ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ: Α.M.A, Νομική Αρωγή αρ. 203/2024, 11/3/2025
print
Τίτλος:
ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ: Α.M.A, Νομική Αρωγή αρ. 203/2024, 11/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 Νομική Αρωγή αρ. 203/2024

11 Μαρτίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002,

Ν. 168(Ι)/2002 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΑΡ.1) ΤΟΥ 2003

 

ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ:

Α.M.A

από Σομαλία

                            Αιτητής

 

Ο Αιτητής εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως

Για τους Καθ' ων η αίτηση : Κ. Μιχαηλίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

[Y. Mohamed (κος), Διερμηνέας για διερμηνεία από Somali στην αγγλική και αντίστροφα

Α. Χατζησάββας για διερμηνεία από αγγλικά στα ελληνικά και αντίστροφα]

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

E. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο Aιτητής με την αίτησή του ημερομηνίας 18.11.2024, αιτείται την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, έτσι ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να διορίσει δικηγόρο, προκειμένου να χειριστεί την προσφυγή που έχει ήδη καταχωρίσει εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 21.10.2024, ως αυτή κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 01.11.2024, με την οποίαν απορρίπτεται η αίτησή του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Ως προκύπτει από το γραπτό σημείωμα που κατατέθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα, καθώς και από τα τεκμήρια που επισυνάπτονται σε αυτό, τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση σκιαγραφούνται ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Σομαλία την οποίαν εγκατέλειψε στις 13.09.2024 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, καταθέτοντας αίτηση χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 26.09.2024. Στις 18.10.2024 διενεργήθηκε η συνέντευξη ασύλου του Αιτητή με λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EUAA, πρώην EASO, στο εξής αναφερόμενη ως «EUAA»), ο οποίος  στις 21.10.2024 εισηγήθηκε δια της Εισηγητικής του Έκθεσης προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Η εν λόγω εισήγηση εγκρίθηκε στις 21.10.2024, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησής του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 01.11.2024 μέσω επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας.

  

Εναντίον της απόφασης αυτής, ο Αιτητής  καταχώρισε την προσφυγή υπ' αρ. 4575/24 για την προώθηση της οποίας, μέσω δικηγόρου, επιθυμεί να λάβει δωρεάν νομική αρωγή, μέσω της υπό εξέταση αίτησης.

 

Στο έντυπο της αίτησής του για άσυλο, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη Σομαλία εξαιτίας ενός οικογενειακού προβλήματος το οποίο κατέληξε σε σύγκρουση φυλής καθιστώντας τον ίδιο ως στόχο.  Εγκατέλειψε, ως καταγράφει, νόμιμα τη Σομαλία και  μετέβη στο Μπαγκλαντές επειδή ήταν η γρηγορότερη θεώρηση εισόδου (visa) ) που θα μπορούσε να εξασφαλίσει. Ακολούθως, παρέμεινε στο Μπαγκλαντές για έξι (6) χρόνια, ωστόσο η κατάσταση εκεί είχε γίνει χειρότερη ενώ ως υποστήριξε  προσπαθούσε να πάρει άσυλο στο Μπαγκλαντές αλλά δεν κατέστη εφικτό. Μη μπορώντας πλέον να έχει ζωή εκεί αποφάσισε να έρθει εδώ (here) προκειμένου να αναζητήσει άσυλο και προστασία. 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης του στην Υπηρεσία Ασύλου, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Mogadishu, όπου διέμενε μέχρι την αναχώρησή του, ενώ για 20 ημέρες το 2017 είχε ζήσει στη Baidoa. Ισχυρίστηκε ότι ανήκει στη φυλή Ashraf, η οποία υποδιαιρείται περαιτέρω σε Hassan και Hussein, με τον ίδιο να ανήκει στους Hassan. Αναφερόμενος στην οικογένειά του, δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε το 2017, ενώ η μητέρα του και οι πέντε μικρότερες αδελφές του ζουν στη Mogadishu. Υποστήριξε ότι έχει επαφή μόνο με τη μητέρα και τις αδελφές του, ενώ δε διατηρεί σχέσεις με τη δεύτερη σύζυγο του πατέρα του και τα ετεροθαλή αδέλφια του λόγω διαφορών. Ανέφερε επίσης ότι έχει ένα θείο στις ΗΠΑ, με τον οποίο διατηρεί επαφή. Αναφορικά με την εκπαίδευσή του, ο Αιτητής δήλωσε ότι αποφοίτησε από λύκειο στη Mogadishu και στη συνέχεια από Πανεπιστήμιο στο Μπαγκλαντές, όπου σπούδασε Φαρμακευτική από το 2019 έως το 2023. Ανέφερε ότι μετέβη στο Μπαγκλαντές για λόγους ασφαλείας και ότι κατά τη διαμονή του εκεί, η οικονομική του στήριξη προερχόταν από τον εξάδελφό του στις ΗΠΑ. Όσον αφορά το επαγγελματικό του ιστορικό, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε εργαστεί ποτέ ούτε στη Σομαλία ούτε στο Μπαγκλαντές, καθώς στη Σομαλία δεν υπήρχαν διαθέσιμες θέσεις εργασίας, ενώ στο Μπαγκλαντές δεν του επιτρεπόταν να εργαστεί.

 

Ο Αιτητής δήλωσε περαιτέρω ότι έζησε για έξι (6) συνεχόμενα χρόνια στο Μπαγκλαντές χωρίς να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Ταξίδεψε αρχικά από τη Σομαλία στο Μπαγκλαντές και στη συνέχεια από το Μπαγκλαντές στη Δημοκρατία, και στις δύο περιπτώσεις με φοιτητική θεώρηση εισόδου, χρησιμοποιώντας το σομαλικό διαβατήριό του, το οποίο εξέδωσε χωρίς κανένα πρόβλημα, ωστόσο αυτό κρατήθηκε από τον διακινητή κατά τη διέλευσή του στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου.

 

Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω οικογενειακής διαμάχης και απειλών που δέχθηκε από τη μητριά του, την οικογένειά της και την Al-Shabab. Ανέφερε ότι το πρόβλημα ξεκίνησε από τη γέννησή του, καθώς η πρώτη σύζυγος του πατέρα του τον ζήλευε. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η σύγκρουση για την περιουσία εντάθηκε, με τη μητριά του και τα παιδιά της να τον στοχοποιούν, εκμεταλλευόμενοι τη δύναμη της φυλής τους, η οποία είχε επιρροή τόσο στην περιοχή όσο και στην κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι η μητριά του ανήκε στη φυλή Habar Gidir, η οποία είναι μια από τις κυρίαρχες και ισχυρές φυλές στη Σομαλία, σε αντίθεση με τη δική του φυλή Ashraf, η οποία αποτελεί μειονοτική και περιθωριοποιημένη ομάδα υποστηρίζοντας ότι η μητριά του και η οικογένειά της εκμεταλλεύτηκαν την επιρροή που τους παρείχε η φυλή τους τόσο στην κοινωνία όσο και στην κυβέρνηση, προκειμένου να τον στοχοποιήσουν και να διεκδικήσουν την περιουσία του πατέρα του. Επιπλέον, ανέφερε ότι η μητέρα του, που επίσης ανήκε στη φυλή Ashraf, δεν είχε κανέναν να τη στηρίξει, καθώς η φυλή τους δεν έχει ισχυρή πολιτική ή κοινωνική δύναμη.

 

Ακολούθως, ο Αιτητής ανέφερε ότι κλήθηκε στο δικαστήριο, όπου του ζητήθηκε να παραδώσει έγγραφα σχετικά με τη γη που είχε υποσχεθεί ο πατέρας του στη μητριά του. Δήλωσε ότι η μητέρα του υπέστη σωματική επίθεση στο δικαστήριο, ενώ ο ίδιος δέχθηκε λεκτική κακοποίηση. Στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί την μητέρα του, ανέλαβε την ευθύνη για τα έγγραφα που δεν είχαν βρεθεί. Όπως υποστήριξε, τα έγγραφα αυτά τα είχε αρχικά ένας συγγενής του πατέρα του, ο οποίος όμως σκοτώθηκε ενώ ζούσε σε άλλη χώρα. Μετά τον θάνατό του, ο Αιτητής έγινε ο μοναδικός που είχε πληροφορίες για τη γη, γεγονός που τον καθιστούσε άμεσο στόχο της οικογένειας της μητριάς του.

 

Λόγω της αυξανόμενης απειλής, η μητέρα του τον έστειλε στη Baidoa για 20 ημέρες. Εκεί, όπως ανέφερε, η Al-Shabab τον κάλεσε σε δικαστήριο και τον απείλησε. Φοβούμενος για τη ζωή του, επέστρεψε στη Mogadishu, αλλά δεν πήγε στο σπίτι της μητέρας και των αδελφών του. Παρέμεινε κρυμμένος μέχρι που κατάφερε να εξασφαλίσει βίζα και να φύγει για το Μπαγκλαντές.

 

Ερωτηθείς για τους βασικούς λόγους που εγκατέλειψε την πατρίδα του, απάντησε ότι στοχοποιήθηκε τόσο από τη μητριά του και την οικογένειά της όσο και από την Al-Shabab, την οποίαν, όπως ισχυρίστηκε, η μητριά του χρησιμοποιούσε εναντίον του. Ανέφερε ότι η διαμάχη αφορούσε την περιουσία και συγκεκριμένα τη γη και τα κτίρια όπου διέμενε με τη μητέρα του. Ωστόσο, υποστήριξε ότι η αιτία των προβλημάτων του δεν ήταν μόνο η διεκδίκηση της περιουσίας, αλλά το γεγονός ότι η γέννησή του αποτέλεσε την αφετηρία της οικογενειακής σύγκρουσης.

Συγκεκριμενοποιώντας τους ισχυρισμούς του, υποστήριξε ότι η σύγκρουση με την πρώτη σύζυγο του πατέρα του ξεκίνησε από τη γέννησή του, καθώς εκείνη είχε ήδη ένα παιδί έξι μήνες μεγαλύτερο, αλλά θεωρούσε ότι ο πατέρας τους ευνοούσε τον Αιτητή. Ισχυρίστηκε ότι η μητριά του διεκδικούσε το σπίτι όπου διέμενε ο ίδιος και η μητέρα του, καθώς και άλλα ακίνητα, υποστηρίζοντας ότι ο πατέρας του είχε υπογράψει σχετικά έγγραφα, τα οποία όμως δεν υπήρχαν. Ως ισχυρίστηκε, όσο ζούσε ο πατέρας του, δεν θα παρέδιδε περιουσία στη μητριά του, καθώς εκείνη δεν είχε αποδείξεις, αναφέροντας ότι ο ίδιος συζητούσε μαζί του τα προβλήματα με την οικογένεια της πρώτης συζύγου του, η οποία τελικά χώρισε από τον πατέρα του. Ωστόσο, υποστήριξε ότι αν η μητριά του αποκτούσε την περιουσία, η δική του οικογένεια δεν θα κληρονομούσε τίποτα.

 

Όσον αφορά την επίλυση κτηματικών διαφορών στη Σομαλία, ανέφερε ότι κυρίως επιλύονται από ισχυρότερες φυλές, ενώ σε άλλες περιπτώσεις παρεμβαίνουν η κυβέρνηση και τα δικαστήρια. Στη δική του περίπτωση, το δικαστήριο της περιοχής ήταν αρμόδιο, με την πρώτη σύζυγο του πατέρα του και τα παιδιά της να καταθέτουν αγωγή εναντίον της οικογένειας του Αιτητή, στοχεύοντας ιδιαίτερα τον ίδιο. Ο ίδιος  ήταν ο νεότερος γιος του πατέρα του και το μοναδικό αγόρι από τα παιδιά της μητέρας του, με αποτέλεσμα να κατέχει όλα τα υπάρχοντα του πατέρα του.

 

Δήλωσε περαιτέρω ότι ενώ βρισκόταν στο σχολείο, εξαναγκάστηκε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο, όπου η μητριά του και τα παιδιά της τον απείλησαν και υπήρξε σωματική βία. Υποστήριξε ότι, στη Σομαλία, ένα 15χρονο αγόρι δεν θεωρείται ανήλικο, ενώ το δικαστήριο της περιοχής ελεγχόταν από τη φυλή της μητριάς του. Ως ανέφερε, όταν μειονοτικές φυλές χάνουν περιουσίες, συχνά καταφεύγουν στο δικαστήριο της Al-Shabab για δικαίωση. Σχετικά με το κουτί που περιείχε τα έγγραφα, δήλωσε ότι ανήκε στον πατέρα του και φυλασσόταν στο σπίτι τους. Όταν του ζητήθηκε να φέρει στο δικαστήριο τα έγγραφα του πατέρα του, θεωρούσε ότι ο πραγματικός σκοπός ήταν να εμποδιστεί από το να κληρονομήσει την περιουσία. Ο Αιτητής ανέφερε ότι η μητέρα του κλήθηκε επίσης στο δικαστήριο, όπου η μητριά του την υποπτευόταν ότι γνώριζε ανάγνωση και είχε πάρει τα έγγραφα. Υποστήριξε ότι βασανίστηκε ώστε να αποκαλύψει την τοποθεσία του κουτιού και του κλειδιού του, καθώς μόνο εκείνος και ο πατέρας του γνώριζαν που βρισκόταν.

 

Ερωτηθείς για το συγγενή του πατέρα του που φύλαγε το κουτί, ανέφερε ότι τον είχαν απειλήσει επειδή δεν έδινε πληροφορίες. Μετά τον θάνατό του, ο Αιτητής έγινε ο κύριος στόχος, καθώς θεωρήθηκε ότι γνώριζε την τοποθεσία των εγγράφων.

 

Ο Αιτητής υποστήριξε ότι στο δικαστήριο δέχθηκε λεκτική και σωματική κακοποίηση, ενώ η μητέρα του υπέστη σωματική βία από τα ετεροθαλή αδέλφια του, μερικά από τα οποία ήταν, όπως ανέφερε, εθισμένα σε ναρκωτικά. Υποστήριξε ότι η μητριά του εκμεταλλεύτηκε την επιρροή της φυλής της, ενώ η μητέρα του, ανήκοντας στην ίδια φυλή με τον πατέρα του, δεν είχε αντίστοιχη υποστήριξη, καθώς η φυλή τους δεν είχε δύναμη στην περιοχή Benadir.

 

Ο Αιτητής ανέφερε ότι ο συγγενής του πατέρα του, ο οποίος κατείχε το κουτί με τα έγγραφα, βρισκόταν στη Ναϊρόμπι της Κένυας και τους είχε τηλεφωνήσει ζητώντας να προσευχηθούν γι’ αυτόν, καθώς είχε δεχθεί απειλές. Λίγες ημέρες αργότερα, βρέθηκε νεκρός. Ακολούθως, ως ισχυρίστηκε, κατά τη διαμονή του στη Baidoa, η Al-Shabaab επικοινώνησε με αυτόν και τη μητέρα του, ζητώντας του να παρουσιαστεί στο δικαστήριό τους. Ο ίδιος αντέδρασε επιθετικά και αρνήθηκε να πάει, με αποτέλεσμα να δεχθεί απειλές ότι θα τον εντόπιζαν και θα τον σκότωναν.

 

Μετά την επιστροφή του στη Mogadishu, ανέφερε ότι κρυβόταν, ενώ η μητέρα και τα αδέλφια του δέχονταν καθημερινές απειλές για να αποκαλύψουν την τοποθεσία του. Όταν του επισημάνθηκε ότι είναι δύσκολο να ξεφύγει κάποιος από την Al-Shabaab εάν στοχοποιηθεί, ο Αιτητής απάντησε ότι γνώριζε κάποια μέλη της. Ωστόσο, ισχυρίστηκε ότι η οικογένειά του δεν γνώριζε αυτή τη σύνδεση.

 

Όταν ρωτήθηκε γιατί η οικογένειά του δεν εγκατέλειψε τη Mogadishu ή τη Σομαλία, ανέφερε ότι η μητέρα του έπρεπε να μεγαλώσει τα παιδιά της και ότι η οικονομική της κατάσταση δεν της επέτρεπε να μετακομίσει. Ισχυρίστηκε ότι θα μπορούσε να μεταβεί σε καταυλισμό προσφύγων, αλλά ο μόνος που μπορούσε να τη στηρίξει ήταν ο ίδιος, ο οποίος κρυβόταν στην Κύπρο. Όταν του επισημάνθηκε ότι προηγουμένως είχε δηλώσει πως η μητέρα του στήριζε την οικογένεια, διευκρίνισε ότι μπορεί να το κάνει οικονομικά, αλλά για μια ενδεχόμενη μετακίνηση ή μετανάστευση θα χρειαζόταν έναν άνδρα να τη βοηθήσει με τα παιδιά. Όσον αφορά την ασφάλεια της οικογένειάς του, ο Αιτητής υποστήριξε ότι η πρώτη σύζυγος του πατέρα του και η οικογένειά της ενδιαφέρονταν μόνο για τη γη και τα έγγραφα της, και το μοναδικό άτομο από το οποίο μπορούσαν να τα εξασφαλίσουν ήταν ο ίδιος. Επιβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση της Σομαλίας ήταν σύμμαχος της μητριάς του και της φυλής της.

 

Αναφορικά με τον τρόπο που μπόρεσε να εγκαταλείψει τη χώρα και να ανανεώσει το διαβατήριό του, ανέφερε ότι το διευθέτησε ένας συγγενής της μητέρας του. Όταν ρωτήθηκε γιατί δεν είχε αναφέρει στην αίτησή του για άσυλο τις κτηματικές διαφορές, την υπόθεση του δικαστηρίου, τις απειλές από την Al-Shabaab ή τη διαμάχη με τη μητριά του, απάντησε ότι του ζητήθηκε να συνοψίσει τον λόγο της φυγής του και ανέφερε πως επρόκειτο για μια οικογενειακή σύγκρουση που εξελίχθηκε σε φυλετική.

Όσον αφορά τα έγγραφα που είχε υποβάλει, δήλωσε ότι τα πρωτότυπα βρίσκονταν στα κατεχόμενα. Για τις φωτογραφίες που προσκόμισε από το Facebook, ανέφερε ότι απεικόνιζαν τη μέρα μετά τον θάνατο του πατέρα του και τον συγγενή του που σκοτώθηκε. Οι αναρτήσεις του περιείχαν εκκλήσεις προς τους φίλους του να προσευχηθούν και για τους δύο. Ισχυρίστηκε ότι μετά τον θάνατό τους, φοβόταν ότι θα ήταν ο επόμενος. Όταν του επισημάνθηκε ότι ο συγγενής του εντοπίστηκε στη Ναϊρόμπι, ενώ ο ίδιος παρέμεινε αθέατος στην Mogadishu, απάντησε ότι ο άνδρας αυτός δεν φοβόταν, δεν κρυβόταν και ήταν γνωστός στην περιοχή.

 

Ως προς το κατά πόσο είχε συλληφθεί ή κρατηθεί ποτέ στη Σομαλία, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, ενώ ως προς το τι φοβάται σε περίπτωση επιστροφής του, ανέφερε ότι είχε κατηγορηθεί από την Al-Shabaab και ότι η μητριά του θα χρησιμοποιούσε την επιρροή της στην κυβέρνηση και στη φυλή της για να τον συλλάβουν και να τον σκοτώσουν. Υποστήριξε ότι οι αρχές της χώρας του δεν μπορούν να τον προστατεύσουν από την Al-Shabaab και ότι η οικογένεια της μητριάς του έχει ισχυρούς δεσμούς με την κυβέρνηση. Τέλος απάντησε αρνητικά στην ερώτηση κατά πόσο θα μπορούσε να ζήσει σε άλλη περιοχή της Σομαλίας, όπως η Baidoa, υποστηρίζοντας ότι εκεί η Al-Shabaab μπορεί εύκολα να στοχοποιήσει όποιον θέλει.

        

Η προϋπόθεση της πραγματικής πιθανότητας επιτυχίας της προσφυγής

 

Ο Αιτητής έχει καταχωρίσει προσφυγή κατά της δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 33 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 και συνεπώς η εξεταζόμενη περίπτωση εμπίπτει στο άρθρο 6Β(2)(α) του περί Νομικής Αρωγής Νόμου.

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπό κρίση αίτηση αφορά στην πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής και ότι συνεπώς πληρείται η πρώτη προϋπόθεση παραχώρησης δωρεάν νομικής αρωγής ως αυτή θεσπίζεται με το εδάφιο (αα) του άρθρου 6Β(2) (ανωτέρω), κρίσιμη καθίσταται η εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης, θεσπιζόμενης διά του εδαφίου (ββ) της ίδιας διάταξης, την ύπαρξη δηλαδή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πραγματικής πιθανότητας επιτυχίας της σκοπούμενης προσφυγής.

 

Σύμφωνα με τη διαμορφωθείσα νομολογία, δίδεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσον, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, η προσφυγή του αιτητή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας[1].

 

Οι πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας θα πρέπει να εξετάζονται και υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου χωρίς να περιορίζεται αυθαίρετα η παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη. Περαιτέρω όμως το Δικαστήριο, θα πρέπει να εξετάσει την αίτηση με βάση το υλικό που έχει ενώπιόν του χωρίς να δίδονται νομικές αρωγές ανεξέλεγκτα σε υποθέσεις που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας[2].

 

Σημειώνεται δε, πως το αποτέλεσμα της παρούσας αίτησης για νομική αρωγή, δεν θα επηρεάσει την τελική έκβαση της προσφυγής που έχει ήδη καταχωρηθεί από τον Αιτητή, εφόσον το Δικαστήριο στη παρούσα διαδικασία δεν αποφασίζει επί της οριστικής τύχης της προσφυγής[3].

 

Σημειώνεται εξάλλου ότι, το Δικαστήριο προβαίνει στην αξιολόγηση της βασιμότητας της αίτησης παροχής νομικής αρωγής, στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του[4].

 

Οι ισχυρισμοί του Αιτητή και τα ευρήματα των Καθ’’ ων η αίτηση

 

Έχω μελετήσει προσεκτικά το Γραπτό Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα και τα επισυνημμένα σε αυτό έγγραφα, τη συνέντευξη του Αιτητή  ενώπιόν των αρμόδιων λειτουργών, την εισηγητική έκθεση του λειτουργού της EUAA, την απόφαση του Προϊσταμένου και γενικά το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου.

 

Παρατηρώ ότι προς αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή, ο λειτουργός της EUAA διέκρινε δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς: Ο μεν πρώτος, αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ και τον τόπο καταγωγής του Αιτητή, ο δεύτερος αναφορικά με τις δηλώσεις του Αιτητή  ότι είχε στοχοποιηθεί από τη μητριά του και τα παιδιά της εξαιτίας περιουσιακών θεμάτων.   

 

Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθώς κρίθηκε ότι ο Αιτητής παρείχε επαρκή στοιχεία που επιβεβαίωναν την ταυτότητα και την καταγωγή του, με αποτέλεσμα να κριθεί ότι η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του ήταν ικανοποιητικές. Αντίθετα, ο δεύτερος ισχυρισμός, ο οποίος αφορούσε τη στοχοποίησή του, απορρίφθηκε λόγω έλλειψης συνεκτικότητας και επαρκών αποδείξεων, καθώς ο λειτουργός της EUAA διαπίστωσε σημαντικές ανακολουθίες μεταξύ της αρχικής αίτησης του Αιτητή και των δηλώσεών του κατά τη συνέντευξη. 

Συγκεκριμένα επισημάνθηκε ότι ο Αιτητής στην αρχική του αίτηση ανέφερε γενικά ότι η διαμάχη ξεκίνησε ως οικογενειακό ζήτημα και εξελίχθηκε σε φυλετική σύγκρουση, χωρίς να κάνει ρητή αναφορά σε περιουσιακά θέματα, στη στοχοποίησή του από τη μητριά του, στις απειλές της Al-Shabaab ή στα γεγονότα που υποστήριξε ότι διαδραματίστηκαν στο δικαστήριο. Όταν του επισημάνθηκε αυτή η ανακολουθία, ο Αιτητής υποστήριξε ότι του ζητήθηκε να συνοψίσει τους λόγους φυγής του, ωστόσο δεν διευκρίνισε γιατί δεν ανέφερε έστω και συνοπτικά οποιονδήποτε από τους φερόμενους διώκτες του.

 

Η αξιολόγηση των λεγομένων του Αιτητή κατέδειξε, επίσης, ότι δεν ήταν σε θέση να προσφέρει σαφείς πληροφορίες για την περιουσία που αποτέλεσε το αντικείμενο της διαμάχης. Η περιγραφή του για το ακίνητο ήταν γενικόλογη, ενώ όταν του ζητήθηκε να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες, παρέμεινε ασαφής, αναφέροντας μόνο ότι η περιουσία περιλάμβανε τόσο τη γη όσο και τα κτίρια στα οποία διέμενε με τη μητέρα του. Το γεγονός αυτό δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς τη βασιμότητα του ισχυρισμού του, δεδομένου ότι, εάν η περιουσία ήταν η κύρια αιτία της στοχοποίησής του, θα αναμενόταν να μπορεί να την περιγράψει με μεγαλύτερη ακρίβεια.

 

Παράλληλα, ο λειτουργός της EUAA διαπίστωσε ότι ο Αιτητής δεν μπόρεσε να εξηγήσει με λογική συνέχεια γιατί αποτελούσε ο ίδιος το κύριο εμπόδιο για τη μητριά του και τα παιδιά της, δεδομένου ότι η αντίπαλη οικογένεια είχε, σύμφωνα με τον ίδιο, υποστήριξη από την κυβέρνηση και τη φυλή της. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τον έφεραν βίαια στο δικαστήριο επειδή κατείχε όλα τα υπάρχοντα του πατέρα του, χωρίς, ωστόσο, να μπορεί να αιτιολογήσει γιατί χρειαζόταν η παρουσία του, από τη στιγμή που η οικογένεια της μητριάς του είχε δύναμη και επιρροή και θα μπορούσε να κινηθεί από μόνη της. Όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει αυτό το σημείο, απάντησε ότι ήθελαν να διασφαλίσουν πως δεν θα κληρονομήσει τίποτα, καθώς όσο ήταν ζωντανός, θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά τους. Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός ερχόταν σε αντίφαση με τη δήλωσή του ότι τον άφησαν να φύγει από το δικαστήριο, καθώς θεωρούσαν πως μπορούσαν να τον βρουν ανά πάσα στιγμή.

 

Σημαντικά προβλήματα εντοπίστηκαν, επίσης, στους ισχυρισμούς του Αιτητή σχετικά με τη στοχοποίησή του από την Al-Shabaab. Ο λειτουργός της EUAA έκρινε ότι το προφίλ του δεν συνάδει με εκείνο των ατόμων που στοχοποιεί η οργάνωση, καθώς η Al-Shabaab επιτίθεται κυρίως σε άτομα που θεωρεί ότι συνεργάζονται με την κυβέρνηση ή κατασκοπεύουν για λογαριασμό της. Η δήλωσή του ότι γλίτωσε από την Al-Shabaab επειδή τους μίλησε επιθετικά και απλώς έφυγε από τη Baidoa κρίθηκε ως μη εύλογη, καθώς δεν συνάδει με τις συνήθεις πρακτικές της οργάνωσης.

 

Επιπλέον, ο λειτουργός θεώρησε μη πειστική την εξήγηση του Αιτητή σχετικά με τη δυνατότητά του να εγκαταλείψει τη Σομαλία και να ανανεώσει το διαβατήριό του, τη στιγμή που η κυβέρνηση ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, με το μέρος της μητριάς του. Η ασαφής απάντησή του ότι το ζήτημα διευθετήθηκε από έναν συγγενή της μητέρας του κρίθηκε ως έλλειψη τεκμηρίωσης.

 

Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη Σομαλία, ο λειτουργός της EUAA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, παρόλο που η χώρα βρίσκεται σε έκρυθμη κατάσταση, η Al-Shabaab δεν έχει άμεσο έλεγχο στην πρωτεύουσα Mogadishu, όπου ο Αιτητής γεννήθηκε και αναμένεται να επιστρέψει. Τα διαθέσιμα στοιχεία έδειξαν ότι η Mogadishu ελέγχεται από κυβερνητικές δυνάμεις και ότι, αν και η Al-Shabaab εξακολουθεί να δραστηριοποιείται στην πόλη μέσω επιθέσεων, δεν έχει την επιχειρησιακή ικανότητα να στοχοποιεί άτομα αδιακρίτως. Η ανάλυση των περιστατικών ασφαλείας στην περιφέρεια Banadir έδειξε ότι, αν και σημειώθηκαν επιθέσεις, ο αριθμός των θυμάτων δεν υποδηλώνει ότι η παρουσία του Αιτητή στην περιοχή συνεπάγεται αυτόματα σοβαρό κίνδυνο.

 

Στην τελική του αξιολόγηση, ο λειτουργός της EUAA έκρινε ότι δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη Σομαλία. Συνεπώς, δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος ή συμπληρωματικής προστασίας. Ως εκ τούτου, η αίτηση του για διεθνή προστασία απορρίφθηκε.

 

Εν προκειμένω, η ευπαίδευτη συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα, εισηγήθηκε μέσω του Γραπτού της Σημειώματος ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος για την παραχώρηση του ευεργετήματος της νομικής αρωγής στον Αιτητή.  

 

Ο δε Αιτητής, στο έντυπο της αίτησής του στην παρούσα διαδικασία, καταγράφει ότι δεν έχει δουλειά, ούτε χρήματα για να πληρώσει δικηγόρο και ότι δε δικαιούται να εργάζεται και παρακαλεί όπως λάβει δωρεάν υπηρεσίες δικηγόρου για να τον εκπροσωπήσει. Κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία ο Αιτητής παρέπεμψε στα όσα ανέφερε κατά τη συνέντευξη του, υποστηρίζοντας ότι το αίτημά του δεν εξετάστηκε επαρκώς, καθώς ο ίδιος είπε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της Al-Shabaab και της φυλής της μητριάς του, κάτι που δεν αξιολογήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου 

  

Από το σύνολο των πιο πάνω δεδομένων και κατά την εκ πρώτης όψεως εκτίμηση τους, διαπιστώνω πρωτίστως ότι  η απόφαση του λειτουργού της EUAA να απομονώσει και να εξετάσει δύο μόνο ισχυρισμούς του Αιτητή – αφενός την ταυτότητα και τον τόπο καταγωγής του και αφετέρου τη στοχοποίησή του λόγω περιουσιακής διαμάχης – εγείρει ερωτήματα ως προς την πληρότητα της αξιολόγησης της αίτησης ασύλου. Αν και η ανάλυση των δύο αυτών θεμάτων ήταν κρίσιμη για την τελική απόφαση, η προσέγγιση αυτή παραβλέπει φρονώ σημαντικές παραμέτρους που θα μπορούσαν να ενισχύσουν ή να διαφοροποιήσουν την κρίση σχετικά με τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής στη Σομαλία.

 

Αρχικά, ο ισχυρισμός ότι ο Αιτητής στοχοποιήθηκε αποκλειστικά λόγω της περιουσιακής διαμάχης μεταξύ της οικογένειάς του και της μητριάς του δεν αντανακλά πλήρως το εύρος των περιστάσεων που ανέφερε. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι το πρόβλημα ξεκίνησε ως οικογενειακή διαμάχη, αλλά σταδιακά εξελίχθηκε σε φυλετική σύγκρουση, γεγονός που δεν εξετάστηκε σε βάθος από τον λειτουργό. Η διαμάχη που επικαλέστηκε ο Αιτητής δεν αφορούσε μόνο περιουσιακά ζητήματα, αλλά εμπεριείχε και στοιχεία φυλετικής αντιπαράθεσης και κατά τούτο η εξέταση του ισχυρισμού περί στοχοποίησης θα έπρεπε να είναι ευρύτερη, λαμβάνοντας υπόψη τη γενικότερη κατάσταση των φυλετικών μειονοτήτων στη Σομαλία.

 

Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής διασύνδεσε το πρόβλημά του με τη φυλή Ashraf υποστηρίζοντας ότι η στοχοποίησή του από τη μητριά του και την οικογένειά της δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα οικογενειακής ή περιουσιακής διαμάχης, αλλά είχε και φυλετική διάσταση. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι η μητριά του ανήκε στη φυλή Habar Gidir, η οποία είναι μια από τις κυρίαρχες και ισχυρές φυλές στη Σομαλία, σε αντίθεση με τη δική του φυλή Ashraf, η οποία αποτελεί μειονοτική και περιθωριοποιημένη ομάδα. Στην αφήγησή του, ο Αιτητής υποστήριξε ότι η μητριά του και η οικογένειά της εκμεταλλεύτηκαν την επιρροή που τους παρείχε η φυλή τους τόσο στην κοινωνία όσο και στην κυβέρνηση, προκειμένου να τον στοχοποιήσουν και να διεκδικήσουν την περιουσία του πατέρα του. Επιπλέον, ανέφερε ότι η μητέρα του, που επίσης ανήκε στη φυλή Ashraf, δεν είχε κανέναν να τη στηρίξει, καθώς η φυλή τους δεν έχει ισχυρή πολιτική ή κοινωνική δύναμη. Αυτό, σύμφωνα με τον Αιτητή, οδήγησε σε μια ανισορροπία δυνάμεων, όπου η μητριά του μπορούσε να χρησιμοποιήσει την επιρροή της για να τον εκφοβίσει, να τον απομονώσει και να προσπαθήσει να του αφαιρέσει την περιουσία.

 

Ο Αιτητής ανέφερε επίσης ότι η φυλετική διάσταση του προβλήματος επιδεινώθηκε όταν η υπόθεση οδηγήθηκε στο τοπικό δικαστήριο, το οποίο, όπως υποστήριξε, ελεγχόταν από άτομα της φυλής Habar Gidir, γεγονός που, σύμφωνα με τον ίδιο, σήμαινε ότι η απόφαση του δικαστηρίου δεν θα ήταν δίκαιη. Παρόλο που αρχικά παρουσίασε την υπόθεσή του ως οικογενειακή διαμάχη, αργότερα διευκρίνισε ότι η διαμάχη αυτή είχε και φυλετικά χαρακτηριστικά, αφού η ισχυρότερη φυλή της μητριάς του εκμεταλλεύτηκε τη θέση της εις βάρος του.

 

Επιπλέον, συνδέοντας την υπόθεσή του με τις γενικότερες συνθήκες της φυλής Ashraf, ο Αιτητής υποστήριξε ότι τα μέλη αυτής της φυλής αντιμετωπίζουν κοινωνικές διακρίσεις και μειωμένη προστασία από την κυβέρνηση, γεγονός που εξηγεί γιατί η μητέρα του και ο ίδιος δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν αποτελεσματικά τα δικαιώματά τους. Ανέφερε ότι, ως μέλος μιας αδύναμης και περιθωριοποιημένης φυλής, δεν είχε τα ίδια μέσα για να προστατευθεί, όπως θα είχε ένα άτομο από μια ισχυρότερη φυλή, και ότι αυτό ενίσχυσε τη στοχοποίησή του από την οικογένεια της μητριάς του.

 

Επισημαίνω εν προκειμένω, ότι ο Αιτητής, κατά την ενώπιόν μου ακροαματική διαδικασία, υποστήριξε ότι το αίτημά του δεν εξετάστηκε επαρκώς, καθώς ο ίδιος τους είπε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της Al-Shabaab και της φυλής της μητριάς του, κάτι που δεν αξιολογήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση. Και φρονώ, για τους λόγους που έχω επισημάνει ανωτέρω, ότι ο Αιτητής δικαίως παραπονείται για έλλειψη δέουσας έρευνας.

 

Επιπλέον, η Al-Shabaab αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα στην αφήγηση του Αιτητή, καθώς ανέφερε ότι η οργάνωση επιχείρησε να τον στρατολογήσει, ενώ τον απείλησε όταν αρνήθηκε να παρουσιαστεί στο δικαστήριό της. Παρά το γεγονός ότι ο λειτουργός της EUAA αμφισβήτησε την αξιοπιστία του ισχυρισμού αυτού, θα ήταν ορθότερο να εξεταστεί ως ανεξάρτητος λόγος για τη φυγή του από τη χώρα. Η Al-Shabaab έχει ιστορικό στοχοποίησης ατόμων που αρνούνται να υπακούσουν στις εντολές της, ανεξαρτήτως αν αυτά έχουν σχέση με την κυβέρνηση, κάτι που δεν φαίνεται να ελήφθη υπόψη στην αξιολόγηση.

 

Επιπρόσθετα, ο Αιτητής υποστήριξε ότι αντιμετώπισε απειλές τόσο από τη μητριά του και τα παιδιά της όσο και από το δικαστήριο όπου οδηγήθηκε με τη βία. Αυτές οι απειλές, εάν απομονωθούν και εξεταστούν αυτοτελώς, ως θα έπρεπε φρονώ, θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη συνολική εκτίμηση του κινδύνου που διατρέχει. Η σύνδεση των γεγονότων με μία μόνο αιτία, δηλαδή την περιουσιακή διαμάχη, περιορίζει την πλήρη κατανόηση του πλαισίου στο οποίο αναφέρθηκε ο Αιτητής.

 

Τέλος, η απόφαση να εξεταστούν μόνο δύο ισχυρισμοί παραβλέπει την πιθανότητα να υπάρχουν πολλαπλοί, συνδυαστικοί λόγοι που οδήγησαν τον Αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα του. Φρονώ λοιπόν εκ πρώτης όψεως, ότι η απόφαση του λειτουργού της EUAA να εστιάσει σε δύο μόνο πτυχές του ισχυρισμού του Αιτητή οδήγησε σε μια ελλιπή ανάλυση του κινδύνου που διατρέχει, καθώς δεν εξετάστηκαν επαρκώς άλλοι παράγοντες, όπως η γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα, η πιθανή στοχοποίησή του από την Al-Shabaab και η ευρύτερη φυλετική δυναμική που θα μπορούσε να τον καταστήσει ευάλωτο σε διώξεις.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι υπάρχουν εκ πρώτης όψεως πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας της προσφυγής που έχει καταχωρίσει ο Αιτητής λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και ενδεχόμενης πλάνης περί τα πράγματα των Καθ' ων η αίτηση με αποτέλεσμα την συνεπακόλουθη διαπίστωση ύπαρξης κρίσιμων στοιχείων, των οποίων αρμόζει περαιτέρω εξέταση και αποκρυστάλλωση στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας, δεδομένης και της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η έναρξη ισχύος του περί Νομικής Αρωγής (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2024[5], τοποθετείται χρονικά στις 31.12.2024 και ενόψει του γεγονότος ότι η υπό εξέταση αίτηση καταχωρίστηκε στις 18.11.2024, ήτοι προγενέστερα του τροποποιητικού νόμου, εφαρμογής τυγχάνει ο περί Νομικής Αρωγής του 2002 [Ν. 165(I)/2002], ως  ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Δυνάμει λοιπόν του άρθρου 7 του εν λόγω Νόμου, το Δικαστήριο προτού προχωρήσει στην έκδοση πιστοποιητικού για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, συνεκτιμά την κοινωνικοοικονομική κατάσταση του εκάστοτε αιτητή καθώς επίσης και τη σοβαρότητα της υπόθεσης ή άλλων περιστάσεων της υπόθεσης προκειμένου να αξιολογήσει κατά πόσον είναι επιθυμητό για το συμφέρον της δικαιοσύνης ο εκάστοτε αιτητής να τύχει δωρεάν νομικής αρωγής για την προετοιμασία και το χειρισμό της υπόθεσής του.

 

Ενόψει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, η αίτηση δυνατόν να γίνει δεκτή υπό την αίρεση εξέτασης της κοινωνικοοικονομικής έκθεσης από το Δικαστήριο.  Διατάσσεται, συνεπώς, η κατάθεση στο Πρωτοκολλητείο, Κοινωνικοοικονομικής Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας για τους σκοπούς των άρθρων 7(1)(α) και 8 του ίδιου Νόμου, μέχρι τις 20.03.2025. Η Πρωτοκολλητής να ενημερώσει το Γραφείο Ευημερίας για την σημερινή απόφαση του Δικαστηρίου.

 

Τηρουμένων των πιο πάνω οδηγιών του Δικαστηρίου, η αίτηση ορίζεται για περαιτέρω εξέταση στις 08.04.2025 και ώρα 10:00 π.μ.  

 

Τα έξοδα του Διερμηνέα καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 



[1]  Απόφαση στην Αίτηση Νομικής Αρωγής αρ. 23/2010, Farshad Khamsen, ημερ. 14.10.2010.

[2] Αποφάσεις στην Αίτηση Νομικής Αρωγής αρ. 10/2010, Αlali Abdulhamid, ημερ. 06.05.2010 και στην Αίτηση Νομικής Αρωγής αρ. 25/2010, Antonia Adahor, ημερ. 13.12.2010)

[3] Αποφάσεις στις Yπoθ. αρ. 278/09, Durgo Man v. Δημοκρατίας, ημερ. 15.07.2009, και Yπoθ. αρ. 7/11 και 8/11, Nacira Baghour και Roud Gad, ημερ. 28.03.2011.

 

 

[4]Απόφαση στην Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 31/2013, Singh Khushwant, ημερ. 23.12.2013.

 

[5] Δυνάμει του άρθρου 7 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, το οποίο προβλέπει ότι: «7. Κάθε Νόμος και κάθε δημόσιο έγγραφο, που γίνεται ή εκδίδεται με βάση το Νόμο αυτό ή άλλη νόμιμη εξουσία και που έχει νομοθετική ισχύ θα πρέπει να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, εκτός αν προβλέπεται σε αυτόν διαφορετικά, θα ισχύει και θα τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσης και θα είναι δικαστικά γνωστός (judicially noticed).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο