
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. Τ918/2024
19 Μαρτίου, 2025
[X.ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με τα άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
E.I.
Αιτήτριας
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
...........................
Η αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά ενώπιον του Δικαστηρίου.
Κάλλια Σάββα για Χριστίνα Λαζάρου Αρτέμη, Δικηγόρος για την αιτήτρια.
Καμία εμφάνιση για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 16/07/2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή της ως απαράδεκτη.
Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά την αιτήτρια και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως η αιτήτρια είναι υπήκοος Νιγηρίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 15/02/2024, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 16/02/2024, η αιτήτρια παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.
Στις 28/02/2024 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 06/03/2024, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εν λόγω έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας στις 15/03/2024.
Στις 11/04/2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από την αιτήτρια την ίδια ημέρα. Στη συνέχεια, η αιτήτρια αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 15/03/2024, υπέβαλε την προσφυγή υπ' αριθμόν Τ606/24 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης στις 14/05/2024.
Στις 16/07/2024 η αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου της, σχετικά με το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Την ίδια ημέρα, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση της αιτήτριας. Στις 16/07/2024, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την έκθεση-εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής της, ως απαράδεκτης και την επιστροφή της αιτήτριας στη Νιγηρία.
H Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 16/07/2024 επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση επί της μεταγενέστερης αίτησης, η οποία παραλήφθηκε από την αιτήτρια αυθημερόν. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της μεταγενέστερης αίτησής της.
Στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, κατά τη δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας δήλωσε πως προωθεί τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Στην υπό εξέταση υπόθεση με τον Κανονισμό 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω τον ισχυρισμό της συνηγόρου της αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, η αιτήτρια στην αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας που υπέβαλε στις 15/02/2024 στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως ήταν θύμα ενδοοικογενειακής βίας και ότι είναι μητέρα ενός αγοριού. Τον Δεκέμβριο του 2019 ο σύζυγος της απεβίωσε και η οικογένεια του κατηγόρησε την αιτήτρια ότι αυτή ευθύνεται για το θάνατό του. Για εκδίκηση και χρησιμοποιώντας βουντού, κλείδωσαν την αιτήτρια σε ένα δωμάτιο μαζί με το πτώμα του συζύγου της και την πίεσαν να προβεί σε νεκροφιλία και ακολούθως να προβεί σε πόση του νερού από το σώμα του νεκρού συζύγου της προκειμένου να αρρωστήσει και να αποβιώσει. Η αιτήτρια ανέφερε ότι αρνήθηκε, δραπέτευσε και διέφυγε προς θαμνώδη περιοχή, όπου παρέμεινε για δυο εβδομάδες μέχρι τον εντοπισμό της από τον πατέρα της. Πρόσθεσε ότι η οικογένεια του αποθανόντος συζύγου της άρπαξε τον ανήλικο υιό της και έκτοτε δεν τον έχει δει.
Με τη βοήθεια ενός φίλου της, ο οποίος διαμένει στην Ιταλία, ήρθε στη Κυπριακή Δημοκρατία. Τον Σεπτέμβριο του 2023 ενημερώθηκε ότι ο πατέρας της απεβίωσε εξαιτίας της μαγείας που χρησιμοποιούσε η οικογένεια του συζύγου της όλα αυτά τα χρόνια. Τέλος, ανέφερε ότι κατά τη παραμονή της στις κατεχόμενες περιοχές, εργαζόταν σε ένα εστιατόριο και ένας πελάτης της πρότεινε να εισέλθει στις ελεύθερες περιοχές για να αιτηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας, εφόσον όπως ισχυίστηκε η ζωή της εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο (ερυθρά 1-3, του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι κατάγεται από τη Νιγηρία, και ανέφερε πως η περιοχή καταγωγής της είναι η πόλη Ubullu – Uku της πολιτείας Delta. Ακολούθως μετέβη με τον πατέρα της στην Ibusa μέχρι το έτος 2006, από το 2007 μέχρι το 2010 εργαζόταν στο Lagos, επέστρεψε στην Ibusa μέχρι το 2013 και στη συνέχεια ταξίδεψε στη Μαλαισία, όπου γνώρισε τον σύζυγο της και παρέμειναν εκεί μέχρι το έτος 2019. Το 2019 επέστρεψαν στη Νιγηρία, στο Mbano της πολιτείας Imo, όπου παρέμεινε μέχρι το 2020. Ο σύζυγός της απεβίωσε το Δεκέμβριο του έτους 2020. Η αιτήτρια είναι απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με εργασιακή εμπειρία. Ομιλεί την γλώσσα Igbo και την αγγλική γλώσσα. Ανέφερε ότι η μητέρα της και τα 4 από τα 6 αδέλφια της διαμένουν στη πόλη Ubullu – Uku. Η αιτήτρια είναι χήρα, με ένα ανήλικο υιό, τον οποίο απήγαγε η μητέρα του αποβιώσαντα συζύγου της.
Στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησης, η αιτήτρια επανέλαβε ότι μετά τον θάνατο του συζύγου της, η οικογένεια του την κατηγόρησε ότι ευθύνεται για το θάνατό του και υποστήριξε ότι σύμφωνα με την παράδοση όταν κατηγορείται μια γυναίκα για τον θάνατο του συζύγου της, υποβάλλεται σε μια τελετουργική διαδικασία, στην οποία αρνήθηκε να υποβληθεί διότι είναι χριστιανή. Όπως ανέφερε, λόγω της άρνησης της, την κλείδωσαν σε ένα δωμάτιο μαζί με το πτώμα του συζύγου της, της ζήτησαν να προβεί σε νεκροφιλία και ακολούθως να πιεί το νερό από το πλύσιμο του πτώματος. Ισχυρίστηκε πως κατάφερε να δραπετεύσει από το παράθυρο σε μια θαμνώδη περιοχή, ότι ζήτησε βοήθεια από κάποιο πρόσωπο και πως επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον πατέρα της, ο οποίος την βοήθησε. Ακολούθως, άρχισαν να αποστέλλουν μηνύματα στον πατέρα της, αναφέροντάς του ότι έπρεπε να την παραδώσει διαφορετικά η ζωή του θα βρίσκόταν σε κίνδυνο.
Η αιτήτρια ανέφερε ότι μετά την αποχώρηση της από τη χώρα καταγωγής της, η οικογένεια του αποβιώσαντα συζύγου της επιτέθηκε στον πατέρα της με βουντού και ήταν άρρωστος για 2,5 χρόνια και τελικά απεβίωσε. Πρόσθεσε ότι απήγαγαν τον ανήλικο υιό της και ότι ο σύζυγος της ήταν βίαιος. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε διευκρινιστικές ερωτήσεις στην αιτήτρια αναφορικά με τη σχέση της με τον αποβιώσαντα σύζυγο της. Ως προς το θάνατο του, δήλωσε ότι παραπονιόταν για το στομάχι του και είχε πυρετό και ότι παρέμεινε στο νεκροτομείο για 5 μήνες μέχρι την ταφή καθότι ήταν απόφαση της οικογένεια του διότι δεν είχαν χρήματα. Κατά τη διάρκεια των 5 μηνών, η αιτήτρια ανέφερε ότι διέμενε στην οικία της οικογένειας του συζύγου της, φρόντιζε τον υιό της και τακτοποιούσε το σπίτι. Κληθείσα να διευκρινίσει το λόγο για τον οποίο την κατηγόρησαν για τον θάνατο του συζύγου της, ανέφερε ότι η μητέρα του δεν τη συμπαθούσε.
Η αιτήτρια όταν ρωτήθηκε πως γνωρίζει ότι την αναζητούν, δήλωσε ότι τηλεφώνησαν στον πατέρα της, τον απειλούσαν και του ζήτησαν να την παραδώσει. Ανέφερε ότι κρυβόταν στην πόλη Ubullu – Uku για 4 μήνες μέχρι να αποχωρήσει από τη χώρα και δήλωσε πως την περίοδο αυτή δεν της συνέβη οτιδήποτε. Σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, ανέφερε ότι θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της. Στο τέλος της συνέντευξης η αιτήτρια δήλωσε ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία για να εργαστεί.
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε στην έκθεση-εισήγησή του, τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, την περιοχή καταγωγής, τα προσωπικά στοιχεία και το προφίλ της αιτήτριας, ο δεύτερος αφορά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε από την οικογένεια του συζύγου της λόγω της άρνησης της να συμμετέχει σε τελετουργικό για να αποδείξει την αθωότητα της για τον θάνατο του συζύγου της και ο τρίτος αφορά το θάνατο του πατέρα της από μάγια επειδή αρνήθηκε να την παραδώσει στην οικογένεια του εκλιπόντος συζύγου της. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθότι ο λειτουργός έκρινε ότι πληρείται τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των προβληθέντων ισχυρισμών, ενώ ο δεύτερος και ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγιναν αποδεκτοί από την Υπηρεσία Ασύλου, καθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η αιτήτρια δεν παρουσίασε με συνεκτικό τρόπο και με επάρκεια τους ισχυρισμούς της. Ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε με λεπτομέρεια στην Έκθεση-Εισήγησή του τις ανεπάρκειες του αφηγήματος της αιτήτριας.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ισχυρισμούς, δηλαδή το προσωπικό προφίλ της αιτήτριας και τη χώρα καταγωγής της, έκρινε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση που η αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Πρόσθεσε πως η αιτήτρια είναι νέα, υγιής, απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, διαθέτει εργασιακή εμπειρία και με οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της και δεν ανήκει σε καμία ευάλωτη κοινωνική ομάδα. Στη συνέχεια, διεξήγαγε έρευνα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της αλλά και το τόπο διαμονής της, την πόλη Ubullu – Uku της πολιτείας Delta, προκειμένου να εξετάσει την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή σε συνδυασμό με το προσωπικό προφίλ της αιτήτριας από το οποίο προέκυψε ότι δεν θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός, έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο της αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της για έναν από τους λόγους του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000 και του άρθρου 1Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπήρχε εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετώπιζε κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου, αφού σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, συγκεκριμένα στη πολιτεία Delta, διαφάνηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης και κατά συνέπεια, δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.
Στη συνέχεια, η αιτήτρια αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου καταχωρώντας την προσφυγή με αριθμό Τ606/24 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 14/05/2024 λόγω μη προώθησης. Ο προηγούμενος συνήγορος της αιτήτριας απέστειλε επιστολή στην Υπηρεσία Ασύλου ημερομηνίας 6/3/2024 μέσω της οποίας πρόβαλε ισχυρισμούς που αφορούν τον πυρήνα του αιτήματός της ως προβλήθηκε στην αρχική της αίτηση, ενώ στις 14/5/2024 απορρίφθηκε η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου λόγω μη παρώθησή της προσφυγής. Να επισημάνω πως στην προαναφερόμενη επιστολή περιλαμβάνονται ισχυρισμοί για την ιατρική κατάσταση της αιτήτριας, οι οποίοι βέβαια δεν υποστηρίζονται από σχετικά τεκμήρια. Πρέπει να διευκρινιστεί πως τα ζητήματα αυτά δεν προωθήθηκαν ούτε στην ενώπιον μου διαδικασία ούτε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση. Ούτως ή άλλως δεν τεκμηριώνονται με οποιονδήποτε τρόπο.
Στις 16/07/2024 η αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας ισχυρίστηκε ότι επιθυμεί να παραμείνει νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία και να εργαστεί προκειμένου να βοηθήσει τη μητέρα της. Κατέγραψε ότι ο πατέρας της απεβίωσε και ότι η οικογένεια του πρώην άνδρας της επιθυμούν να την σκοτώσουν. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι χρειάζεται να υποβληθεί σε εγχείρηση (ερυθρά 182-186 του διοικητικού φακέλου). Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνοντας υπόψη όλους τους ισχυρισμούς που προώθησε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, απέρριψε το μεταγενέστερο αίτημά της στις 16/07/2024, κρίνοντας το ως απαράδεκτο καθότι τα στοιχεία που υπέβαλε η αιτήτρια με την μεταγενέστερη αίτησή της κρίθηκε πως δεν αποτελούν νέα στοιχεία. Η απόφαση αυτή είναι και το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.
Από τα άρθρα 16Δ και 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, όπως συνέβη και στην υπό εξέταση περίπτωση. Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από την αιτήτρια, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης.
Προκύπτει, ακόμα, από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης της αιτήτριας, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης (βλ. ΔΕΕ, ΧΥ κατά Bundesamtfur Fremdenwesen undAsyl (C-18/20, XY κατά Bundesamt fur Fremdenwesen und Asyl, ημερομηνίας 15/4/2021).
Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω την παράγραφο 55 της απόφασης στην υπόθεση του ΔΕΕ C 563-22, SN, LN κατά Zamestnik-predsedatel na Darzhavnata agentsia za bezhantsite, ημερομηνίας 13/6/2024, σύμφωνα με την οποία αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
“55. Πράγματι, η αρμόδια αποφαινόμενη αρχή πρέπει να περιορίζεται να ελέγχει, αφενός, αν υφίστανται, προς στήριξη της ως άνω αιτήσεως, στοιχεία ή πορίσματα που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απρόσβλητης πλέον αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως και, αφετέρου, αν τα νέα αυτά στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν αφ’ εαυτών ουσιωδώς την πιθανότητα υπαγωγής του αιτούντος σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, μόνον κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50]. Κατά τα λοιπά, ακόμη και κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού μεταγενέστερης αιτήσεως, τα νέα στοιχεία ή πορίσματα δεν πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως κατά την οποία το εν λόγω πλαίσιο δεν μεταβλήθηκε κατόπιν της απορρίψεως της προηγούμενης αιτήσεως με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη.”
Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι το μεταγενέστερο αίτημα της αιτήτριας είναι απαράδεκτο, καθότι η αιτήτρια δεν υπέβαλε οποιοδήποτε νέο στοιχείο, αλλά αντιθέτως υπέβαλε εκ νέου τους ίδιους ισχυρισμούς, τους οποίους είχε κάθε ευκαιρία να προωθήσει και να εξειδικεύσει περαιτέρω σε προηγούμενα στάδια της εξέτασης της αίτησής της. Επαναλαμβάνει, ουσιαστικά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με την οικογένεια του αποβιώσαντα συζύγου της, ότι επιθυμεί να παραμείνει για να εργαστεί και να στηρίξει οικονομικά την μητέρα της καθώς και το θέμα υγείας που αντιμετωπίζει για το οποίο μπορεί βεβαίως να απευθυνθεί στις ιατρικές υπηρεσίες του κράτους.
Η αιτήτρια εξάντλησε όλες τις δυνατότητες που είχε στη Δημοκρατία για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας χωρίς να παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της. Σημειώνεται άλλωστε ότι η αναφορά της αιτήτριας ότι η οικογένεια του αποβιώσαντα συζύγου της επιθυμεί να την σκοτώσει, προβάλλεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. απόφαση στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20 A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020). Επιπρόσθετα, ο ισχυρισμός αυτός έχει προβληθεί στη διαδικασία που προηγήθηκε και έχει εξεταστεί και χωρίς οποιοδήποτε νέο στοιχείο που να σχετίζεται με τον ισχυρισμό αυτό δεν μπορεί να εξεταστεί εκ νέου.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 191/2024, η οποία βρίσκεται σε ισχύ κατά τον χρόνο έκδοσης της παρούσας, καθόρισε τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψής της ως απαράδεκτης, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνη με τη νομοθεσία.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο