Τ. W. K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T876/24, 10/3/2025
print
Τίτλος:
Τ. W. K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: T876/24, 10/3/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: T876/24

10 Μαρτίου, 2025

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 

                                                 Τ. W. K.                                                        Αιτήτριας

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

κα Ι. Ιάσωνος, Δικηγόρος για την Αιτήτρια

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 31.5.2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή της για διεθνή προστασία, καθώς η εν λόγω αίτηση κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος) και την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της αίτησής της.

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής: η ΛΔΚ). Περί τις 25.10.2019, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 3.3.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας. Στις 10.4.2023, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) ενέκρινε εισήγηση για απόρριψη της αίτησής της για άσυλο. Στις 26.5.2023  καταχωρίστηκε η προσφυγή υπ’ αριθμό 1604/23, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης στις 16.11.2023. Στις 14.3.2024, η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής της για διεθνή προστασία. Στις 31.5.2024, ο Προϊστάμενος ενέκρινε εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής της ως απαράδεκτης, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 27.6.2024. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Η Αιτήτρια στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας υποστηρίζει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση λανθασμένως απέρριψαν το αίτημά της για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής του για διεθνή προστασία καθώς αυτή προσκόμισε νέα στοιχεία προς υποστήριξη του ισχυρισμού περί του κινδύνου που διατρέχει εξαιτίας των απειλών που αντιμετωπίζει και της απάνθρωπης συμπεριφοράς λόγω πολιτικών συνθηκών και κοινωνικών προκαταλήψεων που επικρατούν στη χώρα της.

 

3.             Κατά την ακροαματική διαδικασία, η Αιτήτρια δια της συνηγόρου της υποστήριξε ότι προσκόμισε νέα έγγραφα και συγκριμένα εφημερίδα στην οποία γίνεται αναφορά στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στη χώρα της. Τα εν λόγω έγγραφα δεν τα προσκόμισε η Αιτήτρια προηγουμένως διότι δεν είχε λάβει γνώση αυτών σε προηγούμενο στάδιο. Πληροφορήθηκε σχετικά  με την ύπαρξή τους κατόπιν επικοινωνίας με τη ξαδέλφη της, η οποία της τα απέστειλε. Η Αιτήτρια δεν εξηγεί γιατί τα εν λόγω έγγραφα αυξάνουν τις πιθανότητες αναγνώρισης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  

 

4.             Κατ΄εφαρμογή του Κανονισμού 3(ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχουν τροποποιηθεί, οι Καθ‘ ων η αίτηση συμμετέχουν στην παρούσα διαδικασία δια της καταχωρίσεως υπομνήματος, δεν συμμετείχαν στην ακροαματική διαδικασία και δεν καταχώρισαν γραπτή αγόρευση.

 

To νομικό πλαίσιο

5.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου  (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

6.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

8.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2) Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

 […]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

9.             Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

10.          Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

  Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής[...]».

11.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

12.          Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι, το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως. Η Αιτήτρα αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και εν προκειμένω στην αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής της ως παραδεκτής. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, παρά το αιτητικό της συνηγόρους της Αιτήτριας περί εκδόσεως απόφασης επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, το παρόν Δικαστήριο εξετάζει μόνο το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησης και όχι την ουσία του αιτήματός της για διεθνή προστασία.

 

13.          Επισημαίνεται  ειδικότερα, ότι η επίδικη πράξη αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), όταν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Υπογραμμίζεται δε ότι καταρχήν ο Προϊστάμενος στο στάδιο αυτό δεν έχει υποχρέωση εκ νέου διενέργειας συνέντευξης (άρθρο 16Δ(2) του περί Προσφύγων Νόμου).

 

14.          Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710, σκέψεις 31 έως 44. Η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται  σε δύο στάδια: Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [Βλ.επίσης απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34].

 

15.          Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης, συνεπώς, οι οποίες ανήκουν στο πρώτο στάδιο εξέτασης μίας μεταγενέστερης αίτησης, όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη, είναι οι ακόλουθες:

 

16.          Πρώτον, καθορίζεται εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για το χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

17.          Δεύτερον, εάν τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα  αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

18.          Τρίτον, εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς δική του υπαιτιότητα, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία, που αφορούσε την εξέταση της αίτησής του. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.  

 

19.          Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου, αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης επαφίεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.

 

20.          Εν προκειμένω, η Αιτήτρια κατά την καταγραφή της αίτησής της τον Οκτώβριο του 2019 δήλωσε ότι ως πρώτη κόρη στην οικογένειά της αναγκάστηκε, σύμφωνα με τα έθιμά τους, να παντρευτεί τον παραδοσιακό αρχηγό.  

 

21.          Κατά τη συνέντευξή της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην περιοχή Mbanza Nkungu, όπου παρέμεινε μέχρι τη διαφυγή της στην Κινσάσα. Eίναι χριστιανή προτεστάντης ως προς το θρήσκευμα, ανήκουσα στη φυλή Mandibu. Ερωτηθείσα αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα της, η Αιτήτρια ανέφερε, επιγραμματικά, ότι υποβλήθηκε σε καταναγκαστικό γάμο το 2019, στο πλαίσιο του οποίου υπέστη σωματική και σεξουαλική κακοποίηση. Με τη βοήθεια ενός ξαδέλφου της και μίας μη κυβερνητικής οργάνωσης (στο εξής: Η MKO) με την οποία ήρθε σε επαφή μέσω του ξαδέλφου της, εντέλει κατάφερε και εγκατέλειψε την χώρα της.

 

22.          Οι Καθ’ ων η αίτηση διέκριναν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο πρώτος αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία,  το προφίλ και τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της, ο δεύτερος, αναφορικά με τον καταναγκαστικό γάμο της  με τον παραδοσιακό αρχηγό, ο οποίος τη βίαζε και την κακοποιούσε του και ο τρίτος αναφορικά με τη διαφυγή της στη Κινσάσα με τη βοήθεια μίας ΜΚΟ, ονόματι, “Briser le silence”. Ο πρώτος και ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός της έγιναν αποδεκτοί ενώ ο τρίτος έτυχε απόρριψης.

 

23.          Κατά τη αξιολόγηση κινδύνου κρίθηκε ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα όπως η Αιτήτρια υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της εξαιτίας του γεγονότος ότι πριν την έξοδό της από τη χώρα υπήρξε θύμα καταναγκαστικού γάμου και κακοποίησης στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της.

 

24.          Κατά τη νομική ανάλυση που ακολούθησε, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δύναται καταρχήν να υπαχθεί στο καθεστώς του πρόσφυγα ως πρόσωπο που υφίσταται δίωξη ως μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, ήτοι γυναίκας, η οποία διέφυγε από καταναγκαστικό γάμο στο πλαίσιο του οποίου υπέστη κακοποίηση. Ωστόσο, κατά την εξέταση του ενδεχομένου μετεγκατάστασής της οι Καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν ως πιθανό εναλλακτικό προορισμό σε περίπτωση επιστροφής της την πρωτεύουσα Κινσάσα. Κατόπιν εκτενούς ανάλυσης, έκριναν ότι αυτή δύναται ευλόγως να μετεγκατασταθεί εκεί (ερ. 108 έως 106).

 

25.          Στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της απορριφθείσας λόγω μη προώθησης προσφυγής της, η Αιτήτρια δεν προσέθεσε οποιουσδήποτε νέους ισχυρισμούς, συναρτώμενους με το αίτημά της για διεθνή προστασία.

 

26.          Στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής της, η Αιτήτρια επαναλαμβάνει τον κίνδυνο που διατρέχει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της ως γυναίκα. Επισυνάπτει προς τούτο τέσσερα επιπλέον έγγραφα προς στοιχειοθέτηση των ισχυρισμών της. Δύο ιατρικά πιστοποιητικά, μαρτυρία από την ΜΚΟ “Breaking the Silence” και εφημερίδα, η οποία περιλαμβάνει αναφορά στον καταναγκαστικό γάμο της ίδιας και τις προσωπικές της περιστάσεις.

 

27.          Κατά την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι αυτά δεν συνιστούν νέα στοιχεία, διότι κατά την διοικητική διαδικασία εξέτασης της αίτησής της για διεθνή προστασία ο ουσιώδης ισχυρισμός της περί καταναγκαστικού γάμου και κακοποίησης και ο κίνδυνος που συναρτάται με αυτόν είχε ήδη γίνει αποδεκτός. Επισημαίνουν δε ότι το αίτημά της απορρίφθηκε καθώς κρίθηκε δυνατή η εσωτερική της μετεγκατάσταση. Με αυτή την αιτιολογία, προχώρησαν σε απόρριψη της μετεγενέστερης αίτησής της, κρίνοντας περαιτέρω ότι αυτή δεν διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή της αρχής της μη επαναπροώθησης. 

 

28.          Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η Αιτήτρια επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς της περί κινδύνου που αυτή διατρέχει και υποβάλλει ότι η μεταγενέστερη αίτησή της οφείλει να κριθεί παραδεκτή καθώς προσκόμισε νέα στοιχεία, τα οποία προσφάτως της απέστειλε ο ξάδελφός της, τα οποία υποστηρίζουν το αίτημά της. 

 

29.          Παρατηρείται καταρχάς, ότι λανθασμένως οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι η Αιτήτρια δεν προσκόμισε νέα στοιχεία. Όπως επισημαίνεται στον Πρακτικό οδηγό της ΕΑSO (πλέον EUAA) για τις μεταγενέστερες αιτήσεις,  του Δεκεμβρίου 2021,[1] τα νέα στοιχεία δύνανται να προέρχονται από γεγονότα που υφίσταντο ήδη κατά την πρώτη εξέταση (τα οποία, ωστόσο, δεν γνώριζε ο αιτών) ή να αναφέρονται σε γεγονότα που ανέκυψαν έκτοτε. Είναι δυνατόν να παρουσιαστούν νέα στοιχεία στα εξής τρία σενάρια: στο πλαίσιο πραγματικού γεγονότος που έχει ήδη παρουσιαστεί και αξιολογηθεί,  στο πλαίσιο νέου πραγματικού γεγονότος και ως εντελώς νέοι ισχυρισμοί. Ως εκ τούτου, τα νέα στοιχεία που έχουν προσκομιστεί ναι μεν αφορούν σε ισχυρισμού που ήδη έχει εγείρει η Αιτήτρια και έχει εξεταστεί, αποτελούν ωστόσο νέα στοιχεία προς υποστήριξη του ισχυρισμού της αναφορικά με την προσωπική της δίωξη αλλά και αναφορικά με την αντιμετώπιση των γυναικών στη χώρα καταγωγής της.

 

30.          Ως προς το κατά πόσον τα νέα αυτά στοιχεία αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης (κατά πιο δόκιμη ορολογία «αναγνώρισης σε σχέση με αυτήν») σε αυτήν καθεστώς διεθνούς προστασίας, επισημαίνεται ότι, καίτοι πρόκειται περί νεών στοιχείων, εντούτοις αυτά συναρτώνται με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της, ως προς το γεγονός ότι υπήρξε θύμα καταναγκαστικού γάμου και κακοποίησης στο πλαίσιο αυτού, ο οποίος έχει ήδη γίνει αποδεκτός κα ο οποίος αποτέλεσε τον έρεισμα για την καταρχήν υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Όπως επισημαίνεται ανωτέρω, στο πλαίσιο εξέτασης της πρώτης αίτησής της κρίθηκε από τον Προϊστάμενο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ότι παρά τον κίνδυνου που διέτρεχε η Αιτήτρια στο τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της, αυτή θα μπορούσε ευλόγως να μετεγκατασταθεί στην Κινσάσα. Προς τούτο λήφθηκαν υπόψη αφενός, ο προσωπικές της περιστάσεις, οι οποίες εν προκειμένω δεν διαφοροποίηθηκαν με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα, και αφετέρου, η κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα. Επισημαίνεται ως προς τις προσωπικές της περιστάσεις ότι η Αιτήτρια εξασφάλισε τα νέα στοιχεία μέσω του εξάδελφού της, με τον οποία η Αιτήτρια διατηρεί επικοινωνία.

 

31.          Συνεπώς, αν και τα όσα προσκόμισε η Αιτήτρια αποτελούν νέα στοιχεία, με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα, δεν διαφοροποιούν το ήδη θετικό προς την ίδια εύρημα περί της αποδοχής του ισχυρισμού της, ότι αυτή υπήρξε όντως θύμα καταναγκαστικού γάμου και κακοποίησης. Παρατηρείται εξάλλου ότι η Αιτήτρια δια της συνηγόρου της δεν εξηγεί πώς τα νέα στοιχεία που προσκόμισε όντως αυξάνουν τις πιθανότητες ανατροπής των ευρημάτων των Καθ’ ων η αίτηση κατά την εξέταση της πρώτης αίτησής της για διεθνής προστασία.

 

32.          Οι Καθ΄ων η αίτηση αν και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται παραβίαση του άρθρου 2 και 3 της ΕΣΔΑ και της αρχής της μη επαναπροώθησης σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτρια στη χώρα καταγωγής της, εντούτοις, δεν εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης οποιαδήποτε επικαιροποιημένη αξιολόγηση, ιδίως της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στην Κινσάσα. Το παρόν Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ex nunc και de novo αξιολόγησης των ενώπιόν του δεδομένων, εξετάζοντας την κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα, τόπο προτεινόμενης μετεγκατάστασης της Αιτήτριας, διαπιστώνει ότι αυτή δεν διαφοροποιείται ουσιωδώς σε σχέση με την ισχύουσα κατά το χρόνο έκδοσης της πρώτης αίτησής της για διεθνή προστασία.  Ειδικότερα, κατόπιν έρευνας του παρόντος Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης βρέθηκε πως δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Κινσάσα, και πως οι ένοπλες συγκρούσεις περιορίζονται κυρίως στις ανατολικές περιοχές της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï και Mai-Ndombe)[2]. Το δε ασφαλές της πόλης Kinshasa, αποτυπώνεται και στα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία που προκύπτουν από τη βάση δεδομένων ACLED ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας στην Kinshasa κατά την χρονική περίοδο 24.2.2024 έως 21.2.2025, κατά την οποία καταγράφηκαν 25 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία επέφεραν το θάνατο 226 ατόμων. Ειδικότερα, καταγράφηκαν 10 περιστατικά αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων (19 θάνατοι), 9 εξεγέρσεις ( 202 θάνατοι), 4 μάχες  (5 θάνατοι), καθώς και 2 διαδηλώσεις (0 θάνατοι)[3]. Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα, σύμφωνα με πρόβλεψη του 2024, ανέρχεται σε 17,032,300 κατοίκους[4]. Ως εκ τούτου, στη βάση της κατάστασης ασφαλείας στην υπό εξέταση περιοχή δεν υφίσταται κίνδυνος για την Αιτήτρια μόνο εκ της παρουσίας της εκεί καθώς δεδομένων των ανωτέρω ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων, αυτή δεν είναι εκτεθειμένη εκ της παρουσίας της και μόνο σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Επικουρικώς, λαμβάνονται υπόψη το σύνολο των προσωπικών της περιστάσεων όπως αναλύονται εκτενώς στην απόφαση του Προϊσταμένου επί της πρώτης αίτησής της. Οι περιστάσεις δεν διαφοροποιήθηκαν μέχρι και σήμερα, καθώς πρόκειται περί υγιούς νέας γυναίκας χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, ικανής προς εργασία, διαθέτουσας ανδρικό οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο στην εν λόγω περιοχή, όπου διέμενε επί δύο μήνες πριν αυτή αναχωρήσει από τη χώρα της χωρίς προηγούμενο ιστορικό δίωξης ή βλάβης στην υπό αναφορά περιοχή.  Η Αιτήτρια δεν έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε άλλη περίσταση, πέραν των όσων εξετάστηκαν ήδη ανωτέρω, η οποία να συναρτάται με την αρχή της μη επαναπροώθησης και κατ΄επέκταση με την απόφαση επιστροφής της Αιτήτριας [Βλ.απόφαση της της 17ης Οκτωβρίου 2024, υπόθεση C‑156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2024:892, ιδίως σκέψεις 50 έως 51.].

 

33.          Συνεπώς, η μεταγενέστερη αίτησή της Αιτήτριας απορρίπτεται ως απαράδεκτη, καθώς δεν συντρέχουν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις παραδεκτού. Παράλληλα, δεν προκύπτουν οποιαδήποτε άλλα δεδομένα, τα οποία να δίδουν έρεισμα ανατροπής της απόφασης επιστροφής της.  

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται με 1000 ευρώ έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

                             Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. 



[1] Bλ. https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-05/Practical_Guide_Subsequent_Applications_EL.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 7.3.2025)

[2] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th#:~:text=the%20Congo%20(CODECO)-,DRC%3A%20A%20New%20Conflict%20in%20Ituri%20involving%20the%20Cooperative,Development%20of%20the%20Congo%20(CODECO)&text=The%20Democratic%20Republic%20of%20Congo,in%20Ituri%2C%20Kasai%20and%20Kivu.  UN Security Council (Author): Final report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo [S/2023/431], 13 June 2023, https://www.ecoi.net/en/file/local/2094036/N2312380.pdf , AI - Amnesty International (Author): Amnesty International Report 2022/23; The State of the World's Human Rights; Democratic Republic Of The Congo 2022, (ημερομηνία τελευταίας προσβασης 9.3.2025).

[3] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM,

The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/ Riots / Protests), Ημερ: 25/02/2024 - 21/02/2025, REGION: Africa, COUNTRY:Democratic Repuplic of the Congo, ADMIN UNIT: Kinshasa) (ήμερομηνία τελευταίας πρόσβασης 9.3.2025).

[4] World Population Review, Kinshasa, DR Congo Population 2024https://worldpopulationreview.com/cities/dr-congo/kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 9.3.2025).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο