
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
24 Απριλίου, 2025
[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
E.N.Μ.,
από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό,
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου,
Καθ' ων η Αίτηση
Δικηγόροι για Αιτητή: Δ. Παυλίδης για Δημήτριος Α. Παυλίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Κουρσάρης (κος) για Α. Ρούσου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 24.04.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).
Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία Κονγκό (στο εξής αναφερομένη και ως «η ΛΔΚ»), την οποία εγκατέλειψε στις 24.11.2011 και στις 24.12.2021 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών. Στις 23.02.2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 27.03.2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, στο εξής αναφερόμενος ως «η EUAA»), ο οποίος υπέβαλε στις 07.04.2023 Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 24.04.2023 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 04.05.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 03.05.2023. Η απόφαση αυτή αποτελεί και το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στο πλαίσιο της γραπτής τους αγόρευσης, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Αιτητή, υποστηρίζουν πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, καθώς δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες κατευθυντήριες γραμμές για τις συνεντεύξεις σε διαδικασίες εξέτασης αιτημάτων ασύλου. Επισημαίνουν ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής ως προς τον κίνδυνο ζωής που αντιμετώπιζε στη χώρα καταγωγής του δε λήφθηκαν σοβαρά υπόψη και δεν έγιναν επαρκείς ερωτήσεις ούτως ώστε να αποσαφηνιστεί το σύνολο των ισχυρισμών του. Είναι περαιτέρω η θέση τους, ότι η συνέντευξη ήταν σύντομη σε διάρκεια και, συνεπώς, δεν υπήρχε ο απαιτούμενος χρόνος για να τύχουν εξέτασης τα λεγόμενα του Αιτητή διεξοδικά, ενώ η συνέντευξη είχε τη μορφή ενός «τυποποιημένου εγγράφου» και όχι ενός διαλόγου μεταξύ του Αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού. Σε σχέση δε με την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, είναι η θέση του Αιτητή, ότι δεν αναφέρθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση οι μέθοδοι που ακολουθήθηκαν, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη μη εξεύρεση εξωτερικών πηγών πληροφόρησης ως προς τον υπό εξέταση ισχυρισμό. Όλα αυτά, κατά τη θέση τους, συνηγορούν στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και, κατ’ επέκταση, λόγω πλάνης περί τα πράγματα καθώς και λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας.
Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας τον Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης, το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.
Με την απαντητική τους αγόρευση, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Αιτητή επαναλαμβάνουν ότι υιοθετούν πλήρως το περιεχόμενο της γραπτής τους αγόρευσης και τονίζουν ότι ο Αιτητής μετέβη στο Δημοκρατία επειδή διέτρεχε κίνδυνο ζωής στη χώρα καταγωγής του. Αντικρούουν, εν συνεχεία, τους ισχυρισμούς των Καθ’ ων η αίτηση σχετικά με την αοριστία των ισχυρισμών του Αιτητή εμμένοντας στη θέση τους περί ανεπαρκούς ή/και λανθασμένης αιτιολογίας της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση. Εν συνεχεία προβάλλεται πως ο αρμόδιος λειτουργός συνέθεσε αποσπασματικά τα όσα ανέφερε ο Αιτητής κατά τη συνέντευξή του, με αποτέλεσμα να αλλοιώνονται τα λεγόμενά του και να εκμηδενίζεται ο κίνδυνος ζωής που αντιμετωπίζει στη χώρα του και επισημαίνεται ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν έγινε σε εξατομικευμένη βάση και με τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο. Τέλος, προβάλλεται ότι η αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς και σε επανάληψη γενικών όρων του νόμου.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή, διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1] αλλά και η σχετική επί του θέματος νομολογία.
Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία,[2] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.[3] Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού ο Αιτητής δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[4].
Όλοι λοιπόν οι λόγοι ακυρώσεως, πλην αυτών που αφορούν στην έλλειψη δέουσας έρευνας (οι οποίοι ακροθιγώς προωθούνται) είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης ως γενικοί, αόριστοι αλλά και αλυσιτελείς και κατά τούτο απορρίπτονται στο σύνολό τους.
Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.
Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας
Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή, ως αυτή προβάλλεται με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.[6]
Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.
Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω των απειλών που δέχθηκε. Ως ειδικότερα καταγράφει, εργαζόταν ως οδηγός μηχανής και μία ημέρα δάνεισε τη μηχανή σε έναν γείτονά του, ώστε να εργαστεί εκείνος στη θέση του. Ωστόσο ο γείτονάς του χτύπησε και έπειτα εγκατέλειψε ένα άτομο, με αποτέλεσμα το άτομο αυτό να χάσει τη ζωή του. Λόγω αυτού ο Αιτητής ξεκίνησε να δέχεται απειλές από την οικογένεια του αποθανόντος καθώς γνώριζαν ότι εκείνος ήταν ο ιδιοκτήτης της μηχανής, και άρα υπέθεσαν πως αυτός χτύπησε και εγκατέλειψε τον συγγενή τους.
Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του ενώπιον του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία ότι είναι υπήκοος της ΛΔΚ με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής την Κινσάσα. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και πατέρας ενός ανήλικου τέκνου, γεννηθέντος το 2021, το οποίο βρίσκεται στην Κινσάσα υπό την επιμέλεια της μητέρας του. Ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι δεν βρίσκεται σε επικοινωνία ούτε με το τέκνο του ούτε και με τη μητέρα του παιδιού του, καθώς δε γνωρίζει επακριβώς το που βρίσκονται. Ως προς την οικογένεια του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του έχει αποβιώσει και πως η μητέρα του βρίσκεται μαζί με τα αδέρφια του Αιτητή στην Κινσάσα, ενώ ως δήλωσε, ο ίδιος έχει επικοινωνία μόνο με τον μικρό του αδερφό. Ως προς το εκπαιδευτικό του επίπεδο ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έχει φοιτήσει έως και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ ως προς την επαγγελματική του ιδιότητα ο Αιτητής προέβαλε ότι εργαζόταν ως οδηγός (βλ. ερυθρά 49 – 46 του Δ.Φ.).
Αναφορικά με την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του (βλ. ερυθρά 45/1Χ του Δ.Φ.) ισχυρίστηκε ότι ο κύριος λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του είναι λόγω των απειλών που δεχόταν από την οικογένεια του ανθρώπου που έχασε τη ζωή του λόγω του ατυχήματος που συνέβη και για το οποίο ευθυνόταν ο γείτονας του Αιτητή που είχε δανειστεί τη μηχανή του εκείνη την ημέρα.
Ο Αιτητής συνέχισε περιγράφοντας ότι κλήθηκε από την αστυνομία προς εμφάνιση στο τμήμα, καθώς τα έγγραφα ιδιοκτησίας της μηχανής ήταν στο όνομά του, και εκεί τον συνέλαβαν. Ο ίδιος αντέτεινε στους αστυνομικούς πως εάν ευθυνόταν ο ίδιος για το ατύχημα τότε δε θα είχε εμφανιστεί στο τμήμα, και οι αστυνομικοί του είπαν πως πρέπει να πληρώσει τα νοσήλεια του ατόμου που χτυπήθηκε από τη μηχανή. Ως ο Αιτητής ισχυρίστηκε, παρά το ότι δεν είχε τα χρήματα, δέχτηκε να καταβάλει το απαιτούμενο ποσό, ωστόσο το άτομο αποβίωσε λόγω της ανεπαρκούς ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που έλαβε. Συνεχίζοντας, ο Αιτητής ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι του ζητήθηκε να αποζημιώσει και την οικογένεια του αποθανόντος, ωστόσο δεν είχε τα χρήματα για να το πράξει αυτό. Έπειτα από την άρνησή του αυτή προέβαλε ότι ξεκίνησε να δέχεται απειλές, καθώς η οικογένεια εκείνη δεν είχε πολλά άρρενα τέκνα. Λόγω, συνεπώς, του ότι σκοτώθηκε ο γιός του, έπρεπε να πεθάνει και ο ίδιος ο Αιτητής. Ισχυρίστηκε δε πως η οικογένεια του αποθανόντος ήρθε στην οικία του και απείλησαν τη μητέρα του αλλά και την υπόλοιπη οικογένειά του που βρισκόταν στο σπίτι. Επίσης, ο Αιτητής δήλωσε πως ο θείος του αποθανόντος ήταν στρατηγός, το οποίο αύξανε την πίεση που βίωνε. Λόγω αυτών, ο Αιτητής εξήγησε ότι αρχικώς κρύφτηκε στο σπίτι του θείου του στο Bumbu και εν συνεχεία έφυγε από τη χώρα.
Ερωτηθείς ως προς το τι θεωρεί ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ο Αιτητής δήλωσε πως θα τον σκοτώσει η οικογένεια του νεαρού που έχασε τη ζωή του στο τροχαίο (βλ. ερυθρά 45/2Χ, 44/1Χ του Δ.Φ.).
Ακολούθως, κατά την υποβολή περαιτέρω διευκρινιστικών ερωτήσεων, ζητήθηκε από τον Αιτητή όπως περιγράψει το ατύχημα με τη μηχανή στο οποίο ενεπλάκη ο γείτονάς του με τον ίδιο να δηλώνει ότι δεν ήταν παρών. Ωστόσο, κληθείς να τοποθετήσει χρονικά το συμβάν, ο Αιτητής είπε ότι το ατύχημα συνέβη στις 05.08.2021, καθορίζοντας ως τόπο του ατυχήματος τον κόμβο Huillerie στην κοινότητα Linguala της Κινσάσα. Αναφορικά με το πως πληροφορήθηκε για το δυστύχημα, ο Αιτητής εξήγησε ότι τον ειδοποίησε η αστυνομία το βράδυ της ίδιας ημέρας ρωτώντας το όνομά του και λέγοντάς του ότι πρέπει να παρουσιαστεί στο τμήμα (βλ. ερυθρά 44/1Χ του Δ.Φ.).
Ερωτηθείς σχετικά με το ποιο ήταν το άτομο που έχασε τη ζωή του, ο Αιτητής δήλωσε πως επρόκειτο για τον πελάτη που επέβαινε στη μηχανή (βλ. ερυθρά 44/1Χ του Δ.Φ.) και επιβεβαίωσε ότι δεν είχε στην κατοχή του άλλες πληροφορίες για την ταυτότητά του (βλ. ερυθρά 43/1Χ του Δ.Φ.). Ωστόσο, σε μεταγενέστερο σημείο της συνέντευξης ο Αιτητής ανέφερε το όνομα του ατόμου που έχασε τη ζωή του λέγοντας πως το έμαθε στο αστυνομικό τμήμα, ενώ όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει τον λόγο που δεν το είπε νωρίτερα, ο Αιτητής ανέφερε πως δεν τον ήξερε και πως απλώς έμαθε το όνομά του στο αστυνομικό τμήμα (βλ. ερυθρά 39 του Δ.Φ.).
Προχωρώντας σε ερωτήσεις που αφορούσαν τον φίλο που δανείστηκε τη μηχανή του Αιτητή τη συγκεκριμένη ημέρα, ο Αιτητής προέβαλε ότι έκτοτε δεν τον ξαναείδε καθώς δραπέτευσε. Προσέθεσε δε ότι δεν έχει πλέον ούτε τον τηλεφωνικό του αριθμό καθώς κλείδωσε το τηλέφωνό του. Ως προς την τελευταία φορά που επικοινώνησαν, ο Αιτητής δήλωσε ότι αυτό συνέβη την ημέρα του ατυχήματος οπότε και τον κάλεσε για να του πει ότι μπορεί να πάρει τη μηχανή. Κληθείς να εξηγήσει το πως ο φίλος του κατάφερε να δραπετεύσει έπειτα από το ατύχημα ο Αιτητής εξήγησε ότι, σύμφωνα με τα όσα του είπε η αστυνομία, απλώς σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει. επαναλαμβάνοντας ο ίδιος δεν ήταν παρών τη στιγμή του ατυχήματος (βλ. ερυθρά 43/1Χ του Δ.Φ.).
Κληθείς να εξηγήσει τα όσα ανέφερε στην ελεύθερη αφήγησή του σχετικά με τη σύλληψή του, ο Αιτητής ανέφερε πως αρχικά τον κάλεσαν να παρουσιαστεί στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί, του είπαν ότι χτύπησε κάποιον με τη μηχανή και εν συνεχεία τράπηκε σε φυγή. Ο Αιτητής αντιπαρέβαλε ότι είχε δανείσει σε κάποιο άλλο πρόσωπο τη μηχανή του, ωστόσο οι αστυνομικοί του είπαν να μη λέει ψέματα, οπόταν και τον συνέλαβαν και του είπαν ότι έχει ευθύνη για το ατύχημα και πως πρέπει να πληρώσει να νοσήλεια και να αποζημιώσει την οικογένεια. Ο Αιτητής συνέχισε λέγοντας τους είπε πως δεν χτύπησε κανέναν, ωστόσο αναλαμβάνει την ευθύνη από τη στιγμή που η μηχανή ανήκε στον ίδιο. Εξήγησε δε, ότι η οικογένεια του αποθανόντος ήθελε το παιδί τους να μεταφερθεί σε ένα μεγαλύτερο νοσοκομείο ωστόσο ο Αιτητής δεν είχε τόσα χρήματα στην κατοχή του. Επαναλήφθηκε η ερώτηση αναφορικά με το εάν συνελήφθη, και ο Αιτητής απάντησε θετικά. Ως προς τον λόγο που συνελήφθη, ο Αιτητής εξήγησε ότι κατηγορήθηκε για το αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ως προς το πότε συνελήφθη, ο Αιτητής εξήγησε πως αυτό συνέβη το βράδυ της 5ης Αυγούστου 2021 (βλ. ερυθρά 43 2Χ του Δ.Φ.).
Σχετικά με τα όσα επακολούθησαν της σύλληψης του Αιτητή, ο Αιτητής ανέφερε ότι παρέμεινε κρατούμενος για διάστημα 5 ημερών, περιγράφοντας ότι βρισκόταν σε ένα κελί με πολλά άτομα και πως κάθε μέρα άτομα πηγαινοέρχονταν. Δήλωσε ότι οι συνθήκες κράτησης ήταν άσχημες και πως το κελί ήταν μικρό σε μέγεθος, ενώ σχετικά με το πότε απελευθερώθηκε, ο Αιτητής εξήγησε ότι αυτό έλαβε χώρα στις 10.08.2021, εξηγώντας ότι αφέθηκε ελεύθερος επειδή ο θείος του ήταν αστυνομικός και, συνεπώς, τον άφησαν να φύγει κρυφά (βλ. ερυθρά 42 1Χ του Δ.Φ.). Περιέγραψε πως ο φύλακας άνοιξε την πόρτα του κελιού και είπε στον Αιτητή να προσποιηθεί ότι σκουπίζει. Στη συνέχεια του είπε να στρίψει αριστερά και να φύγει (βλ. ερυθρά 42 2Χ του Δ.Φ.).
Ερωτηθείς ως προς το πως κατάλαβε ότι θα δραπέτευσε, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν το γνώριζε και πως έμαθε ότι ο θείος του το κανόνισε με τους αστυνομικούς αφού απελευθερώθηκε (βλ. ερυθρά 41 1Χ του Δ.Φ.).
Κληθείς να αναφερθεί στο τι επακολούθησε της απελευθέρωσής του, ο Αιτητής περιέγραψε πως μετέβη στο σπίτι του θείου του στο Bumbu και εκεί ο θείος του τού εξήγησε τι είχε συμβεί. Του είπε, επίσης, ότι ο θείος του αποθανόντος είναι στρατηγός, ενώ του εξήγησε ότι η οικογένεια αυτή έχασε το παιδί της, αυτοί δεν έχουν τα χρήματα για να αποζημιώσουν την οικογένεια, και πως εάν δε φύγει θα χάσει και ο ίδιος τη ζωή του (βλ. ερυθρά 41 του Δ.Φ.).
Σχετικά με το εάν προσπάθησε να εξηγήσει στην οικογένεια του αποθανόντος ότι δεν οδηγούσε ο ίδιος τη μηχανή ο Αιτητής δήλωσε ότι το είπε στην αστυνομία, ωστόσο η αστυνομία του αντιπαρέβαλε ότι εκείνος είναι αυτός που ενεπλάκη στο δυστύχημα (βλ. ερυθρά 41 του Δ.Φ.).
Προχωρώντας σε ερωτήσεις σχετικά με τις απειλές που ο Αιτητής δήλωσε ότι δεχόταν τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του από την οικογένεια του αποθανόντος, ο Αιτητής ανέφερε ότι ετοιμαζόταν να επισκεφτεί τη μητέρα του και το παιδί του, όταν η μητέρα του τού είπε ότι το άτομο που επέβαινε στη μηχανή έχασε τη ζωή του, πως η οικογένειά του αναζητά τον ίδιο αλλά και τη σύντροφό του και πως για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να έρθει ξανά στο σπίτι τους. Ζητήθηκε από τον Αιτητή να αναφερθεί πιο αναλυτικά στις απειλές που έλαβε η μητέρα του με τον ίδιο να εξηγεί πως η οικογένεια του αποθανόντος ήρθε στην οικία του και συναντήθηκε με τον αδερφό του, ρωτώντας τον που βρίσκεται ο Αιτητής, καθώς ενεπλάκη σε ατύχημα στο οποίο κάποιος έχασε τη ζωή του και απείλησαν πως θα τον σκότωναν εάν δεν τους έλεγε που βρίσκεται. Εξήγησε δε ότι τα έμαθε αυτά όταν πήγε να επισκεφθεί τη μητέρα του (βλ. ερυθρά 41 του Δ.Φ.).
Στη συνέχεια ζητήθηκαν από τον Αιτητή περισσότερες λεπτομέρειες ως προς τις απειλές, με τον ίδιο να δηλώνει ότι ο αδερφός του απειλήθηκε από τους συγγενείς του αποθανόντος και πως οι συγγενείς του αφενός μεν απείλησαν τον αδερφό του, αφετέρου δε πήγαν στην οικία της μητέρας του για να την απειλήσουν. Αντιπαρατέθηκε στον Αιτητή ότι προηγουμένως είχε ισχυριστεί ότι συναντήθηκαν με τον αδερφό του όταν πήγαν στο σπίτι της μητέρας του, και ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι δε γνωρίζει που συναντήθηκαν με τον αδερφό του. Ως προς το πως ήξεραν τον αδερφό του, ο Αιτητής εξήγησε ότι μοιάζουν εμφανισιακά και πως είχε έρθει να τον επισκεφτεί στο αστυνομικό τμήμα (βλ. ερυθρά 40/1Χ του Δ.Φ.).
Κληθείς να αναφερθεί στο τι του είπε η μητέρα του σε σχέση με τις απειλές, ο Αιτητής ανέφερε πως του είπε ότι πρέπει να φύγει καθώς θα σκοτώσουν και τον ίδιο. Ζητήθηκε να παραθέσει τις απειλές που έλαβε η μητέρα του, και ο Αιτητής δήλωσε πως της είπαν «πες στον γιο σου ότι, επειδή σκότωσε έναν από εμάς, θα βιάσουμε εσένα και τη γυναίκα του και θα σκοτώσουμε το παιδί του». Τοποθέτησε το περιστατικό αυτό χρονικά τον Σεπτέμβριο, προσθέτοντας ότι η μητέρα του ήταν πολύ αναστατωμένη και πως την απείλησαν προκειμένου να τους «παραδώσει» τον Αιτητή (βλ. ερυθρά 40/1Χ του Δ.Φ.).
Ερωτηθείς ως προς το εάν προέβη σε καταγγελία στην αστυνομία αναφορικά με τις απειλές ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, λέγοντας πως κάτι τέτοιο δεν γίνεται επειδή δραπέτευσε από την κράτηση. Ως προς το εάν προέβη η μητέρα του σε κάποια καταγγελία, ο Αιτητής δήλωσε πως δε μπορείς να καταγγείλεις έναν στρατηγό της αστυνομίας. Εξήγησε δε ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος συστήθηκε μόνος του ως στρατηγός όταν συνελήφθη ο Αιτητής στο αστυνομικό τμήμα. Ο Αιτητής εξήγησε ότι ο στρατηγός αυτός ήταν και το άτομο που απείλησε τη μητέρα του. Αντιπαραβλήθηκε στον Αιτητή ότι δεν το ανέφερε στις προηγούμενες ερωτήσεις, και ο Αιτητής προέβαλε πως ο στρατηγός έστειλε τους αστυνομικούς και τα μέλη της οικογένειας του αποθανόντος και επανέλαβε πως δε μπορείς να καταγγείλεις έναν στρατηγό (βλ. ερυθρά 39/1Χ του Δ.Φ.).
Ζητήθηκε από τον Αιτητή να εξηγήσει για ποιο λόγο θεωρεί ότι θα εξακολουθούν να θέλουν να τον σκοτώσουν. Ως προς αυτό, ο Αιτητής ανέφερε ότι προτού ο θείος του πεθάνει το 2022 κάλεσε τον Αιτητή και του είπε να μην επιστρέψει ποτέ στη ΛΔΚ και συνέχισε λέγοντας ότι του είπε επίσης πως οι αστυνομικοί έρχονται στην οικία του και αναζητούν τον Αιτητή. Προσέθεσε, επίσης, ότι ο φύλακας που τον βοήθησε να δραπετεύσει είπε στον θείο του ότι η υπόθεσή του είναι ακόμα ανοιχτή και, άρα, δε μπορεί να επιστρέψει στη ΛΔΚ (βλ. ερυθρά 38 1Χ του Δ.Φ.).
Τέλος, ερωτηθείς ως προς το εάν θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή της ΛΔΚ ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, λέγοντας ότι δεν υπάρχει δυνατότητα επιβολής του νόμου στη χώρα του.
Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση
Προχωρώντας στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, από τον λειτουργό ασύλου, παρατηρώ τα ακόλουθα:
Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο λειτουργός EUAA εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός καθώς κρίθηκε πως στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.
Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι εγκατέλειψε τη ΛΔΚ επειδή κατηγορήθηκε πως προκάλεσε τον θάνατο ενός πελάτη του και πως έλαβε απειλές θανάτου από την οικογένεια του αποθανόντος. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε από τον λειτουργό EUAA λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενα του Αιτητή, καθώς τα όσα δήλωσε κρίθηκαν ως μη συγκεκριμένα, μη λεπτομερή και μη συνεκτικά.
Πιο συγκεκριμένα, ο λειτουργός EUAA τόνισε πως ο Αιτητής δεν μπόρεσει να αναφερθεί με επαρκείς λεπτομέρειες και συνοχή ούτε όσον αφορά το ατύχημα αυτό καθαυτό, ούτε ως προς τον φίλο του που δανείστηκε τη μηχανή του, όπως ούτε και σε σχέση με το άτομο που έχασε τη ζωή του στο δυστύχημα. Όσον αφορά το δυστύχημα με τη μηχανή, ο λειτουργός EUAA τόνισε πως θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να γνωρίζει κάποια πράγματα για τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε από τη στιγμή που πήγε στο αστυνομικό τμήμα. Περαιτέρω, η περιγραφή της σύλληψής του Αιτητή χαρακτηρίστηκε ως αόριστη, ενώ οι απειλές που προέβαλε πως δέχτηκε κρίθηκαν ως μη συγκεκριμένες. Ο λειτουργός επεσήμανε επίσης πως ο Αιτητής υπήρξε αντιφατικός καθώς, ενώ αρχικά ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε πληροφορίες για το θύμα, στη συνέχεια ήταν σε θέση να αναφερθεί στο όνομά του χωρίς να μπορεί παράλληλα να αιτιολογήσει γιατί δεν το εισέφερε νωρίτερα ως πληροφορία. Επισημάνθηκε δε πως, καθώς οι φερόμενοι διώκτες του Αιτητή είναι η οικογένεια του αποθανόντος, θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο το να γνωρίζει περισσότερα στοιχεία.
Αξιολογώντας τα σχετικά με το ατύχημα και τη σύλληψή του, ο λειτουργός EUAA τόνισε ότι ο Αιτητής υπήρξε μη συνεκτικός αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες κλήθηκε από την αστυνομία για να εμφανιστεί στο αστυνομικό τμήμα, ενώ λειτουργός τόνισε πως δεν ήταν επαρκή τα λεγόμενά του ως προς τον τρόπο και τον λόγο για τον οποίο συνελήφθη. Τονίστηκε ότι η ερώτηση επαναλήφθηκε στον Αιτητή, ωστόσο εκείνος παρέμεινε γενικόλογος και αόριστος. Περαιτέρω, και όσον αφορά τη στιγμή που αφέθηκε ελεύθερος, ο λειτουργός EUAA τόνισε εκ νέου την απουσία συνοχής στα όσα ο Αιτητής ισχυρίστηκε καθότι δεν επεξήγησε με επαρκείς λεπτομέρειες το πως ο θείος του κατάφερε να πετύχει κάτι τέτοιο. Ο λειτουργός επεσήμανε πως ο Αιτητής ερωτήθηκε σχετικώς πολλές φορές, όμως τα λεγόμενά του παρέμειναν αόριστα και μη συνεκτικά και με απουσία λεπτομερειών που θα παρέπεμπαν σε μία κατάσταση όντως βιωθείσα από τον ίδιο τον Αιτητή, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αφορά ένα κρίσιμο σημείο του αιτήματος διεθνούς προστασίας του.
Προχωρώντας στην αξιολόγηση των όσων δήλωσε ο Αιτητής ως προς τις κατ’ ισχυρισμόν απειλές που δέχτηκε ο ίδιος και η οικογένειά του, ο λειτουργός EUAA τόνισε πως δεν υπήρξε λεπτομερής και συγκεκριμένος στα όσα ανέφερε καθώς και ότι δεν υπήρξε ξεκάθαρος ως προς το περιεχόμενο των απειλών ενώ, παρά το ότι του δόθηκαν επαρκείς ευκαιρίες από τον λειτουργό για να το πράξει, ο κρίθηκε πως ο Αιτητής παρέμεινε αόριστος στα όσα ανέφερε. Περαιτέρω, εντοπίστηκαν και αντιφάσεις στα όσα δήλωσε ο Αιτητής, καθώς ενώ ο Αιτητής προέβαλε ότι η μητέρα του και ο αδερφός του απειλήθηκαν σε ξεχωριστά περιστατικά, σε προηγούμενο σημείο της συνέντευξής του δεν είχε αναφέρει κάτι τέτοιο. Παρά τις προσπάθειες αποσαφήνισης της ασυνέπειας αυτής από τον λειτουργό EUAA κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό, ενώ δεν προστέθηκαν περαιτέρω λεπτομέρειες ως προς κατ’ ισχυρισμόν ξεχωριστό περιστατικό απειλής του αδερφού του, καθώς ο Αιτητής προέβαλε ότι δε γνώριζε σχετικές λεπτομέρειες, ενώ δεν εξήγησε επαρκώς το πως οι διώκτες του ήξεραν ποιος είναι ο αδερφός του.
Όσον δε αφορά το ποιοι ακριβώς υπήρξαν οι κατ’ ισχυρισμόν διώκτες του Αιτητή, παρατηρήθηκε από τον λειτουργό EUAA η αδυναμία σαφούς αναφοράς του Αιτητή στα άτομα που απείλησαν τον ίδιο και την οικογένειά του. Τονίστηκε ότι ο Αιτητής έκανε αναφορά σε έναν στρατηγό, συγγενή του αποθανόντος, στον οποίο δεν είχε αναφερθεί όταν του είχαν τεθεί ξανά ερωτήσεις ως προς την ταυτότητα των διωκτών του. Ταυτόχρονα, ερωτηθείς για τον εν λόγω στρατηγό, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να παραθέσει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες για τον εν λόγω άτομο, πλην του ονόματός του.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού ο λειτουργός EUAA επεσήμανε ότι, παρά την διενέργεια έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή, ενώ ο Αιτητής δεν προσκόμισε κάποιο υποστηρικτικό έγγραφο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Παρατέθηκαν, ωστόσο, μερικές γενικές πληροφορίες αναφορικά με το σύστημα δικαίου της ΛΔΚ.
Εν συνεχεία ο λειτουργός EUAA προχώρησε σε εκτίμηση του μελλοντοστραφούς ρίσκου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ στη βάση του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων, που αποτελεί και τον μοναδικό ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός, με το λειτουργό να επισημαίνει ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην Κινσάσα θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Τονίστηκε ως προς αυτό πως στην Κινσάσα δεν παρατηρούνται συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων, ενώ πααρατέθηκαν σχετικώς και εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Συνεκτιμήθηκε, επίσης, και το προφίλ του Αιτητή, ήτοι το ότι πρόκειται για έναν νεαρό άντρα, χωρίς προβλήματα υγείας, με επαρκές εκπαιδευτικό υπόβαθρο και εργασιακή εμπειρία, ενώ στον τόπο συνήθους διαμονής του έχει επαρκές υποστηρικτικό δίκτυο, αποτελούμενο από τον στενό οικογενειακό του κύκλο.
Ακολούθως, κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης, ο λειτουργός EUAA κατέληξε ότι ο Αιτητής δε μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του προσφυγικού καθεστώτος ή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ιδιαίτερα όσον αφορά το άρθρο 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, επισημάνθηκε πως με βάση τις επικαιροποιημένες πληροφορίες που παρατέθηκαν δεν παρατηρούνται ένοπλες συγκρούσεις στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Αξιολογώντας λοιπόν τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού EUAA όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:
Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι ότι ο Αιτητής κατηγορήθηκε για πρόσκληση θανάτου σε ένα πελάτη και ότι απειλήθηκε με θάνατο από την οικογένειά του, επίσης θα συνταχθώ με το συμπέρασμα του λειτουργού EUAA ως προς την απουσία εσωτερικής αξιοπιστίας στον ισχυρισμό του Αιτητή. Τούτο καθώς, εξετάζοντας το αφήγημα του Αιτητή κατά τη συνέντευξή του, ανακύπτουν σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του καθώς η αφήγησή του παρουσιάζει ασάφειες, γενικόλογες διατυπώσεις και σημαντικές αντιφάσεις που δεν συνάδουν με τη φυσική ροή ενός αυθεντικού προσωπικού βιώματος.
Καταρχάς, ο Αιτητής δηλώνει ότι δεν ήταν παρών στο ατύχημα, παρόλο που τον καλούν στην αστυνομία και τον συλλαμβάνουν για την ευθύνη του ως ιδιοκτήτη της μοτοσυκλέτας. Ωστόσο, στη συνέχεια, όταν ερωτάται γιατί έφυγε το άτομο που οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα, ο Αιτητής φαίνεται να γνωρίζει λεπτομέρειες του συμβάντος (ότι έπεσε από τη μοτοσυκλέτα και έφυγε τρέχοντας), τις οποίες δεν θα μπορούσε να γνωρίζει εάν πράγματι δεν ήταν παρών. Αυτό δημιουργεί ένα ουσιώδες σημείο ασυνέπειας, το οποίο δεν αποσαφηνίστηκε επαρκώς στη συνέντευξη.
Επιπλέον, παρότι η κατηγορία εναντίον του Αιτητή αφορά τον θάνατο συγκεκριμένου προσώπου, ο ίδιος καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης παρουσιάζει αδυναμία να δώσει ουσιαστικές πληροφορίες για το θύμα, το οποίο φέρεται να σκότωσε ο φίλος του. Δηλώνει ότι έμαθε το όνομά του από την αστυνομία, αλλά δεν ήταν σε θέση να αναφέρει απολύτως κανένα άλλο στοιχείο, ούτε για την ταυτότητα, ούτε για τις συνθήκες του θανάτου, ούτε καν για την οικογένειά του που τον απειλεί. Μάλιστα, όταν του ζητείται να εξηγήσει πώς γνωρίζει ότι η οικογένεια του θύματος σχετίζεται με συνταγματάρχη, ο ίδιος απαντά ότι "δεν μπορείς να καταγγείλεις έναν συνταγματάρχη", αποφεύγοντας την παροχή λεπτομερειών. Η γενικότητα και η απροθυμία για διευκρινίσεις δημιουργούν την εντύπωση είτε ελλιπούς γνώσης είτε επινόησης.
Ασάφειες υπάρχουν και στην περιγραφή της σύλληψής του και της απελευθέρωσης. Ο Αιτητής δηλώνει αρχικά ότι απλώς τον φώναξαν στην αστυνομία και του ζήτησαν να πληρώσει τα έξοδα νοσηλείας, χωρίς να του δώσουν εξηγήσεις. Στη συνέχεια αναφέρει ότι συνελήφθη και κρατήθηκε για πέντε ημέρες, χωρίς όμως να είναι σε θέση να εξηγήσει το νομικό ή πραγματικό πλαίσιο αυτής της κράτησης. Ακόμη περισσότερο, η περιγραφή της απόδρασής του δημιουργεί προβληματισμούς: ισχυρίζεται ότι ο φύλακας του άνοιξε την πόρτα, του είπε να σκουπίσει και μετά να φύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω. Παρόλο που αυτό θα αποτελούσε σημαντικό γεγονός στη ζωή οποιουδήποτε, ο Αιτητής δεν παρουσιάζει κανένα προσωπικό σχόλιο, συναισθηματική αντίδραση ή λεπτομέρεια που να ενισχύει την αυθεντικότητα της εμπειρίας.
Παρόμοια ελλείμματα καταγράφονται και στις περιγραφές του για τις απειλές κατά της οικογένειάς του. Η αφήγησή του είναι αφηρημένη και αλλάζει μορφή, καθώς άλλοτε δηλώνει ότι απειλήθηκε ο αδελφός του στο σπίτι της μητέρας τους, και άλλοτε ότι απειλήθηκε εκτός σπιτιού. Οι αντιφάσεις αυτές, εφόσον επαναλαμβάνονται, δυσχεραίνουν την απόδοση ειλικρίνειας στην κατάθεσή του. Επιπλέον, όταν του ζητείται να εξηγήσει πώς εντόπισαν τον αδελφό του, απαντά ότι "του μοιάζει", κάτι που δεν αποτελεί ουσιαστική ή λογική εξήγηση.
Τέλος, η γενικότερη στάση του Αιτητή απέναντι σε ερωτήσεις που αφορούν την ταυτότητα, τη θέση και τον ρόλο του φερόμενου συνταγματάρχη [] είναι αποστασιοποιημένη και ελλιπής, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για κεντρικό πρόσωπο στον υποτιθέμενο κίνδυνο δίωξης. Δηλώνει ότι "παρουσιάστηκε ο ίδιος στην αστυνομία", χωρίς να εξηγεί υπό ποια ιδιότητα ή πώς τον αναγνώρισε. Η στάση αυτή προκαλεί εύλογες αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον ο εν λόγω κίνδυνος είναι υπαρκτός και εξατομικευμένος.
Συνολικά, η αφήγηση του Αιτητή πάσχει ως προς την πληρότητα, τη συνέπεια και τη λογική αλληλουχία, ενώ σε καίρια σημεία εμφανίζεται είτε πλασματική είτε υπερβολικά αόριστη ώστε να μπορεί να αξιολογηθεί ως γνήσια. Ελλείψει πιο προσωπικών, αυθόρμητων ή συναισθηματικά φορτισμένων στοιχείων, δεν μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής βίωσε πράγματι τα γεγονότα που περιγράφει.
Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή, λόγω του ότι αυτός αφορά γεγονός το οποίο άπτεται της σφαίρας της ιδιωτικής ζωής του Αιτητή, δεν είναι εφικτή η αναζήτηση εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Επισημαίνεται ωστόσο ότι έπειτα από έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης δεν κατέστη εφικτή η ανεύρεση πληροφοριών για τον [],[7] ήτοι το άτομο που ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι αποβίωσε στο τροχαίο. Ομοίως, δεν κατέστη εφικτή η ανεύρεση πληροφοριών ούτε για τον [],[8] ήτοι για τον στρατηγό που ο Αιτητής προέβαλε πως ήταν συγγενής του ατόμου που αποβίωσε στο αυτοκινητιστικό δυστύχημα με τη μηχανή του.
Καταλήγω συνεπώς ότι ο δεύτερος αυτός ισχυρισμός του Αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και αυτός απορρίπτεται ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος.
Υπό το φως των προλεχθέντων και του ισχυρισμού περί προσωπικών στοιχείων του Αιτητή που έγινε αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.
Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:
«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»
Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβη» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :
(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή
(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή
(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.
Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).
Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[9] ότι συνιστούν:
«(…) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.»
(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)
Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[10], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[11]:
«33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.
34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.
35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.
36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».
37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.
38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.
39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».
Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[12] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Κινσάσα της ΛΔΚ, όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει. Από την έρευνα αυτή, διαπιστώθηκε ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Κινσάσα, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[13]
Ωστόσο, για λόγους πληρότητας της έρευνας, θα παρατεθούν τα πιο πρόσφατα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που σημειώθηκαν στην Κινσάσα κατά το τελευταίο έτος. Με βάση, συνεπώς, τα όσα ανευρέθηκαν στο ACLED, κατά το διάστημα 06.04.2024 – 04.04.2025 σημειώθηκαν στην Κινσάσα 30 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 240 απώλειες. Εξ’ αυτών, τα 13 κωδικοποιήθηκαν ως βία κατά αμάχων (20 απώλειες), τα 9 ως εξεγέρσεις (202 απώλειες), τα 6 ως μάχες (18 απώλειες) και τα 2 ως διαμαρτυρίες (0 απώλειες).[14]
Σημειώνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συγκεκριμένων περιστατικών ασφαλείας και των συνεπακόλουθων απωλειών, έλαβε χώρα στις 02.09.2024 όταν κρατούμενοι της φυλακής Makala στην Κινσάσα εξεγέρθηκαν και επιχείρησαν μαζική απόδραση. Προκλήθηκαν τουλάχιστον 130 θάνατοι, τόσο από την άτακτη φυγή και τα ποδοπατήματα, όσο και από πυροβολισμούς των αρχών που προσπάθησαν να σταματήσουν την απόδραση κρατουμένων. [15]
Σύμφωνα δε με εκτιμήσεις, ο πληθυσμός της επαρχίας Κινσάσα υπολογίζεται ότι κατά το 2020 ανερχόταν σε 14.565.700 κατοίκους, ενώ ο πληθυσμός της πόλης Κινσάσα ανερχόταν σε 7.273.947 κατοίκους σύμφωνα με υπολογισμούς του 2004.[16]
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άντρας, υγιής, μορφωμένος, πλήρως ικανός προς εργασία και με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο Ατητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).
Ενόψει των ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.
Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
[2] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598
[4] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.
[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018)
[6] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).
[7] Έρευνα στη μηχανή αναζήτησης Google: [](ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/04/2025)
[8] Έρευνα στη μηχανή αναζήτησης Google: [](ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/04/2025)
[9] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland
[11]Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009
[12] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).
[13] Bλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo, UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html , USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/04/2025)
[15] Human Rights Watch -HRW, DR Congo: Investigate Prison Deaths, Sexual Violence, 6 September 2024, https://www.hrw.org/news/2024/09/06/dr-congo-investigate-prison-deaths-sexual-violence (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/04/2025)
[16] City Population, Democratic Republic of the Congo: Regions, Major cities and Towns – Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Wed Information- Kinshasa, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/04/2025)
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο