
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 1088/24
18 Μαρτίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Η.Κ.
Αιτήτριας
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
..................................
Γιώργος Βασιλόπουλος για Ραφαέλλα Β. Μαλεκκίδου, Δικηγόρος για την αιτήτρια
Χριστίνα Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 26/01/2024, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Η αιτήτρια είναι υπήκοος Ινδίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 21/12/2021, αφού εισήλθε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Στις 10/01/2022 η αιτήτρια παρέλαβε βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.
Στις 08/03/2022, 14/03/2022 και 15/03/2022 η αιτήτρια κλήθηκε τηλεφωνικώς από τους καθ' ων η αίτηση όπως παραστεί στην προσωπική της συνέντευξη, ωστόσο η αιτήτρια δεν απάντησε στις κλήσεις που έγιναν (ερυθρό 12 του διοικητικού φακέλου). Στις 16/03/2022 στάλθηκε επιστολή στην αιτήτρια όπως παραστεί στην προσωπική της συνέντευξη στις 05/04/2022 (ερυθρά 22-18 του διοικητικού φακέλου). Παρόλα αυτά, η αιτήτρια δεν παρέστη στην προσωπική της συνέντευξη. Στις 18/05/2022 η αιτήτρια κλήθηκε τηλεφωνικώς από τους καθ' ων η αίτηση όπως παραστεί σε νέα προγραμματισμένη συνέντευξη στις 23/05/2022 και επιβεβαίωσε ότι θα παρευρεθεί την εν λόγω ημερομηνία.
Παρά το πιο πάνω διάβημα, η αιτήτρια δεν παρέστη στην προσωπική της συνέντευξη. Σημειώνεται πως το αρμόδιο όργανο προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με την αιτήτρια κατά την ημέρα που ήταν προγραμματισμένη η προσωπική της συνέντευξη, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό (ερυθρό 23 του διοικητικού φακέλου). Στις 16/06/2022 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε σχετική έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγήθηκε το κλείσιμο του φακέλου της αιτήτριας και τη διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας, καθότι η αιτήτρια δεν παρουσιάστηκε στην προγραμματισμένη προσωπική συνέντευξή της.
Στις 27/06/2022 λειτουργός, εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αποφάσισε το κλείσιμο του φακέλου της αιτήτριας και τη διακοπή της διαδικασίας εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας, κατ' εφαρμογή του άρθρου 16 Β, εδάφια 1 (i) και 2 (α) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Με επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 11/07/2022, η οποία ταχυδρομήθηκε στην αιτήτρια την 01/08/2022, ενημερώθηκε η αιτήτρια για το κλείσιμο του φακέλου της και τη διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης της δυνάμει του άρθρου 16 Β (1) (i) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, καθώς θεωρήθηκε πως η αιτήτρια, σιωπηρά απέσυρε την αίτησή της ή υπαναχώρησε από αυτήν (ερυθρά 27 και 31, του διοικητικού φακέλου).
Στις 05/12/2023 η αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της σχετικά με το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Την ίδια ημέρα, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου γίνει δεκτή και στις 05/12/2023, ο αρμόδιος, εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για κατ’ ουσίαν εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης.
Στις 23/01/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας στην Υπηρεσία Ασύλου, όπου της παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 24/01/2024, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε, υιοθέτησε την εν λόγω έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας στις 26/01/2024.
Η Υπηρεσία Ασύλου στις 29/02/2024 εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απόφασή της για απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας, η οποία της κοινοποιήθηκε, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος που εκπροσωπεί την αιτήτρια με την Γραπτή της Αγόρευση, εισηγείται πως το αρμόδιο όργανο δεν διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση αντιτείνει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη, αιτιολογημένη και αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής εφαρμογής του νομου εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς που προωθεί η αιτήτρια περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά της για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Η αιτήτρια στην αίτηση που υπέβαλε στις 21/12/2021 στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως η ίδια και ο σύντροφος της ανήκουν σε διαφορετικές θρησκείες, επιθυμούν να παντρευτούν αλλά οι οικογένειες τους διαφωνούν. Πρόσθεσε ότι είναι έγκυος και ότι λαμβάνει απειλές θανάτου και από τις δυο οικογένειες σε περίπτωση που αποφασίσει να επιστρέψει στην Ινδία. Όπως κατέγραψε, επιθυμεί να παραμείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία για να προστατέψει τη ζωή της (ερυθρά 1-3,11 του διοικητικού φακέλου).
Αφού η αιτήτρια δεν παρευρέθηκε στη συνέντευξή της και η Υπηρεσία Ασύλου έκλεισε το φάκελό της και αποφάσισε την διακοπή της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, η αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερο αίτημα. Στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης, η αιτήτρια δήλωσε πως είναι παντρεμένη με ένα ανήλικο τέκνο και δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της λόγω του ότι ο γάμος της είναι γάμος μεταξύ καστών ("inter-caste marriage"). Ισχυρίστηκε ότι απειλούνται από τις οικογένειες τους και δήλωσε πως εάν επιστρέψει στην Ινδία θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της. Πρόσθεσε ότι οι οικογένειες τους δεν αποδέχονται τον γάμο τους λόγω του ότι συνιστά γάμο μεταξύ καστών (ερυθρά 36-40 του διοικητικού φακέλου). Μετά από το μεταγενέστερο αίτημα που υπέβαλε η αιτήτρια, η Υπηρεσία Ασύλου επανάνοιξε το φάκελο της και προχώρησε σε συνέντευξη για την ουσία του αιτήματος της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η αιτήτρια δήλωσε ότι κατάγεται από την Ινδία, και ανέφερε πως η περιοχή καταγωγής και διαμονής της είναι το χωριό Panam Hoshiarpur της επαρχίας Punjab. Είναι έγγαμη με ένα ανήλικο τέκνο, ο σύζυγος της εργάζεται σε εταιρεία καθαρισμού και η ίδια δεν εργάζεται για να φροντίζει το τέκνο τους. Οι γονείς της και τα δύο από τα 3 της αδέλφια διαβιούν στο χωριό Panam Hoshiarpur της επαρχίας Punjab, έχει επικοινωνία μαζί τους και η μια της αδελφή βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της ανέφερε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για να εργαστεί. Πρόσθεσε ότι στην Κυπριακή Δημοκρατία γνώρισε τον σύζυγο της, ανήκουν σε διαφορετικές κάστες και οι οικογένειες του δεν τους υποστηρίζουν και αρνούνται να έχουν οποιαδήποτε επαφή μαζί τους. Ερωτηθείσα ποιες θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της δήλωσε ότι θα ζήσουν κάπου μακριά από τις οικογένειες τους. Κληθείσα να επιβεβαιώσει τα όσα κατέγραψε στην αίτηση της ανέφερε πως οι οικογένειες τους δεν αποδέχονται τον γάμο τους και ισχυρίστηκε πως εάν επιστρέψουν θα διαμένουν μακριά από αυτούς.
Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγησή του σχημάτισε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά την υπηκοότητα, τον τόπο καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία της αιτήτριας, ο δεύτερος αφορά το γεγονός ότι αποχώρησε από την Ινδία για να εργαστεί και ο τρίτος ισχυρισμός αφορά το ότι η ίδια, ο σύζυγος της και το παιδί τους, δεν είναι αποδεκτοί από τις οικογένειες τους λόγω του ότι δεν δέχονται τον γάμος τους, εφόσον ανήκουν σε διαφορετικές κάστες. Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας κρίθηκαν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό.
Η αιτήτρια κρίθηκε αξιόπιστη στις δηλώσεις της τόσο σε σχέση με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία, όσο και με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα της για να εργαστεί. Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου παραπέμποντας στις παραγράφους 62-64 του Εγχειριδίου της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι οικονομικοί λόγοι που ώθησαν την αιτήτρια να εγκαταλείψει τη χώρα της δεν ήταν αρκετοί για την υπαγωγή της στο καθεστώς πρόσφυγα.
Αναφορικά με τον τρίτο ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός στην Έκθεση- Εισήγησή του, σημειώνει πως σύμφωνα με τα λεγόμενα της αιτήτριας κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της δεν εξέφρασε φόβο δίωξης, σε περίπτωση επιστροφής τους στη Ινδία, αλλά ανέφερε πως θα βρουν άλλο μέρος να διαμένουν μακριά από τις οικογένειες τους. Περαιτέρω, κατά την εκτίμηση της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε έρευνα σε πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, σημειώνοντας ότι είναι νόμιμο και συνηθισμένο να παντρεύονται άτομα που ανήκουν σε διαφορετικές κάστες και μάλιστα η κυβέρνηση δίνει χρηματική αμοιβή για να ενθαρρύνει τέτοιους γάμους.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψιν τους βασικούς ισχυρισμούς που έκανε αποδεκτούς ως αξιόπιστους, δηλαδή την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία της αιτήτριας, καθώς επίσης και το γεγονός ότι εγκατέλειψε τη χώρα της για λόγους οικονομικού περιεχομένου και πως δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει γιατί οι οικογένειες της ίδιας και του συζύγου της, δεν αποδέχονται το γάμο τους, έκρινε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Σχετικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός διεξήγαγε έρευνα σε πηγές πληροφόρησης, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες ένοπλης σύγκρουσης στη χώρα καταγωγής της.
Κατά τη νομική ανάλυση για το προσφυγικό καθεστώς, ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε πως από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της αιτήτριας διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό της δεν συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται εξαντλητικά στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Επιπρόσθετα, λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ της αιτήτριας, τα αποδεκτά πραγματικά περιστατικά και ισχυρισμούς της και την αξιολόγηση κινδύνου, έκρινε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 επειδή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2), εδάφια (α), (β), (γ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε η αρμόδια εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, η αιτήτρια δεν επικαλείται στη συνέντευξή της κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα και όσα επικαλέστηκε δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3, του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία της αιτήτριας δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό, εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινε αποδεκτός. Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος συνδέεται με οικονομικούς λόγους και ο οποίος έγινε αποδεκτός, σημειώνεται πως σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες: «62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.».
Όπως έχει κατ' επανάληψην νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του ορισμού του πρόσφυγα (Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16/7/2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10/2/2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21/12/2011). Επομένως, μπορεί να κρίθηκε αξιόπιστη ως προς τον προαναφερόμενο ισχυρισμό, αλλά δεν θα μπορούσε να της χορηγηθεί οποιοδήποτε καθεστώς στη βάση τούτου, ενόψει άλλωστε και του γεγονότος ότι η υποβολή της αίτησής της για χορήγηση διεθνούς προστασίας έλαβε χώρα περίπου τέσσερα χρόνια μετά την άφιξή της στην Κυπριακή Δημοκρατία (αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 07/09/2017).
Όσον αφορά τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, το γεγονός ότι οι οικογένειες της αιτήτριας και του συζύγου της δεν αποδέχονται το γάμο τους, σημειώνεται πως παρόλο που στην αίτησή της η αιτήτρια δήλωσε ότι λαμβάνει απειλές από τις οικογένειες τους επειδή ανήκουν σε διαφορετικές κάστες, εντούτοις κατά το στάδιο της συνέντευξής της η αιτήτρια αναίρεσε τον ισχυρισμό ότι κινδυνεύουν λέγοντας ότι οι οικογένειες τους δεν αποδέχονται τον γάμο τους και ανέφερε πως εάν επιστρέψουν στην Ινδία θα διαμένουν μακριά από τις οικογένειες τους.
Η αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της ανέφερε ότι η ίδια ανήκει στη κάστα Schedule και ο σύζυγος της στη κάστα Rajput. Κατόπιν έρευνας του παρόντος Δικαστηρίου, εντοπίστηκε η ύπαρξη των εν λόγω καστών.[1] Σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι γάμοι μεταξύ των καστών είναι νόμιμοι αλλά σύμφωνα με πηγές δεν είναι συνηθισμένοι. Η επαρχία Punjab, τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής της αιτήτριας, έχει τα υψηλότερα ποσοστά γάμου μεταξύ καστών.[2]
Πέραν από τις αναφορές της αιτήτριας ότι οι οικογένειες τους αρνούνται να έχουν επαφή μαζί τους και δεν θα τους υποστηρίξουν, που προβλήθηκαν κατά τρόπο γενικό και αόριστο χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, ορθώς διαπιστώθηκε ότι η αίτητρια δεν προσκόμισε στοιχεία από τα οποία να προκύπτει φόβος δίωξης ή οποιαδήποτε βλάβη σε βάρος τους και επομένως ο ενδεχόμενος φόβος της δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ούτε βάσιμος, ούτε δικαιολογημένος, ώστε να μπορέσει να οδηγήσει σε χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Να σημειωθεί ότι η αιτήτρια κατά την συνέντευξη της δήλωσε ότι διατηρεί επικοινωνία με την οικογένεια της (ερυθρό 60-χ1 του διοικητικού φακέλου).
Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές. Το γεγονός ότι η αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα της για να εργαστεί και ο ισχυρισμός της ότι δεν αποδέχονται το γάμο τους από τις οικογένειες τους, ως λόγους που την ώθησαν να αιτηθεί διεθνούς προστασίας, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν. 6 (Ι)/2000 και δεν θα μπορούσε να της χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα για το λόγο αυτό εφόσον δεν έχει επικαλεστεί ούτε οποιονδήποτε φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της.
Πρόσθετα, ορθά κρίθηκε από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στην αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619.
Επιπρόσθετα, όπως ανωτέρω προκύπτει λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βΒλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Η δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας κατά παράβαση των άρθρων 26 και 28 του Ν.158(Ι)/1999. Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).
Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).
Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα έρευνα και αιτιολόγηση εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Szczepanski, Kallie. "Overview of the Rajput People of India." ThoughtCo, Jun. 25, 2024, https://www.thoughtco.com/who-are-the-rajput-195385 , MRT-RRT - Australian Government - Migration Review Tribunal & Refugee Review Tribunal: MRT-RRT Country Advice Mixed Marriage in India, 1 June 2012, p. 23,25
https://www.ecoi.net/en/file/local/1255136/1226_1374667802_india-mixed-marriage.pdf
[2] IRB - Immigration and Refugee Board of Canada: India: Situation of inter-religious and inter-caste couples, including treatment by society and authorities; situation of children from such marriages (2017-May 2019) [IND106276.E], 16 May 2019
https://www.ecoi.net/en/document/2010389.html
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο