
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
27 Μαρτίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
F.E.O.,
από Νιγηρία
Αιτητής
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόροι για Αιτητή: Α. Ξυψιτή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Σ. Πιτσιλλίδου (κα) για Α. Δημητρίου (κ), Δικηγόρος της Δημοκρατίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 03.10.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποία εγκατέλειψε στις 31.10.2020 και στις 28.04.2022 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών. Στις 31.05.2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 31.07.2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, στο εξής «EUAA»), ο οποίος υπέβαλε στις 03.10.2023 Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε αυθημερόν την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 23.10.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Την απόφαση αυτήν αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο Αιτητής μέσω της συνηγόρου του, προέβαλε στα πλαίσια του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας πλείονες λόγους ακυρώσεως. Εξειδικεύοντας αυτούς, στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας καθώς και ότι δεν αξιολογήθηκε επαρκώς ο μελλοντοστραφής κίνδυνος του Αιτητή. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν κατόρθωσαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που έχουν βάσει του άρθρου 18(4) του Περί Προσφύγων Νόμου, καταλήγοντας πως θα έπρεπε να παραχωρηθεί στον Αιτητή προσφυγικό καθεστώς.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας τον Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης, το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.
Μέσω της απαντητικής της αγόρευσης η συνήγορος του Αιτητή υιοθετεί και επαναλαμβάνει τους νομικούς και πραγματικούς λόγους που προώθησε στην αγόρευσή του, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς των Καθ’ ων η αίτηση, τονίζοντας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας καθώς δεν εξετάστηκαν επαρκώς τα όσα ο Αιτητής ισχυρίστηκε ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Αναφορικά με τους εναπομείναντες λόγους ακυρώσεως, επισημαίνω ότι αυτοί προωθούνται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 9 του περί Προσφύγων Νόμου.[1] Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.[2] Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία, ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία,[3] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.[4] Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως.
Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία,[5] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.[6] Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποίαν παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. Σε διαφορετική περίπτωση θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης.[7]
Αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν (Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, N. 73(I)/2018), θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος άπτεται εν πάση περιπτώσει της ουσίας της υπόθεσης.
Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας
Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή, ως αυτή προβάλλεται με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.[8]
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.
Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς το 2020 του ζητήθηκε να υπηρετήσει στο μαντείο της κοινότητάς του, πράγμα το οποίο ερχόταν σε αντίθεση με τα προσωπικά του πιστεύω, εφόσον ο ίδιος είναι Χριστιανός. Προσέθεσε δε ότι σε περίπτωση άρνησης η ποινή ήταν ο θάνατος. Ωστόσο ο ίδιος, με τη βοήθεια νέων της περιοχής του, κατάφερε να δραπετεύσει έπειτα από την άρνησή του (βλ. ερυθρά 1 του Δ.Φ.).
Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον του λειτουργού της EUAA, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στο χωριό Umuaghara, της πολιτείας Imo της Νιγηρίας από το οποίο μετακόμισε σε ηλικία 22 ετών στο Port Harcourt όπου και διέμεινε για πέντε (5) χρόνια. Ακολούθως, μετακόμισε στην Abuja για ένα έτος και μετά στο Lagos, ενώ το 2016 επέστρεψε στην περιοχή Owerri της πολιτείας Imo, όπου και διέμεινε μέχρι και την αναχώρησή του από την χώρα. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος, ενώ η οικογένειά του αποτελείται από τους γονείς του οι οποίοι διαμένουν στην πολιτεία Imo και τα οκτώ (8) του αδέλφια, κάποια εξ αυτών διαμένουν στην Abuja και κάποια στην πολιτεία Imo. Αναφορικά με το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, ο Αιτητής δήλωσε ότι ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του το 2002 ενώ σε σχέση με την εργασιακή του εμπειρία, εργάστηκε στην υπηρεσία ελέγχου για τέσσερις μήνες το 2020 καθώς και στην ασφάλεια του αεροδρομίου του Lagos για ένα έτος.
Αναφορικά με την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του (βλ. ερυθρά 30 2Χ του Δ.Φ.) ότι ο κύριος λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του είναι λόγω ζητημάτων θρησκευτικής φύσεως. Ειδικότερα, προέβαλε ότι σε πολλά μέρη της χώρας του λατρεύονται θεότητες, ενώ εξειδικεύοντάς περαιτέρω, προσέθεσε ότι στην πολιτεία Imo υπάρχουν και άτομα που ο ρόλος τους είναι αυτός του αγγελιαφόρου των εν λόγω θεοτήτων. Μάλιστα ο Αιτητής κλήθηκε να αναλάβει τον ρόλο αυτό και να γίνει «τα μάτια της θεότητας», ωστόσο ο ίδιος αρνήθηκε καθώς είναι Χριστιανός. Όταν απειλήθηκε η ζωή του ο Αιτητής δήλωσε ότι αποφάσισε να φύγει, καθώς δεν ήταν δυνατόν να αναλάβει το μαντείο.
Ερωτηθείς τι πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ο Αιτητής δήλωσε πως θα χάσει τη ζωή του (βλ. ερυθρά 30 2Χ του Δ.Φ.).
Ο λειτουργός EUAA προχώρησε στη συνεχεία σε διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με τα όσα προέβαλε ο Αιτητής κατά την ελεύθερη αφήγησή του. Ως προς την ύπαρξη της θεότητας, ο Αιτητής προέβαλε πως η θεότητα ονομάζεται Ogwuugwu και πως εν γένει στη Νιγηρία πολλοί πιστεύουν σε τέτοιες θεότητες καθώς και στο ότι πρέπει να υπάρχει ένα άτομο που να λειτουργεί ως αγγελιαφόρος μεταξύ του μαντείου της θεότητας και των πολιτών. Ωστόσο ισχυρίστηκε πως δεν έχει στην κατοχή του περαιτέρω πληροφορίες καθώς ο ίδιος είναι Χριστιανός (βλ. ερυθρά 30 3Χ, 29 1Χ του Δ.Φ.).
Σχετικά με το ότι επιλέχθηκε από τους συγχωριανούς του για να αναλάβει το μαντείο της θεότητας, ο Αιτητής δήλωσε ότι δε μπορούσε να ανακαλέσει στη μνήμη του κατά ποιον μήνα του 2020 συνέβη αυτό, ενώ αναφορικά με τη διαδικασία επιλογής προέβαλε ότι οι κάτοικοι του χωριού επιλέγουν απλώς ένα άτομο που είναι, ως προς την ηλικία, άνω των 30 ετών για να υπηρετεί στο μαντείο έως τον θάνατό του. Ερωτηθείς σχετικώς, ο Αιτητής προέβαλε ότι έμαθε ότι είχε επιλεγεί ο ίδιος από του γονείς του οι οποίοι του ανακοίνωσαν την απόφαση της κοινότητας του χωριού (βλ. ερυθρά 29 2Χ, 28 1Χ του Δ.Φ.).
Ως προς το τι επακολούθησε της άρνησής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι οι γονείς του αρχικώς διέδωσαν στην υπόλοιπη κοινότητα ότι ο Αιτητής αρνήθηκε. Έπειτα από αυτό κάποια άτομα της κοινότητας πήγαν στο σπίτι του με σκοπό να τον πάρουν από εκεί και να τον μεταφέρουν στον βωμό της θεότητας, με αποτέλεσμα να εμπλακούν σε καβγά με τον Αιτητή έπειτα από την άρνησή του, με τον Αιτητή να τραυματίζεται κατά τη διάρκεια του εν λόγω καβγά. Κληθείς να τοποθετήσει χρονικά το συμβάν, ο Αιτητής προέβαλε ότι δε θυμόταν τον μήνα. Έπειτα από αυτό το περιστατικό μετέβη, ως δήλωσε, στο Owerri (βλ. ερυθρά 28 2Χ του Δ.Φ.). Ως προς τις απειλές που ισχυρίστηκε πως δέχτηκε, ο Αιτητής αναφέρθηκε ξανά στο συμβάν του καβγά λόγω της άρνησής του να μεταφερθεί στον βωμό της θεότητας και προσέθεσε ότι μετέβη στο Owerri όπου και διέμεινε έως ότου εγκατέλειψε οριστικά τη Νιγηρία (βλ. ερυθρά 27 1Χ του Δ.Φ.).
Αναφορικά με το εάν του συνέβη οτιδήποτε κατά το διάστημα που διέμεινε στο Owerri ο Αιτητής τοποθετήθηκε αρνητικά (βλ. ερυθρά 27 1Χ του Δ.Φ.). Κληθείς να εξηγήσει πως θεωρεί ότι θα εντοπιστεί σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία από τη στιγμή που δεν του συνέβη κάτι το διάστημα που διέμενε στο Owerri, ο Αιτητής προέβαλε πως κανένας δεν γνώριζε πως διέμενε στο Owerri εκείνο το διάστημα, ωστόσο οι διώκτες του θα μάθουν ότι επέστρεψε στη χώρα καταγωγής του καθώς θα τον δουν στο χωριό (βλ. ερυθρά 27 2Χ του Δ.Φ.). Ερωτηθείς εάν θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε άλλη περιοχή της Νιγηρίας ο Αιτητής αποκρίθηκε αρνητικά λέγοντας πως τίποτα δεν είναι σαν το σπίτι του (βλ. ερυθρά 26 1Χ του Δ.Φ.).
Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση
Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, ως αυτοί παρατέθηκαν από τον Αιτητή, ο λειτουργός της EUAA εντόπισε και αξιολόγησε, στο πλαίσιο της Εισηγητικής του Έκθεσης, δύο ισχυρισμούς:
Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από τον λειτουργό
EUAA, καθώς στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.
Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε στον ισχυρισμό του Αιτητή ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία επειδή απειλήθηκε από την κοινότητά του λόγω της άρνησής του να αναλάβει το μαντείο της θεότητας. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από τον λειτουργό EUAA λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας καθότι τα λεγόμενα του Αιτητή κρίθηκαν γενικού περιεχομένου, μη συγκεκριμένα και μη λεπτομερή. Ειδικότερα, ο λειτουργός EUAA τόνισε πως ο Αιτητής κλήθηκε δυο φορές να δώσει σαφείς πληροφορίες ως προς τη διαδικασία επιλογής του ατόμου που θα αναλάμβανε το μαντείο, ωστόσο παρέθεσε αόριστες πληροφορίες λέγοντας πως αρκεί το άτομο αυτό να είναι άνω των 30 ετών. Περαιτέρω ο Αιτητής δεν κατέστη εφικτό να τοποθετήσει χρονικά το πότε κλήθηκε να αναλάβει το μαντείο της θεότητας, αλλά ούτε και να αναφερθεί με συγκεκριμένο τρόπο στην πρόταση που του έγινε και στο πως εξέφρασε την άρνηση του ως προς την ανάληψη των εν λόγω καθηκόντων. Τονίστηκε από τον λειτουργό EUAA ότι θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο από τον Αιτητή το να είναι σε θέση να παραθέσει επαρκείς λεπτομέρειες από τη στιγμή που συνδέεται ουσιωδώς με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Αναφορικά με το περιστατικό κατά το οποίο τα άτομα της κοινότητας του Αιτητή ήθελαν να τον μεταφέρουν στον βωμό της θεότητας, ο λειτουργός EUAA σημείωσε αρχικώς την αδυναμία του Αιτητή να τοποθετήσει χρονικά το γεγονός, αλλά και την απουσία επαρκών λεπτομερειών στην αφήγησή του. Ομοίως, ως προς τις φερόμενες απειλές που δέχτηκε, ο λειτουργός EUAA τόνισε ότι ο Αιτητής κλήθηκε δύο φορές να παράσχει πληροφορίες για τις εν λόγω απειλές, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό. Τέλος, επισημάνθηκε πως έπειτα από το περιστατικό αυτό ο Αιτητής προέβαλε ότι συνέχισε να διαμένει στο Owerri για κάποιους μήνες χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα από τα μέλη της κοινότητάς του. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο λειτουργός EUAA παρέθεσε πληροφορίες γενικού περιεχομένου αναφορικά με τη θεότητα Ogwugwu. Ωστόσο, λόγω του ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε εν συνόλω.
Ακολούθως, ο λειτουργός EUAA προχώρησε σε εκτίμηση του μελλοντοστραφούς ρίσκου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων, που αποτελεί και τον μοναδικό ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός. Στο πλαίσιο αυτό, ο λειτουργός EUAA σημείωσε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην πολιτεία Imo θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Σχετικώς, παρατέθηκαν πληροφορίες γενικού περιεχομένου για την κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία, με έμφαση στην πολιτεία Imo με τον λειτουργό EUAA να παρατηρεί πως με βάση τις πληροφορίες αυτές διαφαίνεται πως τα κυριότερα ζητήματα ασφαλείας στην πολιτεία Imo αφορούν περιστατικά απαγωγών από εγκληματίες. Συνυπολογίστηκε, επίσης, και το προσωπικό προφίλ του Αιτητή, στο οποίο δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη κάποιας ευαλωτότητας.
Στη συνέχεια, κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης, ο λειτουργός EUAA κατέληξε ότι ο Αιτητής δε μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του προσφυγικού καθεστώτος ή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ιδιαίτερα όσον αφορά το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας Αναγνώρισης (Qualification Directive), επισημάνθηκε πως με βάση τις επικαιροποιημένες πληροφορίες που παρατέθηκαν δεν παρατηρούνται ένοπλες συγκρούσεις στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή.
Κατόπιν των ανωτέρω, το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώς όσο και ως προς τη συμπληρωματική προστασία, καθώς κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Ως προς τη συμπληρωματική προστασία, ο λειτουργός EUAA έκρινε ότι στη Νιγηρία δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύρραξης ή αδιάκριτης βίας σε τέτοια ένταση ούτως ώστε να προκύπτει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτητή.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του λειτουργός EUAA όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία λόγω απειλών από την κοινότητά του κατόπιν άρνησής του να αναλάβει το μαντείο, μελετώντας προσεκτικά τη συνέντευξη του Αιτητή καθώς και την εισηγητική έκθεση, παρατηρώ ότι η αξιολόγηση του λειτουργούν EUUA ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του αφηγήματος του Αιτητή βασίζεται κατά κύριο λόγο στην έλλειψη επαρκούς συγκεκριμενοποίησης των κρίσιμων γεγονότων που επικαλείται ο Αιτητής ως λόγους φυγής από τη χώρα καταγωγής του. Ο λειτουργός επισημαίνει ότι οι απαντήσεις του Αιτητή είναι γενικές, μη εξειδικευμένες και χωρίς λεπτομέρειες, γεγονός που – κατά την άποψή του – πλήττει την αξιοπιστία του αιτήματος. Η κρίση αυτή βασίζεται στην επαναλαμβανόμενη αδυναμία του αιτητή να προσδιορίσει με ακρίβεια σημαντικά στοιχεία, όπως το πότε ακριβώς δέχθηκε την πρόταση από την κοινότητα, πώς ακριβώς έγινε η επιλογή του, τι είδους αντίδραση υπήρξε από τους γονείς του και την κοινότητα μετά την άρνησή του, καθώς και σε ποιο χρονικό σημείο έλαβε χώρα η βίαιη απόπειρα μεταφοράς του στο μαντείο.
Πράγματι, η έλλειψη χρονολογικής ακρίβειας και η γενικόλογη περιγραφή περιστατικών που υποτίθεται ότι είναι καθοριστικά για τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης, συνιστούν αντικειμενικούς λόγους για να κλονιστεί η αξιοπιστία του αφηγήματος. Είναι και η δική μου παρατήρηση ότι ο Αιτητής αδυνατεί να προσδιορίσει τον μήνα ή το χρονικό πλαίσιο εντός του 2020 κατά το οποίο έγιναν τα περιστατικά, ενώ η περιγραφή του καυγά παραμένει ασαφής και ελλιπής, περιοριζόμενη στη διαπίστωση ότι "όλα έγιναν γρήγορα" και ότι υπήρξε τραυματισμός στο πρόσωπο. Επιπλέον, η πληροφορία ότι η επιλογή αγγελιοφόρου του μαντείου γίνεται απλώς με βάση την ηλικία άνω των 30 ετών, χωρίς άλλα κριτήρια ή διαδικασίες, αποδίδεται με όρους που μοιάζουν σχηματικοί και ατεκμηρίωτοι, ενώ η έλλειψη αναφοράς σε τυχόν γραπτά ή προφορικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τη θανατική ποινή ως συνέπεια της άρνησης ενισχύει την κριτική για έλλειψη πειστικότητας.
Ωστόσο, είναι η εκτίμηση μου ότι ο Αιτητής, παρά τις ελλείψεις, επανέλαβε με συνέπεια τον βασικό πυρήνα του αφηγήματός του: ότι επιλέχθηκε για να υπηρετήσει ένα παραδοσιακό θρησκευτικό ρόλο που ερχόταν σε σύγκρουση με τη χριστιανική του πίστη, και ότι η άρνησή του οδήγησε σε άμεση απειλή κατά της ζωής του.
Αυτό όμως δεν αρκεί, καθώς πέραν των ελλείψεων που εντόπισε ο λειτουργός EUUA, ως αυτές αποτυπώθηκαν στην εισηγητική του έκθεση, και με τις οποίες συμφωνώ, εντοπίζω επιπλέον σημεία τα οποία ενισχύουν την αμφισβήτηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή. Ειδικότερα, ο Αιτητής αναφέρει ότι μετά τον καυγά και την αποτυχημένη απόπειρα να τον σύρουν στο μαντείο, κατέφυγε στην πόλη Owerri, όπου εργάστηκε εκεί για μήνες χωρίς προβλήματα. Ωστόσο, όταν ρωτήθηκε γιατί πιστεύει ότι σήμερα, αν επιστρέψει, θα τον σκοτώσουν, ενώ τότε δεν τον αναζήτησαν, δεν έδωσε πειστική εξήγηση, απλώς ανέφερε ότι "τώρα είναι διαφορετικά" χωρίς να επεξηγεί τι είναι αυτό που έχει αλλάξει και το οποίο επιτείνει τον κίνδυνο. Το γεγονός ότι η κοινότητα ήθελε κατ’ ισχυρισμόν, να τον σκοτώσει αλλά δεν τον εντόπισε ή δεν τον αναζήτησε επί μήνες σε κοντινή πόλη, εγείρει εύλογες αμφιβολίες για την ένταση και την αμεσότητα του κινδύνου που ισχυρίζεται ότι αντιμετωπίζει. Επιπλέον, ο ισχυρισμός ότι η ποινή για την άρνηση είναι θάνατος, χωρίς να τεκμηριώνεται ούτε από έθιμο ούτε από συγκεκριμένη παράδοση, μοιάζει ακραίος και δύσκολα αποδεκτός χωρίς υποστηρικτικά στοιχεία.
Τέλος, ενώ ο Αιτητής παρουσιάζει τον εαυτό του ως χριστιανό που αρνήθηκε τον ρόλο του «αγγελιοφόρου του θεού» για θρησκευτικούς λόγους, δεν εξηγεί γιατί, όταν ενημερώθηκε από την οικογένειά του για την επιλογή του, δεν κατέφυγε στις αρχές της χώρας του ή σε νομικά ή θρησκευτικά μέσα στην κοινότητα ή δεν απομακρύνθηκε αμέσως, αλλά επισκέφθηκε την κοινότητα εκ νέου, οδηγούμενος τελικά στη σύγκρουση που επικαλείται. Η εν λόγω συμπεριφορά φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την εικόνα κάποιου που φοβάται σοβαρά για τη ζωή του λόγω της εν λόγω πρότασης.
Συμπερασματικά, είναι και η δική μου κατάληξη ότι η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή πάσχει καθώς η γενική εικόνα που προκύπτει από το σύνολο της συνέντευξης είναι αυτή ενός αφηγήματος με ελλιπή πληροφόρηση, ασαφές χρονικό πλαίσιο και κενά ως προς την αιτιολόγηση του υποτιθέμενου κινδύνου, στοιχεία που, συνδευαστικά, υπονομεύουν σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία του ισχυρισμού.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, το Δικαστήριο διεξήγαγε ανεξάρτητη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την αφιέρωση ατόμων σε τοπικές θεότητες στη Νιγηρία, με έμφαση στην φυλή Igbo στην οποία ανήκει ο Αιτητής:
Πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου UCL (University College London) αναφέρει πως το ‘Osu’ είναι μια παραδοσιακή πρακτική των Igbo, στη νοτιοανατολική Νιγηρία. Στο παρελθόν το Osu περιλάμβανε την «αφιέρωση» ατόμων σε τοπικές θεότητες, «μεταμορφώνοντάς» τους σε «σκλάβους των θεών». Αν και τέτοιες αφιερώσεις δεν γίνονται πλέον, οι απόγονοι των Osu υποφέρουν από διακρίσεις και κοινωνικό αποκλεισμό. Ιστορικά, υπήρχαν διάφοροι τρόποι με τους οποίους ένα άτομο μπορούσε να γίνει Osu. Μερικοί αγοράστηκαν ως σκλάβοι και στη συνέχεια «αφιερώθηκαν» σε τοπικούς θεούς, είτε για να εξιλεωθούν για ένα έγκλημα που διέπραξε ο αγοραστής τους είτε για να ζητήσουν βοήθεια από τη θεότητα. Ένα άτομο μπορεί να αποκτήσει το καθεστώς του Osu μέσω της γέννησής του, εάν ένας από τους γονείς του ήταν Osu ή μέσω της εθελοντικής αναζήτησης ασύλου, λαμβάνοντας έτσι το καθεστώς Osu. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του υπερατλαντικού δουλεμπορίου, πολλοί επέλεξαν αυτό το μονοπάτι: έτρεχαν σε ένα ιερό και αφιερώνονταν για να αποφύγουν την πώληση. Μόλις αφιερώθηκαν ως Osu, γενικά εξοστρακίστηκαν από τις κοινότητες Igbo, αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίζονταν με φόβο, θεωρούμενοι ως σκλάβοι μιας θεότητας. Ένας άλλος συνηθισμένος τρόπος για να γίνει κάποιος Osu ήταν μέσω του γάμου με έναν Osu, πράξη που είχε ως αποτέλεσμα επίμονες διακρίσεις γάμου ακόμη και σήμερα. Η εξάπλωση του Χριστιανισμού, η οποία έλαβε χώρα γρήγορα μεταξύ των Igbo τον 20ο αιώνα, αποθάρρυνε την πρακτική της λατρείας των τοπικών θεοτήτων. Η ιστορική πρακτική του Osu έχει τελειώσει. Η μελέτη καταλήγει στο ότι οι διακρίσεις πλέον έχουν πάρει άλλη μορφή και έχουν στόχο τους απογόνους εκείνων που ιστορικά προσδιορίζονταν ως Osu.[9]
Υπό το φως των πιο πάνω πληροφορίων, υπενθυμίζω καταρχάς ότι το αφήγημα του Αιτητή βασίζεται στον ισχυρισμό ότι επιλέχθηκε από την κοινότητά του για να αναλάβει έναν ρόλο διαμεσολαβητή με το μαντείο (oracle), ότι αρνήθηκε λόγω της χριστιανικής του πίστης και ότι, λόγω αυτής της άρνησης, απειλήθηκε με θάνατο και υπέστη βίαιη επίθεση. Η σχετική μελέτη του Πανεπιστημίου UCL παρέχει σημαντικό συγκείμενο για την κατανόηση της ιστορικής βάσης τέτοιων πρακτικών στις κοινότητες των Igbo της νοτιοανατολικής Νιγηρίας.
Η μελέτη επιβεβαιώνει ότι υπήρχε στο παρελθόν ένα θεσμοθετημένο σύστημα αφιέρωσης ατόμων σε τοπικές θεότητες – το λεγόμενο σύστημα Osu. Οι Osu, ως "σκλάβοι των θεών", βρίσκονταν στο περιθώριο της κοινωνίας και αντιμετωπίζονταν με φόβο και κοινωνικό αποκλεισμό. Επιπλέον, η μελέτη καταγράφει τη μετάβαση από τη λατρεία των παραδοσιακών θεοτήτων στον χριστιανισμό, φαινόμενο που παρατηρείται ευρέως στους Igbo από τον 20ό αιώνα και εξής.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η μελέτη επιβεβαιώνει την ιστορική ύπαρξη θρησκευτικών πρακτικών που σχετίζονταν με την αφιέρωση ατόμων σε θεότητες, δεν παρέχει τεκμήρια σύγχρονης επιβολής αυτών των ρόλων από την κοινότητα, ούτε αποδείξεις ύπαρξης σημερινών τελετουργιών με θυσίες ζώων ή ποινών όπως ο θάνατος σε περιπτώσεις άρνησης. Η μελέτη είναι σαφής ως προς το ότι η πρακτική έχει τελειώσει και πως το πρόβλημα πλέον εντοπίζεται στο κοινωνικό στίγμα και όχι σε έμπρακτο θρησκευτικό εξαναγκασμό.
Παρατηρείται λοιπόν ότι η ίδια η ύπαρξη της έννοιας του "αγγελιοφόρου του θεού" ή της "λατρείας των θεοτήτων" σε επίπεδο παράδοσης είναι πολιτισμικά έγκυρη. Ωστόσο η χρονολογική ασυμφωνία μεταξύ του ισχυρισμούς του Αιτητή ότι τέτοιες πρακτικές εξακολουθούν να επιβάλλονται και της διαπίστωσης της μελέτης ότι έχουν εκλείψει εδώ και δεκαετίες, υπονομεύει την αξιοπιστία του Αιτητή, στον βαθμό που ισχυρίζεται ότι απειλήθηκε με θάνατο το 2020 λόγω άρνησης να αναλάβει έναν ρόλο σε μια τελετουργική πρακτική που δεν τελείται πλέον επισήμως.
Η αναφορά σε "φόβο για τη ζωή του" λόγω άρνησης, καθώς και σε "θανατική ποινή" από την κοινότητα, δεν επιβεβαιώνεται από τη βιβλιογραφία ως σύγχρονο φαινόμενο. Αντιθέτως, η μελέτη υποδεικνύει πως οι σημερινές επιπτώσεις περιορίζονται σε κοινωνικό στιγματισμό και διακρίσεις, ιδιαίτερα στους απογόνους Osu – και όχι σε βίαιη επιβολή θρησκευτικών ρόλων. Αν υπήρχε όντως τέτοια πρακτική σε συγκεκριμένο τοπικό επίπεδο, θα αναμενόταν να τεκμηριώνεται τουλάχιστον από κάποια μαρτυρία, έρευνα ή ανεξάρτητη πηγή, κάτι που απουσιάζει από τον φάκελο του αιτητή.
Συμπερασματικά, η εξωτερική αξιολόγηση καταδεικνύει ότι, αν και ο Αιτητής ενδέχεται να βασίζει το αφήγημά του σε υπαρκτές πολιτισμικές παραδόσεις, υπερβάλλει ή παραποιεί τη σύγχρονη πραγματικότητα όσον αφορά την επιβολή θρησκευτικών ρόλων και τις συνέπειες άρνησής τους. Οι ισχυρισμοί του δεν εναρμονίζονται με τα σημερινά δεδομένα που καταγράφονται σε ακαδημαϊκές μελέτες και, επομένως, η εξωτερική αξιοπιστία του αφηγήματός του τίθεται σοβαρά εν αμφιβόλω.
Ενόψει των πιο πάνω είναι η διαπίστωσή του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή πάσχει τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική το αξιοπιστία και κατά τούτο απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Είναι αποδεκτό, με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, ότι στο πρόσωπο του Αιτητή υφίσταται ένα υποκειμενικό στοιχείο φόβου (φόβος στη σκέψη του Αιτητή). Ωστόσο, τo καθεστώς πρόσφυγα δεν καθορίζεται μόνο από την πνευματική κατάσταση του ενδιαφερομένου, αλλά η εν λόγω κατάσταση πρέπει να υποστηρίζεται από αντικειμενική κατάσταση. Επομένως, ο όρος «βάσιμος φόβος» περιέχει ένα υποκειμενικό και ένα αντικειμενικό στοιχείο και, κατά τον καθορισμό του κατά πόσον υπάρχει βάσιμος φόβος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αμφότερα τα στοιχεία.[10]
Απομένει, λοιπόν, η εξέταση - εντός των πλαισίων του ισχυρισμού που έχει γίνει αποδεκτός -του αντικειμενικού φόβου του Αιτητή. Ο Αιτητής εξέφρασε το φόβο ότι άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής οι φερόμενοι διώκτες του θα τον εντοπίσουν και θα τον σκοτώσουν. Ως εκτέθηκε και ανωτέρω, το Δικαστήριο συντάσσεται με την απόρριψη του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι του ισχυρισμού που άπτεται του πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Επισημαίνεται ότι «οσάκις οι αρμόδιες αρχές καλούνται να εκτιμήσουν, αν ο αιτών διακατέχεται βασίμως από τον φόβο ότι θα διωχθεί, οφείλουν να διερευνήσουν αν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να φοβείται βασίμως, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης καταστάσεώς του, ότι αποτελεί πράγματι αντικείμενο πράξεων διώξεων».[11] Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών γίνουν δεκτά ως αξιόπιστα, ο υπεύθυνος για τη λήψη της απόφασης προχωρά στο δεύτερο στάδιο και εξετάζει κατά πόσον τα γεγονότα και οι περιστάσεις που έγιναν δεκτά ισοδυναμούν με βάσιμο φόβο.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε. Καθώς αυτός αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται ο φόβος του Αιτητή ο σχετικός φόβος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βάσιμος και δικαιολογημένος.
Υπό το φως των προλεχθέντων και του ισχυρισμού περί προσωπικών στοιχείων του Αιτητή που έγινε αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβη» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφασή του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[12] ότι συνιστούν:
«(…) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[13], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[14]:
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [...]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Εξετάζοντας σήμερα την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Imo, όπου δηλαδή ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, και καθώς τα συμπεράσματά μου επί της αξιοπιστίας του συνάδουν με αυτά της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του, αναφέρω τα εξής, τα οποία προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές:
· Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Imo, το 2023 οι κύριοι παράγοντες που ενεπλάκησαν σε εντάσεις στη νοτιοανατολική Νιγηρία ήταν οι «αποσχιστικές φατρίες»,[15] ή η Ομάδα Αυτοχθόνων του Μπιάφρα (Indigenous People of Biafra - IPOB) και το Ανατολικό Δίκτυο Ασφαλείας (Eastern Security Network - ESN).[16] Οι αποσχιστές του Biafra, που βρίσκονται στη νοτιοανατολική Νιγηρία, περιγράφηκαν ως «ο νόμος πλέον», έχοντας αναλάβει τις εξουσίες των κυβερνητικών αξιωματούχων και των παραδοσιακών ηγετών στην περιοχή.[17] Άγνωστοι ένοπλοι ήταν επίσης παρόντες στη νοτιοανατολική Νιγηρία καθ' όλη τη διάρκεια του 2023,[18] με τη φράση «επιθέσεις από άγνωστους ένοπλους» να χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη σεχταριστική βία στη συγκεκριμένη περιοχή.[19]
· Οι κρατικές δυνάμεις ήταν επίσης παρούσες στη νοτιοανατολική Νιγηρία το 2023.[20] Σύμφωνα με την εφημερίδα ‘Premium Times’, η οποία επικαλείται επίσημες πηγές, αναφέρεται ότι την περίοδο μεταξύ 11 Φεβρουαρίου 2024 και 7 Μαρτίου 2024, δυνάμεις ασφαλείας που έδρασαν συνδυαστικά σκότωσαν μεγάλο αριθμό ύποπτων μελών της Ομάδας Αυτοχθόνων του Μπιάφρα (IPOB) και της ένοπλης στρατιωτικής της πτέρυγας, του Ανατολικού Δικτύου Ασφαλείας (ESN), σε διάφορες περιοχές στη νοτιοανατολική Νιγηρία. Σύμφωνα με επίσημη πηγή, οι επιχειρήσεις διεξήχθησαν από την Joint Task Force of Operation Udoka, η οποία αποτελείται από προσωπικό του Νιγηριανού Στρατού, του Νιγηριανού Ναυτικού, της Νιγηριανής Πολεμικής Αεροπορίας και της Αστυνομικής Δύναμης της Νιγηρίας· προσωπικό από την Υπηρεσία Κρατικής Ασφαλείας και το Σώμα Ασφαλείας και Πολιτικής Άμυνας της Νιγηρίας συμμετείχε επίσης. Οι ύποπτες τοποθεσίες του IPOB/ESN εντοπίστηκαν στις κοινότητες Orsu, Eke-Ututu και Ihiteukwa, Ihittenansa, που βρίσκονται στη διοικητική περιοχή Orsu στην πολιτεία Imo. Κατά την ίδια περίοδο, επιπλέον τοποθεσίες καταστράφηκαν στη διοικητική περιοχή Ihiala, στην πολιτεία Anambra.[21]
· Τέλος, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 23.03.2024 μέχρι τις 21.03.2025 στην πολιτεία Imo της Νιγηρίας καταγράφηκαν συνολικά 89 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 151 ανθρώπινες απώλειες. Εξ’ αυτών, τα 49 καταχωρίστηκαν ως μάχες (98 απώλειες), τα 36 ως βία κατά αμάχων (50 απώλειες), τα 2 ως εκρήξεις / απομακρυσμένη βία (0 απώλειες) και τα 2 ως εξεγέρσεις (3 απώλειες). Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της πολιτείας Imo το 2022 ανερχόταν σε 5.459.300 κατοίκους.[22]
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην πολιτεία Imο, ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου και ικανός προς εργασία, με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής του. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Π.Δ. 166/2023), αλλά και του πιο πρόσφατου ημερ. 31.05.2024 (Κ.Π.Δ. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.
[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019: «Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.
[5] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.
[8] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).
[9] UCL, ‘Comment: Nigeria’s traditional Osu slavery practice was stopped, but the suffering continues’, Φεβρουάριος 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Comment: Nigeria’s traditional Osu slavery practice was stopped, but the suffering continues | UCL News - UCL – University College London (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)
[10] HANDBOOK ON PROCEDURES AND CRITERIA FOR DETERMINING REFUGEE STATUS and GUIDELINES ON
INTERNATIONAL PROTECTION UNDER THE 1951 CONVENTION AND THE 1967 PROTOCOL RELATING TO THE STATUS OF REFUGEES REISSUED GENEVA, FEBRUARY 2019, παράγραφος 38, https://www.unhcr.org/media/handbook-procedures-and-criteria-determining-refugee-status-under-1951-convention-and-1967
[11] Απόφαση του ΔΕΕ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 33, σκέψη 76 (η επισήμανση των συντακτών). Βλέπε επίσης απόφαση του ΔΕΕ, Abdulla και λοιποί, ό.π., υποσημείωση 336, σκέψη 89· και απόφαση του ΔΕΕ, Χ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 20,
[12] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland
[14] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009
[15] Institute for Security Studies (ISS), ‘Nigeria’s military mistakes cost the country its civilians’, 13 Δεκεμβρίου 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Nigeria’s military mistakes cost the country its civilians | ISS Africa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)
[16] Nigeria Watch, ‘Annual Report 2023’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Annual report 2023, σελ. 14 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)
[17] BBC News, ‘Biafra quest fuels Nigeria conflict: Too scared to marry and bury bodies’, 9 Ιανουαρίου 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Biafra quest fuels Nigeria conflict: Too scared to marry and bury bodies (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)
[18] Leadership, ‘Threat To Election In South East’, 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Threat To Election In South East (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)
[19] Akinyetun, T. et al., ‘Unknown gunmen and insecurity in Nigeria: Dancing on the brink of state fragility, Security & Defence Quarterly’, 30 Ιουνίου 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Unknown gunmen and insecurity in Nigeria: Dancing on the brink of state fragility (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)
[20] Nigeria Watch, ‘Annual Report 2023’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Annual report 2023, σελ. 14, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)
[21] Premium Times, ‘Security agencies kill many suspected IPOB members, destroy group’s ‘supreme headquarters’ – Official’, 9 Μαρτίου 2024, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Security agencies kill many suspected IPOB members, destroy group's 'supreme headquarters' – Official (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)
[22] Citypopulation, ‘Imo (State, Nigeria), διαθέσιμο στη διεύθυνση: Imo (State, Nigeria) - Population Statistics, Charts, Map and Location (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/03/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο