Ο. Ο. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.Τ 767/24, 14/2/2025
print
Τίτλος:
Ο. Ο. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.Τ 767/24, 14/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                   Υπόθεση αρ.Τ 767/24

 

14 Φεβρουαρίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ο. Ο.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον αιτητή

Κα Χρ. Δημητρίου, Δικηγόρος για καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.21/05/24, η οποία κοινοποιήθηκε σ’ αυτόν αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α) και απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να τροποποιεί την επίδικη απόφαση και/ή «να ζητείται επανεξέταση της [επίδικης] αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού βάση της σημερινής κατάστασης της χώρας [καταγωγής] […] και τον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επαναπροώθησης» (Αιτητικό Β).

Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 10/11/19 και υπέβαλε 1η αίτηση διεθνούς προστασίας στις 15/11/19 (ερ.1-3, 45).

Στις 26/01/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία όπου δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.32-45). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση, στις 16/03/22, απορρίφθηκε η αίτηση για διεθνή προστασία (ερ.58-68). Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 15/04/22 (ερ.72-73).

Κατά της ως άνω απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ο αιτητής καταχώρησε στο Δικαστήριο την προσφυγή αρ.2209/22, η οποία και απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης στις 27/09/22 (ερ.79-89).

Στις 11/10/22 ο αιτητής υπέβαλε 1η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία και απορρίφθηκε στις 17/02/23 ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (ερ.91-98). Επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας του δόθηκε δια χειρός στις 15/03/23 (ερ.101).

Κατά της ως άνω απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ο αιτητής καταχώρησε στο Δικαστήριο την προσφυγή αρ.Τ1177/23, η οποία και απορρίφθηκε με αιτιολογημένη απόφαση στις 24/11/23 (ερ.107-110).

Στις 21/05/24 ο αιτητής υπέβαλε την επίδικη 2η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε αυθημερόν ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (ερ.114-117, 122-125) και επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας του δόθηκε δια χειρός την ίδια μέρα (ερ.126).

Σημειώνεται ότι στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του […]» [αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, εξετάζεται το αν «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης […] διεθνούς προστασίας» και «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i) και (ii)].

Στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-921/19, LH, ημ.10/06/21 λέχθηκαν τα εξής:

«34. Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

35. Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

36. Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

37. Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

38. Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»

Συνεπώς, ο σκοπός της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας μεταγενέστερης αίτησης και όχι η επί της ουσίας έρευνα των νεών  ισχυρισμών, ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου.

Το ιστορικό των προηγούμενων διαδικασιών που αφορούν τον αιτητή έχει ως εξής.

Επί της 1ης αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής καθώς διωκόταν από τα δυο κύρια πολιτικά κόμματα συνεπεία της εμπλοκής του στη Biafra και ασκούσε κριτική που ασκούσε εναντίον τους.  Περαιτέρω, μια εβδομάδα προτού εγκαταλείψει τη Νιγηρία, διέρρηξαν το σπίτι του και σκότωσαν το σκύλο του. 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης από την Υπηρεσία στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως ο αιτητής επιβεβαίωσε τα ως άνω και ανέφερε γεννήθηκε και διέμενε στην πολιτεία Lagos, οι γονείς και ο μεγαλύτερος αδελφός του ζουν εκεί, ενώ άλλος αδελφός του διαμένει στην Ουγγαρία.  Το 2016 αποφοίτησε από το Delta State University και μέχρι να φύγει από τη χώρα διαχειριζόταν οικογενειακή επιχείρηση που δραστηριοποιείτο στους τομείς των μεταφορών και της περιποίησης δέρματος. 

Σε σχέση με τους λόγους που τον οδήγησαν στο να εγκαταλείψει τη χώρα του, ο αιτητής ανέφερε ότι ενόσω ζούσε στη Νιγηρία ασκούσε αρνητική κριτική εναντίον των δυο κύριων πολιτικών κομμάτων (PDP και APC) αλλά και της Biafra στο ιστολόγιο που διατηρούσε και εξέφραζε ανοιχτά τις απόψεις του εν σχέση με τους νιγηριανούς πολιτικούς και τον διαχωρισμό της Νιγηρίας.  Οι αναφορές του προκάλεσαν το θυμό αρκετών πολιτικών με αποτέλεσμα κάποιοι να διαρρήξουν το σπίτι του και να σκοτώσουν το σκύλο του, ο ίδιος δε θεωρεί ότι τους δράστες έστειλε ένα από τα δυο πολιτικά κόμματα. Ως περαιτέρω ανέφερε, αν επέστρεφε στη χώρα του, η ζωή του κινδυνεύει από το κόμμα που βρισκόταν στην εξουσία. Δεν ψήφιζε στη Νιγηρία, αφού όλοι οι υποψήφιοι ήταν διεφθαρμένοι και πλήρωναν άτομα για να τους ψηφίζουν και έτσι δημιούργησε ιστοσελίδα όπου έγραφε για την κακοδιοίκηση της Νιγηρίας και την ανάγκη για αλλαγή της γενικότερης κατάστασης και γι’ αυτό λάμβανε πολλά απειλητικά σχόλια, αλλά δεν φοβόταν, καθώς δεν μπορούσαν να βρουν τη διεύθυνσή του. Επίσης ανέφερε ότι άνηκε στους Biafrans, εντούτοις δεν πίστευε στο διαχωρισμό της Νιγηρίας, αφού θεωρούσε ότι όλοι μαζί είχαν περισσότερη δύναμη, όμως μόνο αν εξουσίαζε η κατάλληλη κυβέρνηση.

Όσον αφορά τη μέρα που διέρρηξαν στο σπίτι, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι επιστρέφοντας σπίτι και βλέποντας τι συνέβη, άρχισε να ρωτά ανθρώπους για πληροφορίες και αφότου έμαθε ότι ορισμένοι άντρες με μάσκες μετέβηκαν στο σπίτι και έφυγαν, ρώτησε τους υπεύθυνους ασφαλείας του σπιτιού κατά πόσο διατηρούσαν υλικό από τη διάρρηξη, με τους τελευταίους να του απαντούν αρνητικά. Έπειτα, ρώτησε ανθρώπους τριγύρω και εκείνοι του ανέφεραν ότι οι δράστες δεν έφυγαν από την κύρια είσοδο, αλλά από την πίσω έξοδο. Ερωτώμενος αν τυχόν μετά τη διάρρηξη βρήκε στο σπίτι μηνύματα, απάντησε ότι βάσει των λεγομένων των γειτόνων, τον έψαχναν και χρησιμοποίησαν όπλο με σιγαστήρα για να σκοτώσουν το σκύλο ώστε να μη γίνουν αντιληπτοί από την ασφάλεια.  Τέλος, ο αιτητής δήλωσε ότι κατήγγειλε το περιστατικό στους υπεύθυνους ασφαλείας και εκείνοι του είπαν ότι θα ερευνούσαν προκειμένου να μάθουν τι πραγματικά συνέβη. 

Εξετάζοντας τους ως άνω ισχυρισμούς οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι, ελλείψει εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του περί απειλών που δέχθηκε από οπαδούς των δύο μεγάλων κομμάτων, συνεπεία αντιφάσεων, ελλείψεων λεπτομερειών και ασαφειών που εντοπίστηκαν στο αφήγημα του και στις επ’ αυτού απαντήσεις στις ερωτήσεις που του έγιναν αυτοί απορρίφθηκαν. Περαιτέρω, στην αξιολόγηση κινδύνου, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του και του προφίλ του, ως έγινε αποδεκτό, δεν συντρέχουν λόγοι παροχής διεθνούς προστασίας και απέρριψαν γι’ αυτό τον λόγο την 1η αίτηση του αιτητή.

Στην 1η μεταγενέστερη αίτηση ο αιτητής καταγράφει ότι ο φάκελος του (σ.σ. εννοεί της προσφυγής του στο Δικαστήριο) έκλεισε, επειδή ο ίδιος δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στο Δικαστήριο και πως δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του καθότι η ζωή του θα είναι σε κίνδυνο, ως αναφέρει.

Οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την 1η μεταγέστερη αίτηση για τον λόγο ότι τα στοιχεία που καταγράφηκαν δεν αποτελούν νέα στοιχεία και – σε κάθε περίπτωση – οι ισχυρισμοί που αφορούν την μη παρουσία του στο Δικαστήριο δεν συνδέονται με τις προϋποθέσεις παροχής διεθνούς προστασίας και γι’ αυτό δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας.

Στην επίδικη 2η μεταγενέστερη αίτηση ο αιτητής καταγράφει ότι, παρότι επιθυμεί να επιστρέψει στη Νιγηρία, το κόμμα APC εξακολουθεί να βρίσκεται στην εξουσία και ως εκ τούτου, φοβάται για τη ζωή του.

Στη βάση των ανωτέρω ισχυρισμών η επίδικη 2η μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, καθώς, ως κρίθηκε, τα όσα καταγράφει δεν αποτελούν νέα στοιχεία, εφόσον πανομοιότυποι ισχυρισμοί είχαν υποβληθεί και εξεταστεί στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως που υπέβαλε, η οποία και απορρίφθηκε.

Στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αναφέρει  πως δεν εντοπίζονται πληροφορίες στο φάκελο σχετικά με το αν ο λειτουργός CAS27, που είναι ο συγγράφων την επίδικη έκθεση, είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου και συνεπώς, δεδομένου ότι στη σχετική εξουσιοδότηση (ερ.119) προς τον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση (ερ.125), γίνεται ρητή αναφορά στο ότι η εξουσιοδότηση καλύπτει μόνο έκδοση αποφάσεων επί εκθέσεων που έχουν ετοιμαστεί από λειτουργούς ορισμένου χρόνου, που εν προκειμένω δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, καθιστά την επίδικη απόφαση εκδοθείσα αναρμοδίως και συνεπώς πάσχουσα ακυρότητας γι’ αυτό τον λόγο. Συνεπεία τούτου, ενόψει του ότι στην παρούσα, ως προσφυγή ταχείας εκδίκασης, δεν απαιτείται εμφάνιση από τους καθ’ ων η αίτηση, κρίθηκε ορθότερο, για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να δοθούν οδηγίες όπως εμφανιστούν ώστε να τοποθετηθούν επί των ισχυρισμών αυτών, όπερ και εγένετο.

Στη γραπτή τους αγόρευση - απαντώντας στον μοναδικό εγειρόμενο από τον αιτητή ισχυρισμό -  οι καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται του ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη αρμοδίως, παραθέτοντας προς τούτο πλούσια νομολογία και αναφορές σε αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου, επί πανομοιότυπου ισχυρισμού. Στις διευκρινήσεις οι καθ’ ων η αίτηση προσήγαγαν, χωρίς ένσταση από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας, το Τεκμήριο 2, που συνίσταται σε επιστολή των καθ’ ων η αίτηση ημ.11/09/24, όπου επισυνάπτεται κατάλογος των λειτουργών της Υπηρεσίας που διατελούν σε καθεστώς εργοδοτούμενου ορισμένου χρόνου, όπου καταγράφεται ονομαστικά η συγγράφουσα την επίδικη έκθεση λειτουργός (CAS027 – βλ. ερ.122), καθώς και το πλήρες όνομα της.

Υπό των φως των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι εν προκειμένω, εκ των ενώπιον μου στοιχείων, καταδεικνύεται δεόντως ότι η επίδικη (ερ.125) είναι απόφαση επί έκθεσης που υποβλήθηκε από λειτουργό ορισμένου χρόνου (ερ.122 και Τεκμήριο 2) και συνεπώς ο λαμβάνων την επίδικη απόφαση λειτουργός ενήργησε αρμοδίως, εντός των εκ της σχετικής εξουσιοδότησης (ερ.119) τιθέμενων παραμέτρων εκτέλεσης των καθηκόντων του Προϊσταμένου [βλ. αρ.2(1) του περί Προσφύγων Νόμου, αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) και αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962)].

Απομένει η επί της ουσίας εξέταση των σχετικών με την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον μου στοιχείων.

Εν προκειμένω θα συμφωνήσω με τα όσα επ’ αυτού αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση (ερ.122-125) καθώς τα όσα ο αιτητής επί της επίδικης 2ης μεταγενέστερης αιτήσεως καταγράφει δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Τούτο γιατί πανομοιότυποι ισχυρισμοί είχαν αναφερθεί ήδη από την 1η αίτηση ασύλου που υπέβαλε, εξετάστηκαν δεόντως και απορρίφθηκαν.

Ενόψει των ως άνω, χωρίς να χρειάζεται να ειπωθούν πολλά σχετικώς, θεωρώ ότι ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτη στη βάση των όσων διαλαμβάνονται στο αρ.16Δ (3) (α) του Νόμου, δεδομένου ότι στα πλαίσια προκαταρτικής εξέτασης μεταγενέστερων αιτήσεων, ως εν προκειμένω,  «σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη». Όπερ και εγένετο.

Ουδεμία πλημμέλεια μπορώ να διαπιστώσω στη διαδικασία εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, στη βάση της οικείας νομοθεσίας ως ανωτέρω καταγράφεται.

Σημειώνεται δε – σε κάθε περίπτωση - ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022, 166/2023 και 191/2024, που εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο