
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 143/2023
27 Μαρτίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.T.M,
από Καμερούν
Αιτήτρια
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόρος για Αιτήτρια: Δημητρίου (κος) για Μ. Χατζηδάκη (κος)
Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Χρ. Δημητρίου (κα) για Μ. Παραδεισιώτη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 20.10.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας, την Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν, το οποίο εγκατέλειψε στις 03.03.2019 και αφίχθηκε παράτυπα στη Δημοκρατία στις 04.03.2019, υποβάλλοντας αίτηση για διεθνή προστασία στις 18.03.2019. Στις 13.07.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από λειτουργό της EUAA, ο οποίος υπέβαλε στις 10.10.2022 Εισηγητική Έκθεση (Recommendation Report) προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε στις 20.10.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 20.12.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ιδίας ημερομηνίας. Την απόφαση αυτήν προσβάλλει η Αιτήτρια μέσω της υπό εξέταση προσφυγής της.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου της, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, η Αιτήτρια προβάλλει νομικούς ισχυρισμούς περί παραβίασης του ενωσιακού δικαίου και των διεθνών συμβάσεων, περί πλάνης περί τα πράγματα και μη δέουσας έρευνας, περί μη επαρκούς και/ή νόμιμης αιτιολογίας (παραπέμποντας στο άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)1999), περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, περί παραβίασης του άρθρου 4 του περί Προσφύγων Νόμου και μεροληπτικής απόφασης, περί παραβίασης του δικαιώματος της Αιτήτριας στη χρηστή διοίκηση καθώς δεν της παραχωρήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικαστικές εγγυήσεις (κατά παράβαση του άρθρου 11(8) του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς και περί μη εξέτασης του κατά πόσον η Αιτήτρια πληροί τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Οι Καθ' ων η Αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης υποστηρίζοντας ότι οι λόγοι προσφυγής δε δικογραφούνται δεόντως και ότι σε κάθε περίπτωση αναπτύσσονται κατά τρόπο γενικό και αόριστο. Ακολούθως, εξετάζοντας και αντικρούοντας ένα έκαστο ισχυρισμό της Αιτήτριας, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης και το αίτημά της εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ότι αυτή είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, καθώς και ότι είναι επαρκώς αιτιολογημένη αφού η αιτιολογία της είναι πλήρης, εμπεριστατωμένη και σαφής, και σε πλήρη συμφωνία με το άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999. Διατείνονται επίσης ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν στάθμισης όλων των γεγονότων και δεδομένων της υπόθεσης, χωρίς να εμφιλοχωρήσει καμία πλάνη στο συλλογισμό/κρίση του αρμοδίου οργάνου. Σχετικά με την αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την απόφαση, επισημαίνουν πως η έγκριση της Εισηγητικής Έκθεσης και λήψη της απορριπτικής απόφασης έγινε από εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό. Υποστηρίζουν τέλος, ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο η ίδια φέρει, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή της, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ιδίου Νόμου.
Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, οι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Μελετώντας τη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας και σε συμφωνία με τα όσα υποβάλλει η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση, εύκολα διαπιστώνεται ότι πέραν των ζητημάτων αναρμοδιότητας, της μη παραχώρησης των προβλεπόμενων διαδικαστικών εγγυήσεων, της έλλειψης δέουσας έρευνας και της μη επαρκούς αιτιολογίας που εγείρονται επί τη βάση μιας σχετικής και συνοπτικής επιχειρηματολογίας, οι υπόλοιποι λόγοι ακυρώσεως προωθούνται με γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, όπως παραβίασης του ενωσιακού δικαίου και των διεθνών συμβάσεων, πλάνης περί τα πράγματα, μεροληπτικής κρίσης της Υπηρεσίας Ασύλου κ.ο.κ., χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο, ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[2].
Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία επί των λόγων ακυρώσεως που προωθούνται χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται έκαστος λόγος ακυρώσεως.[3] Στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως, ουδόλως εξηγείται με τη γραπτή αγόρευση, που είναι και το μέσο για ανάπτυξη μίας τέτοιας επιχειρηματολογίας. Η παράλειψη αυτή της Αιτήτριας επηρεάζει αναπόφευκτα τη νομική βάση των προωθημένων λόγων ακυρώσεως καθιστώντας αυτούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης και κατά τούτο όλοι οι ισχυρισμοί πλην οι αναφερόμενοι στην αναρμοδιότητα, στη μη παραχώρηση των προβλεπόμενων διαδικαστικών εγγυήσεων, στην έλλειψη δέουσας έρευνας και στη μη επαρκή αιτιολογία, απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αναιτιολόγητοι, αλλά και αλυσιτελείς.
Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, το Δικαστήριο έχει την υποχρέωση να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[4]. Ωστόσο κρίνεται πρωτίστως απαραίτητη, η εξέταση των ζητημάτων αναρμοδιότητας που προβλήθηκαν από τον συνήγορο της Αιτήτριας.
Επί του λόγου ακυρώσεως περί αναρμοδιότητας
Προέχει βεβαίως, λόγω της φύσης του αλλά και ως θέμα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ο οποίος και εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, ακόμα και αν δεν είναι δεόντως δικογραφημένος.
Οι ισχυρισμοί αυτοί της Αιτήτριας εδράζονται στη θέση ότι ελλείπουν τα στοιχεία καθορισμού του οργάνου που εξέδωσε την (επίδικη) απόφαση και συγκεκριμένα στην παρούσα περίπτωση, ότι η απόφαση δεν υπογράφεται από κάποιον από τους εξουσιοδοτημένους από τον Υπουργό Εσωτερικών διοικητικούς λειτουργούς, ενώ ούτε υπάρχει ρητή εξουσιοδότηση από τον Υπουργό Εσωτερικών προς τον λειτουργό που ετοίμασε την Εισηγητική Έκθεση για την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας, με αποτέλεσμα να προκύπτει και παράβαση τύπου, που συνιστά ακύρωση της πράξης. Το επιχείρημά του συνηγόρου της Αιτήτριας βασίζεται στη θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από την κυρία Γ.Α.[5], η οποία υπογράφει την επιστολή με την οποία η Αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόρριψη της απόφασής της.
Ισχυρίζεται περαιτέρω ο κ. Χατζηδάκης, όχι πάντως ευθέως αλλά εμμέσως, δια παραπομπής στα λεχθέντα της Καθηγήτριας Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κας Πρεβεδούρου, ότι «όλες οι αποφάσεις των διοικητικών αρχών περιλαμβάνουν, εκτός της υπογραφής του συντάκτη, τη μνεία, με ευανάγνωστούς χαρακτήρες, του ονόματος, του επωνύμου και της ιδιότητας του», η δε έλλειψη, ως περαιτέρω υποβάλλει, συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου. Θέτει κατά τούτο ζήτημα αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε τόσο την προσβαλλόμενη απόφαση όσο και την εισήγηση καθώς δεν υπάρχει ρητή εξουσιοδότηση προς το πρόσωπο του από τον Υπουργό.
Επισημαίνω καταρχάς ότι διαφωνώ με την εισήγηση του κ. Χατζηδάκη ότι την προσβαλλόμενη απόφαση εξέδωσε αναρμοδίως το πρόσωπο που απέστειλε την απορριπτική επιστολή, ήτοι η κα Ι.Γ.[6] (και όχι η κα Γ.Α., ως εσφαλμένα καταγράφεται στη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας). Τούτο, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε ασφαλώς από το πρόσωπο που κοινοποίησε αυτήν στην Αιτήτρια, αλλά από το λειτουργό ο οποίος ενέκρινε την εισηγητή έκθεση του λειτουργού της EUAA. Συγκεκριμένα διαπιστώνω μέσα από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ότι η υποβληθείσα στην υπό κρίση υπόθεση Εισηγητική Έκθεση (Βλ. συναφώς ερυθρά 59-47 του δ.φ.) ημερομηνίας 10.10.2022, φέρει στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας αυτής (Βλ. ερυθρό 59 του δ.φ.), σφραγίδα με την ένδειξη «Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου […] εγκρίνεται.», ημερομηνία 20.10.2022, μία μονογραφή και ακριβώς από κάτω μία σφραγίδα με το όνομα «Α.A.»[7] και ακόμη μία σφραγίδα πιο κάτω με τη λέξη «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ».
Ως προκύπτει από την εξουσιοδότηση που δόθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών ημερ. 09.06.2022 και η οποία εντοπίζεται ως ερυθρό 61 στο δ.φ., ο κ. Α.Α. είναι εξουσιοδοτημένος να ασκεί μέρος των εξουσιών ή να εκτελεί μέρος των καθηκόντων του Προϊστάμενου, που αφορούν μεταξύ άλλων την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Η παραχώρηση της σχετικής εξουσιοδότησης είναι επιτρεπτή δυνάμει ρητής διάταξης νόμου, ήτοι του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, ως επιβάλλει το εδάφιο (4) του άρθρου 17 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999, σε συνδυασμό και με το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962). Συνάγεται ευθέως από το ερμηνευτικό άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου, ότι πρόσωπο το οποίο έχει εξουσία να εκδίδει αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου, είναι και οποιοσδήποτε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό Εσωτερικών, «για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου».
Ωστόσο το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Ο συνήγορος της Αιτήτριας εγείρει, έστω επιδερμικά, και το ζήτημα κατά πόσο ο λειτουργός που ετοίμασε την Εισηγητική Έκθεση για την απόρριψη της αίτησης της ήταν ρητώς εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, προς έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Επισημαίνω πως παρά την ατελή διατύπωση του ισχυρισμού, το Δικαστήριο δύναται να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως το κρίσιμο αυτό ζήτημα, καθώς τούτο αφορά ζήτημα δημόσιας τάξεως. Η αρμοδιότητα των διοικητικών οργάνων συνιστά στοιχείο που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την πρωτοβουλία των διαδίκων, αλλά μπορεί να εξεταστεί από το δικαστήριο ακόμη και αν δεν έχει προβληθεί με τον πλέον ακριβή νομικό τρόπο. Άλλωστε η εξέταση του ζητήματος της αναρμοδιότητας στην υπό συζήτηση υπόθεση, δεν γίνεται σε εντελώς διαφορετική βάση, αλλά συνιστά μια φυσική εξέλιξη της επιχειρηματολογίας που ήδη τέθηκε από τον συνήγορο της Αιτήτριας. Το επιχείρημα της αναρμοδιότητας τέθηκε εξαρχής, έστω και αν δεν διατυπώθηκε με τον πλέον ακριβή νομικό τρόπο. Επομένως, φρονώ πως το γενικό υπόβαθρο για τη συζήτηση του ζητήματος είχε τεθεί και ότι οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν την ευκαιρία να τοποθετηθούν.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση απαντώντας την σχετική επιχειρηματολογία της Αιτήτριας, εστιάζει στην τυπική εγκυρότητα της εξουσιοδότησης, ισχυριζόμενη ότι από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου είναι σαφές ότι το πρόσωπο που άσκησε αποφασιστική αρμοδιότητα, εγκρίνοντας την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ήταν ο κ. Α.Α., ο οποίος ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ως έχω ωστόσο επισημάνει, το κρίσιμο ζήτημα που ανακύπτει, ως φυσικό επακόλουθο της επιχειρηματολογίας της Αιτήτριας, αφορά τη νομιμότητα της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, εστιάζοντας στο εάν το πρόσωπο που άσκησε την αποφασιστική αυτή αρμοδιότητα ενήργησε εντός των ορίων της εξουσιοδότησης που του είχε παραχωρηθεί. Εξέταση του ζητήματος αυτού επιβάλλει την παραπομπή στο περιεχόμενο της ίδιας της εξουσιοδότησης ημερ. 09.06.2022 η οποία δόθηκε στον κ. Α.Α. και η οποία εντοπίζεται στο ερυθρό 61 του δ.φ. Το σημαντικό εν προκειμένω είναι το τελευταίο σημείο της εξουσιοδότησης αυτής, σύμφωνα με την οποία: «Η παρούσα εξουσιοδότηση αφορά αποφάσεις επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Η εξουσιοδότηση λοιπόν που παραχωρήθηκε από τον Υπουργό προβλέπει ρητά ότι η λήψη αποφάσεων από εξουσιοδοτημένους λειτουργούς αφορά αποκλειστικά περιπτώσεις στις οποίες η απόφαση βασίζεται σε εισηγήσεις λειτουργών ορισμένου χρόνου. Στην παρούσα περίπτωση, η εισηγητική έκθεση υπογράφεται από τον λειτουργό CW085 ο οποίος, ως ρητά καταγράφεται, ενεργεί «on behalf of CW093» (βλ. ερ. 47 του δ.φ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, το καθεστώς εργοδότησης των λειτουργών CW085 και CW093 συνδέεται άρρηκτα με την αρμοδιότητα του αποφασίζοντος λειτουργού -εξ ου και η αυτεπάγγελτη εξουσία του Δικαστηρίου προς εξέταση του ζητήματος. Η εξουσιοδότηση που παραχωρήθηκε στον τελευταίο καθορίζει με σαφήνεια ότι μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις μόνο στη βάση εισηγήσεων λειτουργών ορισμένου χρόνου. Ωστόσο ενώπιόν μου δεν έχει τεθεί τίποτα που να αποκαλύπτει το καθεστώς εργοδότησης των λειτουργών της EUAA. Εφόσον λοιπόν δεν είναι δυνατόν να διακριβωθεί αν ο συντάκτης (ή οι συντάκτες) της εισηγητικής έκθεσης ανήκει σε αυτή την κατηγορία, ανακύπτει άμεσα ζήτημα ως προς τη νομιμότητα της ίδιας της απόφασης. Η τήρηση των όρων της εξουσιοδότησης δεν μπορεί να ελεγχθεί με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί ούτε το κατά πόσο η απόφαση ελήφθη κατά παράβαση της διοικητικής ιεραρχίας και, ως εκ τούτου, αν πάσχει από έλλειψη αρμοδιότητας, γεγονός που συνιστά ουσιώδη πλημμέλεια.
Επισημαίνεται ότι το ίδιο το περιεχόμενο της εξουσιοδότησης υποδεικνύει ότι ο συντάκτης της, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο ποιοι λειτουργοί συντάσσουν τις εισηγητικές εκθέσεις, γεγονός που ενισχύει τη σημασία του ζητήματος. Δεν πρόκειται για μία τυπική διαδικαστική προϋπόθεση, αλλά για έναν θεμελιώδη όρο της διοικητικής διαδικασίας, η παραβίαση του οποίου ενδέχεται να καθιστά την απόφαση νομικά ελαττωματική. Δεδομένου ότι το ζήτημα δεν αφορά απλώς την εσωτερική κατανομή αρμοδιοτήτων εντός της διοίκησης, αλλά την ίδια τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης, το δικαστήριο δεν μπορεί να το παραβλέψει.
Επισημαίνεται ότι από τη στιγμή που τίθεται, δεόντως, ζήτημα αρμοδιότητας, το βάρος απόδειξης μετατίθεται στους Καθ’ ων η αίτηση, δηλαδή στη διοικητική αρχή που εξέδωσε την απόφαση. Η νομολογία έχει κρίνει ότι όταν αμφισβητείται η αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου, η διοίκηση φέρει την ευθύνη να αποδείξει ότι η πράξη της εκδόθηκε νομίμως. Στην προκειμένη περίπτωση, οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να προσκομίσουν τα απαραίτητα στοιχεία που θα αποδείκνυαν ότι οι λειτουργοί CW085 και CW093 ήταν πράγματι λειτουργοί ορισμένου χρόνου. Η παράλειψή τους να το πράξουν αφήνει το δικαστήριο χωρίς επαρκή τεκμήρια για τη νομιμότητα της απόφασης, ενισχύοντας την ανάγκη αυτεπάγγελτου ελέγχου.
Προσθέτω πως η αποτυχία των Καθ' ων να προσκομίσουν οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο αναφορικά με το καθεστώς απασχόλησης των εισηγητών δεν μπορεί να υποκατασταθεί από γενικές αναφορές περί τυπικής εγκυρότητας της εξουσιοδότησης. Εφόσον η εξουσιοδότηση ήταν σαφώς περιορισμένη σε εκθέσεις λειτουργών ορισμένου χρόνου, το βάρος απόδειξης περιλάμβανε την υποχρέωση να αποδειχθεί και η συνδρομή αυτής της ουσιαστικής προϋπόθεσης. Η μη προσκόμιση στοιχείων ισοδυναμεί με αποτυχία αποδείξεως, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης.
Οι Καθ’ ων η αίτηση επέλεξαν να απαντήσουν με γενικό τρόπο στην σχετική επιχειρηματολογία, παραλείποντάς να εστιάσουν στο κρίσιμο στοιχείο της υπόθεσης – δηλαδή το αν ο συντάκτης της εισήγησης ήταν πράγματι λειτουργός ορισμένου χρόνου. Το βασικό επιχείρημα των Καθ’ ων η αίτηση ήταν ότι ο λειτουργός που έλαβε την απόφαση ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό. Η θέση τους, δηλαδή, επικεντρώθηκε στο ότι η εξουσιοδότηση ήταν έγκυρη και ότι ο λειτουργός είχε τη νομική βάση για να εκδώσει την απόφαση. Ωστόσο, το Δικαστήριο, εμβαθύνοντας περισσότερο στο θέμα, εξετάζει εάν η εξουσιοδότηση αυτή εφαρμόστηκε ορθά, δηλαδή αν η απόφαση στηρίχθηκε πράγματι σε εισήγηση λειτουργού ορισμένου χρόνου, όπως απαιτούσε η εξουσιοδότηση.
Ενόψει των πιο πάνω, με έχει προβληματίσει το ζήτημα κατά πόσο, υπό το φως των όσων εντοπίστηκαν, το Δικαστήριο είχε την υποχρέωση να επανανοίξει την υπόθεση επιζητώντας από τους Καθ’ ων η αίτηση να προσκομίσουν στοιχεία που τυχόν να επιλύαν το ζήτημα.
Το ζήτημα αυτό απασχόλησε ομοίως τον αδελφό μου Δικαστή Α. Χριστοφόρου στην πρόσφατη απόφαση του S.M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου[8], ο οποίος κατάληξε σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, εξετάζοντας μάλιστα και το ζήτημα κατά πόσο θα μπορούσε να αντληθεί δικαστική γνώση επί τούτου από την πλειάδα άλλων υποθέσεων στις οποίες κατέστη επίδικο πανομοιότυπο ζήτημα. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο αδελφός μου Δικαστής, με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνη και ενόψει τούτου, κρίνω σκόπιμη την παραπομπή στο σχετικό απόσπασμα όπου διαλαμβάνονται τα ακόλουθα (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Ενόψει των ως άνω, έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου και της αγόρευσης των καθ' ων η αίτηση, δεν εντοπίζω σημείο όπου το ως άνω ζήτημα να απαντάται ή στοιχείο εκ του οποίου να μπορεί να συναχθεί το κατά πόσο ο λειτουργός με κωδικό CW079, ο οποίος υπογράφει στο ερ.77 και υποβάλλει την επίδικη έκθεση/εισήγηση, είναι λειτουργός «ορισμένου χρόνου».
Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι, από τη στιγμή που τίθεται ζήτημα της αρμοδιότητας, το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους των καθ' ων η αίτηση να αποδείξουν ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε αρμοδίως.
Ενόψει των ανωτέρω, δεδομένου του ότι το συγκεκριμένο επίδικο ζήτημα σχετικά με την αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την απόφαση οργάνου σε συνάρτηση με την αναφορά στην σχετική εξουσιοδότηση (ερ.75) περί αποφάσεων «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου» έχει ήδη απασχολήσει προσφάτως πολλάκις το Δικαστήριο, με έχει προβληματίσει το κατά πόσο θα μπορούσε να αντληθεί δικαστική γνώση επί τούτου από την πλειάδα άλλων υποθέσεων στις οποίες κατέστη επίδικο τα πανόμοιο ζήτημα. Σχετικώς, στη Νεοκλέους ν. Γενικού Εισαγγελέα (1993) 1 Α.Α.Δ. 352, ημ.31/05/93, αναφέρθηκε ότι «[η] γνώση που κτάται από το δικαστήριο κατά την εκδίκαση υποθέσεων παρόμοιων ή και διαφορετικών από την υπό εκδίκαση υπόθεση δεν εξομοιώνεται με δικαστική γνώση. Δικαστική γνώση μπορεί να ληφθεί μόνο για γεγονότα τα οποία είναι πασίγνωστα σε βαθμό που να αποτελούν κοινή γνώση.». Συνεπώς γεγονός που περιήλθε εις γνώση του Δικαστηρίου στα πλαίσια άλλης εκδικασθείσας ενώπιον του υπόθεσης, παρόμοιας, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής γνώσης. Ο λόγος δε της προαναφερθείσας αυθεντίας έχει επιβεβαιωθεί και στην πιο πρόσφατη Δήμος Λευκωσίας ν. Άντη Λεοντιάδη και Άλλης (2006) 1 ΑΑΔ 66.
Περαιτέρω έχω προβληματιστεί κατά πόσο θα ήταν αρμόζον - εξ ιδίας πρωτοβουλίας - να προβώ σε επανάνοιγμα της υπόθεσης, ώστε να τεθεί το ζήτημα, προκειμένου να έχω τη θέση των καθ' ων η αίτηση επί τούτου.
Επί του ζητήματος της εξουσίας του Δικαστηρίου να προβαίνει σε επανάνοιγμα υπόθεσης όταν η απόφαση έχει επιφυλαχθεί διευκρινίστηκαν στη Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1993) 3 ΑΑΔ 165, ημ.14/05/93, απόφαση Πλήρους Ολομέλειας, τα εξής, που, ως περαιτέρω αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση, ισχύουν και στην πρωτόδικη δίκη:
«Έχει νομολογιακά καθιερωθεί στις υποθέσεις της Ολομέλειας, Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 416/88 και 445/88, ημερομηνίας 14/2/92, Δημοκρατία ν. Νίκου Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858, Νιόβη Παπαϊωάννου και Άλλων ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.ΑΔ. 659 και Δημοκρατίας ν. Γρηγόρη Θαλασσινού (1991) 3 Α.ΑΔ. 423, ότι το πλαίσιο και τα κριτήρια άσκησης της δικαιοδοσίας για το επανάνοιγμα έφεσης προσδιορίζεται από την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Νίκου Σαμψών (ανωτέρω), ότι "το επανάνοιγμα της έφεσης μπορεί να διαταχθεί από το Εφετείο μόνο στην περίπτωση που το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται για το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενόψει γεγονότων τα οποία προέκυψαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης".»
Επιστρέφοντας στα γεγονότα της υπόθεσης παρατηρώ ότι στην παρούσα η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου ηγέρθη δεόντως και ήταν σε γνώση των καθ' ων η αίτηση ήδη από την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης του αιτητή. Παρά δε όμως τις αναφορές των καθ' ων η αίτηση στην αγόρευση τους επί των λοιπών ζητημάτων που εγείρονται δια της αγορεύσεως του αιτητή για την αρμοδιότητα των εμπλεκόμενων στην επίδικη αίτηση και επ' αυτής απόφαση, ουδέν αναφέρουν επί της συγκεκριμένης πτυχής που αφορά την αρμοδιότητα του αποφασίζοντος οργάνου, ήτοι σε συνάρτηση με την ρητή πρόνοια που περιέχεται στο ερ.75 περί αποφάσεων «επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου». Παρά λοιπόν το ότι όφειλαν να βεβαιωθούν ότι τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τα στοιχεία που απαιτούνταν υπό τις περιστάσεις, ουδέν έπραξαν οι καθ' ων η αίτηση προκειμένου να τοποθετηθούν σχετικώς ή να ελέγξουν αν στον φάκελο που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσης υπάρχουν αυτά ή να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου σχετική μαρτυρία που θα τους επέτρεπε να αποσείσουν το σχετικό βάρος απόδειξης ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη αρμοδίως.
Δεν διαλανθάνει της προσοχής μου βεβαίως η πολύ προσφάτως εκδοθείσα απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Έφεση (κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π.) αρ.26/20, Δημοκρατία ν. Singh, ημ.10/09/24, όπου επιβεβαιώθηκε ότι «οι εξουσίες του [Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας] σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης, είναι ευρείες και ο ρόλος του ρυθμιστικός». Όμως δεν θεωρώ ότι η εξουσία που κέκτηται το Δικαστήριο στα πλαίσια του εξεταστικού συστήματος να διευθύνει τη δίκη και την προσαγωγή μαρτυρίας φτάνει μέχρι την υποχρέωση - και μάλιστα κατόπιν επιφύλαξης της απόφασης - να επεμβαίνει προς διόρθωση κενών και παραλείψεων εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση επί ζητημάτων τα οποία ηγέρθηκαν δεόντως και εγκαίρως δια της αγόρευσης του αιτητού. Άλλωστε το ζήτημα που απασχόλησε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην ως άνω έφεση ήταν το κατά πόσο θα μπορούσε το Δικαστήριο να αγνοήσει - χωρίς να δώσει αιτιολογία προς τούτο - έγγραφο του οποίου την κατάθεση αποδέχθηκε κατά τις διευκρινήσεις.
Εν προκειμένω λοιπόν, στη βάση και των όσων πιο πάνω αναφέρω για την υποχρέωση των καθ' ων η αίτηση, ιδίως εφόσον το ζήτημα ηγέρθη δια της αγορεύσεως του αιτητή, να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία εκ των οποίων αποδεικνύεται η αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση, είναι κατάληξη μου ότι η έλλειψη στοιχείων σχετικών με τούτο, ήτοι κατά πόσο ο συγγράφοντας την έκθεση επί της οποίας εξεδόθη η επίδικη απόφαση είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου, ως ρητώς προνοείται στο ερ.75, όπου περιέχεται η εξουσιοδότηση προς τον λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση λειτουργό (ερ.88), δεν μπορεί παρά να σφραγίσει την τύχη της παρούσης προσφυγής».
Είναι λοιπόν και η δική μου κατάληξη ότι οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν επαρκή γνώση του επίδικου ζητήματος και την ευκαιρία να τοποθετηθούν, ακόμα κι αν δεν αξιοποίησαν αυτή την ευκαιρία με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Το σημαντικό είναι ότι η κρίσιμη παράμετρος (δηλαδή η σύνδεση της εξουσιοδότησης με το καθεστώς του εισηγητή) ήταν εγγενώς συνδεδεμένη με το ευρύτερο ζήτημα της αρμοδιότητας, το οποίο είχε ήδη τεθεί και επί του οποίου οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να θέσουν ενώπιόν του Δικαστηρίου όλα τα σχετικά στοιχεία.
Στην απουσία αυτών, η κατάληξη μου δεν μπορεί παρά να είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.
Όπως έχει επανειλημμένως διατυπωθεί στη νομολογία, η έκδοση διοικητικής πράξης από μη αρμόδιο πρόσωπο ή όργανο συνιστά ουσιώδη πλημμέλεια, η οποία προσβάλλει τη νομιμότητα της διοικητικής διαδικασίας και καθιστά την πράξη ακυρωτέα εξ υπαρχής. Στην παρούσα υπόθεση, και εν τη απουσία οποιουδήποτε πρακτικού ή εγγράφου που να αποδεικνύει την τήρηση της νόμιμης διοικητικής ιεραρχίας ή την ιδιότητα του εισηγητή ως λειτουργού ορισμένου χρόνου, η προσβαλλόμενη απόφαση ερείδεται επί εισηγητικής έκθεσης προσώπου του οποίου η ιδιότητα και εξουσιοδότηση δεν τεκμηριώθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η έλλειψη αρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την πράξη συνιστά ανυπέρβλητο ελάττωμα, που προσβάλλει την ουσία της διοικητικής διαδικασίας και καθιστά την πράξη ακυρωτέα εκ του νόμου και αναδρομικά (ex tunc), χωρίς δυνατότητα νομιμοποίησης εκ των υστέρων.
Ως έχω επισημάνει και στο παρελθόν, με παραπομπή σε σχετική νομολογία[9], το Δικαστήριο, παρότι αποτελεί δικαστήριο πλήρους και ex nunc δικαιοδοσίας, δεν δύναται να ασκήσει τον έλεγχο ουσίας σε περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται νομοτύπως εκδοθείσα διοικητική πράξη από αρμόδιο όργανο, κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 11(3) και (4) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018), η δυνατότητα του Δικαστηρίου να εξετάσει την ουσία προϋποθέτει τη λήψη απόφασης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ή άλλο νομίμως εξουσιοδοτημένο όργανο.
Η υποκατάσταση του Δικαστηρίου στη διοικητική κρίση σε στάδιο κατά το οποίο η Διοίκηση δεν έχει ασκήσει την αποδιδόμενη σε αυτήν αρμοδιότητα προσκρούει στη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των εξουσιών και αναιρεί την προαπαιτούμενη δομή της διοικητικής διαδικασίας. Ο νομοθέτης έχει προβλέψει όπως η κρίση επί αιτήματος διεθνούς προστασίας πραγματοποιείται καταρχάς από τη Διοίκηση, η οποία, κατόπιν εξέτασης όλων των πραγματικών και νομικών στοιχείων, αποφασίζει νομίμως, ώστε να καταστεί δυνατή η δικαστική επανεξέταση της απόφασης.
Η έλλειψη τέτοιας έγκυρης διοικητικής πράξης καθιστά, συνεπώς, ανέφικτη την ουσιαστική αξιολόγηση του αιτήματος από το Δικαστήριο, τυχόν αποδοχή της αντίθετης άποψης θα επέφερε τον ανεπίτρεπτο περιορισμό της προσφυγής σε πρωτοθάθμια κρίση και θα καθιστούσε το Δικαστήριο πρώτο και τελευταίο αποδέκτη του αιτήματος, καταργώντας στην πράξη το διοικητικό στάδιο εξέτασης.
Συνεπώς, το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να προχωρήσει σε εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, εφόσον απουσιάζει νόμιμη πρωτοβάθμια κρίση επί του αιτήματος από το αρμόδιο διοικητικό όργανο.
Υπό το φως του συνόλου των πιο πάνω διαπιστώσεων, είναι η κατάληξη μου ότι η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/2018), λόγω αναρμοδιότητας. Επιδικάζονται €800 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (ως έχουν τροποποιηθεί): «Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής τηρουμένων των αναλογιών σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις/προσθήκες που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
[3] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344
[4] Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018)
[5] Το ονομάτεπώνυμο της λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.
[6] Το όνοματεπώνυμο του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.
[7] Το ονοματεπώνυμο του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.
[8] Υπόθεση αρ. 3067/23, S.M. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, 17.01.2025.
[9] Βλ. σχετικώς, απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, υπό ίδια μονομελή σύνθεση, στην XS ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1588/2021, 6.10.2023.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο