
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 2498/23
26 Μαρτίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
O.S.A.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
........................................
Κάλλια Σάββα για Αγγελική Λαζάρου, Δικηγόρος για τον αιτητή
Ιωάννης Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 24/06/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 21/01/2022, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Ο αιτητής παρέλαβε βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.
Στις 20/06/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος αυθημερόν ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την Έκθεση - Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού απέρριψε το αίτημα του αιτητή στις 24/06/2023.
Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 26/06/2023 απορριπτική του αιτήματος του αιτητή επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Θα πρέπει να αναφερθεί πως η συνήγορος του αιτητή κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 15/01/2025, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούνται στην Γραπτή της Αγόρευση και περιορίστηκε στους νομικούς ισχυρισμούς περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση αντιτείνει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη, αιτιολογημένη και αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς που προωθεί ο αιτητής περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του γιατί απειλείτο η ζωή του. Κατέγραψε ότι ο θείος του επιθυμούσε να τον σκοτώσει προκειμένου να αποκτήσει την ακίνητη περιουσία που κληρονόμησε από τους γονείς του. Ισχυρίστηκε πως απέστειλε δολοφόνους για να τον σκοτώσουν και γι’αυτό το λόγο εγκατέλειψε τη χώρα του προκειμένου να σώσει τη ζωή του (ερυθρό 1, του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι κατάγεται από τη Νιγηρία, και ανέφερε πως η περιοχή καταγωγής του είναι η περιοχή Ogrute της πολιτείας Enugu και από το έτος 2021 διέμενε στη πόλη Abuja. Ανέφερε πρόσθετα πως οι γονείς του απεβίωσαν κατά ή περί το Σεπτέμβριο του 2021. Ο αιτητής ανέφερε πως ομιλεί την γλώσσα Igbo και την Αγγλική γλώσσα. Είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και αναφορικά με το επαγγελματικό του υπόβαθρο δήλωσε ότι ήταν αυτοεργοδοτούμενος.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του διότι μετά τον θάνατο των γονιών του, ο θείος του άρχισε να τον απειλεί ότι θα τον σκοτώσει προκειμένου να αποκτήσει την περιουσία που κληρονόμησε. Δήλωσε ότι περί τον Αύγουστο ή το Σεπτέμβριο του 2021, ο θείος του ζητούσε την ακίνητη περιουσία του και έστειλε άτομα να του επιτεθούν στη πατρική του οικία στη περιοχή Ogrute. Όταν ρωτήθηκε από τον λειτουργό πως γνωρίζει ότι τα εν λόγω άτομα στάλθηκαν από τον θείο του, ανέφερε ότι κάποιος τον πληροφόρησε ότι κάτι θα του συμβεί, ισχυρίστηκε δηλαδή ότι με κάποιο τρόπο διέρρευσε η πληροφορία αυτή. Ο αιτητής ανέφερε ότι δεν του συνέβη οτιδήποτε διότι κατάφερε να ξεφύγει από τους δολοφόνους και πρόσθεσε ότι ήταν η μοναδική επίθεση που δέχθηκε (ερυθρό 17 1χ-6χ, του διοικητικού φακέλου).
Κληθείς να διευκρινίσει πως αντιλήφθηκε ότι ο θείος του επιθυμούσε να λάβει την περιουσία του, ανέφερε ότι η πληροφορία διέρρευσε από άγνωστα άτομα, οι οποίοι τον ενημέρωσαν ότι ο θείος του επιθυμούσε να τον σκοτώσει. Ο αιτητής ρωτήθηκε για ποιο λόγο δεν εγκαταστάθηκε σε άλλη περιοχή στη Νιγηρία και επέλεξε να εγκαταλείψει τη χώρα και ο αιτητής απάντησε ότι ο θείος του θα τον εντόπιζε όπου και αν βρισκόταν στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 15, του διοικητικού φακέλου). Επιπρόσθετα, ανέφερε πως κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία αλλά δεν έλαβαν οποιαδήποτε μέτρα (ερυθρό 10 8χ, του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με την ακίνητη περιουσία, ο αιτητής ισχυρίστηκε πως δεν γνωρίζει τι έγινε με την περιουσία και ότι δεν τον ενδιαφέρει καθότι προτεραιότητα του είναι η ζωή και η ασφάλειά του. Όπως ανέφερε, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο θείος του δεν θα χαρεί να τον δει και πιθανόν να συνεχίσει να τον απειλεί. Όπως δήλωσε, οι αρχές της χώρας του θα του επιτρέψουν την είσοδο σε περίπτωση επιστροφής του και επεσήμανε πως νιώθει ασφαλής στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγησή του σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά την υπηκοότητα, τη περιοχή καταγωγής και περιοχή διαμονής του αιτητή και ο δεύτερος αφορά τον ισχυριζόμενη δίωξη του αιτητή μέσω απειλών από το θείο του, λόγω κληρονομιάς που απέκτησε ο αιτητής μετά το θάνατο των γονιών του, την οποία επιθυμούσε να θέσει ο θείος του υπό την κατοχή του. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθότι ο λειτουργός έκρινε ότι πληρείται τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των προβληθέντων ισχυρισμών, ενώ ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει και να παραθέσει επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονταν του πυρήνα του αιτήματός του και υπέπεσε σε ασάφειες, αντιφάσεις, ασυνέπειες και αοριστίες. Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε με λεπτομέρεια στην Έκθεση-Εισήγησή του τις ανεπάρκειες του αφηγήματος του αιτητή.
Προχωρώντας στη διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ισχυρισμού, κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ότι οι δηλώσεις του αιτητή αποτελούσαν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του, και δεν υπήρχαν εύλογοι λόγοι ως προς την περαιτέρω ανάλυσή τους μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Αφού συνεκτιμήθηκαν όλα τα δεδομένα που πλαισίωναν τον εν λόγω ισχυρισμό και τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού επί τούτου, ο ισχυρισμός δεν έτυχε αποδοχής και απορρίφθηκε στο σύνολό του.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ισχυρισμούς, δηλαδή το προσωπικό προφίλ του αιτητή και τη χώρα καταγωγής του, έκρινε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Πρόσθεσε πως ο αιτητής είναι νεαρός άνδρας, υγιής, άγαμος, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και διαθέτει εργασιακή εμπειρία. Στη συνέχεια, διεξήγαγε έρευνα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι η Νιγηρία, τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του είναι ασφαλής, αφού βεβαίως εξέτασε την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Enugu, που αναμένεται ο αιτητής να επιστρέψει.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε πως οι λόγοι που ώθησαν τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του δεν θεμελιώνουν φόβο δίωξης και κατέληξε πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του αιτητή σε ένα από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 (1), του Ν. 6 (Ι)/2000 και κατά συνέπεια, εισηγήθηκε πως δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Ο αρμόδιος λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα έρευνας για την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του αιτητή, συγκεκριμένα στη πολιτεία Enugu, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, κατέληξε πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ να εξετάσω κατ' ουσίαν το αίτημα του αιτητή λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τη συνήγορό του, αλλά και από την συνήγορο που εκπροσωπεί τους καθ' ων η αίτηση. Αναφορικά με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, την περιοχή καταγωγής και διαμονής του αιτητή μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του, διαπιστώνω πως από τα πρακτικά της συνέντευξης, οι δηλώσεις του αιτητή αναφορικά με τον τελευταίο τόπο διαμονής του στη χώρα του, παρουσιάζονται κάπως συγκεχυμένες.
Ειδικότερα, στην ενότητα παράθεσης πληροφοριών αναφορικά με την καταγωγή του, ο αιτητής ανέφερε ότι ο τόπος καταγωγής του είναι η περιοχή Ogrute, όπου διέμενε μέχρι το έτος 2021. Αναφορικά με τον τελευταίο τόπο διαμονής του προτού εγκαταλείψει τη χώρα του δήλωσε τη πόλη Abuja, όπου μετακόμισε κατά ή περί το 2021, χωρίς να είναι σε θέση να προσδιορίσει μήνα αλλά και τη χρονική διάρκεια παραμονής του (ερυθρό 20, του διοικητικού φακέλου.). Ο αιτητής δήλωσε ότι ήταν αυτοεργοδοτούμενος και επισκεύαζε συσκευές στην Abuja για περίπου ένα έτος ή για μερικούς μήνες (ερυθρό 18-χ4, του διοικητικού φακέλου). Ισχυρίστηκε ότι η επίθεση από τον θείο του πραγματοποιήθηκε κατά ή περί τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 2021, με τον ίδιο να εγκαταλείπει την περιοχή καταγωγής του μεταβαίνοντας στη συνέχεια στην Abuja και τον Νοέμβριο του 2021 αποχώρησε από τη χώρα καταγωγής του. Διαφαίνεται πως ορθά έχει αξιολογηθεί από τον αρμόδιο λειτουργό ότι στην πολιτεία Enugu αναμένεται να επιστρέψει ο αιτητής καθώς συνιστά τον τόπο συνήθους διαμονής του, τη γενέτειρα του αιτητή και σε αυτήν φέρεται να διέμενε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του, ενώ στην πόλη Abuja φαίνεται να παρέμεινε για σύντομο χρονικό διάστημα μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και μάλιστα δεν ήταν σε θέση να παραθέσει λεπτομέρειες ως προς τη παραμονή του στην πόλη Abuja.
Ακολούθως, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου περί αναξιοπιστίας του αιτητή ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό. Ειδικότερα, όπως ορθώς επισημαίνεται στην Έκθεση-Εισήγησή του, ο αιτητής δεν παρέθεσε επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες για τις απειλές που ισχυρίζεται ότι δέχθηκε από τον θείο του και για την επίθεση που ισχυρίζεται ότι ήταν υπεύθυνος ο θείος του. Ατεκμηρίωτοι παρέμειναν και οι ισχυρισμοί του ότι άγνωστα άτομα τον ενημέρωσαν ότι ο θείος του επιθυμεί να τον σκοτώσει, ενώ σύμφωνα με τα λεγόμενα του ουδέποτε ο θείος του τον απείλησε ευθέως. Ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά πότε πραγματοποιήθηκε η επίθεση.
Περαιτέρω, ο αιτητής ρητά δήλωσε ότι δεν επιθυμεί την ακίνητη περιουσία για την οποία λάμβανε απειλές από τον θείο του. Ενόψει του βιωματικού χαρακτήρα των εν λόγω περιστατικών και του γεγονότος ότι αυτά συνδέονται άρρηκτα με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξής του στη χώρα καταγωγής του, ευλόγως αναμενόταν από τον αιτητή να είναι σε θέση να τα περιγράψει με συγκεκριμένο και λεπτομερή τρόπο τον πυρήνα του αιτήματός του, ενέργεια στην οποία ωστόσο δεν προέβη. Επιπρόσθετα, από την συνέντευξη του αιτητή διαπιστώνεται ότι ο αιτητής δεν απάντησε συγκεκριμένα στις ερωτήσεις που του τέθηκαν αλλά το αφήγημά του περιείχε ανακρίβειες και ασυνέπειες χωρίς να είναι σε θέση να δώσει συγκεκριμένες και συνεκτικές πληροφορίες αλλά και λεπτομέρειες σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματος του.
Περαιτέρω, διαπιστώνω ότι στην αίτηση ακυρώσεως, επισυνάπτονται ως Παράρτημα Β, δυο έγχρωμα αντίγραφα πιστοποιητικού θανάτου δυο προσώπων. Ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, λαμβάνοντας υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής[1], προχωρώ να αξιολογήσω τα επισυναπτόμενα έγγραφα. Η μοναδική αναφορά στα εν λόγω έγγραφα γίνεται επί της αίτησης ακυρώσεως, όπου η συνήγορος καταγράφει ότι οι γονείς του αιτητή απεβίωσαν λόγω κατανάλωσης δηλητηρίου που δόθηκε από τον θείο του στους γονείς του, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά των εγγράφων αυτών στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου του θα πρέπει να αναφερθεί πως στα πιστοποιητικά αναγράφεται ημερομηνία θανάτου η 20η Ιουλίου 2021 ενώ στη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε πως οι γονείς του απεβίωσαν ίσως το Σεπτέμβριο του 2021.
Περαιτέρω, τα έγγραφα αυτά δεν αποδεικνύουν οτιδήποτε, δεν ενισχύουν τον ισχυρισμό του αιτητή και ουδεμία αναφορά γίνεται για δηλητηρίαση των γονιών του από τον θείο του κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, αντιθέτως, ο αιτητής δήλωσε ότι οι γονείς του απεβίωσαν λόγω ασθένειας (ερυθρό 19-χ8, του διοικητικού φακέλου) και δεν συνέδεσε το θάνατο των γονιών του σε οποιοδήποτε σημείο της συνέντευξής του αλλά και μεταγενέστερα την ενώπιον μου διαδικασία, με το θείο του. Είναι δεδομένο πως οποιοδήποτε έγγραφο δεν είναι αρκετό προς τεκμηρίωση φόβου δίωξης αλλά θα πρέπει να συνδέεται και με τον πυρήνα του αιτήματος του αιτητή. Κατά συνέπεια, τα συγκεκριμένα πιστοποιητικά δεν ενισχύουν με οποιονδήποτε τρόπο τον πυρήνα του αιτήματός του. Στη βάση αυτού του δεδομένου, κρίνω ότι η αποδεικτική αξία των εν λόγω εγγράφων είναι μειωμένη, δεν συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με τον πυρήνα του αιτήματος του αιτητή και δεν ενισχύουν με οποιοδήποτε τρόπο τους ισχυρισμούς του.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν γινόταν δεκτός ως αξιόπιστος ο εν λόγω ισχυρισμός του περί φόβου δίωξης του από τον θείο του λόγω της διεκδίκησης της κληρονομιάς από την περιουσία των γονιών του αιτητή, σημειώνεται πως πρόκειται για μία προσωπική διαφορά και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει σε χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, με τον τρόπο τουλάχιστον που προωθούνται οι ισχυρισμοί αυτοί, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη πως η χώρα καταγωγής του αιτητή θεωρείται ασφαλής χώρα ιθαγένειας δυνάμει της Κ.Δ.Π. 191/24. Αναφορικά με τον αόριστο κίνδυνο που ισχυρίζεται ο αιτητής ότι διατρέχει στη χώρα καταγωγής του, όπως έχω αναφέρει στην απόφασή μου στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020:
«Η αόριστη επίκληση ενός κινδύνου ζωής, όταν όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνεπικουρείται εξ' ουδενός αντικειμενικού στοιχείου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκούντως σοβαρή, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει «βάσιμο φόβο δίωξης». Ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε προσβολή ενός δικαιώματος δεν υποχρεώνει τις αρχές να χορηγήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα στον υφιστάμενο την προσβολή.»
Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Όπως διαφαίνεται, ο αιτητής δεν προώθησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Το μόνο πρόβλημα που επικαλέστηκε είναι η κτηματική/περιουσιακή διαφορά με το θείο του. Τα στοιχεία αυτά, δεν θα μπορούσαν να εντάξουν τον αιτητή στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (βλ. παράγραφοι 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως ο αιτητής είχε αρκετές ευκαιρίες κατά το στάδιο της συνέντευξής του να αναπτύξει με κάθε λεπτομέρεια τον πυρήνα του αιτήματός του και να θεμελιώσει το φόβο δίωξης στο πρόσωπό του από τον κατ' ισχυρισμό φορέα δίωξής του στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής ούτε στην ενώπιόν μου διαδικασία που είχε τη δυνατότητα να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του, να διευκρινίσει τις ασυνέπειες και τις ανακρίβειες των δηλώσεων του με το ορθό δικονομικό διάβημα, έθεσε ενώπιον μου οποιοδήποτε στοιχείο. Κατά συνέπεια, ενόψει των προβαλλόμενων ισχυρισμών δεν θα μπορούσε να παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.
Πρόσθετα, ορθά κρίθηκε από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.
Ο λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί ότι ο τόπος καταγωγής του αιτητή στη χώρα του είναι η πολιτεία Enugu της Νιγηρίας, διεξήγαγε έρευνα για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω πολιτεία, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι κατά το διάστημα από τις 07/03/2024 έως τις 07/03/2025 στην πολιτεία Enugu της Νιγηρίας, καταγράφηκαν συνολικά 98 περιστατικά ασφαλείας και 82 απώλειες ζωών, εκ των οποίων 13 διαμαρτυρίες (καμία απώλεια ανθρώπινης ζωής), 5 εξεγέρσεις (καμία απώλεια ανθρώπινης ζωής), 32 μάχες (50 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 48 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (32 απώλειες ανθρώπινων ζωών).[2] Ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Enugu της Νιγηρίας ανέρχεται σε 4,690,100 κατοίκους σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη εκτίμηση που έγινε το 2022.[3]
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τόπο καταγωγής του αιτητή, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του εκεί να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, με στοιχειώδη εκπαίδευση, πλήρως ικανός προς εργασία και χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βΒλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, αλλά διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό απόφαση εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται.
Η συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας κατά παράβαση των άρθρων 26 και 28 του Ν.158(Ι)/1999. Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).
Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).
Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα έρευνα και αιτιολόγηση εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. άρθρο 11 εδάφια (3) και (5) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (73(I)/2018)
[2] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 07.03.2024 – 07.03.2025, REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria ADMIN UNIT: Enugu)
[3] City Population, Nigeria, Enugu, διαθέσιμο σε, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο