
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθ. Αρ.: T1074/24
06 Φεβρουαρίου, 2025
[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C.O.O.
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Εμφανίσεις:
Μ. Μπαγιαζίδου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 04/10/24, του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του ως απαράδεκτη, ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ο Αιτητής συμπλήρωσε μεταγενέστερη αίτηση στις 24/09/24, ακολούθησε έκθεση/εισήγηση ημερομηνίας 03/10/24 και απόφαση απόρριψης της ως απαράδεκτης στις 04/10/24, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Η παρούσα υπόθεση αφορά απόρριψη μεταγενέστερου αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία το οποίο εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στη βάση του Άρθρου 12Βτετράκις και Άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).
Όπως ορίζεται στο σχετικό Άρθρο 16Δ του Νόμου δεν θεωρείται οτιδήποτε το οποίο υποβλήθηκε ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Αυτό το οποίο πρωτίστως αξιολογείται από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στα πλαίσια παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης είναι κατά πόσο ο αιτών υπέβαλε νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης επί του αρχικού αιτήματος του. Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτών δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη. Εάν δε διαπιστωθεί ότι υπέβαλε νέα στοιχεία, δεν καθίσταται υποχρεωτικό για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου να προβεί πάντα σε νέα κλήση του ενδιαφερόμενου σε συνέντευξη καθότι θα πρέπει τα στοιχεία αυτά (α) να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης σ΄ αυτόν του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και (β) ο αιτών - ενδιαφερόμενος προκύπτει να αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη και/ή αρχική διαδικασία εξέτασης ασύλου. Οι πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου ενσωματώθηκαν στην εθνική νομοθεσία σε σύμπνοια με τις διατάξεις του Άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[1]. Η μεθοδολογία προκαταρκτικής αξιολόγησης επί των μεταγενέστερων αιτήσεων και/ή οι προϋποθέσεις για απόφαση επί του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης επιβεβαιώνονται και στην απόφαση ΔΕΕ C-921/19, LH v Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ημερ.10/06/2021, ήτοι:
«34 Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.
35 Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.
36 Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.
37 Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.
38 Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»
(ο τονισμός δικός μου)
Πρόσθετα των πιο πάνω, σημαντικότατη πρόνοια που περιλαμβάνεται στο Άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και τυγχάνει εφαρμογής στις μεταγενέστερες αιτήσεις προβλέπει ότι (α) ο αιτών έχει υποχρέωση να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία, και (β) επιτρέπεται η διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς να απαιτείται η εκ νέου προσωπική συνέντευξη του αιτούντα.
Ο αρμόδιος λειτουργός που εξέτασε το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή, ετοίμασε σημείωμα (ερυθρά 131-127 του διοικητικού φακέλου στο εξής «Δ.Φ.») με εισήγηση όπως η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί ως απαράδεκτη. Γίνεται εκτενής περιγραφή από τον λειτουργό στο σχετικό σημείωμα αναφορικά με την αρχική διαδικασία ασύλου (όλα τα βήματα της αρχικής διαδικασίας μέχρι την απόρριψη της προσφυγής του λόγω μη προώθησης της – με αποτέλεσμα η απορριπτική απόφασης επί της πρώτης αίτησης να καταστεί τελεσίδικη) τους λόγους που έγινε επίκληση από τον Αιτητή στην πρώτη αίτηση ασύλου του (ότι κινδυνεύει από τους αυτονομιστές Ambazonians και τον κρατικό στρατό στη χώρα του) και ότι με το μεταγενέστερο αίτημα γίνεται επανάληψη των λόγων δίωξης με προσκόμιση έγγραφων στοιχείων που ενισχύουν το αίτημα του – τα οποία όμως αξιολογήθηκαν ενδελεχώς και αναλυτικά από τον λειτουργό προτού τα απορρίψει και στη βάση εξωτερικής έρευνας (ερυθρά 128-127 ΔΦ). Σημειώνεται, επί τούτου, ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί η αυθεντικότητα ολόκληρης της δέσμης εγγράφων που προσκομίστηκαν από τον Αιτητή και προκύπτει εμφανώς ότι πρόκειται για χαλκευμένα, πλαστά και/ή προϊόν επεξεργασίας έγγραφα (ερυθρά 118-112 ΔΦ). Ως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ο Αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος κατά την αρχική διαδικασία ασύλου και απορρίφθηκε το αίτημα του, απόφαση που προβλήθηκε με την προσφυγή του 650/24 η οποία εν τέλει απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης. Συνεπώς, η αρχική απόφαση επί του αιτήματος ασύλου του παρέμεινε ισχυρή και κατέστη τελεσίδικη. Διαφωνώ με την εισήγηση της συνηγόρου του Αιτητή ότι πεπλανημένα οι Καθ΄ ων η αίτηση έκριναν ότι γίνεται επανάληψη των ισχυρισμών του και/ή ότι δεν υποβλήθηκαν αυτά τα στοιχεία λόγω δικής του υπαιτιότητας. Ουδόλως θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή επιστολή από κατ΄ ισχυρισμό δικηγόρο του η οποία στην ουσία επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του Αιτητή που αξιολογήθηκαν και κρίθηκαν αναξιόπιστοι κατά την πρώτη διαδικασία, ούτε θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά και τα υπόλοιπα έγγραφα τα οποία είναι ημερομηνίας προγενέστερης της προσφυγής του με αριθμό 650/24 και/ή τα οποία δεν προσκομίστηκαν σε προηγούμενο στάδιο λόγω δικής του υπαιτιότητας λαμβάνοντας δεόντως υπόψη (όπως αναφέρεται ανωτέρω) των αμφιβολιών που εγείρονται σε σχέση με την αυθεντικότητα και/ή εγκυρότητα του περιεχομένου τους. Επομένως, η κατάληξη επί της υπαιτιότητας του Αιτητή στη βάση των στοιχείων που υποβλήθηκαν κρίνεται, επίσης, αιτιολογημένη.
Απορρίπτονται και οι ισχυρισμοί της συνηγόρου του Αιτητή για μεταβολή της οικογενειακής του κατάστασης και/ή παράλειψης των Καθ΄ ων η αίτηση για αξιολόγηση των μελών οικογενείας του Αιτητή (συζύγου και τέκνου). Επί της πρώτης αίτησης ασύλου και/ή πρώτης αξιολόγησης της αίτησης του Αιτητή δεν προκύπτουν μέλη οικογενείας/εξαρτώμενα του, ούτε από την προσφυγή του με αριθμό 650/24, ούτε προσκομίστηκαν οποιαδήποτε στοιχεία (έγγραφα πέραν της καταγραφής του) που αφορούν την κατ΄ ισχυρισμό οικογένεια του αλλά ούτε υποδείχθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία δίωξης ή σοβαρής βλάβης που αφορούν τα πρόσθετα (στην χώρα υποδοχής-Δημοκρατία) μέλη της οικογενείας του. Ούτε δε αποτελούν λόγοι που αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας ή μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Όπως προκύπτει από την απόφαση ΔΕΕ C-651/19, JP v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερ.02/09/2020, το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής που αφορά μεταγενέστερο αίτημα αξιολογεί κατά πόσο:
«58. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται, πρώτον, αφενός, ότι πριν από κάθε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας προηγείται μια πρώτη αίτηση η οποία έχει οριστικώς απορριφθεί, στο πλαίσιο της οποίας η αρμόδια αρχή διενήργησε εξαντλητική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει αν ο αιτών πληρούσε τις προϋποθέσεις για την παροχή διεθνούς προστασίας. Αφετέρου, πριν καταστεί απρόσβλητη η απορριπτική απόφαση, ο αιτών έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης αυτής.
59. Σημειώνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32, η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αποσκοπεί στην υποβολή, από τον ενδιαφερόμενο αιτούντα, νέων στοιχείων ή πορισμάτων σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αίτησης, τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Όταν η προκαταρκτική εξέταση στην οποία υποβάλλεται μια τέτοια αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου II της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, όταν από την προκαταρκτική εξέταση δεν προκύπτουν τέτοια στοιχεία ή πορίσματα, η εν λόγω αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2 στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.
60. Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ' ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του.»
(ο τονισμός δικός μου)
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη απόφαση, κρίνεται ότι λήφθηκε μετά από έρευνα και δεν διαπιστώνεται πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η δε προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270).
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1600 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο