Α.Β.Κ ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσία Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 7419/22, 6/2/2025
print
Τίτλος:
Α.Β.Κ ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσία Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 7419/22, 6/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 7419/22

6 Φεβρουαρίου, 2025

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α.Β.Κ

Αιτητής

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσία Ασύλου

Καθ’ων η Αίτηση

Αίτηση ημερομηνίας 18.10.2024 για προσαγωγή μαρτυρίας.

Χρίστος Α. Καμπούρης (κος), Δικηγόρος για τους Αιτητές

Μάσσιμο Αμπελώμος (κος), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ζητείται από το Δικαστήριο απόφαση με την οποία να ακυρώνει ως παράνομη την απόφαση των Καθ'ων η Αίτηση ημερ. 02/02/2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για χορήγηση διεθνούς προστασίας.

 

Στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής και μετά την καταχώρηση των γραπτών αγορεύσεων από τους συνηγόρους των δυο πλευρών, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση αίτηση δια κλήσεως, με την οποία ο Αιτητής αιτείται άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας, ήτοι νέων εγγράφων και στοιχείων, προς απόδειξη των ισχυρισμών του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, καθώς και ότι διώκεται στη χώρα καταγωγής του.

 

Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Αιτητή, στην οποία επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους καταχωρήθηκε η επίδικη αίτηση και επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1, αντίγραφα άρθρου της Freetown Daily Newspaper του κ. Alpha Barrie καθώς και άρθρο της κας. Victoria Saffa, ημερομηνίας 20/01/2021.

 

Οι Καθ' ων η Αίτηση υπέβαλαν ένσταση στην αίτηση τoυ Αιτητή και εισηγούνται την απόρριψή της, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

-      Η αίτηση είναι νομικά και πραγματικά αβάσιμη και/ή παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή ανεδαφική και/ή το αιτούμενο διάταγμα δεν μπορεί να εκδοθεί.

-      Δεν πληρούνται οι νομοθετικές και νομολογιακές προϋποθέσεις για να επιτραπεί από το Δικαστήριο η προσαγωγή της σκοπούμενης μαρτυρίας.

-      Η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί δεν επιτελεί κανένα σκοπό και δεν είναι συναφής με οποιοδήποτε επίδικο θέμα.

-      Η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί δεν είναι αναγκαία ούτε είναι δυνατό να τεκμηριώσει οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε ικανή μαρτυρία να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του Αιτητή.

-      Στην ένορκη δήλωση δεν επεξηγείται πως η μαρτυρία που επιχειρείται να προσαχθεί είναι σχετική με τα επίδικα θέματα και τον πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή.

-       Ο Αιτητής δεν παρουσίασε οποιοδήποτε πειστικό λόγο για τον οποίο δεν μπορούσε να εξασφαλίσει και να παρουσιάσει νωρίτερα τα έγγραφα που επιδιώκεται να προσαχθούν με την ένορκη δήλωση.

-      Η παρούσα αίτηση είναι καταχρηστική, υποβλήθηκε καθυστερημένα και πρόκειται για μαρτυρία που επιδιώκει να αλλοιώσει και μεταβάλλει το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

-      Το Τεκμήριο που επιδιώκει να προσαχθεί είναι αδύνατο να πιστοποιηθεί η αυθεντικότητα του καθότι ήταν ανέφικτο να ανευρεθεί στο διαδίκτυο, δεν είναι μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα και παρατίθεται στην αγγλική και είχε την δυνατότητα και ευχέρεια να προσκομίσει τα εν λόγω έγγραφα κατά τη συνέντευξη.  

Την ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση της κας Β. Θωμά, δικηγόρου στην Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, η οποία και υποστηρίζει τους πιο πάνω ισχυρισμούς.

 

Στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης προς υποστήριξη της υπό εξέταση αίτησης, ο συνήγορος του Αιτητή ισχυρίστηκε ότι η μαρτυρία που επιδιώκει να προσκομίσει ο Αιτητής είναι σχετική με τα επίδικα θέματα, εφόσον τα δυο άρθρα που επιδιώκεται να προσαχθούν επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι ότι είναι καταζητούμενο πρόσωπο από τις αρχές της χώρας καταγωγής του λόγω εμπλοκής του σε ένα επεισόδιο προκειμένου να διαφύγει από τους παραδοσιακούς ηγέτες στο χωριό του. Υποστηρίζει ότι το ένα εκ των δυο άρθρων φέρει ως χρονολογία το έτος 2021, γεγονός που επιβεβαιώνει την άμεση σχέση των στοιχείων που επιδιώκεται να προσκομίσει με τα πραγματικά γεγονότα της παρούσας. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 της ένορκης δήλωσης, επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του Αιτητή περί ύπαρξης βάσιμου φόβου καταδίωξης για λόγους που αφορούν την ιδιότητα του ως μέλος της κοινωνικής ομάδας στο χωριό του και/ή της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου να υποστεί σοβαρή βλάβη από τα μέλη του κοινωνικού αυτού συνόλου εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του.

 

Ως προς τον λόγο ένστασης που προβάλλουν οι καθ’ ων η αίτηση περί καθυστέρησης παρουσίασης των εγγράφων, ο συνήγορος του Αιτητή, αναφέρει ότι ο Διαδικαστικός κανονισμός προβλέπει ότι η καταχώρηση των στοιχείων δύναται να επιτραπεί, εάν προκύπτει ότι δεν υποβλήθηκαν νωρίτερα χωρίς υπαιτιότητα του. Παραπέμπει στην ένορκη δήλωση του Αιτητή ότι τα στοιχεία εντοπίστηκαν κατά ή περί τον Αύγουστου του 2024 και  το γεγονός ότι το ένα άρθρο φέρει ημερομηνία παλαιότερη από τη καταχώρηση της παρούσας προσφυγής δεν εξυπακούεται ότι δεν αποτελούν νέα στοιχεία, ως επιβάλλει ο Νόμος και ο Κανονισμός, καθώς ήρθαν στη κατοχή του Αιτητή πρόσφατα και αναφέρεται στην αντικειμενική δυσκολία εξεύρεσης των εν λόγω στοιχείων από τα άτομα που διαβιούν στη χώρα καταγωγής του Αιτητή και τη δυσκολία στη πρόσβαση τους. Καταληκτικά, αναφέρει, ότι η έκδοση του απαιτούμενου διατάγματος δεν θα επιφέρει αιφνιδιασμό ή δυσχέρεια στους καθ΄ ων η αίτηση, διότι η προτεινόμενη μαρτυρία δεν αλλοιώνει ή μεταβάλλει τα στοιχεία που έχει ήδη ενώπιον της η Διοίκηση.

 

O συνήγορος των Καθ’ ων η Αίτηση, μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης, σημείωσε τις βασικές αρχές που διέπουν το θέμα προσαγωγής μαρτυρίας και τόνισε ότι η θέση τoυ είναι ότι η αίτηση είναι παράτυπη, αντικανονική και νομικά αβάσιμη καθότι η αιτούμενη για προσαγωγή μαρτυρία δεν επιτελεί κανένα σκοπό και δεν είναι αναγκαία για την ολοκλήρωση της υπόθεση.  Επίσης, υποστήριξε ότι η μαρτυρία πρέπει να προσδιορίζει με ανάλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα που επιδιώκεται να προσκομιστούν με την εν λόγω μαρτυρία, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση. Ισχυρίστηκε ότι ελλείπει τον ορθό νομικό υπόβαθρο καθότι ελλείπει συγκεκριμένη αναφορά στα άρθρα του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, του περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019 και του περί Προσφύγων Νόμο, γεγονός που καθιστά την αίτηση εξ υπαρχής μη αποδεκτέα.

 

Ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζει ότι στην ένορκη δήλωση του Αιτητή δεν αναφέρεται ο λόγος που η εν λόγω μαρτυρία θα συντελέσει στη προώθηση του αιτήματος του ούτε τη συσχέτιση τους με το πυρήνα του αιτήματος του. Αναφορικά με το Τεκμήριο 1, υποστηρίζει ότι είναι αδύνατη η πιστοποίηση τους και η διαπίστωση της ύπαρξης τους, ότι και τα δύο άρθρα φέρουν χαρακτήρα και ύφος επιστολής χωρίς να φέρουν οποιοδήποτε στοιχείο ότι πρόκειται για δημοσιευμένα άρθρα σε εφημερίδα και δεν φέρουν ημερομηνία δημοσίευσης, καταλήγοντας να αμφισβητεί την αυθεντικότητα τους.

 

Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τις θέσεις και ισχυρισμούς που προβάλλονται, τόσο εκ μέρους του Αιτητή, όσο και εκ μέρους των Καθ' ων η Αίτηση, υπό το φως βέβαια των πάγιων και διαχρονικών νομολογιακών αρχών αναφορικά με την εξέταση αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας.

 

Ο Διαδικαστικός Κανονισμός 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως τροποποιήθηκε, προνοεί ότι:

«(α) Κάθε προσφυγή καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο με έγγραφη αίτηση, ως το Έντυπο Αρ. 1 συνοδευόμενη από την προσβαλλομένη απόφαση και τα υποστηρικτικά αυτής στοιχεία που επιδόθηκαν στον αιτητή καθώς και οποιαδήποτε νέα έγγραφα ή στοιχεία ή πρόσθετη μαρτυρία ήθελε προσκομίσει ο αιτητής.»

Σύμφωνα με τον Διαδικαστικό Κανονισμός 8 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως τροποποιήθηκε, «το Δικαστήριο δύναται να καθορίζει τη διαδικασία και να εκδίδει οδηγίες κατά περίπτωση αναφορικά με τη λήψη γραπτής ή προφορικής μαρτυρίας ή άλλων αποδεικτικών μέσων, όπως ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις.».

 

Ο Διαδικαστικός Κανονισμός 10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως τροποποιήθηκε, προβλέπει τα ακόλουθα:

«10. (α) Μετά την καταχώρηση της προσφυγής, νέα έγγραφα και/ή στοιχεία και/ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία προσκομίζεται μόνον κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, μετά από προφορικό αίτημα του αιτητή, νοουμένου ότι το Δικαστήριο ικανοποιείται-

(i) ότι πρόκειται για έγγραφα ή στοιχεία ή μαρτυρία, τα οποία άνευ δικής του υπαιτιότητας, ο αιτητής αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής του σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β), και

(ii) είναι συναφή με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.».

 

Το Δικαστήριο έχει ευρεία εξουσία να δεχθεί μαρτυρία για οποιοδήποτε σημείο που κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις. Ακρογωνιαίος λίθος όμως για να επιτραπεί η οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιον Δικαστηρίου είναι η σχετικότητα της με τα επίδικα θέματα που εξετάζονται κατά περίπτωση, καθώς και η αποδεικτική της αξία (βλ. Petrolina Ltd κ.α. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αριθ. 223/2000, ημερ. 4.4.2002, Ζαρβός ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 106, Kyriakides v. Republic, 1 RSCC 66). 

 

Προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνον όταν η απόδειξη των συγκεκριμένων γεγονότων μπορεί να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 999/91, ημερ. 24.9.1992 και Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υποθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.1999). Επιπρόσθετα, η έγκριση του αιτήματος για προσαγωγή μαρτυρίας θα πρέπει να είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης (βλ. Tasni Enviro Ltd και Telmen Ltd ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 862/2005, ημερ. 26.6.2008).

 

Τονίζω δε εξ αρχής ότι, σε αυτό το στάδιο, δεν εξετάζεται ούτε η ουσία, ούτε και η βασιμότητα των ισχυρισμών και λόγων ακύρωσης που προβάλλει ο Αιτητής με την προσφυγή του, αλλά ούτε και αξιολογείται περαιτέρω η προτεινόμενη μαρτυρία. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει κατά το στάδιο έκδοσης απόφασης επί της παρούσας προσφυγής. Στο παρόν στάδιο εξετάζεται η βασιμότητα του αιτήματος που βρίσκεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για προσαγωγή μαρτυρίας, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα

επίδικα θέματα, αλλά και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Έχω ήδη παραθέσει ανωτέρω το νομικό πλαίσιο που διέπει την εξέταση αιτημάτων προσαγωγής μαρτυρίας ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Έχοντας ωστόσο ενώπιον μου το σύνολο των εγγράφων των οποίων επιδιώκεται η προσαγωγή αλλά και την σχετική ως προς τούτο αίτηση του Αιτητή, παρατηρώ ότι από αυτήν ελλείπει η ορθή νομική βάση. Ειδικότερα, η αίτηση ημερομηνίας 18/10/2024 καταχωρήθηκε με βάση των τύπο των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και βασίζεται στις σχετικές διατάξεις των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, και όχι με βάση τους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (13/2023), ως έχουν τροποποιηθεί. Στον Κανονισμό 60.1, παράγραφοι 2 και 3 των εν λόγω Κανονισμών προνοείται ως ακολούθως:

«60.1 Μεταβατική διευθέτηση

(2) Οι παρόντες κανονισμοί τίθενται σε ισχύ σε σχέση με τις υπόλοιπες δικαιοδοσίες, στις οποίες αφορούν, από την 1η Σεπτεμβρίου 2023 σε διαδικασίες που καταχωρίζονται από 1η Σεπτεμβρίου 2023.

(3) Οι παρόντες κανονισμοί δεν εφαρμόζονται σε σχέση με ειδικές διαδικασίες ή ειδικές δικαιοδοσίες για τις οποίες ισχύουν συγκεκριμένοι διαδικαστικοί κανονισμοί, οι οποίοι προβλέπονται από συγκεκριμένο νόμο ή κανονισμό. Νοείται ότι στο βαθμό που ο συγκεκριμένος νόμος ή κανονισμός παραπέμπει στην, ή επιτρέπει την, εφαρμογή των εκάστοτε κανονισμών πολιτικής δικονομίας, τότε εφαρμόζονται οι παρόντες κανονισμοί στο βαθμό που προβλέπεται.».

 

Παρά το γεγονός ότι ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση προβάλλει ισχυρισμό περί ελλιπούς νομικής βάσης, περιορίζεται στη αναφορά των άρθρων του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, στο περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019 και τον περί Προσφύγων Νόμο, ενώ δεν γίνεται αναφορά στον εσφαλμένο τύπο και τις διατάξεις των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το παρόν Δικαστήριο όπως εξετάσει αυτεπαγγέλτως κατά πόσο η νομική βάση της εξεταζόμενης αίτησης είναι η αρμόζουσα, καθώς το ζήτημα αυτό άπτεται της εγκυρότητας του δικονομικού διαβήματος που έχει ενώπιον του.

 

Επί του εν λόγω ζητήματος παραθέτω αυτούσιο απόσπασμα της πρόσφατης απόφασης του Εφετείου στην Miltiades Neophytou Civil Engineering Contractors & Developers Ltd v. Δήμου Πάφου, Πολιτική Έφεση αρ. Ε5/2018, 16/1/2024, η οποία αφορούσε αίτηση για παράταση χρόνου για καταχώριση του περιγράμματος αγόρευσης που καταχωρήθηκε με βάση τον τύπο των παλαιών θεσμών και που στηριζόταν σε λανθασμένη νομική βάση και στους παλαιούς θεσμούς πολιτικής δικονομίας, αντί στο αντίστοιχο μέρος των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας:

«Είναι ενδεικτικό ότι στην υπό κρίση αίτηση, καμία αναφορά δεν γίνεται στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Αντιθέτως είναι η θέση του αιτητή όπως προκύπτει από την αγόρευση της συνηγόρου του, ότι στην παρούσα εφαρμόζονται οι παλαιοί Θεσμοί αφού αφορά έφεση του 2018.  

Δεν συμφωνούμε με αυτήν την άποψη. Το Μέρος 60.2(1) των Κανονισμών του 2023 που επικαλέστηκε η συνήγορος για τον εφεσίβλητο - αιτητή στην αγόρευση της, δεν βοηθά την υπόθεση του εφεσίβλητου αφού αναφέρεται σε άσκηση διακριτικής ευχέρειας από το Δικαστήριο, σε διαδικασία η οποία άρχισε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Επαναλαμβάνεται ότι η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε μετά την εφαρμογή των Κανονισμών του 2023, οπόταν ο αιτητής όφειλε δυνάμει των προαναφερθεισών προνοιών του Μέρους 60, και ανεξαρτήτως αν η έφεση εκκρεμεί από το 2018, να ακολουθήσει τον δικονομικό τύπο που προβλέπεται στους νέους Κανονισμούς του 2023, ήτοι το έντυπο αρ. 34.

Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης θα εξετάσουμε στην συνέχεια κατά πόσον η εν λόγω παράλειψη του εφεσίβλητου, συνιστά παρατυπία που θα μπορούσε να παραβλεφθεί προκειμένου να διασωθεί η διαδικασία της παρούσας αίτησης. Η συνήγορος του εφεσιβλήτου παρέπεμψε επί του προκειμένου στον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο χειρισμού υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος.

Ο χειρισμός των υποθέσεων στο πλαίσιο του Πρωταρχικού Σκοπού περιλαμβάνει μεταξύ άλλων σύμφωνα με το Μέρος 1.2 (2), την εξοικονόμηση δαπανών, τη διασφάλιση ταχείας και δίκαιης μεταχείρισης αλλά βέβαια και την επιβολή συμμόρφωσης με κανονισμούς και διατάγματα. Επίσης συμπεριλαμβάνει σύμφωνα με το Μέρος 1.2 (2) (γ), τον χειρισμό μιας υπόθεσης με τρόπους αναλογικούς, μεταξύ άλλων, ως προς τη σοβαρότητα της υπόθεσης και την πολυπλοκότητα των επιδίκων θεμάτων.

Σχετικές με το θέμα είναι και οι διατάξεις του Μέρους 3.8 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 που έχουν ως εξής:

3.8  Γενική εξουσία του δικαστηρίου για διόρθωση θεμάτων όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα

(1)   Όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα, όπως παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό:

(α) το σφάλμα δεν ακυρώνει οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία εκτός αν κάτι τέτοιο διαταχθεί από το δικαστήριο∙ και

(β) το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος.

(2) Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα ακύρωσης οποιουδήποτε βήματος εκτός αν ικανοποιηθεί ότι:

(α) το διαδικαστικό σφάλμα ήταν σοβαρό∙ και

(β) τέτοιο διάταγμα είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό.

Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω πρόνοιες και παρά την διαπίστωση μας ότι η επιλογή του εφεσίβλητου να προωθήσει το αίτημα του με τον τύπο των παλαιών Θεσμών δεν ήταν η ενδεδειγμένη, κρίνουμε ότι η ως άνω λανθασμένη δικονομική διαδικασία δεν οδηγεί χωρίς άλλο στον αποκλεισμό και την απόρριψη της αίτησης. Η αίτηση περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την προώθηση και εξέταση της στοιχεία, χωρίς παράλληλα να επηρεάζονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε τρίτου.

Η διάσωση του διαβήματος κατά τον πιο πάνω τρόπο, συνάδει κατά την κρίση μας με τον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ήτοι της διασφάλισης του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο κατά τρόπο δίκαιο και αποτελεσματικό και της ερμηνείας των Κανονισμών προς αποφυγή αχρείαστων διαδικασιών, σε σχέση με διαδικαστικά θέματα. Συνάδει επίσης με το Μέρος 3.8 (1) όπου υποδεικνύεται ότι η παράλειψη διαδίκου να συμμορφωθεί με τους πιο πάνω Κανονισμούς δεν καθιστά τη διαδικασία άκυρη και ότι το Δικαστήριο, σε περίπτωση τέτοιας μη συμμόρφωσης, μπορεί να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος.

Επιπλέον δυνάμει των διατάξεων του Μέρους 3.8.(2) δεν ακυρώνεται η διαδικασία εκτός αν το σφάλμα είναι σοβαρό και η ακύρωση είναι αναγκαία προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη και τον Πρωταρχικό Σκοπό. Στην παρούσα περίπτωση για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, όπως το ότι αίτηση περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την εξέταση της στοιχεία, χωρίς να επηρεάζονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε τρίτου, κρίνουμε ότι το σφάλμα δεν είναι σοβαρό και η ακύρωση της αίτησης δεν είναι αναγκαία για τους σκοπούς απονομής δικαιοσύνης. Αντιθέτως συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη τον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών, θεωρούμε ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως μην ακυρωθεί η παρούσα διαδικασία, παρά τον λανθασμένο έντυπο αίτησης με το οποίο προωθείται.

Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση   A.G. PAPHITIS & CO, LLC Πολ. Αίτηση 112/2023 ημ. 22.9.2023, ECLI:CY:AD:2023:D297, ECLI:CY:AD:2023:D297 που αφορούσε αίτημα για παράταση του χρόνου καταχώρισης αίτησης για άδεια προνομιακού εντάλματος Certiorari, η οποία καταχωρίστηκε σε λανθασμένο τύπο και όχι σύμφωνα με τα έντυπα που καθορίζονται στον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018.

Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η πιο πάνω κατάληξη μας να μην ακυρώσουμε την υπό κρίση διαδικασία, σαφώς και δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως ενθάρρυνση για παραβίαση των διαδικαστικών κανόνων με την χρήση λανθασμένων εντύπων σε δικονομικά διαβήματα. Η παρούσα υπόθεση κρίνεται αυστηρά με τα δικά της περιστατικά όπως έχουν εκτεθεί πιο πάνω, και ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την μόλις πρόσφατη εφαρμογή των  Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 και δεν αποτελεί δικαστικό προηγούμενο ενθάρρυνσης οιασδήποτε ανοχής παραβίασης των Κανονισμών αυτών.».

 

Αντλώντας καθοδήγηση από την ανωτέρω αναφερόμενη νομολογία, θεωρώ ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της υπό εξέταση αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας.

Καταρχάς, στην ένορκή δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι τα έγγραφα που επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 1 τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του περί βασανιστικής μεταχείρισης που  θα υποστεί στη χώρα καταγωγής του. Συμφωνώ με τη θέση του συνηγόρου των Καθ'ων η Αίτηση ότι δεν επεξηγείται επαρκώς η σχετικότητα της μαρτυρίας και η σύνδεση της με οποιοδήποτε από τους λόγους ακυρώσεως που εκτίθενται στο δικόγραφο της προσφυγής και/ή χωρίς να εξειδικεύεται η σχετικότητα αυτής με κάποιον από τους λόγους ακυρώσεως που προωθούνται. 

  

Αναφορικά με το Τεκμήριο 1, στο οποίο επισυνάπτονται αντίγραφα άρθρων, ως ισχυρίζεται ο Αιτητής επί της ένορκης του δήλωσης, σημειώνω ότι συνιστούν αντίγραφα και απουσιάζουν βασικά στοιχεία ώστε να διαπιστωθεί ότι πράγματι αποτελούν άρθρα, όπως η πηγή, ο τύπος, η ημερομηνία δημοσίευσης. Εν πάση περιπτώσει, περισσότερες λεπτομέρειες και σύνδεση των εν λόγω εγγράφων με τα επίδικα γεγονότα, έπρεπε να προσφερθούν μέσω της ένορκης δήλωσης, στην οποία δεν γίνεται καμία αναφορά ή επεξήγηση. Η συνάφεια του επισυνημμένου στην ένορκη δήλωση Τεκμηρίου, έπρεπε να επεξηγηθεί μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση και επίσης θα έπρεπε να αναγράφονταν περισσότερες λεπτομέρειες για τον ουσιώδη ισχυρισμό  προς τεκμηρίωση του αιτήματος του για διεθνή προστασία, ιδιαίτερα ενόψει της απόρριψης του κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του από την Υπηρεσία Ασύλου λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή.

 

Ο Αιτητής στην ένορκη του δήλωση αναφέρει ότι τα εν λόγω στοιχεία ανευρέθηκαν τον Αύγουστο του 2024 στο διαδίκτυο, από τον ίδιο. Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 9/12/2022, η υπό εξέταση αίτηση καταχωρήθηκε στις 18/10/2024, ήτοι μετά την παρέλευση περίπου δυο ετών. Ωστόσο, το ένα εκ των δυο εγγράφων που είναι επισυνημμένο ως Τεκμήριο 1, εντοπίζεται εντός του φακέλου του Δικαστηρίου, καθότι είναι συνημμένο στη Γραπτή αγόρευση του Αιτητή ημερομηνίας 09/02/2023 (ο οποίος αρχικά εμφανιζόταν αυτοπροσώπως), γεγονός που βρίσκεται σε αντίθεση με τις δηλώσεις του αιτητή επί της ένορκης δήλωσης, ήτοι ότι ανευρέθηκαν από τον ίδιο τον Αύγουστο του 2024. Περαιτέρω, η παρέλευση του διαστήματος ενός και πλέον έτους από τότε που προέβη σε διορισμό του δικηγόρου του, ήτοι 18/05/2023, μέχρι και την ημερομηνία καταχώρησης της υπό εξέτασης αίτησης θεωρείται ως μη δικαιολογημένη εν προκειμένω, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να μην προκύπτει για ποιο λόγο το επιδιωκόμενο προς προσαγωγή Τεκμήριο δεν προσκομίστηκε νωρίτερα άνευ υπαιτιότητας του Αιτητή, ως προνοείται στον Κανονισμό 10 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως τροποποιήθηκε.

 

Ενόψει των όσων ανέλυσα ανωτέρω, κρίνω ότι στα πλαίσια του Διαδικαστικού Κανονισμού 10 των Διαδικαστικών Κανονισμών περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, ως έχει τροποποιηθεί, της νομολογίας και υπό το φως των δικαιωμάτων των διαδίκων στην προσφυγή, η υπό εξέταση αίτηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση απορρίπτεται με έξοδα €300 υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο