S.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά τω Προέδρω διά της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. Δ.Α 8/2024, 7/2/2025
print
Τίτλος:
S.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά τω Προέδρω διά της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. Δ.Α 8/2024, 7/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

    Υπόθεση Αρ. Δ.Α 8/2024

07 Φεβρουαρίου 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ: 

S.O.

από Συρία

                                 Αιτητής, 

-και- 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά τω Προέδρω διά της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

 

Καθ' ων η αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Νικ. Χαραλαμπίδου (κα) για Νικολέττα Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε.

Δικηγόροι για Καθ’ ων η αίτηση: Ρ. Χαραλάμπους (κα) και Ε. Ιωάννου (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής επιζητεί τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α. Δήλωση ή/ και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση με την οποία διατάσσεται η απέλαση του Αιτητή από τη Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 29 του περί περί Προσφύγων Νόμου, επειδή ο Αιτητής  έχει ανακηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, η οποία εκδόθηκε στις 21/10/2024 και κοινοποιήθηκε στον Αιτητή κατά την 1/11/2024 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1) είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Β. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση με την οποία διατάσσεται η κράτηση του Αιτητή από τη Δημοκρατία δυνάμει των άρθρων 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και 29 του περί Προσφύγων Νόμου, για σκοπούς απέλασης του Αιτητή επειδή έχει ανακηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο και διατάχθηκε η απέλαση του δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία εκδόθηκε στις 21/10/2024 και η οποία εκδόθηκε στις 21/10/2024 και κοινοποιήθηκε στον Αιτητή κατά την 1/11/2024 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2) είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Γ. Αναγνωριστική απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απέλαση του Αιτητή από τη Δημοκρατία σε άγνωστη χώρα παραβιάζει το δικαίωμα του να προστατεύεται από την άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση σε χώρα όπου υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί δίωξη και παραβιάσεις των δικαιωμάτων του υπό το άρθρο 2 και 3 της ΕΣΔΑ.

 

Δ. Έξοδα πλέον Φ.Π.Α.».

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από το εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής του Αιτητή, την ένσταση της Καθ’ ης η αίτηση καθώς και από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκαν ως Τεκμήρια 1 και 2 (στο εξής αναφερόμενοι ως «Τ1» και «Τ2»), εξυπηρετεί και διευκολύνει την κατανόηση των εγειρόμενων ζητημάτων.

 

1.         Ο Αιτητής  κατάγεται από τη Συρία την οποία εγκατέλειψε κατά τον Οκτώβριο του 2018 και εισήλθε, με βάρκα και χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, στο έδαφος των ελεγχόμενων από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχών στις 08.11.2018.  Στις 13.11.2018 υπέβαλε αίτημα ασύλου και στις 11.09.2020 του παραχωρήθηκε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας από την Υπηρεσία Ασύλου.

 

2.         Στις 31.03.2023, ο Αιτητής καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Πάφου σε τρεισήμισι έτη φυλάκισης για αδικήματα που σχετίζονται με συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α’, συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος, παράνομη κατοχή περιουσίας και κατοχή αρχαιοτήτων χωρίς να εφοδιαστεί ο Διευθυντής Αρχαιοτήτων με κατάλογο που να περιγράφονται οι αρχαιότητες. Η ποινή φυλάκισής του άρχισε από τις 18.02.2022.

 

3.         Στις 23.09.2024 με επιστολή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών Πάφου, υποβλήθηκε η εισήγηση προς την Υπηρεσία Ασύλου για ανάκληση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας του Αιτητή, καθότι, ως καταγράφεται, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης σε πολύ σοβαρή υπόθεση (βλ. Παράρτημα 4 της Έντασης των Καθ’ ων η αίτηση).  

 

4.         Στις 21.10.2024 εκδόθηκε διάταγμα κράτησης και απέλασης κατά του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 29 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (στο εξής αναφερόμενο ως το «Κεφ. 105») και του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. Παράρτημα 6 της Έντασης των Καθ’ ων η αίτηση).

 

5.         Μία μέρα πριν την αποφυλάκισή του από τις Κεντρικές Φυλακές και συγκεκριμένα την 1η Νοεμβρίου 2024, του κοινοποιήθηκε επιστολή με την οποία ενημερωνόταν για την πρόθεση της Διευθύντριας του Τμήματος Μετανάστευσης για απέλασή του σε ασφαλή χώρα, μετά την αποφυλάκισή του (βλ. Παράρτημα 5 της Ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση).  Σύμφωνα με σχετική χειρόγραφη σημείωση που εντοπίζεται επί του Παραρτήματος 5: «Επιδόθηκε σήμερα 01/11/2024 και ώρα 08.45 στις Κεντρικές Φυλακές. Το παρέλαβε αλλά αρνήθηκε να το υπογράψει».

6.         Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής αμφισβητεί τα διατάγματα κράτησης και απέλασής που εκδόθηκαν εναντίον του. Σημειώνεται ότι, ο Αιτητής καταχώρισε παράλληλα και την προσφυγή αρ. 1500/2024 (KiJustice στο Διοικητικό Δικαστήριο, προσβάλλοντας την απόφαση για κήρυξή του ως απαγορευμένο μετανάστη, το διάταγμα απέλασης και το διάταγμα κράτησης του. Ως εξήγησε η κα Χαραλαμπίδου το γεγονός ότι τόσο το διάταγμα απέλασης όσο και το διάταγμα κράτησης ερείδονται επί δύο νομικών βάσεων, ήτοι το άρθρο 14 του Κεφ. 105 και το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου, επιβάλλει την αμφισβήτησή τους και στα δύο Δικαστήρια. Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε επίδικο ζήτημα και εξετάζεται στη συνέχεια.

 

7.         Επισημαίνεται ότι μετά την επιφύλαξη της απόφασης στην υπό εξέταση προσφυγή και συγκεκριμένα, στις 22.01.2025, το Διοικητικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του  επί της προσφυγής αρ. 1500/2024 (KiJustice[1] με την οποία ακυρώθηκε η κήρυξη το Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, ενώ η προσφυγή, κατά το μέρος που προσβάλλει το διάταγμα κράτησης του Αιτητή, παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο. Σχετική αναφορά στην απόφαση αυτή γίνεται στη συνέχεια.

 

8.         Με την Ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, προωθήθηκαν τέσσερις προδικαστικές ενστάσεις, η εξέταση των οποίων αμέσως ακολουθεί.

 

 

ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ

 

Πρώτη προδικαστική ένσταση

 

Οι Καθ΄ων η αίτηση εγείρουν δια της ενστάσεώς τους πρώτη προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι απαραδέκτως και/ή κατά παράβαση των άρθρων 3(1) και 11(2) του περί Ιδρύσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), ο Αιτητής αξιώνει ως το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεως του, καθώς δεν εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου η εξέταση του διατάγματος κράτησης εναντίον του Αιτητή ημερ. 21.10.2024 και/ή η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου περιορίζεται στην συμμόρφωση των Καθ’ ων η αίτηση με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Απαντώντας στην προδικαστική αυτή ένσταση, η συνήγορος του Αιτητή υποστηρίζει ότι αυτή θα πρέπει να απορριφθεί, καθώς το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εξετάσει και το αιτητικό Β της προσφυγής του, το οποίο αφορά το εκδοθέν διάταγμα κράτησης. Ειδικότερα, επισημαίνει με παραπομπή τόσο στον τίτλο όσο και στο ίδιο το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης ότι αυτό ερείδεται τόσο στο άρθρο 14 του Κεφ.105 όσο και στο άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου. Είναι κατά τούτο η θέση της ότι το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία εξέτασης του, καθώς ο περί Προσφύγων Νόμος, ως ειδικότερη νομοθεσία υπερισχύει του Κεφ. 105. Επίσης, τονίζει ότι το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου δεν προβλέπει δυνατότητα κράτησης και, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Σύμβασης της Γενεύης, η κράτηση του Αιτητή, ο οποίος κατέχει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, είναι παράνομη. Παραπέμποντας στις διατάξεις του άρθρου 3 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, επισημαίνει ότι ο νομοθέτης επέλεξε να αποδώσει στο παρόν Δικαστήριο αποκλειστική ειδική δικαιοδοσία να εκδικάζει υποθέσεις σε σχέση με οποιεσδήποτε αποφάσεις ερείδονται στον περί Προσφύγων Νόμο. Παραπέμποντας περαιτέρω στην απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου -υπό την ίδια μονομελή σύνθεση- στην Α.Α.J ν. Κυπριακής Δημοκρατίας[2] (στο εξής αναφερόμενη ως «A.A.J») επισημαίνει ότι το ΔΔΔΠ έχει ήδη στηλιτεύσει την πρακτική των Καθ’ ων η αίτηση να εκδίδουν αποφάσεις δυνάμει και των δύο νομοθεσιών παρόλο που ο περί Προσφύγων Νόμος ως ειδικός νόμος υπερισχύει του Κεφ.105. Υπογραμμίζει, επίσης, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εφαρμόζουν καταχρηστικά δύο διαφορετικές νομικές βάσεις για την κράτηση του Αιτητή, ενώ ταυτόχρονα αμφισβητούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, γεγονός που καθιστά την ένστασή τους αντιφατική και αβάσιμη. Τέλος, επισημαίνει ότι το διάταγμα κράτησης είναι παρεπόμενο του διατάγματος απέλασης, γεγονός που σημαίνει ότι η ακύρωση του διατάγματος απέλασης συνεπάγεται αυτομάτως και την ακύρωση του διατάγματος κράτησης. Υπό το φως αυτών των επιχειρημάτων, η συνήγορος καταλήγει ότι η προδικαστική ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, απαράδεκτη και καταχρηστική.

 

Απαντώντας στην επιχειρηματολογία του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση δια της γραπτής τους αγόρευσης, εμμένουν στην προδικαστική τους ένταση υποστηρίζοντας ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει το αίτημα του Αιτητή σχετικά με το διάταγμα κράτησής του, καθώς αυτό ερείδεται στο Κεφ. 105 και όχι στον περί Προσφύγων Νόμο. Ισχυρίζονται ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου περιορίζεται αποκλειστικά στον έλεγχο αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του περί Προσφύγων Νόμου, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018. Παραπέμποντας σε σχετικά αποσπάσματα από την επιστολή κοινοποίησης και το διάταγμα κράτησης του Αιτητή, υποδεικνύουν ότι η κράτησή του βασίζεται αποκλειστικά στο Κεφ. 105, ενώ στον περί Προσφύγων Νόμο βασίζεται μόνο το διάταγμα απέλασής του.

 

Παραπέμποντας, πρόσθετα, στα λεχθέντα της απόφασης του Εφετείου στην Ahmed Shbib v. Κυπριακής Δημοκρατίας[3], (στο εξής αναφερόμενη ως («Ahmed Shbib») υπογραμμίζουν ότι η πράξη κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη είναι διακριτή από την απόφαση απέλασης και κράτησης, ακόμη και αν τα διατάγματα αναφέρουν και τις δύο νομοθετικές βάσεις. Δεδομένου ότι η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης ελέγχεται αποκλειστικά στη βάση του Κεφ.105, θεωρούν ότι η εξέτασή του δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου. Καταλήγουν ότι το αίτημα του Αιτητή για ακύρωση του διατάγματος κράτησης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, καθώς προωθείται ενώπιον αναρμόδιου Δικαστηρίου, και ζητούν να μην εκδοθεί απόφαση ή διαταγή επ’ αυτού.

 

Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία και προτού διατυπώσω τα συμπεράσματα μου, φρονώ χρήσιμο όπως παραθέσω αυτούσιο το περιεχόμενο του διατάγματος κράτησης (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

«ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ

Δυνάμει

του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών
και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 όπως
τροποποιήθηκε μέχρι το 2020

και

του άρθρου 29 των περί Προσφύγων
Νόμων του 2000 έως 2020

ΕΠΕΙΔΗ ο S.Ο. υπήκοος ΣΥΡΙΑΣ, κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας στη Δημοκρατία είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, έχω αποφασίσει την απέλασή του δυνάμει του άρθρου 29 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ με διάταγμα απέλασης ημερομηνίας 21 Οκτωβρίου, 2024 που εκδόθηκε δυνάμει των εξουσιών που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, διατάχθηκε όπως ο προαναφερόμενος S.απελαθεί από την Δημοκρατία το συντομότερο δυνατό και στη συνέχεια να παραμείνει εκτός της Δημοκρατίας.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο S.O. να παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 και το Άρθρο 188(3) (γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως ο S.O.,παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί».

Αυτό που πρωτίστως παρατηρώ είναι ότι το εκδοθέν διάταγμα κράτησης, προσδιορίζει στον τίτλο του ότι τούτο εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 και του άρθρου 29 των περί Προσφύγων Νόμων.

 

Η ως άνω διατύπωση, είναι από μόνη της προβληματική καθώς δημιουργεί, ευλόγως, σύγχυση ως προς το πιο τελικά Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα για να επιληφθεί της εξέτασής του. Η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, ως αναδεικνύεται από τη συνδυασμένη ανάγνωση των άρθρων 3 και 11 (2) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (73(I)/2018), περιορίζεται στην εξέταση πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου. Εφόσον λοιπόν το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης αναφέρεται ρητώς ότι τούτο εκδόθηκε δυνάμει και του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου, ο Αιτητής, ενεργώντας εύλογα, καταχώρισε προσφυγή τόσο ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου (στο εξής αναφερόμενο και ως «Δ.Δ.») όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (στο εξής αναφερόμενο και ως «Δ.Δ.Δ.Π.»), προκειμένου να διασφαλίσει την εξέταση της υπόθεσής του από το αρμόδιο Δικαστήριο και να μην υποστεί δικονομική ζημία λόγω της σύγχυσης που προκάλεσε η ίδια η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Δεν ευσταθεί συνεπώς η θέση των Καθ’ ων η αίτηση, ως αυτή προωθήθηκε ενώπιόν μου κατά την ακροαματική διαδικασία, περί κατάχρησης δικαστικών διαδικασιών από τον Αιτητή, ο οποίος καταχώρισε δύο παράλληλες προσφυγές. Η ευθύνη για την προκληθείσα σύγχυση δεν μπορεί να αποδοθεί στον Αιτητή, αλλά βαραίνει αποκλειστικά τους Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, με την –κατά την κρίση μου– εσφαλμένη πρακτική τους, οδήγησαν αυτόν σε αδιέξοδο και, εν τέλει, στην ανάγκη προσφυγής σε δύο διαφορετικά δικαστήρια.

 

 

 

 

Η πρακτική αυτή των Καθ’ ων η αίτηση πρέπει να επισημανθεί ως νομικά εσφαλμένη, καθώς δημιούργησε αχρείαστες διαδικαστικές περιπλοκές και προκάλεσε σύγχυση ως προς τη νομική βάση των εκδοθέντων διαταγμάτων. Η Διοίκηση οφείλει, στο μέλλον, να εκδίδει διατάγματα με σαφή και ακριβή νομική θεμελίωση, ώστε να αποφεύγονται αντίστοιχες καταστάσεις που επιβαρύνουν όχι μόνο τους διοικούμενους αλλά και τη δικαστική διαδικασία.

 

Παρά την ευθύνη που φέρουν οι Καθ’ ων η αίτηση για τη διαδικαστική περιπλοκή που δημιουργήθηκε, η εξέταση της προδικαστικής τους ένστασης πρέπει να γίνει αποκλειστικά με γνώμονα το νομικό ζήτημα της δικαιοδοσίας, χωρίς να επηρεάζεται από τις διοικητικές αστοχίες που οδήγησαν στη συγκεκριμένη κατάσταση.

 

Προχωρώντας λοιπόν στην εξέταση αυτή, διαπιστώνω πως πράγματι, όπως ορθά επισημαίνουν και οι Καθ’ ων η αίτηση, παρά τη διπλή νομοθετική αναφορά στον τίτλο του επίδικου διατάγματος, ωστόσο το περιεχόμενό του αποσαφηνίζει ότι το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105.

 

Η νομική βάση του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου αφορά αποκλειστικά και μόνο την απέλαση του Αιτητή, χωρίς να θεμελιώνει αυτοτελώς την κράτησή του. Επομένως, η επίκληση του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου στο διάταγμα δεν επηρεάζει τη νομική του βάση όσον αφορά την κράτηση, η οποία ερείδεται αποκλειστικά στο Κεφ. 105: «(…) ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ.105 και το Άρθρο 188(3) (γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως ο S.O. παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί.»

 

Ως εκ τούτου, η απλή αναφορά στον τίτλο του διατάγματος κράτησης ότι αυτό εκδίδεται και δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου δεν αρκεί για να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου. Αντιθέτως, η ανάλυση του περιεχομένου του διατάγματος καθιστά σαφές ότι η νομική του βάση είναι αποκλειστικά το άρθρο 14 του Κεφ. 105. Συνεπώς, η όποια αναφορά στο άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου δεν μεταβάλλει το νομικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζεται η κράτηση, ούτε δύναται να οδηγήσει στην υπαγωγή της υπόθεσης στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου.

 

Εξάλλου, από την αυτούσια εξέταση των δύο επίμαχων νομοθετικών διατάξεων, καθίσταται σαφές ότι μόνο το άρθρο 14 του Κεφ. 105 ρυθμίζει την κράτηση αλλοδαπών για σκοπούς απέλασης. Συνεπώς, το υπό εξέταση διάταγμα κράτησης αντλεί τη νομική του θεμελίωση αποκλειστικά από το εν λόγω άρθρο. Αντίθετα, το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου αφορά αποκλειστικά τη διαδικασία απέλασης προσώπων που τυγχάνουν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, χωρίς να περιλαμβάνει οποιαδήποτε ρύθμιση περί κράτησης. Επομένως, το ουσιαστικό νομικό έρεισμα της κράτησης ανήκει αποκλειστικά στο Κεφ. 105 και όχι στον περί Προσφύγων Νόμο, γεγονός που συνεπάγεται ότι η αρμοδιότητα για τον δικαστικό έλεγχο της κράτησης ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο και όχι στο Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Το εάν η εφαρμογή του άρθρου 14 του Κεφ. 105 για την κράτηση προσώπου που διαθέτει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας είναι ορθή ή όχι, αποτελεί ζήτημα εμπίπτον στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου και όχι του παρόντος.

 

Παρά την κρίση μου αυτή, δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι οι ίδιοι οι Καθ’ ων η αίτηση, παραδέχθηκαν κατά την ενώπιόν μου ακροαματική διαδικασία, ότι χρησιμοποιούν το άρθρο 14 του Κεφ. 105 για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον κατόχου διεθνούς προστασίας, δεδομένου ότι ο περί Προσφύγων Νόμος δεν προβλέπει τέτοιο μέτρο. Η πρακτική αυτή, πέρα από το γεγονός ότι οδηγεί σε περιττές διαδικασίες και αδικαιολόγητη επιβάρυνση του δικαστικού συστήματος, προκαλεί σοβαρή περιπλοκότητα στη νομική διαδικασία και έχει ήδη οδηγήσει σε συγκρουόμενες δικαστικές αποφάσεις[4] λόγω της παράλληλης εφαρμογής δύο διαφορετικών νομοθετικών πλαισίων.

 

Η ίδια περιπλοκή επήλθε τελικώς και στην υπό εξέταση υπόθεση. Τούτο, καθώς ως ήδη επισήμανα, ο Αιτητής κατέθεσε προσφυγή κατά του ίδιου διατάγματος κράτησης και ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου [αρ. 1500/2024 (KiJustice], του οποίου η απόφαση δεν είχε εκδοθεί μέχρι  και την επιφύλαξη της παρούσας υπόθεσης. Μετά την επιφύλαξη αυτής, περιήλθε στην αντίληψή μου η έκδοση της απόφασης του Δ.Δ. στην προρρηθείσα προσφυγή (απόφαση S.O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας[5]),  με την οποία ο αδελφός μου Δικαστής Φ. Καμένος αποφάσισε την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, στο βαθμό που αυτή αφορά την κήρυξη του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη. Ωστόσο, έκρινε ότι στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης και παρέπεμψε την εξέταση του ζητήματος στο παρόν Δικαστήριο. Παρότι, με κάθε σεβασμό, διαφωνώ με την εν λόγω απόφαση του αδελφού μου Δικαστή -ως θα υποδείξω στη συνέχεια- αναφορικά με τη δικαιοδοσία επί του διατάγματος κράτησης, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι η διοικητική δράση οδήγησε σε μια προβληματική κατάσταση, υπονομεύοντας την ασφάλεια δικαίου και επιτείνοντας τις διαδικαστικές περιπλοκές.

 

Εν πάση περιπτώσει, επανερχόμενη στο ζήτημα της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, φρονώ ότι αυτό έχει οριστικώς επιλυθεί από το Εφετείο στην Ahmed Shbib, όπου επιβεβαιώθηκε ότι η νομιμότητα της κήρυξης ενός προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη, καθώς και η επακόλουθη κράτησή του, υπάγονται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου και όχι του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Ειδικότερα, αν και η απόφαση του Εφετείου, δεν διατυπώνει ρητά ότι το Δ.Δ. έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το διάταγμα κράτησης, εντούτοις φρονώ πως δεν μπορεί να υποστηριχθεί διαφορετική ερμηνεία, καθώς το συμπέρασμα αυτό συνάγεται μέσα από τη συλλογιστική της απόφασης αλλά και τα ίδια τα αποτέλεσμα αυτής. Ειδικότερα το Εφετείο επισήμανε καταρχάς ότι η κήρυξη ενός προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη συνιστά διακριτική διοικητική πράξη, η οποία μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τα διατάγματα απέλασης και κράτησης. Έκρινε συνεπώς ότι το πρωτόδικο Δ.Δ. εσφαλμένα αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του να ελέγξει τη νομιμότητα αυτής της κήρυξης, καθώς το Άρθρο 11 του Νόμου 73(Ι)/2018, που ορίζει τη δικαιοδοσία του Δ.Δ.Δ.Π., δεν συμπεριλαμβάνει την πράξη αυτή.

 

Το Εφετείο αναγνώρισε πρόσθετα ότι το διάταγμα κράτησης δεν είναι αποκομμένο από την κήρυξη απαγορευμένου μετανάστη, αλλά στηρίζεται σε αυτήν, καθώς ο λόγος της κράτησης σχετίζεται άμεσα με την ανάγκη υλοποίησης της απέλασης, η οποία με τη σειρά της θεμελιώνεται στην κήρυξη ως απαγορευμένου μετανάστη.

 

Ακολούθως το Εφετείο, αφού αποδέχθηκε τον πρώτο λόγο έφεσης ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση -καταλήγοντας ότι το Δ.Δ. έχει δικαιοδοσία για να εξετάσει την κήρυξη απαγορευμένου μετανάστη- επέστρεψε την υπόθεση σε αυτό για εκ νέου εξέταση. Το συμπέρασμα που προκύπτει από αυτή την ενέργεια είναι ότι η διαδικασία πρέπει να συνεχιστεί με έλεγχο όχι μόνο της κήρυξης του εκεί εφεσείοντα ως απαγορευμένου μετανάστη, αλλά και του διατάγματος κράτησης. Η συλλογιστική αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι η απόφαση του Εφετείου δεν απορρίπτει τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο έφεσης ως αλυσιτελείς, αλλά αντίθετα τους αποδέχεται, κρίνοντας ότι  «Χωρίς να ασκηθεί (ο εκ του Εφεσείοντα αιτηθείς) δικαστικός έλεγχος επί της κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, εξ ορισμού το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εδύνατο να καταλήξει σε ασφαλή κρίση ως προς το νόμιμο του διατάγματος κράτησης (περιλαμβανομένης και της συμβατότητάς του με την Αρχή της αναλογικότητας)». Σε κανένα δε σημείο, το Εφετείο δεν απασχολήθηκε με τη δικαιοδοσία του Δ.Δ., ως προς το διάταγμα κράτησης, όταν μάλιστα ως αναδεικνύεται από το περιεχόμενο της απόφασής του, το ζήτημα αυτό απασχόλησε και τα δύο Δικαστήρια, Δ.Δ. και Δ.Δ.Δ.Π., με αμφότερα τα δικαστήρια να καταλήγουν ότι δεν έχουν δικαιοδοσία να εξετάσουν το διάταγμα κράτησης, δημιουργώντας ένα προφανές νομικό κενό. Εκτιμώ, επομένως, ότι εάν το Εφετείο είχε κρίνει πως το Δ.Δ. στερείται δικαιοδοσίας για την εξέταση του διατάγματος κράτησης, θα το είχε διατυπώσει ρητώς στην απόφασή του και θα είχε παραπέμψει την υπόθεση στο Δ.Δ.Δ.Π.

 

Η ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης και η επιστροφή της υπόθεσης στο Δ.Δ. για επανεξέταση, σε συνδυασμό με τη ρητή αποδοχή ότι η κήρυξη ως απαγορευμένου μετανάστη αποτελεί αυτοτελώς προσβαλλόμενη πράξη ενώπιον του Δ.Δ., συνεπάγεται έμμεσα, αλλά αναπόδραστα, ότι το ίδιο Δικαστήριο έχει επίσης δικαιοδοσία να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης.

 

Παρά τα ως άνω, λαμβάνοντας υπόψη ότι επί του ίδιου του προσβαλλόμενου διατάγματος, υπάρχει ήδη η κρίση του αδελφού μου Δικαστή, Φ. Καμένου στην  S.O. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία το επίδικο διάταγμα κράτησης δεν εμπίπτει στην δικαιοδοσία του Δ.Δ. αλλά του παρόντος Δικαστηρίου, οφείλω να εξηγήσω γιατί καταλήγω σε διαφορετικό συμπέρασμα. Πρωτίστως θεωρώ ότι η παρούσα υπόθεση δε διαφοροποιείται από τα όσα εξετάστηκαν και αναλύθηκαν στην Ahmed Shbib, ο λόγος της οποίας είναι δεσμευτικός για το παρόν Δικαστήριο και ξεκάθαρος περί του ότι η δικαιοδοσία για εξέταση και του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης ανήκει στο Διοικητικό Δικαστήριο. Καμία διαφοροποίηση δεν εντοπίζεται για να αποστώ από τη δεσμευτική αυτή νομολογία.

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο εξετάζοντας, στην S.O. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, το επίδικο ζήτημα της δικαιοδοσίας, κατέληξε ότι τόσο το διάταγμα κράτησης όσο και το διάταγμα απέλασης εκδόθηκαν στη βάση τόσο του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) όσο και του περί Προσφύγων Νόμου. Επισήμανε ωστόσο ότι δεδομένου του γεγονότος ότι ο Αιτητής είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας, η απόφαση κράτησής του ερείδεται, μεταξύ άλλων, σε διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, οι οποίες παρέχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση σε σχέση με το Κεφ. 105. Σημαντικό ρόλο, φρονώ στην κατάληξή του Διοικητικού Δικαστηρίου, υπήρξε το γεγονός ότι στην εισήγηση που προηγήθηκε της έκδοσης των διαταγμάτων και προπαρασκεύασε την έκδοση τους, έγινε χρήση του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου μόνον. Επισήμανε επί τούτου το Δικαστήριο ότι (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Δυνάμει των προνοιών του Κεφ. 105 και της Οδηγίας  2008/115/ΕΚ που ανέφερα πιο πάνω, ο Αιτητής, δικαιούχος διεθνούς προστασίας, τυγχάνει των ευνοϊκότερων ρυθμίσεων του περί Προσφύγων νόμου και άρα η απόφαση απέλασής του (περιλαμβανομένης της αιτιολογίας έκδοσής της, της νομιμότητάς της και αν αυτή εξεδόθη κατόπιν της δέουσας διαδικασίας), η οποία είναι εν μέρει εδραζόμενη επί του νόμου αυτού, πρέπει να τύχει της κρίσης από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο που είναι για τις αποφάσεις αυτές, το ΔΔΔΠ. Πόσο μάλλον στα γεγονότα της παρούσας στα οποία η ίδια η διοίκηση ενέκρινε στην πράξη που τα προπαρασκεύασε, επικαλούμενη ως νομική βάση το άρθρο 9ΣΤ (με πλαγιότιτλο «κράτηση αιτητών») μόνον του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Με βάση τα πιο πάνω, με τα ενώπιόν μου δεδομένα, τόσο το διάταγμα κράτησης, όσο και το διάταγμα απέλασης άρα αμφότερα, αποτελούν δυνάμει της συνδυαστικής ερμηνείας του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου (Ν. 131(Ι) του 2015 ως τροποποιήθηκε), άρθρο 11 και του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν.73(Ι) του 2018), άρθρο 11(2), αποφάσεις ή πράξεις εκδιδομένες «δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου» και άρα εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του παρόντος να κρίνει».

 

Επισημαίνω επί της ως άνω κρίσης, ότι το εν τέλει εκδοθέν διάταγμα κράτησης, δεν επικαλείται το άρθρο 9ΣΤ, αλλά τα άρθρα 14 του Κεφ. 105 και 29 του περί Προσφύγων. Η δε παραπομπή στο άρθρο 9ΣΤ ως πιθανή νομοθετική βάση για την κράτηση του Αιτητή, είναι, με κάθε σεβασμό, εσφαλμένη. Τούτο, καθώς το άρθρο αυτό αφορά αποκλειστικά την κράτηση αιτητών ασύλου, δηλαδή προσώπων που βρίσκονται ακόμη σε διαδικασία εξέτασης του αιτήματός τους για διεθνή προστασία, και όχι κατόχων ήδη αναγνωρισμένου καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Ο Αιτητής στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αιτητής ασύλου, αλλά κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας, γεγονός που καθιστά νομικά αβάσιμη οποιαδήποτε αναφορά στο άρθρο 9ΣΤ ως βάση για την κράτησή του.

 

Η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει με σαφήνεια ότι «αιτητής» είναι υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, και διατηρεί αυτή την ιδιότητα μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης επί της αίτησης. Η διατύπωση αυτή καταδεικνύει ότι η έννοια του «αιτητή» διαχωρίζεται πλήρως από την έννοια του «κατόχου διεθνούς προστασίας» αποκαλύπτοντας ότι πρόκειται για δύο, διακριτές μεταξύ τους κατηγορίες προσώπων. Συνεπώς, η επίκληση του άρθρου 9ΣΤ στην παρούσα περίπτωση συνιστά νομική πλάνη, αφού η συγκεκριμένη διάταξη δεν έχει εφαρμογή επί προσώπων που έχουν ήδη αναγνωριστεί ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας.

 

Ενόψει των ανωτέρω καταλήγω ότι το διάταγμα κράτησης εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου. Κατά τούτο, η έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας καθιστά αναγκαία την αποδοχή της προδικαστικής ένστασης και την απόρριψη, συνεπώς του αιτητικού (Β) της προσφυγής του Αιτητή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να το εξετάσει.  

 

Ενόψει της κατάληξής μου αυτής, υιοθετώ το σκεπτικό της αδελφής μου Δικαστού Κ. Κλεάνθους στην απόφαση της επί της υπόθεσης Aρ.: 1106Α/24 (Παραπομπή Υπόθεσης αρ. 294/24 του Διοικητικού Δικαστηρίου) Α.S. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., 26.04.2024:

 

«Η ανωτέρω απόφαση δεν οδηγεί σε αρνησιδικία καθώς οι διάδικοι έχουν στη διάθεσή τους τα κατάλληλα δικονομικά μέσα προκειμένου να καθοριστεί το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο προς εξέτασης της υπό αναφορά προσφυγής, ήτοι το ένδικο βοήθημα της έφεσης ή την καταχώριση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος. Δεν εντοπίζεται δε στο εθνικό δίκαιο άλλος μηχανισμός επίλυσης του ζητήματος όταν υπάρχουν αντικρουόμενες αποφάσεις σε θέματα δικαιοδοσίας μεταξύ των δύο διοικητικών δικαστηρίων της Δημοκρατίας».

 

Δεύτερη, τρίτη και τέταρτη  προδικαστική ένσταση

 

Οι  Καθ’  ων  η αίτηση προβάλλουν δια της ενστάσεως τους , τρεις επιπλέον

προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες σχετίζονται όλες με το αιτητικό (Γ) και παρουσιάζουν μεταξύ τους συνάφεια. Για τον λόγο αυτό, κρίνεται σκόπιμη η συνεξέτασή τους. Είναι ειδικότερα η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι το αιτητικό (Γ) θα πρέπει να απορριφθεί καθώς:

 

(α) το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να αποδώσει την αιτούμενη θεραπεία και/ή να ασκήσει έλεγχο ορθότητας επί της προσβαλλόμενης απόφασης (δεύτερη προδικαστική ένσταση

 

(β) ότι ο Αιτητής στερείται του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος προς προώθηση του αιτητικού αυτού κατ’ εφαρμογή του δόγματος του απαραδέκτου της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας της ακολουθητέας διαδικασίας καθώς ο Αιτητής με δικές του ενέργειες και/ή παραλείψεις εμπόδισε και/ή εμποδίζει τον προσδιορισμό της χώρας απέλασης του και/ή δεν εξέθεσε τις απόψεις του ως του ζητήθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση (τρίτη προδικαστική ένσταση

 

(γ) ότι η παρούσα προσφυγή ως προς το αιτητικό Γ είναι πρόωρη καθότι δεν είχε ληφθεί απόφαση επί της χώρας απέλασης του Αιτητή εξ αιτίας δικών του ενεργειών και/ή παραλείψεων (τέταρτη προδικαστική ένσταση). 

 

Με το επίδικο αιτητικό (Γ) της αιτήσεως ακυρώσεως του, ο Αιτητής επιζητά: «Αναγνωριστική απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απέλαση του Αιτητή από τη Δημοκρατία σε άγνωστη χώρα παραβιάζει το δικαίωμα του να προστατεύεται από την άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση σε χώρα όπου υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί δίωξη και παραβιάσεις των δικαιωμάτων του υπό το άρθρο 2 και 3 της ΕΣΔΑ».

 

Έχοντας εξετάσει τις προδικαστικές ενστάσεις σε συνάρτηση και με το περιεχόμενο του αιτητικού (Γ) της προσφυγής του Αιτητή, φρονώ πως το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας για έκδοση μίας τέτοιας θεραπείας. Δεν προβλέπεται πουθενά στο νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη δικαιοδοσία του (άρθρο 146.4 του Συντάγματος), ότι το Δ.Δ.Δ.Π. μπορεί να εκδώσει αναγνωριστική απόφαση, δηλαδή να κρίνει αφηρημένα ότι μια ενέργεια (όπως η απέλαση σε άγνωστη χώρα) θα συνιστούσε παραβίαση του διεθνούς δικαίου ή της αρχής της μη επαναπροώθησης, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη διοικητική πράξη προς έλεγχο. Η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας (εκεί και όπου απαιτείται), συγκεκριμένων πράξεων και όχι σε αφηρημένες αναγνωριστικές κρίσεις. Επισημαίνω ότι η παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, συνιστά λόγο ακύρωσης, η οποία θα εξεταστεί στο πλαίσιο εξέτασης των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Ως εκ τούτου η δεύτερη προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση επιτυγχάνει και το αιτητικό (Γ) της προσφυγής απορρίπτεται ως απαράδεκτο.

 

Δεδομένου τούτου πάρελκει οποιαδήποτε κρίση επί της τρίτης και τέταρτης προδικαστικής ένστασης, οι οποίες αφορούν επίσης την αιτούμενη υπό (Γ) θεραπεία.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Προτού προχωρήσω στην εξέταση των νομικών ισχυρισμών, παρατηρώ ότι το εκδοθέν διάταγμα απέλασης διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΕΛΑΣΗΣ

Δυνάμει

του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών

και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 όπως

τροποποιήθηκε μέχρι το 2020

και

του άρθρου 29 των περί Προσφύγων

Νόμων του 2000 έως 2020

 

ΕΠΕΙΔΗ ο S.O. υπήκοος ΣΥΡΙΑΣ κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας στη Δημοκρατία είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, έχω αποφασίσει την απέλασή του δυνάμει του άρθρου 29 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ.105, και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διάταγμα διατάσσω όπως ο S.O. απελαθεί από τη Δημοκρατία το συντομότερο δυνατό και στη συνέχεια να παραμείνει εκτός της Δημοκρατίας».

 

Παρατηρώ λοιπόν ότι το διάταγμα απέλασης, ως αυτό επιδόθηκε στον Αιτητή, περιλαμβάνει ως μοναδική αιτιολογία έκδοσής του, το γεγονός ότι ο Αιτητής, είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105.

Λαμβάνοντας υπόψη, το γεγονός ότι με την απόφαση του στην S.O. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, το Δ.Δ. ακύρωσε την πράξη κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, αυτό, φρονώ πως δημιουργεί σοβαρό προβληματισμό ως προς το κατά πόσο και το προσβαλλόμενο διάταγμα, ως μεταγενέστερη πράξη η οποία ερείδεται στην ακυρωθείσα, είναι επίσης άκυρο[6].

 

Ωστόσο και παρά την μοναδική αιτιολογία που δίδεται δια του διατάγματος απέλασης που επιδόθηκε στον Αιτήτη, παρατηρώ ότι από το διοικητικό φάκελο προκύπτει και έτερη αιτιολογία, ήτοι ότι το διάταγμα απέλασης εκδόθηκε και για το λόγο ότι ο Αιτητής θεωρήθηκε ότι αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας, λόγω της καταδίκης του σε σοβαρό αδίκημα, η οποία επιβάλλει την περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης. Στο ζήτημα αυτό θα αναφερθώ στη συνέχεια.

 

Κατά τούτο, προχωρώ σε εξέταση των νομικών ισχυρισμών εκατέρωθεν μερών.

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή, προέβαλε και ανέπτυξε κατά τη δικαστική διαδικασία πλείονες λόγους ακυρώσεως οι οποίοι συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

Κατά πρώτον,  είναι η θέση του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθώς αποκλείεται η απέλαση προσώπου με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας πριν την ανάκληση ή αποκλεισμό του από το καθεστώς σύμφωνα με την Οδηγία 2011/95/ΕΕ, διαδικασίες που δεν ακολουθήθηκαν και το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου παραβιάζει τις διατάξεις της Οδηγίας 2011/95/ΕΚ

 

Κατά δεύτερον, άνευ βλάβης της θέσης του Αιτητή περί της σύγκρουσης του άρθρου 29 με τις διατάξεις της Οδηγίας, προωθείται η θέση του ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου ή/και οι προϋποθέσεις ανάκλησης ή αποκλεισμού του καθεστώτος και η απέλαση του Αιτητή είναι παράνομη, αφού ο Αιτητής δεν μπορεί να θεωρείται επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή/και ασφάλεια της Δημοκρατίας, κρίση η οποία αποτελεί προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψης δέουσας έρευνας, ενώ έχουν παραβιαστεί κατάφωρα τόσο οι διαδικασίες του άρθρου 29 όσο και οι διατάξεις των άρθρων 19 και 6 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Κατά τρίτον, ισχυρίζεται ότι υπήρξε κατάφωρη παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, ως αυτό κατοχυρώνεται τόσο από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου αλλά αποτελεί επίσης ουσιώδη τύπο, ο οποίος δεν τηρήθηκε, εφόσον το δικαίωμα ακρόασης στην υπό κρίση υπόθεση ουδέποτε παρασχέθηκε στον Αιτητή.

 

Τέλος, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η απέλασή του, σε άγνωστη χώρα, παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης της επαναπροώθησης και κατά συνέπεια παραβιάζει τα άρθρα 2 και 3 της ΕΣΔΑ και τον ΧΘΔΕΕ.

 

Προσθέτει η κα Χαραλαμπίδου, ότι όλοι οι πιο πάνω λόγοι αναλύονται επί της ουσίας τους στη βάση επίσης του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί προϊόν πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα, έλλειψης δέουσας έρευνας, είναι αναιτιολόγητη και προϊόν κακής άσκησης διακριτικής ευχέρειας ή/και λήφθηκε καθ’ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση ή/και λήφθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου, εφόσον παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του Αιτητή. 

 

Στην αντίπερα όχθη, οι ευπαίδευτες συνηγόροι των Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας ένα έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο. Επισημαίνουν περαιτέρω το επίδικο διάταγμα απέλασης εκδόθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στο Νόμο, είναι δε δεόντως αιτιολογημένο και οι Καθ’ ων η Αίτηση νομίμως αποφάσισαν, μετά την κήρυξη του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, να απελάσουν και συνεπώς και να κρατήσουν, δυνάμει διατάγματος  κράτησης, αυτόν. Ως προς το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης είναι η θέση τους, ότι αυτό δόθηκε στον Αιτητή, καθότι του κοινοποιήθηκε η απόφαση του Τμήματος καλώντας τον να υποβάλλει είτε προφορικές είτε γραπτές παραστάσεις ενάντια στην απόφαση αυτή με τον ίδιο να μην αποδέχεται να υπογράψει.

 

ΕΠΙ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

 

Επί του λόγου ακυρώσεως περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή

 

Προέχει, φρονώ, η εξέταση του λόγου ακυρώσεως που αφορά την παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης, αφού ως λόγος που αφορά τη διοικητική διαδικασία, την τυπική ή εξωτερική δηλαδή νομιμότητα της πράξης, προηγείται της εξέτασης των λοιπών λόγων ακυρώσεως που ανάγονται στην εσωτερική νομιμότητα αυτής[7].

 

Είναι η θέση της κας Χαραλαμπίδου, ότι ουδέποτε δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή να προβεί σε γραπτές ή προφορικές παραστάσεις και συνεπώς το προσβαλλόμενο διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 29 και του δικαιώματος ακρόασης του με βάση τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου και του διοικητικού δικαίου χωρίς να δοθεί στον Αιτητή η ευκαιρία ακρόασης. Επί τούτου, επισημαίνει ότι ο ίδιος ενημερώθηκε για την πρόθεση απέλασής του με επιστολή ημερομηνίας 21.10.2024, η οποία ωστόσο του επιδόθηκε στις 01.11.2024, όταν ήδη είχαν εκδοθεί τα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Περαιτέρω, η επιστολή κοινοποιήθηκε σε γλώσσα μη κατανοητή από τον Αιτητή, παραβιάζοντας το άρθρο 12(1)(β) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, το οποίο απαιτεί η ενημέρωση να γίνεται σε γλώσσα που ο ενδιαφερόμενος κατανοεί. Εισηγείται κατά τούτο η κα Χαραλαμπίδου ότι το δικαίωμά του να ακουστεί καταπατήθηκε κατάφωρα, καθώς η διοικητική αρχή εξέδωσε απόφαση απέλασης χωρίς να του δώσει πραγματική και ουσιαστική δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Με παραπομπή σε σχετική επί του θέματος νομολογία, είναι η θέση της ότι η παράβαση του δικαιώματος ακρόασης συνιστά παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση παράνομη.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση εμμένουν στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυριζόμενοι, παραπέμποντας στο ερυθρό 271 του δ.φ. ότι δόθηκε στον Αιτητή το δικαίωμα προηγουμένης ακρόασης, καθότι κοινοποιήθηκε σε αυτόν η απόφαση του Τμήματος καλώντας τον να υποβάλλει είτε προφορικές είτε γραπτές παραστάσεις ενάντια στην απόφαση αυτή και ο ίδιος δεν αποδέχτηκε να υπογράψει. Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί μη ορθής μετάφρασης των επίδικων εγγράφων στον Αιτητή και τον ισχυρισμό του ότι αυτός δεν κατανοούσε το περιεχόμενό τους, οι Καθ’ ων η αίτηση υποβάλλουν ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η καταχώριση εμπρόθεσμης προσφυγής εκ μέρους του αλλά και οι δηλώσεις του ότι γνωρίζει αγγλικά καθιστούν ανεδαφικό και αλυσιτελή τον εν λόγο ισχυρισμό. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός ότι η προειδοποιητική επιστολή και το διάταγμα απέλασης δεν εκδόθηκαν στην μητρική γλώσσα ή σε γλώσσα κατανοητή από τον Αιτητή δεν μπορεί να ανατρέψει το δικαίωμα του να τοποθετηθεί και να εξηγήσει τους λόγους που δεν μπορεί να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία. Έχει δε πλειστάκις νομολογηθεί ότι δεν προκύπτει υποχρέωση εκ του Νόμου για μετάφραση στη γλώσσα καταγωγής ενός αιτητή της απόφασης.

 

Ο ισχυρισμός της κας Χαραλαμπίδου ερείδεται τόσο στις διατάξεις του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου όσο και στις διατάξεις του περί των Γενικών Αρχών του ενωσιακού και του διοικητικού δικαίου. Χρήσιμη είναι συνεπώς, η παράθεση των διατάξεων αυτών, ούτως ώστε να καταστεί ευχερέστερη η εξέταση τους:

 

Σύμφωνα με το άρθρο 29 του Νόμου περί Προσφύγων:

 

(1) Ο Διευθυντής δικαιούται να αποφασίζει την απέλαση δικαιούχου διεθνούς προστασίας-

 

(α) όταν υφίσταται εύλογος λόγος για να θεωρεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ή

 

(β) όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος και, ως εκ τούτου, συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία.

 

(2) Προτού ο Διευθυντής προβεί στην έκδοση διατάγματος απέλασης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου δυνάμει του εδαφίου (1), ο Διευθυντής

 

(α) Παρέχει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο την ευκαιρία να προβεί σε γραπτές ή προφορικές παραστάσεις, και

 

(β) ενημερώνει τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου:

 

Νοείται ότι ο εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ενημερώνεται για τις αποφάσεις του Διευθυντή μετά από υποβολή σχετικού αιτήματος προς αυτόν.

 

(2Α) Ο Διευθυντής ενημερώνει γραπτώς τον πρόσφυγα ή το πρόσωπο με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας για την απόφασή του για την έκδοση διατάγματος απέλασης.

 

(4) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης πρόσφυγα ή προσώπου με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σε χώρα, στην οποία η ζωή ή η ελευθερία του θα βρισκόταν σε κίνδυνο ή θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια ή εξευτελιστική ή απάνθρωπη μεταχείριση ή τιμωρία ή καταδίωξη λόγω φύλου, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας του ως μέλος σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο, πολιτικών του αντιλήψεων, ένοπλης σύρραξης ή περιβαλλοντικής καταστροφής.

 

(5) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης οποιουδήποτε προσώπου σε χώρα όπου θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

 

Επισημαίνεται εδώ ότι παρά το γεγονός ότι το δικαίωμα ακρόασης κατοχυρώνεται και στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου (Ν. 158(Ι)/1999), σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου όπως θεσπίζονται στο Νόμο αυτό υποχωρούν όταν υπάρχουν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις[8]. Και εδώ, ως έχω ήδη υποδείξει, ο περί Προσφύγων Νόμος, προβλέπει ρητώς τη διαδικασία έκδοσης απόφασης απέλασης δικαιούχου διεθνούς προστασίας, η οποία περιλαμβάνει, ως προκύπτει από το εδάφιο 2(α) του άρθρου 29, υποχρέωση στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου να παράσχει στον Αιτητή «την ευκαιρία να προβεί σε γραπτές ή προφορικές παραστάσεις». 

 

Επισημαίνεται άλλωστε ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης έχει κατοχυρωθεί ρητώς στο άρθρο 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως έκφανση του δικαιώματος χρηστής διοίκησης. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 41 παρ. 2 περ. α΄, το δικαίωμα χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει «το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του». Το εν λόγω δικαίωμα είναι γενικής εφαρμογής, πράγμα που σημαίνει ότι η τήρησή του επιβάλλεται σε κάθε διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξης, ακόμη και αν η εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη περίπτωση ενωσιακή νομοθεσία δεν προβλέπει ρητώς μια τέτοια διοικητική διατύπωση.

 

Έχοντας διεξέλθει του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τη θέση της κας Χαραλαμπίδου περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή.

Το τι προκύπτει από τα ενώπιόν μου δεδομένα είναι ότι με επιστολή ημερομηνίας 21.10.2024, η οποία απευθυνόταν προς τον Αιτητή, το Τμήμα Μετανάστευσης  τον ενημέρωσε για την πρόθεση της Διευθύντριας ΤΑΠΜ να τον απελάσει σε ασφαλή χώρα, μετά την αποφυλάκιση του, καλώντας τον να υποβάλει τις παραστάσεις του εντός 48 ωρών από την παραλαβή της. Ωστόσο, ως προκύπτει από σχετική χειρόγραφη σημείωση επί της επιστολής αυτής (βλ. ερυθρό 271): «Επιδόθηκε σήμερα 01/11/2024 και ώρα 08.45 στις Κ. Φυλακές. Το παρέλαβε αλλά αρνήθηκε να το υπογράψει». Την ίδια μέρα, ήτοι στις 01.11.2024, του επιδόθηκε και δεύτερη επιστολή, ημερ. 21.10.2024, με την οποία η Διευθύντρια ΤΑΠΜ, τον ενημέρωνε ότι κηρύσσεται ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) του Κεφ. 105, και ότι εναντίον του είχαν ήδη εκδοθεί διατάγματα κράτησης και απέλασής του, τα οποία επισυνάπτονταν στην επιστολή (βλ. ερυθρό 270). Και στην επιστολή αυτή εντοπίζεται η ίδια χειρόγραφη σημείωση.

 

Είναι προφανές ότι, κατά τον χρόνο που ο Αιτητής ενημερώθηκε για το δικαίωμά του να υποβάλει παραστάσεις, όπως ρητά προβλέπει το άρθρο 29(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, τα διατάγματα κράτησης και απέλασης είχαν ήδη εκδοθεί. Η χρονική αυτή ακολουθία καταδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η προθεσμία των 48 ωρών που του παραχωρήθηκε για την υποβολή παραστάσεων ήταν προσχηματική, καθώς η απόφαση είχε ήδη ληφθεί, στερώντας του οποιαδήποτε ουσιαστική δυνατότητα παρέμβασης στη διαδικασία.

 

Παρά τη σαφή νομική επιταγή του άρθρου 29(2)(α), η Διοίκηση δεν τήρησε την υποχρέωσή της να διασφαλίσει ότι η ακρόαση θα προηγηθεί της λήψης απόφασης. Αντί να ακολουθήσει τη δέουσα διαδικασία, η Διευθύντρια του ΤΑΠΜ εξέδωσε τα διατάγματα κράτησης και απέλασης ήδη από τις 21.10.2024, ενώ μόλις στις 01.11.2024 επέδωσε στον Αιτητή την επιστολή που του παρείχε το –στην πράξη ανύπαρκτο– δικαίωμα να εκφράσει τις απόψεις του. Η ακολουθούμενη διαδικασία παραβίασε έτσι ευθέως τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της δίκαιης διαδικασίας, καθιστώντας το δικαίωμα ακρόασης κενό περιεχομένου.

 

Επιπλέον, η επιστολή ημερ. 21.10.2024 επιδόθηκε στην αγγλική γλώσσα, ήτοι σε γλώσσα που ο Αιτητής δεν κατανοούσε, αφού ως προκύπτει από τα ενώπιόν μου στοιχεία, ο Αιτητής δηλώνει ως μητρική αλλά και μόνη γλώσσα κατανόησής του την αραβική (βλ. ερυθρό 14 του Τ2). Ούτε και έχω ενώπιόν μου άλλα στοιχεία για να κρίνω ότι εύλογα θεωρείται ότι κατανοούσε την αγγλική[9]. Πρόσθετα, το διάταγμα απέλασης δεν προσδιορίζει ρητά τη χώρα προορισμού της απέλασής του. Η έλλειψη αυτής της κρίσιμης πληροφόρησης καθιστά τη διαδικασία αδιαφανή και ασαφή, εμποδίζοντας τον Αιτητή να αξιολογήσει αν υπήρχε ενδεχόμενος κίνδυνος επαναπροώθησης σε χώρα όπου η ζωή ή η ελευθερία του θα διέτρεχε κίνδυνο.

 

Είναι προφανές ότι η παράλειψη της Διοίκησης να παράσχει στον Αιτητή ουσιαστική ευκαιρία να ακουστεί οδήγησε σε μία αυθαίρετη και καταχρηστική απόφαση απέλασης. Ο Αιτητής δεν είχε καμία πραγματική δυνατότητα να προβάλει τους ισχυρισμούς του, να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ή να αμφισβητήσει την κρίση περί επικινδυνότητάς του, η οποία βασίστηκε αποκλειστικά σε μια προηγούμενη καταδίκη του. Επιπλέον, η απόφαση απέλασής του δεν όριζε συγκεκριμένη χώρα προορισμού, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αξιολογήσει αν υπήρχε κίνδυνος άμεσης ή έμμεσης επαναπροώθησης, γεγονός που συνιστά ανεπίτρεπτη διοικητική αυθαιρεσία.

 

Έχοντας καταλήξει ότι δε δόθηκε στον Αιτητή το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, χρήζει περαιτέρω εξέτασης το κατά πόσο, το δικαίωμα αυτό αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας. Προκύπτει λοιπόν από τη νομολογία ότι σε περίπτωση που το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης καθιερώνεται με ειδική διάταξη νόμου, ως εν προκειμένω, αυτό συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, η μη τήρηση του οποίου καθιστά μη νόμιμη την πράξη[10]. Ως επίσης αναλύεται και στο σύγγραμμα του κ. Νίκου Χρ. Χαραλάμπους, Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, Τρίτη Έκδοση, Λευκωσία 2016, σελ. 285: « Η πρόσκληση σε ακρόαση εκεί όπου κατά νόμο ή κατά γενική αρχή του δικαίου είναι αναγκαία, συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και επάγεται ακύρωση της επιβάλλουσης την κύρωση ή δυσμενές διοικητικό μέτρο πράξης (Haros v. The Republic 4, R.S.C.C.39, Κυριακίδης κ.α v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ 485, Παπασάββας v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ 134)(…)» Στην κατηγορία των ουσιωδών τυπικών ελαττωμάτων ανήκει συνεπώς και η παράλειψη του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης.

 

Παρά την ως άνω διαπίστωση μου, σύμφωνα με πάγια επί του θέματος νομολογία, δεν επαρκεί η παραβίαση του διαδικαστικού δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης για την ακύρωση της πράξης, αλλά θα πρέπει ένας τέτοιος λόγος ακυρώσεως να προωθείται λυσιτελώς από τον Αιτητή, θα πρέπει δηλαδή ο ίδιος να προσδιορίζει με ειδικό και συγκεκριμένο τρόπο την ύπαρξη κρίσιμων στοιχείων που θα μπορούσε να προβάλει στη διοίκηση, προκειμένου η τελευταία να λάβει υπόψη της, προτού εκδώσει το διάταγμα απέλασης.

 

Με το θέμα αυτό, έχει απασχοληθεί η αδελφή μου Δικαστής Χ. Πλαστήρα, στην υπόθεση QS ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση Αρ. 8975/2021, 30.11.2022, με εκτενή έως εξαντλητική παραπομπή σε νομολογία του ΔΕΕ, του ΣτΕ αλλά και του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή πραγματεύεται τόσο το ζήτημα του κατά πόσο το δικαίωμα ακρόασης συνιστά ουσιώδη τύπο της διαδικασίας (το οποίο εξετάστηκε και στην υπό κρίση προσφυγή), όσο και την αναγκαιότητα για λυσιτελή προώθηση του λόγου αυτού.  Κρίνω κατά τούτο σκόπιμη την παραπομπή σε σχετικά αποσπάσματα της απόφασης αυτής (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Αξιοσημείωτη είναι η πρόσφατη εκδοθείσα απόφαση του ΔΕΕ Υπόθεση C-159/21, GM κατά Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság, Alkotmányvédelmi Hivatal, Terrorelhárítási Központ, ημερ. 28/04/22 όπου τα πραγματικά περιστατικά όπου ανέκυψε η διαφορά της υπόθεσης αφορούσαν την ανάκληση προσφυγικού καθεστώτος υπηκόου τρίτης χώρας  όπου κρίθηκε από την αρμόδια αρχή ως επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια της Ουγγαρίας λόγω ποινικής καταδίκης με αποτέλεσμα να ανακληθεί το καθεστώτος του. Το ΔΕΕ έκρινε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει ο επηρεαζόμενος από τέτοιου είδους απόφαση, να έχει το δικαίωμα να γνωστοποιεί την θέση του λυσιτελώς πριν την έκδοση της απόφασης, ήτοι στοιχεία για την προσωπική του κατάσταση που ενδεχομένως να συνηγορούσαν υπερ της έκδοσης ή μη της εν λόγω πράξεως, καθότι μόνο τότε θα μπορούσε η αρμόδια αρχή να προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Παραθέτω κατωτέρω το σχετικό απόσπασμα όπου λέγεται ( η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«…….45   Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, τη διοικητική διαδικασία, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας προϋποθέτει ότι ο αποδέκτης αποφάσεως που θίγει αισθητά τα συμφέροντά του πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων η διοίκηση σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της, υποχρέωση που βαρύνει τις διοικητικές αρχές των κρατών μελών όταν λαμβάνουν αποφάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 39, και της 3ης Ιουνίου 2021, Jumbocarry Trading, C‑39/20, EU:C:2021:435, σκέψη 31).

 

46      Η απαίτηση αυτή αποσκοπεί, ιδίως, στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικά με τη διεθνή προστασία, να καταστήσει δυνατό στη διοικητική αρχή να προβεί με πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως στην εξατομικευμένη εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων, γεγονός που επιβάλλει την παροχή προς τον αποδέκτη της αποφάσεως της δυνατότητας να διορθώσει ένα λάθος ή να προβάλει στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί ή να μη ληφθεί η απόφαση ή να έχει αυτή συγκεκριμένο περιεχόμενο (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 2017, M, C‑560/14, EU:C:2017:101, σκέψεις 32 και 37, και της 26ης Ιουλίου 2017, Sacko, C‑348/16, EU:C:2017:591, σκέψη 35).

 

[….]

 

92   Τούτου δοθέντος, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους μπορεί να επικαλεστεί τον λόγο αποκλεισμού που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, ο οποίος αφορά τη διάπραξη σοβαρού εγκλήματος από τον αιτούντα διεθνή προστασία, μόνον αφού προβεί, για κάθε περίπτωση ατομικά, σε εκτίμηση των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών των οποίων έχει λάβει γνώση, προκειμένου να κρίνει αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι οι πράξεις που τέλεσε ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά τα κριτήρια υπαγωγής στο ζητούμενο καθεστώς, εμπίπτουν στον συγκεκριμένο λόγο αποκλεισμού, για τη δε εκτίμηση της σοβαρότητας του επίμαχου αδικήματος απαιτείται πλήρης εξέταση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης [απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, Ουγγαρίας και Τσεχικής Δημοκρατίας (Προσωρινός μηχανισμός μετεγκατάστασης αιτούντων διεθνή προστασία), C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, EU:C:2020:257, σκέψη 154]……»

 

Στην απόφαση του ΣτΕ A3816/2013, Δ' Τμήμα, ημερ. 5/11/2013, κρίθηκε ότι η προηγούμενη ακρόαση για την απέλαση αλλοδαπού δεν επιβάλλεται, στις περιπτώσεις απέλασης, όπου η αρμόδια αρχή έχει δέσμια αρμοδιότητα να προβεί στην εν λόγω ενέργεια ενώ  αντιθέτως, όσον αφορά την τρίτη κατηγορία, δηλαδή την απέλαση αλλοδαπού ως επικίνδυνου για τη δημόσια τάξη, καθιδρύεται, λόγω και της χρήσης αόριστων νομικών εννοιών, διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης προκειμένου να εκδώσει την πράξη απέλασης, με συνέπεια να απαιτείται προηγούμενη ακρόαση. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα:

 

5. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 1 του ν.2910/2001, ο νομοθέτης προέβλεψε κατά τρόπο ειδικό τις περιπτώσεις απελάσεως αλλοδαπών και τις κατένειμε σε τρεις κατηγορίες. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στις δύο πρώτες κατηγορίες (περ. α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 2910/2001) καθιδρύεται δεσμία αρμοδιότητα της Διοικήσεως για την έκδοση πράξεως απελάσεως, ενώ αντιθέτως, όσον αφορά την κατηγορία της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 2910/2001 καθιδρύεται - λόγω και της χρησιμοποιήσεως αορίστων νομικών εννοιών - διακριτική ευχέρεια της Διοικήσεως προκειμένου να εκδώσει πράξη απελάσεως (βλ. ΣτΕ 715/2012, 4028/2011, 7μ.). Ενόψει της ανωτέρω διακρίσεως των κατηγοριών απελάσεως αλλοδαπών και της αντίστοιχης οριοθετήσεως της δράσεως της διοικήσεως, συνάγεται, ότι η διάταξη του άρθρου 44 παρ. 2 του ν. 2910/2001 επιβάλλει στη διοίκηση την υποχρέωση να παράσχει στον αλλοδαπό προθεσμία 48 ωρών για να υποβάλει τις αντιρρήσεις του, μόνο, όταν πρόκειται να εκδοθεί πράξη απελάσεως με έρεισμα τη διάταξη της περ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 2910/2001 (επικινδυνότητα για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια), κατ' ενάσκηση δηλαδή της διακριτικής ευχερείας της διοικήσεως. Αντιθέτως, όταν η πράξη απελάσεως εκδίδεται βάσει αντικειμενικών δεδομένων, όπως στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 2910/2001, οπότε η Διοίκηση ενεργεί κατά δεσμία εξουσία, δεν απαιτείται η τήρηση του ανωτέρω τύπου. Αν δε, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η διοίκηση εξέδωσε πράξη απελάσεως επί τη βάσει ανακριβών ή ανύπαρκτων περιστατικών, τότε η εν λόγω πράξη είναι παράνομη και ακυρωτέα για τον λόγο αυτό και όχι διότι εκδόθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος ακροάσεως. Κατά την άποψη όμως του Συμβούλου, Κων. Πισπιρίγκου και του Παρέδρου Ηλ. Μάζου, προκειμένης της απελάσεως αλλοδαπού ο νόμος (άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 2910/2001) προβλέπει την κλήση του προς ακρόαση χωρίς να διακρίνει μεταξύ των κατ' ιδίαν περιπτώσεων. Συνεπώς, και επί απελάσεως αλλοδαπού κατά τις περιπτώσεις α΄ και β΄ του άρθρου 44 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου επιβάλλεται, επί ποινή ακυρότητος της πράξεως απελάσεως, να δοθεί στον αλλοδαπό προθεσμία τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ωρών για να υποβάλει τις τυχόν αντιρρήσεις του. Όμως, ο λόγος ακυρώσεως, ότι παρανόμως εξεδόθη πράξη απελάσεως αλλοδαπού χωρίς να τηρηθεί ο κατά τα ανωτέρω τύπος της διαδικασίας, προβάλλεται παραδεκτώς, από της απόψεως αυτής, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου μόνο εφ' όσον αναφέρονται παραλλήλως και οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί που θα προέβαλε ο αιτών ενώπιον της αστυνομικής αρχής και οι οποίοι θα ήταν, κατά τον νόμο, κρίσιμοι για την άσκηση της αρμοδιότητας της Διοικήσεως. Άλλως, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως του τύπου της προηγουμένης ακροάσεως, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής (πρβλ. ΣτΕ 4447/2012 Ολομέλειας»

 

Περαιτέρω, όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί μάλιστα στην απόφαση του ΣτΕ με αρ. Α88/2018, Α.Ε. "ΤΡΟΦΟΤΕΧΝΙΚΗ Α.Ε." v. Yπουργείο Οικονομικών, ημερ.  16/01/2018, ένας ισχυρισμός περί μη παραχώρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης μπορεί να εγερθεί λυσιτελώς στο Δικαστήριο, όταν προκύπτουν από την καταχωρηθείσα προσφυγή του αιτούντος οι ουσιώδεις ισχυρισμοί που θα προβάλλονταν στην αρμόδια αρχή προ της έκδοσης της βλαπτικής απόφασης, χωρίς όμως απαραίτητα να υπάρχει πανηγυρική διατύπωση τους ήτοι χωρίς να εξειδικεύονται και συγκεκριμενοποιούνται οι εν λόγω ισχυρισμοί, αρκεί να προκύπτουν από την προσφυγή. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα:

 

« … 5. Επειδή, για το λυσιτελές της προβολής λόγου προσφυγής περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης απαιτείται και αναφορά των ισχυρισμών που ο διοικούμενος θα προέβαλε ενώπιον της Διοίκησης, αν είχε κληθεί (βλ. ΣτΕ Ολομ.4447/2012), και οι οποίοι είναι ουσιώδεις, υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση των πραγμάτων από την Διοίκηση (βλ. ΣτΕ
3578/2013, 1369/2014, 2301/2015, 689/2016, 1098/2016, 37/2017, 157/2017).


Ειδικότερα, για το λυσιτελές τέτοιου λόγου προσφυγής δεν απαιτείται (πανηγυρική) διατύπωση από τον προσφεύγοντα ειδικού και συγκεκριμένου ισχυρισμού αναφορικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (συμπεριλαμβανομένων, αναλόγως του περιεχομένου τους, και ισχυρισμών περί των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων) που αποστερήθηκε της δυνατότητας να θέσει υπόψη της Διοίκησης, πριν από την έκδοση της επίδικης πράξης της, αλλά αρκεί αυτός να αναφέρει τους εν λόγω ισχυρισμούς του με την προσφυγή του (όπως τυχόν συμπληρώνεται παραδεκτώς με δικόγραφο πρόσθετων λόγων). Τούτο συνάγεται εμμέσως, πλην σαφώς, από την υπαγωγή στις αποφάσεις 948/2012 και 2383/2012 του Δικαστηρίου, με τις οποίες κρίθηκε (στη σκέψη 9 και 5, αντίστοιχα) ότι ο λόγος της προσφυγής και, στη συνέχεια, της έφεσης της αναιρεσείουσας περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης δεν προέκυπτε ότι είχε προβληθεί αλυσιτελώς, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναιρεσείουσα είχε διατυπώσει με την προσφυγή της ουσιώδεις ισχυρισμούς για το πραγματικό της υπόθεσης. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις υποθέσεις, όπως η παρούσα, στις οποίες εφαρμόζεται κατά χρόνον η (προστεθείσα με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3900/2010) διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 περιπτ. Β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση προσφυγής κατά πράξης φορολογικής αρχής, «Η πράξη ακυρώνεται για παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τον τύπο ή τη διαδικασία έκδοσης της πράξης, μόνον αν ο προσφεύγων επικαλείται και αποδεικνύει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την ακύρωση της πράξης (…)»

 

Υπό το φως των πιο πάνω, διαπιστώνω ότι, στην υπό εξέταση περίπτωση, ως                       προκύπτει τόσο από την προσφυγή όσο και από τις γραπτές αγορεύσεις του Αιτητή, υπήρχαν ουσιώδη στοιχεία τα οποία θα μπορούσε ο ίδιος λυσιτελώς να προβάλει, αν είχε την ευκαιρία,  ενώπιόν της διοίκησης, εξέταση των οποίων ενδεχομένως να οδηγούσε σε διαφορετική απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση. Λαμβάνοντας άλλωστε υπόψη, ως προκύπτει και από την ως άνω παρατεθείσα νομολογία ότι δεν απαιτείται να υπάρχει πανηγυρική διατύπωση των στοιχείων αυτών, ήτοι δεν απαιτείται όπως οι ισχυρισμοί αυτοί εξειδικεύονται και συγκεκριμενοποιούνται, αρκεί να προκύπτουν από την προσφυγή, φρονώ ότι εν προκειμένω πληρείται η συγκεκριμένη προϋπόθεση. Επισημαίνεται ότι πέραν των προϋποθέσεων που τίθενται στο εδάφιο 1(β) του άρθρου 29 και οι οποίες αναλύονται κατωτέρω και συγκεκριμένα «όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος, και, ως εκ τούτου, συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία», τα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 29, θέτουν επιπρόσθετες προϋποθέσεις για την έκδοση διατάγματος απέλασης, σχετιζόμενες με την αρχή της μη επαναπροώθησης. Επί τούτου, θεωρώ ότι συνιστούν λυσιτελείς ισχυρισμούς, μεταξύ άλλων, το κύριο και σοβαρό επιχείρημα του Αιτητή ότι η απέλαση του, σε άγνωστη χώρα, παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης της επαναπροώθησης τόσο από ουσιαστική όσο και από διαδικαστικής άποψης[11]. Ο προσδιορισμός της χώρας προορισμού συνιστά ένα από τα ουσιωδέστερα στοιχεία της απόφασης απέλασης, την οποία ο Αιτητής θα πρέπει να γνωρίζει για να έχει κατ’ ουσία την ευκαιρία να ασκήσει λυσιτελώς τα δικαίωμά του σε προηγουμένη ακρόαση.

 

Η έλλειψη προσδιορισμού της χώρας απέλασης σε μια απόφαση απομάκρυνσης ενός αιτούντος διεθνή προστασία θέτει σοβαρό ζήτημα παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης (non-refoulement). Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η αρχή αυτή επιβάλλει υποχρέωση ουσιαστικής εξέτασης του κινδύνου που διατρέχει ένα άτομο σε περίπτωση επιστροφής του. Όταν μια απόφαση απέλασης δεν προσδιορίζει τη χώρα προορισμού, καθίσταται αδύνατος ο αποτελεσματικός έλεγχος του κατά πόσο η επιστροφή του ατόμου παραβιάζει την αρχή του non-refoulement.

 

Είναι πρόσθετα η θέση του Αιτητή ότι θα πρέπει να εκτιμηθεί κατά τα λεγόμενα για

παράδειγμα στις J.K. v. Sweden[12] παρ. 77-105, L.M. and others v. Russia[13] δικαστικώς, η ύπαρξη ουσιωδών λόγων να πιστεύεται ότι ο Αιτητής εάν απελαθεί σε οποιαδήποτε χώρα, θα τεθεί σε πραγματικό κίνδυνο παραβίασης των δικαιωμάτων του υπό τα άρθρα 3 και 2 της ΕΣΔΑ, είτε άμεσα είτε έμμεσα εάν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος αλυσιδωτής επαναπροώθησής του από την άγνωστη  χώρα στη Συρία (chain refoulement).

 

Εύστοχα επίσης η κα Χαραλαμπίδου παραπέμπει στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην  Μ.Α. and Others v. Bulgaria, App. No.:5115/18, 20 Φεβρουαρίου 2020, η οποία αφορούσε απέλαση σε άγνωστη χώρα, στην οποία διαλαμβάνονται τα ακόλουθα:  

 

«78. Οι εθνικές αρχές δεν διευκρίνισαν αν είχαν προβλέψει την απέλαση των προσφευγόντων στην πατρίδα τους ή σε τρίτη χώρα και, σύμφωνα με την κυβέρνηση, «διαφορετικές επιλογές» ήταν ανοικτές (βλ. Σκέψη 66 ανωτέρω). Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η μόνη δυνατή χώρα προορισμού που συζητήθηκε ήταν η Κίνα (βλ. παρ. 67 ανωτέρω).

 

79. Καμία χώρα προορισμού δεν αναφέρθηκε στις αρχικές αποφάσεις για τον επαναπατρισμό των προσφευγόντων, οι οποίες απλώς επανέλαβαν τον τύπο βάσει του περί Αλλοδαπών Νόμου - "χώρα καταγωγής, χώρα διαμετακόμισης ή τρίτη χώρα" (βλ. παρ.24 ανωτέρω).

 

80. Ούτε οι αποφάσεις απέλασης εναντίον των προσφευγόντων αναφέρουν χώρα προορισμού (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω). Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσδιορισμός μιας τέτοιας χώρας και η εκτίμηση του κινδύνου που θα αντιμετώπιζαν οι προσφεύγοντες εάν επέστρεφαν στην Κίνα σύμφωνα με το άρθρο 44α του περί Αλλοδαπών Νόμου (για περιγραφή αυτής της διάταξης και της σχετικής εγχώριας πρακτικής στο πλαίσιο αυτής, (βλ. την προμνησθείσα απόφαση Auad, § 38), έπρεπε να διεκπεραιωθούν κατά τη διαδικασία εκδόσεως των αποφάσεων περί απελάσεως (βλ. παρ.39 ανωτέρω).

81. Στην απόφαση Auad (παραπέμφθηκε ανωτέρω § 106), το Δικαστήριο επέκρινε μια τέτοια προσέγγιση, κρίνοντας ότι δεν προσέφερε εγγυήσεις ότι οι βουλγαρικές αρχές θα εξέταζαν με την απαιτούμενη αυστηρότητα το ζήτημα του κινδύνου που θα αντιμετώπιζε ο προσφεύγων αν επέστρεφε στη χώρα από την οποία διέφυγε (Λίβανος). Το Δικαστήριο επεσήμανε, επιπροσθέτως, ότι η κυβέρνηση δεν εξήγησε επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο οι μεταναστευτικές αρχές  θα εφάρμοζαν το άρθρο 44α του περί Αλλοδαπών Νόμου κατά την εφαρμογή αποφάσεων απέλασης. Επομένως, ήταν ασαφές αναφορικά με το ποια πρότυπα και με βάση ποιες πληροφορίες οι αρχές θα προέβαιναν σε ενδεχόμενο προσδιορισμό του σχετικού κινδύνου. Τέλος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπήρχε καμία ένδειξη για το κατά πόσο, εάν οι αρχές επέλεγαν να στείλουν τον προσφεύγοντα σε τρίτη χώρα, θα εξέταζαν καταλλήλως το αν θα μεταφερόταν από εκεί στον Λίβανο, χωρίς να ληφθεί δεόντως υπόψη το ενδεχόμενο του κινδύνου κακομεταχείρισής του.

 

82.  Το Δικαστήριο διαπιστώνει τις παραπάνω σκέψεις σχετικά με την εφαρμογή των αποφάσεων απέλασης εξίσου έγκυρες στην προκειμένη περίπτωση και σημειώνει ότι η κυβέρνηση δεν έχει παράσχει πληροφορίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικό συμπέρασμα.

 

83.  Κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν ουσιαστικές εγγυήσεις, κατά την εφαρμογή των αποφάσεων επαναπατρισμού ή απέλασης εναντίον των προσφευγόντων, ότι δεν θα απελαθούν στην Κίνα. Το Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει ανωτέρω ότι οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να επιστρέψουν με ασφάλεια στη χώρα καταγωγής τους, όπου υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να πιστεύουν ότι θα υποβάλλονταν σε αυθαίρετη κράτηση και κακομεταχείριση και μάλιστα θα κινδύνευαν σε θάνατο.

 

84. Συνεπώς, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, εάν πραγματοποιείτο η απέλαση των προσφευγόντων προς την Κίνα, βάσει των αποφάσεων επαναπατρισμού ή απέλασης που εκδόθηκαν από τις βουλγαρικές αρχές, θα συνιστούσε παραβίαση των άρθρων 2 και 3 της Σύμβασης.»

 

Καταλήγω συνεπώς ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή περί παραβίασης του δικαιώματος ακροάσης του, είναι βάσιμος.

 

Επί του λόγου ακυρώσεως περί αναιτιολόγητης απόφασης και παραβίασης των προϋποθέσεων του άρθρου 29(1)

 

Παρά το γεγονός ότι η ως άνω κρίση μου σφραγίζει την τύχη της παρούσας προσφυγής κρίνω ωστόσο σκόπιμη την ενασχόληση μου και με τις προϋποθέσεις του άρθρου 29(1) του Νόμου αφού είναι η θέση της κας Χαραλαμπίδου ότι ούτε αυτές οι προϋποθέσεις πληρούνται, ενώ ισχυρίζεται περαιτέρω και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.    

 

Ας δούμε πρωτίστως τι αποφάσισαν εν προκειμένω οι Καθ’ ων η αίτηση και ποιος ο λόγος έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Απάντηση στο ερώτημα αυτό, δίδεται μέσα από το ίδιο το προσβαλλόμενο διάταγμα και δύναται να συμπληρωθεί και μέσα από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων. Ειδικότερα, το επίδικο διάταγμα καταγράφει ότι (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«ΕΠΕΙΔΗ ο S.O. υπήκοος ΣΥΡΙΑΣ κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας στη Δημοκρατία είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, έχω αποφασίσει την απέλασή του δυνάμει του άρθρου 29 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ.105, και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διάταγμα διατάσσω όπως ο S.O. απελαθεί από τη Δημοκρατία το συντομότερο δυνατό και στη συνέχεια να παραμείνει εκτός της Δημοκρατίας».

(…) » 

 

Η αιτιολογία του προσβαλλόμενου διατάγματος, δύναται να συμπληρωθεί και από όσα καταγράφονται στο Σημείωμα ημερ. 23.09.2024, του Λειτουργού Μετανάστευσης [] (βλ. ερυθρό 258 του Τ2) το οποίο διαλαμβάνει μεταξύ άλλων ότι (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«6. Ο εν θέματι αλλοδαπός βρίσκεται στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 2018 και από την μέχρι στιγμής δράση και συμπεριφορά του αποδεικνύεται ότι είναι άτομο που δεν σέβεται τους Νόμους και Κανονισμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας δημιουργώντας σωρεία προβλημάτων στις τάξεις της Αστυνομίας και στο κοινό αίσθημα της ασφάλειας του πολίτη.

 

7. Ο αλλοδαπός αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας, εισηγούμαι όπως μετά την καταδίκη του να κηρυχθεί ανεπιθύμητος μετανάστης επειδή καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης σε πολύ σοβαρή υπόθεση, γίνεται εισήγηση όπως εναντίον του εκδοθούν διατάγματα κράτησης και απέλασης σύμφωνα με τα άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) ώστε μετά που θα εκτίσει την ποινή φυλάκισης του να καταστεί δυνατή η σύλληψη και η άμεση εκδίωξη του από την Κύπρο. Το διάταγμα απέλασης να εκδοθεί με αναστολή μέχρι να εξετάσει η Υπηρεσία Ασύλου την περίπτωση ανάκλησης του καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας που του δόθηκε».

 

Επί της επιστολής αυτής η οποία εντοπίζεται στα ερυθρά 258-257 του Τ2 εντοπίζεται σχετική σημείωση προς τη Διευθύντρια, η οποία διαλαμβάνει τα ακόλουθα: «Δεδομένου της σοβαρότητας των ποινικών αδικημάτων για τα οποία έχει καταδικαστεί ο αλλοδαπός και εν αναμονή της απόφασης για ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας του αλλοδαπού, γίνεται εισήγηση για έκδοση διατάγματος κράτησης και απέλασης» .

 

Η Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (Καθ' ων η αίτηση) φαίνεται να συμφώνησε με την εισήγηση αυτή, ως προκύπτει από την σημείωσή της ημερομηνίας 21.10.2024, η οποία εντοπίζεται στο ερυθρό 257, «Συμφωνώ».

 

Παρατηρώ επίσης ότι στην επιστολή ημερ. 21.10.2024 (βλ. ερυθρό 271 του Τ2), επί της οποίας επισυνάφθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα, παρέχεται η εξής επεξήγηση (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

« You are hereby informed that the Director of the Migration Department is considering deporting you to a safe country after your release from prison, according to the conditions laid down in article 29(1) of the Refugee Law 2000-2020.

 

After a careful assessment of your case, your deportation and removal are considered necessary for the following reason:

 

Due to your conviction to a prison term for serious criminal offenses, there are reasonable grounds to consider you a threat to the national security and public order and therefore you are deported according to the article 29(1) of the Refugee Law. (…)»

 

Ουδέν άλλο προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, το οποίο να αιτιολογεί ποια περαιτέρω στοιχεία λήφθηκαν υπόψη προτού αποφασιστεί η απέλαση του Αιτητή. Διαπιστώνω μάλιστα ότι παρά την επίκληση των προϋποθέσεων του άρθρου 29(1), δυνάμει του οποίου οι Καθ’ ων η αίτηση εξέδωσαν το εκδοθέν διάταγμα, ωστόσο η αιτιολογία των Καθ’ ων η αίτηση, ως αυτή περιλαμβάνεται στην επιστολή ημερ. 21.10.2024, συνοψίζεται στο ότι ο Αιτητής λόγω της καταδίκης του σε ποινή φυλάκισης για σοβαρά ποινικά αδικήματα, υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι αποτελεί απειλή για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη.  Ωστόσο, το εδάφιο (β) του άρθρου 29(1) το οποίο προφανώς φαίνεται να είναι αυτό που ήθελαν να εφαρμόσουν οι Καθ’ ων η αίτηση, αναφέρει ότι τούτο εφαρμόζεται «όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος και, ως εκ τούτου, συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία».

 

Αντίστοιχο ζήτημα με απασχόλησε και στην A.A.J. στην οποία αναλυτικά επεξήγησα τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου δίδει εξουσία στο Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης να αποφασίζει την απέλαση δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Εν τη έννοια του όρου «δικαιούχος διεθνούς προστασίας» εμπίπτει, σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου, πέραν από το πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα, και το πρόσωπο στο οποίο παραχωρήθηκε συμπληρωματική προστασία.

 

Από τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου προκύπτει ότι η εφαρμογή αυτού, εξαρτάται από τη συνδρομή δύο διακριτών προϋποθέσεων, ήτοι, αφενός το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος και, αφετέρου, πρέπει να έχει αποδειχθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία.

 

Θα πρέπει συνεπώς να αναζητηθεί η ερμηνεία των όρων «ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα» και «κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία».

 

Παρατηρώ ότι το άρθρο 29(2)(β) έχει όμοιο περιεχομένο με το άρθρο 33 της Συμβάσεως περί του καθεστώτος των προσφύγων[14], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων[15] (στο εξής αναφερόμενη ως «η Σύμβαση της Γενεύης»), και το οποίο προβλέπει τα εξής:

 

«1.      Ουδεμία Συμβαλλομένη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, πρόσφυγας, εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή ελευθερία αυτών απειλούνται δια λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων.

 

2.      Το εκ της παρούσης διατάξεως απορρέον ευεργέτημα δεν δύναται πάντως να επικαλήται πρόσφυξ όστις, διά σοβαράς αιτίας, θεωρείται επικίνδυνος εις την ασφάλειαν της χώρας ένθα ευρίσκεται ή όστις, έχων τελεσιδίκως καταδικασθή δι’ ιδιαιτέρως σοβαρόν αδίκημα, αποτελεί κίνδυνον διά την χώραν[16]

 

Η Σύμβαση της Γενεύης, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού συστήματος προστασίας των προσφύγων, υπήρξε προφανώς η πηγή εμπνεύσεως της διάταξης περί απέλασης προσώπων υπό διεθνή προστασία, όπως αυτές προβλέφθηκαν στην εθνική νομοθεσία, υπό το άρθρο 29(2)(β). Θεωρώ, επομένως, πρόσφορο να ληφθεί υπόψη η ερμηνεία του άρθρου 33, παράγραφος 2, της εν λόγω Συμβάσεως μέσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής αναφερόμενο ως «το ΔΕΕ»), η οποία και παρέχει σχετικές κατευθυντήριες γραμμές για το ζήτημα που εδώ απασχολεί.

 

Ιδιαίτερα διαφωτιστικές επί του θέματος είναι τρεις πολύ πρόσφατες αποφάσεις του ΔΕΕ, ημερ. 06.07.2023, οι οποίες εκδόθηκαν επί των υποθέσεων στην C-663/21[17], C-402/22[18] και C-8/22[19] .

 

Το Δικαστήριο επιλήφθηκε τριών διαφορετικών αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, στο πλαίσιο ένδικων διαφορών (στο Βέλγιο, την Αυστρία και τις Κάτω Χώρες) μεταξύ υπηκόων τρίτων χωρών και εθνικών αρχών. Ειδικότερα, προσβάλλονται αποφάσεις ανάκλησης ή άρνησης χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα οι οποίες αφορούν υπηκόους τρίτων χωρών καταδικασθέντες για έγκλημα το οποίο οι αρμόδιες αρχές θεωρούν ιδιαίτερα σοβαρό. Η εν λόγω δυνατότητα ανάκλησης/άρνησης προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, μέσα από την παράγραφο 4, του άρθρου 14 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ στην περίπτωση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος, δεδομένου ότι έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για «ιδιαίτερα σοβαρό» έγκλημα, συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται.

 

Επισημαίνεται ότι ο Γενικός Εισαγγελέας JEAN RICHARD DE LA TOUR, στις προτάσεις του ημερ. 17.05.2023 στην υπόθεση C-402/22,  καταγράφει πως «δεν αμφισβητείται ότι αυτή [η Σύμβαση της Γενεύης] υπήρξε η πηγή εμπνεύσεως των λόγων ανάκλησης του καθεστώτος πρόσφυγα που προέβλεψε ο νομοθέτης της Ένωσης στο άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95. Θεωρώ, επομένως, πρόσφορο να ληφθεί υπόψη η ερμηνεία του άρθρου 33, παράγραφος 2, της εν λόγω Συμβάσεως, η οποία, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 23 και 24 της ως άνω οδηγίας, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού συστήματος προστασίας των προσφύγων (13)» (βλ. σκέψη 47 των προτάσεων αυτών). Προσθέτει περαιτέρω στην σκέψη 48 των προτάσεων του, ότι «Γενικότερα, εκτιμώ ότι, επειδή οι περιπτώσεις του άρθρου 14, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2011/95 στις οποίες τα κράτη μέλη δύνανται να ανακαλέσουν ή να αρνηθούν να χορηγήσουν το καθεστώς πρόσφυγα είναι, κατ’ ουσίαν, αντίστοιχες προς εκείνες στις οποίες τα κράτη μέλη δύνανται να προβούν στην επαναπροώθηση πρόσφυγα κατά το άρθρο 21, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας και το άρθρο 33, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης, οι λόγοι που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνευθούν κατά τον ίδιο τρόπο».

 

Υπό το ίδιο πρίσμα και δεδομένου ότι ο εθνικός νομοθέτης, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τους ίδιους όρους στο άρθρο 29 (1) (β) της εθνικής νομοθεσίας με τους όρους που χρησιμοποιούνται τόσο στο άρθρο 33 της Σύμβασης της Γενεύης, όσο και στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο β’ και στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο β’ της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, φρονώ ότι οι εθνικές διατάξεις θα πρέπει να  ερμηνευθούν κατά τον ίδιο τρόπο και σε συνοχή με την ερμηνεία που δόθηκε από το ΔΕΕ στις ως άνω αποφάσεις.

 

Σημαντικά είναι συνεπώς τα όσα εξετάστηκαν και κρίθηκαν στις αποφάσεις αυτές. Ειδικότερα:

 

Στην υπόθεση C-8/22, τα ερωτήματα που υπέβαλε στο Δικαστήριο το Συμβούλιο της Επικρατείας (Βέλγιο) αφορούν τη σχέση μεταξύ της αμετάκλητης καταδίκης για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα και της ύπαρξης κινδύνου για την κοινωνία, καθώς και το περιεχόμενο και την έκταση της εξέτασης σχετικά με την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η ύπαρξη κινδύνου για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεικνυόμενη από το γεγονός και μόνον ότι ο ενδιαφερόμενος καταδικάστηκε αμετάκλητα για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα. Συγκεκριμένα, η λήψη μέτρου ανάκλησης εξαρτάται, ως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο β’, της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[20]  από τη συνδρομή δύο διακριτών προϋποθέσεων, δηλαδή, αφενός, ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας πρέπει να έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα και, αφετέρου, πρέπει να έχει αποδειχθεί ότι συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο αυτός βρίσκεται (σκέψη 43 της απόφασης). Ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει δεκτό, χωρίς να παραγνωριστεί η προρρηθείσα επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης, ότι το γεγονός ότι πληρούται η μία από τις δύο αυτές προϋποθέσεις αρκεί για να διαπιστωθεί ότι πληρούται και η δεύτερη (σκέψη 44 της απόφασης). Συνεχίζει δε το Δικαστήριο καταλήγοντας ότι η ύπαρξη κινδύνου για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεικνυόμενη από το γεγονός και μόνον ότι ο ενδιαφερόμενος καταδικάστηκε αμετάκλητα για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα (σκέψη 45 της απόφασης). Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η λήψη του επίμαχου μέτρου ανάκλησης είναι δυνατή μόνον όταν ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας συνιστά πραγματικό, ενεστώτα και αρκούντως σοβαρό κίνδυνο στρεφόμενο κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται. Ιδιαίτερα, ως προς τον ενεστώτα χαρακτήρα ενός τέτοιου κινδύνου, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι όσο περισσότερο απέχει χρονικά η λήψη απόφασης για ανάκληση από την αμετάκλητη καταδίκη για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα, τόσο περισσότερο οφείλει η αρμόδια αρχή να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις εξελίξεις που ακολούθησαν την τέλεση ενός τέτοιου εγκλήματος, προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται πραγματικός και αρκούντως σοβαρός κίνδυνος κατά τον χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να αποφανθεί επί της ενδεχόμενης ανάκλησης του καθεστώτος πρόσφυγα (σκέψη 64 της απόφασης) . Προσθέτει ότι η αρμόδια αρχή οφείλει να εξετάζει, για κάθε επιμέρους περίπτωση, όλες τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Εφόσον πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης, το κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να ανακαλέσει το καθεστώς πρόσφυγα, χωρίς ωστόσο να υποχρεούται να ασκήσει την ευχέρεια αυτή: η άσκησή της προϋποθέτει την τήρηση, μεταξύ άλλων, της αρχής της αναλογικότητας (σκέψη 71 της απόφασης).

 

Στην υπόθεση C-663/21, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (Αυστρία) υποβάλλει ερωτήματα στο Δικαστήριο ακριβώς υπό το πρίσμα της ως άνω αρχής και της ανάγκης στάθμισης των συμφερόντων του πρόσφυγα και των συμφερόντων του κράτους μέλους, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου που ο ενδιαφερόμενος ενδέχεται να συνιστά για την κοινωνία. Όσον αφορά τη στάθμιση αυτή, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, για να ανακληθεί το καθεστώς πρόσφυγα, η αρμόδια αρχή πρέπει να αποδείξει ότι ένα τέτοιο μέτρο είναι ανάλογο προς τον κίνδυνο που συνιστά ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας για θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται. Διευκρινίζει ωστόσο ότι οι συνέπειες που θα έχει, για τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας ή για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο υπήκοος αυτός, η ενδεχόμενη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του λαμβάνονται υπόψη όχι κατά την έκδοση της απόφασης ανάκλησης του καθεστώτος πρόσφυγα, αλλά, κατά περίπτωση, όταν η αρμόδια αρχή προτίθεται να εκδώσει απόφαση επιστροφής εις βάρος του εν λόγω υπηκόου (σκέψη 42 της απόφασης).

 

Τέλος, στην υπόθεση C-402/22, το Συμβούλιο της Επικρατείας (Κάτω Χώρες) υποβάλλει ρητώς ερώτημα στο Δικαστήριο σχετικά με την έννοια της «αμετάκλητης καταδίκης για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα» και ζητεί να διευκρινιστεί βάσει ποιων κριτηρίων ένα έγκλημα μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιο. Επ’ αυτού, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ένα μέτρο ανάκλησης/άρνησης χορήγησης του καθεστώτος πρόσφυγα μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στην περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας που έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για έγκλημα το οποίο, βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως εξαιρετικής σοβαρότητας, καθόσον εντάσσεται στα εγκλήματα που θίγουν στον μεγαλύτερο βαθμό την έννομη τάξη της οικείας κοινωνίας. Επιπλέον, ένας τέτοιος βαθμός σοβαρότητας δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της συρροής διακριτών εγκλημάτων εκ των οποίων κανένα δε συνιστά, αυτό καθεαυτό, ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα. Η εκτίμηση του βαθμού σοβαρότητας προϋποθέτει την εξέταση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η φύση και το ύψος της προβλεπόμενης ποινής και, κατά μείζονα λόγο, της επιβληθείσας ποινής, η φύση του διαπραχθέντος εγκλήματος, τυχόν ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις, ο εκ προθέσεως ή μη χαρακτήρας του εγκλήματος, η φύση και η έκταση της βλάβης που προκλήθηκε από το έγκλημα ή, ακόμη, η φύση της ποινικής διαδικασίας που εφαρμόστηκε για τον κολασμό του.  Επισημαίνει περαιτέρω, ότι η χρήση, στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, της έκφρασης «ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα» καταδεικνύει την επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης να εξαρτήσει την εφαρμογή της διάταξης αυτής από την πλήρωση, μεταξύ άλλων, μιας ιδιαίτερα αυστηρής προϋπόθεσης, η οποία αφορά την ύπαρξη αμετάκλητης καταδίκης για έγκλημα εξαιρετικής σοβαρότητας, μεγαλύτερης από εκείνη των εγκλημάτων που μπορούν να δικαιολογήσουν την εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ή του άρθρου 17, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας.

 

Τα όσα αποφάνθηκε το ΔΕΕ επί των αποφάσεων αυτών, ως τούτα συνοψίστηκαν ανωτέρω, επισφραγίζουν και την δική μου κατάληξη σε ότι αφορά την υπό εξέταση προσφυγή, αφού διαφαίνεται ότι υπάρχει, αδιαμφισβήτητα, παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 29(2)(β) ως δικαίως παραπονείται η κα Χαραλαμπίδου. Η Καθ’ ης η αίτηση, πεπλανημένα αποφάνθηκε ότι η καταδίκη του Αιτητή σε ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα ήταν αρκετή, από μόνη της, προκειμένου να εκδοθεί εναντίον του διάταγμα απέλασης, αγνοώντας παντελώς και παραγνωρίζοντας την υποχρέωση της:

 

(α)  να εκτιμήσει τον βαθμό σοβαρότητας της καταδίκης του Αιτητή, εκτίμηση η οποία προϋποθέτει την εξέταση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η φύση και το ύψος της προβλεπόμενης ποινής και, κατά μείζονα λόγο, της επιβληθείσας ποινής, η φύση του διαπραχθέντος εγκλήματος, τυχόν ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις, ο εκ προθέσεως ή μη χαρακτήρας του εγκλήματος, η φύση και η έκταση της βλάβης που προκλήθηκε από το έγκλημα ή, ακόμη, η φύση της ποινικής διαδικασίας που εφαρμόστηκε για τον κολασμό του

 

(β) να διερευνήσει κατά πόσο ο Αιτητής συνιστούσε παράλληλα και κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία και συγκεκριμένα πραγματικό, ενεστώτα και αρκούντως σοβαρό κίνδυνο στρεφόμενο κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κυπριακής κοινωνίας και

 

(γ) να εφαρμόσει την αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας, καταλήγοντας ότι ένα τέτοιο μέτρο είναι ανάλογο προς τον κίνδυνο που συνιστά ο Αιτητής για θεμελιώδες συμφέρον της κυπριακής κοινωνίας.»

 

Οι ίδιες ακριβώς παραλείψεις εντοπίζονται και στην υπό εξέταση υπόθεση , αφού διαφαίνεται ότι υπάρχει, αδιαμφισβήτητα, παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 29(1)(β) ως δικαίως παραπονείται η κα Χαραλαμπίδου. Οι Καθ’ ων η αίτηση, πεπλανημένα αποφάνθηκαν ότι η καταδίκη του Αιτητή σε σοβαρό αδίκημα ήταν αρκετή, από μόνη της, προκειμένου να εκδοθεί εναντίον του διάταγμα απέλασης, αγνοώντας παντελώς και παραγνωρίζοντας την υποχρέωση της για εξατομικευμένη αξιολόγηση των πιο πάνω [βλέπε σημεία (α) – (γ)] της A.A.J.]

 

Αναφορικά με την πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 15.01.2025 στην Αίτηση αρ. 3/24[21], φρονώ πως αυτή ουδόλως διαφοροποιεί την υπάρχουσα νομολογία, τουναντίον επιβεβαιώνει αυτήν. Ως συγκεκριμένα λέχθηκε στην απόφαση (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Όπως προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 29(3)(β) του Νόμου, του άρθρου 27(2) της Οδηγίας  αλλά και από την υπάρχουσα νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και του ΔΕΕ, η καταδίκη σε ποινικό αδίκημα δεν συνιστά αφ' εαυτής λόγο για απέλαση ατόμου και δη, όπως εν προκειμένω ευρωπαίου πολίτη.

 

Παρά ταύτα, η ύπαρξη ποινικής καταδίκης μπορεί να δικαιολογήσει την λήψη τέτοιου μέτρου αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν σε αυτή προκύπτει  τέτοια συμπεριφορά η οποία να συνιστά πραγματική, εν δυνάμει ενεστώσα, και αρκούντως σοβαρή απειλή σε βάρος θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.  Η αρμόδια αρχή θα πρέπει να συνεκτιμά σωρευτικά, όλα τα σχετικά δεδομένα, για να καταλήξει στο ζητούμενο και δη μεταξύ άλλων, τη φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος αλλά και τις συνθήκες τέλεσής του».

 

Επισημαίνεται ότι η απόφαση αυτή αφορά ευρωπαίο πολίτη, ωστόσο διαχρονικά το ΔΕΕ δίδει την ίδια ερμηνεία σε σχέση με απέλαση για λόγους δημόσιας τάξης και δημόσιας ασφάλειας και για τους αιτητές ασύλου.

 

Ενόψει των πιο πάνω δεν κρίνεται σκόπιμη η ενασχόληση με οποιονδήποτε άλλο λόγο ακυρώσεως.

 

Επισημαίνεται ότι η εξέταση της παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, στην οποία η κα Χαραλαμπίδου εκτενώς έχει αναφερθεί, προϋποθέτει τον προσδιορισμό της χώρας στην οποία πρόκειται να απελαθεί ο Αιτητής. Εφόσον η χώρα προορισμού δεν έχει καθοριστεί και, επιπλέον, η Διοίκηση δεν έχει προβεί σε μία σαφή και αιτιολογημένη πρωτογενή κρίση ως προς το κατά πόσο η απομάκρυνση του Αιτητή θα τον εξέθετε σε σοβαρό κίνδυνο, το Δικαστήριο αδυνατεί να εξετάσει το ζήτημα. Ως έχω ήδη επισημάνει, η έλλειψη προσδιορισμού της χώρας απέλασης στερεί στον Αιτητή τη δυνατότητα να ασκήσει ουσιαστικά το δικαίωμα ακρόασής του, καθώς δεν του παρέχεται η ευκαιρία να υποβάλει ειδικούς και εξατομικευμένους ισχυρισμούς σε σχέση με τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει σε συγκεκριμένη χώρα. Συνεπώς, εφόσον το δικαίωμα ακρόασης δεν έχει τηρηθεί, η πρωτογενής διοικητική κρίση παραμένει ελλιπής και το Δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει σε έλεγχο της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης. Για τον λόγο αυτό, δεν κρίνεται σκόπιμη η εξέταση περαιτέρω λόγων ακύρωσης, καθώς η διαδικαστική πλημμέλεια ως προς το δικαίωμα ακρόασης -η οποία αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας- και η προβληματική αιτιολόγηση της απέλασης είναι καθοριστική για την έκβαση της υπόθεσης.

 

Καταλήγω συνεπώς, με βάση τα όσα έχουν προεκτεθεί, ότι η προσφυγή επιτυγχάνει ως προς την αιτούμενη στο υπό (Α) αυτής θεραπεία και η προσβαλλόμενη απόφαση (διάταγμα απέλασης του Αιτητή) ακυρώνεται, η δε εξέταση οποιουδήποτε άλλου εγερθέντος ζητήματος παρέλκει. Επιδικάζονται έξοδα €1700 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Η προσφυγή αναφορικά με τα υπό (Β) και (Γ) αιτητικά απορρίπτεται.

 

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[2] Α. Α. J ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. 363/2023, 20/7/2023

[3] Ahmed Shbib v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 12/2024, 15/10/2024

[4] Βλ. για παράδειγμα αναφορά του Εφετείου στην Ahmed Shbib: «To νέο διάταγμα κράτησης ημερ. 7.2.2024 προσβλήθηκε διά της Προσφυγής Αρ. 295/2024 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου το οποίο έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία και, ως εκ τούτου, παρέπεμψε την υπόθεση στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, πλην όμως και το τελευταίο αποφάνθηκε ομοίως (με την απόφασή του ημερ. 26.4.2024 στην Προσφυγή Αρ. 1106Α/2024) ότι δεν κέκτηται δικαιοδοσία προς δικαστικό έλεγχο του εν λόγω διατάγματος». 

[6] Το θέμα έχει απασχολήσει την Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου στο σύγγραμμα της «Αι συνέπειαι  της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως», Έκδοση 1988, σελ. 126-127, από το οποίο παραθέτω το κατωτέρω απόσπασμα: 

«Εφ' όσον η πράξις η αποτελούσα «την προϋπόθεσιν» προς νόμιμον έκδοση της προσβαλλομένης τοιαύτης ηκυρώθη, η τελευταία αυτή καθίσταται «άνευ ερείσματος» και είναι ακυρωτέα, ή ότι η Διοίκησις υποχρεούται ν' ανακαλέση και πάσαν πράξιν «τελούσαν εν στενώ συνδέσμω προς την ακυρωθείσαν», ή ότι «ακυρουμένης αποφάσεως τινος, είναι συνακυρωτέα και η εις εκτέλεσιν αυτής εκδοθείσα». 

Επίσης εκρίθη ότι η κατάργησις ακυρωθείσης πράξεως «επεκτείνεται» επί πάσης πράξεως «εν τω μεταξύ» εκδοθείσης και «εχούσης προϋπόθεσιν» την ακυρωθείσαν12.  Ή ότι ακυρουμένης πράξεως «συνακυρούνται» πάσαι «αι μεταγενέστεραι αι  επί εκείνης στηριζόμεναι», επέρχεται δε ακυρότης «μόνον των επιγενομένων ουχί δε και των προηγηθεισών πράξεων». 

Δηλαδή, η νομολογία του ΣτΕ απαιτεί στενόν σύνδεσμον μεταξύ της ακυρωθείσης πράξεως και της επιγενομένης ή συγχρόνου αυτής εκτελεστής πράξεως, τον οποίον όμως αναγνωρίζει ότι υφίσταται οσάκις  η δευτέρα πράξις έχει ως «προϋπόθεσιν» την ακυρωθείσαν ή «εστηρίχθη» ή «ερείδεται» ή εξεδόθη «επί τη βάσει» της ακυρωθείσης.

 ΣτΕ. 1063/39, 608/45, 1586/48 δια της οποίας αποφάσεως εκρίθη ότι πάσα διοικητική πράξις εκδοθείσα κατά το ενδιάμεσον διάστημα μεταξύ του χρόνου της εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως και του χρόνου εκδόσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, στηριζομένη δε εις την ακυρωθείσαν ή έχουσα ταύτην ως προϋπόθεσιν, είναι ωσαύτως άκυρος.»

Στις υποθέσεις ΣΕ 1063/39, 608/45 και 1586/48 κρίθηκε ότι κάθε διοικητική πράξη που εκδόθηκε κατά το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ του χρόνου έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης και του χρόνου έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης, η οποία στηριζόταν ή είχε ως προϋπόθεση την ακυρωθείσα, είναι επίσης άκυρη. Η, με άλλη διατύπωση, «ακυρουμένης πράξεως 'συνακυρούνται' πάσαι αι μεταγενέστεραι αι επί εκείνης στηριζόμεναι» (ΣΕ 1910/52, 2436/52 (Ολομ.)). 

Επίσης στο «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επ. Σπηλιωτοπούλου, 7η Έκδοση, στη σελ. 559 αναφέρονται τα ακόλουθα (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου): 

«Η ακυρωτική απόφαση καταργεί (εξαφανίζει) την πράξη που ακυρώθηκε, ισχύει από τη δημοσίευση της και ανατρέχει στον χρόνο της έκδοσης της πράξης που ακυρώθηκε  η πράξη θεωρείται σαν να μην εκδόθηκε και επαναφέρεται αυτοδικαίως η πραγματική και νομική κατάσταση που υπήρχε πριν από την έκδοση της πράξης αυτής».

 Και στη σελίδα 561:

 «Έτσι, η διοίκηση έχει υποχρέωση να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει τις διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος της νομιμότητας της πράξης που ακυρώθηκε και στηρίζονται σε αυτή και, εφόσον τούτο απαιτείται, να εκδώσει νέες.»

Στις υποθέσεις ΣΕ 1063/39, 608/45 και 1586/48 κρίθηκε ότι κάθε διοικητική πράξη που εκδόθηκε κατά το ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ του χρόνου έκδοσης της ακυρωθείσας πράξης και του χρόνου έκδοσης της ακυρωτικής απόφασης, η οποία στηριζόταν ή είχε ως προϋπόθεση την ακυρωθείσα, είναι επίσης άκυρη. Η, με άλλη διατύπωση, «ακυρουμένης πράξεως 'συνακυρούνται' πάσαι αι μεταγενέστεραι αι επί εκείνης στηριζόμεναι» (ΣΕ 1910/52, 2436/52 (Ολομ.)).

 

[7] ΣτΕ 3222/2002

[8] Βλ. Α.Ε. Αρ. 2422, Κυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Α.Ε. Αρ.: 2824, Ακίνητα Λούλλας Ιωνίδου Λτδ. ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011, και η εκεί μνημονευόμενη νομολογία.

[9] Κατ’ ανάλογή εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ (8) δυνάμει του οποίου: « Ο Υπουργός ενημερώνει αμέσως και γραπτώς κάθε υπό κράτηση αιτητή, σε  γλώσσα που ο τελευταίος είτε κατανοεί είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους  λόγους κράτησης, για τις δικαστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα εδάφια (6) και  (7) και για τη δυνατότητα αίτησης περί δωρεάν νομικής αρωγής και εκπροσώπησης στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.[...]»

[10] Κωνσταντίνου Θεόδωρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2000) 4 Α.Α.Δ. 1194 και ανάλυση στο σύγγραμμα του Δρος Κώστα Παρασκευά «ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Γενικό Μέρος», Αθήνα 2017, υπό τον πλαγιάριθμο 73, σελ. 214.

[11] Μ.Α. and Others v. Bulgaria, App. No.:5115/18, 20 Φεβρουαρίου 2020

[12] Application no.59166/12, 23 Αυγούστου 2016)

[13] L.M. and Others v. Russia, nos. 40081/14, 40088/14 και 40127/14.

[14] Υπογραφείσα στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)] και τεθείσα σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954.

[15] Συναφθέν στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τεθέν σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967

[16] [ένθα ευρίσκεται]

[17] C-663/21, Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl -v- A.A, 06.07.2023.

[18] C-402/22, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid -v- M.A., 06.07.2023.

[19] C-8/22, XX -v- Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 06.07.2023

[20] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο