
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.2277/24
19 Μαρτίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Α. S.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης
δια της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Ν. Χαραλαμπίδου για Νικολέττα Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για αιτητή
Κος Ι. Α. Γεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημ.11/06/24, δια της οποίας επιβάλλεται στον αιτητή «όπως εμφανίζεται κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή μεταξύ 8:00 π.μ. και 12:00 μ.μ. ενώπιον του γραφείου της ΥΑΜ στην επαρχία διαμονής του», ως παράνομης.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου, ο αιτητής κατάγεται από τη Συρία, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 03/04/18 και του έχει αναγνωριστεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στις 17/12/19 και άδεια διαμονής στη Δημοκρατία (ερ.79-85, ΔΦ - Vol. I).
Στις 31/08/23 ο αιτητής κηρύχθηκε παράνομος μετανάστης και εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει των αρ.6 και 14 του ΚΕΦ.105 και αρ.29 του Περί Προσφύγων Νόμου, αντίστοιχα (ερ.1-5. ΔΦ - Vol. III).
Το ως άνω διάταγμα απέλασης του αιτητή ημ.31/08/23 ακυρώθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ) με απόφαση του στην προσφυγή αρ.3260/23 στις 05/02/24 (ερ.19-44. ΔΦ - Vol. III). Το Διοικητικό Δικαστήριο (ΔΔ), στην προσφυγή αρ.1578/23 κατά της απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και του διατάγματος κράτησης ημ.31/08/23, επικύρωσε το διάταγμα κράτησης, έκρινε όμως ότι στερείτο δικαιοδοσίας να εξετάσει τη νομιμότητα κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη (ερ.262-276. ΔΦ - Vol. III).
Στις 07/02/24 κηρύχθηκε εκ νέου παράνομος μετανάστης και εκδόθηκαν εναντίον του νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει και πάλι των αρ.6 και 14 του ΚΕΦ.105 και αρ.29 του Περί Προσφύγων Νόμου, αντίστοιχα (ερ.46-49. ΔΦ - Vol. III).
Κατά του διατάγματος απέλασης ημ.07/02/24 καταχωρήθηκε στο ΔΔΔΠ η προσφυγή αρ.616/24, κατά δε του διατάγματος κράτησης ίδιας ημερομηνίας καταχωρήθηκε στο ΔΔ η προσφυγή αρ.295/24, η οποία παραπέμφθηκε στο ΔΔΔΠ, λόγω απόφασης του ΔΔ ότι στερείται δικαιοδοσίας εκδίκασης της. Το δε ΔΔΔΠ, στα πλαίσια της παραπεμφθείσας υπόθεσης από το ΔΔ, η οποία κατά την παραπομπή έλαβε αρ.1106Α/24, κατέληξε ότι στερείται (και αυτό) δικαιοδοσίας και γι’ αυτό απέρριψε την εν λόγω προσφυγή κατά του ως άνω διατάγματος κράτησης. Στα πλαίσια δε της προσφυγής αρ.616/24, το ΔΔΔΠ ακύρωσε το διάταγμα απέλασης ημ.07/02/24 (ερ.163-230. ΔΦ - Vol. III).
Στις 31/05/24 ο αιτητής καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο την αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus αρ.91/24, που είχε οριστεί για ακρόαση στις 11/06/24 (ερ.280-289. ΔΦ - Vol. III). Κατά την ημέρα που η εν λόγω αίτηση ήταν ορισμένη για ακρόαση (11/06/24), το διάταγμα κράτησης ημ.07/02/24 ακυρώθηκε και επιβλήθηκαν την ίδια μέρα τα επίδικα δια της παρούσης εναλλακτικά της κράτησης μέτρα (ερ.290-293. ΔΦ - Vol. III).
Ακολούθως, εκκρεμούσης της παρούσης, εξεδόθη η απόφαση του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.12/2024, Δημοκρατία ν. Αhmed Shbib (στο εξής η Ahmed), ημ.15/10/24, δια της οποίας εφεσιβάλλετο η απόφαση του ΔΔ στην προσφυγή αρ.1578/23 (βλ. ανωτέρω), η οποία ανατράπηκε και έτσι η εν λόγω υπόθεση επιστράφηκε για εκδίκαση στο ΔΔ και εκκρεμεί. Επί της ως άνω έφεσης θα επανέλθω πιο κάτω.
Επί της προσφυγής ο αιτητής δικογραφεί πλήθος νομικών ισχυρισμών, εκ των οποίων αρκετούς αναπτύσσει και προωθεί δια των αγορεύσεων του.
Οι καθ’ ων η αίτηση εγείρουν δια της Ενστάσεως τους δύο προδικαστικές ενστάσεις. Η 1η αφορά στο ότι – ως ανέπτυξαν ενδελεχώς και δια της αγορεύσεως τους αλλά και κατά τις διευκρινήσεις – το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει το αντικείμενο της προσφυγής, καθώς – δεδομένου ότι, ως αναφέρουν, εξεδόθη δυνάμει του ΚΕΦ.105 - δεν εμπίπτει στην καθ’ ύλη δικαιοδοσία του, ως αυτή προσδιορίζεται στο αρ.11 (2) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018). Η 2η αφορά στο ότι η επίδικη «απόφαση των καθ’ ων η αίτηση προς επιβολή εναλλακτικών της κράτησης όρων αποτελεί παρεπόμενο μέτρο το οποίο λήφθηκε εφόσον ο αιτητής έχει κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των προνοιών [του ΚΕΦ.105], και ως εκ τούτου η επιβολή εναλλακτικών όρων δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη».
Σημειώνεται ότι, αφότου τοποθετήθηκαν τα μέρη επί του ζητήματος, δεδομένου ότι τυχόν εκδίκαση των προδικαστικών ενστάσεων (προδικαστικώς, ξεχωριστά από την ουσία της υπόθεσης) δεν θα εξυπηρετούσε την οικονομία της δίκης και τα συναρτώμενα μ’ αυτήν συμφέροντα της δικαιοσύνης, θεώρησα αρμόζων – προς αποφυγή καθυστέρησης κατά την εκδίκαση της προσφυγής - να εκδικαστούν μαζί τόσο οι προδικαστικές ενστάσεις όσο και η ουσία της υπόθεσης, ώστε, αφενός, αν κατάληξη του Δικαστηρίου είναι ότι κέκτηται δικαιοδοσίας, να εκδικάσει την παρούσα και να υπεισέλθει και επί της ουσίας, έχοντας τις τοποθετήσεις των μερών και επί τούτου και, αφετέρου, αν γίνει δεκτή η 1η προδικαστική ένσταση, η υπόθεση να παραπεμφθεί στο ΔΔ για να της επιληφθεί, πράγμα που, ως έγινε παραδεκτό από αμφότερα τα μέρη, είναι η μόνη οδός, σε περίπτωση που είναι κατάληξη μου ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας σε σχέση με την επίδικη πράξη. Προς τούτο δόθηκαν λοιπόν οδηγίες για καταχώρηση αγορεύσεων εκατέρωθεν εφ’ όλης της ύλης, εκ των οποίων θα δίδετο η ευκαιρία να παραθέσουν τα μέρη ολοκληρωμένες τις θέσεις τους επί όλου του φάσματος των εγειρόμενων νομικών ζητημάτων.
Στην πλούσια και ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος του παραθέτει λεπτομερές ιστορικό των προηγούμενων της επίδικης απόφασης διαδικασιών που αφορούν τον αιτητή, απαντά σε αμφότερες τις ως άνω προδικαστικές ενστάσεις και επιχειρηματολογεί και επί της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης πράξης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας της συνηγόρου του αιτητή για το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, σχετικά με την 1η προδικαστική ένσταση που ηγέρθη, συμπλέκεται με ζητήματα που αφορούν και άπτονται της ουσίας, ορθότητας αλλά και νομιμότητας της επίδικης πράξης. Σημειώνω δε ότι η συνήγορος του αιτητή θεωρεί, ως αναφέρει άλλωστε ρητώς στην απαντητική αγόρευση (σελ.1), ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου συνδέεται με την ουσία της προσφυγής. Επί τούτου θα επανέλθω πιο κάτω.
Επί της 1ης προδικαστικής ενστάσεως, με παραπομπή στο αρ.11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018), η συνήγορος του αναφέρει ότι ο αιτητής είναι δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας και απολαμβάνει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα αρ.21, 21Α και 21Γ του περί Προσφύγων Νόμου, μεταξύ των οποίων του δικαιώματος ελεύθερης διακίνησης χωρίς περιορισμούς, ως κατοχυρώνεται στο αρ.21 (γ) (iii), αρ.33 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και αρ.2 του Τέταρτου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Ως αναφέρει, η επιβολή εναλλακτικών μέτρων απαντάται σε δύο άρθρα της οικείας νομοθεσίας, ήτοι αφενός το αρ.18ΠΣΤ (1) του ΚΕΦ.105, που αφορά παρανόμως διαμένοντες, και αφετέρου το αρ.19ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, που αφορά αιτητές διεθνούς προστασίας (και όχι δικαιούχους, ως ο εν προκειμένω αιτητής). Ο αιτητής – ως αναφέρει η συνήγορος του – δεν εμπίπτει σε καμία εκ των δύο περιπτώσεων, αφού ούτε παρανόμως διαμένοντας είναι, ούτε αιτητής διεθνούς προστασίας. Τονίζει σχετικώς ότι το αρ.14 (ΚΕΦ.105), στη βάση του οποίου είχε εκδοθεί το διάταγμα κράτησης ημ.07/02/24, ως συνέχεια της ακύρωσης του οποίου εκδόθηκαν τα επίδικα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, δεν περιλαμβάνει πρόνοια για επιβολή εναλλακτικών μέτρων.
Είναι λοιπόν εκ των ως άνω θέση του αιτητή ότι η επιβολή των επίδικων εναλλακτικών της κράτησης μέτρων είναι παντελώς αυθαίρετη και στερείται νομοθετικού ερείσματος, δεδομένου και του ότι ουδέν αναφέρεται σχετικά με την νομική βάση της επίδικης πράξης στο σώμα αυτής, και συνεπώς, ως εισηγείται, οι οποίες εκ των υστέρων αιτιάσεις των καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τη νομική βάση αυτού δεν μπορούν να αλλοιώσουν τα ότι η επίδικη απόφαση στερείται νομικού ερείσματος. Περαιτέρω, ως αναφέρει, εφόσον τα διατάγματα απέλασης ημ.31/08/24 και 07/02/24 έχουν αμφότερα ακυρωθεί, ο αιτητής δεν «αποτελούσε [κατά τον χρόνο έκδοσης της επίδικης πράξης] πρόσωπο υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής» (παρ.16 αγόρευσης). Σημειώνει δε ότι τα εν λόγω διατάγματα απέλασης είχαν ως νομική βάση το αρ.29 του περί Προσφύγων Νόμου και πως – ελλείψει τέτοιας πρόνοιας (για διατάγματα κράτησης / εναλλακτικά μέτρα σε δικαιούχο διεθνούς προστασίας) στον περί Προσφύγων Νόμο – οι καθ’ ων η αίτηση, «επέλεξαν να εκδώσουν την προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση χωρίς νομική βάση ή/και βάσει της εκ των υστέρων επίκλησης του [ΚΕΦ.105], ο οποίος δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω» (παρ.17 αγόρευσης).
Επανερχόμενη επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αναφέρει ότι, ενόψει του ότι θίγονται δια της επίδικης πράξης δικαιώματα του αιτητή που απορρέουν από τον περί Προσφύγων Νόμο και αφορούν δικαιούχο διεθνούς προστασίας, το Δικαστήριο αυτό παραμένει «το μόνο αρμόδιο […] να κρίνει αν πράγματι υπήρξε παράβαση» τους (παρ.23 αγόρευσης). Ακολούθως, κατά παραδοχή του ότι ο περί Προσφύγων Νόμος και τα αρ.9Ε (δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης) και 9ΣΤ (κράτηση) αφορούν αιτητές και όχι δικαιούχους διεθνούς προστασίας, ως εν προκειμένω, καλεί το Δικαστήριο να στηρίξει τη δικαιοδοσία του στην κατ’ αναλογία εφαρμογή του αρ.11 (4) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018), ώστε, ως αναφέρει, να μην παραβιασθεί εδώ το εκ του αρ.47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης) δικαίωμα του αιτητή σε πραγματική προσφυγή. Σε διαφορετική περίπτωση – ως τέλος επί τούτου αναφέρει – ο αιτητής θα στερηθεί αυτού του δικαιώματος του, «εφόσον κανένα άλλο Δικαστήριο στη Δημοκρατία δεν δύναται να υπεισέλθει σε τέτοιου είδους ζητήματα – ελλείψει δικαιοδοσίας να εξετάσει θέματα που ανακύπτουν από την ορθή ή μη εφαρμογή του περί Προσφύγων Νόμου – και να διαγνώσει με ασφάλεια αν υπήρξε παράβαση των δικαιωμάτων του αιτητή που απορρέουν από τον περί Προσφύγων Νόμο.» (παρ.28 αγόρευσης).
Επί της 2ης προδικαστικής ένστασης που αφορά την εκτελεστότητα της επίδικης πράξης, με πλούσιες αναφορές στην ημεδαπή νομολογία και Ελληνική θεωρεία επί του ζητήματος, αναφέρει ότι – δεδομένου ότι δια της επίδικης απόφασης επιβάλλονται υποχρεώσεις στον αιτητή, οι οποίες αναπτύσσουν άμεση δεσμευτική ισχύ έναντι αυτού, και παράγεται δι’ αυτής έννομο αποτέλεσμα έναντι του – αυτή φέρει όλα τα χαρακτηριστικά εκτελεστής πράξης της διοίκησης και συνεπώς δεν θα πρέπει να αμφισβητείται η εκτελεστότητα της.
Επί αμιγώς της ουσίας της επίδικης πράξης, παραθέτοντας και πάλι πλούσια νομολογία επί τούτου, η συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι αυτή στερείται αιτιολογίας (η οποία εν προκειμένω συνιστά περαιτέρω παράβαση ουσιώδους τύπου και επάγεται από μόνη της την ακυρότητα της), νομιμότητας, λήφθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας, είναι προϊόν πλάνης περί τον νόμο ή και τα πράγματα, ελήφθη κατά παράβαση των αρχών της αναλογικότητας και αναγκαιότητας, αλλά και του δικαιώματος ελεύθερης διακίνησης του αιτητή, ως αυτό κατοχυρώνεται στα αρ.21 (γ) (iii) του περί Προσφύγων Νόμου και αρ.33 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, αντίστοιχα.
Στον αντίποδα, ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, σε μια περιεκτική αλλά αρκούντως εμπεριστατωμένη αγόρευση, κατόπιν ανάλυσης της αρχής του δεσμευτικού δικαστικού προηγούμενου, παραθέτοντας επί τούτου νομολογία, παραθέτει απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου στην Ahmed (βλ. ανωτέρω), όπου επίδικο ήταν το ως άνω διάταγμα κράτησης κατά του εδώ αιτητή ημ.31/08/23, και στην οποία – ως αναφέρει – το Εφετείο δεν αμφισβήτησε τη δικαιοδοσία του ΔΔ επί του διατάγματος κράτησης και περαιτέρω υπέδειξε την υποχρέωση του (ΔΔ) να εξετάσει και την κήρυξη (τότε) του (εδώ αιτητή) ως απαγορευμένου μετανάστη, ως απαραίτητη για την εκφορά κρίσης επί της νομιμότητας του εκεί επίδικου διατάγματος κράτησης. Συνεπώς, ως επιχειρηματολογεί, δεδομένου ότι η επίδικη εδώ πράξη αποτελεί «παρεπόμενη ενέργεια της ακύρωσης του διατάγματος κράτησης» (σ.σ. αναφέρεται στο διάταγμα κράτησης ημ.02/07/24), πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ΔΔ κέκτηται δικαιοδοσίας εκδίκασης και της παρούσης προσφυγής, στη βάση του δεσμευτικού δικαστικού προηγούμενου της Ahmed. Σημειώνει δε σχετικώς ότι ο αιτητής, εκπροσωπούμενος στα πλαίσια της ως άνω πρωτόδικης διαδικασίας αλλά και κατ’ έφεση από άλλους δικηγόρους, ουδόλως αμφισβήτησε την δικαιοδοσία του ΔΔ.
Στην απαντητική της αγόρευση η συνήγορος του αιτητή, αποδεχομένη ότι εκ της Ahmed ξεκαθαρίστηκε το ζήτημα της δικαιοδοσίας επί διαταγμάτων κράτησης δυνάμει του αρ.14 του ΚΕΦ.105 (το επιβεβαίωσε και κατά τις διευκρινήσεις ότι το ζήτημα αυτό δεν επιδέχεται αμφισβήτησης) αναφέρει, κάνοντας παραπομπή και σε πρωτόδικη απόφαση του ΔΔ, ότι αυτό «δεν σημαίνει ότι [το ΔΔ] έχει δικαιοδοσία να εξετάσει […] εναλλακτικά της κράτησης μέτρα που επιβλήθηκαν χωρίς να υφίσταται οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη που να το επιτρέπει στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Νόμο, και δη στο αρ.14» (σελ.3), στο οποίο – ως σημειώνει και τονίζει – ουδεμία αναφορά γίνεται σε δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων (σελ.5). Συνοψίζοντας την επιχειρηματολογία της η συνήγορος του αιτητή επαναλαμβάνει τα όσα είχε προηγουμένως αναφέρει και σημειώνει ότι, με δεδομένο πως – ως αναφέρει – η εδώ επίδικη απόφαση αποτελεί παρεπόμενο μέτρο του δυνάμει του αρ.29 του περί Προσφύγων Νόμου διατάγματος απέλασης, αλλά και του ότι τα ζητήματα διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων των δικαιούχων προστασίας, ως εν προκειμένω ο αιτητής, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου, το ΔΔΔΠ παραμένει «το μόνο αρμόδιο Δικαστήριο να κρίνει αν πράγματι υπήρξε παράβαση» των δικαιωμάτων του αιτητή (ως αυτά απορρέουν από τον περί Προσφύγων Νόμο) και το μόνο «που δύναται να διασφαλίσει τα δικαιώματα αυτά» (σελ.7).
Έχω διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, των εκατέρωθεν δικογράφων και αγορεύσεων των ευπαίδευτων συνήγορων των μερών αλλά και των επί των εγειρόμενων ζητημάτων τοποθετήσεων τους κατά τις διευκρινήσεις. Σημειώνω ότι θα αναφερθώ στις προφορικές τοποθετήσεις των μερών στις διευκρινήσεις, στο βαθμό που αυτά προσθέτουν στις ήδη πλούσιες και αρκούντως εμπεριστατωμένες θέσεις τους, ως αυτές καταγράφονται στις αγορεύσεις των μερών, όπου και αν τούτο κριθεί απαραίτητο, πιο κάτω.
Προέχει βεβαίως η εξέταση της 1ης προδικαστικής ενστάσεως που αφορά τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, καθώς, ως ζήτημα κοινής λογικής αλλά και νομικής αναγκαιότητας, δεν θα μπορούσε δικαστήριο που στερείται δικαιοδοσίας (αν ήθελε κριθεί αυτό πιο κάτω) να ενασχοληθεί με την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, ζήτημα του οποίου θα μπορούσε να επιληφθεί μόνο δικαστήριο το οποίο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάσει την επίδικη πράξη. Είναι λοιπόν δεδομένο ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προηγείται κάθε άλλου ζητήματος. Άλλωστε επί τούτου, ίσως και εκ του περισσού, δεδομένων των όσων πιο πάνω αναφέρω, υπάρχει ρητή πρόνοια στο άρθρο 11Α του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018), όπου αναφέρεται ότι «[σε] περίπτωση κατά την οποία η προσφυγή, η οποία εμπίπτει στην καθ' ύλην δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου, καταχωρισθεί ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας παραπέμπει αυτή προς εκδίκαση στο Διοικητικό Δικαστήριο», και ότι, σε περίπτωση που η υπόθεση παραπέμπεται στο Διοικητικό Δικαστήριο, «το παραδεκτό της προσφυγής, περιλαμβανομένης της εμπρόθεσμης καταχώρισής της, εξετάζεται από το Διοικητικό Δικαστήριο».
Προτού προχωρήσω, σημειώνω ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου ορίζεται στο άρθρο 11 (2) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018), όπου αναφέρεται σχετικώς ότι το «Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποφασίζει επί πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.»
Έτερο δεδομένο ενώπιον μου – ως άλλωστε κατέστη παραδεκτό από αμφότερα τα μέρη κατά τις διευκρινήσεις (αλλά και τις αγορεύσεις τους, ως πιο πάνω αναφέρω) – είναι ότι η απόφαση Ahmed, ο λόγος της οποίας παράγει δικαστικό προηγούμενο που δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, ξεκαθαρίζει, παρότι δεν υπάρχει σχετική ρητή αναφορά, ότι διάταγμα κράτησης εκδιδόμενο στη βάση του ΚΕΦ.105 εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του ΔΔ. Θεωρώ δε προς τούτο σκόπιμο να παραθέσω το εξής απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:
«Η κήρυξη του Εφεσείοντα ως απαγορευμένου μετανάστη προσβάλλεται ρητά στην Προσφυγή Αρ. 1578/2023 και, συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο υποχρεούτο να ελέγξει τη νομιμότητά της, εκτός αν όντως εξέπιπτε της δικαιοδοσίας του ως αποφάνθηκε.
Η δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου καλύπτει -με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος και τους περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμους (ο Νόμος 131(Ι) του 2015 ως τροποποιήθηκε)- τον δικαστικό έλεγχο εκτελεστών διοικητικών πράξεων, με εξαίρεση τις εκτελεστές διοικητικές πράξεις οι οποίες υπάγονται στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας βάσει των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 73(Ι) του 2018»).
Το Άρθρο 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018, το οποίο προσδιορίζει τις πράξεις για τoν έλεγχο των οποίων απονέμει δικαιοδοσία στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, δεν συγκαταλέγει σε αυτές την κήρυξη αλλοδαπού ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του Άρθρου 6 του Κεφ. 105.
Συνάγεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να προβεί σε έλεγχο νομιμότητας της κήρυξης του Εφεσείοντα ως απαγορευμένου μετανάστη και, συνεπώς, εσφαλμένα έκρινε το αντίθετο.
Ως απόρροια της κρίσης μας, η Προσφυγή Αρ. 1578/2023 πρέπει να επιστραφεί στο πρωτόδικο Διοικητικό Δικαστήριο, ώστε το τελευταίο να κρίνει τη νομιμότητα της κήρυξης του Εφεσείοντα ως απαγορευμένου μετανάστη, καθότι το Εφετείο δεν προβαίνει σε πρωτογενή κρίση (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 134/2018 Δημοκρατία ν. Τσιγαρίδας, απόφαση ημερ. 5.6.2024).
Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό ότι, το ποιες είναι οι συνέπειες (για τη νομιμότητα του επίδικου διατάγματος κράτησης) της - μετά την έκδοση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης ημερ. 18.12.2023 - ακύρωσης του συναφούς διατάγματος απέλασης διά της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερ. 5.2.2024 στην Προσφυγή Αρ. 3260/2023, αποτελεί ζήτημα εξέτασης (αν ήθελε απαιτηθεί) από το πρωτόδικο Δικαστήριο.»
Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι στην Ahmed κρίθηκε ότι το ΔΔ κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάσει όχι μόνο τη νομιμότητα του εκεί επίδικου διατάγματος κράτησης, αλλά και της προηγούμενης κήρυξης του εκεί αιτητή (ο οποίος είναι το ίδιο πρόσωπο με τον αιτητή στην παρούσα) ως απαγορευμένου μετανάστη. Είναι άλλωστε γι’ αυτό τον λόγο που η εφεσιβαλλόμενη εκεί απόφαση παραμερίστηκε και επιστράφηκε προς εκδίκαση στο ΔΔ και εκκρεμεί. Μάλιστα, στην τελευταία παράγραφο της Ahmed, πριν τη διατύπωση της καταληκτικής κρίσης του Εφετείου, σημειώνεται ότι «[χ]ωρίς να ασκηθεί […] δικαστικός έλεγχος επί της κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, εξ ορισμού το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εδύνατο να καταλήξει σε ασφαλή κρίση ως προς το νόμιμο του διατάγματος κράτησης (περιλαμβανομένης και της συμβατότητάς του με την Αρχή της αναλογικότητας).»
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ahmed αφορούσε το διάταγμα κράτησης ημ.31/08/23 κατά του εδώ αιτητή και την κήρυξη αυτού ως απαγορευμένου μετανάστη (ερ.1-5. ΔΦ - Vol. III), των οποίων ακολούθησε, για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρω, η έκδοση, μεταξύ άλλων, του διατάγματος κράτησης ημ.07/02/24 (ερ.46-49. ΔΦ - Vol. III), το οποίο ακολούθως ακυρώθηκε και επιβλήθηκαν την ίδια μέρα τα επίδικα δια της παρούσης εναλλακτικά της κράτησης μέτρα (ερ.290-293. ΔΦ - Vol. III). Τα διατάγματα κράτησης ημ.31/08/23 και ημ.07/02/24 (ερ.5 και 290. ΔΦ - Vol. III) κατά του εδώ αιτητή φέρουν πανομοιότυπη νομική βάση, η οποία εντοπίζεται στην 4η παράγραφο αμφότερων, όπου καταγράφεται το εξής λεκτικό: «ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 14 του […] ΚΕΦ.105 […] διατάσσω όπως ο [αιτητής] παραμείνει υπό κράτηση». Εκ τούτου καθίσταται σαφές ότι η νομική βάση αυτών είναι – ως ρητώς καταγράφεται – το αρ.14 του ΚΕΦ.105. Σημειώνω ότι στο πάνω μέρος αμφότερων των διαταγμάτων, υπό την μορφή υπότιτλου, αναγράφεται ότι αυτά εκδίδονται «δυνάμει» του αρ.14 του ΚΕΦ.105 και αρ.29 του περί Προσφύγων Νόμου. Ως προκύπτει από ανάγνωση του κειμένου, είναι σαφές ότι η αναφορά εκεί στο αρ.29 του περί Προσφύγων Νόμου γίνεται αναφορικά με τις διαδικασίες απέλασης που έχουν κινηθεί κατά του αιτητή στη βάση του άρθρου αυτού και όχι στο διάταγμα κράτησης του, του οποίου, ως ανωτέρω εξηγώ είναι το αρ.14 του ΚΕΦ.105. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης, σημείο επί του οποίου θα επανέλθω πιο κάτω, ότι το διάταγμα ημ.07/02/24 (ερ.290, ΔΦ - Vol. III) αναγράφει ότι «ακυρώνεται λόγω εφαρμογής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων», σημείωση ημ.11/06/24, που φέρει την υπογραφή της εκδίδουσας τα επίδικα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα ίδιας ημερομηνίας (ερ.291, ΔΦ - Vol. III). Σημειώνω τέλος ότι στο ερ.291 αναφέρεται ότι έχει αποφασιστεί η απελευθέρωση του αιτητή (προφανώς από την προηγούμενη κράτηση του δυνάμει του ερ.290) με τους όρους που στο ερυθρό αυτό αναγράφονται, οι οποίοι και αποτελούν βεβαίως τα επίδικα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα (“I have decided to release you on the following terms”), λεκτικό που δεικνύει και πάλι την άμεση και άρρηκτη σύνδεση των δύο πράξεων.
Οι ως άνω παρατηρήσεις σφραγίζουν θεωρώ και την τύχη της υπό κρίση προδικαστικής ένστασης αναφορικά με τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία θα πρέπει να γίνει αποδεκτή, για τους λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω.
Κατ’ αρχήν προέχει να σημειωθεί ότι θεωρώ πως τα επίδικα εναλλακτικά μέτρα τελούν σε άμεση σύνδεση και συνέχεια με το διάταγμα κράτησης ημ.07/02/24, το οποίο, ως επί του ερ.290 ρητώς αναγράφεται, ακυρώθηκε «λόγω εφαρμογής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων», τα οποία και επιβλήθηκαν την ίδια μέρα, από το πρόσωπο που εξέδωσε και αμφότερες τις πράξεις αλλά και ακύρωσε το διάταγμα κράτησης ημ.07/02/24. Δεν έχω λοιπόν καμία αμφιβολία ότι τα επίδικα εδώ εναλλακτικά της κράτησης μέτρα αποτελούν παρεπόμενο μέτρο του διατάγματος κράτησης ημ.07/02/24, το οποίο ακυρώθηκε και υποκαταστάθηκε από τα επίδικα μέτρα. Για την κατάληξη μου αυτή είναι δε παντελώς αδιάφορο κατά πόσο τα επίδικα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα ενδεχομένως ή και καταφανώς στερούνται νομικού ερείσματος ή και στηρίζονται σε λανθασμένη και/ή ανύπαρκτή νομική βάση ή είναι παντελώς αίολα και ανυπόστατα, ως στερούμενα κάθε επίφασης νομιμότητας, ως αδιάφορη είναι και η αντίληψη που είχαν ή και έχουν οι καθ’ ων η αίτηση για την νομική βάση στην οποίαν εδράζονται ή εκ της οποίας βρίσκουν έρεισμα. Τούτο γιατί τα ζητήματα αυτά αφορούν την ουσία της υπόθεσης και ως τέτοια μπορούν να εξεταστούν βεβαίως μόνο από το έχον την απαραίτητη δικαιοδοσία να πράξει τούτο Δικαστήριο. Ομοίως και το κατά πόσο, ως ενδεχομένως ορθά εισηγήθηκε κατά τις διευκρινήσεις η συνήγορος του αιτητή, θα μπορούσε να αποτελέσει νομικό έρεισμα των επίδικων μέτρων η επίκληση (εκ των υστέρων) από τους καθ’ ων η αίτηση του αρ.18ΠΣΤ του ΚΕΦ.105. Ότι ενδιαφέρει στα πλαίσια του υπό κρίση ζητήματος είναι κατά πόσο – κατ’ αρχήν – μπορεί να διαγνωσθεί σύνδεση και συνέχεια μεταξύ του διατάγματος κράτησης ημ.07/02/24 και των επίδικων εδώ εναλλακτικών αυτής μέτρων. Άλλωστε – ως έχω προαναφέρει – η σύνδεση, πέραν του ότι προκύπτει στη βάση αντικειμενικής θεώρησης του περιεχομένου του ΔΦ και του όλου ιστορικού που αφορά τον αιτητή, ως ανωτέρω καταγράφεται, γίνεται ρητώς από τον ίδιο τον εκδότη όλων των προαναφερθείσων πράξεων.
Εν προκειμένω λοιπόν, παρόλο που το σύνολο των ενεργειών που λήφθηκαν κατά του αιτητή, ως και ανωτέρω καταγράφονται, άρχισαν αναμφισβήτητα από την εφαρμογή του αρ.29 του περί Προσφύγων Νόμου, ως και η συνήγορος του αιτητή ορθώς παρατηρεί, εντούτοις, δεδομένης της στενής και άρρηκτης σύνδεσης των επίδικων εναλλακτικών της κράτησης μέτρων με το προηγούμενο διάταγμα κράτησης, ως αμέσως πιο πάνω εξηγώ, είναι κατάληξη μου ότι δεν θα μπορούσε τα επίδικα μέτρα, τα οποία εκδόθηκαν ρητώς καθ’ υποκατάσταση του διατάγματος κράτησης, το οποίο φέρει ταυτόσημη νομική βάση με αυτό που αποτέλεσε αντικείμενο της Ahmed, να εξεταστούν από Δικαστήριο άλλο από αυτό που στην Ahmed καλείται να επανεκδικάσει το εκεί επίδικο διάταγμα κράτησης, ήτοι το ΔΔ.
Στα ως άνω προστίθεται και το ότι, ως και η ίδια η συνήγορος του αιτητή αποδέχεται, δεν υπάρχει καμία αναφορά στον περί Προσφύγων Νόμο σε εναλλακτικά της κράτησης μέτρα που αφορούν δικαιούχους προστασίας. Επιπροσθέτως δε στο αρ.11 (2) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) αναφέρεται ρητώς ότι το παρόν Δικαστήριο «αποφασίζει επί πάσης προσφυγής […] κατά απόφασης ή πράξης […] ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου». Εν προκειμένω δεν έχουμε να κάνουμε με ενέργεια δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, αφού δεν υπάρχει σχετική πρόνοια, δεδομένου και του ότι το αρ.9ΣΤ, ως και πάλι ορθώς αναφέρει η συνήγορος του αιτητή, αφορά αιτητές και όχι δικαιούχους διεθνούς προστασίας. Δεν παραβλέπω ότι τα επίδικα μέτρα άπτονται του εκ του αρ.21 (γ) (iii) του περί Προσφύγων Νόμου δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης του, ως άλλωστε και τα προηγούμενα διατάγματα κράτησης. Δεν παραβλέπω επίσης ότι, ως και πάλι αναφέρει η συνήγορος του αιτητή, η επίδικη πράξη ενδεχομένως να στερείται ερείσματος ακόμα και στο ΚΕΦ.105 (αρ.14 ή 18ΠΣΤ) και δεν μπορεί βεβαίως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να στερείται παντελώς νομικού ερείσματος, είτε στον περί Προσφύγων Νόμο είτε στο ΚΕΦ.105. Οιαδήποτε όμως περαιτέρω εξέταση σ’ αυτή τη βάση ή του κατά πόσο θίγουν ή αντίκεινται στο εκ του αρ.21 (γ) (iii) του περί Προσφύγων Νόμου δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης του αιτητή θα συνιστούσε εξέταση επί της ουσίας της υπόθεσης και εκφορά κρίσης επί τούτου, πράγμα ανεπίτρεπτο στο παρόν στάδιο.
Επί των ως άνω θεωρώ ότι τυγχάνουν κατ’ αναλογία εφαρμογής και όσα αναφέρθηκαν στην Κούρου ν. Κόνου (2014) 1 ΑΑΔ 2192, ημ.10/10/14, με αναφορά σε προηγούμενη αυθεντία επί του ζητήματος, όπου λέχθηκε ότι «το ζήτημα της δικαιοδοσίας αποτελεί καταλυτικής σημασίας θέμα εφόσον οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ή επιδίωξη θεραπείας […] ήταν δυνατή μόνο υπό την προϋπόθεση ότι είχε γενική δικαιοδοσία να εξετάσει τα ενώπιον του θέματα». Αξίζει δε να σημειωθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, το ΔΔ δεν εμποδίζεται, τουναντίον ενίοτε καθίσταται αναγκαίο, να ανατρέξει στον περί Προσφύγων Νόμο και συνεπώς η σύνδεση των επίδικων εδώ ζητημάτων και με διατάξεις του Νόμου αυτού δεν δύναται να αποτελέσει κριτήριο για τη δικαιοδοσία του ΔΔΔΠ. Αυτό έγινε και στην περίπτωση κράτησης δυνάμει του ΚΕΦ.105 κατά αιτητή που υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση, όπου, για να διαπιστωθεί αν ο αιτητής διατηρεί ή όχι δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία και την ιδιότητα του ως αιτητής διεθνούς προστασίας, κατέστη αναγκαία η αναδρομή στις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. Έφεση κατά απόφασης ΔΔ αρ.8/22, Madber v. Δημοκρατίας, ημ.17/11/22).
Το μόνο λοιπόν που απομένει, χωρίς να υπεισέλθει κανείς στην ουσία της υπόθεσης, για να προσδιοριστεί η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι η άρρηκτη σύνδεση των επίδικων εδώ μέτρων με το προηγούμενο διάταγμα κράτησης ημ.07/02/24, καθ’ υποκατάσταση του οποίου εκδόθηκαν. Θα ήταν δε θεωρώ όλως αντινομικό να υπάγεται το διάταγμα καθ’ υποκατάσταση του οποίου εκδόθηκαν τα επίδικα μέτρα στη δικαιοδοσία του ΔΔ αλλά τα μέτρα αυτά στη δικαιοδοσία του ΔΔΔΠ. Άλλωστε, ως εκ των ενώπιον μου στοιχείων μπορεί ευλόγως να συναχθεί, δεδομένου ότι δεν γίνεται ρητή αναφορά στη νομική βάση τους στο σώμα των επίδικων μέτρων, αυτή ήταν – κατά την αντίληψη της εκδότριας τους κατά τον χρόνο έκδοσης τους αλλά και, πρωτίστως, κατ’ αντικειμενική θεώρηση των στοιχείων του φακέλου – το αρ.14 του ΚΕΦ.105, στη βάση του οποίου είχε εκδοθεί και το διάταγμα κράτησης ημ.07/02/24, καθ’ υποκατάσταση του οποίου αυτά εκδόθηκαν, που υπάγεται στη δικαιοδοσία του ΔΔ. Ως δε έχω αναφέρει πιο πάνω, όλα τα άλλα ζητήματα που αφορούν τη νομιμότητα, αναλογικότητα και αναγκαιότητα της επίδικης πράξης θα πρέπει να αφήνονται να εξεταστούν από το αρμόδιο δικαστήριο.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι – παρά τις εύλογες τοποθετήσεις της συνηγόρου του αιτητή σε σχέση με την έκταση και φύση ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο, ως επιχείρημα υπέρ του ότι θα στερηθεί σε άλλη περίπτωση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, στη βάση και του αρ.47 του Χάρτη – δεν θεωρώ ότι εκ της παραπομπής της υπόθεσης στο ΔΔ ο αιτητής θα στερηθεί του δικαιώματος του αυτού, δεδομένου και του ότι έλεγχος αναλογικότητας και αναγκαιότητας των επίδικων εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, ως και πάσης άλλης πτυχής της νομιμότητας τους, τελείται και στα πλαίσια της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Ενόψει των ως άνω η 1η προδικαστική ένσταση γίνεται δεκτή και η παρούσα προσφυγή παραπέμπεται προς εκδίκαση στο Διοικητικό Δικαστήριο, δυνάμει του αρ.11Α του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018).
Δεδομένου του ότι δια της παρούσης εξετάστηκαν καινοφανή ζητήματα που άπτονται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου αλλά και της τελικής μου κατάληξης περί παραπομπής της υπόθεσης στο Διοικητικό Δικαστήριο, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα για τη διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο