W.A.T. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.:3105/2024, 13/3/2025
print
Τίτλος:
W.A.T. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπoθ. Αρ.:3105/2024, 13/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.:3105/2024  

 

14 Mαρτίου 2025 

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ: 

W.A.T. 

Αιτητής 

-και- 

 

Κυπριακή Δημοκρατία,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου 

 

Καθ' ων η Αίτηση 

 

O Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Α. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση.

[Παρούσα η κ. Αγαπίου για πιστή μετάφραση από ελληνικά σε αγγλικά και αντίστροφα]  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

(Αργότερα εντός της ημέρας)

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής  προσβάλλει την απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 19/07/2024 σύμφωνα με την οποία η αίτηση του για παροχή προς αυτόν διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε δυνάμει των άρθρων 13(2)(δ) και 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου διοικητικό φάκελο πρόκειται για ενήλικα,

υπήκοο Νιγηρίας, κάτοχο διαβατηρίου με ημερομηνία έκδοσης 07/04/2020 και ημερομηνία λήξης 06/04/2025, ο οποίος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 26/02/2021 μεταβαίνοντας μέσω Τουρκίας στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, όπου παρέμεινε για περίοδο δέκα μηνών, για σκοπούς φοίτησής του στο πανεπιστήμιο. Ακολούθως στις 05/01/2022 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές υποβάλλοντας εν τέλει 21/02/2022 αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 26/06/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή και στη συνέχεια συντάχθηκε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία γίνεται εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή εφόσον κρίθηκε ότι αυτός με βάση τα λεγόμενα του δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου , Ν. 6(Ι)/2000. Αυθημερόν ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου μέσω εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργού κατόπιν εξέτασης της εισηγητική έκθεσης, αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή.

 

Η απορριπτική απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή μέσω της επιστολής ημερομηνίας 19/07/2024 και ακολούθησε η εμπρόθεσμη υποβολή της παρούσας προσφυγής.

 

Μέσω της αίτησης ακυρώσεως του ο Αιτητή προωθεί πραγματικούς ισχυρισμούς για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ισχυριζόμενος αυτολεξεί «Δεν αποδέχομαι την απόφαση της Υ/Α επειδή σπουδάζω εδώ στη Κύπρο, θέλω να τελειώσω τη σχολή μου».

 

Με τη γραπτή του αγόρευση, ο Αιτητής προωθεί τη θέση ότι η περίπτωση επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του θα του προκαλέσει σοβαρή ψυχολογική βλάβη λόγω των έντονων συναισθημάτων και της απόρριψης που αναμένει από την οικογένειά του και τη κοινότητά του εφόσον η επιστροφή του χωρίς ολοκληρωμένη εκπαίδευση θα του προκαλέσει βαθιά ντροπή, θέτοντας τον σε σημαντικό κίνδυνο αυτοτραυματισμού λόγω της ψυχολογικής δυσφορίας και της έλλειψης υποστήριξης από την οικογένειά του. Επιπλέον, προωθεί τη θέση ότι από όταν έφτασε στην Κύπρο δε θεωρεί τον εαυτό του Μουσουλμάνο και οπαδό του Ισλάμ. Η αλλαγή αυτή του προκαλεί ανασφάλεια σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία εφόσον η οικογένεια του παραμένει σταθερά προσηλωμένη στις αυστηρές μουσουλμανικές πρακτικές. Τέλος ισχυρίζεται ότι εκτός από τις προσπάθειες του για απόκτηση εκπαιδευτικών και επαγγελματικών προσόντων κατά τη διάρκεια της παραμονής του έχει αφιερώσει χρόνο στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας ώστε να ενταχθεί την Κυπριακή κοινότητα για μια παραγωγική ζωή στη Κύπρο.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και εκδόθηκε μετά από δέουσα έρευνα αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Αποτελεί θέση τους ότι ορθά απορρίφθηκε η αίτηση του Αιτητή και καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή του. εφόσον αυτός δεν απέδειξε κανένα φόβο δίωξης στην χώρα καταγωγής του.

 

Σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή.

 

Προς τούτο θεωρώ χρήσιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Με την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής αναφέρθηκε στην ανάγκη του για περαιτέρω σπουδές στο εξωτερικό, ισχυρισμό τον οποίο προώθησε και κατά την προφορική του συνέντευξη. Ειδικότερα, δήλωσε ότι προέβη στην έκδοση διαβατηρίου με σκοπό να ταξιδεύσει στο εξωτερικό για σκοπούς φοίτησής του σε πανεπιστήμιο, ότι για ένα χρόνο φοιτούσε σε πανεπιστήμιο των κατεχομένων ωστόσο αποφάσισε να το διακόψει τις σπουδές του εξαιτίας δυσκολιών του στην καταβολή των διδάκτρων. Δήλωσε ότι ουδέποτε αντιμετώπισε πρόβλημα στη χώρα του και σκοπός του ήταν να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να επιστρέψει στη Νιγηρία, ωστόσο ανησυχεί ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα του χωρίς να έχει αποφοιτήσει θα αισθανθεί ντροπή.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε αξιόπιστους τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του Αιτητή, ήτοι την ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία του Αιτητής καθώς και το γεγονός ότι αυτός εγκατέλειψε την χώρα του για εκπαιδευτικούς λόγους. Κατά την αξιολόγηση κινδύνου με βάση τους αναφερόμενους αποδεκτούς ισχυρισμούς του και τη στη συνέχεια νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου και άρα ο Αιτητής δεν δικαιούται να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας. Επιπρόσθετα, κρίθηκε ότι ο Αιτητής ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί ούτε ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψε ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία όπως προνοείται στο άρθρο 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου. Τούτων λεχθέντων οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα του Αιτητή στο σύνολό του ως αβάσιμο.

 

Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης των Καθ’ ων η αίτηση βάσει των δηλώσεων που ο Αιτητής προέβαλε κατά την προφορική του συνέντευξη.

 

Τονίζω ότι ο Αιτητής επιβεβαίωσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ότι δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα στη χώρα του και ότι εγκατέλειψε αυτήν για εκπαιδευτικούς λόγους.

 

Οφείλω να αναφέρω στο σημείο αυτό ότι τα όσα ο ίδιος ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου περί των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, ήτοι ότι από όταν εγκατέλειψε την χώρα του δεν μπορεί να επιστρέψει στις αυστηρές μουσουλμανικές πεποιθήσεις αφέθηκαν στην σφαίρα των γενικών, αόριστων και ατεκμηρίωτων ισχυρισμών με αποτέλεσμα να μην δύναται να γίνουν αποδεκτά και απορρίπτονται.

 

 Από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι αυτός δεν επικαλέστηκε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε αφορούν στην ανάγκη του για περαιτέρω εκπαίδευση και βελτίωση της ποιότητας ζωής του, στοιχεία που σαφώς δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του εθνικού μας Νόμου, περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Η έννοια δε του «μετανάστη», δίδεται από Το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για του Πρόσφυγες, 6η έκδοση, 2009, στην παράγραφο 62 αυτού, ως εξής:

 

«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.  (Ο τονισμός και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Στην παράγραφο 63 του ιδίου εγχειριδίου διευκρινίζονται τα ακόλουθα:

         

«63. Η διάκριση ωστόσο ανάμεσα στον οικονομικό μετανάστη και τον πρόσφυγα γίνεται μερικές φορές ασαφής, όπως και η διάκριση ανάμεσα στα οικονομικά και τα πολιτικά μέτρα που ισχύουν στη χώρα προέλευσης του αιτούντος δεν είναι πάντοτε σαφής. Πίσω από τα οικονομικά μέτρα που επηρεάζουν την απόκτηση των μέσων διαβίωσης μπορεί να υπάρχουν φυλετικοί, θρησκευτικοί ή πολιτικοί στόχοι ή διαθέσεις εναντίον μιας ορισμένης ομάδας. Σε περιπτώσεις όπου τα οικονομικά μέτρα αφανίζουν την οικονομική υπόσταση ενός συγκεκριμένου τμήματος του πληθυσμού (όπως π.χ. η κατάργηση των δικαιωμάτων άσκησης εμπορίου ή επιβολή άνισης ή υπερβολικής φορολογίας σε συγκεκριμένη εθνική ή θρησκευτική ομάδα), τα πρόσωπα που πλήττονται μπορεί ανάλογα με τις περιστάσεις να γίνουν πρόσφυγες όταν εγκαταλείπουν τη χώρα». (Ο τονισμός του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Με τα όσα ανέφερε ο Αιτητής κατά την συνέντευξή του, αλλά και με την Γραπτή του Αγόρευση ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν τίθεται θέμα ασάφειας της ιδιότητας του ως οικονομικός μετανάστης, αφού ο ίδιος ανέφερε ότι επιθυμεί να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να επιστρέψει στην χώρα του έχοντας στην κατοχή του πτυχίο.

 

Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, με την ορθή δικονομική διαδικασία, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία.

 

Το αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Μελετώντας το διοικητικό φάκελο, διαπιστώνω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένης δε της δήλωσης του Αιτητή ότι επιθυμεί να ολοκληρώσει τις σπουδές του, χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε που θα έθετε σε κίνδυνοι τη ζωή του, δεν είχαν υποχρέωση να προβούν σε οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα, αλλά προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου οργάνου. 

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Ορθά κρίθηκε από τους Καθ΄ ων η αιτηση ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000  σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Κρίνω, υπό τις περιστάσεις και στη βάση του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε πλήρως η δε απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €400 έξοδα, υπέρ των Καθ'ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

  Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο