
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. T927/24
27 Φεβρουαρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ν. Β.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Κ. Κουπαρή, Δικηγόρος για Αιτήτρια
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή η αιτήτρια, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που κοινοποιήθηκε σ’ αυτήν στις 23/07/24, δια της οποίας απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, η αιτήτρια κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό (στο εξής ΛΔΚ), εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 17/09/19 και υπέβαλε 1η αίτηση διεθνούς προστασίας την ίδια μέρα (ερ.1-3, 8-10, 42).
Στις 17/06/21 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.32-42). Μετά τη συνέντευξη ετοιμάστηκε Έκθεση-Εισήγηση και στις 17/08/21 η ως άνω αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της (ερ.81-93). Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της δόθηκε διά χειρός 04/10/21 και της μεταφράστηκε σε γλώσσα κατανοητή απ’ αυτήν (ερ.97-98, 3).
Κατά της ως άνω απόφασης των καθ’ ων η αίτηση η αιτήτρια καταχώρησε στο Δικαστήριο την προσφυγή αρ.7479/21, που απορρίφθηκε στις 11/01/24 με αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου, αντίγραφο της οποίας βρίσκεται στο φάκελο (ερ.103-156).
Στις 16/10/23 η δικηγόρος της απέστειλε επιστολή στους καθ’ ων η αίτηση δια της οποίας απαιτούσε να κληθεί η αιτήτρια σε συνέντευξη, εις απάντηση της οποίας οι καθ’ ων η αίτηση ανέφεραν ότι δεν είχε μέχρι τότε υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση και κάλεσαν την αιτήτρια - αν επιθυμεί τούτο - να το πράξει αυτοπροσώπως (ερ.158-161). Στις 16/04/24 η αιτήτρια υπέβαλε την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση, που απορρίφθηκε στις 22/07/24 ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (ερ.162-179, 184-189). Ακολούθως ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας, που της δόθηκε δια χειρός στις 23/07/24 και της μεταφράστηκε σε γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.190).
Στην προσφυγή καταγράφονται αρκετά νομικά σημεία. Κατά την ακρόαση της παρούσης η συνήγορος της, αγορεύοντας προφορικά, ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου, ανέφερε ότι στα πλαίσια της επίδικης αίτησης έχουν προσκομισθεί από την αιτήτρια νέα έγγραφα (βλ. ερ.162-169), μεταξύ των οποίων ιατρικό πιστοποιητικό, εκ του οποίου - ως εισηγήθηκε - προκύπτει ότι η κατάσταση της υγείας της αιτήτριας επιδεινώνεται, το οποίο σχετίζεται με το θέμα υγείας που αντιμετωπίζει, είναι αναμφίβολα νέο στοιχείο και δι’ αυτού αυξάνεται η πιθανότητα χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας. Ως περαιτέρω εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, παρότι - ως παραδέχθηκε - το πιστοποιητικό αυτό εξετάστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση, εντούτοις αυτοί δεν έδωσαν την απαιτούμενη σοβαρότητα στο ότι, ως ισχυρίζεται, η αιτήτρια αντιμετωπίζει αναπηρία και θα πρέπει γι’ αυτό να θεωρηθεί ευάλωτο πρόσωπο, το οποίο δεν έχει υποστηρικτικό δίκτυο.
Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων, σε συνάρτηση πάντοτε με τους προωθούμενους εκ της αιτήτριας ισχυρισμούς, σημειώνω τα εξής προς το νομικό πλαίσιο που διέπει μεταγενέστερες αιτήσεις, ως η επίδικη εν προκειμένω.
Σημειώνεται ότι στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του […]» [αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, εξετάζεται το αν «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης […] διεθνούς προστασίας» και «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i) και (ii)].
Στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-921/19, LH, ημ.10/06/21 λέχθηκαν τα εξής:
«34. Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.
35. Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.
36. Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.
37. Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.
38. Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»
Συνεπώς, ο σκοπός της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας μεταγενέστερης αίτησης και όχι η επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών, ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου.
Το ιστορικό των προηγούμενων διαδικασιών που αφορούν την αιτήτρια έχει ως εξής.
Στην 1η αίτηση ασύλου η αιτήτρια καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής καθότι αντιμετωπίζει «οικογενειακό πρόβλημα» και είναι σε κίνδυνο, καθώς (η οικογένεια της) θέλει να «εφαρμόσει τις παραδόσεις [σ’ αυτήν] αλλά [η ίδια] δεν [μπορεί] να [παντρευτεί] τον θείο [της]».
Στη συνέντευξη που ακολούθησε η αιτήτρια ανέφερε ότι εξαναγκάστηκε σε γάμο με τον θείο της από την μητρική της πλευρά εξαιτίας ενός εθίμου της φυλής Yansi, από την οποία προέρχεται η μητέρα της. Ως σχετικώς ανέφερε, όταν η ίδια τελείωσε τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο το 2017, οι γονείς της ανακοίνωσαν στην αιτήτρια πως επιθυμούσαν να τηρήσουν το, σύμφωνα με το οποίο η αιτήτρια έπρεπε να παντρευτεί είτε με τον θείο της είτε με τον παππού της από την μητρική πλευρά. Καθώς ο παππούς της είχε αποβιώσει, οι γονείς της επέμειναν σε γάμο με τον θείο της, η αιτήτρια όμως αρνήθηκε, καθώς, ως ανέφερε, ως χριστιανή ευαγγελίστρια, θεωρούσε την πράξη αυτή αιμομιξία. Εν συνεχεία η αιτήτρια απευθύνθηκε για αυτό το ζήτημα σε πάστορα που προσπάθησε να μιλήσει στους γονείς της, όμως οι γονείς της επέμειναν πως πρέπει να τηρηθεί η παράδοση.
Όταν η αιτήτρια συναντήθηκε με τον άνδρα που προοριζόταν να παντρευτεί, αυτός της είπε ότι θα γίνει σύζυγός του και πως δεν μπορούσε να το αποτρέψει. Τότε η αιτήτρια αναστατώθηκε και απευθύνθηκε για δεύτερη φορά στον πάστορα, ο οποίος πήγε ξανά να μιλήσει στους γονείς της, οι οποίοι τον απείλησαν πως θα έχει πρόβλημα αν συνεχίσει να παρεμβαίνει στις οικογενειακές τους παραδόσεις. Έπειτα οι γονείς της κατήγγειλαν τον πάστορα σε έναν συνταγματάρχη, συγγενή του πατέρα της. Ο συνταγματάρχης βρήκε τον πάστορα, τον χτύπησε και τον φυλάκισε για ένα βράδυ σε αστυνομικό τμήμα. Μετά το περιστατικό αυτό το 2017, η αιτήτρια μετέβη σε άλλο τμήμα και κατήγγειλε τους γονείς της, ωστόσο, όταν η αστυνομία κάλεσε τους γονείς της, αυτοί εκπροσωπήθηκαν από τον συνταγματάρχη, ο οποίος είπε στις αρχές ότι το ζήτημα ήταν οικογενειακό και έπρεπε να επιλυθεί εντός της οικογένειας. Έτσι η αστυνομία πλέον δεν μπορούσε να κάνει κάτι και ως εκ τούτου η αιτήτρια δεν είχε κάποια άλλη στήριξη.
Τον Νοέμβριο του 2018, ενώ οι γονείς της έλειπαν από το σπίτι, δύο ξάδελφοί της πήγαν στο σπίτι και της ζήτησαν να ντυθεί, προκειμένου να την οδηγήσουν σε μια οικογενειακή συνάντηση όπου θα συζητούσαν για τον γάμο της. Ενώ έβγαιναν από το σπίτι η αιτήτρια ξεκίνησε να τρέχει προκειμένου να ξεφύγει. Οι ξάδελφοί της την καταδίωξαν και κατά τη φυγή της έχασε τον έλεγχο με αποτέλεσμα ένα διερχόμενο αυτοκίνητο να την χτυπήσει και να την τραυματίσει στο πρόσωπο και στο πόδι της. Έπειτα οδηγήθηκε αναίσθητη στο νοσοκομείο, όπου νοσηλεύτηκε για 5 μήνες με σπασμένο πόδι. Τότε το θέμα του γάμου είχε κλείσει, όμως, όταν η ίδια άρχισε να αναρρώνει και να κινεί ελαφρώς το πόδι της, η μητέρα της επανέφερε το θέμα του γάμου με τον θείο της και έτσι η αιτήτρια, μη έχοντας κανέναν από την οικογένεια της να την υποστηρίξει, κατέφυγε και πάλι στον πάστορα, ο οποίος με την βοήθεια μελών της εκκλησίας συγκέντρωσε χρηματικό ποσό προκειμένου η αιτήτρια να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής.
Ερωτηθείσα τι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της δήλωσε ότι θα αυτοκτονήσει επειδή δεν θέλει να παντρευτεί διά της βίας και, ερωτηθείσα αν μπορούσε να διαμείνει με ασφάλεια σε άλλη πόλη στη χώρα καταγωγής, αποκρίθηκε πως δεν θα νιώθει άνετα και πως υπάρχει πιθανότητα να την δουν στο δρόμο και πως, αν τη δουν, μπορεί να χρησιμοποιήσουν σωματική βία για να την εξαναγκάσουν σε γάμο.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα της αιτήτριας, κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς.
1. Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος διαμονής της αιτήτριας
2. Η αιτήτρια υπέστη εξαναγκασμό να παντρευτεί τον θείο της λόγω παραδόσεων της φυλής της
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο ως άνω ισχυρισμό της αιτήτριας, απέρριψαν δε τον 2ο ισχυρισμό ως αναξιόπιστο.
Επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού κρίθηκε πως οι δηλώσεις της αιτήτριας ήταν σε μεγάλο βαθμό γενικόλογες, εξέλιπε το στοιχείο της βιωματικότητας, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με την πρακτική γάμου στην φυλή Yansi, ούτε να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν προσπάθησε να φύγει προκειμένου να αποφύγει τον γάμο, ενώ προέβη σε εικασίες σχετικά με τις συνέπειες άρνησης του εν λόγω γάμου από την οικογένεια της. Επίσης αόριστες κρίθηκαν οι δηλώσεις της σχετικά με το περιστατικό της σύλληψης του πάστορα από τον θείο της. Περαιτέρω αξιολογήθηκε πως η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει, όταν ρωτήθηκε σχετικά, πως γνώριζε τι συνέβη στο τμήμα, όταν πήγε εκεί ο συνταγματάρχης θείος της, και δεν μπόρεσε να παραθέσει λεπτομέρειες σχετικά με τον εν λόγω συνταγματάρχη και θείο της.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω ισχυρισμού, εντοπίστηκαν πληροφορίες σχετικά με τις παραδόσεις γάμου στη φυλή Yansi και πληροφορίες για εξαναγκαστικούς γάμους και έμφυλη βία στην ΛΔΚ που συνάδουν μερικώς με τα λεγόμενα της. Παρά τούτο, με δεδομένη την ήδη τρωθείσα εσωτερική συνοχή των λεγομένων της αιτήτριας, κρίθηκε ότι ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Επισημάνθηκε δε ότι θα αναμενόταν εύλογα να είναι σε θέση να αναπτύξει με λεπτομέρειες την ανωτέρω παράδοση, ως μέλος της φυλής, ως ισχυρίστηκε. Τέλος αξιολογήθηκαν φωτογραφίες που προσκόμισε σχετικά με το ατύχημα που είχε και τον θάνατο του πάστορα, από τις οποίες, ως κρίθηκε, δεν μπορούν να εξαχθούν πληροφορίες σχετικά με την αιτία του τραυματισμού της αιτήτριας, τον χρόνο και την ταυτότητα του πάστορα και ως εκ τούτου δεν έγιναν αποδεκτές. Ως εκ των ως άνω ο ισχυρισμός απορρίφθηκε καθώς, ως κρίθηκε, δεν θεμελιώθηκε η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία αυτού.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του ισχυρισμού που έχει γίνει αποδεκτός, μετά από ανασκόπηση της κατάστασης ασφαλείας και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στον τόπο διαμονής της (Κινσάσα), η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε, καθώς διαπιστώθηκε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να εκτεθεί η αιτήτρια σε δίωξη ή σοβαρής βλάβη κατά την επιστροφή της.
Η ως άνω απόφαση των καθ’ ων η αίτηση επί της 1ης αιτήσεως ασύλου επικυρώθηκε από το Δικαστήριο, δια της απόφασης του στην προσφυγή αρ.7479/21.
Στην επίδικη μεταγενέστερης αίτηση η αιτήτρια καταγράφει ότι δέχεται απειλές θανάτου από την οικογένεια της, εξαιτίας της άρνησης της σε εξαναγκαστικό γάμο, προσθέτοντας πως, αν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της, θα πεθάνει όπως πέθανε η μητέρα της, η οποία ήταν θύμα αυτού του ζητήματος. Ως περαιτέρω αναφέρει, η ίδια κινδυνεύει και από τότε η υγεία της δεν είναι καλή, αφού έχει ενοχλήσεις στο πόδι της, ως αποτέλεσμα του ατυχήματος.
Προσκόμισε κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης τα ακόλουθα έγγραφα:
1. Φερόμενο πιστοποιητικό θανάτου της μητέρας της, το οποίο ισχυρίστηκε πως περιήλθε στην κατοχή της τον Μάρτιο (2024), με την βοήθεια ενός συναδέλφου της
2. Ιατρικά πιστοποιητικά, τα οποία έλαβε μετά από λιποθυμική κρίση που ένιωσε, η οποία έγινε τακτική/επαναλαμβανόμενη
3. Φερόμενες εκτυπώσεις από στιγμιότυπα οθόνης από συνομιλία της με συνάδελφό της που έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο (2024), αφότου η συνάδελφός της συνάντησε μέλος της οικογένειας της
Η επίδικη μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε για τον λόγο ότι, ως καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση που ετοίμασαν (ερ.184-189), όσα καταγράφει επ’ αυτής η αιτήτρια αναφορικά με τον κατ’ ισχυρισμό εξαναγκασμό της σε γάμο με τον θείο της αποτελούν κατ’ ουσία επανάληψη των ισχυρισμών της στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως ασύλου (παρατίθενται πιο πάνω) και συνεπώς δεν αποτελούν νέα στοιχεία.
Σε σχέση με τα νέα έγγραφα που προσκόμισε η αιτήτρια (ερ.162-168), οι καθ’ ων η αίτηση σημείωσαν ότι, αφενός το φερόμενο πιστοποιητικό θανάτου της μητέρας της αναφέρει ότι αυτή απεβίωσε στις 29/01/24 από ασθένεια, και συνεπώς ουδεμία πληροφορία περιέχει που να συνδέει τον θάνατο της με όσα ισχυρίζεται η αιτήτρια, και αφετέρου, οι φερόμενες εκτυπώσεις στιγμιότυπων οθόνης κινητού, όπου εμφανίζεται κατ’ ισχυρισμό συνομιλία της αιτήτριας με συμφοιτήτρια της, δεν μπορούν να συνδεθούν με τους ισχυρισμούς της, καθώς το μόνο που αναφέρεται είναι ότι η αιτήτρια μιλά πολλά και κάποια μέρα θα τη συλλάβουν, χωρίς να προκύπτει ο λόγος για τις δηλώσεις αυτές. Αναφορικά τέλος με το ιατρικό πιστοποιητικό από νοσηλευτήριο του ΟΚΥΠΥ ημ.19/09/23, οι καθ’ ων η αίτηση σημειώνουν ότι αυτά αφορούν πτώση της προ ολίγων (τότε) ημερών, στην οποία, κατόπιν ακτινογραφίας, δεν διαπιστώθηκε νέο κάταγμα και συνταγογραφούνται παυσίπονα, στοιχεία που δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας.
Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
Έχω διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, της προσφυγής και των όσων η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας ανέφερε στην ακρόαση της παρούσης.
Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω με το σύνολο των ευρημάτων και την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, ως ανωτέρω καταγράφεται, καθώς θεωρώ ότι ορθώς εν προκειμένω απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η επίδικη μεταγενέστερη αίτηση στη βάση του αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου.
Εξηγώ επί των ανωτέρω.
Αφενός, ως προκύπτει και από μια ανάγνωση των ισχυρισμών της αιτήτριας στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως ασύλου περί εξαναγκασμού της σε γάμο με τον θείο της, ως ανωτέρω καταγράφονται, καθίσταται σαφές ότι οι στα πλαίσια της επίδικης αίτησης ισχυρισμοί της αποτελούν επανάληψη αυτών και συνεπώς δεν αποτελούν νέα στοιχεία.
Αφετέρου, σχετικά με τα προσκομισθέντα έγγραφα παρατηρώ και προσθέτω τα εξής στα όσα εύλογα σημειώνουν και οι καθ’ ων η αίτηση σχετικώς στην επίδικη έκθεση.
Αναφορικά κατ’ αρχήν με το φερόμενο πιστοποιητικό θανάτου της μητέρας συμφωνώ με όσα αναγράφονται επί τούτου στο ερ.185. Πολύ απλά, δεδομένου ότι ουδεμία αναφορά γίνεται επί του εγγράφου αυτού σε στοιχείο που συνδέει τον εκεί αναφερόμενο θάνατο της μητέρας της με τους ισχυρισμούς περί εξαναγκασμού της ίδιας σε γάμο, ουδόλως μπορεί να επιδράσει ενισχυτικά στους ισχυρισμούς της. Περαιτέρω προσθέτω εδώ ότι ο θάνατος της μητέρας της δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς το προφίλ της αιτήτριας, αφού αυτή εξακολουθεί να διατηρεί οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής της, ήτοι τον πατέρα της (βλ. ερ.39). Επί τούτου θα επανέλθω πιο κάτω.
Αναφορικά με τις φερόμενες εκτυπώσεις από συνομιλία της αιτήτριας με συμφοιτήτρια της, ομοίως συμφωνώ με τους καθ’ ων η αίτηση ότι - σε κάθε περίπτωση - πέραν του αμιγώς υποστηρικτικού χαρακτήρα του στοιχείου αυτού, ο οποίος δεν δύναται αλλοιώσει την ήδη τρωθείσα εσωτερική συνοχή των ήδη εξετασμένων (δις) ισχυρισμών της (στην 1η αίτηση και στην απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ.7479/21), δεν περιέχουν σημείο που να συνδέει τις εκεί καταγραφόμενες δηλώσεις περί σύλληψης με τους ως άνω ισχυρισμούς της αιτήτριας. Προσθέτω σχετικώς ότι δεν προκύπτει από πουθενά στο έγγραφο αυτό η ταυτότητα των ατόμων που κάνουν τις εκεί καταγραφόμενες δηλώσεις.
Αναφορικά τέλος με τα ιατρικά πιστοποιητικά θα συμφωνήσω και πάλι με τα όσα σχετικά καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση στα ερ.184-185. Επί τούτου όμως, δεδομένων και των όσων ανέφερε κατά την ακρόαση της παρούσης η συνήγορος της αιτήτριας απομένουν να ειπωθούν και να εξεταστούν πολλά.
Σχετικά με εξέταση λόγων υγείας στα πλαίσια της συμπληρωματικής προστασίας, στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», του EASO, σελ.120, αναφέρονται τα εξής:
«[Σ]την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση M’Bodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη (708). Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επισήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». […] Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»
Περαιτέρω, στην σελ.123 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:
«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υποχρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας) (731), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας […]»
Εκ των ως άνω προκύπτει ότι, χωρίς να συνυπάρχει το απαραίτητο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης», δεν δύναται, χωρίς να καταδειχθεί σχετικός φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης εκ του οποίου ο αιτητής κινδυνεύει να υποστεί την προβλεπόμενη στο αρ.19 (2) (β) του Νόμου βλάβη, να αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση και μόνο λόγων υγείας (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-542/13, M’Bodj, ημ.18/12/14).
Εδώ ελλείπει το απαιτούμενο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης» και - κατ’ επέκταση - ο απαιτούμενος φορέας σοβαρής βλάβης και συνεπώς ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για συμπληρωματική προστασία στη βάση των λόγων υγείας που αφορούν την αιτήτρια και συνεπώς ουδείς λόγος θα μπορούσε να γίνει περί αυξημένων πιθανοτήτων χορήγησης διεθνούς προστασίας στη βάση αυτή.
Σε σχέση με το προσφυγικό καθεστώς, δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας περί εξαναγκασμού σε γάμο δεν αποτελούν νέα στοιχεία, και συνεπώς δεν μπορούν βεβαίως να εξεταστούν εκ νέου [βλ. αρ.16Δ (3) (α) του Νόμου], ημ.17/11/22], ουδείς λόγος μπορεί να εντοπιστεί που θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά την πιθανότητα χορήγησης διεθνούς προστασίας στη βάση αυτή, το δε πιστοποιητικό θανάτου της μητέρας της και η φερόμενη συνομιλία με συμφοιτήτρια της ουδέν ουσιώδες προσθέτει σχετικώς.
Δεδομένων και των όσων πιο πάνω αναφέρω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στα πλαίσια της παρούσης δεν μπορεί να γίνει λόγος και ούτε να εξεταστεί η παρούσα στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης, η οποία είναι σε συνάρτηση με απόφαση επιστροφής, που εν προκειμένω δεν υπάρχει, αφού η επίδικη απόφαση δεν περιέχει τέτοια απόφαση, η οποία είχε εκδοθεί, ως και στο ερ.189 αναφέρεται, πολύ πριν, στις 17/08/21, έχει δε - προσθέτω - επικυρωθεί ως ορθή και νόμιμη με απόφαση Δικαστηρίου.
Παρά την ως άνω κατάληξη μου αξίζει να σημειωθούν και τα εξής.
Στη βάση της αρχής της μη επαναπροώθησης (αρ.3 ΕΣΔΑ), ως και στο πιο πάνω απόσπασμα εξηγείται, μόνο «σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη».
Στη σχετική με τούτο αυθεντία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Paposhvili v. Belgium, app. No.41738/10, Grand Chamber, ημ.13/12/16, λέχθηκαν τα εξής.
«181. The Court concludes from this recapitulation of the case-law that the application of Article 3 of the Convention only in cases where the person facing expulsion is close to death, which has been its practice since the judgment in N. v. the United Kingdom, has deprived aliens who are seriously ill, but whose condition is less critical, of the benefit of that provision. As a corollary to this, the case-law subsequent to N. v. the United Kingdom has not provided more detailed guidance regarding the “very exceptional cases” referred to in N. v. the United Kingdom, other than the case contemplated in D. v. the United Kingdom.
[…]
183. The Court considers that the “other very exceptional cases” within the meaning of the judgment in N. v. the United Kingdom (§ 43) which may raise an issue under Article 3 should be understood to refer to situations involving the removal of a seriously ill person in which substantial grounds have been shown for believing that he or she, although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy. The Court points out that these situations correspond to a high threshold for the application of Article 3 of the Convention in cases concerning the removal of aliens suffering from serious illness.
[…]
188. As the Court has observed above (see paragraph 173), what is in issue here is the negative obligation not to expose persons to a risk of ill-treatment proscribed by Article 3. It follows that the impact of removal on the person concerned must be assessed by comparing his or her state of health prior to removal and how it would evolve after transfer to the receiving State. »
Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι σε περιπτώσεις που υπάρχουν ισχυρισμοί σχετικοί με την υγεία ενός αιτητή, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου δεικνύεται, με το βάρος για την απόδειξη συνδρομής τους, ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (exceptional circumstances) να είναι στον αιτητή, μπορεί να παρασχεθεί προστασία στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ, όπου ικανοποιείται το Δικαστήριο ότι ο αιτητής πάσχει από ασθένεια, για την οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη και προσβάσιμη απ’ αυτόν θεραπεία στη χώρα καταγωγής και εξαιτίας της έλλειψης αυτής ο αιτητής απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του [«although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy.», (βλ. Paposhvili, ανωτέρω)].
Εν προκειμένω, παρά τα όσα ανέφερε η συνήγορος της αιτήτριας περί αναπηρίας και του ευάλωτου αυτής, ουδέν ετέθη ενώπιον μου που να συνηγορεί ότι υφίστανται στα πλαίσια της παρούσης οι περιστάσεις που περιγράφονται πιο πάνω, δεδομένου ότι τα ενώπιον μου πιστοποιητικά ουδέν αναφέρουν που να καταδεικνύει ότι η αιτήτρια πάσχει κάποιας μορφής αναπηρίας ή ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας αυτής, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής της. Αυτό που αναφέρουν είναι ότι είχε διαπιστωθεί μια (τότε πρόσφατη) πτώση της και χορηγήθηκαν παυσίπονα για την αντιμετώπιση του μυϊκού πόνου.
Σχετικά τέλος με όσα σημειώνει η συνήγορος της περί μη ύπαρξης οικογενειακού δικτύου, ως και ανωτέρω αναφέρω, εν προκειμένω δεν μπορώ να συμφωνήσω καθώς, δεδομένης της απόρριψης των ισχυρισμών της περί εξαναγκασμού σε γάμο, λαμβανομένου υπόψη και του ότι ο πατέρας της εξακολουθεί να ζει να και να διαμένει στον τόπο διαμονής της ιδίας (ουδέν ετέθη που να ανατρέπει τούτο), δεν μπορεί εδώ να γίνει λόγος για απουσία οικογενειακού υποστηρικτικού δικτύου.
Απομένει εν προκειμένω μια επικαιροποιημένη αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας (Κινσάσα).
Έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, αναφέρει ότι «[η] Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ένοπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα».[1] Σε σχέση με την Κινσάσα δεν ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν δράση ενόπλων φορέων και την ύπαρξη κάποιας σύγκρουσης.[2]
Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας, κατά την περίοδο 09/12/2023 - 06/12/2024 στην επαρχία Kinshasa καταγράφηκαν συνολικά 106 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 154 απώλειες σε αμάχους. Πρόκειται συγκεκριμένα για 4 μάχες (με 5 απώλειες σε αμάχους), 10 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 17 απώλειες), 62 διαδηλώσεις (με 0 απώλειες) και 30 εξεγέρσεις (με 132 απώλειες σε αμάχους) ενώ δεν καταγράφεται κανένα περιστατικό απομακρυσμένης βίας[3]. Ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα ανέρχεται σήμερα περί τα 17 εκατομμύρια κατοίκων. [4]
Στη βάση των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι δεν δεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του εκεί.[5] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN ημ.10/06/21).
Τα ανωτέρω σφραγίζουν την τύχη της προσφυγής.
Η προσφυγή απορρίπτεται.
Δεδομένων των ελλείψεων που αφορούν την μη εκτενή αιτιολόγηση του ευρήματος των καθ’ ων η αίτηση περί του ότι το ιατρικό πιστοποιητικό που προσκομίσθηκε δεν αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης προστασίας, ως ανωτέρω καταγράφονται, τα οποία, παρότι δεν είναι ικανά να ανατρέψουν το τελικό αποτέλεσμα ότι εν προκειμένω ορθώς τελικώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η επίδικη μεταγενέστερη αίτηση, δεικνύουν, έστω μερικώς, πλημμελή αιτιολόγηση, δεν επιδικάζονται έξοδα.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[2] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/, καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html, USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf, και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congο, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[3] ACLED EXPLORER, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 09/12/2023 - 06/12/2024, ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa -DRC –Kinshasa ), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard(ημ. πρόσβασης 03/12/2024).
[4] Macrotrends.net, Kinshasa population, 2024, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)
[5] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο