
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.1387/24
12 Μαρτίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A. R. A.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κος Γ. Βασιλόπουλος, δικηγόρος για τον αιτητή
Κος Α. Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.27/03/24, η οποία επιδόθηκε δια χειρός αυθημερόν, και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικά Α και Β) και απόφαση του Δικαστηρίου επί της ουσίας, που να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση (Αιτητικό Γ).
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από τον Διοικητικό Φάκελο που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από το Ιράν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 05/08/15 και υπέβαλε 1η αίτηση διεθνούς προστασίας στις 26/05/22 (ερ.1-3, 20).
Στις 02/09/22 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου όπου δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.6-20). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.45-54) και στις 08/09/22 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην παραχωρήσει στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 15/09/22, σε γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.58, 2).
Στις 09/01/24 ο αιτητής υπέβαλε την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία και κρίθηκε παραδεκτή και έγινε επί της ουσίας εξέταση αυτής, καθώς - ως αξιολογήθηκε - τα όσα ο αιτητής κατάγραψε επί της επίδικης αιτήσεως περί μεταστροφής του στον Χριστιανισμό συνιστούν νέα στοιχεία, τα οποία δεν υποβλήθηκαν και δεν εξετάστηκαν προηγουμένως (ερ.63-74).
Στις 22/01/24 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου όπου δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.75-86). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.160-173) και στις 29/02/24 η Υπηρεσία αποφάσισε να μην παραχωρήσει στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 27/03/24, σε γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.174, 2).
Σημειώνεται ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε αρχικώς από τον αιτητή προσωπικά, ο οποίος καταχώρησε την αίτηση νομικής αρωγής υπ’ αριθμό ΝΑ73/24, που απορρίφθηκε λόγω μη εμφάνισης του, ακολούθως καταχώρησε την αίτηση ΝΑ100/24, η οποία ομοίως απορρίφθηκε στις 15/10/24, και στις 07/11/24 καταχωρίστηκε διοριστήριο και ειδοποίηση εμφάνισης από τον δικηγόρο που εν τέλει χειρίστηκε την παρούσα εκ μέρους του αιτητή.
Επί της τροποποιημένης δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου ημ.15/11/24 προσφυγής ο αιτητής καταγράφει νομικούς ισχυρισμούς, αρκετοί εκ των οποίων αναπτύσσονται στην αγόρευση που ακολούθησε.
Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί του αιτητή οι οποίοι εξειδικεύονται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση που ακολούθησε.
Στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι δεν έγινε εν προκειμένω δέουσα έρευνα των ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση στοιχείων, δεδομένου και του ότι ο αιτητής δεν είχε νομικές γνώσεις ώστε να γνωρίζει τι είναι ή όχι σημαντικό σε περιπτώσεις ως η παρούσα, καθώς - ως αναφέρει - στη συνέντευξη δεν υποβλήθηκαν αρκετές και κατάλληλες ερωτήσεις, δεν έγινε αντιπαραβολή των όσων ο αιτητής ανέφερε με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του (ΠΧΚ), δεν εξετάστηκε δεόντως το ενδεχόμενο αυτός να χρήζει συμπληρωματικής προστασίας, στη βάση του αρ.19 (2) (β) και (γ), ως ισχυρίζεται, πράγμα που οδήγησε σε λήψη της δια της παρούσης προσβαλλόμενης απόφασης υπό καθεστώς πλάνης, στερούμενης επαρκούς αιτιολογίας. Προς επίρρωση των ως άνω ισχυρισμών του ο αιτητής αναφέρει, κάνοντας επί τούτου αναφορά σε σημεία του πρακτικού της επίδικης συνέντευξη, ότι ο αιτητής είχε απαντήσει με ειλικρίνεια, επιδεικνύοντας εύλογα αρκετές και ορθές γνώσεις για τον Χριστιανισμό, προσκόμισε δε πιστοποιητικό βάφτισης του και παραθέτει πλήθος ΠΧΚ, εκ των οποίων, ως αναφέρει ο συνήγορος του, καθίσταται σαφές ότι οι μεταστραφέντες στον Χριστιανισμό στο Ιράν στοχοποιούνται και διώκονται, υπόκεινται σε σωρεία παραβάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και χρήζουν χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος στη βάση αυτή. Σημειώνει δε περαιτέρω, με αναφορές και σε σχετικό με αιτήματα που βασίζονται σε λόγους θρησκείας οδηγό του EASO, ότι δεν έχει σημασία τελικώς αν η μεταστροφή ενός αιτητή είναι γνήσια και κακώς εστιάστηκαν οι καθ’ ων η αίτηση σ’ αυτό.
Επιπροσθέτως των ως άνω ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη αναρμοδίως, ισχυρισμός ο οποίος εδράζεται σε τρείς πτυχές.
Η 1η αφορά το ότι η εξουσιοδότηση (ερ.173) προς τον λειτουργό που έλαβε την επίδικη απόφαση (ερ.88) έγινε από τον πρώην Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος και έπαυσε από τα καθήκοντα του τον Φεβρουάριο 2023 (αλλαγή κυβέρνησης). Συνεπώς - ως επί τούτου εισηγείται, με παραπομπή σε ελληνική βιβλιογραφία, νομολογία του ΣτΕ και νομοθεσία της Ελληνικής Δημοκρατίας - εφόσον ο εξουσιοδοτών έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντα του, εν προκειμένω θα έπρεπε να δοθεί νέα εξουσιοδότηση από τον νυν Υπουργό και - στην απουσία αυτής - θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο λαμβάνων την απόφαση λειτουργός ενέργησε αναρμοδίως, καθώς η εξουσιοδότηση (ερ.72) από τον προηγούμενο Υπουργό έπαυσε να ισχύει κατά τον χρόνο που αυτός έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντα του.
Η 2η αφορά το ότι - ως εισηγείται - η επίδικη απόφαση (ερ.173) λήφθηκε από άτομο το οποίο ενεργούσε στα πλαίσια εξουσιοδότησης (ερ.88), δια της οποίας εξουσιοδοτείται να λαμβάνει «αποφάσεις επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Συνεπώς αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση, ήτοι το κατά πόσον αυτός, λαμβάνοντας την απόφαση, ενήργησε εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης του, εξαρτάται από το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού που υπέβαλε την επίδικη έκθεση, εν προκειμένω του λειτουργού CAS9 (ερ.160). Εφόσον λοιπόν - ως αναφέρει - στην παρούσα δεν προκύπτει εκ των στοιχείων του φακέλου το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού CAS9, που ετοίμασε την επίδικη έκθεση, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι τρωτή γι’ αυτό τον λόγο.
Η 3η πτυχή αναρμοδιότητας αφορά το ότι, εφόσον - ως εξηγείται - η λειτουργός που ασκούσε τα καθήκοντα του προϊσταμένου κατόπιν απόσπασης της στους καθ’ ων η αίτηση με πράξη που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ.5272, ημ.16/04/20 και η απόσπαση αυτή έληγε στις 08/12/22, και ουδείς έχει οριστεί μέχρι και σήμερα - ως αναφέρει - για να ασκεί θα τα καθήκοντα του Προϊσταμένου , θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενεργούν χωρίς να υπάρχει διορισμένος λειτουργός να ασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου. Τούτο, ως εισηγείται, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν - στην απουσία διορισμού ατόμου να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου - να ανατίθενται τα καθήκοντα της θέσης σε άλλους λειτουργούς, ως εν προκειμένω στον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση, πράγμα που καθιστά την επίδικη απόφαση ακυρωτέα και γι’ αυτόν τον λόγο.
Οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή έχει δικογραφηθεί και αναπτυχθεί δεόντως και συνεπώς είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης, στη βάση σχετικής νομολογίας την οποία παραθέτουν και ότι οι ΠΧΚ που παραθέτει δεν είναι σε συμμόρφωση με τους διαδικαστικούς κανονισμούς του παρόντος Δικαστηρίου και θα πρέπει να αγνοηθούν. Περαιτέρω αντιτάσσουν ότι η επίδικη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, έχει εκδοθεί από αρμόδιο προς τούτο όργανο, είναι προϊόν δέουσας έρευνας και ορθή επί της ουσίας, απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς και αναφέρουν ότι τα ευρήματα τους επί των ισχυρισμών του αιτητή είναι ορθά, εύλογα υπό τις περιστάσεις και πλήρως αιτιολογημένα.
Ειδικώς επί των ζητημάτων αρμοδιότητας που εγείρονται οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν, παραθέτοντας αποσπάσματα αποφάσεων του Δ.Δ.Δ.Π., ότι εν προκειμένω ο λαμβάνων την επίδικη απόφαση λειτουργός έχει εξουσιοδοτηθεί δεόντως προς τούτο από τον τότε Υπουργό, στη βάση της οικείας νομοθεσίας, και η στο μεταξύ αλλαγή στο πρόσωπο του υπουργού ουδόλως επενεργεί στο κύρος της εξουσιοδότησης αυτής και εισηγούνται ότι δεν είναι «όλα τα ζητήματα αρμοδιότητας που δύνανται να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο», χωρίς εντούτοις να στηρίζουν την εισήγηση τους αυτή σε νομολογία και χωρίς να διευκρινίζουν αν η εισήγηση τους αυτή αφορά το σύνολο των εγειρόμενων εδώ ισχυρισμών ή μέρος αυτών.
Προέχει βεβαίως η ενασχόληση με τα εγειρόμενα ζητήματα περί αρμοδιότητας, τα οποία, πέραν του ότι εν προκειμένω έχουν θεωρώ δεόντως δικογραφηθεί (βλ. νομικό σημείο 14 της τροποποιημένης προσφυγής), ως ζητήματα δημοσίας τάξεως, εξετάζονται βεβαίως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και κατ’ έφεση, και αυτεπαγγέλτως. Ως και στην αυθεντία Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ 314, ημ.05/06/02, απόφαση Ολομέλειας, με πλούσιες αναφορές στην επί τούτου προηγούμενη νομολογία, έχει επιβεβαιωθεί, «το […] Δικαστήριο, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, εξετάζει αυτεπαγγέλτως μόνο ζητήματα που ανάγονται στη δημόσια τάξη. Ως τέτοια ζητήματα η Κυπριακή νομολογία έχει μέχρι τώρα αναγνωρίσει εκείνα που αφορούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και επομένως το παραδεκτό της προσφυγής - το εμπρόθεσμο, την εκτελεστότητα, και το έννομο συμφέρον - όπως επίσης και την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση: βλ. ενδεικτικά τη Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255. Δεν έχει πάντως αποκλειστεί η επέκταση: βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.»
Λεχθέντων των ως άνω παρατηρώ εν προκειμένω τα εξής.
Κατ’ αρχήν και προτού προχωρήσω στην εξέταση του σχετικού ισχυρισμού προέχει να προσδιοριστεί που εντοπίζεται το πρακτικό της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ώστε να εξεταστεί αν τούτη λήφθηκε αρμοδίως. Από το περιεχόμενο του φακέλου είναι θεωρώ σαφές ότι το πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης περιέχεται στο ερ.173, όπου, ως καταγράφεται, ο λειτουργός αποφασίζει την απόρριψη της επίδικης αίτησης «[κ]ατόπιν εξέτασης της Έκθεσης-Εισήγησης […]». Ο λειτουργός που υπογράφει το ερ.173, ενεργεί στα πλαίσια εξουσιοδότησης ημ.09/06/22 (ερ.88), η οποία υπογράφεται από τον (τότε) Υπουργό Εσωτερικών [βλ. αρ.2(1) του περί Προσφύγων Νόμου, αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) και αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962)] και καθορίζει ρητά τα όρια της εξουσιοδότησης προς τους αναφερόμενους εκεί λειτουργούς, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο λαμβάνων την επίδικη εν προκειμένω απόφαση.
Παρεμβάλλω εδώ πως, αναφορικά με τους ισχυρισμούς του αιτητή ότι η εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την προσβαλλόμενη απόφαση (ερ.88) δόθηκε από προηγούμενο Υπουργό και όχι τον νυν, στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. A.H.T. Advances Heating Technologies, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.63/18, ημ.11/01/24, αναφέρονται τα εξής επί πανομοιότυπου ισχυρισμού, τα οποία επιλύουν και το επίδικο εδώ ζήτημα.
«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69). Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.
Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023, όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων Κασσέρα (ανωτέρω) και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση ότι, «.το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην επηρεάζει κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».
Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω.»
Ενόψει της ως άνω δεσμευτικής για το παρόν Δικαστήριο ημεδαπής νομολογίας επί του ζητήματος παρέλκει η ενασχόληση μου με τα όσα σχετικώς αναφέρει και παραπέμπει ο συνήγορος του αιτητή. Ο ως άνω λοιπόν ισχυρισμός απορρίπτεται, αφού η στο μεταξύ αλλαγή στο πρόσωπο του Υπουργού ουδόλως επενεργεί στο κύρος του ερ.88, εφόσον η εξουσιοδότηση δεν ανακλήθηκε ή έπαυσε να ισχύει για οιονδήποτε άλλο λόγο.
Επανερχόμενος τώρα στο περιεχόμενο της εξουσιοδότησης (ερ.88) σημειώνω ότι αυτή ρητά καθορίζει ότι η παρεχόμενη στον λαμβάνοντα την επίδικη εδώ απόφαση λειτουργό εξουσία λήψης απόφασης, ως και ανωτέρω εξηγείται, αφορά τη λήψη αποφάσεων «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Η εν λόγω αναφορά συνιστά αναμφισβήτητα απαρέγκλιτο όρο της ισχύος και εμβέλειας της εν λόγω εξουσιοδότησης, αφού - με δεδομένο ότι η εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις ως η εδώ επίδικη δίδεται μόνο επί αποφάσεων «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου» - η αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την απόφαση λειτουργού, ήτοι το κατά πόσον αυτός, λαμβάνοντας την απόφαση (ερ.173), ενήργησε εντός των πλαισίων της εξουσιοδότησης (ερ.88), συναρτάται και εξαρτάται από το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού που συνέταξε και υπέβαλε την επίδικη έκθεση, εν προκειμένω λειτουργού CAS9 (ερ.160). Αυτή είναι η ρητώς εδώ εκπεφρασμένη βούληση του εξουσιοδοτούντος Υπουργού.
Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι, από τη στιγμή που τίθεται ζήτημα της αρμοδιότητας, το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους των καθ’ ων η αίτηση να αποδείξουν ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε αρμοδίως.
Ενόψει των ανωτέρω, δεδομένου του ότι το συγκεκριμένο επίδικο ζήτημα σχετικά με την αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την απόφαση οργάνου σε συνάρτηση με την αναφορά στην σχετική εξουσιοδότηση (ερ.88) περί αποφάσεων «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου» έχει ήδη απασχολήσει προσφάτως το Δικαστήριο, με έχει προβληματίσει το κατά πόσο θα μπορούσε να αντληθεί δικαστική γνώση επί τούτου από την πλειάδα άλλων υποθέσεων στις οποίες κατέστη επίδικο τέτοιο ζήτημα. Επί τούτου, στη Νεοκλέους ν. Γενικού Εισαγγελέα (1993) 1 Α.Α.Δ. 352, ημ.31/05/93, αναφέρθηκε ότι «[η] γνώση που κτάται από το δικαστήριο κατά την εκδίκαση υποθέσεων παρόμοιων ή και διαφορετικών από την υπό εκδίκαση υπόθεση δεν εξομοιώνεται με δικαστική γνώση. Δικαστική γνώση μπορεί να ληφθεί μόνο για γεγονότα τα οποία είναι πασίγνωστα σε βαθμό που να αποτελούν κοινή γνώση.» (βλ. και Δήμος Λευκωσίας ν. Άντη Λεοντιάδη και Άλλης (2006) 1 ΑΑΔ 66). Συνεπώς γεγονός που περιήλθε εις γνώση του Δικαστηρίου στα πλαίσια άλλων ενώπιον του υποθέσεων, όπου ηγέρθηκαν όμοια με εδώ ζητήματα, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής γνώσης.
Περαιτέρω έχω προβληματιστεί κατά πόσο θα ήταν αρμόζον να προβώ σε επανάνοιγμα της υπόθεσης, προκειμένου να τοποθετηθούν οι καθ’ ων η αίτηση επί τούτου.
Επί του ζητήματος της εξουσίας του Δικαστηρίου να προβαίνει σε επανάνοιγμα υπόθεσης όταν η απόφαση έχει επιφυλαχθεί διευκρινίστηκαν στη Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1993) 3 ΑΑΔ 165, ημ.14/05/93, απόφαση Πλήρους Ολομέλειας, τα εξής, που, ως περαιτέρω αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση, ισχύουν και στην πρωτόδικη δίκη:
«Έχει νομολογιακά καθιερωθεί στις υποθέσεις της Ολομέλειας, Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 416/88 και 445/88, ημερομηνίας 14/2/92, Δημοκρατία ν. Νίκου Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858, Νιόβη Παπαϊωάννου και Άλλων ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.ΑΔ. 659 και Δημοκρατίας ν. Γρηγόρη Θαλασσινού (1991) 3 Α.ΑΔ. 423, ότι το πλαίσιο και τα κριτήρια άσκησης της δικαιοδοσίας για το επανάνοιγμα έφεσης προσδιορίζεται από την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Νίκου Σαμψών (ανωτέρω), ότι "το επανάνοιγμα της έφεσης μπορεί να διαταχθεί από το Εφετείο μόνο στην περίπτωση που το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται για το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενόψει γεγονότων τα οποία προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης".»
Επιστρέφοντας στα γεγονότα της υπόθεσης παρατηρώ ότι στην παρούσα η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου ηγέρθη δεόντως και ήταν σε γνώση των καθ’ ων η αίτηση ήδη από την καταχώρηση της τροποποιηθείσας προσφυγής (επί δε της αιτήσεως τροποποίησης δεν έφεραν ένσταση), όπου, ως ανωτέρω αναφέρω, το ζήτημα δικογραφείται στο νομικό σημείο 14, και ακολούθως αναπτύσσεται στη γραπτή αγόρευση του αιτητή. Παρά δε όμως τις αναφορές των καθ’ ων η αίτηση στην αγόρευση τους επί των υπόλοιπων περί αρμοδιότητας ισχυρισμών του αιτητή, ουδέν αναφέρουν επί της συγκεκριμένης πτυχής που αφορά την αρμοδιότητα του αποφασίζοντος οργάνου, ήτοι σε συνάρτηση με την ρητή πρόνοια που περιέχεται στο ερ.88 για λήψη αποφάσεων «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Παρά λοιπόν το ότι όφειλαν να βεβαιωθούν ότι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα στοιχεία που απαιτούνταν υπό τις περιστάσεις, ουδέν έπραξαν οι καθ’ ων η αίτηση προκειμένου να τοποθετηθούν σχετικώς ή να ελέγξουν αν στον φάκελο που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσης υπάρχουν αυτά ή να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου σχετική μαρτυρία που θα απεδείκνυε ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη αρμοδίως.
Δεν διαλανθάνει της προσοχής μου βεβαίως η πολύ προσφάτως εκδοθείσα απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. αρ.26/20, Δημοκρατία ν. Singh, ημ.10/09/24, όπου επιβεβαιώθηκε ότι «οι εξουσίες του [Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας] σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης, είναι ευρείες και ο ρόλος του ρυθμιστικός». Όμως δεν θεωρώ ότι η εξουσία που κέκτηται το Δικαστήριο στα πλαίσια του εξεταστικού συστήματος να διευθύνει τη δίκη και την προσαγωγή μαρτυρίας φτάνει μέχρι την υποχρέωση – και μάλιστα κατόπιν επιφύλαξης της απόφασης - να επεμβαίνει προς διόρθωση κενών και παραλείψεων εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση επί ζητημάτων τα οποία ηγέρθηκαν δεόντως δια της προσφυγής και αγόρευσης του αιτητού. Άλλωστε το ζήτημα που απασχόλησε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην ως άνω έφεση ήταν το κατά πόσο θα μπορούσε το Δικαστήριο να αγνοήσει – χωρίς να δώσει αιτιολογία προς τούτο – έγγραφο του οποίου την κατάθεση αποδέχθηκε κατά τις διευκρινήσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. αρ.23/2021, Δημοκρατία ν. Arachchige, ημ.17/09/21, όπου τέθηκε ζήτημα κατά πόσο, στη βάση των διευρυμένων εξουσιών του, το Δικαστήριο «θα μπορούσε να προβεί σε διόρθωση της παράλειψης, με βάση τη Δ.64» ή ότι «εφόσον το Δικαστήριο διαπίστωσε το ελάττωμα στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα μετά που επεφύλαξε την απόφασή του, όφειλε να επανανοίξει την υπόθεση και να προβεί στις δέουσες ενέργειες για να διορθωθεί η παρατυπία», το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στα εξής:
«Ούτε η εισήγηση περί άσκησης της διευρυμένης εξουσίας που έχει το Δικαστήριο στα πλαίσια του εξεταστικού συστήματος, ήτοι των Καν. 2 και 7 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), μπορεί να έχει υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης εφαρμογή. Οι εν λόγω Κανονισμοί δεν στοχεύουν στη διόρθωση ενεργειών που λήφθηκαν από τα μέρη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε άδεια στον εφεσείοντα να καταχωρήσει ένορκη δήλωση για να προβάλει ενόρκως τη θέση του ως προς την επίδοση του επίδικου διατάγματος και το χρόνο που έλαβε γνώση αυτού. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε ουσιαστικά συμμόρφωση με αυτή την οδηγία του Δικαστηρίου, δεν του επιτρέπει να επικαλείται τις πρόνοιες των εν λόγω Κανονισμών για να θεραπεύσει τις δικές του παραλείψεις.»
Δεν μου διαφεύγει ότι εδώ τίθεται διάφορο ζήτημα. Όμως θεωρώ ότι και εν προκειμένω το Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση, δεν υπέχει υποχρέωση να παρεμβεί στη διαδικασία προς διόρθωση παραλείψεων, εδώ από τους καθ’ ων η άιτηση, εφόσον και γνώση του ζητήματος είχαν και ευκαιρία να πράξουν αναλόγως.
Εν προκειμένω λοιπόν, στη βάση και των όσων πιο πάνω αναφέρω για την υποχρέωση των καθ’ ων η αίτηση, ιδίως δε εφόσον το ζήτημα δικογραφήθηκε στην προσφυγή και αναπτύχθηκε στην αγόρευση του αιτητή, να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία εκ των οποίων αποδεικνύεται η αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση, είναι κατάληξη μου ότι η έλλειψη στοιχείων σχετικών με τούτο, ήτοι κατά πόσο ο συγγράφοντας την έκθεση επί της οποίας στηρίχθηκε και εξεδόθη η επίδικη απόφαση είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου, ως ρητώς προνοείται στο ερ.88, όπου περιέχεται η εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση (ερ.173) λειτουργό, ζήτημα με το οποίο, ως και ανωτέρω εξηγώ, συναρτάται το κατά πόσο ο λειτουργός ενέργησε αρμοδίως, εντός των ορίων της εν λόγω εξουσιοδότησης, σφραγίζει την τύχη της παρούσης προσφυγής.
Σχετική με τα ως άνω είναι η αυθεντία Αγαθοκλέους ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας (2016) 3 ΑΑΔ 359, ημ.21/06/16, Ολομέλεια, όπου υιοθετήθηκε η προσέγγιση στη Dome Investments Ltd v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.ά. (1989) 3 (Β) Α.Α.Δ. 741, όπου αναφέρθηκε ότι «[ό]χι μόνο όταν ελλείπουν τα στοιχεία, αλλά και όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο και τις συνθήκες λήψης της διοικητικής απόφασης η ακύρωση είναι αναπόφευκτη», και στην Πεττεμερίδης ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αμαθούντας (1991) 3 Α.Α.Δ. 820, όπου λέχθηκε ότι «[ε]ναπόκειται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να τεκμηριώσει τις προϋποθέσεις για τη λήψη και το περιεχόμενο της απόφασης» και περαιτέρω ότι «[σ]την απουσία τους ο δικαστικός έλεγχος είναι αδύνατος, γεγονός που επιφέρει και την ακύρωση της πράξης.».
Σημειώνω τέλος ότι ούτε το τεκμήριο της κανονικότητας, το οποίο επικαλούνται οι καθ’ ων η αίτηση στην αγόρευση τους, μπορεί να διαφοροποιήσει την ως άνω κατάληξη μου, καθώς, ως λέχθηκε στην Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987, «[σ]την απουσία έγγραφης καταχώρισης που να επιβεβαιώνει ότι η απόφαση για τη μετάθεση έχει ληφθεί από το όργανο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την σχετική αρμοδιότητα θεωρούμε ότι το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν διαθέτει την εμβέλεια να ενδύει με τον μανδύα της νομιμότητας τα όσα χρειάζονται να συντελεσθούν για να διενεργηθεί νόμιμα μια μετάθεση […]. Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των αρχών της χρηστής διοίκησης […] το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα προσέφερε ασυλία σε πράξεις αναρμοδίων οργάνων […].».
Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου παρέλκει η εξέταση των λοιπών εγειρόμενων εδώ ζητημάτων.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα €800, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο