
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. Τ 78/2025
28 Μαρτίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΔΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Η.Α.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργείου Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας, Υπηρεσία Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση.
...................................................
Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά ενώπιον του Δικαστηρίου
Χρυστάλλα Παφίτη για Έλενα Μυριάνθους, Δικηγόρος του Αιτητή
Καμία εμφάνιση για τους καθ'ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 31/01/2025, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη, δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν, 6 (Ι)/2000.
Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019. Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως ο αιτητής είναι υπήκοος του Πακιστάν και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 21/01/2025.
Στις 29/01/2025 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή και η Υπηρεσία Ασύλου, ετοίμασε έκθεση/εισήγηση σε σχέση με το αίημα του αιτητή προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης στις 31/01/2025. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή με την οποία αμφισβητεί την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η συνήγορος του αιτητή κατά την ακρόαση της αίτησης ακυρώσεως δήλωσε ενώπιον του Δικαστηρίου πως ο αιτητής αντιμετωπίζει προβλήματα με την οικογένεια του και υποστήριξε πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Επιπρόσθετα, απέσυρε όλους τους υπόλοιπους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην αίτηση ακυρώσεώς της.
Στην υπό εξέταση υπόθεση σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε) του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των καθ'ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανέφερε η συνήγορος του αιτητή, είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε εντός των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για λόγους ασφαλείας. Ισχυρίστηκε ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, η οικογένεια του δολοφονήθηκε από τα ετεροθαλή αδέλφια του προκειμένου να λάβουν την περιουσία του. Πρόσθεσε ότι προσπάθησαν να προβούν σε ψευδή καταγγελία στην αστυνομία ώστε να τον βρουν και να τον σκοτώσουν.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου, ο αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται από το Πακιστάν και ανέφερε πως ο τόπος καταγωγής και διαμονής του είναι η πόλη Lahore. Ο αιτητής είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ομιλεί Urdu και Αγγλικά. Όπως ανέφερε, η μητέρα του σκοτώθηκε στις 20/08/2002, ο πατέρας του σκοτώθηκε στις 30/10/2019, η αδελφή του και η μητριά του σκοτώθηκαν την ίδια ημέρα, στις 15/11/2019. Όπως ισχυρίστηκε, η οικογένεια του δολοφονήθηκε από τα θετά του αδέλφια για την περιουσία. Πρόσθεσε ότι έχει δύο αδελφές, οι οποίες είναι παντρεμένες και διαμένουν στη χώρα καταγωγής του.
Κληθείς να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε πως εγκατέλειψε τη χώρα του για να προστατεύσει τη ζωή του και ισχυρίστηκε πως εάν επιστρέψει θα τον σκοτώσουν επειδή τα ετεροθαλή αδέλφια του τον αναζητούν. Ο αιτητής δήλωσε ότι τα προβλήματα άρχισαν μετά το θάνατο της μητέρας του το έτος 2002, αλλά από το 2002 μέχρι και το 2018 που απεβίωσε και ο πατέρας του, ισχυρίστηκε πως δεν του συνέβη οτιδήποτε. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ανέφερε πως είχε ανησυχίες, εφόσον όλα τα προβλήματα αφορούσαν την περιουσία, η οποία ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα του.
Κατά τα λεγόμενά του, δεν του συνέβη οτιδήποτε ενόσω βρισκόταν στη χώρα του και ισχυρίστηκε πως τα ετεροθαλή αδέλφια του απέκτησαν την περιουσία του. Ο αιτητής ανέφερε πως δεν απευθύνθηκε στην αστυνομία της χώρας του για να προστατευθεί και δήλωσε πως ουδέποτε έχει κρατηθεί ή συλληφθεί στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής ανέφερε πως δεν γνωρίζει τι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και ερωτηθείς εάν έχει να προσθέσει οτιδήποτε άλλο σε σχέση με το αίτημά του, απάντησε ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία για να εργαστεί.
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε στην έκθεση-εισήγησή του, δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή και ο δεύτερος αφορά τα ισχυριζόμενα οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπιζε στη χώρα καταγωγής του. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθότι ο λειτουργός έκρινε ότι πληρείται τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των προβληθέντων ισχυρισμών, ενώ ο δεύτερος δεν έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στο πυρήνα του αιτήματός του. Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε με λεπτομέρεια στην Έκθεση-Εισήγησή του τις ελλείψεις, αοριστίες και ασάφειες του αφηγήματος του αιτητή.
Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, έκρινε ότι οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του, δεν δύνανται να αποτελέσουν λόγο παραχώρησης καθεστώτος πρόσφυγα ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, όπως προνοείται στα άρθρα 3 και 19 (1) και (2) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την έκθεση/εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν έχει επικαλεσθεί στη συνέντευξή του κανέναν απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις υπαγωγής ατόμου σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, αντιθέτως, οι ισχυρισμοί ότι θα το σκοτώσουν τα ετεροθαλή αδέλφια του προκειμένου να αποκτήσουν τη περιουσία του αιτητή προβάλλονται με τρόπο γενικό και αόριστο. Θα πρέπει βεβαίως να αναφερθεί πως ο προαναφερόμενος ισχυρισμός, αφορά ιδιωτικής φύσεως διαφορά και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να οδηγήσει σε χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, τουλάχιστον με τον τρόπο που προωθήθηκε από τον αιτητή και λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη πως η χώρα καταγωγής του αιτητή θεωρείται ασφαλής χώρα ιθαγένειας δυνάμει της Κ.Δ.Π. 191/24.
Επιπρόσθετα, σε σχέση με τον κίνδυνο που ισχυρίζεται ότι διατρέχει ο αιτητής από τα ετεροθαλή αδέλφια του στη χώρα καταγωγής του, όπως έχω αναφέρει στην απόφασή μου στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020: «Η αόριστη επίκληση ενός κινδύνου ζωής, όταν όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνεπικουρείται εξ' ουδενός αντικειμενικού στοιχείου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκούντως σοβαρή, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση...»
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (βλ. παραγράφους 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές. Τα οικογενειακά προβλήματα που επικαλείται ο αιτητής ως λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και να αιτηθεί διεθνούς προστασίας, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν. 6 (Ι)/2000, τουλάχιστον με τον τρόπο που αυτά τέθηκαν ενώπιον των αρμόδιων αρχών, ενώ δεν επικαλέστηκε εναντίον του δίωξη από οποιονδήποτε φορέα που τον εμποδίζει να διαμείνει και να εργαστεί στη χώρα καταγωγής του.
Πρόσθετα, ορθά κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ότι δεν υφίσταται λόγος να αναγνωριστεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, εφόσον δεν αποδείχθηκε από τα όσα ανέφερε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), του Ν. 6 (Ι)/2000, αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως αυτή η βλάβη ερμηνεύτηκε από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015).
Η Υπηρεσία Ασύλου διεξήγαγε έρευνα των ουσιωδών στοιχείων, προτού καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση, εξετάζοντας τη συνέντευξη που διεξήχθη, την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, όλο το υλικό που περιέχεται στον διοικητικό φάκελο και γενικότερα όλο το υλικό το οποίο είναι ενώπιον μου.
Το αρμόδιο όργανο οφείλει να προβαίνει σε επαρκή έρευνα σε σχέση με όλα τα γεγονότα που αφορούν το κάθε αίτημα που έχει ενώπιον του. Δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στην διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2( Α.Α.Δ. 120).
Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο έχει υποχρέωση να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση του για επαρκή έρευνα. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω γεγονότα, το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, απορρίπτεται στο σύνολό του.
Πρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη πως ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, πως δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με 1000€ έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο