
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. Τ753/2024
12 Μαρτίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
J.N.,
από Καμερούν
Αιτητής
και
Κυπριακής Δημοκρατίας,
μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπουργείο Εσωτερικών
Καθ' ων η αίτηση
Δικηγόροι για Αιτητή: Χρ. Παφίτη (κα) για Α. Λαζάρου (κα)
Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1]
Αιτητής παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 29.04.2024, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, καθώς αυτή κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ(3)(δ) και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «o περί Προσφύγων Νόμος»).
Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί[2], και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και της συνηγόρου του.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σκιαγραφώντας τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»), διαφαίνονται τα ακόλουθα:
Ο Αιτητής κατάγεται από το Καμερούν το οποίο εγκατέλειψε στις 20.01.2018 και στις 22.02.2018 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα. Αίτηση ασύλου υπέβαλε στις 22.02.2018 η οποία, μετά από συνέντευξη του Αιτητή με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, αυτή εξετάστηκε επί της ουσίας και απορρίφθηκε με απόφαση ημερ. 09.05.2022. Κατά της απόφασης αυτής, ακολούθησε η καταχώριση της προσφυγής υπ’ αρ. 3900/22, η οποία απορρίφθηκε στις 27.03.2023. Στη συνέχεια, στις 23.01.2024, ο Αιτητής καταχώρισε την υπό κρίση μεταγενέστερη αίτηση, η οποία στις 29.04.2024 απορρίφθηκε, με τον ίδιο να καταχωρεί την υπό εξέταση προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Με το εναρκτήριο δικόγραφο του ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, τουλάχιστον όχι στο σύνολό του, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας περιορίστηκε στον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας ως προς τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε με τη μεταγενέστερη αίτησή του, τα οποία αυξάνουν, κατά τη θέση του, τις πιθανότητες χορήγησής του με καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθώς τα έγγραφα αυτά αποδεικνύουν τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι υπήρχε θέμα με τις αρχές του Καμερούν. Σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους δεν προσκόμισε τα έγγραφα αυτά σε προγενέστερο χρόνο, ο Αιτητής παρέπεμψε στα όσα κατέγραψε επί τούτου επί της μεταγενέστερής αίτησής του. Ακολούθως, εξηγώντας γιατί δεν προσκόμισε κατά την υποβολή της μεταγενέστερής του αίτησης, τα έγγραφα που επισύναψε στο πλαίσιο της υποβληθείσας προσφυγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αυτά τα έλαβε μετά την καταχώριση της μεταγενέστερης αίτησής του. Υποβάλλει τέλος, ότι αν εξετάζονταν τα έγγραφα αυτά, θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει την Υπηρεσία Ασύλου σε διαφορετικό αποτέλεσμα.
Επί της ουσίας της υπόθεσης
Εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης σε συνάρτηση και με το λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας τον οποίον ο Αιτητής προώθησε, δια της συνηγόρου του, κατά την ακροαματική διαδικασία, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Επισημαίνεται ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[3], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[4]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.
Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια (3) (α) και (β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα (- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».
Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:
Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω προκαταρκτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου), σχετικά με την εξέταση του κατά πόσον ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.
Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.
Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[5].
Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).
Ενόψει των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι στις περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, όπως εν προκειμένω, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανεξέταση της υπόθεσής του.
Προχωρώντας τώρα στην μελέτη των ενώπιόν μου δεδομένων, διαπιστώνω ότι κατά την υποβολή της υπό κρίση μεταγενέστερής του αίτησης ο Αιτητής κατέγραψε ότι έχει την ιθαγένεια του Καμερούν και ότι γεννήθηκε στο Limbe. Ως προς το θρήσκευμα δήλωσε πως είναι χριστιανός (ερυθρά 139-138).
Εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους προέβη σε υποβολή μεταγενέστερης αίτησης, ο Αιτητής κατέγραψε ότι η χώρα καταγωγής του δεν είναι ασφαλής για τον ίδιο, καθώς συμμετείχε στον αποκλεισμό του δρόμου του χωριού Kwa Kwa τον Ιανουάριο του 2018, αφού δέχθηκε πίεση από ορισμένους νεαρούς του χωριού. Ως αποτέλεσμα της εν λόγω συμμετοχής εκδόθηκε σε βάρος του, όπως και σε βάρος των υπόλοιπων συμμετεχόντων, ένταλμα έρευνας και σύλληψης (ερυθρό 137 δ.φ.).
Κατά την περιγραφή των προσκομισθέντων με τη μεταγενέστερη αίτηση, εγγράφων, ο Αιτητής κατέγραψε (στο σημείο 8 της μεταγενέστερης αίτησής του, βλ. ερ. 137) ότι πρόκειται για αποκόμματα εφημερίδων όπου καταγράφεται ο ίδιος ως καταζητούμενος μαζί με άλλους. Επίσης, σημείωσε ότι προσκόμισε φωτογραφίες που αποδεικνύουν ότι ήταν ποδοσφαιριστής και μετέβη στο χωριό Kwa Kwa προκειμένου να συμμετάσχει σε ένα τουρνουά. Επιπρόσθετα κατέγραψε ότι ο αδερφός εγκατέλειψε το Καμερούν με προορισμό τις ΗΠΑ το 2019 προκειμένου να αναζητήσει διεθνή προστασία, επειδή οι αρχές έμαθαν (find out) ότι γνώριζε το γεγονός ότι ο Αιτητής μετέβη στην Κύπρο για να λάβει διεθνή προστασία. Η συγκεκριμένη καταγραφή δεν συναρτάται ευθέως με κάποιο έγγραφο από τον Αιτητή (ερυθρό 137 δ.φ.).
Ακολούθως, στο σημείο 9 της μεταγενέστερης αίτησής του, ως προσκομισθέντα έγγραφα καταγράφει τα ακόλουθα (βλ. σημείο 9, ερ. 137 του δ.φ.):
«
1. The voice, newspaper, Kwa, Kwa Youth on serious search
2. Le jour, Military Kills Amba General poison in Mlonge
3. Warrant of Arrest, was snap by my brother when they went to look for me at our house
4. Search warrant also was snap by my brother in 2018».
Στο σημείο 10, του εντύπου της υποβληθείσας μεταγενέστερής αίτησής του (βλ. ερ. 137, όπου ζητείτο η καταγραφή του χρόνου και του τρόπου απόκτησης των εγγράφων και ο λόγος μη υποβολής τους σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας), ο Αιτητής κατέγραψε ότι τα έγγραφα περιήλθαν στην κατοχή του τον Οκτώβριο. Καταγράφει επίσης, ότι ο αδελφός του, , τού τα έστειλε, προσθέτοντας ότι τα είχε μαζί του στην Αμερική γιατί είχαν μία παρεξήγηση και ο Αιτητής του ζήτησε να μην μιλά για το παρελθόν και για το πώς μπλέχτηκε στον αποκλεισμό του δρόμου, που οδήγησε στο να καταστρέψει το όνειρό του για το ποδόσφαιρο. Καταλήγει πως δεν τα υπέβαλε κατά την προηγούμενη διαδικασία γιατί η Υπηρεσία Ασύλου δεν τα ζήτησε, ενώ επιπλέον δεν τα είχε στην κατοχή του.
Αναφορικά με τον λόγο που δεν υποβάλλονται τα πρωτότυπα έγγραφα, ο Αιτητής κατέγραψε στο σημείο 11 της αίτησής του (βλ. ερ. 137) ότι αυτός συνδέεται με το γεγονός ότι η χώρα του βρίσκεται σε κρίση και προσέθεσε ότι τα χωριά καταγωγής των γονιών του έχουν εγκαταλειφθεί. Κατέγραψε επίσης, ότι έχει μια φωτογραφία που απεικονίζει μια μαζική δολοφονία που έλαβε χώρα στο χωριό καταγωγής της μητέρας του στο Mamfe, καθώς επίσης και μια φωτογραφία του ιδίου στο γήπεδο του ποδοσφαίρου (ερυθρό 137 δ.φ.).
Στην μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής επισυνάπτει τα ακόλουθα έγγραφα:
- Αντίγραφο φωτογραφίας πιστοποιητικού γέννησής «Acte de naissance» (είχε υποβληθεί και κατά το προγενέστερο στάδιο) (ερυθρό 115 δ.φ.)
- Φωτογραφία τριών ανδρών με αθλητική ενδυμασία (ερυθρό 116 δ.φ.)
- Φωτογραφία που απεικονίζει νεκρά άτομα (ερυθρό 117 δ.φ.)
- Φύλλο εις διπλούν της εφημερίδας “The Voice” ημερομηνίας 27 Φεβρουαρίου 2018 (ερυθρά 119-118 δ.φ.)
- Ένταλμα σύλληψης (Mandat d’ Amener) ημερομηνίας 26.02.2018 σε βάρος του [] (ερυθρό 121 δ.φ.)
- Ένταλμα έρευνας (Avis de Recherche) ημερομηνίας 02.02.2018 σε βάρος του [] (ερυθρό 122 δ.φ.)
- Απολυτήριο Λυκείου από το Kasa High School ημερομηνίας 01.07.2021 εκδοθέν στο όνομα του [](ερυθρό 123 δ.φ.)
- Φύλλο της εφημερίδας “Breaking News: The truth at last” ημερομηνίας 02.10.2023 (ερυθρό 124 δ.φ.)
- Φύλλο της εφημερίδας “The Guardian Post” ημερομηνίας 17.07.2023 (ερυθρό 125 δ.φ.)
10. Φύλλο της εφημερίδας “Le Jour” ημερομηνίας 19.07.2023 (ερυθρό 120 δ.φ.)
11. Επιστολή ημερομηνίας 28.09.2023 η οποία φέρει υπογραφές από 19 άτομα, η οποία απευθύνεται στον Γραμματέα του U.S. Department of Homeland Security (ερυθρά 127- 126A δ.φ.)
12. Ανακοίνωση ημερομηνίας 19.06.2023 υπογραφείσα από τον Martin Mungwa, Γραμματέα του Τμήματος Επικοινωνιών και Πληροφορικής της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αμπαζονίας (ερυθρά 130-128 δ.φ.)
13. Έλεγχος επίδοσης του Αιτητή στο Λύκειο Kasa ημερομηνίας 28.08.2019 (ερυθρό 131 δ.φ.)
14. Φάκελος ο οποίος περιέχει δύο φωτογραφίες: η μία εξ αυτών απεικονίζει μια ποδοσφαιρική ομάδα και η δεύτερη μία έξοδο σε ταβέρνα (ερυθρό 132 δ.φ.)
Κατά την αξιολόγηση της υπό εξέταση μεταγενέστερης αίτησής, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 158-157 του δ.φ.), ότι ο Αιτητής προέβαλε νέα στοιχεία, ωστόσο δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, καθώς ο ισχυρισμός περί της αναζήτησής του λόγω της εμπλοκής του στην ανέγερση οδοφράγματος στις 16 Ιανουαρίου 2018 στο χωριό Kwa Kwa, έχει εξεταστεί κατ’ ουσίαν και έχει απορριφθεί ως αβάσιμος. Προσέθεσε ότι σε κάθε περίπτωση τα νέα στοιχεία δεν αυξάνουν τη βασιμότητα των ισχυρισμών του Αιτητή.
Ακολούθως, ο λειτουργός ασύλου καταγράφει ότι ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε τους λόγους για τους οποίους δεν αναφέρθηκε στα εν λόγω στοιχεία σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, ενώ αυτά προϋπήρχαν και προχώρησε σε χρονολογική παράθεση των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας. Επισήμανε συγκεκριμένα ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 22.02.2018, ότι στις 04.03.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξή του με λειτουργό του E.U.A.A., ότι στις 24.05.2022 εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και ότι την 26η Ιουνίου του 2022 καταχωρίστηκε προσφυγή η οποία απορρίφθηκε στις 27.03.2023. Κατέληξε ότι δεδομένου ότι τα έγγραφα φέρουν ημερομηνία προγενέστερη των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας και ειδικότερα της υποβολής εκ μέρους του προσφυγής στο ΔΔΔΠ, συνάγεται υπαιτιότητα ως προς την καθυστερημένη υποβολή τους.
Στην βάση των πιο πάνω επισημάνσεων, η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Εξετάζοντας τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, διαφαίνεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση εξέτασαν τα όσα ο Αιτητής έθεσε με τη μεταγενέστερη αίτησή του και κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής, έκριναν ότι δεν πληρείτο καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(β)[6] για να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των όσων υποβλήθηκαν με την αίτησή του, τόσο διότι ο Αιτητής δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, όσο και διότι, τα έγγραφα που προσκόμισε δεν υποβλήθηκαν σε προγενέστερο στάδιο, εξ υπαιτιότητας του και ότι εν πάση περιπτώσει δεν αυξάνουν την βασιμότητα των ισχυρισμών του.
Πράγματι, είναι και η δική μου κατάληξη ότι ο Αιτητής δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, αλλά επανέλαβε τις ίδιες θέσεις τις οποίες προώθησε και κατά τα προγενέστερα στάδια εξέτασης της αίτησής του, , ήτοι κατά την αρχική αίτηση ασύλου, κατά την συνέντευξή του αλλά και κατά τη δικαστική διαδικασία εξέτασης της προσφυγής που καταχώρισε επί της απόρριψης της αρχικής του αίτησης. Ο πυρήνας του αιτήματός του παρέμεινε αναλλοίωτος κατά όλα αυτά τα στάδια, ήτοι ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στο Καμερούν καθώς καταζητείται από τις αρχές της χώρας καταγωγής του λόγω της εμπλοκής του την 16η Ιανουαρίου 2018 στην ανέγερση οδοφράγματος σε δρόμο στο χωριό Kwa-Kwa. Οι ισχυρισμοί του αυτοί εξετάστηκαν επί της ουσίας τους τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και κατά τη δικαστική διαδικασία και απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι.
Το ζήτημα λοιπόν που απομένει τώρα να εξεταστεί είναι κατά πόσο τα προσκομισθέντα έγγραφα που επισύναψε στην αίτησή του, συνιστούν νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την έννοια του νόμου, δυνάμενα να επιτρέψουν θετική κρίση περί παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης.
Έχοντας λοιπόν διεξέλθει των εγγράφων αυτών προχωρώ στην εξέταση και αξιολόγησή τους, η οποία είναι κρίσιμη για το παραδεκτό της υποβληθείσας αίτησης.
Αναφορικά με τα έγγραφα υπ’ αρίθμ. 1, 7 και 13 (ερ. 115, 123 και 131 δ.φ.) συμφωνώ με την κατάληξη του λειτουργού ασύλου ότι αυτά συνδέονται με το προφίλ του Αιτητή, ωστόσο δεν σχετίζονται με τη βασιμότητα του ισχυρισμού του ούτε δύναται αυτά να προσθέσουν οτιδήποτε σε σχέση με την ουσία του αιτήματός του, πέραν της ταυτοποίησης του ονόματός του και των προσωπικών του στοιχείων.
Αναφορικά με τα έγγραφα υπ’ αρίθμ. 8, 9, 11, 12 επισημαίνω ότι αυτά φέρουν ημερομηνίες 02.10.2023, 07.10.2023, 28.09.2023 και 19.06.2023 αντίστοιχα και συνιστούν συνεπώς στοιχεία τα οποία δεν υπήρχαν κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασής του αιτήματός του, αποτελώντας έτσι νέα στοιχεία. Ωστόσο συμφωνώ με την κατάληξη του λειτουργού ασύλου ότι αυτά δεν σχετίζονται ούτε παρέχουν οποιαδήποτε βασιμότητα στους ισχυρισμούς που προβάλλει ο Αιτητής με τη μεταγενέστερη αίτησή του, αφού τα προσκομισθέντα έγγραφα σχετίζονται γενικά με την κρίση στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, αλλά δεν συνδέονται άμεσα με τον ίδιο ή το αίτημά του.
Συγκεκριμένα, τα άρθρα εφημερίδων, όπως το Breaking News Bilingue και το The Guardian Post (βλ. έγγραφα 8 και 9- ερ. 124-125 δ.φ.), περιγράφουν την ιστορική και πολιτική διάσταση της καταπίεσης των Αγγλόφωνων πληθυσμών, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και τις εκτελέσεις αμάχων, χωρίς ωστόσο να προκύπτει από αυτά οποιονδήποτε στοιχείο ότι ο Αιτητής υπήρξε προσωπικός στόχος δίωξης ή ότι διώκεται από τις αρχές.
Επιπλέον, η επιστολή του Κογκρέσου των ΗΠΑ προς το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (DHS) (έγγραφο αρ.11 - ερ. 127-126Α) ζητά την παράταση του καθεστώτος προσωρινής προστασίας (TPS) για Καμερουνέζους στις ΗΠΑ, επικαλούμενη τη συνεχιζόμενη ένοπλη σύγκρουση και τις σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παρότι το έγγραφο επιβεβαιώνει τη γενικότερη κατάσταση ανασφάλειας στη χώρα, δεν περιέχει καμία αναφορά στην προσωπική περίπτωση του Αιτητή και συνεπώς, δεν παρέχει καμία ένδειξη που να δικαιολογεί την ανάγκη προστασίας του.
Τέλος, το υπ’ αρ. 12 έγγραφο (βλ. ερ. 130-128 δ.φ.), προερχόμενο από την "British Southern Cameroons – Federal Republic of Ambazonia", καταγράφει τη σφαγή στο Nacho Junction από τις κυβερνητικές δυνάμεις του Καμερούν, κάνοντας λόγο για εκτελέσεις αμάχων. Το ίδιο έγγραφο επισημαίνει ότι η κυβέρνηση του Καμερούν προσπάθησε να αποδώσει τις επιθέσεις στους αυτονομιστές της Ambazonia, επιβεβαιώνοντας ότι όποιος συνδέεται με το κίνημα των αυτονομιστών μπορεί να διατρέχει κίνδυνο δίωξης. Ωστόσο, το συγκεκριμένο στοιχείο δεν αποδεικνύει ότι ο Αιτητής ανήκει σε αυτή την κατηγορία ή ότι η συμμετοχή του σε πολιτικές δραστηριότητες ήταν τέτοια που να τον καθιστά στόχο των αρχών.
Επισημαίνω καταληκτικά ότι τα έγγραφα υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησης χωρίς καμία επιπλέον εξήγηση από τον Αιτητή ως προς το πως αυτά διασυνδέονται με τον επικαλούμενο φόβο δίωξης του και είναι κατά τούτο ανεπαρκή για να στηρίξουν το αίτημά του. Αν και επιβεβαιώνουν ότι η κατάσταση στο Καμερούν είναι επισφαλής, δεν αρκούν για να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό του ότι διατρέχει προσωπικό κίνδυνο δίωξης.
Αναφορικά με τα έγγραφα υπ’ αρίθμ. 2, 3 και 14, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Τα έγγραφα υπ.’ αρ. 2, 3 (βλ. ερ. 116-117 δ.φ.), συνιστούν φωτογραφίες οι οποίες απεικονίζουν φωτογραφία τριών ανδρών με αθλητική ενδυμασία και κάποια νεκρά πρόσωπα αντίστοιχα. Το έγγραφο υπ.’ αρ. 14 (βλ .ερ. 132 δ.φ.), συνιστά φάκελο ο οποίος περιέχει δύο φωτογραφίες: η μία εξ αυτών απεικονίζει μια ποδοσφαιρική ομάδα και η δεύτερη μία έξοδο σε ταβέρνα. Ούτε για τα έγγραφα αυτά έχει ο Αιτητής παράσχει οποιανδήποτε εξήγηση ως προς το πως αυτά διασυνδέονται με το αίτημά του και τι αποδεικνύουν ενώ από τις φωτογραφίες αυτές δεν είναι δυνατόν να ανευρεθούν πρόσθετες πληροφορίες.
Αναφορικά με τα έγγραφα υπ’ αρίθμ. 4, 5 και 6
Το έγγραφο υπ’ αριθμό 4 (βλ. 119-118 δ.φ), αποτελεί άρθρο από την εφημερίδα "The Voice", ημερ. 27.02.2018 και σχετίζεται με την Αγγλόφωνη κρίση στο Καμερούν, αλλά και συγκεκριμένα με ένα περιστατικό στο χωριό Kwa-Kwa, το οποίο είχε αναφέρει ο Αιτητής στην αρχική του αίτηση.
Το έγγραφο υπ’ αρ. 5 (βλ. ερ. 121 δ.φ.) φαίνεται να συνιστά ένταλμα σύλληψης το οποίο εκδόθηκε στις 26.02.2018.
Το έγγραφο 6 (βλ. ερ. 122 δ.φ.) φαίνεται να είναι ένταλμα έρευνας και φέρει ημερομηνία έκδοσης 02.02.2018.
Και τα τρία αυτά έγγραφα φέρουν ημερομηνίες 27.02.2018, 26.02.2018 και 02.02.2018 αντίστοιχα, γεγονός που υποδηλώνει ότι αυτά υπήρχαν πολύ πριν την αρχική συνέντευξη του Αιτητή (η οποία έλαβε χώρα στις 04.03.2022) και, κατά συνέπεια, θα μπορούσαν να είχαν προσκομιστεί σε προγενέστερο στάδιο.
Ως προς αυτό ο Αιτητής εξηγεί επί της αίτησής του ότι έλαβε τα έγγραφα τον Οκτώβριο (πιθανότατα του 2023, αφού η αίτησή του καταχωρίστηκε τον Ιανουάριο του 2024), προσθέτοντας ότι ο αδερφός του τα πήρε μαζί του στις ΗΠΑ και ότι δεν του τα ανέφερε νωρίτερα επειδή ο Αιτητής του είχε ζητήσει να μην αναφέρεται στο ζήτημα του οδοφράγματος. Κατέγραψε επίσης, ότι δεν υπέβαλε νωρίτερα τα έγγραφα γιατί δεν του ζητήθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου και γιατί δεν τα είχε στην κατοχή του (ερυθρό 137 δ.φ.).
Η εξήγηση που δίδει ο Αιτητής, δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογία. Η προσπάθεια του να δικαιολογηθεί η καθυστέρηση προσκόμισής τους με την αναφορά σε εξωτερικές συνθήκες, όπως η έλλειψη αιτήματος από την Υπηρεσία Ασύλου και η μη κατοχή των εγγράφων, δεν απαλλάσσει τον Αιτητή από την προσωπική του υπαιτιότητα για τη μη έγκαιρη προσκόμιση των κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων. Είναι σαφές ότι ο Αιτητής θα μπορούσε να είχε προσκομίσει τα εν λόγω έγγραφα σε προγενέστερο στάδιο, καθώς αυτά ήταν ήδη διαθέσιμα από το 2018.
Φρονώ συνεπώς ότι εξ υπαιτιότητας του Αιτητή αυτά δεν προσκομίστηκαν σε προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αίτησής του, δεδομένου ότι είχε τη δυνατότητα να τα προσκομίσει σε προηγούμενα στάδια της διαδικασίας μέχρι και το στάδιο της δικαστικής διαδικασίας κατά την εξέταση της πρώτης προσφυγής του. Επισημαίνεται εξάλλου ότι κατά τη προσφυγή του, ο Αιτητής είχε τη συνδρομή δικηγόρου και συνεπώς τυχόν αδράνεια στον εντοπισμό των εν λόγω εγγράφων δεν θεωρείται εύλογη. Επικουρικώς, τα εν λόγω έγγραφα, ακόμα και αν ήθελε γίνει αποδεκτό ότι δεν προσκομίσθηκαν εξ υπαιτιότητας του Αιτητή, δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες του Αιτητή για χορήγηση στο πρόσωπο του καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθώς παρατηρώ τα ακόλουθα:
Εξετάζοντας το έγγραφο αρ. 4, φρονώ πως δημιουργούνται σοβαροί προβληματισμοί ως προς το κατά πόσο αυτό ενισχύει τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Τούτο καθώς ο Αιτητής δήλωσε στη συνέντευξή του ότι συμμετείχε στο περιστατικό στο χωριό Kwa-Kwa στις 16 Ιανουαρίου 2018. Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι εκείνη την ημέρα ενώθηκε με τους νεαρούς που τοποθετούσαν πέτρες και ξύλα στον δρόμο, με σκοπό να τον αποκλείσουν λόγω της Αγγλόφωνης κρίσης. Περιέγραψε ότι η αστυνομία έφτασε στο σημείο και πυροβόλησε στον αέρα, γεγονός που τους έκανε να τραπούν σε φυγή μέσα στο δάσος. Από εκεί, κατάφερε να διαφύγει και να φτάσει τελικά στη Νιγηρία.
Αντιθέτως, το έγγραφο αρ. 4, ήτοι το δημοσίευμα της εφημερίδας "The Voice" αναφέρει ότι το περιστατικό του αποκλεισμού του δρόμου έγινε στις 26 Φεβρουαρίου 2018, δηλαδή περισσότερο από έναν μήνα μετά την ημερομηνία που δήλωσε ο Αιτητής ότι έλαβε χώρα το γεγονός και κατά χρόνο κατά τον οποίον ο ίδιος ήταν ήδη στην Κύπρο και συνεπώς δε θα μπορούσε να ήταν παρόν στο περιστατικό αυτό. Αυτή η χρονική ασυμβατότητα δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο το δημοσίευμα ενισχύει τους ισχυρισμούς του Αιτητή ή αν αναφέρεται σε ένα εντελώς διαφορετικό περιστατικό που δεν έχει καμία σχέση με εκείνον. Πρόσθετα, παρατηρώ ότι η ορθογραφία του ονόματος του Αιτητή είναι διαφορετική στο δημοσίευμα το οποίο αναφέρεται σε «[]», ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία ταυτοποίησής του Αιτητή τα οποία ο ίδιος προσκόμισε, το όνομά του είναι "[]", γεγονός το οποίο εγείρει ενδεχομένως ζητήματα ταυτοποίησης.
Ως προς το έγγραφο 5, αυτό συνιστά πιθανότατα ένταλμα σύλληψης το οποίο εκδόθηκε στις 26.02.2018 σε βάρος του [] και επί αυτού επισημαίνεται και πάλι η διαφοροποίηση στο όνομα του Αιτητή, η οποία ιδιαίτερα σε επίσημα έγγραφα έχει μεγάλη σημασία. Από ανεπίσημη και κατά προσέγγιση μετάφραση στην οποία προσέτρεξε το Δικαστήριο[7], διαπιστώνεται ότι αυτό υπογράφεται από τον Ανακριτή (Magistrate) της διαίρεσης Fako της South West Περιοχής του Καμερούν, ενώ το όνομα του Ανακριτή δεν είναι ευανάγνωστο. Ως κατηγορίες, απαριθμούνται οι «αποσχιστικές δραστηριότητες» (Secessionist activities) και η «καταστροφή κυβερνητικής περιουσίας» (Destruction of government properties). Ωστόσο, παρατηρώ ότι οι κατηγορίες δεν ταυτίζονται με τα γεγονότα που ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξή του, στο πλαίσιο της οποίας δήλωσε ότι συμμετείχε μία μόνο φορά με νεαρούς στην δημιουργία ενός οδοφράγματος, ωστόσο η αστυνομία μετέβη στο σημείο και άρχισε να κυνηγά τους συμμετέχοντες οι οποίοι αναζήτησαν καταφύγιο στις θαμνώδεις περιοχές.
Σε σχέση με το έγγραφο υπ’ αρ. 6, και πάλι από ανεπίσημη και κατά προσέγγιση μετάφραση στην οποία προσέτρεξε το Δικαστήριο[8] αυτό φέρει ημερομηνία έκδοσης 02.02.2018 και υπογράφεται από το Jean Louis Messi, περιφερειακό επίτροπο της δικαστικής αστυνομίας της Buea [«Commissaire Régionale de le (sic) Police Judiciaire du Buea»]. Σύμφωνα με το περιεχόμενο το οποίο φαίνεται να τιτλοφορείται ως «Ένταλμα Έρευνας κατόπιν οδηγιών», σε αυτό αναφέρεται ότι ο αναζητούμενος ([] -και επί αυτού επισημαίνεται και πάλι η διαφοροποίηση στο όνομα του Αιτητή-) συμμετείχε στο κίνημα S.C.N.C. κατά της κυβέρνησης του Καμερούν και φέρεται να εμπλέκεται σε ενέργειες που σχετίζονται με εχθρικές ενέργειες κατά του κράτους, απόσχιση και υποκίνηση εμφυλίου πολέμου. Το έγγραφο καλεί τις αρμόδιες υπηρεσίες να τον εντοπίσουν και να τον παραδώσουν στην αστυνομική διεύθυνση της Yaoundé.
Επισημαίνεται και επί αυτού, ότι ο Αιτητής δεν έκανε καμία αναφορά κατά τη συνέντευξή του σε συμμετοχή στο κίνημα S.C.N.C., το οποίο φαίνεται να αποτελεί τη βάση των κατηγοριών στο έγγραφο αυτό. Αλλά ούτε και με την μεταγενέστερη αίτησή του ισχυρίστηκε οτιδήποτε σχετικό. Κατά τούτο, ούτε το έγγραφο αυτό ανατρέπει την κρίση περί απαραδέκτου της μεταγενέστερης αίτησης.
Απομένει τέλος προς εξέταση το έγγραφο υπ’ αρ. 10 (βλ. ερ. 120 δ.φ.). Το έγγραφο αυτό αποτελεί φύλλο της εφημερίδας «le jour», ημερ.19.07.2023 και συνεπώς συνιστά στοιχείο το οποία δεν υπήρχε κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασής του αιτήματός του, αποτελώντας έτσι νέο στοιχείο.
Εξετάζοντας λοιπόν αυτό, παρατηρώ ότι το δημοσίευμα περιγράφει τη στρατιωτική επιχείρηση κατά του αυτονομιστή Nomo Mitterrand, γνωστού ως "General Poison", ο οποίος εξουδετερώθηκε από τις δυνάμεις του στρατού στην περιοχή Mbongue, στη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν. Αναφέρει επίσης ότι τέσσερις άλλοι αυτονομιστές παραμένουν υπό αναζήτηση, μεταξύ αυτών και ο [].
Αντιπαραβάλλοντας τα όσα προκύπτουν από το εν λόγω δημοσίευμα σε συνάρτηση με τα όσα ανέφερε ο Αιτητής κατά τη συνέντευξή του, παρατηρώ και πάλι αναντιστοιχία μεταξύ τους. Τούτο, καθώς ο Αιτητής δεν ανέφερε ποτέ κατά την συνέντευξή του ότι ήταν στόχος στρατιωτικής αναζήτησης, ενώ στο δημοσίευμα της "Le Jour", το όνομα του (με το συγκεκριμένο ορθογραφικό λάθος που πλειστάκις επισημάνθηκε) εμφανίζεται στη λίστα με καταζητούμενους αυτονομιστές. Στη συνέντευξή του, όμως, δεν αναφέρει αν γνώριζε ότι οι στρατιωτικές δυνάμεις τον καταζητούσαν ή ότι το όνομά του είχε καταχωρηθεί ως ύποπτο για συμμετοχή σε παραστρατιωτική δράση. Πρόσθετα, δεν αναφέρθηκε ποτέ σε άμεση εμπλοκή του με τον General Poison, ενώ το άρθρο της "Le Jour" αναφέρει ότι ο "General Poison" σκοτώθηκε και ότι άλλοι τέσσερις, συμπεριλαμβανομένου του Αιτητή, βρίσκονται υπό αναζήτηση. Καμία άμεση σχέση του Αιτητή με τον "General Poison" ή συμμετοχή του σε στρατιωτικές ή παραστρατιωτικές επιχειρήσεις δεν επισημάνθηκε.
Πρόσθετα, η αξιολόγηση του δημοσιεύματος της εφημερίδας Le Jour αποκαλύπτει σειρά από γλωσσικές και μορφολογικές ασυνέπειες, οι οποίες θέτουν υπό αμφισβήτηση την αυθεντικότητά του. Ένα από τα πιο εμφανή σημεία αμφιβολίας είναι το γεγονός ότι ενώ η Le Jour είναι γνωστή ως γαλλόφωνη εφημερίδα[9], το συγκεκριμένο άρθρο είναι γραμμένο στην αγγλική γλώσσα. Η απουσία άλλων αγγλόφωνων άρθρων στην ίδια σελίδα δημιουργεί ερωτηματικά σχετικά με το κατά πόσον πρόκειται για αυθεντική δημοσίευση ή για προσθήκη που έγινε εκ των υστέρων. Αν και δεν αποκλείεται η ύπαρξη άρθρων στην αγγλική γλώσσα σε ειδικές περιπτώσεις, η εφημερίδα δεν είναι γνωστή για δίγλωσσες εκδόσεις και η δομή του περιεχομένου της ακολουθεί κατά κανόνα τη γαλλική γλώσσα.
Πρόσθετα, περαιτέρω εξέταση του άρθρου αποκαλύπτει σημαντικά ορθογραφικά και συντακτικά λάθη που δεν συνάδουν με τη συνήθη γλωσσική ακρίβεια επαγγελματικών δημοσιεύσεων. Ορισμένες φράσεις δεν είναι γραμματικά ορθές, γεγονός που υποδηλώνει ότι το κείμενο είτε έχει γραφτεί από μη φυσικό ομιλητή της αγγλικής είτε δεν έχει υποβληθεί σε διαδικασία επιμέλειας πριν τη δημοσίευση. Παρατηρούνται εμφανή λάθη, όπως η χρήση του ρήματος "determine" αντί του σωστού "determined", καθώς και η λέξη "neutrlised", η οποία αποτελεί λανθασμένη γραφή του "neutralised". Επίσης, η λέξη "Separatist" εμφανίζεται στον ενικό αριθμό, ενώ αναφέρεται σε πολλαπλά άτομα, κάτι που δείχνει απροσεξία στη χρήση της αγγλικής γραμματικής.
Η διατύπωση "The soldiers are out every one spotted with him since 2018" είναι γλωσσικά εσφαλμένη και δεν αντικατοπτρίζει τη σύνταξη που θα περίμενε κανείς από επαγγελματικό δημοσίευμα. Το "listed by soldiers" αποτελεί επίσης προβληματική φράση, καθώς η συνήθης αγγλική διατύπωση θα ήταν "listed as wanted by soldiers" ή "listed among those sought by soldiers". Τέτοιου είδους γλωσσικές ατέλειες δεν συναντώνται συνήθως σε δημοσιογραφικά κείμενα μεγάλης κυκλοφορίας, ειδικά σε εφημερίδες με καθιερωμένο προφίλ όπως η Le Jour.
Η ανομοιογενής μορφοποίηση του άρθρου σε σχέση με τα υπόλοιπα γαλλόφωνα κείμενα που βρίσκονται στην ίδια σελίδα ενισχύει περαιτέρω τις αμφιβολίες σχετικά με τη γνησιότητά του. Η ακατάλληλη χρήση γραμματοσειράς, η έλλειψη σωστού διαχωρισμού των προτάσεων και η κακή τοποθέτηση λέξεων δημιουργούν την αίσθηση ότι το άρθρο δεν αποτελεί μέρος της αρχικής σύνταξης της εφημερίδας αλλά ίσως να έχει προστεθεί εκ των υστέρων.
Επισημαίνεται και πάλι η αναφορά στο όνομα "[]" αντί του "[]", όπως είναι δηλωμένο από τον Αιτητή, η οποία συνιστά ένα ακόμη σημείο που απαιτεί διερεύνηση. Ενώ μπορεί να πρόκειται για τυπογραφικό λάθος, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ίδιο λάθος εμφανίζεται και σε άλλα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής, ως επισημάνθηκε, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να αφορά διαφορετικό άτομο, γεγονός που θα αποδυνάμωνε την αξία του άρθρου ως αποδεικτικού στοιχείου για την υπόθεση του Αιτητή.
Συμπερασματικά, τα γλωσσικά, συντακτικά και μορφολογικά λάθη που εντοπίζονται στο συγκεκριμένο άρθρο, σε συνδυασμό με τη γλωσσική ασυνέπεια που εμφανίζεται στην υπόλοιπη εφημερίδα, δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με την αυθεντικότητα του δημοσιεύματος.
Ως προς τα έγγραφα που ο Αιτητής προσκόμισε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της ένορκης δήλωσής του, η οποία συνοδεύει το εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας διαδικασίας, επισημαίνεται ότι αυτά δεν είχαν εκ των πραγμάτων αξιολογηθεί από τους Καθ’ ων η αίτηση κατά την εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησής του. Όπως επισημαίνει το ΔΕΕ στην απόφασή τους της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, C-651/19, JP κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ECLI:EU:C:2020:681, σκέψεις 58 έως 61, το δικαστήριο που εξετάζει προσφυγή κατά απόφασης που απορρίπτει ως απαράδεκτη μια μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να εξετάσει μόνο εάν, σε αντίθεση με την απόφαση της αρμόδιας αρχής, κατά την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα. Από το νομολογημένο αυτόν κανόνα προκύπτει ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ο Αιτητής οφείλει ουσιαστικά να αποδείξει ότι εσφαλμένα η αρμόδια αρχή θεώρησε πως δεν υπάρχουν νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με αυτά που εξετάστηκαν στην προηγούμενη αίτησή του. Και το ζήτημα αυτό, συνδέεται στενά με το περιεχόμενο της μεταγενέστερης αίτησης επί της οποίας εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση.
Υπό το φως των ανωτέρω, δεδομένου του αντικειμένου της παρούσας προσφυγής η οποία αφορά σε μεταγενέστερη αίτηση, τα έγγραφα, τα οποία ο Αιτητής προσκόμισε κατά την καταχώριση της προσφυγής του, και τα οποία ως υποστηρίζει σχετίζονται με τον πυρήνα του αιτήματός του, χωρίς προηγουμένως να έχουν προσκομιστεί ενώπιον της διοίκησης προς αξιολόγηση δεν μπορούν να τύχουν περαιτέρω εξέτασης από το παρόν Δικαστήριο. Τούτο καθώς ο Αιτητής δεν έχει παράσχει καμία εξήγηση για πιο λόγο δεν προσκόμισε αυτά δια της μεταγενέστερης αίτησής του, ούτως ώστε να αποκλειστεί η υπαιτιότητά του. Εν πάση περιπτώσει, ο Αιτητής έχει το δικαίωμα, εάν επιθυμεί να τα προσκομίσει ενώπιον της διοίκησης σε ακόλουθο στάδιο.
Συνεπώς, με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποτελούν νέα στοιχεία ενώ τα έγγραφα που προσκόμισε προβάλλονται αυτά οψιγενώς από δική του υπαιτιότητα και σε κάθε περίπτωση δεν αυξάνουν τις πιθανότητες υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας καθώς αυτά συνιστούν επιστολές τρίτων προσώπων και ως τέτοιες αποτελούν τεκμήρια χαμηλής αποδεικτικής ισχύος, καθώς δεν προέρχονται από αξιόπιστη και αντικειμενική πηγή. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να αυξήσουν τις δυνατότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας στο πρόσωπο του Αιτητή. Παρατηρείται δε κάθε περίπτωση ότι αποτελούν επιβεβαίωση των ισχυρισμών του Αιτητή, χωρίς να εισφέρουν περαιτέρω στοιχεία προς επίρρωση της αξιοπιστίας του Αιτητή.
Ως εκ τούτου, δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησής του.
Από την εξέταση των πραγματικών και νομικών δεδομένων που παρατίθενται, προκύπτει ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή ελήφθη κατόπιν ορθής ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η κρίση των Καθ’ ων η αίτηση περί απαραδέκτου της μεταγενέστερης αίτησης είναι πλήρως αιτιολογημένη και σύμφωνη με τη νομοθεσία και τη σχετική νομολογία, ενώ τα όσα τέθηκαν ενώπιον τους διερευνήθηκαν επαρκώς και αιτιολογήθηκαν δεόντως και κατά τούτο ο σχετικός ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας απορρίπτεται ως αβάσιμος.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του σε συνέντευξη για την κατ' ουσίαν εξέταση του αιτήματος του. Ορθώς συνεπώς οι Καθ' ων η αίτηση, κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο εξέτασης της αίτησής του, , έκριναν ότι δεν πληρείται καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β)[10] ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.
Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μεταγενέστερης αίτησής του, υπό το φως των συναφών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, φρονώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη και συνεπώς η απόφαση τους για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή ως απαράδεκτης είναι ορθή.
Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.
Ως εκ των όσων έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).
[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.
[3] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)
[4] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.
[6] 16Δ 3(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
[8] Ο.π.
[9] Le Jour, https://lejour.cm/contact/
[10] «16Δ3(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -
(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και
(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο