
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 2828/23
14 Μαρτίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
M.A.B.
Αιτήτριας
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
…………………………..........
Γεωργία Καρατσιόλη για Νίκο Α. Λοΐζου και Χρίστο Γ. Χριστούδια, Δικηγόρος για την αιτήτρια
Ειρήνη Παραδισιώτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 16/6/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Η αιτήτρια είναι υπήκοος της Σιέρρα Λεόνε και αφίχθηκε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία τον Νοέμβριο του 2020. Ακολούθως, στις 03/11/2020 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στις 11/01/2021 παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας. Στις 28/02/2022 πραγματοποιήθηκε προφορική συνέντευξη της αιτήτριας από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 11/06/2023, η αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενη την απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας και την επιστροφή της στη Σιέρρα Λεόνε.
Στη συνέχεια, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης στις 16/06/2023. Η Υπηρεσία Ασύλου στις 11/07/2023 εξέδωσε επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα της αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε από την αιτήτρια στις 24/07/2023. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Θα πρέπει να αναφερθεί πως η συνήγορος της αιτήτριας κατά την δικάσιμο όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούνται στην Γραπτή της Αγόρευση και περιορίστηκε στο νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο. Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη, αιτιολογημένη και αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.
Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Η αιτήτρια στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας του σεξουαλικού της προσανατολισμού. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι έπειτα από μια απογοητευτική σχέση που είχε με τον πατέρα του παιδιού της, έπαψε να έχει εμπιστοσύνη προς τους άνδρες και άρχισε να αναπτύσσει αισθήματα προς τις γυναίκες. Όταν η οικογένειά της το έμαθε, την απείλησαν ότι θα την σκοτώσουν διότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι συμβατή με το ισλαμικό δόγμα. Η αιτήτρια αποφάσισε, να διαφύγει από τη χώρα αναζητώντας διεθνή προστασία στο εξωτερικό, φοβούμενη ότι εάν επιστρέψει θα την σκοτώσουν (ερυθρό 1 του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η αιτήτρια δήλωσε ότι έχει καταγωγή από τη Σιέρρα Λεόνε (ερυθρό 26 του διοικητικού φακέλου), προερχόμενη από την πόλη Freetown, η οποία αποτελεί τόσο τον τόπο γέννησής της, όσο και προηγούμενης συνήθους διαμονής της (ερυθρό 24, 5Χ και 23, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, ως προς τις θρησκευτικές της πεποιθήσεις δήλωσε μουσουλμάνα (ερυθρό 24 και 28 του διοικητικού φακέλου) και ως προς την εθνοτική της καταγωγή δήλωσε «Themne» (ερυθρό 23 του διοικητικού φακέλου). Σε σχέση με το μορφωτικό της επίπεδο, ανέφερε πως έχει λάβει δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής της (ερυθρό 26, 1Χ του διοικητικού φακέλου), ενώ σε σχέση με το επαγγελματικό της προφίλ ανέφερε πως βοηθούσε την μητέρα της στην επιχείρησή της (ερυθρό 24,4Χ του διοικητικού φακέλου).
Επιπρόσθετα, αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε άγαμη αλλά μητέρα ενός ανήλικου τέκνου γεννημένου εκτός γάμου που ζει με τους παππούδες του στην Freetown, καθότι η αιτήτρια δεν είχε οποιαδήποτε επικοινωνία με τον πατέρα του παιδιού της λόγω του ότι ο τελευταίος της απέκρυψε ότι ήταν παντρεμένος (ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου). Τέλος, η αιτήτρια δήλωσε πως έχει ένα διευρυμένο δίκτυο συγγενών αποτελούμενο από αδέρφια (11 στο σύνολο) και ξαδέρφια που όλα ζουν στη Σιέρρα Λεόνε (ερυθρό 25 , 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης επανέλαβε τα όσα κατέγραψε στην αίτησή της, ότι δηλαδή εγκατέλειψε τη χώρα της λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού. Αναλυτικά, ισχυρίστηκε πως ο πατέρας της την απέρριψε επειδή είχε σχέση με μια άλλη γυναίκα, γεγονός που δεν γίνεται αποδεκτό από την μουσουλμανική θρησκεία αλλά και στην Σιέρρα Λεόνε γενικότερα. Μόλις ο πατέρας της το αντιλήφθηκε στις 08/07/2020, την χτύπησε και της ζήτησε να πάρει τον γιό της και να φύγει από το σπίτι. Η αιτήτρια επειδή δεν είχε που να πάει τον γιό της, τον άφησε τελικά σπίτι και εγκατέλειψε μόνη της το ίδιο βράδυ την πατρική της οικία. Αμέσως τηλεφώνησε σε ένα φίλο της ο οποίος με τη σειρά του την παρέπεμψε σε μία γυναίκα, η οποία ήταν επίσης ομοφυλόφιλη και προσφέρθηκε να τη βοηθήσει. Η αιτήτρια έμεινε στο σπίτι αυτής της γυναίκας για λίγους μήνες, ώσπου τελικά εξασφάλισε τα ταξιδιωτικά της έγγραφα και στις 04/11/2020 εγκατέλειψε οριστικά τη χώρα (ερυθρό 22, 1Χ του διοικητικού φακέλου).
Όταν ρωτήθηκε αν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους αιτείται διεθνή προστασία, απάντησε αρνητικά (ερυθρό 22, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Όπως ισχυρίστηκε σε περίπτωση επιστροφής της στη Σιέρρα Λεόνε, ο πατέρας της την απείλησε ότι θα την σκοτώσει γιατί ατίμωσε την οικογένειά του (ερυθρό 22, 3Χ-4Χ του διοικητικού φακέλου). Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων, δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια μέσω πρόσθετων ερωτήσεων να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφηγησής της. Λόγω της φύσης του ισχυρισμού η λειτουργός ακολούθησε το διερευνητικό μοντέλο «DSSH» (Difference, Shame, Stigma, Harm).
Σε σχέση με τις ερωτήσεις που της τέθηκαν για την «Διαφορετικότητα» η αιτήτρια ανέφερε κατά τη συνέντευξή της πως ανακάλυψε αλλά και εκδήλωσε «για πρώτη φορά» την σεξουαλική της ταυτότητα (αυτοπροσδιορίζεται ως «ομοφυλόφιλη») το έτος 2018, όταν στην προσπάθειά της να ξεπεράσει την αποτυχημένη σχέση της με έναν άνδρα που την εγκατέλειψε όσο ήταν έγκυος το παιδί τους, ήρθε σε επαφή με μια παιδική της φίλη που την στήριξε και της συμπαραστάθηκε όσο κανείς. Το διάστημα εκείνο, οι δύο γυναίκες ήρθαν κοντά, στην αρχή φιλικά αλλά στην πορεία λόγω αμοιβαίας έλξης άρχισαν να συμπεριφέρονται «σαν να είναι σε σχέση». Η άλλη γυναίκα εξέφρασε στην αιτήτρια ότι είναι κι αυτή ομοφυλόφιλη και έτσι ξεκίνησαν να βρίσκονται «κρυφά στο σπίτι η μια της άλλης», ώσπου στις 08/07/2020 έγιναν αντιληπτές από τον πατέρα της αιτήτριας.
Ζητηθείσα να περιγράψει το περιστατικό, η αιτήτρια είπε ότι μία μέρα ο πατέρας της γύρισε στο σπίτι απροειδοποίητα και τις είδε κατά την «ερωτική στιγμή» επειδή είχαν ξεχάσει την πόρτα του δωματίου ανοιχτή. Προσπάθησε να την «χτυπήσει» και η αιτήτρια κατάφερε να γλιτώσει. Έκτοτε έχασαν επαφή με αυτή την κοπέλα και η αιτήτρια παρά τις προσπάθειές της να την εντοπίσει δεν γνωρίζει πλέον που βρίσκεται. Με τον πατέρα της δεν επικοινώνησε από τότε λόγω του ότι ήταν φοβισμένη. Ερωτηθείσα τι είναι αυτό που «ένιωσε» γι’ αυτή την γυναίκα, απάντησε «όμορφα, οικειότητα και αγάπη». Στην ερώτηση πως ένιωθε ως ομοφυλόφιλο άτομο στη Σιέρρα Λεόνε, απάντησε ότι ήταν ένας «φυσιολογικός» άνθρωπος με «φυσιολογική» ενδυμασία.
Επίσης, τέθηκαν στην αιτήτρια ερωτήσεις σχετικά με την εκδήλωση της σεξουαλικότητάς της στην Κύπρο. Όπως ανέφερε «δεν ένιωσε διαφορετικά» στην Κύπρο και δήλωσε πως εξακολουθεί να νιώθει ότι είναι ένα «φυσιολογικό άτομο» που «προσπάθησε να εκδηλώσει» την σεξουαλικότητά της αλλά όπως ανέφερε ήταν αρκετά «στρεσογόνο». Όταν ρωτήθηκε τι εννοεί όταν λέει ότι ήταν στρεσογόνο, δεν απάντησε με σαφήνεια. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε πως δεν την απασχόλησε η αναζήτηση άλλης συντρόφου γιατί έψαχνε την φίλη της από την Σιέρρα Λεόνε. Επίσης, δεν γνωρίζει φορείς προστασίας των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στην Κύπρο ούτε και μέρη συγκέντρωσης. Δεν γνωρίζει κοινωνικά δίκτυα για ΛΟΑΚΤΙ άτομα στη Σιέρρα Λεόνε, φορείς προστασίας ή μαγαζιά. Στην ερώτηση αν γνωρίζει το ακρωνύμιο «LGBTQ» απάντησε αρνητικά, προβάλλοντας ότι γνωρίζει μόνο ότι το γράμμα «L» σημαίνει «Lesbian» (ερυθρά 19-22 του διοικητικού φακέλου).
Περαιτέρω, στα πλαίσια των ερωτήσεων για την «Ντροπή» και το «Στίγμα» η αιτήτρια ανέφερε πως ο μόνος άνθρωπος που γνώριζε για τη σεξουαλική της ταυτότητα ήταν ένας φίλος της, μέχρι και την ημέρα που το ανακάλυψε ο πατέρας της, οπότε το έμαθαν οι γονείς της αλλά και τα ανίψια της που ήταν στο σπίτι και άκουσαν τις φωνές του πατέρα της. Όταν ρωτήθηκε, ποια ήταν η αντίδρασή τους, ανέφερε πως «σοκαρίστηκαν», η δε μητέρα της την ρώτησε «Γιατί; Ποιος είναι ο λόγος;». Ζητηθείσα να περιγράψει την δραστηριότητά της ως ομοφυλόφιλο άτομο στην χώρα της, πρόβαλε ότι έπρεπε να είναι «προσεκτική», «ορισμένες φορές βρισκόταν με την φίλη της στην παραλία», «έκρυβε την ταυτότητά της» και «ήταν δύσκολο να την καταλάβουν». Τέλος, όταν ρωτήθηκε ποια είναι κατά κανόνα η αντίδραση της κοινότητας όταν κάποιος αναγνωρίζεται ως ομοφυλόφιλο άτομο, η αιτήτρια απάντησε πως «δεν γνωρίζει» αλλά υποστήριξε πως σίγουρα είναι κάτι «αντίθετο με το ισλάμ» και «δεν γνωρίζει» αν είναι επιτρεπτό σε άλλες θρησκείες (ερυθρό 18-19 του διοικητικού φακέλου).
Ακολούθως, στα πλαίσια των ερωτήσεων που της υποβλήθηκαν για να διαπιστωθεί η «Βλάβη» που πιθανόν έχει υποστεί, η αιτήτρια δήλωσε πως δεν έχει «ποτέ συλληφθεί ή κακομεταχειριστεί» στην χώρα καταγωγής της λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού της. Το «μόνο περιστατικό βίας» σε βάρος της ήταν όταν προσπάθησε να την χτυπήσει ο πατέρας της. Διευκρίνισε δε ότι η ομοφυλοφιλία είναι «παράνομη» στη Σιέρρα Λεόνε αλλά «δεν γνωρίζει» πως θα αντιδρούσαν οι αρχές απέναντι σε ένα τέτοιο άτομο γιατί «ουδέποτε έχει υποπέσει στην αντίληψή της κάποιο περιστατικό» (ερυθρό 18, του διοικητικού φακέλου).
Όταν ρωτήθηκε για το ενδεχόμενο επιστροφής της, ανέφερε ότι επιθυμεί με κάποιο τρόπο να παραμείνει στη Δημοκρατία έχοντας και τον γιό της και δήλωσε πως δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα της γιατί η ομοφυλοφιλία θεωρείται παράνομη. Η δε εγκατάστασή της σε άλλο σημείο της χώρας, όπως ανέφερε δεν είναι εφικτή γιατί φοβάται ότι ο πατέρας της «θα την κυνηγήσει» (ερυθρό 17, του διοικητικού φακέλου). Σημειώνεται ότι η Αιτήτρια κατά το στάδιο της συνέντευξης δεν προσκόμισε έγγραφα ή οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη του αιτήματός της.
Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγησή της σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις της αιτήτριας ως κατωτέρω: (1) Τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας και (2) Ο ισχυρισμός περί του φόβου δίωξης από τον πατέρα της λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού. Η αρμόδια λειτουργός έκανε αποδεκτούς τους ισχυρισμούς της αιτήτριας ως προς τα προσωπικά της στοιχεία καθώς οι δηλώσεις της αιτήτριας κρίθηκαν σαφείς, συνεκτικές ενώ διασταυρώθηκαν και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.
Σε σχέση με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό όπως αυτός έχει προκύψει από την αφήγηση της αιτήτριας, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις της χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους από γενικότητα και αοριστία ενώ η ίδια δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς πληροφορίες. Η αιτήτρια δεν προέβη σε συγκεκριμένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς κατά το αφήγημά της προκειμένου να στηρίξει το φόβο δίωξής της και να στοιχειοθετήσει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό της. Στην αιτήτρια τέθηκαν επαρκείς ερωτήσεις από την αρμόδια λειτουργό και κατά συνέπεια, είχε τη δυνατότητα να τεκμηριώσει τον πυρήνα του αιτήματός της. Σε ό,τι αφορά το θέμα του σεξουαλικού προσανατολισμού της αιτήτριας, είναι καταληκτική η θέση της λειτουργού ότι ο ισχυρισμός της δεν κρίνεται εσωτερικά αξιόπιστος, εφόσον τα όσα ανέφερε και εξέφρασε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, δεν ήταν αρκετά για να τεκμηριώσουν το σεξουαλικό της προσανατολισμό αλλά και το φόβο δίωξής της εξαιτίας τούτου.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού η λειτουργός κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, αναφέρει ότι ο νόμος ποινικοποιεί την σεξουαλική δραστηριότητα ατόμων του ίδιου φύλου, αλλά μόνο μεταξύ ανδρών. Δεν υπάρχει νομική απαγόρευση της σεξουαλικής δραστηριότητας μεταξύ γυναικών. Ο νόμος δεν προσφέρει προστασία από διακρίσεις λόγω ταυτότητας φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών LGBTQI+ ισχυρίστηκαν ότι επειδή ο νόμος απαγορεύει τη σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ ανδρών, περιορίζει τα άτομα LGBTQI+ από την άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης και της ειρηνικής συνέλευσης. Ο νόμος, ωστόσο, δεν περιορίζει τα δικαιώματα των ατόμων να μιλούν ανοιχτά για τα ανθρώπινα δικαιώματα των LGBTQI+.
Κανένας νόμος για τα εγκλήματα μίσους δεν καλύπτει τη βία που προκαλείται από μεροληψία εναντίον ατόμων LGBTQI+. Λίγες οργανώσεις συμπεριλαμβανομένου του Dignity Association και του HRCSL, υποστήριξαν άτομα LGBTQI+ και ασχολήθηκαν με ακτιβιστές, αλλά διατήρησαν χαμηλό προφίλ για να προστατεύσουν την ασφάλεια τους και τις ταυτότητες τους. Αν και οι ομάδες υπεράσπισης LGBTQI+ σημείωσαν ότι οι διακρίσεις από την Αστυνομία δεν έχουν εξαφανιστεί, αλλά διευκρίνισαν ότι η Αστυνομία αντιμετωπίζει ολοένα και περισσότερο τα άτομα LGBTQI+ με κατανόηση (ερυθρό 40-39, του διοικητικού φακέλου). Επίσης, η λειτουργός παρέπεμψε σε άλλες πηγές πληροφόρησης που αναφέρουν ότι η σεξουαλική δραστηριότητα ομοφυλόφιλων απαγορεύεται βάσει του νόμου περί αδικημάτων κατά του ατόμου πράξη 1861, ο οποίος ποινικοποιεί τις πράξεις «πρωκτικής επαφής». Η διάταξη αυτή επιφέρει μέγιστη ποινή ισόβιας κάθειρξης και υποδεικνύει πως μόνο οι άνδρες ποινικοποιούνται βάσει αυτού του νόμου.
Υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία για την εφαρμογή του νόμου τα τελευταία χρόνια, με τα LGBT άτομα να υπόκεινται περιστασιακά σε συλλήψεις και αυθαίρετες κρατήσεις, εντούτοις φαίνεται να μην υπάρχουν διώξεις, επιτυχείς ή μη, βάσει του νόμου. Υπήρξαν συνεχείς αναφορές διακρίσεων και βίας που διαπράττονται κατά των LGBT ατόμων τα τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβανομένων των επιθέσεων, των απειλών, της παρενόχλησης, του εκβιασμού, της οικογενειακής απόρριψης και της άρνησης βασικών δικαιωμάτων και υπηρεσιών (ερυθρό 45-44, του διοικητικού φακέλου).
Η αρμόδια λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω πηγές πληροφόρησης όπου αναφέρουν ότι δεν υπάρχει νομική απαγόρευση της σεξουαλικής δραστηριότητας μεταξύ γυναικών, αλλά και το γεγονός ότι η αιτήτρια δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες για να υποστηρίξει την αυθεντικότητα της ταυτότητας της ως ομοφυλόφιλη και το ότι δεν ανέφερε οποιοδήποτε περιστατικό που να συνέβη στην ίδια λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού της, πέραν από το περιστατικό με τον πατέρα της, δεν έκανε αποδεκτό τον προαναφερόμενο ισχυρισμό.
Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία της αιτήτριας και αξιολογώντας ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της την πόλη Freetown της Σιέρρα Λεόνε, η αρμόδια λειτουργός συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αφού παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Freetown, δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη. Ειδικότερα, όπως σημειώνει η λειτουργός, η αιτήτρια πρόκειται για υγιή, ενήλικη, η οποία έχει λάβει στοιχειώδη μόρφωση στη χώρα καταγωγής της, δεν παρουσιάζει στοιχεία ευαλωτότητας, εργαζόταν προτού αποχωρήσει από τη χώρα της και έχει υποστηρικτικό δίκτυο, ενώ ως προς τη γενική κατάσταση στην περιοχή καταγωγής και διαμονής της (πόλη Freetown), πληροφορίες καταδεικνύουν ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, η λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτήτριας σε έναν από τους λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, κατέληξε πως δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Αναφορικά με το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, του Ν. 6 (Ι)/2000, η αρμόδια λειτουργός παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη Freetown της Σιέρρα Λεόνε, εκ της οποίας προέκυψε ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
Ως εκ τούτου, η λειτουργός κατέληξε ότι η αιτήτρια δεν δύναται να υπαχθεί ούτε σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και συνεπώς εισηγήθηκε πως το αίτημα της θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του. Ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την έκθεση του λειτουργού προχώρησε και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.
Στα πλαίσια της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου προχωρώ να εξετάσω κατ’ ουσίαν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς της αιτήτριας. Δεν θα ασχοληθώ με τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός στο σύνολό του από την Υπηρεσία Ασύλου, εφόσον η αιτήτρια κρίθηκε εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστη στις δηλώσεις της και ούτως ή άλλως δεν αμφισβητείται στην ενώπιον μου διαδικασία.
Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό της αιτήτριας περί του σεξουαλικού της προσανατολισμού, προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση του θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με το εγχειρίδιο της EUAA «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελίδες 204, 205 αναφέρεται ότι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«Όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, οι αιτήσεις που βασίζονται σε γενετήσιο προσανατολισμό ή ταυτότητα φύλου μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολες στον χειρισμό, επειδή οι λόγοι της αίτησης συνδέονται με ευαίσθητες και προσωπικές πτυχές της ιδιωτικής ζωής. Οι αιτούντες ενδέχεται να νιώθουν στιγματισμένοι, να ντρέπονται και/ή να αρνούνται την πραγματικότητα· ενδέχεται επίσης να έχουν υποστεί απόρριψη και/ή κακομεταχείριση από την οικογένεια και/ή την κοινότητά τους. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να καθιστούν δύσκολη για τους αιτούντες την αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών με σαφή και συνεκτικό τρόπο και, ως εκ τούτου, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζουν μπορεί να γνωστοποιούνται με καθυστέρηση, να είναι ελλιπή και να περιέχουν ανακολουθίες
Ένα από τα μοντέλα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία, το μοντέλο DSSH υπ’ αριθ. 2 [Difference, Stigma, Shame, Harm (Διαφορά, Στίγμα, Ντροπή, Βλάβη)] ( 651), βασίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία τα οποία είναι πιθανό να είναι κοινά σε άτομα που αναγνωρίζουν ένα φύλο ή μια σεξουαλική ταυτότητα που δεν συνάδει με τις ετεροκανονικές κοινωνίες στις οποίες ζουν (όπου ο κανόνας είναι η ταύτιση του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου και η ετεροφυλοφιλία). Το μοντέλο προτείνει μια διαρθρωμένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση αιτήσεων, η οποία βασίζεται στο φύλο και στη σεξουαλική ταυτότητα……………………
[…….]
Η έννοια της βλάβης στο μοντέλο αυτό αναδεικνύει επίσης διαδικαστικούς παράγοντες οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με άτομα τα οποία ενδέχεται να μην μπόρεσαν να μιλήσουν ποτέ ανοικτά σε κανέναν για την ταυτότητά τους, για τα οποία η ταυτότητά τους υπήρξε πηγή στίγματος και δυνητικής βλάβης, και τα οποία ενδέχεται να μη γνωρίζουν τα δικαιώματά τους όσον αφορά τον γενετήσιο προσανατολισμό και/ή την ταυτότητα φύλου στο πλαίσιο της αίτησης ασύλου ( 652). Όπως αναφέρεται στην έκθεση Beyond proof: Η ύπαρξη ή μη ορισμένων στερεοτυπικών συμπεριφορών ή εμφανίσεων δεν θα πρέπει να αποτελεί βάση για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο αιτών έχει ή δεν έχει ορισμένο γενετήσιο προσανατολισμό και/ή ορισμένη ταυτότητα φύλου. Δεν υπάρχουν καθολικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που τυποποιούν τα άτομα ΛΟΑΔΜ (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλα, διεμφυλικά και μεσοφυλικά άτομα), όπως δεν υπάρχουν και για τα ετεροφυλόφιλα άτομα. Οι εμπειρίες της ζωής τους μπορεί να διαφέρουν σημαντικά, ακόμη και αν προέρχονται από την ίδια χώρα[1]».
Η εφαρμογή του ανωτέρω μεθοδολογικού εργαλείου (DSSH) έχει δεχθεί κριτική ειδικά όταν δεν χρησιμοποιείται ορθά με αποτέλεσμα να ενισχύονται τα στερεότυπα. Το εν λόγω μεθοδολογικό εργαλείο χρησιμοποιείται από διάφορες χώρες, κράτη-μέλη, την EUAA καθώς και από την UNHCR και τον ΔΟΜ στο υλικό κατάρτισης τους για τις αιτήσεις που βασίζονται στον γενετήσιο προσανατολισμό και στην ταυτότητα φύλου[2]. Επισημαίνεται, ωστόσο, πως ο τρόπος που βιώνει κάθε πρόσωπο τον σεξουαλικό του προσανατολισμό είναι υποκειμενικός και εξαρτάται από την προσωπική ιστορία του ατόμου, τον πολιτισμό και την κοινωνικοοικονομική του κατάσταση[3].
Παραθέτω επίσης σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην απόφαση της υπόθεσης υπ’αριθμόν C-148/13 - C-150/13, A. B. C. ημερομηνίας 2/12/14, όπου αποφασίστηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«61. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να προβαίνουν στην αξιολόγησή τους συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος και ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85 απαιτεί από τις ίδιες αυτές αρχές να διεξάγουν τη συνέντευξη συνεκτιμώντας τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση ασύλου.
62. Μολονότι η υποβολή ερωτήσεων που αφορούν στερεοτυπικές αντιλήψεις ενδέχεται να συνιστά χρήσιμο στοιχείο στη διάθεση των αρμόδιων αρχών προκειμένου να προβούν στη σχετική αξιολόγηση, εντούτοις η εκτίμηση των αιτήσεων για την παροχή του καθεστώτος πρόσφυγα η οποία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε στερεοτυπικές αντιλήψεις συνδεόμενες με τους ομοφυλόφιλους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των διατάξεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, στο μέτρο που δεν παρέχει στις εν λόγω αρχές τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη την ατομική κατάσταση του οικείου αιτούντος άσυλο.»
Το μοντέλο DSSH, αν και παρέχει μία οργανωμένη μέθοδο ανάλυσης, δεν μπορεί να αντανακλά πάντα με ακρίβεια τα βιώματα του κάθε αιτητή, ιδιαίτερα αν δεν λαμβάνει υπόψη τη διαφορετικότητα του πολιτισμικού και κοινωνικού υποβάθρου και τις προσωπικές τους εμπειρίες. Γι’ αυτό το λόγο μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο αξιολόγησης αλλά δεν πρέπει να αποτελεί τη μοναδική βάση για την εξέταση ενός αιτήματος. Η αξιοπιστία ενός ατόμου που προβάλλει ισχυρισμούς για το σεξουαλικό προσανατολισμό πρέπει να κρίνεται με ευρύτερα αποδεκτά κριτήρια, καθώς δεν υπάρχει ένας καθολικός τρόπος για να προσδιοριστεί η ΛΟΑΤΚΙ ταυτότητα. Έτσι η ύπαρξη ή η έλλειψη συγκεκριμένων χαρακτηριστικών ή εμπειριών που συχνά συνδέονται με τη σεξουαλική ταυτότητα, δεν μπορεί να θεωρείται καθοριστικός παράγοντας στην εκτίμηση του σεξουαλικού προσανατολισμού κάποιου. Επομένως κάθε περίπτωση αξιολογείται με βάση τα ατομικά δεδομένα και τις ιδιαίτερες συνθήκες του αιτητή χρησιμοποιώντας βεβαίως τους κοινώς αποδεκτούς δείκτες αξιοπιστίας.
Παρατηρώ πως η αρμόδια λειτουργός ακολούθησε τα τρία στάδια διερεύνησης του μοντέλου «DSSH», αλλά αξιολόγησε ορθά τα κριτήρια του ανωτέρω μοντέλου στη βάσει των δηλώσεων της αιτήτριας, έχοντας θέσει στην αιτήτρια επαρκή αριθμό ερωτήσεων (τόσο ανοικτού, όσο και κλειστού τύπου) και δίνοντάς της τη δυνατότητα να αναπτύξει τις εμπειρίες, τα συναισθήματα και τα βιώματα της καθώς και να αποσαφηνίσει περαιτέρω τους ισχυρισμούς της. Παρόλο που δεν αναμένεται από την αιτήτρια να υπεισέλθει σε πολύ προσωπικές και ευαίσθητες πληροφορίες, τα όσα παρέθεσε σχετικά με τον υπό κρίση ισχυρισμό της ορθώς κρίθηκαν ότι προβλήθηκαν με αόριστο και μη συνεπή τρόπο ενώ εξέλειπαν από την αφήγηση της συγκεκριμένες πληροφορίες από τις οποίες θα προέκυπτε ο βιωματικός και προσωπικός χαρακτήρας όσων εξιστόρησε, λαμβάνοντας δε υπόψη στα ανωτέρω και τις προσωπικές περιστάσεις της, το πολιτιστικό, και εκπαιδευτικό της υπόβαθρο.
Σε σχέση λοιπόν με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό η αιτήτρια αναφέρθηκε σε μια μεμονωμένη σχέση που είχε συνάψει το 2018 με μια κοπέλα όταν απογοητεύτηκε από τον πατέρα του παιδιού της. Ωστόσο δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες για να υποστηρίξει την διαφορετικότητα της ως ομοφυλόφιλο άτομο. Δήλωσε επανειλημμένα πως αισθανόταν ως ένα «κανονικό άτομο» και ακόμη και στην Κύπρο δεν εκφράζει την ταυτότητά της. Παρά του ότι δήλωσε πως η προσπάθειά της στην Κύπρο ήταν «ανεπιτυχής», αρνήθηκε να δώσει περαιτέρω πληροφορίες.
Πέραν του ότι αρχικά δήλωσε πως ήταν «μπερδεμένη», και έπειτα «αποδέχθηκε» ότι τα αισθήματα της ήτανε φυσιολογικά, δεν ήταν σε θέση να εκφράσει και να περιγράψει διαφορετικά ή νέα αισθήματα κατά τη στιγμή της συνειδητοποίησης. Ακόμα και για την ίδια την σύντροφό της στην ερώτηση αν επιθυμεί να αναφέρει περισσότερα γι’ αυτήν, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά. Η αιτήτρια δεν παρείχε λεπτομερή περιγραφή των συναισθημάτων που ένιωθε ως άτομο, λόγω του φύλου προς το οποίο ένιωθε έλξη. Δεν ήταν συγκεκριμένη στις αναφορές της ως προς τον τρόπο που αντιλαμβανόταν τη σεξουαλική της ταυτότητα ούτε ανέδειξε πως αυτό επηρέασε την καθημερινότητά της.
Επιπρόσθετα, από το αφήγημα της αιτήτριας διαφαίνεται πως οι ισχυρισμοί της είναι αντιφατικοί γιατί παρόλο που αναφέρει πως δεν εξέφραζε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό στη χώρα καταγωγής της, εντούτοις ισχυρίστηκε πως διατηρούσε σχέση με μια κοπέλα την οποία μάλιστα συναντούσε στο ίδιο της το σπίτι, στο σπίτι της κοπέλας αλλά και σε εξωτερικό χώρο. Η αιτήτρια δήλωσε πως ένιωσε ντροπή όταν την ανακάλυψε ο πατέρας της με την κοπέλα της κατά την «ερωτική πράξη». Περαιτέρω, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει πως το έμαθαν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και αρκέστηκε σε γενικές και αόριστες αναφορές. Επιπρόσθετα, η αιτήτρια δήλωσε πως διατηρεί επικοινωνία με τη μητέρα της (ερυθρό 60-62, του διοικητικού φακέλου).
Τέλος, η αιτήτρια δεν εξέφρασε φόβο δίωξης από το κράτος λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού αλλά εστιάζει περισσότερο στο ότι ο πατέρας της την απείλησε ότι «αν την δει θα την σκοτώσει γιατί αποτελεί κακό παράδειγμα». Επίσης, η αιτήτρια δεν έχει πλήρη αντίληψη της επικρατούσας κατάστασης στη χώρα της ως προς την αντίληψη των Αρχών για ομόφυλα άτομα, πέραν από το ότι κάτι τέτοιο είναι «απαγορευμένο» στη χώρα της (ερυθρό 59-60, του διοικητικού φακέλου).
Η αιτήτρια δεν κατάφερε να παραθέσει συνεπείς και επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την διαδικασία συνειδητοποίησης του σεξουαλικού της προσανατολισμού (ενδόμυχες σκέψεις, συναισθήματα). Το αφήγημα της αιτήτριας ως προς τον πυρήνα του αιτήματός της, φαίνεται να έχει μία γενική ή αφηρημένη προσέγγιση, χωρίς έντονα βιωματικά στοιχεία ή προσωπικά περιστατικά ή περιγραφική λεπτομέρεια που να μοιάζει άμεσα συνδεδεμένο με την εμπειρία της αιτήτριας.
Κατά τη συνέντευξη λοιπόν αναμένετο από την αιτήτρια να υπήρχε συνεκτικότητα στις απαντήσεις της, αποφυγή αντιφάσεων και πειστικότητα στην προσωπική της ιστορίας. Το ζήτημα του σεξουαλικού προσανατολισμού είναι μία βαθιά προσωπική και εσωτερική υπόθεση και πρέπει πάντοτε να αντιμετωπίζεται με ευαισθησία. Η ασάφειες στις δηλώσεις της αιτήτριας, η έλλειψη λεπτομερειών στο αφήγημά της υπονομεύουν την αξιοπιστία της και καθιστούν αδύνατη την αποδοχή των ισχυρισμών της χωρίς την από μέρους της περαιτέρω τεκμηρίωση. Κατά συνέπεια, η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της αιτήτριας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Στα πλαίσια αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού της, διεξήγαγα έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, από τις οποίες διαπιστώθηκαν αναφορικά με την ομοφυλοφιλία στη Σιέρρα Λεόνε τα πιο κάτω: Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Σιέρρα Λεόνε για το έτος 2023 και ιδίως όσον αφορά στις πράξεις βίας, ποινικοποίησης και άλλες καταχρήσεις βασισμένες στον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα ή έκφραση φύλου[4]. Όπως προκύπτει από την έρευνα που διεξήγαγα, ο νόμος ποινικοποιούσε τη σεξουαλική δραστηριότητα του ίδιου φύλου μεταξύ ανδρών, αλλά ο νόμος δεν εφαρμόστηκε και δεν προκύπτει να υπήρχε νομική απαγόρευση της σεξουαλικής δραστηριότητας μεταξύ γυναικών.
Η αστυνομία γενικά δεν υποκινούσε, δεν διέπραξε ή δεν συγχώρεσε τη βία ή την παρενόχληση εναντίον λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων, τρανσέξουαλ, queer ή ιντερσεξ (LGBTQI+). Οι υποστηρικτές της LGBTQI+ ανέφεραν βία και εκβιασμό εναντίον ατόμων LGBTQI+. Η αστυνομία γενικά δεν κακοποίησε ούτε παρενόχλησε όσους κατήγγειλαν τέτοια κακοποίηση, αλλά δεν ήταν πρόθυμη να ενεργήσει με βάση τέτοιες αναφορές. Δεν υπήρξαν αναφορές για ενέργειες από τις κυβερνητικές αρχές για τη διερεύνηση ή την τιμωρία κρατικών ή μη φορέων που ήταν συνένοχοι σε βία ή κακοποίηση ατόμων LGBTQI+.
Ο νόμος δεν απαγόρευε τις διακρίσεις από κρατικούς ή μη φορείς με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα ή έκφραση φύλου ή τα χαρακτηριστικά του φύλου. Τα άτομα LGBTQI+ αντιμετώπισαν εκτεταμένες διακρίσεις στην υγειονομική περίθαλψη, τη στέγαση, την εκπαίδευση, την απασχόληση, την οικογενειακή ζωή και την αστυνόμευση, αν και οι άνδρες δεν φοβήθηκαν τη σύλληψη και η αποδοχή από την αστυνομία των δραστηριοτήτων LGBTQI+ αυξήθηκε. Η κυβέρνηση κατέβαλε περιορισμένες προσπάθειες για την αντιμετώπιση των διακρίσεων και των μεροληψιών κατά των LGBTQI+ ατόμων.
Η ΜΚΟ Dignity Association ανέφερε ότι τα άτομα LGBTQI+ αντιμετώπισαν διακρίσεις όσον αφορά την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Πολλά άτομα LGBTQI+ επέλεξαν να μην αναζητήσουν ιατρική περίθαλψη λόγω του κινδύνου παραβίασης του δικαιώματός τους στην εμπιστευτικότητα και αποκάλυψης του σεξουαλικού τους προσανατολισμού. Τα άτομα LGBTQI+ αντιμετώπισαν επίσης διακρίσεις στη στέγαση, καθώς οι οικογένειες συχνά απέφευγαν και απέβαλαν τα LGBTQI+ παιδιά από τα σπίτια τους. Οι ενήλικες κινδύνευαν να τερματίσουν τη μίσθωση εάν η κατάστασή τους LGBTQI+ δημοσιοποιηθεί. Σύμφωνα με το Dignity Association, οι πατριαρχικές συμπεριφορές είχαν ως αποτέλεσμα κοινωνικές διακρίσεις τόσο στο γενικό πληθυσμό όσο και εντός της LGBTQI+ κοινότητας.
Ο νόμος δεν προέβλεπε νομική διαδικασία αναγνώρισης φύλου. Ο βιασμός γυναικών LGBTQI+ ήταν συνηθισμένος και οι ακτιβιστές βρήκαν ότι ο «διορθωτικός» βιασμός ήταν μια από τις διαδεδομένες κακοποιήσεις που διαπράχθηκαν εναντίον λεσβιών, αμφιφυλόφιλων και queer γυναικών. Δεν υπήρξαν αναφορές για ιατρικά περιττές και μη αναστρέψιμες χειρουργικές επεμβάσεις «κανονικοποίησης» που πραγματοποιήθηκαν σε παιδιά ή σε ενήλικα άτομα που δεν συναίνεσαν. Ο νόμος δεν περιόριζε τα δικαιώματα των ατόμων να μιλούν ανοιχτά για τα ανθρώπινα δικαιώματα LGBTQI+. Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών LGBTQI+ υποστήριξαν, ωστόσο, ότι επειδή ο νόμος απαγόρευε τη σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ ανδρών, περιόριζε τα άτομα LGBTQI+ από την άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης και του ειρηνικού συνέρχεσθε.
Στο ερώτημα αν οι νόμοι, οι πολιτικές και οι πρακτικές εγγυώνται την ίση μεταχείριση διαφόρων τμημάτων του πληθυσμού στη Σιέρρα Λεόνε, η Ετήσια Έκθεση του «Freedom House» για τα πολιτικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες το 2023[5], αναφέρει τα ακόλουθα: Τα άτομα LGBT+ αντιμετωπίζουν διακρίσεις στην απασχόληση και την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και είναι ευάλωτα στη βία. Η σεξουαλική επαφή μεταξύ ανδρών ποινικοποιείται βάσει νόμου από την εποχής της αποικιοκρατίας.
Οι γυναίκες βιώνουν διακρίσεις στην απασχόληση, την εκπαίδευση και την πρόσβαση σε πιστώσεις. Ο νόμος GEWE του 2022 περιλαμβάνει διατάξεις που επιβάλλουν την ίση αμοιβή και την παράταση της διάρκειας της άδειας μητρότητας μετ' αποδοχών για τις γυναίκες, αν και η συμμόρφωση δεν έχει ακόμη ελεγχθεί αποτελεσματικά. Τις πιο πάνω πληροφορίες επιβεβαιώνει και η πλατφόρμα Equaldex[6], όπου αναφέρεται πως η ομοφυλοφιλία των ανδρών τιμωρείται τεχνικά με ισόβια κάθειρξη, αλλά σπάνια επιβάλλεται. Αντιθέτως, οι ομοφυλικές σχέσεις μεταξύ γυναικών είναι νόμιμες. Ο γάμος ομοφυλόφιλων δεν είναι νόμιμος και στη Σιέρρα Λεόνε, δεν υπάρχουν νόμοι που να περιορίζουν τη συζήτηση ή την προώθηση θεμάτων LGBTQ+. Οι διακρίσεις LGBT στη Σιέρρα Λεόνε είναι παράνομες σε ορισμένα πλαίσια. Ο νόμος για την απασχόληση του 2023 απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω "σεξουαλικότητας" και την άδικη απόλυση με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός εργαζομένου. Βεβαίως ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι ο πατέρας της την απείλησε και το φοβάται, δεν μπορεί να διασταυρωθεί από πηγές πληροφόρησης, εφόσον είναι ζήτημα πολύ προσωπικό.
Από τις πιο πάνω πληροφορίες συμπεραίνεται πως τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα στη Σιέρρα Λεόνε αντιμετωπίζουν διακρίσεις, περιορισμούς και δυσκολίες, παρόλο που οι αρχές διαφαίνεται πως αντιμετωπίζουν τα άτομα αυτά με κατανόηση. Επιπρόσθετα, από την έρευνα διαπιστώθηκε πως δεν υπάρχει νόμος που να ποινικοποιεί τη σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ των γυναικών. Από την αξιολόγηση της εσωτερικής και της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών της αιτήτριας διαφαίνεται πως δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό της περί του σεξουαλικού της προσανατολισμού και του φόβου δίωξής της επί τούτου από τον πατέρα της, αφ’ ης στιγμής η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της, σε ένα τόσο προσωπικό ισχυρισμό δεν έχει θεμελιωθεί.
Σημειώνεται ότι ούτε κατά την ενώπιον μου διαδικασία αλλά και ούτε μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης προσέθεσε άλλα στοιχεία και/ή πληροφορίες που να ανατρέπουν την αξιολόγηση των καθ' ων η αίτηση και να τεκμηριώνουν το αίτημά της. Οι ασάφειες που εντοπίστηκαν τέθηκαν ενώπιον της αιτήτριας και είχε τη δυνατότητα στην ενώπιον μου διαδικασία με το ορθό δικονομικό διάβημα, να καλύψει τα κενά, τις ανακρίβειες, τις αντιφάσεις και τις αοριστίες που προέβη κατά το αφήγημά της.
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (βλ. παραγράφους 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της. Η αιτήτρια δεν ήταν υποχρεωμένη να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών της, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή της να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών, ο αιτητής πρέπει (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.
(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.
(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς. Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»
Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. Απόφαση στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20 A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020). Εν προκειμένω, η αιτήτρια πρόβαλε αόριστους ισχυρισμούς σε σχέση με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της, χωρίς όμως να είναι σε θέση να αναφερθεί με σαφήνεια σε συγκεκριμένα γεγονότα από τα οποία να τεκμηριώνεται φόβος δίωξης ή κίνδυνος βλάβης.
Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε η αιτήτρια δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της. Από τα όσα ισχυρίστηκε η αιτήτρια σε κάθε στάδιο εξέτασης του αιτήματός της, προκύπτει πως δεν πρόβαλε σαφείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, με επαρκείς εξηγήσεις, λεπτομέρειες και πληροφορίες σχετικά με τον πυρήνα του αιτήματός της, ώστε να τεκμηριώσει το σεξουαλικό της προσανατολισμό, το φόβο δίωξής της εξαιτίας αυτού και να υπαχθεί στο προστατευτικό καθεστώς της έννοιας του «πρόσφυγα». Οι ισχυρισμοί που έγιναν αποδεκτοί, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, δεν δύνανται να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι εύλογα η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πράξεις δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία τους προβληθέντες ισχυρισμούς που θα την ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Σχετικά με τις προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στην αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και τη διαπίστωση του πραγματικού κινδύνου καθορίζεται πως θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619 .
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, λαμβάνοντας υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, δεν διαπιστώνεται πως προκύπτουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, υπό τη μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία στη χώρα της, κατά την έννοια του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις της αιτήτριας και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της ως παρατέθηκε ανωτέρω, η περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής της στη χώρα της ήταν η Freetown. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 ανέτρεξα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν προκειμένου να υπάρχει επικαιροποιημένη έρευνα επί τούτου, παρόλο που ο αρμόδιος λειτουργός διεξήγαγε σχετική έρευνα κατά το χρόνο σύνταξης της απόφασής του.
Σύμφωνα με το RULAC, μια πρωτοβουλία της «Geneva Academy of International Humanitarian Law and Human Rights» για τον προσδιορισμό και την καταγραφή των ενόπλων συγκρούσεων, η Σιέρρα Λεόνε δεν βρίσκεται υπό ένοπλη σύρραξη.[7] Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, στο διάστημα μεταξύ 07/03/24 και 07/03/25 καταγράφηκαν στην Δυτική Περιοχή της Σιέρρα Λεόνε, όπου εντοπίζεται και η πρωτεύουσα Freetown, τόπος προηγούμενης συνήθους διαμονής της αιτήτριας, 7 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 2 πολιτών. Aναλυτικά, 4 εξ αυτών καταγράφηκαν ως διαδηλώσεις (με 0 θύματα), 1 ως εξέγερση/αναταραχή (με 0 θύματα) και 2 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 2 θύματα), ενώ δεν καταγράφηκαν καθόλου περιστατικά μαχών ή εξ αποστάσεως χρήσης βίας.[8]. Ο πληθυσμός της Σιέρρα Λεόνε σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2022 κυμαίνεται στα 8,692,606.[9]
Λαμβάνοντας υπόψιν και τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, ότι πρόκειται για μία νέα, υγιή και ενήλικη γυναίκα, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου, ικανή προς εργασία, με υποστηρικτικό δίκτυο θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Παρά τις κάποιες δυσκολίες που ενδεχομένως αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της, εύκολα θα ενσωματωθεί στη κοινωνία της χώρας της στην οποία γεννήθηκε και έζησε με την οικογένεια της. Επομένως, δεν προκύπτει πως γυναίκες χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο και αυτού του προφίλ κατά την επιστροφή τους στη χώρα τους θα αντιμετωπίσουν οποιονδήποτε κίνδυνο.
Στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως η αίτητρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε ότι στο πρόσωπό της πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βΒλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια, δεν είχαν υποχρέωση να προβούν σε οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα, αλλά διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας κατά παράβαση των άρθρων 26 και 28 του Ν.158(Ι)/1999. Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).
Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).
Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα έρευνα και αιτιολόγηση εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] EUAA, Δικαστική ανάλυση, Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, Έκδοση 2018, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Evidence-and-Credibility-Assessment-JA-EL.pdf
[2] EUAA, Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System, Judicial analysis, Second edition, σελ.265, σημείωση 870, February 2023, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf
[3] EUAA, Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System, Judicial analysis, Second edition, σελ.266, February 2023, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf
[4] US Department of State (USDOS), Annual report on human rights in 2023, Sierra Leone, https://www.state.gov/reports/2023-country-reports-on-human-rights-practices/sierra-leone/
[5] Freedom House, Annual report on political rights and civil liberties in 2023, Sierra Leone, https://freedomhouse.org/country/sierra-leone/freedom-world/2024
[6] Equaldex, LGBT Rights in Sierra Leone, https://www.equaldex.com/region/sierra-leone
[7] RULAC, Geneva Academy, map, available at: https://www.rulac.org/browse/map
[8] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM,
The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Ημερ: 07/03/2024 - 07/03/2025, REGION: Africa, COUNTRY: Sierra Leone, ADMIN UNIT: Western)
[9] CIA, the world factbook, διαθέσιμο σε https://www.cia.gov/the-world-factbook/countries/sierra-leone/
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο