
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ. T987/24
17 Φεβρουαρίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Y. U.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Κος Ρ. Ευαγγέλου – μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Ελληνικά σε Αγγλικά και αντίστροφα
Κος M. Kamran – μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Τουρκικά σε Αγγλικά και αντίστροφα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία δόθηκε δια χειρός στις 13/08/24 (την επισυνάπτει), δια της οποίας απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε.
Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας ο αιτητής κατάγεται από την Μογγολία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 04/02/22 και υπέβαλε 1η αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας στις 23/03/22 (ερ.1-3, 20).
Στις 06/04/22 πραγματοποιήθηκε συνεντεύξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.14-20). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση, στις 19/04/22, απορρίφθηκε η αίτηση για διεθνή προστασία (ερ.63-69).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του δόθηκε διά χειρός στις 19/04/22 και μεταφράστηκε σε γλώσσα κατανοητή απ’ αυτόν (ερ.72-73).
Στις 13/08/24 ο αιτητής υπέβαλε την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση, που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη αυθημερόν, στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000-2019 (ερ.90-93, 98-101) Ακολούθως ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του δόθηκε δια χειρός στις 13/08/24 και του μεταφράστηκε σε γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.102).
Η αίτηση αποτελείται από χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ.1 επί του οποίου δεν καταγράφονται νομικοί λόγοι και χωρίς έκθεση γεγονότων. Αυτό που αναφέρει ο αιτητής είναι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του καθώς έχει δανειστεί χρήματα, τα οποία δεν έχει αποπληρώσει, και τον κυνηγούν γι’ αυτό τον λόγο, ως αναφέρει.
Στην 1η αιτήση ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα του καθώς είναι Καζάκος και εξαιτίας αυτού αντιμετώπισε προβλήματα. Ως περαιτέρω αναφέρει, είναι Μουσουλμάνος και αυτοί είναι Βουδιστές, επομένως υπάρχει πρόβλημα με την θρησκεία και ήθελε να ζήσει στο Καζακστάν όμως και εκεί προέκυψε κρίση, έκλεισαν τα σύνορα με τη Ρωσία και την Κίνα και οι μισθοί είναι χαμηλοί στην Μογγολία και οι συνθήκες διαβίωσης είναι κακές.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης από την Υπηρεσία ο αιτητής ανέφερε ότι διέμενε στο Ulaanbaatar (Ulaan Batoor), όπου διαμένει και ο αδελφός του, οι γονείς του μένουν στο Καζακστάν, έχει τελειώσει το πανεπιστήμιο και εργάστηκε για τέσσερα έτη ως μηχανικός πληροφορικής. Ως προς τους λόγους που έφυγε από τη χώρα ο αιτητής ανέφερε ότι είναι αμιγώς οικονομικής φύσης και, ερωτώμενος για τα όσα είχε καταγράψει επί της αιτήσεως ασύλου, ανέφερε πως είχε βιώσει υποτιμητική συμπεριφορά λόγω εθνοτικής καταγωγής και θρησκείας του, χωρίς εντούτοις να έχει υποστεί κάποιο συγκεκριμένο συμβάν ή άλλη πράξη ή βλάβη εκ τούτου.
Κατά την εξέταση της αρχικής αίτησης οι καθ' ων η αίτηση διέκριναν και αξιολόγησαν τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.
1. Προσωπικά στοιχεία, χώρα καταγωγής και τόπος διαμονής του αιτητή
2. Οικονομικοί λόγοι που έφυγε από τη χώρα καταγωγής
3. Λόγοι φυλετικών και θρησκευτικών διακρίσεων
Εκ των ως άνω ισχυρισμών οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο και 2ο, απέρριψαν δε τον 3ο ισχυρισμό.
Ειδικότερα, σε σχέση με τον 2ο ισχυρισμό του αιτητή, αφού σημειώθηκε ότι ουδεμία πράξη δίωξης ή άλλης συμπεριφοράς πέραν κάποιων γενικόλογων αναφορών σε υποτιμητική προδιάθεση ανέφερε, κατόπιν ενδελεχούς έρευνας και αξιολόγησης των επικρατουσών στη χώρα καταγωγής συνθηκών αναφορικά με τη θρησκεία και εθνοτική καταγωγή, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι ουδέν στοιχείο τέθηκε ενώπιον τους που να καταδεικνύει ότι ο αιτητής υφίσταται εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη στη βάση αυτή και γι’ αυτό ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.
Συνεπεία των ως άνω ευρημάτων, δεδομένου ότι ήδη, κατά την επισκόπηση πλήθους πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής στα πλαίσια εξέτασης της εξωτερικής αξιοπιστίας του 3ου ουσιώδους ισχυρισμούς, είχε αξιολογηθεί ότι επικρατούν καλές συνθήκες και κράτος δικαίου, κρίθηκε ότι δεν υφίσταται κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης και η 1η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Στα πλαίσια της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής διότι ερευνάται γιατί δεν έχει αποπληρώσει ένα μεγάλο δάνειο που έλαβε και γι’ αυτό δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του.
Η επίδικη μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε για τον λόγο ότι, ως καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση που ετοίμασαν, όσα ο αιτητής αναφέρει περί δανείου που δεν αποπλήρωσε και ερευνών που τον αφορούν δεν τα είχε υποβάλει από δική του υπαιτιότητα κατά την 1η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε.
Ενώπιον του Δικαστηρίου ο αιτητής κλήθηκε να τοποθετηθεί προφορικά στα πλαίσια της ακρόασης της παρούσης, και επανέλαβε τους ισχυρισμούς του περί δανείου από τράπεζα το οποίο δεν αποπλήρωσε, δεν έχει εργασία και ανέφερε ότι επιθυμούσε να καταχωρίσει φωτογραφία εντάλματος σύλληψης εναντίον του, την οποία είχε στο κινητό του, το οποίο έλαβε δια email στις 07/11/23. Δεδομένου ότι το έγγραφο αυτό ήταν - σε κάθε περίπτωση - ημερομηνίας σύνταξης πριν της 07/11/23 (ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει την ημερομηνία σύνταξης του εγγράφου), όταν και - ως ισχυρίστηκε - το έλαβε δια email, χρόνο πριν την υποβολή της επίδικης μεταγενέστερη αίτηση, κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του κ.10 των περί της Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, δεδομένου του αναιτιολόγητου της καθυστέρησης προσκόμισης του, και γι’ αυτό δεν επιτράπηκε η προσαγωγή του.
Σημειώνεται ότι στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του […]» [αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, εξετάζεται το αν «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης […] διεθνούς προστασίας» και «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i) και (ii)].
Στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-921/19, LH, ημ.10/06/21 λέχθηκαν τα εξής:
«34 Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.
35 Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.
36 Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.
37 Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.
38 Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»
Συνεπώς, ο σκοπός της προκαταρτικής έρευνας, η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας μεταγενέστερης αίτησης και όχι η επί της ουσίας εξέταση αυτής, ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Δεδομένου δε ότι η C-921/19 (ανωτέρω) κάνει λόγο για δύο διακριτά στάδια εξέτασης του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτηση, θεωρώ ότι, για κράτη μέλη τα οποία έκαναν χρήση της δυνατότητας να προσθέσουν ως λόγο απαραδέκτου μεταγενέστερης αίτησης τυχόν υπαιτιότητα του αιτητή σχετικά με την μη προσκόμιση στοιχείων ή εγγράφων σε προηγούμενη αίτηση, αυτή δεν μπορεί παρά να εξετάζεται στα πλαίσια του εξέτασης του παραδεκτού της αιτήσεως, στο 2ο στάδιο της εξέτασης αυτής, ως στη εν λόγω απόφαση διευκρινίζεται.
Σημειώνεται ότι η Δημοκρατία – ως είχε δικαίωμα στη βάση του αρ.40 (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ («[τα] κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία») – συμπεριέλαβε στην οικεία νομοθεσία την πρόνοια του αρ.16Δ (3) (β) (ii), βάσει της οποίας, προκειμένου μεταγενέστερη αίτηση να θεωρηθεί παραδεκτή και να εξεταστεί επί της ουσίας, θα πρέπει να «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
Ενόψει των ως άνω θεωρώ ότι ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτη στη βάση των όσων διαλαμβάνονται στο αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου. Τούτο γιατί στα πλαίσια προκαταρτικής εξέτασης μεταγενέστερων αιτήσεων δύναται βεβαίως να εξεταστεί τυχόν υπαιτιότητα του αιτητή αναφορικά με την μη προηγούμενη αναφορά ισχυρισμών και αυτό έπραξαν οι καθ’ ων η αίτηση.
Θα συμφωνήσω λοιπόν με τα όσα επ’ αυτού αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι η ως άνω προϋπόθεση της νομοθεσίας δεν ικανοποιείται εν προκειμένω καθώς δεν αποκαλύπτει ο αιτητής στα πλαίσια της επίδικης αίτησης (βλ. ερ.91, σημείο 10) για ποιο λόγο αυτοί οι ισχυρισμοί δεν αναφέρθηκαν από προηγουμένως, στα πλαίσια της 1ης αίτησης που υπέβαλε. Περαιτέρω δεν τέθηκε ενώπιον μου κάποιο στοιχείο που να συνηγορεί υπέρ του ότι δεν είχε δοθεί δεόντως στον αιτητή η δυνατότητα «να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
Σημειώνεται καταληκτικά ότι η Μογγολία έχει καθοριστεί στην Κ.Δ.Π.191/2024, η οποία εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6). Δεδομένου λοιπόν του ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μου ισχυρισμός που θα ανέτρεπε το ως άνω τεκμήριο ουδέν άλλο χρειάζεται να εξεταστεί σχετικά.
Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου λοιπόν ότι οι καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν δεόντως την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση και την απέρριψαν ως απαράδεκτη δυνάμει όσων προνοεί η νομοθεσία που ανωτέρω αναφέρεται. Ουδεμία πλημμέλεια ή παρατυπία μπορώ να διαπιστώσω στη διαδικασία εξέτασης της επίδικης αίτησης.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €300 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο