W.R. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπουργείο Εσωτερικών, Υπόθεση Αρ. Τ973/2024, 28/2/2025
print
Τίτλος:
W.R. κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπουργείο Εσωτερικών, Υπόθεση Αρ. Τ973/2024, 28/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

 Υπόθεση Αρ. Τ973/2024

28 Φεβρουαρίου, 2025

[Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

1. W.R.,

              2. Ε.Β. ανήλικη, δια μέσου της μητέρας και φυσικού κηδεμόνα της, Αιτήτριας 1

                                             Αιτήτριες

από Νιγηρία

και

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπουργείο Εσωτερικών

  Καθ' ων η αίτηση

                                                                                                              

Δικηγόροι για Αιτήτριες: Κ. Σάββα (κα) για Α. Λαζάρου (κα)

Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1]

Αιτήτρια 1 παρούσα

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 12.08.2024, με την οποία απορρίφθηκε η δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή των Αιτητριών για διεθνή προστασία, καθώς αυτή κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ(3)(δ) και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «o περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν  τροποποιηθεί[2], και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας 1 και της συνηγόρου της.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Σκιαγραφώντας τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση των Αιτητριών και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»), διαφαίνονται τα ακόλουθα:  

 

H Αιτήτρια 1 κατάγεται από τη Νιγηρία, ενώ η ανήλικη θυγατέρα της (Αιτήτρια 2) γεννήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 08.01.2021. Στις 26.11.2019, η Αιτήτρια 1 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία, μετά από συνέντευξη στην Υπηρεσία Ασύλου, εξετάστηκε επί της ουσίας και απορρίφθηκε με απόφαση της 01.02.2023. Κατά της απόφασης αυτής, ακολούθησε η καταχώριση της προσφυγής υπ’ αρ. 1974/2023, η οποία απορρίφθηκε στις 09.02.2024. Στη συνέχεια, στις 16.07.2024, υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση, περιλαμβάνοντας και το ανήλικο τέκνο της, η οποία απορρίφθηκε αυθημερόν. Ακολούθως, στις 12.08.2024, προχώρησε σε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση, που είχε την ίδια τύχη. Εναντίον της απόφασης αυτής οι Αιτήτριες, καταχώρισαν την υπό εξέταση προσφυγή.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Με την προσφυγή τους οι Αιτήτριες, διά της συνηγόρου τους επιζητούν απόφαση

του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος η προσβαλλόμενη απόφαση. Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) οι Αιτήτριες επιζητούν περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος τους για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Με το εναρκτήριο δικόγραφο τους οι Αιτήτριες, προωθούν πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησαν, τουλάχιστον όχι στο σύνολό τους, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας περιορίστηκαν στον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας καθώς και ότι δε λήφθηκε υπόψην το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου.  

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης

 

Εξετάζοντας  την  ουσία  της  υπόθεσης  σε συνάρτηση  και  με τους λόγους ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, τους οποίους οι Αιτήτριες προώθησαν κατά την ακροαματική διαδικασία, παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Επισημαίνεται ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης των Αιτητριών  για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[3], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[4]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα  στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια  (3) (α) και (β)  του  άρθρου  16Δ  του  περί Προσφύγων  Νόμου  τα  οποία  διαλαμβάνουν  τα  ακόλουθα  (- έμφαση  και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω  προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή  νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου),  σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας  και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[5].

 

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).

 

Ενόψει των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι στις περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, όπως εν προκειμένω, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα των Αιτητριών για επανεξέταση της υπόθεσής τους.

 

Λόγω ακριβώς της περιορισμένης αυτής εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με μεταγενέστερη αίτηση η οποία απορρίφθηκε από το στάδιο του παραδεκτού, χωρίς ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης αυτής, το Δικαστήριο αυτό δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση επί της βασιμότητας της αίτησης, κρίνοντας δηλαδή το κατά πόσο οι Αιτήτριες δικαιούνται διεθνούς προστασίας ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ως εκ τούτου, το δεύτερο αιτητικό (υπό Β) της προσφυγής των Αιτητριών με το οποίο επιζητούν περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος τους για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και συνεπώς απορρίπτεται.

Προχωρώντας τώρα στην μελέτη των ενώπιόν μου δεδομένων, διαπιστώνω ότι κατά την υποβολή της υπό κρίση αίτησης η Αιτήτρια 1 κατέγραψε ότι η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο και ότι φοβάται να επιστρέψει καθώς οι Fulani, οι οποίοι σκότωσαν τον πατέρα και τη μητέρα της την κυνηγούν για να την σκοτώσουν και η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο, επισημαίνοντας ότι για τον λόγο αυτό έχει καταχωρίσει την υπό εξέταση μεταγενέστερη αίτηση.

 

Κατά την αξιολόγηση της υπό εξέταση μεταγενέστερης αίτησής, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 190-187 του δ.φ.), με παραπομπή στο περιεχόμενο του φακέλου ότι η Αιτήτρια 1 κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της ισχυρίστηκε ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής της καθώς οι Fulani δολοφόνησαν τους γονείς της και απήγαγαν την ίδια και ότι την βοήθησε τότε ένας πάστορας και κρυβόταν σε μία εκκλησία. Ως περαιτέρω καταγράφει στην εισήγησή του, κατά την πρώτη μεταγενέστερη αίτησή της η Αιτήτρια 1 ισχυρίστηκε ότι σκέφτεται την περιουσία του πατέρα της ειδικότερα μία φάρμα στο χωριό όπου δέχθηκε δύο φορές επίθεση από τους Fulani, αναφέροντας πρόσθετα ότι η κόρη της είχε γίνει αποδεκτή προς φοίτηση στο κοινοτικό νηπιαγωγείο. Ως επισημαίνει ο λειτουργός ασύλου, η Αιτήτρια 1 δεν κατάφερε να τεκμηριώσει επαρκώς τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξη της από τους Fulani καθώς απέτυχε να δώσει πληροφορίες και λεπτομέρειες σε σχέση με το αίτημά της.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτησης, ο λειτουργός ασύλου επισημαίνει ότι σε αυτήν, η Αιτήτρια 1 δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τους ίδιους. Συγκεκριμένα, με τη δεύτερη μεταγενέστερη της αίτηση, ισχυρίστηκε ότι οι Fulani που σκότωσαν τον πατέρα και τη μητέρα της την κυνηγούν για την σκοτώσουν και η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο στη χωρά καταγωγής και για τον λόγο αυτό υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση. Υπενθυμίζει ο λειτουργός ασύλου ότι η Αιτήτρια 1 στη συνέντευξή της ισχυρίστηκε ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής καθώς οι Fulani δολοφόνησαν τους γονείς της και απήγαγαν την ίδια, οι δε ισχυρισμοί της αυτοί εξετάστηκαν κατ’ουσίαν και απορρίφθηκαν. Ο λειτουργός ασύλου παραπέμπει και στην πρώτη μεταγενέστερή αίτησή της όπου ισχυρίστηκε ότι σκέπτεται την περιουσία του πατέρα της ειδικότερα μία φάσμα στο χωριό που δέχθηκε δύο φορές επίθεση από τους Fulani και ανέφερε ότι η κόρη της έχει γίνει αποδεκτή προς φοίτηση στο κοινοτικό νηπιαγωγείο. Καταλήγει λοιπόν ο λειτουργός ασύλου ότι τα στοιχεία που υπέβαλε η Αιτήτρια 1 με την υπό κρίση μεταγενέστερη αίτησή της δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Προσθέτει επιπλέον ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ότι, σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας 1 στη Νιγηρία, θα διατρέχει τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης. Κατά τούτο εισηγήθηκε την απόρριψη της υποβληθείσας δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Εξετάζοντας τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, διαφαίνεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση εξέτασαν τα όσα η Αιτήτρια 1 έθεσε με τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή της και κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής, έκριναν ότι δεν πληρείτο καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(β)[6] για να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.  Ως ορθά κατέληξαν οι Καθ’ ων η αίτηση, με την υπό κρίση αίτηση, η Αιτήτρια 1 δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τις ίδιες θέσεις τις οποίες προώθησε και κατά τα προγενέστερα στάδια εξέτασης της αίτησής της, ήτοι κατά την αρχική αίτηση ασύλου, την συνέντευξη, τη δικαστική διαδικασία και κατά την πρώτη μεταγενέστερη αίτησή της. Ο πυρήνας του αιτήματός της παρέμεινε αναλλοίωτος κατά όλα αυτά τα στάδια, ήτοι ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη Νιγηρία καθώς οι Fulani σκότωσαν τους γονείς της και κυνηγούν να σκοτώσουν και την ίδια. Οι ισχυρισμοί της αυτοί εξετάστηκαν επί της ουσίας τους τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και κατά τη δικαστική διαδικασία και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι. Ουδέν νέο έχει προστεθεί στη δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή τους, δυνάμενο να ανατρέψει ουσιωδώς την προηγούμενη αυτήν κρίση. Είναι λοιπόν η κατάληξη μου ότι δεν δικαιολογείται δικαστική παρέμβαση καθώς ορθώς η δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση των Αιτητριών απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

 

Επισημαίνεται ότι κατά την ενώπιόν μου ακροαματική διαδικασία, η συνήγορος των Αιτητριών, έθεσε το ζήτημα ότι δεν εξετάστηκε το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου και ότι εξ αυτού η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός τέθηκε γενικόλογα και αόριστα χωρίς να επιχειρηματολογείται με ποιόν τρόπο η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, ενώ ο ισχυρισμός δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένα πραγματικά και νομικά στοιχεία που να επιτρέπουν την ουσιαστική αξιολόγησή του.  Επισημαίνεται ότι δεν αρκεί μια αόριστη αναφορά στην αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου, αλλά απαιτείται συγκεκριμένη και τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, η οποία να εξειδικεύει πώς η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το εν λόγω συμφέρον και να παρέχει στο Δικαστήριο επαρκή βάση για να εξετάσει τον σχετικό ισχυρισμό. Η απουσία αυτής της εξειδίκευσης καθιστά τον σχετικό ισχυρισμό αδύναμο και μη ελέγξιμο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να θεμελιωθεί βάσιμα λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεν έχουν τεθεί ενώπιόν μου συγκεκριμένοι ισχυρισμοί ως προς τον τρόπο με τον οποίο η απόφαση επηρεάζει το συμφέρον του τέκνου, ούτε και υποστηρίχθηκε δεόντως με ποιον τρόπο η απομάκρυνσή του από τη χώρα θα μπορούσε να το εκθέσει σε κινδύνους ή να διαταράξει την καθημερινότητά του.

 

Ενόψει δε του γεγονότος ότι το ανήλικο τέκνο δεν έχει υποβάλει αυτοτελές αίτημα ασύλου ή έστω δεν έχει επισημανθεί κάποια ιδιαίτερη περίσταση του ιδίου, η εξέταση του βέλτιστου συμφέροντός του δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την αξιολόγηση του αιτήματος της μητέρας του. Στην παρούσα υπόθεση, το τέκνο είναι εξαρτώμενο από την Αιτήτρια, και ως εκ τούτου, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι αν το ίδιο πληροί αυτοτελώς τις προϋποθέσεις για την παροχή διεθνούς προστασίας -καθώς δεν τέθηκε τέτοιος ισχυρισμός- αλλά αν έχει έρεισμα το αίτημα ασύλου της μητέρας του. Δεδομένου λοιπόν ότι, όπως προαναφέρθηκε, η δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας 1 ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, η τύχη του ανήλικου τέκνου είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένη με τη δική της, χωρίς να ανακύπτει λόγος διαφοροποίησης.

 

Από την εξέταση των πραγματικών και νομικών δεδομένων που παρατίθενται, προκύπτει ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης των Αιτητριών ελήφθη κατόπιν ορθής ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας.

 

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η κρίση των Καθ’ ων η αίτηση περί απαραδέκτου της μεταγενέστερης αίτησης είναι πλήρως αιτιολογημένη και σύμφωνη με τη νομοθεσία και τη σχετική νομολογία, ενώ τα όσα τέθηκαν ενώπιον τους διερευνήθηκαν επαρκώς και αιτιολογήθηκαν δεόντως και κατά τούτο ο σχετικός ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους

ισχυρισμούς των Αιτητριών, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής τους για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει η Αιτήτρια 1 ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης της  σε συνέντευξη για την κατ' ουσία εξέταση του αιτήματος της. Ορθώς συνεπώς οι Καθ' ων η αίτηση, κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο εξέτασης της αίτησής της, έκριναν ότι δεν πληρείται καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β)[7] ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.

 

Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μεταγενέστερης αίτησής του, υπό το φως των συναφών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, φρονώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη και συνεπώς η απόφαση τους για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής των Αιτητριών ως απαράδεκτης είναι ορθή.

 

Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

 

Συμπληρωματικά προς τα ανωτέρω, λαμβάνω πρόσθετα υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής των Αιτητριών (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Π.Δ. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω οι Αιτήτριες να έχουν προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στις ίδιες και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ως εκ των όσων έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητριών.

 

  

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[3] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[4] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[6]  16Δ  3(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

[7] «16Δ3(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο