S. B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.Τ 67/25, 12/3/2025
print
Τίτλος:
S. B. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.Τ 67/25, 12/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                   Υπόθεση αρ.Τ 67/25

 

12 Μαρτίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S. B.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον αιτητή

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.05/02/25, η οποία κοινοποιήθηκε σ’ αυτόν αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α) και απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να τροποποιεί την επίδικη απόφαση και/ή «να ζητείται επανεξέταση της [επίδικης] αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού βάση της σημερινής κατάστασης της χώρας [καταγωγής]» (Αιτητικό Β).

Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, ο αιτητής κατάγεται από το Πακιστάν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 23/08/22 και υπέβαλε 1η αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 06/09/22 (ερ.1-3, 29).

Στις 15/09/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία, όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.24-29). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 26/09/22 απορρίφθηκε η αίτηση για διεθνή προστασία (ερ.32-36). Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του δόθηκε δια χειρός στις 28/09/22 και του μεταφράστηκε στη μητρική του γλώσσα, μαζί με την αιτιολογία αυτής (ερ.39-40, 3).

Κατά της ως άνω απόφασης της Υπηρεσίας ο αιτητής καταχώρησε στο Δικαστήριο την προσφυγή αρ.6645/22, η οποία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 04/04/23(ερ.37-55).

Στις 05/02/25 ο αιτητής υπέβαλε την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία και απορρίφθηκε αυθημερόν ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (ερ.58-61 και 72-75). Ακολούθως ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την ως άνω απόφαση, η οποία του δόθηκε δια χειρός και του μεταφράστηκε στη μητρική του γλώσσα την ίδια μέρα (ερ.76).

Επί της 1ης αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής εξαιτίας της φτώχειας. Ως αναφέρει έχει 4 αδελφές και 1 νεότερο αδελφό, είναι ο μεγαλύτερος από τ’ αδέλφια του, οι γονείς του είναι ηλικιωμένοι και δεν μπορούν να εργαστούν και έτσι ο ίδιος ήρθε στην Κύπρο για να βιοποριστεί και να στηρίξει οικονομικά την οικογένεια του.  

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο αιτητής επανέλαβε κατ’ ουσία τα ανωτέρω, λέγοντας ότι, αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής, θα αντιμετωπίσει οικονομικές δυσκολίες.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του, αποδέχθηκαν στο σύνολο του το αφήγημα του αιτητή και κατέληξαν ότι, δεδομένου ότι η χώρα καταγωγής του αιτητή έχει χαρακτηριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και αυτός είχε αναφέρει αμιγώς οικονομικής φύσης ισχυρισμούς, δεν διαπιστώνεται ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας και ούτε τίθεται ζήτημα επαναπροώθησης, σε περίπτωση επιστροφής του.

Για τους πιο πάνω λόγους η 1η αίτηση ασύλου του αιτητή απορρίφθηκε και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής.

Στα πλαίσια της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης ο αιτητής καταγράφει ότι «[έχει] εχθρό στο Πακιστάν» ότι «σκότωσαν τον θείο [του]» και ότι «δεν [είναι] ασφαλής» στη χώρα καταγωγής του, ζητώντας να «επανανοίξουν τον φάκελο» του.

Συνέπεια των ανωτέρω, ως αναφέρεται στην επίδικη έκθεση (ερ.73), οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την επίδικη αίτηση για τον λόγο ότι τα όσα καταγράφει επ’ αυτής περί κινδύνου που αντιμετωπίζει αλλά και τον θάνατο του θείου του δεν είχαν αναφερθεί προηγουμένως εξ υπαιτιότητας του ιδίου και συνεπώς η αίτηση είναι απαράδεκτη.

Ο αιτητής στην προσφυγή δικογραφεί αρκετούς νομικούς ισχυρισμούς. Κατά την ακρόαση της παρούσης το μόνο που αναφέρθηκε από τον συνήγορο του είναι πως ο αιτητής έχει περιουσιακές διαφορές με άτομα που διαμένει στη γειτονιά του, ο οποίος - ως ανέφερε - σκότωσε τον θείο του και θα σκοτώσει και τον ίδιο αν επιστρέψει, επαναλαμβάνοντας κατ’ ουσία τα όσα καταγράφονται στην επίδικη αίτηση.

Σημειώνεται ότι στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του […]» [αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, εξετάζεται το αν «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης […] διεθνούς προστασίας» και «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i) και (ii)].

Στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-921/19, LH, ημ.10/06/21 λέχθηκαν τα εξής:

«34     Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

35      Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

36      Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

37      Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

38      Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»

Συνεπώς, ο σκοπός της προκαταρτικής έρευνας, η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας μεταγενέστερης αίτησης και όχι η επί της ουσίας εξέταση αυτής, ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου.

Η Δημοκρατία – ως είχε δικαίωμα στη βάση του αρ.40 (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ («[τα] κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία») – συμπεριέλαβε στην οικεία νομοθεσία την πρόνοια του αρ.16Δ (3) (β) (ii), βάσει της οποίας, προκειμένου μεταγενέστερη αίτηση να θεωρηθεί παραδεκτή και να εξεταστεί επί της ουσίας, θα πρέπει να «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος». Δεδομένου δε ότι η C-921/19 (ανωτέρω) κάνει λόγο για δύο διακριτά στάδια εξέτασης, αμφότερα τα οποία αφορούν την εξέταση επί του παραδεκτού της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτηση, θεωρώ ότι, για κράτη μέλη τα οποία έκαναν χρήση της δυνατότητας να προσθέσουν ως λόγο απαραδέκτου τυχόν υπαιτιότητα του αιτητή σχετικά με την μη προσκόμιση στοιχείων ή εγγράφων σε προηγούμενη αίτηση, αυτή δεν μπορεί παρά να εξετάζεται στα πλαίσια εξέτασης του παραδεκτού της αιτήσεως, στο 2ο στάδιο της εξέτασης αυτής, ως στη εν λόγω απόφαση διευκρινίζεται.

Ενόψει των ως άνω θεωρώ ότι ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτη στη βάση των όσων διαλαμβάνονται στο αρ.16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου. Τούτο γιατί στα πλαίσια προκαταρτικής εξέτασης μεταγενέστερων αιτήσεων δύναται βεβαίως να εξεταστεί τυχόν υπαιτιότητα του αιτητή αναφορικά με την μη προηγούμενη αναφορά των στην επίδικη εν προκειμένω αίτηση ισχυρισμών και αυτό έπραξαν οι καθ’ ων η αίτηση.

Θα συμφωνήσω λοιπόν με τα όσα επ’ αυτού αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι η ως άνω προϋπόθεση της νομοθεσίας δεν ικανοποιείται εν προκειμένω καθώς δεν αποκαλύπτει ο αιτητής στα πλαίσια της επίδικης αίτησης (βλ. ερ.59, σημείο 10) για ποιο λόγο αυτοί οι ισχυρισμοί δεν αναφέρθηκαν προηγουμένως, στα πλαίσια της 1ης αίτησης που υπέβαλε, ουδέν δε ανέφερε επ’ αυτού στα πλαίσια της παρούσης προσφυγής.

Σημειώνεται ότι κατά της απόφασης στην 1η αίτηση του ο αιτητής άσκησε προσφυγή στο Δικαστήριο, η οποία αποσύρθηκε από τον ίδιο. Συνεπώς δεν μπορεί εδώ να αμφισβητηθεί ότι είχε δοθεί στον αιτητή η δυνατότητα «να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

Από τα ενώπιον μου στοιχειά, ως ανωτέρω αναφέρονται, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα και την επί της επίδικης μεταγενέστερης αιτήσεως κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτή καταγράφεται στην επίδικη έκθεση, επί των οποίων ουδέν χρειάζεται να προστεθεί.

Τα ως άνω δε ουδόλως μπορούν να διαφοροποιηθούν από τους γενικούς, αόριστους και παντελώς ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς του στα πλαίσια της ακρόασης της παρούσης, οι οποίοι συνιστούν επανάληψη των όσων ο αιτητής είχε καταγράψει στην επίδικη αίτηση.

Σημειώνω τέλος ότι, δεδομένου του ότι το Πακιστάν έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022, 166/2023 και 191/2024, οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6), δεν υφίσταται ανάγκη για περαιτέρω εξέταση του ζητήματος, εφόσον το τεκμήριο ασφαλούς χώρας ιθαγενείας δεν έχει ανατραπεί εν προκειμένω.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €500 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο