
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. Τ968/2024
18 Μαρτίου, 2025
[X.ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με τα άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
V.T.
Αιτητή
-και-
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
...........................
Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά ενώπιον του Δικαστηρίου.
Γεώργιος Κορυζής, Δικηγόρος για τον αιτητή.
Καμία εμφάνιση για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 05/08/2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη.
Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως ο αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 23/12/2020, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Την 21/01/2021, ο αιτητής παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.
Στις 03/10/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 08/10/2023, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εν λόγω έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε την αίτηση του αιτητή στις 21/10/2023.
Στις 06/12/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 12/12/2023. Στη συνέχεια, ο αιτητής αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 21/10/2023, υπέβαλε την προσφυγή υπ' αριθμόν 116/2024 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Η προσφυγή αυτή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 06/06/2024.
Στις 05/08/2024 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία με σκοπό το επανάνοιγμα του φακέλου του, σχετικά με το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Την ίδια ημέρα, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή. Στις 05/08/2024, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την έκθεση-εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής του ως απαράδεκτης και την επιστροφή του αιτητή στο Καμερούν.
H Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 05/08/2024 επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση επί της μεταγενέστερης αίτησης, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή αυθημερόν. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της μεταγενέστερης αίτησής του.
Στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, κατά τη δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή δήλωσε πως προωθεί τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και απέσυρε όλους τους ισχυρισμούς που καταγράφονται στην αίτηση ακυρώσεως. Στην υπό εξέταση υπόθεση με τον Κανονισμό 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω τον ισχυρισμό του συνηγόρου του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, ο αιτητής στην αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας που υπέβαλε στις 23/12/2020 στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως διατηρούσε γκαράζ αυτοκινήτων στη Bamenda, και συνελήφθη από τους Ambazonians επειδή θεωρούσαν ότι ήταν κατάσκοπος του στρατού. Εξαιτίας αυτού η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο από τους Ambazonians και από το στρατό της χώρας, οι οποίοι προέτρεψαν τον θείο του να τον συμβουλεύσει να εγκαταλείψει τη χώρα του (ερυθρά 1-3, του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι κατάγεται από το Καμερούν, και ανέφερε πως η περιοχή καταγωγής του είναι η περιοχή Nyeete στη πόλη Kribi της ανατολικής περιφέρειας και ως περιοχή συνήθους διαμονής του ανέφερε τη πόλη Bamenda. Ανέφερε ότι η μητέρα του διαμένει στη πόλη Tiko της νοτιοδυτικής περιφέρειας και έχει δυο αδέλφια που διαμένουν στη Douala. O αιτητής είναι άγαμος, με δυο ανήλικα τέκνα, τα οποία διαμένουν με την μητέρα τους στη Douala και έχει επικοινωνία μαζί τους. Αναφορικά με το επαγγελματικό του υπόβαθρο δήλωσε ότι διατηρούσε γκαράζ από το 2006 μέχρι το 2020. Ο αιτητής ανέφερε ότι μέχρι το έτος 2015 δεν αντιμετώπιζε προβλήματα στην εργασία του. Όπως ανέφερε, οι Ambazonians άρχισαν να τον ενοχλούν και επειδή δεν τους έδωσε χρήματα και τον Μάρτιο του 2019 άρχισαν να τον χτυπούν, προσθέτοντας ότι όταν δεν υπάκουγες τις οδηγίες τους, σε χτυπούσαν. Όπως ισχυρίστηκε, αυτά τα περιστατικά συνέβαιναν σε πολλά άτομα της περιοχής.
Στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησης, ο αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας του τραύματος που αντιμετώπιζε από τους Ambazonians και τον στρατό. Ανέφερε ότι μια μέρα ένα μέλος των Ambazonians πήρε το αυτοκίνητο του για επισκευή και ο στρατός τον κατηγόρησε ότι τους βοηθά, ενώ δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι ο άνδρας ήταν μέλος ή όχι των Ambazonians. Πρόσθεσε ότι τον χτύπησαν πάρα πολλές φορές χωρίς να γνωρίζει εάν ήταν οι Ambazonians ή ο στρατός, διότι ντύνονται με τον ίδιο τρόπο.
Στη συνέχεια της συνέντευξης του ανέφερε ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα του είναι επειδή η κυβέρνηση του Καμερούν δεν ενδιαφέρεται για τον κόσμο και εάν η κατάσταση στη χώρα ήταν καλή δεν θα αποχωρούσε. Ερωτηθείς εάν του συνέβη κάτι συγκεκριμένο στη χώρα του ανέφερε ότι το μοναδικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε ήταν στον εργασιακό του χώρο λόγω της μάχης μεταξύ Ambazonians και στρατού. Ο αιτητής δήλωσε ότι ενοχλούσαν όλους τους ανθρώπους της περιοχή, δεν ήταν κάτι προσωπικό και ότι όταν αρνιόσουν να δώσεις τα χρήματα σε χτυπούσαν. Ο αιτητής ρωτήθηκε εάν προσπάθησε να διαμείνει σε άλλη περιοχή, δηλώνοντας ότι είναι δύσκολο, οι ευκαιρίες εργασίες δεν είναι πολλές και αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Douala προκειμένου να εξεύρει εργασία.
Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε στην έκθεση-εισήγησή του, δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος σε σχέση με την υπηκοότητα, περιοχή καταγωγής και περιοχή διαμονής του αιτητή και ο δεύτερος σε σχέση με τη γενικότερη ανασφαλή κατάσταση, η οποία επικρατεί στη βορειοδυτική περιφέρεια του Καμερούν. Οι ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί καθόσον οι δηλώσεις του κρίθηκαν λεπτομερείς, συνεπείς και συνεκτικές κι ως εκ τούτου, ο ίδιος κρίθηκε αξιόπιστος. Ο λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τους δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς, προέβη σε εκτίμηση μελλοντικού κινδύνου. Όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση, ο λειτουργός, αξιολογώντας το προφίλ του αιτητή σε συνδυασμό με τις πληροφορίες για τη κατάσταση ασφαλείας στη βορειοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, έκρινε ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας να εκτεθεί σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα του, όπως αυτός καθορίζεται από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Στη συνέχεια, ο λειτουργός αξιολόγησε το ενδεχόμενο ύπαρξης πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης για τον αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Από την προαναφερόμενη αξιολόγηση δεν διαπιστώθηκε ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ούτε πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε κατά το χρόνο εξέτασης του αιτήματος του αιτητή στην βορειοδυτική περιφέρεια, δεν διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή βλάβη καθότι δεν διαφαίνεται ότι από τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή θα προκύψει κίνδυνος για τη ζωή του, με μόνη την παρουσία του στην περιοχή. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Στη συνέχεια, ο αιτητής αμφισβήτησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου καταχωρώντας την προσφυγή με αριθμό 116/24 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία αποσύρθηκε από τον αιτητή και απορρίφθηκε στις 06/06/2024. Ο αιτητής είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει στην προσφυγή του την απόφαση επί της αρχικής του αίτησης αλλά επέλεξε να την αποσύρει με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επανέλθει με την ίδια επιχειρηματολογία στη διαδικασία της μεταγενέστερης αίτησης.
Στις 05/08/2024 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας ισχυρίστηκε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα του για τους ίδιους λόγους που ανέφερε προηγουμένως και δήλωσε ότι το προηγούμενο έτος ο θείος του σκοτώθηκε (ερυθρά 137-140 του διοικητικού φακέλου). Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνοντας υπόψη όλους τους ισχυρισμούς που προώθησε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, απέρριψε το μεταγενέστερο αίτημά του στις 05/08/2024, κρίνοντας το ως απαράδεκτο καθότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο αιτητής με την μεταγενέστερη αίτησή του κρίθηκε πως δεν αποτελούν νέα στοιχεία.
Από τα άρθρα 16Δ και 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, όπως συνέβη και στην υπό εξέταση περίπτωση. Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης.
Προκύπτει, ακόμα, από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης (βλ. ΔΕΕ, ΧΥ κατά Bundesamtfur Fremdenwesen undAsyl (C-18/20, XY κατά Bundesamt fur Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710), ημερομηνίας 15/4/2021).
Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή είναι απαράδεκτο, καθότι ο αιτητής δεν υπέβαλε οποιοδήποτε νέο στοιχείο, αλλά αντιθέτως υπέβαλε εκ νέου τους ίδιους ισχυρισμούς, τους οποίους είχε κάθε ευκαιρία να προωθήσει και να εξειδικεύσει περαιτέρω σε προηγούμενα στάδια της εξέτασης της αίτησής του. Επαναλαμβάνει, ουσιαστικά τις ανησυχίες του ως προς τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του. Η αναφορά του αιτητή σε γενικά προβλήματα που αντιμετωπίζει μια χώρα ή μία περιοχή δεν αρκεί από μόνη της για να στοιχειοθετήσει εξατομικευμένο φόβο δίωξης ή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι θα τεθεί σε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω την παράγραφο 55 της απόφασης στην υπόθεση του ΔΕΕ C 563-22, SN, LN κατά Zamestnik-predsedatel na Darzhavnata agentsia za bezhantsite, ημερομηνίας 13/6/2024, σύμφωνα με την οποία αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):
“55. Πράγματι, η αρμόδια αποφαινόμενη αρχή πρέπει να περιορίζεται να ελέγχει, αφενός, αν υφίστανται, προς στήριξη της ως άνω αιτήσεως, στοιχεία ή πορίσματα που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απρόσβλητης πλέον αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως και, αφετέρου, αν τα νέα αυτά στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν αφ’ εαυτών ουσιωδώς την πιθανότητα υπαγωγής του αιτούντος σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, μόνον κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50]. Κατά τα λοιπά, ακόμη και κατά το στάδιο εξετάσεως του παραδεκτού μεταγενέστερης αιτήσεως, τα νέα στοιχεία ή πορίσματα δεν πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο εντελώς ανεξάρτητο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, περιλαμβανομένης και της περιπτώσεως κατά την οποία το εν λόγω πλαίσιο δεν μεταβλήθηκε κατόπιν της απορρίψεως της προηγούμενης αιτήσεως με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη.”
Ο αιτητής εξάντλησε όλες τις δυνατότητες που είχε στη Δημοκρατία για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας χωρίς να αναφέρει περιστατικά ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία θα θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. απόφαση στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20 A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020). Είναι προφανές, πως ο αιτητής στη μεταγενέστερη αίτησή του δεν επικαλέστηκε οποιοδήποτε φόβο δίωξης. Επίσης, όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν κατάφερε να θεμελιώσει κανένα απολύτως ισχυρισμό, από τον οποίο να προκύπτει ανάγκη επανανοίγματος του φακέλου του.
Ο αιτητής δεν προσκόμισε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου νέα ουσιώδη στοιχεία που να διαφοροποιούν την κατάσταση του αιτητή και να θεμελιώνουν την ανάγκη προστασίας του. Βασική προϋπόθεση για την αποδοχή μεταγενέστερης αίτησης είναι η ύπαρξη νέων, ουσιαστικών, αποδεικτικών στοιχείων που δεν μπορούσαν να υποβληθούν νωρίτερα και τα οποία επηρεάζουν καθοριστικά την κρίση για τη διεθνή προστασία. Η υπό εξέταση μεταγενέστερη αίτηση που τέθηκε ενώπιον μου δεν περιλαμβάνει νέα στοιχεία που να δικαιολογούν την εκ νέου εξέτασή της και κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψής του ως απαράδεκτης, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνη με τη νομοθεσία.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο