
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
28 Φεβρουαρίου, 2025
[Ε.ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
C.U.O
από Νιγηρία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόροι για Αιτητή: Π. Μπενέτης (κος) για Αλ Τάχερ Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1]
Αιτητής παρών
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 10.06.2024, με την οποίαν απορρίφθηκε η δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ), 16Δ(3)(δ), 16Δ(4)(β) και 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και του συνηγόρου του.
Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:
Ο Αιτητής ο οποίος κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις 06.12.2020 στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές παράνομα δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 23.12.2020. Στα πλαίσια της αίτησης αυτής προσήλθε σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και αφού η αίτησή του εξετάστηκε επί της ουσίας, αυτή απορρίφθηκε με απόφαση ημερ. 08.06.2021. Την απόφαση αυτή ο Αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή υπ' αρ. 3686/2021 (στο εξής αναφερόμενη και ως «η αρχική προσφυγή»), η οποία απορρίφθηκε στις 19.10.2021. Ακολούθως, ο Αιτητής προχώρησε στις 08.07.2022 στην καταχώριση πρώτης μεταγενέστερης αίτησης, η οποία απορρίφθηκε στις 19.12.2022. Ενάμιση περίπου έτος αργότερα και συγκεκριμένα στις 07.06.2024, ο Αιτητής καταχώρισε την υπό εξέταση δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία απορρίφθηκε στις 10.06.2024 ως απαράδεκτη. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής με την υπό κρίση προσφυγή.
Με την προσφυγή του ο Αιτητής, διά των συνηγόρων του επιζητά δια του αιτητικού (Α) δήλωση του Δικαστηρίου με την οποίαν η προσβαλλόμενη απόφαση να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και αντισυνταγματική, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος, είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου. Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) ο Αιτητής επιζητά έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο με την οποία να τροποποιεί την απόφαση της μεταγενέστερης αίτησης και/ή να ζητείται η επανεξέταση της αίτησης του Αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού βάσει της σημερινής κατάστασης της χώρας του Αιτητή, τις σημερινές πραγματικές καταστάσεις του Αιτητή και τον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επαναπροώθησης στη χώρα του.
Περαιτέρω, με το εναρκτήριο δικόγραφο του ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Κατά αυτό δε το στάδιο, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν έλαβε την 1η μεταγενέστερη γι’ αυτό και δεν προσέφυγε, ενώ επισήμανε πρόσθετα ότι τα έγγραφα που προσκομίζει με την υπό εξέταση μεταγενέστερη αίτηση δεν τα είχε στην κατοχή του κατά την αρχική του αίτηση και τα έλαβε λίγο πριν καταχωρήσει τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση.
Οι Καθ' ων η αίτηση- δια του υπομνήματός τους-υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι η απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Επισημαίνεται ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[2], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[3]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια (3) (α) και (β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα (- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:
Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου), σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.
Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[4].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).
Ενόψει των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι στις περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, όπως εν προκειμένω, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανεξέταση της υπόθεσής του.
Λόγω ακριβώς της περιορισμένης αυτής εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με μεταγενέστερη αίτηση η οποία απορρίφθηκε από το στάδιο του παραδεκτού, χωρίς ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης αυτής, το Δικαστήριο αυτό δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση επί της βασιμότητας της αίτησης, κρίνοντας δηλαδή το κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούνται διεθνούς προστασίας ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ως εκ τούτου, το δεύτερο αιτητικό (υπό Β) της προσφυγής του Αιτητή με το οποίο επιζητεί περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και συνεπώς απορρίπτεται.
Προχωρώντας τώρα στην μελέτη των ενώπιόν μου δεδομένων, διαπιστώνω ότι στο πλαίσιο της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι εγκατέλειψε την πατρίδα του εξαιτίας της εμπλοκής του στη διαδήλωση της Endsars του 2020. Ισχυρίστηκε ότι παρά την απόρριψη της αίτησης του για άσυλο, ο ίδιος αδυνατεί να επιστρέψει πίσω στη χώρα του επειδή η αστυνομία άλλοι διαδηλωτές, τους οποίους η Αστυνομία έχει φωτογραφίες του ιδίου μαζί τους από κάμερες ασφαλείας, είναι ακόμη υπό αστυνομική κράτηση. Επισημαίνει ότι σε σχέση με την αιτιολογία της Υπηρεσίας Ασύλου ότι κανένας δεν κινδυνεύει να διωχθεί λόγω της διαμαρτυρίας, επισυνάπτει άρθρα από εφημερίδες που δείχνουν ότι άνθρωποι είναι ακόμη υπό κράτηση περιμένοντας μία δίκη που ίσως δεν έρθει ποτέ. Ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη Νιγηρία μέχρι η αστυνομία να κλείσει την υπόθεση. Στην αίτηση του επισύναψε τα ακόλουθα έγγραφα:
1. Αναφορά της Διεθνούς Αμνηστίας του 2023.
2. Ειδήσεις του καναλιού PJ «the untold story of EndSars protest in Benin city»
3. Έκδοση του 2023 από το ειδησεογραφικό πρακτορείο Vanguard.
4. Έκδοση της Διεθνούς Αμνηστίας κατά το 2022.
Κατά την αξιολόγηση της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής, έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 170-165 του δ.φ.) ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής δεν αποτελούν νέα στοιχεία τα οποία να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Αναφέρθηκαν περαιτέρω, στα όσα ο Αιτητής προέβαλε κατά την εξέταση της αρχικής του αίτησης, της συνέντευξης του και της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης του, επισημαίνοντας ότι τα στοιχεία που τώρα προωθεί με τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή του τα είχε αναφέρει και κατά τις προγενέστερες διαδικασίες εξέτασης του αιτήματός του και αφού εξετάστηκαν κατ’ ουσίαν, απορρίφθηκαν.
Σε σχέση με τα προσκομισθέντα έγγραφα, ο λειτουργός ασύλου επισημαίνει ότι αυτά είναι υποστηρικτικού χαρακτήρα των ισχυρισμών του Αιτητή οι οποίοι δεν συνδέονται με τις προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου για χορήγηση διεθνούς προστασίας. Τονίζει περαιτέρω ο λειτουργός ασύλου ότι μετά από προσεκτική εξέταση των εφημερίδων και του υλικού που προσκόμισε ο Αιτητής, δεν διαπιστώνεται ότι τεκμηριώνει προσωπική εμπλοκή του κατά τα γεγονότα της διαμαρτυρίας EndSars, καθώς δεν αναφέρεται το όνομα του οπουδήποτε στα προσκομισθέντα στοιχεία καταλήγοντας πως τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησής του με διεθνή προστασία. Ούτε υπάρχουν ενδείξεις από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία θα διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπή ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και/ή της αρχής της μη επαναπροώθησης. Η εισηγητική έκθεση ολοκληρώνεται με την εισήγηση για απόρριψη της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον εξουσιοδοτημένο να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.
Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση της κρίσης των Καθ' ων η αίτηση κρίνω σκόπιμο όπως καταγράψω εν συντομία, τα όσα ο Αιτητής επικαλέσθηκε σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του κατά τα προγενέστερα στάδια εξέτασης της αίτησής του.
Κατά την υποβληθείσα λοιπόν αρχική του αίτηση, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία λόγω απειλών κατά της ζωής του. Συμμετείχε στις διαδηλώσεις ENDSAR κατά της αστυνομικής βίας και της κακής διακυβέρνησης. Μετά από εβδομάδες ειρηνικών διαδηλώσεων, η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν πολιτικοί τραμπούκοι προκάλεσαν καταστροφές, οδηγώντας την κυβέρνηση σε βίαιη καταστολή. Ο Αιτητής ανέφερε ότι η αστυνομία σκότωσε άοπλους διαδηλωτές, συμπεριλαμβανομένου του αδελφού του, και προχώρησε σε μαζικές συλλήψεις και δολοφονίες. Δήλωσε ότι η αστυνομία τον καταδίωκε λόγω φωτογραφικής καταγραφής του προσώπου του από κάμερα CCTV, ότι ο τραπεζικός του λογαριασμός πάγωσε και ότι διέφυγε δύο φορές από θανατηφόρες επιθέσεις. Τέλος, τόνισε ότι έφυγε για να διασφαλίσει τα ανθρώπινα δικαιώματά του.
Ακολούθως, κατά την συνέντευξή του, επανέλαβε τους ισχυρισμούς του υποστηρίζοντας ότι συμμετείχε στις διαδηλώσεις EndSars, όπου η αστυνομία άσκησε βία, σκοτώνοντας άοπλους διαδηλωτές, συμπεριλαμβανομένου του ξαδέλφου του. Ισχυρίστηκε ότι η αστυνομία τον καταδίωκε λόγω φωτογραφικής καταγραφής του, του πάγωσαν τον τραπεζικό λογαριασμό και διέφυγε για να διασφαλίσει την ασφάλειά του.
Στο πλαίσιο της πρώτης μεταγενέστερης αίτηση του, ο Αιτητής δήλωσε ότι παρά την απόρριψη της αίτησης του από την Υπηρεσία Ασύλου, ο ίδιος αδυνατεί να επιστρέψει πίσω στην πατρίδα του. Υποστήριξε ότι έχει φόβο δίωξης από την Αστυνομία η οποία καταφέρεται εναντίον της ομάδας με το όνομα EndSar, η οποία διαδηλώνει και αντιτίθεται στην κυβέρνηση της Νιγηρίας και για την οποία ο ίδιος συμμετείχε σε διαδήλωση το 2020, κατά την οποία η Αστυνομία έχει φωτογραφίες των διαδηλωτών και του Αιτητή από τις κάμερες ασφαλείας και γι’ αυτό έχει γίνει στόχος και αναζητείται προσθέτοντας ότι οι τότε συλληφθέντες βρίσκονται ακόμα υπό κράτηση. Η μεταγενέστερη αυτή αίτησή του εξετάστηκε και απορρίφθηκε αφού επισημάνθηκε ότι οι ισχυρισμοί του αυτοί αποτελούν επανάληψη των ίδιων ισχυρισμών που υπέβαλε με το βασικό του αίτημα και στο πλαίσιο της συνέντευξής του και εξετάστηκαν κατ’ ουσίαν και ότι συνεπώς δεν αποτελούν νέα στοιχεία.
Έχοντας υπόψη τα ως άνω, επισημαίνω πρωτίστως ότι μελετώντας την υποβληθείσα δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, διαπιστώνω ότι ο ίδιος με γενικότητα επαναλαμβάνει κατ' ουσίαν τα όσα κατέγραψε στην αρχική του αίτηση, τα οποία ανέπτυξε κατά την αρχική του συνέντευξη ενώ ακριβώς τα ίδια στοιχεία είχε επικαλεστεί κατά την πρώτη μεταγενέστερη αίτησή του.
Κατά την ακροαματική διαδικασία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν έλαβε την πρώτη μεταγενέστερη και γι’ αυτό δεν προσέφυγε. Σημείωσε ότι τα έγγραφα αυτά δεν τα είχε στη κατοχή του κατά την αρχική του αίτηση αλλά τα έλαβε λίγο πριν καταχωρήσει τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση.
Επισημαίνω ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι δεν προσέβαλε την απόφαση επί της μεταγενέστερης αίτησής του επειδή δεν την έλαβε, δεν αναιρεί το δεδικασμένο που απορρέει από αυτήν. Τούτο διότι ο Αιτητής είχε λάβει γνώση της ύπαρξής της τουλάχιστον στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, με την καταχώριση του Υπομνήματος των Καθ’ ων η αίτηση, και όφειλε να την προσβάλει έστω σε αυτό το στάδιο, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι δεν είχε πλήρη γνώση νωρίτερα. Συνεπώς, η απόφαση επί της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής του, εφόσον δεν προσβλήθηκε, περιβάλλεται από το τεκμήριο νομιμότητας και παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα για τον Αιτητή.
Εξετάζοντας τα ενώπιόν μου στοιχεία είναι η κατάληξή μου, πως η αξιολόγηση που έλαβε χώραν από τους Καθ' ων η αίτηση, δια της εισηγητικής έκθεσης, είναι ορθή. Πράγματι είναι και η δική μου διαπίστωση ότι ο ισχυρισμός που προβάλλει ο Αιτητής με τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή του ότι συμμετείχε στη διαδήλωση EndSARS και είναι αναζητούμενος από την αστυνομία της Νιγηρίας και αυτό τον οδήγησε στην εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του, δεν συνιστά νέο στοιχείο, αφού η συμμετοχή του στην εν λόγω διαδήλωση και η αναζήτηση του από την αστυνομία αποτέλεσαν την ουσία του αιτήματός του, κατά την αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία. Ως ήδη επισημάνθηκε, ο ισχυρισμός του αυτός εξετάστηκε κατ’ ουσίαν και απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Σε σχέση με τα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής, έχοντας διεξέλθει αυτών, παρατηρώ ότι αυτά αφορούν γενικές καταγγελίες περί αυθαίρετων συλλήψεων, παρατεταμένης κράτησης χωρίς δίκη, βασανιστηρίων και εξωδικαστικών εκτελέσεων διαδηλωτών του κινήματος #EndSARS από τις νιγηριανές αρχές, χωρίς ωστόσο να συνδέονται άμεσα με τον ίδιο. Δεν προσκομίστηκαν αποδεικτικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι αναζητείται από τις αρχές ή ότι εκκρεμεί ενεργή δίωξη εναντίον του. Ο ισχυρισμός ότι η φωτογραφία του εμφανίστηκε σε αστυνομικό τμήμα βασίζεται αποκλειστικά σε μαρτυρίες τρίτων, χωρίς τεκμηρίωση. Επιπλέον, δεν έχει καταφέρει να τεκμηριώσει ότι ο τραπεζικός του λογαριασμός πάγωσε λόγω της συμμετοχής του στις διαδηλώσεις, ενώ ο ίδιος είχε δηλώσει στη συνέντευξή του ότι αναχώρησε από τη Νιγηρία χωρίς να αντιμετωπίσει νομικό ή πρακτικό εμπόδιο στα σύνορα, γεγονός που μειώνει την αξιοπιστία του ισχυρισμού του περί καταδίωξης.
Φρονώ συνεπώς ότι η μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή δεν μπορεί να θεωρηθεί παραδεκτή, διότι δεν περιλαμβάνει νέα κρίσιμα στοιχεία που να διαφοροποιούν ουσιαστικά την υπόθεσή του από την αρχική του αίτηση. Τα στοιχεία που προσκομίστηκαν αφορούν τη γενικότερη κατάσταση στη Νιγηρία και τη συνεχιζόμενη καταστολή του κινήματος #EndSARS, αλλά δεν αποδεικνύουν ότι ο ίδιος αντιμετωπίζει συγκεκριμένη απειλή. Η συμμετοχή του στη συγκεκριμένη διαδήλωση είχε ήδη προβλήθηκε στην αρχική διαδικασία ασύλου και, επομένως, δεν αποτελεί νέο στοιχείο.
Ακόμα λοιπόν και αν γίνει δεκτό ότι το γενικότερο περιβάλλον στη Νιγηρία παραμένει επισφαλές για τους διαδηλωτές του #EndSARS, η μεταγενέστερη αίτηση εξακολουθεί να μην πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού, καθώς επαναλαμβάνει ήδη εξετασθέντες ισχυρισμούς, χωρίς την ύπαρξη νέων ουσιωδών στοιχείων. Σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο, η επανάληψη των ίδιων επιχειρημάτων χωρίς νέα κρίσιμα δεδομένα καθιστά τη μεταγενέστερη αίτηση απαράδεκτη.
Συμπερασματικά, αν και τα έγγραφα επιβεβαιώνουν τις γενικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Νιγηρία, δεν παρέχουν επαρκή τεκμηρίωση ότι ο Αιτητής αντιμετωπίζει άμεσο, εξατομικευμένο και επικείμενο κίνδυνο. Η απουσία νέων ουσιωδών στοιχείων αποκλείει την εκ νέου αξιολόγηση της υπόθεσής του, καθιστώντας τη μεταγενέστερη αίτησή του απαράδεκτη.
Ενόψει των προλεχθέντων, φρονώ πως η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση βασίζεται σε μια ενδελεχή εξέταση των ισχυρισμών και των στοιχείων που παρουσιάστηκαν, ενώ η εν τέλει απόρριψη της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή κρίνεται δικαιολογημένη λόγω έλλειψης νέων και αξιόπιστων στοιχείων που να τεκμηριώνουν μια πραγματική απειλή κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του. Για να μπορούσε η αίτησή του να θεωρηθεί παραδεκτή ο Αιτητής θα έπρεπε να προσκομίσει ουσιαστικά νέα στοιχεία που να αλλάζουν την εκτίμηση κινδύνου και να δικαιολογούν την επανεξέταση της περίπτωσής του, κάτι που ο ίδιος δεν έπραξε.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του Αιτητή σε συνέντευξη για την κατ' ουσίαν εξέταση του αιτήματος του. Ορθώς συνεπώς οι Καθ' ων η αίτηση, κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο εξέτασης της αίτησής του, έκριναν ότι δεν πληρείται καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.
Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του, υπό το φως των συναφών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, φρονώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη και συνεπώς η απόφαση τους για απόρριψη της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή ως απαράδεκτης είναι ορθή.
Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.
Συμπληρωματικά προς τα ανωτέρω, λαμβάνω πρόσθετα υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Π.Δ. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Ως εξ όσων έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π
[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).
[2] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)
[3] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο