
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Νομική Αρωγή αρ.: 3/2025
11 Μαρτίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002,
Ν. 168(Ι)/2002 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΑΡ.1) ΤΟΥ 2003
ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ:
R.M.K.A.
από Ιράκ
Αιτήτρια
Η Αιτήτρια 1 εμφανίζεται αυτοπροσώπως
Για τους Καθ' ων η αίτηση : Μ. Φιλίππου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
[κος Nasr Maurice - Διερμηνέας, για διερμηνεία από την αραβική στην ελληνική και αντίστροφα]
Α Π Ο Φ Α Σ Η
E. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την υπό εξέταση αίτηση, επιζητά την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, έτσι ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να διορίσει δικηγόρο, προκειμένου να χειριστεί την προσφυγή που έχει ήδη καταχωρίσει εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 06.03.2024, με την οποίαν απορρίπτεται η αίτησή της για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σκιαγραφώντας τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από το σημείωμα εκ μέρους τού Γενικού Εισαγγελέα, που κατατέθηκε στα
πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Η Αιτήτρια κατάγεται από το Ιράκ, το οποίο εγκατέλειψε στις 15.08.2015 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, στις 28.02.2016. Αίτηση ασύλου υπέβαλε στις 28.03.2016 και προσήλθε στη συνέχεια, στις 10.06.2016 σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Εισηγητική έκθεση κατόπιν της συνέντευξης αυτής δεν υποβλήθηκε, αλλά σχεδόν έξι (6) χρόνια αργότερα, ήτοι στις 03.05.2023 η Αιτήτρια κλήθηκε εκ νέου σε συνέντευξη. Κατόπιν της συνέντευξής αυτής, ετοιμάστηκε στις 28.02.2024 Εισηγητική Έκθεση από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Η εν λόγω εισήγηση εγκρίθηκε στις 06.03.2024 από τον ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου με την Αιτήτρια να ενημερώνεται για την απόρριψη της αίτησής της στις 12.07.2024, δια επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 10.07.2024.
Εναντίον της απόφασης αυτής, η Αιτήτρια καταχώρισε την προσφυγή υπ' αρ. 2608/24 για την προώθηση της οποίας, επιθυμεί να λάβει δωρεάν νομική αρωγή, μέσω της υπό εξέταση αίτησης.
Στο έντυπο της αίτησής της για νομική αρωγή, η Αιτήτρια κατέγραψε ότι έχασε τον άντρα της λόγω των επιθέσεων του ISIS στο Ιράκ και ότι έχει δύο παιδιά.
Η προϋπόθεση της πραγματικής πιθανότητας επιτυχίας της προσφυγής
Ως καταγράφουν οι Καθ’ ων η αίτηση στο σημείωμα τους, η Αιτήτρια έχει καταχωρίσει προσφυγή κατά της δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 και συνεπώς η εξεταζόμενη περίπτωση εμπίπτει στο άρθρο 6Β(2)(α) του περί Νομικής Αρωγής Νόμου.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπό κρίση αίτηση αφορά στην πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής και ότι συνεπώς πληρείται η πρώτη προϋπόθεση παραχώρησης δωρεάν νομικής αρωγής ως αυτή θεσπίζεται με το εδάφιο (αα) του άρθρου 6Β(2) (ανωτέρω), κρίσιμη καθίσταται η εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης, θεσπιζόμενης διά του εδαφίου (ββ) της ίδιας διάταξης, την ύπαρξη δηλαδή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πραγματικής πιθανότητας επιτυχίας της σκοπούμενης προσφυγής.
Σύμφωνα με τη διαμορφωθείσα νομολογία, δίδεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσον, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, η προσφυγή του αιτητή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας[1].
Οι πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας θα πρέπει να εξετάζονται και υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου χωρίς να περιορίζεται αυθαίρετα η παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη. Περαιτέρω όμως το Δικαστήριο, θα πρέπει να εξετάσει την αίτηση με βάση το υλικό που έχει ενώπιόν του χωρίς να δίδονται νομικές αρωγές ανεξέλεγκτα σε υποθέσεις που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας[2].
Σημειώνεται δε, πως το αποτέλεσμα της παρούσας αίτησης για νομική αρωγή, δεν θα επηρεάσει την τελική έκβαση της προσφυγής που έχει ήδη καταχωριστεί από την Αιτήτρια, εφόσον το Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία δεν αποφασίζει επί της οριστικής τύχης της προσφυγής[3].
Σημειώνεται εξάλλου ότι, το Δικαστήριο προβαίνει στην αξιολόγηση της βασιμότητας της αίτησης παροχής νομικής αρωγής, στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του[4].
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ
Προς αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διέκρινε πέντε (5) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος, αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ και την καταγωγή της Αιτήτριας, ο δεύτερος ότι ο άντρας της απήχθη το 2015 καθώς υποστήριζε τον Saddam Hussein, ο τρίτος ότι η ίδια και ο υιός της οδηγήθηκαν σε στρατιωτικό δικαστήριο, ο τέταρτος ισχυρισμός ότι η ίδια και ο υιός της απειλήθηκαν από δύο άτομα, και τέλος ο πέμπτος ισχυρισμός ότι κάποια άτομα την αναζητούσαν μετά την αναχώρησή της από τη χώρα.
Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθώς στοιχειοθετήθηκαν τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας. Ωστόσο οι λοιποί ισχυρισμοί της (δεύτερος – πέμπτος) απορρίφθηκαν καθώς, ως κρίθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική τους αξιοπιστία.
Ακολούθως, ο λειτουργός ασύλου κατά την αξιολόγηση κινδύνου στην βάση του μοναδικού πραγματικού περιστατικού που έγινε αποδεκτός και κατόπιν εξατομικευμένης εξέτασης του αιτήματος της και του προσωπικού της προφίλ, κρίθηκε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που η Αιτήτρια επιστρέψει στο Ιράκ, θα αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.
Κατά τη νομική ανάλυση και λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ισχυρισμούς και την αξιολόγηση κινδύνου, ο λειτουργός ασύλου έκρινε πως δε συντρέχουν στο πρόσωπο της Αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής τους στο Καμερούν για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη Σύμβαση της Γενεύης και το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και εντοπίστηκε η συνδρομή των προϋποθέσεων για παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας.
Συνεπώς, και με βάση την ανωτέρω ανάλυση, η αίτηση διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας απορρίφθηκε.
Κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία η Αιτήτρια υιοθέτησε τα όσα ανέφερε κατά τη συνέντευξή της ισχυριζόμενη ότι από αυτά αποδεικνύεται ότι η προσφυγή της έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας καθώς δικαιούται διεθνή προστασία. Επισήμανε ότι είναι εννέα (9) χρόνια στη Δημοκρατία, ότι το διαβατήριο της το κρατά η Δημοκρατία, ότι δεν έχει που να πάει, δεν υπάρχει πρεσβεία του Ιράκ στην Κύπρο, ενώ επισήμανε ότι η υγεία της δεν είναι καθόλου καλή, δεν μπορεί να περπατήσει και έχει διαβήτη.
Σημειώνεται ότι η ευπαίδευτη συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα, εισηγήθηκε τόσο μέσω του Γραπτού του Σημειώματος όσο και προφορικώς ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος για την παραχώρηση του ευεργετήματος της νομικής αρωγής στην Αιτήτρια.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Έχω μελετήσει προσεκτικά το Γραπτό Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα και τα επισυνημμένα σε αυτό έγγραφα - μεταξύ των οποίων εντοπίζονται και οι συνεντεύξεις της Αιτήτριας ενώπιον του λειτουργού ασύλου, η Εισηγητική Έκθεση και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου- τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ενώπιον του Δικαστηρίου και γενικά το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου.
Η Αιτήτρια είναι μια 71χρονη γυναίκα, ιρακινής υπηκοότητας, γεννηθείσα στις 17.01.1951 στην πόλη Βασόρα, στο Ιράκ. Πρόκειται για μια Σιίτισσα Μουσουλμάνα που ανήκει στην αραβική εθνοτική ομάδα και έχει τρεις γιους οι οποίοι διαμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και κατέχουν τη βρετανική υπηκοότητα (βλ. ερ. 64, 1Χ). Ως δήλωσε, η Αιτήτρια είχε και μία κόρη με κυπριακή υπηκοότητα η οποία ωστόσο πέθανε στην Κύπρο στις 28.06.2014. Η ίδια δεν ολοκλήρωσε τις δευτεροβάθμιες σπουδές της (σταμάτησε στην πρώτη τάξη του λυκείου), αλλά γνωρίζει αραβικά ως μητρική της γλώσσα και λίγα αγγλικά. Δεν εργάστηκε ποτέ λόγω της οικονομικής ευχέρειας του συζύγου της, ο οποίος ήταν, ως αναφέρει πλούσιος, καθώς ήταν γιατρός σε Πανεπιστήμιο.
Η διαδρομή της μέχρι την Κύπρο υπήρξε πολυτάραχη. Ως προκύπτει από τα όσα ανέφερε κατά την συνέντευξή της, έφυγε από το Ιράκ για πρώτη φορά το 1979 και διέμεινε για διάφορα χρονικά διαστήματα σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ και τη Λιβύη. Στη συνέχεια επέστρεψε στο Ιράκ και ακολούθως ταξίδευε για 20 χρόνια στην Ιορδανία, λόγω του υιού της ο οποίος σπούδαζε εκεί. Στην Ιορδανία είχαν ένα διαμέρισμα και ταξίδευε ως δήλωσε, έχοντας άδεια παραμονής. Ακολούθως, κατά απροσδιόριστη χρονολογία επέστρεψε στο Ιράκ και συγκεκριμένα στην πόλη Ερμπίλ, την πρωτεύουσα της περιφέρειας του Κουρδιστάν. Ακολούθως εγκατέλειψε το Ιράκ στις 15.08.2015 και ταξίδεψε στην Ιορδανία στην οποία παρέμεινε μέχρι και τις 28.02.2016, χρόνο κατά τον οποίο εισήλθε στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι λόγοι εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής της συνδέονται άμεσα, ως ισχυρίστηκε, με την εξαφάνιση του συζύγου της το 2015. Ο σύζυγός της, ο οποίος ήταν γιατρός σε πανεπιστήμιο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, απήχθη λόγω της φερόμενης σχέσης του με το κόμμα Μπάαθ του Σαντάμ Χουσεΐν. Μετά την εξαφάνισή του, η ίδια και ο γιος της οδηγήθηκαν σε στρατιωτικό δικαστήριο, ενώ δέχθηκαν απειλές από άγνωστα πρόσωπα. Υποστήριξε επίσης ότι μετά την αναχώρησή της από το Ιράκ, υπήρξαν άνθρωποι που την αναζητούσαν, γεγονός που την έκανε να φοβάται για την ασφάλειά της. Μετακινήθηκε στην Ιορδανία, όπου έλαβε θεώρηση εισόδου για την Κύπρο από την πρεσβεία της Κύπρου στο Αμάν και έφτασε νόμιμα στη χώρα στις 28.02.2016, καταθέτοντας αίτηση ασύλου στις 23.03.2016.
Εξετάζοντας την αξιολόγηση της αίτησης της Αιτήτριας από τον λειτουργό ασύλου, είναι η εκτίμησή μου πως αυτή εκ πρώτης όψεως παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα τόσο σε διαδικαστικό όσο και σε ουσιαστικό επίπεδο.
Καταρχάς φρονώ πως η προσβαλλόμενη απόφαση αγνόησε εκ πρώτης όψεως κρίσιμους παράγοντες, όπως το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε στην εξέταση της αίτησης, η ηλικία και γενικότερα το προφίλ της Αιτήτριας, καθώς και η ενδεχόμενη επιδείνωση της υγείας της. Επισημαίνεται ότι η πρώτη συνέντευξή της πραγματοποιήθηκε στις 10.06.2016, αλλά για λόγους που δεν προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο, κλήθηκε εκ νέου σε συνέντευξη σχεδόν επτά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 03.05.2023. Ακολούθως, η απόφαση εκδόθηκε στις 06.03.2024 και επιδόθηκε στην Αιτήτρια στις 12.07.2024, δηλαδή μετά από οκτώ και πλέον έτη από την άφιξή της στην Κύπρο. Το γεγονός ότι παρέμεινε στην Κύπρο για σχεδόν εννέα χρόνια προτού της επιδοθεί απόφαση επιστροφής στο Ιράκ, δημιουργεί φρονώ πρόσθετα ζητήματα που θα έπρεπε να εξεταστούν, όπως το κατά πόσον η μακροχρόνια απουσία καθιστά δυσκολότερη την επανένταξή της στη χώρα καταγωγής της, ενώ τυχόν αλλαγές στην κοινωνική και οικογενειακή της δομή δεν ελήφθησαν υπόψη.
Πρόσθετα, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η τελευταία συνήθης διαμονή της Αιτήτριας ήταν η Βασόρα (Basra) του Ιράκ, στηριζόμενοι κυρίως στο γεγονός ότι η ίδια γεννήθηκε, μεγάλωσε και παντρεύτηκε εκεί, καθώς και ότι η οικογένειά της (τα τρία αδέλφιά της και κάποια ξαδέλφια) εξακολουθεί να διαμένει στην περιοχή. Επιπλέον, θεωρούν ότι η διαμονή της στην πόλη Ερμπίλ, όπου κατ’ ισχυρισμόν η Αιτήτρια έζησε για κάποιο χρονικό διάστημα πριν από την αναχώρησή της από το Ιράκ , δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνήθης διαμονή, διότι δεν μιλούσε την κουρδική γλώσσα, δεν είχε δημιουργήσει σταθερούς κοινωνικούς δεσμούς και είχε μεταβεί εκεί λόγω του συζύγου της. Το γεγονός ότι επιθυμούσε είτε να επιστρέψει στη Βασόρα είτε να εγκαταλείψει το Ιράκ θεωρήθηκε ως ένδειξη ότι η Ερμπίλ δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής της.
Ωστόσο, η ανάλυση αυτή παρουσιάζει, εκ πρώτης όψεως, σοβαρά προβλήματα και δεν ευθυγραμμίζεται με τα αποδεικτικά στοιχεία. Από τα στοιχεία της υπόθεσης προκύπτει ότι η τελευταία φορά που η Αιτήτρια έζησε στη Βασόρα ήταν το 1979, πριν φύγει για το Ηνωμένο Βασίλειο. Έκτοτε, η ίδια έζησε στο Ηνωμένο Βασίλειο, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στο Κουβέιτ, στη Λιβύη, και στην Ιορδανία για 20 χρόνια, με νόμιμη άδεια διαμονής. Η τελευταία γνωστή διαμονή της στο Ιράκ ήταν στην Ερμπίλ, πριν εγκαταλείψει τη χώρα το 2015, ενώ δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι είχε επιστρέψει στη Βασόρα μετά το 1979.
Η έννοια της τελευταίας συνήθους διαμονής δεν ταυτίζεται με τον τόπο γέννησης ή τον τόπο όπου διαμένουν συγγενείς. Αντίθετα, αφορά τον τόπο όπου το άτομο έχει εγκατασταθεί και διαμένει σταθερά, αποκτώντας κοινωνικούς, επαγγελματικούς και προσωπικούς δεσμούς. Η ύπαρξη συγγενών στη Βασόρα δεν αρκεί για να καθοριστεί ότι η ίδια είχε την τελευταία της συνήθη διαμονή εκεί, ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε την περιοχή αυτή και δεν επέστρεψε ποτέ ξανά από το 1979. Αντιθέτως, το γεγονός ότι η ίδια ζούσε για δεκαετίες εκτός Ιράκ, και μόνο τα τελευταία χρόνια βρέθηκε στην Ερμπίλ λόγω του συζύγου της, δείχνει ότι η σχέση της με το Ιράκ ήταν περιορισμένη και δεν είχε σταθερή παρουσία στη χώρα.
Ένα κρίσιμο στοιχείο που ενισχύει την πλημμέλεια των Καθ’ ων η αίτηση είναι το γεγονός ότι δεν προκύπτει με σαφήνεια το χρονικό διάστημα που η Aιτήτρια έζησε στην Ερμπίλ. Εφόσον η παραμονή της στην Ερμπίλ ήταν περιορισμένη και η ίδια προσπαθούσε να φύγει είτε προς τη Βασόρα είτε εκτός χώρας, εγείρεται σοβαρό ζήτημα ως προς το αν μπορεί τελικώς να προσδιοριστεί ως τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής το Ιράκ.
Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Aιτήτρια έζησε επί 20 χρόνια στην Ιορδανία με άδεια διαμονής, γεγονός που δημιουργεί ζήτημα ως προς το κατά πόσο είχε πιο σταθερούς δεσμούς εκεί παρά στο Ιράκ. Αν εξεταστεί η έννοια της συνήθους διαμονής βάσει των πραγματικών και όχι των τυπικών δεσμών, ενδεχομένως να μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ιορδανία, και όχι το Ιράκ, ήταν η χώρα όπου η Aιτήτρια είχε αναπτύξει τη σταθερότερη διαμονή της πριν τη φυγή της.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, εκ πρώτης όψεως, στο στάδιο της νομικής αρωγής δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα ο τόπος συνήθους διαμονής της Aιτήτριας. Η έλλειψη σαφών στοιχείων σχετικά με το χρονικό διάστημα που παρέμεινε στην Ερμπίλ, καθώς και η πολυετής διαμονή της εκτός Ιράκ, δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο το Ιράκ μπορεί να θεωρηθεί χώρα τελευταίας συνήθους διαμονής της. Συνεπώς, ο καθορισμός του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής της Aιτήτριας αποτελεί κρίσιμο νομικό και πραγματολογικό ζήτημα που θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω από το Δικαστήριο που θα επιληφθεί της εξέτασης της ουσίας της προσφυγής της.
Σύμφωνα με τον Πρακτικό Οδηγό της EASO[5]: «Υπήκοοι μιας χώρας που διαμένουν σε διαφορετική χώρα: Μια άλλη δυνατότητα είναι να έχει ο αιτών / η αιτούσα την ιθαγένεια μιας ορισμένης χώρας αλλά να έχει διαμείνει σε διαφορετική χώρα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο χειριστής υπόθεσης πρέπει να αξιολογεί κατά πόσον ο αιτών / η αιτούσα πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας ή χρήζει επικουρικής προστασίας σε σχέση με τη χώρα ιθαγένειάς του/της».
Επιπρόσθετα, θεωρώ ότι η μακροχρόνια απουσία από τη χώρα πρέπει να εξεταστεί με ιδιαίτερη προσοχή, δεδομένου ότι αποτελεί παράγοντα που μπορεί να επηρεάσει την εκτίμηση του κινδύνου. Συνεπώς, η παρατεταμένη διαμονή σε άλλη χώρα – στην οποία ενδεχομένως έχουν αναπτυχθεί ισχυροί κοινωνικοί και οικονομικοί δεσμοί – απαιτεί, εκ πρώτης όψεως, μια αυτοτελή αξιολόγηση κατά την εξέταση της αίτησής της..
Πρόσθετα επισημαίνω ότι η πολύ μεγάλη καθυστέρηση που έλαβε χώρα κατά την εξέταση της αίτησης της Αιτήτριας (σχεδόν οκτώ έτη μετά την καταχώρισή της), δεν είναι χωρίς σημασία και θα έπρεπε φρονώ να αιτιολογηθεί δεόντως από τους Καθ’ ων η αίτηση. Σύμφωνα με το άρθρο 13 (6), του περί Προσφύγων Νόμου, η Υπηρεσία Ασύλου εξασφαλίζει ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ολοκληρώνεται εντός έξι (6) μηνών από την κατάθεση της αίτησης, είτε ακολουθείται η κανονική είτε η ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων ασύλου. Παράλληλα, το εδάφιο (7) του άρθρου 13 παρέχει τη δυνατότητα στον Προϊστάμενο να παρατείνει την προθεσμία των έξι (6) μηνών για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από εννέα (9) επιπλέον μήνες, στις περιπτώσεις που καθορίζονται στο Νόμο. Πρόσθετα, στο εδάφιο (10) του άρθρου 13, καθορίζεται πως η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός εικοσιενός (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης.
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει, εκ πρώτης όψεως, καμία τεκμηριωμένη αιτιολόγηση για την πρωτοφανή καθυστέρηση που σημειώθηκε. Η καθυστέρηση αυτή αναδιαμόρφωσε φρονώ ένα διαφορετικό προφίλ για την Αιτήτρια, η οποία ευρισκόμενη στην Κύπρο από τις 28.02.2016, διαμόρφωσε πλέον έναν τρόπο ζωής, ο οποίος εύλογα διαταράσσεται με την ξαφνική έκδοση απορριπτικής απόφασης έπειτα από τόσα χρόνια αναμονής. Η μακρά περίοδος αβεβαιότητας την εμπόδισε ενδεχομένως να σχεδιάσει το μέλλον της, να αναπτύξει επαγγελματικές και κοινωνικές σχέσεις και να έχει την αίσθηση της σταθερότητας.
Ακόμη πιο προβληματικό είναι το γεγονός ότι η απόφαση δεν έλαβε υπόψη τη χρονική περίοδο που μεσολάβησε και τον ουσιαστικό δεσμό της Αιτήτριας με την Κύπρο. Στην πράξη, η Αιτήτρια έχει περάσει σχεδόν μια δεκαετία στη χώρα, γεγονός που θα έπρεπε να σταθμιστεί σοβαρά στο πλαίσιο της λήψης της απόφασης. Η αναγκαστική απομάκρυνσή της από την Κύπρο μετά από τόσα χρόνια ενδέχεται να έχει δημιουργήσει θεμιτές προσδοκίες και δεσμούς που πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν από την απομάκρυνση της.
Πρόσθετα των ανωτέρω, βρίσκω εκ πρώτης όψεως ιδιαίτερα προβληματικό, με βάση τα γεγονότα της ενώπιόν μου υπόθεσης, το γεγονός ότι η απόφαση εκδόθηκε ένα και πλέον έτος μετά τη δεύτερη συνέντευξη της Αιτήτριας. Τούτο καθώς η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε πολλαπλά προβλήματα υγείας, τόσο κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής της όσο και κατά την ενώπιόν μου διαδικασία, τα οποία σε συνδυασμό με την ηλικία της χρήζουν φρονώ επικαιροποιημένης εξέτασης από το Δικαστήριο, δεδομένης και της διευρυμένης δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου για εξ υπαρχής και ex nunc αξιολόγηση των ενώπιόν του δεδομένων.
Καταληκτικά δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι εκ πρώτης όψεως, η εισήγηση του λειτουργού ασύλου φαίνεται να είναι αντιφατική στο εξής σημείο: στο πλαίσιο εξέτασης του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας (βλ. σελ. 4 της εισηγητικής έκθεσης), ο λειτουργός ασύλου επισημαίνει ότι: «Although the abduction of ther husband appeared not to be credible (see further below) there are no reasons to assume that her status as a woman alone is not plausible». Ενώ λοιπόν κατά την εξέταση του προφίλ της Αιτήτριας, ο λειτουργός ασύλου καταλήγει ότι πρόκειται για γυναίκα μόνη, ωστόσο κατά το μεταγενέστερο στάδιο της αξιολόγησης κινδύνου (βλ. σελ. 12 της εισηγητικής έκθεσης), αναιτιολόγητα επισημαίνει ότι «it has to be noted that the applicant is not considered a woman alone» και αξιολογεί την Αιτήτρια, ως γυναίκα με υποστηρικτικό δίκτυο.
Τα ως άνω ενισχύουν σημαντικά τις πιθανότητες επιτυχίας της προσφυγής που έχει καταχωρίσει η Αιτήτρια.
Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιόν μου, όπως τα έχω αναφέρει και πιο πάνω, καταλήγω - στο βαθμό που απαιτείται στην παρούσα, η οποία δεν απαιτεί εις βάθος εξέταση της ουσίας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας - ότι το αίτημα της Αιτήτριας για παροχή διεθνούς προστασίας δεν εξετάστηκε επιμελώς ούτε ερευνήθηκε δεόντως από την Υπηρεσία Ασύλου. Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί καταλήγω ότι, βάσει των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας, και λαμβανομένων υπόψη των ενώπιον μου στοιχείων, υπάρχουν εκ πρώτης όψεως πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας της προσφυγής που έχει καταχωρίσει η Αιτήτρια, καθώς, διαπιστώνεται η ύπαρξη κρίσιμων στοιχείων, των οποίων αρμόζει περαιτέρω εξέταση και αποκρυστάλλωση στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας, δεδομένης και της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπό εξέταση αίτηση καταχωρίστηκε στις 10.01.2025, εφαρμογής τυγχάνει ο περί Νομικής Αρωγής του 2002 [Ν. 165(I)/2002] ως αυτός έχει τροποποιηθεί με τον πολύ πρόσφατο περί Νομικής Αρωγής (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2024, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 31.12.2024[6]. Σύμφωνα λοιπόν με το νέο εδάφιο (6) που προστέθηκε στο άρθρο 7 του Νόμου, για σκοπούς των διατάξεων των εδαφίων (2), (3), (4), (5), (6), (7) και (8) του άρθρου 6Β και του εδαφίου (2) του άρθρου 6Γ, η παράγραφος (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 7 δεν εφαρμόζεται πλέον. Τούτο συνεπάγεται ότι δεν απαιτείται πλέον η υποβολή κοινωνικοοικονομικής έκθεσης για αιτητές διεθνούς προστασίας, ως είναι και η παρούσα.
Ενόψει των ανωτέρω, έχοντας διαπιστώσει ότι υφίστανται εκ πρώτης όψεως πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας της προσφυγής της Αιτήτριας και λαμβάνοντας υπόψη ότι πληρούται και η προϋπόθεση του εδαφίου 1(β) του άρθρου 7—λόγω της αδιαμφισβήτητης σοβαρότητας της υπόθεσής της, δεδομένου του τι διακυβεύεται-αποφασίζω ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έκδοση Νομικής Αρωγής και, συνεπώς, η αίτησή της Αιτήτριας εγκρίνεται. Εντέλλεται το αρμόδιο Πρωτοκολλητείο να προχωρήσει στις νενομισμένες διαδικασίες για διορισμό δικηγόρου σύμφωνα με τον Διαδικαστικό Κανονισμό, δυνάμει του σχετικού Νόμου. Τα έξοδα του Διερμηνέα όπως προέκυψαν κατά τη δικαστική διαδικασία να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1]Απόφαση στην Αίτηση Νομικής Αρωγής αρ. 23/2010, Farshad Khamsen, ημερ. 14.10.2010
[2]Αποφάσεις στην Αίτηση Νομικής Αρωγής αρ. 10/2010, Αlali Abdulhamid, ημερ. 06.05.2010 και στην Αίτηση Νομικής Αρωγής αρ. 25/2010, Antonia Adahor, ημερ. 13.12.2010
[3]Αποφάσεις στις Yπoθ. αρ. 278/09, Durgo Man v. Δημοκρατίας, ημερ. 15.07.2009, και Yπoθ. αρ. 7/11 και 8/11, NaciraBaghour και Roud Gad, ημερ. 28.03.2011
[4] Απόφαση στην Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 31/2013, Singh Khushwant, ημερ. 23.12.2013
[5] Πρακτικός οδηγός της EASO: Αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, 2018, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Practical-Guide-for-international-protection_EL.pdf?utm_source=chatgpt.com, βλ. σελ. 14.
[6] Δυνάμει του άρθρου 7 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, το οποίο προβλέπει ότι: «7. Κάθε Νόμος και κάθε δημόσιο έγγραφο, που γίνεται ή εκδίδεται με βάση το Νόμο αυτό ή άλλη νόμιμη εξουσία και που έχει νομοθετική ισχύ θα πρέπει να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και, εκτός αν προβλέπεται σε αυτόν διαφορετικά, θα ισχύει και θα τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία της δημοσίευσης και θα είναι δικαστικά γνωστός (judicially noticed).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο