
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. Τ917/24
6 Φεβρουαρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
T. F. V.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κκ Γεώργιος Βασιλόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, δικηγόροι για Αιτητή
Κα Α. Κίτσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.25/07/24, η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, δια της οποίας απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και απόφαση του Δικαστηρίου επί της ουσίας που να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση (Αιτητικά Α και Β, αντίστοιχα).
Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, ο αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στη Δημοκρατία παρανόμως στις 13/12/06 και υπέβαλε 1η αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 21/12/06 (ερ.1-3, 10, 18).
Στις 14/04/08 έγινε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία όπου δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.14-18). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση και στις 30/04/08 απορρίφθηκε η αίτηση για διεθνή προστασία (ερ.18-23).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του στάλθηκε ταχυδρομικώς στις 14/05/08 (ερ.25-28).
Στις 26/05/08 ο αιτητής υπέβαλε κατά της ως άνω απόφασης ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία και απορρίφθηκε με σχετική αιτιολογημένη απόφαση της Αρχής στις 30/12/09 (31-43).
Σημειώνεται ότι, ως προκύπτει από το ερ.45, επιστολή του τότε δικηγόρου του προς τους καθ’ ων η αίτηση, ο αιτητής καταδικάσθηκε σε 12ετή ποινή φυλάκισης στις 12/05/16.
Στις 17/01/22 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία και απορρίφθηκε στις 04/03/23 ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (ερ.47-54) και ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία στάλθηκε ταχυδρομικώς στον αιτητή στις 27/04/23 (ερ.58-64).
Στις 27/06/24 ο αιτητής υπέβαλε την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία και απορρίφθηκε την 15/07/24 ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (ερ.67-71, 73-76) και ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, που δόθηκε δια χειρός στον αιτητή στις 25/07/24 και του μεταφράστηκε στη γαλλική γλώσσα, την οποία κατανοεί (ερ.77, 2).
Το ιστορικό των ισχυρισμών του αιτητή έχει ως ακολούθως
Επί της 1ης αιτήσεως ασύλου ο αιτητής αναφέρει ότι ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ήταν λόγω του ότι η οικογένεια της συζύγου του τον κατηγόρησε μετά τον θάνατο της (συζύγου του) και στις 08/09/06 υπήρξε θύμα «επιθετικότητας» (aggression) στο σπίτι του και κατάφερε να δραπετεύσει από την οροφή. Ο «δολοφόνος», ως αναφέρει ο αιτητής, άφησε στο μαξιλάρι του σημείωμα όπου αναφέρεται ότι τον κατηγορεί ότι έχει «μαγέψει και σκοτώσει» τη σύζυγο του και ότι θέλει το «τομάρι» του, όσο αυτός θα είναι στο Καμερούν. Για τους λόγους αυτούς ο αιτητής προτίμησε - ως αναφέρει - να φύγει.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως ο αιτητής επανέλαβε κατ’ ουσία τα ως άνω αναφέροντας ότι όλοι οι συγγενείς της συζύγου του τον κατηγορούσαν ότι τη σκότωσε δια μαγείας προκειμένου να πλουτίσει, του πήραν τον υιό του και έκαψαν το σπίτι του. Σε ερωτήσεις που έγιναν σχετικώς ο αιτητής ανέφερε ότι η οικογένεια της συζύγου του ποτέ δεν ενέκρινε τον γάμο τους, ότι «όλοι στην Αφρική νομίζουν ότι αν είσαι πλούσιος, έγινες πλούσιος μέσω μαγείας» και ότι ένα βράδυ, ενώ κοιμόταν, άκουσε κραυγές και έκαψαν το σπίτι του, ο ίδιος ξέφυγε και 2-3 μήνες μετά έφυγε από τη χώρα καταγωγής του. Σχετικά με τον υιό του ο αιτητής ανέφερε ότι η οικογένεια της συζύγου του τον πήρε απ’ αυτόν δια της βίας 1 ½ χρόνο προτού κάψουν το σπίτι του και ο ίδιος πήγε σε κοινωνική λειτουργό για το ζήτημα μετά που έκαψαν το σπίτι του.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή κατά τη συνέντευξη, απέρριψαν το σύνολο των ισχυρισμών του περί του ότι κινδύνευε από την οικογένεια της συζύγου του, οι οποίοι έκαψαν το σπίτι του, πήραν το υιό του και τον κατηγορούσαν ότι σκότωσε τη σύζυγο του δι’ εξασκήσεως μαγείας για να πλουτίσει.
Σχετικά με τα ως άνω κρίθηκε ότι τα όσα ανέφερε έβριθαν κενών, ανακριβειών, χρονικής και λογικής συνέπειας και στερούνταν εύλογα αναμενόμενων πληροφοριών τόσο για τον θάνατο της συζύγου του, όσο και για όσα κατ’ ισχυρισμό συνέβησαν μετά απ’ αυτόν, μεταξύ των οποίων πως του πήραν το υιό του, τι έκανε σχετικά, ποιοι και πως του έκαψαν το σπίτι αλλά και το τι έγινε μεταξύ του σημείου αυτού μέχρι που ο αιτητής έφυγε από τη χώρα καταγωγής και πως εντοπίστηκε ενώ αυτός - ως ανέφερε - μετοίκησε σε άλλη πόλη στο μεταξύ και άλλαξε τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου.
Συνεπεία των ως άνω ευρημάτων οι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν ως αναξιόπιστοι.
Εν συνεχεία, στη βάση λοιπόν των ως άνω ευρημάτων, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται πιθανότητα ο αιτητής να εκτεθεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη.
Για τους πιο πάνω λόγους η 1η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Στην ιεραρχική του προσφυγή επανέλαβε κατ’ ουσία τα ως άνω - αναφέροντας ότι δεν έχει τίποτε στο Καμερούν, καθώς έχει χάσει τα πάντα, σπίτι, γυναίκα και παιδιά (ερ.33) - και απορρίφθηκε με αιτιολογημένη απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.
Στα πλαίσια της 1ης μεταγενέστερης αίτησης ο αιτητής επανέλαβε κατ’ ουσία τους ως άνω ισχυρισμούς ότι έχει χάσει όλη του την οικογένεια και είναι σε κίνδυνο από το 2006.
Η ως άνω μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε καθώς, ως κρίθηκε, τα όσα κατέγραψε επ’ αυτής ο αιτητής δεν αποτελούν νέα στοιχεία, αφού τα ίδια είχε αναφέρει τόσο στην 1η αίτηση που υπέβαλε όσο και στην ιεραρχική προσφυγή κατ’ αυτής, και - περαιτέρω - ο ισχυρισμός του περί του ότι μόνο ο ξάδελφος του είναι στη Δημοκρατία δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας.
Στην επίδικη μεταγενέστερη αίτηση ο αιτητής αναφέρει ότι έχει «πολύ σοβαρό πρόβλημα με το Καμερούν και την αφρικανική παράδοση (culture), την κυβέρνηση, την κοινωνία, [καθώς αυτοί] δεν [τον] αποδέχονται». Ως αναφέρει το πρόβλημα του είναι ο σεξουαλικός του προσανατολισμός. Το 2006 έλαβε απειλές κατά τις ζωής του από αγνώστους και από άτομο με επιρροή στην κυβέρνηση, το οποίο - ως αναφέρει - επιθυμεί να κρατήσει ανώνυμο «επί του παρόντος» και το οποίο είναι ακόμη μέλος της κυβέρνησης. Με το άτομο αυτό, ως εξηγεί, είχε «κρυφό δεσμό» μέχρι το συμβάν το 2006, όταν αυτός αποφάσισε να τον «δει νεκρό παρά ζωντανό» και αυτός είναι «πολύ ισχυρό και σημαντικό άτομο στην κυβέρνηση και στη χώρα γενικά». Ως τέλος αναφέρει ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτόν να αποκαλύψει τα ως άνω (“come forward”) και ζητά προστασία, καθώς έχει βιώσει απόρριψη από την οικογένεια του και τον κοινωνικό περίγυρο και αν επιστρέψει θα είναι σε θανάσιμο κίνδυνο.
Η επίδικη 2η μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε καθώς, ως κρίθηκε, τα όσα κατέγραψε επ’ αυτής ο αιτητής περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού και απειλών κατά της ζωής του από άτομο με επιρροή, που είναι μέλος της κυβέρνησης από το 2006 μέχρι και σήμερα, με το οποίο είχε δεσμό στο παρελθόν, δεν υποβλήθηκαν κατά τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου και την ιεραρχική προσφυγή από δική του υπαιτιότητα, δεδομένου ότι ο αιτητής δεν αναφέρει τους λόγους που δεν αναφέρθηκε στους ισχυρισμούς αυτούς κατά τα ως άνω προηγούμενα διαβήματα του.
Στην προσφυγή ο συνήγορος του αιτητή παραθέτει πλήθος νομικών σημείων, εκ των οποίων ορισμένα προωθεί και αναπτύσσει τελικώς με τις αγορεύσεις που ακολούθησαν.
Στις αγορεύσεις λοιπόν ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αναπτύσσει ισχυρισμούς περί του ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη αναρμοδίως, επί του οποίου αναφέρονται τρείς πτυχές που αφορούν το ζήτημα αυτό, ως εξήγησε και κατά τις διευκρινήσεις.
Η πρώτη αφορά το ότι η εξουσιοδότηση (ερ.72) προς τον λειτουργό που έλαβε την επίδικη απόφαση (ερ.76) έγινε από τον πρώην Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος και έπαυσε από τα καθήκοντα του τον Φεβρουάριο 2023 (αλλαγή κυβέρνησης). Συνεπώς - ως επί τούτου εισηγείται, με παραπομπή σε ελληνική βιβλιογραφία, νομολογία του ΣτΕ και νομοθεσία της Ελληνικής Δημοκρατίας - εφόσον ο εξουσιοδοτών έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντα του, εν προκειμένω θα έπρεπε να δοθεί νέα εξουσιοδότηση από τον νυν Υπουργό και - στην απουσία αυτής - θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο λαμβάνων την απόφαση λειτουργός ενέργησε αναρμοδίως, καθώς η εξουσιοδότηση (ερ.72) από τον προηγούμενο Υπουργό έπαυσε να ισχύει κατά τον χρόνο που αυτός έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντα του.
Η δεύτερη αφορά το ότι - ως εισηγείται - η επίδικη απόφαση (ερ.76) λήφθηκε από άτομο το οποίο ενεργούσε στα πλαίσια εξουσιοδότησης (ερ.72), δια της οποίας εξουσιοδοτείται να λαμβάνει «αποφάσεις επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Συνεπώς αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση, ήτοι το κατά πόσον αυτός, λαμβάνοντας την απόφαση, ενήργησε εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης του, συναρτάται και εξαρτάται από το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού που συνέταξε και υπέβαλε την επίδικη έκθεση, εν προκειμένω του λειτουργού CAS14 (ερ.73), πράγμα που - ως εξηγεί - καθορίζει την ισχύ και εμβέλεια της εν λόγω εξουσιοδότησης. Εφόσον λοιπόν - ως αναφέρει - στην παρούσα δεν προκύπτει εκ των στοιχείων του φακέλου το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού CAS14, που ετοίμασε την επίδικη έκθεση, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τρωτή γι’ αυτό τον λόγο. Επί τούτου γίνονται παραπομπές σε νομολογία και νομοθεσία προς επίρρωση της ως άνω θέσης του αιτητή.
Η τρίτη πτυχή αναρμοδιότητας αφορά δύο διακριτά σημεία. Το μεν πρώτο αφορά το ότι, εφόσον η λειτουργός που ασκούσε τα καθήκοντα του προϊσταμένου κατόπιν απόσπασης της στους καθ’ ων η αίτηση με πράξη που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ.5272, ημ.16/04/20 (επισυνάπτεται στην απαντητική αγόρευση) και η απόσπαση αυτή έληγε στις 08/12/22, ουδεμία δε άλλη σχετική πράξη δύναται - ως ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει - να εντοπίσει, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενεργούν χωρίς να υπάρχει διορισμένος λειτουργός να ασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου. Τούτο, ως εισηγείται, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν - στην απουσία διορισμού ατόμου να ασκεί καθήκοντα προϊσταμένου (και μη δημοσίευσης, ως αναφέρει, τέτοιου διορισμού ή απόσπασης) - να ανατίθενται τα καθήκοντα της θέσης σε άλλους λειτουργούς, ως εν προκειμένω στον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση. Το έτερο σχετικό σημείο που αφορά στο ότι, ως ο συνήγορος του αιτητή εισηγείται, αποφάσεις επιστροφής δύναται να εκδίδει μόνο η αναφερόμενη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ.5272, ημ.16/04/20 αποσπασθείσα λειτουργός, αποσύρθηκε ρητώς κατά τις διευκρινήσεις, αμέσως αφότου ηγέρθη, κατά παραδοχή του ότι η επίδικη απόφαση δεν περιλαμβάνει απόφαση επιστροφής.
Ενόψει των ως άνω ισχυρισμών περί αναρμοδιότητας, που άπτονται ζητήματος δημοσίας τάξεως και δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου δυνάμει του Κανονισμού 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), κλήθηκε συνήγορος καθ’ ων η αίτηση να εμφανιστεί στα πλαίσια της παρούσης και να τοποθετηθεί σχετικά με τα ως άνω, καταχωρώντας γραπτή αγόρευση.
Στη γραπτή τους αγόρευση η καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν ότι το γεγονός της αλλαγής του προσώπου του Υπουργού δεν σημαίνει ότι οι πράξεις του προηγούμενου Υπουργού παύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο να ισχύουν (εφόσον δεν ανακλήθηκαν). Περαιτέρω, όσον αφορά το ζήτημα του καθεστώτος εργοδότησης του συγγράφοντος την επίδικη έκθεση αναφέρουν ότι εν προκειμένω ο λαμβάνων την επίδικη απόφαση ενήργησε εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης του και αναφέρουν την ετοιμότητα τους να προσαγάγουν σχετική μαρτυρία που αποδεικνύει το καθεστώς του λειτουργού που ετοίμασε την επίδικη έκθεση. Υπεραμυνόμενοι των ως άνω θέσεων τους παραπέμπουν σε αποφάσεις που πραγματεύονται το ζήτημα του Διοικητικού Δικαστηρίου και του παρόντος (αποφάσεις στις υπ. αρ.2106/23, ημ.14/08/24 και Τ3136/23, ημ.23/10/24, της αδελφής μου Δικαστού Κλεάνθους, αντίγραφο της τελευταίας δόθηκε στο Δικαστήριο κατά τις διευκρινήσεις).
Στα πλαίσια των διευκρινήσεων οι καθ’ ων η αίτηση προσήγαγαν, χωρίς ένσταση από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, το Τεκμήριο 2, το οποίο συνίσταται σε επιστολή των καθ’ ων η αίτηση ημ.11/09/24, όπου επισυνάπτεται κατάλογος των λειτουργών της Υπηρεσίας Ασύλου οι οποίοι διατελούν σε καθεστώς εργοδοτούμενου ορισμένου χρόνου, στον οποίον καταγράφεται ονομαστικά η συγγράφουσα την επίδικη έκθεση λειτουργός (CAS14 – βλ. ερ.73), καθώς και το όνομα της.
Ο συνήγορος του αιτητή, αποδεχόμενος την κατάθεση του Τεκμηρίου 2 χωρίς ένσταση, ανέφερε ότι, ακόμα και αν ετέθη ενώπιον του Δικαστηρίου το Τεκμήριο 2, το περιεχόμενο του δεν αρκεί για απόσειση του σχετικού βάρους απόδειξης που φέρουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι η λειτουργός που ετοίμασε την επίδικη έκθεση είναι λειτουργός ορισμένου χρόνο καθώς - ως εισηγήθηκε - αφενός δεν προκύπτει αρμοδιότητα του υπογράφοντος το Τεκμήριο 2 λειτουργού και αφετέρου - σε κάθε περίπτωση - τα όσα στο τεκμήριο αυτό περιέχονται αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία και θα πρέπει δια τούτο να αγνοηθούν.
Έχω διέλθει με προσοχή των όσων αναφέρουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών στις γραπτές αγορεύσεις, κατά τις διευκρινήσεις, καθώς και του περιεχόμενου του διοικητικού φάκελου.
Αναφορικά με την πρώτη πτυχή των ισχυρισμών περί αναρμοδιότητας στη βάση του ότι η εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την προσβαλλόμενη απόφαση δόθηκε από τον προηγούμενο Υπουργό και όχι τον νυν, στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. A.H.T. Advances Heating Technologies, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.63/18, ημ.11/01/24, αναφέρονται τα εξής επί πανομοιότυπου ισχυρισμού, τα οποία επιλύουν οριστικά και το επίδικο εδώ ζήτημα.
«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69). Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.
Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023, όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων Κασσέρα (ανωτέρω) και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση ότι, «.το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην επηρεάζει κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».
Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω.»
Ενόψει της ως άνω δεσμευτικής για το παρόν Δικαστήριο ημεδαπής νομολογίας επί του ζητήματος παρέλκει η ενασχόληση μου με τα όσα σχετικώς αναφέρει και παραπέμπει ο συνήγορος του αιτητή. Ο ως άνω λοιπόν ισχυρισμός απορρίπτεται.
Αναφορικά δε με την δεύτερη πτυχή των ισχυρισμών περί αναρμοδιότητας στη βάση του ότι δεν αποκαλύπτεται εν προκειμένω το καθεστώς εργοδότησης του συγγράφοντος την επίδικη έκθεση, με το οποίο συναρτάται η ισχύς της εξουσιοδότησης του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση, ως ανωτέρω αναφέρω, εκ του Τεκμηρίου 2 προκύπτει ευθέως ότι η λειτουργός CAS14 είναι εργοδοτούμενη ορισμένου χρόνου αλλά και το όνομα αυτής και συνεπώς καθίσταται σαφές ότι ο λαμβάνων την επίδικη απόφαση λειτουργός (ερ.76) ενήργησε εντός των πλαισίων που τίθενται με την εξουσιοδότηση (ερ.72).
Σημειώνω ότι τα όσα ανέφερε ο συνήγορος του αιτητή περί του ότι ο υπογράφων το Τεκμήριο 2 δεν εξουσιοδοτήθηκε δεόντως να προβεί στη σύνταξη της επιστολής, δεν είναι μπορούν να οδηγήσουν στο να αγνοηθούν τα όσα στο τεκμήριο αυτό περιέχονται. Σχετικά είναι όσα αναφέρονται στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, υπ. αρ.6447/2013, ημ.30.9.2015, όπου σημειώθηκαν τα εξής :
«Όπως λέχθηκε και στην Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 29, όπου απερρίφθη παρόμοιο επιχείρημα, η ένθεση υπογραφής ή υπόδειξης ότι αυτή γίνεται «για», εκ μέρους δηλαδή προσώπου, δεν υποδηλώνει απεμπόληση εξουσίας. Η άσκηση εξουσιών γίνεται από οποιονδήποτε έχει εξουσιοδότηση, η δε υπογραφή αυτού του είδους, παραπέμπει στο ουσιαστικό όργανο που έλαβε την απόφαση από το οποίο και εκπορεύεται αυτή, χωρίς να ενέχει σημασία η ταυτότητα του προσώπου που υπέγραψε τη διοικητική πράξη, αλλά η ταυτότητα του προσώπου που έλαβε την απόφαση, (Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576). Σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας θεωρείται ότι η κατ΄ εξουσιοδότηση αποστολή επιστολής, και αυτό υποδηλώνει το «για», γίνεται εντός του πλαισίου της κανονικής λειτουργίας της διοίκησης, (Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 13/07, ημερ. 5.5.2009 και Carlos Services Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 582/07, ημερ. 21.5.2009).»
Υπέρ της ως άνω κατάληξης συνηγορούν και τα λεχθέντα στην Φάνη Α. Γεωργιάδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2412/2006, ημ.16/07/09, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
«Από τα πιο πάνω είναι πρόδηλο ότι η εξουσία και απόφαση δεν εκχωρήθηκε από τον Διευθυντή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Αντίθετα ήταν και παρέμενε ο αρμόδιος φορέας εξουσίας, εξ ονόματος του οποίου και μόνο, διεκπεραιώνονταν οι διάφορες πράξεις. Η υπογραφή «για Διευθυντή», υποδηλώνει την εκ μέρους του ιδίου του Διευθυντή αναγκαία ενέργεια εκφραζόμενη μέσω αρμοδίου λειτουργού. Δεν νοείται λογικά να θεωρείται η έννοια του «Διευθυντή Πολεοδομίας και Οικήσεως», ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπο του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του. Περαιτέρω, σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, θεωρείται ότι κατ΄ εξουσιοδότηση έγιναν οι διάφορες ενέργειες και αποστάληκαν οι διάφορες επιστολές και σημειώματα πάντοτε εκ μέρους και εξ ονόματος του. Στην πρόσφατη απόφαση Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 13/07, ημερ. 5.5.09, ανάλογη υπογραφή «για περιφερειακό Δασικό Λειτουργό ..» θεωρήθηκε ότι είχε ορθά εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση και ενόψει και του τεκμηρίου της κανονικότητας.»
Ως και στις ανωτέρω αποφάσεις έτσι και εν προκειμένω η υπογραφή του Τεκμηρίου 2 από λειτουργό τον καθ’ ων η αίτηση «για τον προϊστάμενο», ενόψει και λαμβανομένου πάντοτε υπόψη του τεκμηρίου της κανονικότητας, δεν μπορεί παρά να «υποδηλώνει την εκ μέρους του ιδίου του [προϊστάμενου] αναγκαία ενέργεια εκφραζόμενη μέσω αρμοδίου λειτουργού» (βλ. Γεωργιάδη, ανωτέρω). Ομοίως και για τους ίδιους λόγους απορρίπτονται και οι αιτιάσεις του συνηγόρου του αιτητή ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2 συνιστά εξ ακοής μαρτυρία και θα πρέπει να αγνοηθεί. Εδώ - με δεδομένο ότι ο υπογράφων το Τεκμήριο 2 ενήργησε εξ ονόματος του προϊσταμένου, που είναι και ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος να γνωρίζει όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με τους λειτουργούς της Υπηρεσίας - δεν μπορεί να λεχθεί ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στο εν λόγω Τεκμήριο έχουν πηγή άλλη από τον ίδιο τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ως έχων άμεση και ιδία γνώση επί των όσων εκεί αναφέρονται.
Αναφορικά τέλος με την τρίτη πτυχή των ισχυρισμών περί αναρμοδιότητας στη βάση του ότι δεν φαίνεται να έχει διοριστεί μετά τη λήξη της απόσπασης της λειτουργού με πράξη που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ.5272, ημ.16/04/20, δεν μπορώ να αντιληφθώ πως - ακόμα και αν όσα αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή περί του ότι δεν έχει διοριστεί πρόσωπο στη θέση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας γίνουν δεκτά - θα μπορούσε κάτι τέτοιο να επιδράσει στο κύρος της εξουσιοδότησης στον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση (η οποία έχει κριθεί ισχυρή, ως ανωτέρω εξηγείται), και συνεπώς να επιμολύνει την προσβαλλόμενη πράξη. Τούτο γιατί η επίδικη απόφαση λήφθηκε από πρόσωπο που εξουσιοδοτήθηκε δεόντως να ασκεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου και ενήργησε δεόντως εντός των πλαισίων αυτής. Το κατά πόσο, κατά τον χρόνο που ο εν λόγω λειτουργός ενήργησε ως ανωτέρω, υπήρχε ή όχι πρόσωπο διορισμένο στη θέση του Προϊσταμένου ουδόλως μπορεί να επενεργήσει στο κύρος της απόφασης που αυτός έλαβε, ήτοι της επίδικης απόφασης. Είναι άλλωστε τα καθήκοντα του Προϊσταμένου ως θεσμού που εκχωρούνται στον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση και αυτά ουδόλως συναρτώνται με το εκάστοτε πρόσωπο που κατέχει την θέση αυτή.
Ενόψει των ανωτέρω, παρότι ουδείς ισχυρισμός προωθείται εκ του αιτητού επί της ουσίας της προσβαλλόμενης απόφασης, για σκοπούς πληρότητας της παρούσας, σημειώνω και τα εξής.
Στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης, αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής […]» [αρ.16Δ (3) (α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, προχωρά σε εξέταση του αν «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον/στην αιτητή διεθνούς προστασίας […]» [αρ.16Δ (3) (β) (i)] και του κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i)], [βλ. και αρ.40 (2),(3) και (4) Οδηγία 2013/32/ΕΕ].
Στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-921/19, LH, ημ.10/06/21 λέχθηκαν τα εξής:
«34 Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.
35 Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.
36 Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.
37 Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.
38 Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»
Σημειώνεται ότι η Δημοκρατία – ως είχε δικαίωμα στη βάση του αρ.40 (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ («[τα] κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία») – συμπεριέλαβε στην οικεία νομοθεσία το αρ.16Δ (3) (β) (ii), βάσει της οποίας, προκειμένου μεταγενέστερη αίτηση να θεωρηθεί παραδεκτή και να προχωρήσει σε επί της ουσίας εξέταση της, θα πρέπει να «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος». Είναι δε σαφές εκ της χρήσης στο αρ.40 (4) της Οδηγίας του λεκτικού «η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν», ότι η εξέταση του κατά πόσο ο αιτών φέρει υπαιτιότητα για την μη προηγούμενη επίκληση ή προσαγωγή των νέων στοιχείων εντάσσεται στα πλαίσια του δεύτερου σταδίου (βλ. C-921/19, ανωτέρω) προκαταρτικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης. Άλλωστε και στην σκέψη 38 της ως άνω απόφασης γίνεται αναφορά στις «δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού».
Ως εκ των ως άνω αναμφισβήτητα συνάγεται ο σκοπός της προκαταρτικής εξέτασης μεταγενέστερης αιτήσεως (επί του παραδεκτού), η οποία συνίσταται σε δύο διακριτά στάδια, το 1ο, όπου εξετάζεται κατά πόσο έχουν προσκομισθεί νέα στοιχεία ή έγγραφα, και το 2ο, όπου εξετάζεται τυχόν υπαιτιότητα του αιτούντος για την μη προηγούμενη επίκληση τους αλλά και το κατά πόσον αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας, είναι η εξέταση του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω (επί της ουσίας) εξέταση της απορριφθείσας μεταγενέστερης αίτησης και όχι η επί της ουσίας έρευνα των νεών αυτών ισχυρισμών, ως να επρόκειτο για 1η αίτηση ασύλου.
Πέραν των ως άνω θα πρέπει περαιτέρω να σημειωθεί ότι στο αρ.16Δ (2) & (3) (α), στο οποίο ρυθμίζεται ειδικώς η διαδικασία προκαταρτικής εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, αναφέρεται ρητώς ότι «[ο] Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη» και, περαιτέρω, ότι, «[…] σε περίπτωση που […] ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.». Στο δε αμέσως επόμενο εδάφιο [αρ.16Δ (3) (β)] αναφέρεται ότι ο Προϊστάμενος «προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή [των νέων στοιχείων], αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον» ικανοποιηθεί ότι, πέραν της διαπίστωσης ότι δια της εκάστοτε υπό κρίση μεταγενέστερης αιτήσεως προσκομίζονται νέα στοιχεία ή έγγραφα ή ισχυρισμοί, πληρούνται – σωρευτικά πάντοτε - και οι προϋποθέσεις που εξετάζονται στα πλαίσια του 2ου σταδίου της προκαταρτικής εξέτασης, ως αμέσως πιο πάνω αναλύεται.
Εν προκειμένω ο αιτητής είχε κάθε δυνατότητα να προσφύγει κατά των αποφάσεων επί της 1ης αιτήσεως ασύλου, της ιεραρχικής προσφυγής και της 1ης μεταγενέστερης αίτησης του στο Δικαστήριο αλλά δεν το έπραξε. Είχε δε περαιτέρω κάθε δυνατότητα, κατά τα 18 και πλέον χρόνια που βρίσκεται στη Δημοκρατία, να αναφέρει τους για πρώτη φορά στα πλαίσια της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης ισχυρισμούς που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό αλλά εντούτοις το έπραξε για πρώτη φορά στα πλαίσια της επίδικης αίτηση. Ακόμα και τότε - μετά από 18 έτη και κατόπιν τριών προηγούμενων διαβημάτων προς τους καθ’ ων η αίτηση - ουδέν αναφέρει για την καθυστέρηση του, πέραν της γενικής του αναφοράς ότι ήταν δύσκολο να το αποκαλύψει, πράγμα που δεν θεωρώ ότι είναι αρκετό για να δικαιολογήσει αυτή του την απραξία. Δεδομένων των ως άνω αλλά και του ότι κατά τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου που υπέβαλε οι ισχυρισμοί του αφορούσαν κατ’ ισχυρισμό δίωξη από την οικογένεια της αποβιώσασας συζύγου του και την αρπαγή απ’ αυτούς του υιού του, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τα όσα στην επίδικη μεταγενέστερη αίτηση αναφέρει, δεν αρκεί η επίκληση από τον αιτητή μιας γενικώς αναφερόμενης δυσκολίας του - χωρίς να εξηγεί τους λόγους αυτής - για να γίνει δεκτό ότι η επί σχεδόν δύο δεκαετιών καθυστέρηση του αιτιολογείται εν προκειμένω.
Ουδέν λοιπόν ετέθη ενώπιον μου που να καθιστά τρωτή την επίδικη απόφαση.
Απομένει μια επικαιροποιημένη επισκόπηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή (Douala).
Αναφορικά με την περιφέρεια Littoral του Καμερούν, στην οποία ανήκει η πόλη Douala, τόπο τελευταίας διαμονής του αιτητή, για το διάστημα από 03/02/24 έως 31/01/25, καταγράφηκαν 13 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 4 ανθρώπινες ζωές. Τα 13 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 4 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 2 ανθρώπινες απώλειες, 4 διαμαρτυρίες (protests) χωρίς ανθρώπινες απώλειες και 5 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 2 θανάτους [1]. Τα 11 από τα πιο πάνω 13 περιστατικά καταγράφηκαν στην πόλη Dοuala, στα οποία χάθηκαν 3 ανθρώπινες ζωές και έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 4 ταραχές (riots) με 2 ανθρώπινες απώλειες, 3 διαμαρτυρίες (protests) χωρίς ανθρώπινες απώλειες και 4 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) με 1 θάνατο [2]. Σημειώνεται ότι o πληθυσμός της περιοχής ανέρχεται περί τα 4 εκατομμύρια και της Douala περί τα 3 ½ εκατομμύρια. [3] [4]
Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» και λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των περιστατικών που καταγράφηκαν, ως εκτίθενται πιο πάνω [5] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN). Σημειώνω ότι ο αιτητής είναι υγιής, ενήλικας, 47 ετών, γαλλόφωνος, με επαγγελματική εκπαίδευση και προηγούμενη εργασιακή εμπειρία (ερ.17).
Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] ACLED, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 03/02/2024 έως 31/0101/25, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions - Remote violence/ Riots/Battles; ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Cameroon -Littoral; Douala https://acleddata.com/explorer/
[3] Republique du Cameroun, Institut National de la Statistique, Agence Regional du Littoral, Littoral en chiffres, Edition 2022, σ. 9
https://ins-cameroun.cm/wp-content/uploads/2023/06/Littoral-en-chiffres-ed2022_Francais.pdf
[5] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο