
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.3037/24
27 Μαρτίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Τ. Τ. Τ.
Αιτήτρια
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κα Νατ. Χαραλαμπίδου, Δικηγόρος για αιτήτρια
Κα Θ. Παπανικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.23/07/24, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α) και απόφαση «επί της ουσίας του αιτήματος […] για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση» (Αιτητικό Β).
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από το Βιετνάμ, εισήλθε στη Δημοκρατία για 1η φορά νομίμως, έχουσα άδεια εργασίας, στις 17/06/09 και υπέβαλε την 1η αίτηση διεθνούς προστασίας στις 09/11/10, η οποία απορρίφθηκε στις 29/12/10 και δόθηκε ενημερωτική επιστολή στην αιτήτρια για την απόρριψη του αιτήματος της στις 02/02/11 (ερ.1-4, 17-22, 24-26, 27-28). Την ίδια μέρα η αιτήτρια υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή κατά της ως άνω απόφασης των καθ’ ων η αίτηση στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, που απερρίφθη στις 21/04/11 (ερ.29-35).
Στις 04/05/18 η αιτήτρια υπέβαλε δια της δικηγόρου της (είναι η ίδια με τη δικηγόρο που την εκπροσωπεί στα πλαίσια της παρούσας) «αίτημα επανανοίγματος του φακέλου της» στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (ΑΑΠ), η οποία, ένεκα της αναρμοδιότητας της να εξετάσει σε πρώτο βαθμό την υποβληθείσα αίτηση, απέρριψε την αίτηση, κατά της οποίας απόρριψης η αιτήτρια καταχώρησε στο Δικαστήριο την προσφυγή 960/18. Ακολούθως, στις 20/09/19, η ΑΑΠ ανακάλεσε την απόφαση της και, μετά από εισήγηση της Νομικής Υπηρεσίας, παρέπεμψε την αίτηση ημ.04/05/18 στους καθ’ ων η αίτηση και η ως άνω προσφυγή αποσύρθηκε (ερ.36-67).
Στις 05/11/19 υπεβλήθη η εδώ επίδικη μεταγενέστερη αίτηση ημ.05/12/19 (ερ.69-75). Δεν εξηγείται και δεν περιέχεται στο φάκελο γιατί η αίτηση ημ.04/05/18 δεν εξετάστηκε ως είχε υποβληθεί τότε αλλά είχε καταχωρηθεί νέα αίτηση στις 05/11/19. Στις 11/07/24, 4 ½ έτη μετά, η αίτηση ημ.05/12/19 κρίθηκε παραδεκτή, ενόψει υποβολής νέων, ως είχε κριθεί, στοιχείων και ισχυρισμών, και οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε επί της ουσίας εξέταση της (ερ.76). Την ίδια μέρα λοιπόν (11/07/24), έγινε συνέντευξη με την αιτήτρια, όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της, στην παρουσία διερμηνέα στη μητρική του γλώσσα (ερ.77-86). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 17/07/24 η επίδικη μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε (ερ.96-107).
Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της κοινοποιήθηκε δια χειρός στις 23/07/24, όταν και της μεταφράστηκε από διερμηνέα στην μητρική της γλώσσα (ερ.112).
Στην 1η αίτηση ασύλου που είχε υποβάλει η αιτήτρια στις 09/11/10 κατέγραψε ότι είχε πολλά προβλήματα στη χώρα καταγωγής και γι’ αυτό δεν μπορούσε να επιστρέψει και ζητούσε να της δοθεί «refugee visa».
Στη συνέντευξη που ακολούθησε τότε η αιτήτρια ανέφερε ότι δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα και επιθυμούσε να μείνει και να εργαστεί στη Δημοκρατία για να μαζέψει χρήματα.
Στην ιεραρχική της προσφυγή κατά της απόφασης επί της ως άνω αιτήσεως η αιτήτρια κατέγραψε ότι αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες στην οικογένεια της και γι’ αυτό η ίδια επιθυμεί να μείνει και να εργαστεί στη Δημοκρατία.
Σημειώνεται εδώ ότι το 2013 η αιτήτρια είχε απελαθεί στο Βιετνάμ και επέστρεψε το 2016 στα κατεχόμενα για να εργαστεί και ακολούθως, το 2018, πέρασε εκ νέου στις ελεύθερες περιοχές (ερ.105).
Στην επίδικη μεταγενέστερη αίτηση ημ.05/12/19 η αιτήτρια καταγράφει ότι το 2015 είχε ενταχθεί στις τάξεις του κόμματος Viet Tan και τότε, ως αναφέρει, βραχυπρόθεσμα, δεν αντιμετώπισε προβλήματα με την κυβέρνηση, όμως, μετά από ορισμένες συναντήσεις (σ.σ. των μελών) το κυβερνών κόμμα και η αστυνομία ήθελαν «να συλλάβουν και να σκοτώσουν το κόμμα». Το 2018 η αστυνομία συνέλαβε και σκότωσε πολλούς ανθρώπους του κόμματος και «σταδιακά» είδαν ότι και η αιτήτρια ανήκει σ’ αυτό το κόμμα και, ως η αιτήτρια αναφέρει, πρόσφατα, η αστυνομία πήγε στην οικογένεια της και, ως η ίδια λέει, «αναμφισβήτητα ήθελαν να [τη] συλλάβουν και να [τη] σκοτώσουν» (“definitely wanted to arrest and kill me”). Τότε η οικογένεια της τηλεφώνησε στην αιτήτρια, η οποία του είπε να της στείλουν τα έγγραφα της αστυνομίας (σ.σ. αναφέρεται προφανώς στο ερ.69, το οποίο προσκόμισε κατά την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση.
Στη συνέντευξη που έγινε μετά που η επίδικη μεταγενέστερη αίτηση κρίθηκε παραδεκτή η αιτήτρια ανέφερε ότι ο γονείς, τα αδέλφια, ο σύζυγος και τα δύο της παιδιά (αγόρι περί των 10 ετών και κορίτσι περί των 17 ετών) διαμένουν στο Βιετνάμ και διατηρεί επαφή με αυτούς. Ερωτώμενη σχετικά η αιτήτρια ανέφερε ότι δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα από τις αρχές όταν έφυγε από τη χώρα της το 2016 για να ταξιδέψει για τα κατεχόμενα.
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς που κατάγραψε στην επίδικη αίτηση η αιτήτρια ανέφερε ότι συμμετείχε στο κόμμα Viet Tan και το 2017-2018 η οικογένεια της έλαβε από την αστυνομία το ερ.69, όπου αναφέρεται ότι ερευνούσαν υποθέσεις (σ.σ. εναντίον της) και έτσι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα της, λόγω του ότι – ως ανέφερε – φοβάται.
Ερωτώμενη για ποιο λόγο έφυγε το 2016 η αιτήτρια ανέφερε πως ήταν για οικονομικούς λόγους. Ερωτώμενη για το ερ.69 η αιτήτρια ανέφερε ότι, μόλις το έλαβε η οικογένεια της το 2019, το έστειλε στην αιτήτρια (δεν θυμάται με ποια μεταφορική εταιρεία). Σε σχετική ερώτηση η αιτήτρια ανέφερε ότι το έγγραφο αυτό το έδωσαν στο σύζυγο της, του οποίου είχαν αναφέρει ότι υπάρχει ένταλμα σύλληψης εναντίον της και πως θα ήταν καλύτερα αν επέστρεφε και παραδινόταν, όμως, μετά που σκοτώθηκαν πολλοί, ως αναφέρει, η ίδια προτιμά να μείνει στη Δημοκρατία. Όταν της υποδείχθηκαν τα λάθη στη μετάφραση στα αγγλικά που περιέχεται στο ερ.69 η αιτήτρια ανέφερε ότι το κείμενο στα Βιετναμέζικα είναι ορθό και πως το κείμενο στα αγγλικά υπάρχει επειδή η ίδια είναι στο εξωτερικό.
Σε ερωτήσεις που υποβλήθηκαν σε σχέση με το κόμμα στο οποίο κατ’ ισχυρισμό αυτή εντάχθηκε η αιτήτρια επέδειξε άγνοια για το πότε αυτό ιδρύθηκε, για το αν υπάρχουν κάποιες σημαντικές ημερομηνίες για το κόμμα αυτό και που είναι τα κεντρικά του γραφεία και ανέφερε ότι έχει κάρτα μέλους στο Βιετνάμ, όμως δεν μπορεί να ζητήσει από την οικογένεια της να της τη στείλει, καθώς το κόμμα βρίσκεται σήμερα υπό διερεύνηση. Για τους σκοπούς και ιδεολογία του κόμματος η αιτήτρια ανέφερε ότι το μόνο που γνωρίζει είναι ότι είναι ενάντια στο καθεστώς. Ερωτώμενη γιατί τα προβλήματα, ως ισχυρίζεται η ίδια, άρχισαν το 2018, η αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι δεν έλαβε μέρος σε καμία δράση του κόμματος και δεν γνωρίζει τι έγινε με τους φίλους της που ήταν οπαδοί του κόμματος γιατί δεν έχει επικοινωνία μαζί τους λόγω φόβου, ως ανέφερε. Ερωτώμενη αν γνωρίζει κάποιο συγκεκριμένο άτομο που σκοτώθηκε, ως είχε αναφέρει, η αιτήτρια απάντησε θετικά όμως, ώς ανέφερε, δεν μπορούσε να δώσει το όνομα τους, καθώς ήταν μυστικό. Ερωτώμενη ποιες θα είναι οι συνέπειες αν επιστρέψει η αιτήτρια ανέφερε ότι δεν θα της επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα και θα την «πιάσουν και θα [τη] φυλακίσουν».
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα της αιτήτριας εντόπισαν και αξιολόγησαν τους κάτωθι ουσιώδεις ισχυρισμούς.
1. Ταυτότητα, το προφίλ, ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής της αιτήτριας
2. Λόγω οικονομικών δυσκολιών
3. Λόγω ισχυριζόμενου φόβου από κυβερνητικά όργανα με σύλληψη λόγω εμπλοκής της στο κόμμα Viet Tan, το οποίο θεωρείται παράνομο
Ο 1ος και 2ος ως άνω ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί ως αξιόπιστοι, ο δε 3ος απορρίφθηκε ελλείψει εσωτερικής και εξωτερικής συνοχής των λεγομένων της. Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της αιτήτριας δεν ήταν συνεκτικές, συγκεκριμένες και λεπτομερείς σε ό,τι αφορά τόσο τις εμπειρίες της κατά τη συμμετοχή της στο κόμμα και όσα ακολούθησαν της κατ’ ισχυρισμό επίσκεψης της αστυνομίας στον σύζυγο της. Ιδιαίτερη δε βαρύτητα δόθηκε στην παντελή έλλειψη γνώσεων της αιτήτριας για το κόμμα στο οποίο κατ’ ισχυρισμό μετείχε, την ιδεολογία του, την οργάνωση και τη δράση του. Σε σχέση με το ερ.69 ήταν κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, σε συνάρτηση με την ήδη τρωθείσα εσωτερική συνοχή των λεγομένων της, ότι το έγγραφο αυτό περιέχει στο αγγλικό κείμενο αρκετά γραμματικά και συντακτικά λάθη, για τα οποία, όταν υποδείχθηκαν στην αιτήτρια κατά τη συνέντευξη, αυτή δεν ήταν σε θέση να δώσει εύλογη εξήγηση. Κατά τη συνολική εκτίμηση και αξιολόγηση των ενώπιον τους στοιχείων, κατόπιν έρευνας και σε διαθέσιμες σχετικά με το εν λόγω κόμμα και τη δίωξη των μελών του πληροφορίες, οι καθ’ ων η αίτηση, αφού έλαβαν υπόψη ότι το κόμμα αυτό ετέθη προ πολλού εκτός νόμου και συλλήψεις κατά των μελών του γίνονται ήδη από το 2007, και συνεπώς τα λεγόμενα της στερούνται επίσης εξωτερικής συνοχής, απέρριψαν τους σχετικούς ισχυρισμούς της ως αναξιόπιστους. Επί τούτου δε επισήμαναν ότι ουδεμία πληροφορία σχετικά με το κόμμα ήταν σε θέση να παρέχει η αιτήτρια, αν και αναμενόταν κατ’ ελάχιστο να γνωρίζει ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τούτο.
Για τους πιο πάνω λόγους, κατόπιν έρευνας για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας, σε συνάρτηση και με το προφίλ της, ήταν κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας και η επιστροφή της δεν είναι σε παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης.
Συνεπεία των ως άνω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά της αιτήτριας απόφαση επιστροφής.
Επί της αιτήσεως η αιτήτρια αναφέρει νομικά σημεία προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της επίδικης πράξης, πλείστα εκ των οποίων προωθούνται και αναπτύσσονται με τη γραπτή αγόρευση που ακολούθησε.
Στην αγόρευση της αγόρευσης η ευπαίδευτη συνήγορος της εισηγείται ότι δεν έγινε εν προκειμένω δέουσα έρευνα των ισχυρισμών της αιτήτριας σε εξατομικευμένη βάση, δεν έγιναν περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις επί των ισχυρισμών της, δεν ερευνήθηκαν οι ισχυρισμοί περί διώξεως της λόγω συμμετοχής της στο κόμμα Viet Tan, δεν έγινε έρευνα σε διαθέσιμες σχετικά πληροφορίες, γεγονός που οδήγησε σε λήψη απόφασης υπό καθεστώς πλάνης, η οποία δεν αιτιολογείται επαρκώς και δεν αποδόθηκε στην αιτήτρια το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Ειδικώς σημειώνει ότι η αξιολόγηση του εγγράφου ερ.69 στη βάση της ορθότητας της μετάφρασης δεν θα έπρεπε να οδηγήσει σε εύρημα περί του μη γνήσιου του για τον λόγο και μόνο αυτόν. Αναφέρει περαιτέρω ότι η συνέντευξη, ενόψει και της μικρής της διάρκειας, θα έπρεπε να θεωρηθεί ανεπαρκής και να επαναληφθεί ως ληφθείσα κατά παράβαση του αρ.13 (3) και (4) του Νόμου. Περαιτέρω ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι η προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, αφού, ως ισχυρίζεται, πρόκειται για απλή έγκριση της εισήγησης, ως αυτή είχε υποβληθεί από τον λειτουργό που συνέταξε την επίδικη έκθεση-εισήγηση, το οποίο και συνιστά απεμπόληση της αποφασιστικής αρμοδιότητας του λαμβάνοντος την επίδικη εδώ απόφαση λειτουργού.
Σημειώνεται ότι επί της αναρμοδιότητας η συνήγορος της αιτήτριας παρέθεσε και κατά τις διευκρινήσεις δύο πτυχές.
Η πρώτη αφορούσε το ότι ο λαμβάνων την επίδικη απόφαση λειτουργός είχε αρμοδιότητα να λαμβάνει αποφάσεις επί εκθέσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου, παράμετρος που δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ότι ικανοποιείται εν προκειμένω, στην απουσία σχετικών στοιχείων στο φάκελο για το καθεστώς εργοδότησης του συντάσσοντος την επίδικη έκθεση λειτουργού. Ο ισχυρισμός αυτός αποσύρθηκε ρητά από τη συνήγορο της αιτήτριας στις διευκρινήσεις, αφότου, μετά από συνεννόηση με τη συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση και υπόδειξη σχετικού εγγράφου, κατέστησε παραδεκτό ότι ο συγγράφων την επίδικη έκθεση ήταν λειτουργός ορισμένου χρόνου (υποδείχθηκε το καθεστώς εργοδότησης και το ονοματεπώνυμο του λειτουργού με τον κωδικό CAS22, ερ.96) και συνεπώς ο λαμβάνων την επίδικη απόφαση ενέργησε εντός των παραμέτρων που τίθενται με την εξουσιοδότηση του (βλ. ερ.107, 111). Ενόψει της απόσυρσης του εν λόγω ισχυρισμού και της ρητής παραδοχής για το καθεστώς εργοδότησης του λειτουργού που συνέταξε την επίδικη έκθεση ο ισχυρισμός αυτός δεν θα εξεταστεί.
Η δεύτερη πτυχή, η οποία αναπτύχθηκε κυρίως κατά τις διευκρινήσεις, αφορά το ότι η εξουσιοδότηση (ερ.111) προς τον λειτουργό που έλαβε την επίδικη απόφαση (ερ.107) έγινε από τον πρώην Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος και έπαυσε από τα καθήκοντα του και, ως εξήγησε, εφόσον ο εξουσιοδοτών Υπουργός έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντα του, εν προκειμένω θα έπρεπε να δοθεί νέα εξουσιοδότηση από τον νυν Υπουργό και - στην απουσία αυτής - θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο λαμβάνων την απόφαση λειτουργός ενέργησε αναρμοδίως, καθώς η εξουσιοδότηση από τον προηγούμενο Υπουργό έπαυσε να ισχύει κατά τον χρόνο που αυτός έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντα του.
Οι καθ’ ων η αίτηση, αγορεύοντας προφορικά κατά τις διευκρινήσεις, ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου, αντέταξαν ότι η επίδικη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, έχει εκδοθεί από αρμόδιο προς τούτο όργανο και είναι ορθή επί της ουσίας, παραπέμποντας σχετικώς και υιοθετώντας την αιτιολογία της απόφασης (ερ.96-107) και τα ευρήματα τους αναφορικά με την αναξιοπιστία της αιτήτριας. Ειδικώς επί του ερ.69 ανέφεραν ότι εμμένουν στα όσα επί τούτου αναφέρονται και στην επίδικη έκθεση ότι τα λάθη στην μετάφραση του κειμένου στα αγγλικά αλλά και η γενική αναξιοπιστία των λεγομένων της αιτήτριας δεν αφήνουν περιθώρια για αποδοχή των ισχυρισμών της περί διώξεως της.
Προέχει η ενασχόληση με τον μόνο εν τέλει προωθούμενο ισχυρισμό που άπτεται της αρμοδιότητας του λαμβάνοντος την επίδικη απόφαση οργάνου περί αναρμοδιότητας στη βάση του ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε από τον προηγούμενο Υπουργό και όχι τον νυν.
Σχετικώς, στην πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. A.H.T. Advances Heating Technologies, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.63/18, ημ.11/01/24, αναφέρονται τα εξής επί πανομοιότυπου ισχυρισμού, τα οποία επιλύουν οριστικά και το επίδικο εδώ ζήτημα.
«Σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα είναι η υπόθεση Κασσέρα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 27/16, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:C130, ECLI:CY:AD:2023:C130, όπου ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε αφού, δεν είχε καταρτιστεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 2 και 35Α του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 10/69). Στην εκεί υπόθεση, παρουσιάστηκε εκχώρηση με την οποία ο αρμόδιος Υπουργός εκχώρησε προς τον γενικό διευθυντή τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του Νόμου. Ο εφεσείοντας, με δεδομένο ότι η εξουσιοδότηση δόθηκε πριν από πολλά χρόνια από προηγούμενο Υπουργό και όχι από τον εν ενεργεία Υπουργό κατά την περίοδο πλήρωσης των θέσεων, υποστήριξε πως η εξουσιοδότηση αυτή δεν μπορούσε να ισχύει, αφού η κάθε διαδικασία πλήρωσης θέσεων είναι ξεχωριστή και αυτόνομη. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, επισήμανε ότι δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος Υπουργός.
Επίσης σχετική με το υπό εξέταση επίδικο ζήτημα είναι και η πρόσφατη υπόθεση Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, Ε.Ε.Δ. 84/16, ημερ. 2.10.2023, όπου η εφεσείουσα προέβαλε ότι η σύνθεση της συμβουλευτικής επιτροπής που συστήθηκε για τις προαγωγές ήταν παράνομη καθότι, ο νέος υπουργός, ως εκ της αλλαγής που προέκυψε με τη αντικατάσταση του προηγούμενου, δεν προχώρησε σε επικαιροποιημένη εκχώρηση εξουσιών προς τη νέα γενική διευθύντρια. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο έφεσης επισήμανε ότι, ο λόγος των αποφάσεων Κασσέρα (ανωτέρω) και Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.α v. Παναγή κ.α Α.Ε. 47/2014 ημερ. 25.2.21, ECLI:CY:AD:2021:C71, ECLI:CY:AD:2021:C71, όπου στην τελευταία υπογραμμίστηκε το θεσμικά συνεχές ενός διοικητικού οργάνου, καλύπτει τα επίδικα ζητήματα, με την πρόσθετη επισήμανση ότι, «.το γεγονός ότι αντικαταστάθηκε ο Γενικός Διευθυντής, (στον οποίο δόθηκε εκχώρηση.), να μην επηρεάζει κατ' εφαρμογή του ίδιου σκεπτικού (αλλά και κατά κοινή λογική) τα αναλυόμενα».
Στην υπό εξέταση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε. Εξουσιοδότηση υπήρχε. Με αυτήν εξουσιοδοτήθηκε το πρόσωπο που υπέγραψε την σχετική επιστολή και με την οποία απαίτησε την καταβολή των πιο πάνω ποσών. Σε ακολουθία του λόγου τόσο της υπόθεσης Κασσέρα και όσο και της Φωτιάδου (ανωτέρω), δεν είναι αναμενόμενο να παραχωρείται νέα εξουσιοδότηση κάθε φορά που διορίζεται νέος διευθυντής. Περαιτέρω, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να ανακαλεί την εξουσιοδότηση για την οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω.»
Ενόψει της ως άνω δεσμευτικής για το παρόν Δικαστήριο ημεδαπής νομολογίας επί του ζητήματος ο ως άνω ισχυρισμός απορρίπτεται, δεδομένου ότι η στο μεταξύ αλλαγή στο πρόσωπο του Υπουργού ουδόλως επενεργεί στο κύρος της εξουσιοδότησης (ερ.111) και εφόσον ουδέν ετέθη που να δεικνύει ότι η εξουσιοδότηση αυτή ανακλήθηκε ή έπαυσε να ισχύει για οιονδήποτε άλλο λόγο.
Σημειώνω δε παρεμφερώς ότι, με δεδομένο ότι προνοείται ρητά εκ του αρ.2 του περί Προσφύγων Νόμου η δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί οιονδήποτε λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), αναμφίβολα η εξουσιοδότηση (ερ.111) προς λαμβάνοντα την επίδικη απόφαση είναι έγκυρη και απολύτως νόμιμη.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί έλλειψης πρακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ή και απλής επισφράγισης της έκθεσης-εισήγησης ως αυτή υποβλήθηκε, παρατηρώ ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην παρούσα αφού το αποφασίζον όργανο εξέδωσε δεόντως διακριτή απόφαση και τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το λεκτικό της εν λόγω απόφασης (βλ. ερ.107, όπου καταγράφεται ότι «[κ]ατόπιν εξέτασης της Έκθεσης-εισήγησης του αρμόδιου λειτουργού αποφασίζεται η απόρριψη της αίτησης») συνίσταται στην έγκριση της επίδικης έκθεσης, η οποία ακολουθεί στα ερ.96-106 (σελ.2-12 της απόφασης) και συνιστά ενιαίο κείμενο, το οποίο αποτελεί και την αιτιολογία της επίδικης απόφασης, στο σύνολο της, ως αυτή υποβλήθηκε.
Σχετικά στην Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας κ.ά. v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ. 294, λέχθηκε ότι «[τ]ο γεγονός ότι ο Υπουργός απλώς ανέφερε ότι συμφωνεί με την εισήγηση του λειτουργού δεν σημαίνει ότι δεν ασχολήθηκε με την επίλυση του θέματος ούτε και αποτελεί άρνηση άσκησης της εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος.» Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.6447/2013, Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, ημ.30/09/15, με αναφορά στην σχετική επί του ζητήματος νομολογία, λέχθηκε ότι «[η] σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, ενσωματώνει ολόκληρη την έκθεση τους λειτουργού, την οποία υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση Η απλή συμφωνία δεν εξυπακούει ότι ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση τρίτου, (Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, ECLI:CY:AD:2014:D151, υποθ. αρ. 718/2012, ECLI:CY:AD:2014:D151, ημερ. 26.2.2014). Στο πλαίσιο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής.». Το δε αρ.17 (8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου προνοεί ότι «[δ]ε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»
Εδώ ο εξουσιοδοτημένος προς τούτο λειτουργός της Υπηρεσίας, υιοθετώντας κατ’ ουσία στο σύνολο της, ως δύναται να πράξει, και εγκρίνοντας σχετική εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, εξάσκησε θεωρώ δεόντως την σχετική εξουσία που του δίδει ο Νόμος και η σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται. Δεν ετέθη ενώπιον μου στοιχείο που να συνηγορεί υπέρ του αντιθέτου, ήτοι ότι το αποφασίζον όργανο δεν ανέγνωσε πλήρως την εισήγηση στην βάση της οποίας έλαβε την απόφαση του και δεν εξάσκησε δεόντως την εξουσία που έχει εν προκειμένω.
Απομένει η εξέταση των ισχυρισμών που αφορούν την μη διενέργεια δέουσας έρευνας αλλά και το κατ’ ισχυρισμό αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίοι, ως άρρηκτα συμπλεκόμενοι με την ουσία και ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης θα εξεταστούν μαζί με αυτή πιο κάτω.
Στη βάση των ως άνω, δεδομένου ότι ο 1ος και 2ος ισχυρισμός έχουν γίνει αποδεκτοί από τους καθ’ ων η αίτηση προχωρώ σε αξιολόγηση του 3ου ισχυρισμού της αιτήτριας, στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται, στη σελ.98, αναφέρεται ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[όπως] προαναφέρθηκε, οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ανατρέχοντας λοιπόν στο πρακτικό της συνέντευξης παρατηρώ ότι τα λεγόμενα της αιτήτριας πόρρω απέχουν από αυτά που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέση να παρέχει σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό συμμετοχή της στο κόμμα Viet Tan και την γι’ αυτό τον λόγο μετέπειτα ισχυριζόμενη δίωξη της από τις αρχές.
Χαρακτηριστικά σημειώνω, ως και οι καθ’ ων η αίτηση εντοπίζουν, πως η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αναφέρει την παραμικρή λεπτομέρεια ή στοιχείο για την μορφή της συμμετοχής της, τον σκοπό και τη δράση του κόμματος στο οποίο αναφέρθηκε, το πότε αυτό ιδρύθηκε και που είχε τα κεντρικά του γραφεία και το τι απέγιναν άλλα μέλη τα οποία γνώριζε. Στο σύνολο και σε όλη τους την έκταση θεωρώ πως οι δηλώσεις της αιτήτριας επί του 3ου ισχυρισμού παρέμειναν καταφανώς γενικόλογες, χωρίς τον απαραίτητο βαθμό λεπτομέρειας, έβριθαν κενών, στερούνταν κάθε ψήγματος βιωματικού στοιχείου και επιπροσθέτως, τα όσα λίγα εν τέλει ανέφερε η αιτήτρια σχετικώς, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με διαθέσιμες σχετικά με το κόμμα αυτό πληροφορίες, στις οποίες ανέτρεξαν και οι καθ’ ων η αίτηση (βλ. ερ.99-100, 89-93).
Θα πρέπει να σημειώσω εδώ ότι, δεδομένης της σημαντικά τρωθείσας αξιοπιστίας του αφηγήματος της αιτήτριας περί συμμετοχής της στο κόμμα Viet Tan, ως στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», 2018, σελ.132, αναφέρεται, η αναζήτηση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής «ενδέχεται να μην είναι απαραίτητ[η] σε περίπτωση αρνητικής διαπίστωσης περί της αξιοπιστίας βάσει καταφανούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής ή μη ικανοποιητικής επεξήγησης αποκλίσεων ή παραλλαγών σε ό,τι αφορά τα ουσιώδη στοιχεία μιας αίτησης ή, ακόμη περισσότερο, σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής ως απαράδεκτης.». Παρά τούτο, οι καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν πληροφορίες που εντόπισαν. Δεν θεωρώ πως εν προκειμένω αυτό ήταν απαραίτητο, δεδομένου του ότι το αφήγημα της αιτήτριας παραπέμπει σε εκ του προχείρου και εκ των υστέρων επινόημα της ιδίας προκειμένου να στηρίξει την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση και συνεπώς τυχόν αποδοχή των λεγομένων της, δεδομένων των όσων πιο πάνω λεπτομερώς εξηγώ σχετικά με την εσωτερική συνοχή των ισχυρισμών της, θα συνιστούσε αφελή και ανεπιφύλακτη αποδοχή τους, ενάντια σε κάθε εύλογα κριτική θεώρηση τους.
Αξίζει παρά την ως άνω κατάληξη μου να σημειωθεί ότι διαθέσιμες πληροφορίες, μερικές των οποίων εντοπίστηκαν και από τους καθ’ ων η αίτηση, κάνουν λόγο για δίωξη μελών του κόμματος Viet Tan, το οποίο ετέθη εκτός νόμου, και λογοκρισία των υποστηρικτών του [1]. Όμως το ότι τα όσα γενικά αναφέρει συνάδουν με γενικές επί τούτου πληροφορίες για το κόμμα αυτό δεν αρκούν για να στηρίξουν τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, δεδομένης της καταφανούς ελλείψεως εσωτερικής συνοχής. Άλλωστε, ως και στο εγχειρίδιο «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.97, του EASO, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»
Απομένει η αξιολόγηση του εγγράφου ερ.69.
Σχετικά με την αξιολόγηση εγγράφων, στο εγχειρίδιο EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.107-108, αναφέρονται τα εξής:
«Το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης αφορούν το αν το έγγραφο είναι αξιόπιστο. Ένα έγγραφο μπορεί να είναι γνήσιο, υπό την έννοια ότι πρόκειται όντως για το έγγραφο ως το οποίο υποβάλλεται, αλλά το περιεχόμενό του ενδέχεται να είναι αναξιόπιστο και να μην τεκμηριώνει τις δηλώσεις του αιτούντος. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο είναι πλαστογραφημένο δεν σημαίνει ότι μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο μόνο γι’ αυτόν τον λόγο. Το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας και της αξιοπιστίας του εγγράφου το φέρει ο αιτών.
Ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστούν παράγοντες όπως η εσωτερική συνέπεια, το επίπεδο λεπτομέρειας, η συνέπεια με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και ιδιαίτερα με τις ΠΧΚ, και το αν οι πληροφορίες προέρχονται από άμεση πηγή. Το ίδιο ισχύει και για πτυχές που αφορούν τον συντάκτη, τα προσόντα του, την αξιοπιστία των πληροφοριών στις οποίες βασίζεται το έγγραφο και τον σκοπό για τον οποίο συντάχθηκε.
[…]
Τα έγγραφα πρέπει να υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος: οι αρχές που εφαρμόζονται στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αναφέρονται στην ενότητα 4.3 ανωτέρω δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης (324). Τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση, πριν από οποιαδήποτε αρνητική διαπίστωση, θα πρέπει να έχει παρασχεθεί στον αιτούντα η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να δώσει εξηγήσεις ή να σχολιάσει τις σχετικές ανησυχίες.»
Εν προκειμένω παρατηρώ ότι το ερ.69 δεν φέρει κανένα γνώρισμα που θα παρέπεμπε σε γνήσιο έγγραφο, αφού, ακόμα και αν δεν δοθεί βαρύτητα στο λανθασμένο κείμενο στα αγγλικά που περιλαμβάνεται στο εν λόγω ερυθρό, το ίδιο το κείμενο στερείται αυτού που θα αναμενόταν από ένα επίσημο έγγραφο, ως ισχυρίζεται η αιτήτρια. Σημειώνω ότι επί του εγγράφου αυτού δεν καταγράφεται το αδίκημα στη βάση του οποίου αναζητείται η αιτήτρια, δεν φέρει γνωρίσματα τις (φερόμενης) εκδίδουσας αρχής, όπως λογότυπο, δεν περιέχει αναφορά σε σχετική νομοθεσία, δεν κάνει αναφορά στις πράξεις για τις οποίες ερευνάται η αιτήτρια και περιλαμβάνει λάθη στο αγγλικό κείμενο, μεταξύ των οποίων η αναφορά στο ότι «η αιτήτρια συλλαμβάνεται» (σε ενεστώτα χρόνο). Σε κάθε περίπτωση, ως στο ως άνω εγχειρίδιο του EASO αναφέρεται, δεδομένης της συνολικής αποτίμησης των ενώπιον μου στοιχείων, δεν θεωρώ ότι μπορεί να αποδοθεί στο έγγραφο τέτοια βαρύτητα που θα μπορούσε να υπερκεράσει την σημαντικά τρωθείσα εσωτερική συνοχή των ισχυρισμών της αιτήτριας. Καταλήγω λοιπόν ότι το έγγραφο αυτό, επιπροσθέτως των σημαντικών ελλείψεων που εντοπίζονται, οι οποίες συνηγορούν υπέρ της μη γνησιότητας του, δεν θα μπορούσε να ανατρέψει τα ως άνω ευρήματα μου επί της αναξιοπιστίας των ισχυρισμών της αιτήτριας.
Ενόψει των όσων ανωτέρω καταγράφω σε σχέση με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας στα πλαίσια της επίδικης αίτησης, θεωρώ ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και αιτιολόγησαν πλήρως την απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, αν η αιτήτρια επιθυμούσε να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία προς στήριξη των ισχυρισμών της ή ισχυροποίηση τους, θα μπορούσε να το πράξει στα πλαίσια της παρούσας, ενόψει και της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο τόσο των γεγονότων όσο και των νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν. Εντούτοις ουδέν έπραξε, με αποτέλεσμα τα κενά, ασάφειες και αντιφάσεις που εντόπισαν οι καθ’ ων η αίτηση, με τα οποία συμφωνώ, να παραμένουν.
Έπεται λοιπόν ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης [της] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.
Σημειώνω τέλος ότι το Βιετνάμ έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022, 166/2023 και 191/2024, που εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και ουδέν αποδεκτό και αξιόπιστο στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή «δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Country policy and information note: opposition to the state, Vietnam, August 2023 https://www.gov.uk/government/publications/vietnam-country-policy-and-information-notes/country-policy-and-information-note-opposition-to-the-state-vietnam-august-2023-accessible
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο