
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. Τ47/25
21 Φεβρουαρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Α. R.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Κος Ρ. Ευαγγέλου – μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Ελληνικά σε Αγγλικά και αντίστροφα
Κα S. Dawoodi – μεταφράστρια για πιστή μετάφραση από Urdu σε Αγγλικά και αντίστροφα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Δόθηκε Αυθημερόν
Με την προσφυγή ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.22/01/25, η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, και δια της οποίας απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε.
Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, ο αιτητής κατάγεται από το Πακιστάν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 29/09/21 και υπέβαλε 1η αίτηση διεθνούς προστασίας στις 15/10/21 (ερ.1-4α, 35).
Στις 03/11/21 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία όπου δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.25-35). Με το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε Έκθεση και στις 12/11/21 απορρίφθηκε η 1η αίτηση για διεθνή προστασία (ερ.57-64). Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 17/07/23, μαζί με την αιτιολογία αυτής, και του μεταφράστηκε στην μητρική του γλώσσα (ερ.68-69).
Κατά της ως άνω απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ο αιτητής καταχώρησε στο Δικαστήριο την προσφυγή αρ.56/22, η οποία απορρίφθηκε (ερ.75-80).
Στις 20/07/22 ο αιτητής υπέβαλε 1η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία και απορρίφθηκε στις 29/12/23 ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (ερ.82-91) και ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία δεν φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου να έχει κοινοποιηθεί στον αιτητή (ερ.93-97).
Στις 22/01/25 ο αιτητής υπέβαλε την επίδικη 2η μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, η οποία απορρίφθηκε αυθημερόν ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (ερ.102-105, 107-111) και ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία δόθηκε δια χειρός και μεταφράστηκε στον αιτητή στην μητρική του γλώσσα (ερ.112).
Επί της 1ης αιτήσεως ασύλου ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής του καθότι προέρχεται από φτωχή οικογένεια, ο πατέρας του είναι ηλικιωμένος και δεν μπορεί να εργαστεί και έτσι ο ίδιος είναι ο μόνος που μπορεί να εξασφαλίσει τα αναγκαία χρειώδη στην οικογένεια του, δεν μπορούσαν να καλύψουν τα έξοδα τους, και έτσι ο αιτητής ζητά να του επιτραπεί να μείνει και να εργαστεί στη Δημοκρατία.
Στη συνέντευξη ο αιτητής επανέλαβε κατ’ ουσία τα ανωτέρω, προσθέτοντας ότι υπάρχουν προστριβές μεταξύ της μητέρας του και της γυναίκας του αδελφού του και πως ο πατέρας του δανείστηκε χρήματα και αν δεν αποπληρώσει το δάνειο του οι δανειστές του θα καταχωρήσουν υπόθεση εναντίον του και θα τον φυλακίσουν.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή κατά τη συνέντευξη, έκαναν δεκτούς ως αξιόπιστους τους ως άνω ισχυρισμούς και - δεδομένου ότι είναι αμιγώς οικονομικής φύσεως, κατόπιν ανασκόπησης της κατάστασης στη χώρα καταγωγής, κατέληξαν ότι δεν υφίσταται κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης για τον αιτητή.
Για τους πιο πάνω λόγους η 1η αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Στα πλαίσια της 1ης μεταγενέστερης αίτησης ο αιτητής επανέλαβε τα όσα είχε αναφέρει στην ως άνω 1η αίτηση ασύλου και γι’ αυτό η 1η μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, καθώς κρίθηκε πως όσα ο αιτητής καταγράφει επί της δεν αποτελούν νέα στοιχεία.
Στα πλαίσια της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης ο αιτητής ανέφερε ότι έχει «πρόβλημα στο Πακιστάν λόγω του ότι [είχε] καυγά εκεί και ήρθε εδώ γιατί [είχε] σοβαρή απειλή κατά της ζωής [του]».
Η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη καθώς, ως κρίθηκε, οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν είχαν προβληθεί προηγουμένως από δική του υπαιτιότητα.
Η προσφυγή αποτελείται από χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ.1 επί του οποίου δεν καταγράφονται νομικοί λόγοι και χωρίς έκθεση γεγονότων και ο αιτητής επανέλαβε τα όσα είχε καταγράψει στην επίδικη αίτηση περί κινδύνου κατά της ζωής του.
Ενώπιον του Δικαστηρίου, στα πλαίσια της ακρόασης της παρούσης, αφού επιθεώρησε τον διοικητικό φάκελο, ο αιτητής επανάλαβε και πάλι κατ’ ουσία τα όσα είχε καταγράψει στην επίδικη αίτηση περί διαμάχης και εξ αυτής κινδύνου.
Σημειώνεται ότι, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης, αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής […]» [αρ.16Δ (3) (α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, προχωρά σε εξέταση του αν «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον/στην αιτητή διεθνούς προστασίας […]» [αρ.16Δ (3) (β) (i)] και του κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i)], [βλ. και αρ.40 (2),(3) και (4) Οδηγία 2013/32/ΕΕ].
Στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΔΕΕ) στην C-651/19, JP, ημ.09/09/20, λέχθηκε (σκέψη 60) ότι «[…] δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ’ ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του.»
Στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-921/19, LH, ημ.10/06/21 λέχθηκαν τα εξής:
«34 Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.
35 Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.
36 Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.
37 Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.
38 Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»
Σημειώνεται ότι η Δημοκρατία – ως είχε δικαίωμα στη βάση του αρ.40 (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ («[τα] κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία») – συμπεριέλαβε στην οικεία νομοθεσία το αρ.16Δ (3) (β) (ii), βάσει της οποίας, προκειμένου μεταγενέστερη αίτηση να θεωρηθεί παραδεκτή και να προχωρήσει σε επί της ουσίας εξέταση της, θα πρέπει να «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος». Είναι δε σαφές εκ της χρήσης στο αρ.40 (4) της Οδηγίας του λεκτικού «η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν», ότι η εξέταση του κατά πόσο ο αιτών φέρει υπαιτιότητα για την μη προηγούμενη επίκληση ή προσαγωγή των νέων στοιχείων εντάσσεται στα πλαίσια του δεύτερου σταδίου (βλ. C-921/19, ανωτέρω) προκαταρτικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης. Άλλωστε και στην σκέψη 38 της ως άνω απόφασης γίνεται αναφορά στις «δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού».
Ως εκ των ως άνω συνάγεται σκοπός της προκαταρτικής εξέτασης επί του παραδεκτού, η οποία συνίσταται σε δύο διακριτά στάδια, το 1ο, όπου εξετάζεται κατά πόσο έχουν προσκομισθεί νέα στοιχεία ή έγγραφα, και το 2ο, όπου εξετάζεται τυχόν υπαιτιότητα του αιτούντος για την μη προηγούμενη επίκληση τους αλλά και το κατά πόσον αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας, είναι η εξέταση του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω (επί της ουσίας) εξέταση της απορριφθείσας μεταγενέστερης αίτησης και όχι η εξ αρχής επί της ουσίας έρευνα των νεών αυτών ισχυρισμών, ως να επρόκειτο για 1η αίτηση ασύλου.
Πέραν των ως άνω θα πρέπει περαιτέρω να σημειωθεί ότι στο αρ.16Δ (2) & (3) (α), στο οποίο ρυθμίζεται ειδικώς η διαδικασία προκαταρτικής εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, αναφέρεται ρητώς ότι «[ο] Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη» και, περαιτέρω, ότι, «[…] σε περίπτωση που […] ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.». Στο δε αμέσως επόμενο εδάφιο [αρ.16Δ (3) (β)] αναφέρεται ότι ο Προϊστάμενος «προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή [των νέων στοιχείων], αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον» ικανοποιηθεί ότι, πέραν της διαπίστωσης ότι δια της εκάστοτε υπό κρίση μεταγενέστερης αιτήσεως προσκομίζονται νέα στοιχεία ή έγγραφα ή ισχυρισμοί, πληρούνται – σωρευτικά πάντοτε - και οι προϋποθέσεις που εξετάζονται στα πλαίσια του 2ου σταδίου της προκαταρτικής εξέτασης, ως αμέσως πιο πάνω αναλύεται.
Εν προκειμένω ο αιτητής διατηρούσε κάθε δυνατότητα να αναφέρει τους δια της επίδικης μεταγενέστερης αιτήσεως ισχυρισμούς του δια της 1ης αιτήσεως ασύλου, της προσφυγής αρ.56/22 που άσκησε στο Δικαστήριο και της 1ης μεταγενέστερης αίτησης του αλλά δεν το έπραξε. Δεδομένων των ως άνω θεωρώ ορθή την κρίση των καθ’ ων η αίτηση ότι οι στα πλαίσια της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης ισχυρισμοί περί διαμάχης εκ της οποίας διατρέχει κίνδυνο κατά της ζωής του, πέραν της παντελούς αοριστίας που χαρακτηρίζει αυτούς, δεν προβλήθηκαν κατά τις ως άνω διαδικασίες από δική του υπαιτιότητα.
Ενόψει των ως άνω καταλήγω ότι η διαδικασία εξέτασης της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης και όσα περιλαμβάνονται στην επίδικη απόφαση είναι επαρκώς τεκμηριωμένα, προϊόντα επαρκούς έρευνας του συνόλου των υποβληθέντων στοιχείων, υπαγωγής τους στο σχετικό νομικό πλαίσιο, ως ανωτέρω παρατίθεται, είναι πλήρως αιτιολογημένα αλλά και ορθά επί της ουσίας.
Ουδέν λοιπόν ετέθη ενώπιον μου που να καθιστά τρωτή την επίδικη απόφαση.
Σημειώνεται καταληκτικά ότι το Πακιστάν έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022, 166/2023 και 191/2024, που εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).
Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €300 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο