότι θα επιδίωκε εκδίκηση. Πρόσθεσε ότι οι κλέφτες ήρθαν στο κατάστημά του τη νύχτα, μετά τη δολοφονία του πατέρα του, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να γνωρίζει τότε ότι ο πατέρας του είχε σκοτωθεί. Εκεί τον ξυλοκόπησαν και του είπαν ότι θα επέστρεφαν για να τον σκοτώσουν, διευκρινίζοντας ότι αυτή ήταν απλώς μια προειδοποίηση. Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν τον σκότωσαν τότε, απάντησε ότι τον προειδοποίησαν και του είπαν πως θα επέστρεφαν, δηλώνοντας ότι δεν γνωρίζει τον λόγο που δεν τον σκότωσαν. Όσον αφορά το αν κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία, απάντησε αρνητικά, εξηγώντας ότι δεν μπορούσε να το αναφέρει καθώς ήδη είχε υποστεί ξυλοδαρμό. Ερωτηθείς γιατί, παρότι συνεργαζόταν με την αστυνομία για τη διερεύνηση της δολοφονίας του πατέρα του, δεν ενημέρωσε τις αρχές ότι είχε δεχθεί προειδοποίηση και ξυλοδαρμό από τους ίδιους τους δράστες, δήλωσε ότι δεν το έκανε επειδή ήταν μόνος και δεν ήξερε πότε θα επέστρεφαν οι κλέφτες. Πρόσθεσε ότι αυτός ήταν και ο λόγος που αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή για να σώσει τη ζωή του. Όταν ρωτήθηκε γιατί πιστεύει ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, απάντησε ότι δεν έχει κανέναν να τον βοηθήσει και κανένα ασφαλές μέρος να καταφύγει. Σχετικά με το αν σκέφτηκε να μετακινηθεί σε άλλη περιοχή εντός της Νιγηρίας πριν εγκαταλείψει εντελώς τη χώρα, απάντησε αρνητικά, δηλώνοντας ότι πουθενά δεν θα ήταν ασφαλής. Επιπλέον, ανέφερε ότι εξέδωσε το διαβατήριό του πριν από τα γεγονότα αυτά, καθώς πάντα πίστευε ότι δεν ήταν ασφαλής. Τέλος, όταν ρωτήθηκε αν θα μπορούσε να ζήσει σε άλλη περιοχή της Νιγηρίας, όπως η Asaba, απάντησε αρνητικά, επισημαίνοντας ότι δεν έχει κανέναν εκεί και δεν θα ήταν ασφαλής.
Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση
Έχοντας παραθέσει τους ισχυρισμούς του Αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, προχωρώ τώρα στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε επί αυτών, από τον λειτουργό ασύλου.
Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο λειτουργός της EUAA διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το τις δηλώσεις του: ο πρώτος αφορά τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του και ο δεύτερος αφορά τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι απειλήθηκε να σκοτωθεί από τους ίδιους κλέφτες που σκότωσαν τον πατέρα του. Ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή έγινε αποδεκτός καθώς κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική του αξιοπιστία.
Ως προς το δεύτερο ισχυρισμό, αυτός κρίθηκε ως ασαφής και μη συνεκτικός καθώς η αφήγηση του Αιτητή δεν περιείχε, κατά τον λειτουργό της EUAA, αρκετές λεπτομέρειες και δεν παρουσίασε επαρκώς πως οι ίδιοι δράστες στράφηκαν εναντίον του. Εντοπίστηκε περαιτέρω, αδυναμία του Αιτητή να παράσχει συγκεκριμένες λεπτομέρειες καθώς όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει τι ακριβώς συνέβη μετά τη δολοφονία του πατέρα του, ο ίδιος ανέφερε γενικά ότι έπρεπε να τραπεί σε φυγή χωρίς να δώσει πρόσθετες λεπτομέρειες. Ασάφεια εντοπίστηκε και σε σχέση με τα όσα αφηγήθηκε ο Αιτητής για τη συνεργασία του με την αστυνομία καθώς δεν μπόρεσε να επεξηγήσει επαρκώς γιατί, ενώ συνεργαζόταν με την αστυνομία για τη δολοφονία του πατέρα του, δεν ανέφερε τις απειλές που δέχθηκε από τα ίδια άτομα. Αναξιοπιστία εντοπίστηκε και ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή για τη θέση του πατέρα του στην αστυνομία καθώς οι απαντήσεις του ήταν γενικόλογες και ο ίδιος αδυνατούσε να προσδιορίσει σε ποιο τμήμα άνηκε ο πατέρας του. Λόγω των ανακολουθιών που εντοπίστηκαν, κρίθηκε ότι η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του, ο λειτουργός EUAA ανατρέχοντας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επισήμανε ότι αυτές επιβεβαιώνουν ότι η πολιτεία Edo είναι επικίνδυνο και ότι υπάρχει σοβαρή εγκληματική δραστηριότητα, ωστόσο, δεν αποδεικνύεται συγκεκριμένα ότι ο Αιτητής βρισκόταν σε κίνδυνο και κατά τούτο ο ισχυρισμός του απορρίφθηκε τόσο ως προς την εσωτερική όσο και ως προς την εξωτερική του αξιοπιστία.
Στα πλαίσια του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε δεκτός και προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου, ο λειτουργός EUAA κατέληξε ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανοτήτων σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Τούτο, καθώς -ως κρίθηκε- δεν υπάρχουν ενδείξεις μελλοντικών κινδύνων υπό το φως του γενικού προφίλ του Αιτητή το οποίο δεν παρουσιάζει χαρακτηριστικά ευαλωτότητας, ενώ η γενική κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Edo δεν αποδεικνύει ότι οι πολίτες διατρέχουν συστηματικό κίνδυνο, παραπέμποντας σε πληροφορίες από ανεξάρτητες πηγές.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός EUAA έκρινε πως δεν προκύπτει ανάγκη απόδοσης προσφυγικού καθεστώτος δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας εν συνεχεία τη δυνατότητα του Aιτητή να υπαχθεί στις διατάξεις που αφορούν την επικουρική προστασία, καταλήγει ότι αυτός δεν υπάγεται στις προστατευτικές διατάξεις του άρθρου 15 (α) και (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[6]. Εξετάζοντας στη συνέχεια τη δυνατότητα του Aιτητή να υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 15 (γ) της ίδια οδηγίας, ο λειτουργός EUAA έλαβε υπόψη την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Edo και έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου και καταληκτικά απορρίφθηκε το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας υπό τις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου.
Στη βάση όλων των ανωτέρω, το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία απορρίφθηκε δια της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού EUAA, όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Αρχικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς, δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ο λειτουργός EUAA.
Αναφορικά με το δεύτερο κρίσιμο ισχυρισμό του Αιτητή, συμφωνώ και συντάσσομαι με την ανάλυση στην οποία προχώρησε ο λειτουργός EUAA και τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος ο ισχυρισμός του (βλ. ερ. 52-51 του δ.φ.). Η αξιολόγηση του λειτουργού της EUAA φρονώ πως είναι εύλογη και τεκμηριωμένη, εφόσον εντόπισε καίριες αντιφάσεις και αδυναμίες στην αφήγηση του Αιτητή, ενώ η έλλειψη εσωτερικής συνοχής στα κρίσιμα σημεία της ιστορίας του καθιστά τον ισχυρισμό του αμφισβητήσιμο και αποδυναμώνει την αξιολόγηση του βαθμού επικινδυνότητας που διατρέχει. Η έρευνα την οποία διεξήγαγε ο λειτουργός EUAA ήταν η δέουσα εκ των συνθηκών και κατά τούτο φρονώ πως ο ισχυρισμός του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Πρόσθετα ωστόσο των όσων επισημάνθηκαν από τον λειτουργό EUAA, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω και τα ακόλουθα:
Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας του Αιτητή αποτελεί κρίσιμο στοιχείο στη διερεύνηση της υπόθεσής του, καθώς η συνοχή και η λογική συνέπεια των ισχυρισμών του διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του τελικού συμπεράσματος. Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του, που αφορά τη βία που υπέστη από τους φερόμενους ως δολοφόνους του πατέρα του και την ανάγκη του να εγκαταλείψει τη χώρα για να διασφαλίσει τη ζωή του, παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες.
Ένα από τα κύρια προβλήματα είναι η έλλειψη λεπτομερειών και συγκεκριμένων στοιχείων σχετικά με το περιστατικό που οδήγησε στη φυγή του. Ο Αιτητής δεν παρείχε σαφείς πληροφορίες για το ακριβές σημείο της δολοφονίας του πατέρα του, παρά μόνο ανέφερε γενικά ότι συνέβη στον δρόμο της επιστροφής από τη δουλειά του. Παρότι ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του ήταν αστυνομικός και ότι σκοτώθηκε επειδή δεν δεχόταν δωροδοκίες, δεν μπόρεσε να εξηγήσει πώς ακριβώς συνδέεται αυτό με τον φερόμενο ως δράστη, τον οποίο χαρακτήρισε «κλέφτη». Η ασαφής περιγραφή των κινήτρων της δολοφονίας δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με το αν η αφήγησή του βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα ή εάν αποτελεί μια γενική αφήγηση χωρίς τεκμηριωμένη βάση.
Η αναφορά του στον τρόπο που πληροφορήθηκε τον θάνατο του πατέρα του είναι επίσης αντιφατική. Υποστήριξε ότι δεν γνώριζε πως ο πατέρας του είχε σκοτωθεί όταν οι κλέφτες του επιτέθηκαν, αλλά ταυτόχρονα δήλωσε ότι η επίθεση εναντίον του έγινε επειδή ήταν ο μοναδικός γιος του και οι δράστες ήθελαν να αποτρέψουν μια πιθανή εκδίκηση. Η ασυνέπεια αυτή καθιστά ασαφές εάν η απειλή προς τον ίδιο ήταν πραγματική και άμεση ή εάν προέκυψε ως επιχείρημα εκ των υστέρων για να δικαιολογήσει τη φυγή του.
Επιπλέον, η έλλειψη συγκεκριμένων λεπτομερειών σχετικά με τους δράστες αποδυναμώνει την αξιοπιστία του ισχυρισμού του. Αρχικά αναφέρθηκε σε έναν κλέφτη ο οποίος σκότωσε τον πατέρα του. Στη συνέχεια ωστόσο ανέφερε ότι οι κλέφτες ήταν τέσσερις, αλλά δεν μπόρεσε να τους αναγνωρίσει λόγω του ότι ήταν βράδυ. Ωστόσο, δεν παρείχε καμία περιγραφή για τα χαρακτηριστικά τους, ούτε ανέφερε αν είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους ή αν μπόρεσε να αναγνωρίσει κάποιο από τα ρούχα ή τη φωνή τους. Η αδυναμία του να δώσει ακόμα και τις πιο βασικές περιγραφές υπονομεύει την αξιοπιστία του ισχυρισμού του ότι ήταν παρόν στο περιστατικό.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο αφορά τη γενικότερη αδυναμία του να εξηγήσει επαρκώς την απειλή που αντιμετώπιζε. Υποστήριξε ότι οι κλέφτες τον ξυλοκόπησαν και τον προειδοποίησαν ότι θα επέστρεφαν για να τον σκοτώσουν, αλλά όταν ρωτήθηκε γιατί δεν τον σκότωσαν τότε, απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Η έλλειψη μιας λογικής εξήγησης υπονομεύει την αξιοπιστία του και δημιουργεί αμφιβολίες για το κατά πόσο η ιστορία αυτή βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα ή αποτελεί μια γενική αφήγηση χωρίς ουσιαστικό υπόβαθρο.
Εξίσου προβληματική είναι και η εξήγησή του για την απόφασή του να μην αναφέρει την απειλή στην αστυνομία. Αν και είχε συνεργασία με τις αρχές για τη δολοφονία του πατέρα του, δεν κατήγγειλε την επίθεση που δέχθηκε ούτε ενημέρωσε τις αρχές ότι οι δράστες τού είχαν δώσει προειδοποίηση. Η δικαιολογία του ότι δεν το έκανε επειδή ήταν μόνος και φοβόταν δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη, καθώς εάν θεωρούσε ότι κινδυνεύει σοβαρά, θα έπρεπε να αναζητήσει προστασία από τις αρμόδιες αρχές.
Περαιτέρω αμφιβολίες δημιουργούνται από τη χρονική ακολουθία των γεγονότων. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εξέδωσε το διαβατήριό του πριν από τη δολοφονία του πατέρα του, επειδή πάντα ένιωθε ανασφαλής. Ωστόσο, εάν είχε ήδη αποφασίσει να εγκαταλείψει τη χώρα πριν συμβούν τα περιστατικά που επικαλείται ως κύρια αιτία φυγής του, τότε αποδυναμώνεται ο ισχυρισμός του ότι η φυγή του ήταν αποτέλεσμα της συγκεκριμένης απειλής.
Τέλος, όταν ρωτήθηκε γιατί δεν προσπάθησε να μετακινηθεί σε άλλη περιοχή της Νιγηρίας αντί να εγκαταλείψει εντελώς τη χώρα, απάντησε ότι δεν θα ήταν ασφαλής πουθενά. Η απάντηση αυτή είναι γενικόλογη και δεν τεκμηριώνεται με στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η απειλή που αντιμετώπιζε ήταν τόσο ευρεία και ανεξέλεγκτη ώστε να καθιστά αδύνατη την παραμονή του σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της χώρας.
Συνολικά, η έλλειψη συγκεκριμένων λεπτομερειών, οι αντιφάσεις στην αφήγησή του και η αδυναμία του να παράσχει πειστικές εξηγήσεις υπονομεύουν σοβαρά την αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού του. Οι εσωτερικές ανακολουθίες καθιστούν δύσκολη την αποδοχή της μαρτυρίας του ως αξιόπιστης, καθώς δεν υπάρχει σαφής και συνεκτική αφήγηση που να υποστηρίζει ότι η φυγή του ήταν πράγματι αναπόφευκτη και αποτέλεσμα άμεσης και σοβαρής απειλής.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του, η αδυναμία του Αιτητή να παραθέσει επαρκείς και συγκεκριμένες λεπτομέρειες, σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη εσωτερικής συνοχής που προκύπτει από την αοριστία, τη γενικότητα και την έλλειψη ευλογοφάνειας της αφήγησής του, καθιστούν μη αναγκαία την περαιτέρω διερεύνηση της εξωτερικής συνοχής μέσω αναφοράς σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης.
Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EUAA, "Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System"[7], όπου διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:
«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds.»
Κατά τα ως άνω, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και αυτός απορρίπτεται.
Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, καθώς ο συνδεόμενος με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, ο συναφώς εκπεφρασμένος φόβος του δεν κρίθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«19.-(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής».
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[8] ότι συνιστούν:
«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[9], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ν Staatssecretaris van Justitie[10]:
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[11] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την περιοχή Abudu, της πολιτείας Edo, της Νιγηρίας, όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει. Από την έρευνα αυτή, προέκυψαν τα ακόλουθα:
· Στην πλέον πρόσφατη τριμηναία έκθεση του PIND αναφορικά με τις συγκρούσεις στο Δέλτα του Νίγηρα (όπου ανήκει και το κρατίδιο Edo) (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2024) καταγράφονται τα εξής: «κατά το τρίτο τρίμηνο (Q3) του 2024, το Δέλτα του Νίγηρα της Νιγηρίας γνώρισε μια σχετική περίοδο σταθερότητας και ειρήνης, παρουσιάζοντας αξιοσημείωτη βελτίωση της συνολικής ασφάλειας σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο (Q2). Τα στοιχεία δείχνουν μείωση της θανατηφόρας βίας κατά 19,3%, με τα θύματα που σχετίζονται με συγκρούσεις να μειώνονται από 186 το δεύτερο τρίμηνο σε 150 το τρίτο τρίμηνο. Αρκετοί φορείς για την ειρήνη και την ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένων τοπικών παραγόντων ειρήνης, οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, διεθνών αναπτυξιακών οργανισμών και κυβερνητικών υπηρεσιών, εφάρμοσαν παρεμβάσεις για τον μετριασμό και την πρόληψη βίαιων συγκρούσεων και ανασφάλειας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Σύμφωνα με τον χάρτη P4P for Peace της PIND, οι κύριοι παράγοντες της θανατηφόρας βίας ήταν οι εγκληματικές δραστηριότητες, οι συγκρούσεις συμμοριών/αιρέσεων, η αποσχιστική αναταραχή και οι συγκρούσεις μεταξύ κακοποιών και δυνάμεων ασφαλείας”[12].
Ειδικά για το κρατίδιο Edo παρατίθενται οι εξής πληροφορίες:
· Το τρίτο τρίμηνο του 2024, το κρατίδιο Edo παρουσίασε μια αξιοσημείωτη μείωση της βίας και της ανασφάλειας, με 51,42% μείωση των περιστατικών θανατηφόρας βίας σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο. Ο αριθμός των θανάτων που καταγράφηκαν μειώθηκεαπό 35 το δεύτερο τρίμηνο σε 17 το τρίτο τρίμηνο, σύμφωνα με το Peace Map. Η τάση αυτή τοποθέτησε το Edo μεταξύ των πολιτειών στο Δέλτα του Νίγηρα με τη σημαντικότερη μείωση της θανατηφόρας βίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Οι πρωταρχικοί παράγοντες της βίας και της ανασφάλειας στο 3ο τρίμηνο περιλάμβαναν εγκληματικές δραστηριότητες, συγκρούσεις μεταξύ αντίπαλων αιρετικών συμμοριών, πολιτικές εντάσεις και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι τοπικές κυβερνητικές περιοχές (LGAs) Oredo και Etsako West κατέγραψαν τα υψηλότερα επίπεδα θανατηφόρων επεισοδίων βίας κατά τη διάρκεια της περιόδου.
· Αναφορικά με το ζήτημα της εγκληματικής βίας, σημειώνεται ότι η εγκληματική βία, συμπεριλαμβανομένων των ανθρωποκτονιών, παρέμεινε μια σημαντική πηγή ανασφάλειας στο κρατίδιο Edo κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου.
· Αναφορικά με το ζήτημα της πολιτικής βίας, αναφέρεται ότι οι πολιτικές εντάσεις αυξήθηκαν σημαντικά στο κρατίδιο Edo κατά την προετοιμασία για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2024 για την ανάδειξη κυβερνήτη, με πολλαπλά βίαια περιστατικά. Ειδικότερα, τον Ιούλιο, ένας αστυνομικός που ήταν προσκείμενος στον υποψήφιο κυβερνήτη ενός πολιτικού κόμματος φέρεται να σκοτώθηκε σε σύγκρουση μεταξύ υποστηρικτών αντίπαλων κομμάτων στην πόλη Benin, την πρωτεύουσα της πολιτείας. Τον Αύγουστο, ένας ανώτερος ειδικός βοηθός του προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων του κρατιδίου Edo φέρεται να σκοτώθηκε από ενόπλους στην Ozalla, στην LGA Owan West. Την παραμονή των εκλογών, ένοπλοι πολιτικοί κακοποιοί φέρονται να συνελήφθησαν στις LGAs Oredo και Akoko Edo.
· Αναφορικά με το ζήτημα της βίας συμμοριών/αιρέσεων, οι συγκρούσεις μεταξύ των αιρετικών ομάδων συνέβαλε σημαντικά στη θανατηφόρα βία και την ανασφάλεια στο κρατίδιο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου[13].
· Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα της βάσης δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων γεγονότων πολιτικής βίας και διαμαρτυρίας σε παγκόσμια κλίμακα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 17.02.2024 και 14.02.2025 στο κρατίδιο Edo της Νιγηρίας, καταγράφηκαν συνολικά 216 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 125 ανθρώπων. Πιο αναλυτικά, 85 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 86 θύματα), 44 ως διαδηλώσεις (χωρίς καταγεγραμμένες απώλειες), 59 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 33 θύματα), και 28 ως ταραχές/εξεγέρσεις (6 θύματα)[14].
· Για το ανωτέρω διάστημα, στην περιοχή Abudu έχει καταγραφεί στην ίδια βάση ένα περιστατικό βίας κατά πολιτών με μία συνδεόμενη απώλεια, μία διαδήλωση χωρίς κάποια συνδεόμενη απώλεια και μία αναταραχή επίσης χωρίς κάποια συνδεόμενη απώλεια.
· Επιπρόσθετα, έγινε αναζήτηση περιστατικών ασφαλείας στην LGA Orhionmwon (όπου ανήκει η περιοχή Abudu) στη βάση δεδομένων του Nigeria Watch και σε βάθος ενός χρόνου (20.02.2024-20.02.2025) έχουν καταγραφεί δύο περιστατικά εκ των οποίων το ένα είναι ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα και το δεύτερο αφορά μια απαγωγή[15].
· Κατόπιν επισκόπησης των μηνιαίων εκθέσεων του Crisis Watch του International Crisis Group σε βάθος 10 μηνών (μέχρι και τον Απρίλιο του 2024) δεν εντοπίστηκε κάποια ειδική μνεία στο κρατίδιο Edo[16].
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άντρας, υγιής με βασική εκπαίδευση, πλήρως ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο Ατητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Π.Δ. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14 ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2 η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552
[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598
[4] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007
[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).
[6] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)
[7] EUAA, Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System, February 2023, σ. 169
[8] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland
[10]Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009
[11] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).
[12] PIND Foundation, Niger Delta Quarterly Conflict Tracker: 2024 Q3, https://pindfoundation.org/niger-delta-quarterly-conflict-tracker-2024-q3/
[13] Ό.π., σελ. 8
[14] ACLED Explorer, https://acleddata.com/explorer/
[15] Nigeria Watch database, https://www.nigeriawatch.org/index.php?urlaction=evtList&page=
[16] Σύμφωνα με τo site του International Crisis Group, “Το CrisisWatch είναι ο παγκόσμιος ανιχνευτής μας για τις συγκρούσεις, ένα εργαλείο έγκαιρης προειδοποίησης που έχει σχεδιαστεί για να βοηθήσει στην πρόληψη της θανατηφόρας βίας. Ενημερώνει τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων για τις εξελίξεις σε περισσότερες από 70 συγκρούσεις και κρίσεις κάθε μήνα, εντοπίζοντας τις τάσεις και προειδοποιώντας τους για τους κινδύνους κλιμάκωσης και τις ευκαιρίες για την προώθηση της ειρήνης”. https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location[]=28&created=
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο