F.O.I. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2176/24, 15/4/2025
print
Τίτλος:
F.O.I. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2176/24, 15/4/2025

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.:  2176/24

 

15 Απριλίου, 2025

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

                                                              F. O. I.  

Αιτητού

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 26.3.2025 για προσαγωγή μαρτυρίας

 

Χ. Ματθαίου (κα) για τον Αιτητή

 

Ν. Νικολάου (κ.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 11.4.2024, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 6.6.2024, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία.

 

1.             Εκκρεμούσης της παρούσας προσφυγής καταχωρίστηκε στις 26.3.2025, η υπό εξέταση ενδιάμεση αίτηση, για τη χορήγηση άδειας προσαγωγής μαρτυρίας.

 

2.             Με την παρούσα ενδιάμεση αίτησή του, ο Αιτητής αιτείται διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να δίδεται άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας υπό μορφή ένορκης δήλωσης του Αιτητού, στην οποία επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 1 το πιστοποιητικό θανάτου της μητέρας του, η οποία κατ΄ισχυρισμό δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του στις 27.2.2025, ένορκη δήλωση τρίτου προσώπου για το ίδιο γεγονός και φωτογραφία, η οποία κατ΄ισχυρισμό απεικονίζει τη νεκρή μητέρα του Αιτητή, ως Τεκμήριο 2 απόσπασμα αστυνομικής έκθεσης αναφορικά με την αναφορά που έγινε σε σχέση με την ισχυριζόμενη δολοφονία της μητέρας του Αιτητή και ως Τεκμήριο 3 απόσπασμα συνομιλίας μέσω εφαρμογής κινητού τηλεφώνου, τα οποία αντήλλαξε ο Αιτητής με το πρόσωπο, το οποίο κατ’ ισχυρισμό τον απειλεί.

 

3.             Οι Καθ’ ων η αίτηση έφεραν ένσταση στην προσαγωγή της προτεινόμενης μαρτυρίας.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

4.             Ο Αιτητής στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αίτησής του αναφέρει ότι δεν ήταν δυνατή η προσκόμιση των εν λόγω εγγράφων σε προηγούμενο στάδιο διότι δεν ήταν δυνατό να τα εξασφαλίσει από το συγγενικό του πρόσωπο, το οποίο διαμένει στη χώρα του καθώς η διαδικασία αποστολής τους στη Δημοκρατία είναι χρονοβόρα. Η εν λόγω μαρτυρία, κατά τον ίδιο, είναι αναγκαία προκειμένου να καταδείξει την προσωπική δίωξή του και προκειμένου να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο σε ορθή βάση την ουσία της υπόθεσης, στο πλαίσιο της εξουσίας του να λαμβάνει υπόψη του και γεγονότα μεταγενέστερα της επίδικης πράξης. Υποστηρίζει εξάλλου, ότι τυχόν αποδοχή της παρούσας αίτησης δεν επηρεάζει τα δικαιώματα των Καθ’ ων η αίτηση, ενώ τυχόν απόρριψή της ισοδυναμεί, κατά τον Αιτητή σε αποστέρηση του δικαιώματός του σε ακρόαση.

 

5.             Κατά το στάδιο της ακρόασης της ενδιάμεσης αίτησης ερωτηθείσα σχετικώς η συνήγορος του Αιτητή δήλωσε ότι τα συνημμένα στην προτεινόμενη ένορκη του δήλωση έγγραφα τα απέστειλε η αδελφή του και ότι πρόσφατα ήρθαν στην κατοχή του. Επίσης δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει η συνήγορος του Αιτητή γιατί στο εισαγωγικό δικόγραφο και στα γεγονότα του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής αλλά ούτε και στη καταχωρισθείσα από 26.11.2024 γραπτή του αγόρευση δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στον συμβάν του κατ’ ισχυρισμό θανάτου της μητέρας του Αιτητή καίτοι αυτό προηγήθηκε της καταχώρησης της παρούσας προσφυγής. Ως φορέα δίωξης του Αιτητή, ο Αιτητής δια της συνηγόρου του υποδεικνύει την οικογένειά του και ανθρώπους που έμεναν στην περιοχή.

 

6.             Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η παρούσα ενδιάμεση αίτηση είναι δικονομικώς απαράδεκτη καθώς η συνήγορος που υπογράφει την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει είναι ταυτόχρονα αυτή που χειρίζεται την υπόθεση, παραπέμποντας ενδεικτικώς σε συναφή νομολογία του Ανωτάτου δικαστηρίου ως προς τις προϋποθέσεις καταχώρησης ένορκης δήλωσης από δικηγόρο. Περαιτέρω, υποστηρίζεται ότι δεν εξηγεί επαρκώς ο Αιτητής τη συνάφεια της εν λόγω μαρτυρίας με την κατ’ ισχυρισμό δίωξή του, ούτε και το λόγο που καθυστέρησε να προσκομίσει την ίδια μαρτυρία. Ειδικώς, ως προς τη συνημμένη φωτογραφία παρατηρούν ότι δεν μπορεί να συναχθεί ότι το εικονιζόμενο πρόσωπο είναι αυτό της μητέρας του Αιτητή ούτε και τα μηνύματα, χρονολογίας 2023 εξηγεί γιατί δεν προσκομίστηκαν από τον ίδιο σε προηγούμενο στάδιο. 

 

To νομικό πλαίσιο

7.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου και προβλέπει τα εξής:

«11.-(1) Κάθε δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ασκεί τις εξουσίες που ανατίθενται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από το Σύνταγμα, τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ νόμου.

(2) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποφασίζει επί πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.

(3) Για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας-

(α) Προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής-

(i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και

(ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα, και

(β) επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν:

Νοείται ότι η προαναφερόμενη δικαιοδοσία αναφορικά με απόφαση ή πράξη που αναφέρεται στο εδάφιο (4) δύναται να ασκηθεί, μόνο αν τέτοια απόφαση ή πράξη εκδόθηκε-

(α) Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015, ή

(β) με πρωτοβουλία της αρμόδιας διοικητικής αρχής η οποία αναλαμβάνεται μετά την 20ή Ιουλίου 2015.

(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (3) εφαρμόζονται αναφορικά με οποιαδήποτε από τις ακόλουθες αποφάσεις ή πράξεις, η οποία θίγει ατομικά τον υποβάλλοντα προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας:

(α) Απόφαση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 9 του περί Προσφύγων Νόμου αναφορικά με την παροχή, την ανάκληση ή τον περιορισμό πλεονεκτημάτων τα οποία προβλέπονται σε οποιαδήποτε από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου·

(β) απόφαση που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9Ε ή της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 9ΙΑ του περί Προσφύγων νόμου∙

(γ) δυσμενής απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, επί αίτησης διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης απόφασης με την οποία-

(i) κρίνει αίτηση ως αβάσιμη, όσον αφορά το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ή…

(ε) απόφαση μεταφοράς η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 27 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013.

(5) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.».

8.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα.

 

9.             Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

10.          Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχουν τροποποιηθεί ορίζουν τα ακόλουθα (η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

11.          Ο Κανονισμός 7 των ίδιων Κανονισμών, προβλέπουν τα εξής:

«Το Δικαστήριο δύναται να καθορίζει τη διαδικασία και να εκδίδει οδηγίες κατά περίπτωση αναφορικά με τη λήψη γραπτής ή προφορικής μαρτυρίας ή άλλων αποδεικτικών μέσων, συνεντεύξεων του αιτητή ασύλου ή δικαιούχου διεθνούς προστασίας και άλλων διαδικασιών σύμφωνα με τον Περί Προσφύγων Νόμο αρ. 6(Ι)/2000 ως εκάστοτε τροποποιείται και τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, (Ε.Υ.Υ.Α) όπως ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις.».

 

12.          Η παράγραφος (α) του Κανονισμού 10, των ίδιων Κανονισμών προνοεί τα εξής

 

«10. (α) Μετά την καταχώρηση της προσφυγής, νέα έγγραφα και/ή στοιχεία και/ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία προσκομίζεται μόνον κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, μετά από προφορικό αίτημα του αιτητή, νοουμένου ότι το Δικαστήριο ικανοποιείται-

 

(i) ότι πρόκειται για έγγραφα ή στοιχεία ή μαρτυρία, τα οποία άνευ δικής του υπαιτιότητας, ο αιτητής αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής του σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β), και

 

(ii) είναι συναφή με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.».

 

13.          Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής:

 

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρέουται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν».

 

14.          Ο Κανονισμός 19 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προνοεί ότι:

«Καθ΄οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να εκδώσει τοιαύτας οδηγίας, αι οποίαι απαιτούνται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.».

 

15.          Το άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ) ορίζει ότι:

 

«Άρθρο 46

Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής

1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:»

(α) απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων:

i)      με τις οποίες κρίνουν αίτηση ως αβάσιμη όσον αφορά το καθεστώς του πρόσφυγα και/ή το καθεστώς επικουρικής προστασίας,…

2. …

3. Προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ, τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου…».

 

Κατάληξη

16.          Εκ προοιμίου, σημειώνεται ότι δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος και του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου το παρόν Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάσει και την ορθότητα της επίδικης απόφασης στην κυρίως διαδικασία καθώς και να εξετάσει ex nunc τα δεδομένα που αφορούν στην αίτηση ασύλου του εκάστοτε αιτούντος άσυλο. (Βλ. συναφώς Απόφασή του παρόντος δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. ΔΚ 33/2020, Τ.Κ.Α ν. Δημοκρατίας, ημερ. 28.9.2020 και απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367 σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και Mahdi, C-146/14 PPU, EU: C:2014:1320, σκέψεις 41 και 45). Οι διατάξεις  του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου καίτοι απευθείας εφαρμοστέες από τα εθνικά δικαστήρια, στο μέτρο που αποτελούν ταυτόχρονα και εναρμονιστικές διατάξεις του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και του Άρθρου 47 του Χάρτη θεμελιωδών (Βλ. απόφαση του ΔΕΕ της 3ης Απριλίου 2025, C‑283/24 [Barouk], B. F. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:2025:236), οι οποίες έχουν σε κάθε περίπτωση άμεσo αποτέλεσμα (βλ. ανωτέρω Barouk, σκέψη 41), θα πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως της εν λόγω ενωσιακής διάταξης και της συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) (Βλ. Α.Ε. αρ. 156/2012, Μustafa Haghilo, 27.2.2018 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

17.          Η έκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και το είδος του ελέγχου επί των επίδικων πράξεων που αποτελούν αντικείμενο των ενώπιόν του διαδικασιών επηρεάζει καταρχήν την αξιολόγηση των ενδιάμεσων αιτήσεων προσαγωγής μαρτυρίας.

 

18.          Οι βασικές αρχές που αφορούν στην εξέταση μίας ενδιάμεσης αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας, υπό το φως και της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως ακολούθως.

 

19.          Προσαγωγή μαρτυρίας επιτρέπεται μόνον όταν η απόδειξη των συγκεκριμένων γεγονότων τεκμηριώνει οποιονδήποτε από τους λόγους προσφυγής της προσβαλλόμενης απόφασης που προωθούνται από τον Αιτητή (βλ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 999/91, ημερ. 24.9.1992 και Lordos Hotels Holdings Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υποθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.1999, Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 1218/2010, Βίκτωρας Τομάζου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 26.1.2012.

 

20.          Οι βασικές αρχές που διέπουν το θέμα της προσαγωγής μαρτυρίας σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συνοψίστηκαν ως ακολούθως στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Sportsman Betting Co Limited v. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 591:

 

«Από τη νομολογία του  Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς η αρχή ότι προϋπόθεση για την προσαγωγή μαρτυρίας στην αναθεωρητική διαδικασία είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας  προς τα επίδικα θέματα. (Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106, Τάσου Μιχαηλίδη κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Παλαιχωρίου, Υπόθ. Αρ. 530/97, ημερ. 5.7.2000). Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει την διακριτική ευχέρεια να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. Ο διάδικος που ζητά την έκδοση οδηγιών για προσαγωγή μαρτυρίας, είτε προφορικής είτε υπό μορφή ένορκης δήλωσης, οφείλει να προσδιορίζει με εύλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα τα οποία επιδιώκει να αποδείξει και να ικανοποιήσει επίσης το Δικαστήριο ότι τα γεγονότα αυτά είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα που εγείρονται στην προσφυγή, λαμβανομένων υπόψη των νομικών σημείων και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή. Επιτρέπεται η προσκόμιση γεγονότων με μαρτυρία μόνο όταν είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα και όταν η απόδειξή τους δυνατό να τεκμηριώσει οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. (Βλέπε Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (Αρ. 1) (1992) 4 Α.Α.Δ. 3330, Νικολαϊδης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) 4 Α.Α.Δ. 609, Lordos Hotels Holdings Ltd. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Υπόθ. Αρ. 71/97, ημερ. 18.11.99).».

 

21.          Συνεπώς πρώτο κριτήριο που εξετάζεται είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας με κάποιο από τους εγειρόμενους λόγους προσφυγής και με τα γεγονότα που τους υποστηρίζουν. Συνεπώς, απαραίτητη προϋπόθεση για αποδοχή της υπό εξέταση αίτησης είναι η μαρτυρία να υποστηρίζει κάποιο από τα επίδικα θέματα και τα γεγονότα, όπως προκύπτουν από τη δικογραφία.

 

22.          Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι δυνάμει του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 οι λόγοι ακύρωσης δέον να αιτιολογούνται και να εξειδικεύονται στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας.  Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται ο εκάστοτε λόγος ακύρωσης, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικές και αόριστες τοποθετήσεις [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018]. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671]. Συνεπώς τόσο το νομικό όσο και το πραγματικό υπόβαθρο της προσφυγής θα πρέπει να καταγράφεται στο δικόγραφο της προσφυγής. Αυτά ισχύουν κατά μείζονα λόγο όταν ο αιτητής εκπροσωπείται δια συνηγόρου.  

 

23.          Επισημαίνεται προς τούτο ότι το γεγονός ότι το παρόν Δικαστήριο είναι δικαστήριο που εξετάζει όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα των διοικητικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, δεν αναιρεί την πιο πάνω υποχρέωση του Αιτητή.

 

24.          Η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζονται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων. Η κατανομή του βάρους απόδειξης στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος και εντός των ορίων της διαθετικής αρχής καθορίζει την όλη δικονομική πορεία της δίκης. Μόνη εξαίρεση αυτεπάγγελτης εξέτασης πλημμελειών της επίδικης πράξης αποτελούν καταρχήν οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως τα οποία δύναται το δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260 και «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247»]. Ιδιαιτέρως δε. στο δίκαιο ασύλου, η αυτεπάγγελτη εξέταση ζητημάτων εκτείνεται και στο μέτρο που επιβάλλει η ιδιαίτερη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, όπως έχει ερμηνευθεί από το ΔΕΕ, υπό το φως της αρχής της μη επαναπροώθησης (βλέπε ενδεικτικώς αποφάσεις του ΔΕΕ C-556/17, Torubarov, της 29 Ιουλίου 2019, C‑406/22, CV, της 4.10.2024 και απόφαση της της 17ης Οκτωβρίου 2024, υπόθεση C 156/23 [Ararat] K, L, M, N κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ECLI:EU:C:2024:892)

 

25.          Όπως προκύπτει τόσο από το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32, το παρόν δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάζει ex nunc τα νομικά και πραγματικά ζητήματα που άπτονται της αιτήσεως ασύλου του εκάστοτε αιτούντος άσυλο. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη χρονική επέκταση, το Δικαστήριο μπορεί να καταστήσει αποδεκτή την προσαγωγή μαρτυρίας η οποία δεν είχε τεθεί ενώπιον του διοικητικού οργάνου (παρακάμπτοντας την αρχή που ισχύει στο πλαίσιο της ακυρωτικής φύσεως διαδικασίας ότι δεν επιτρέπεται αλλοίωση και διαφοροποίηση των δεδομένων που ήταν ενώπιον του διοικητικού οργάνου κατά τη λήψη της απόφασής του).

 

26.          Η εν λόγω δικονομική ρύθμιση, όπως επεξηγήθηκε πιο πάνω = ερμηνεύεται και υπό το φως της συναφούς νομολογίας του το Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) στο ζήτημα αυτό (Βλ. Ειδικότερα, Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, στην υπόθεση αρ.: C‑652/16, Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, σκέψεις 92 έως 103).

 

27.          Ως προς το δικονομικό ζήτημα που εγείρεται από τους Καθ’ ων η αίτηση περί του ότι η ενδιάμεση αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της συνηγόρου που εμφανίζεται εκπροσωπούσα τον Αιτητή, επισημαίνονται τα εξής. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το θέμα της κατάρτισης και υποβολής σε δικαστική διαδικασία ένορκης δήλωσης από δικηγόρο, διέπεται από καλά καθιερωμένες αρχές που εκπηγάζουν από τη νομολογία. Σύμφωνα με αυτές, μια ένορκη δήλωση δεν αποκλείεται απλά επειδή ο ομνύων είναι δικηγόρος. Οι δικηγόροι όμως θα πρέπει να αποστασιοποιούνται από τα γεγονότα που σχετίζονται με τα επίδικα θέματα και τυγχάνει γενικά ανεπιθύμητο να εμφανίζονται ως μάρτυρες ή ενόρκως δηλούντες σε δικαστική διαδικασία στην οποία εκπροσωπούν διάδικο, εκτός εάν αυτό είναι αναγκαίο. Αφ' ης όμως στιγμής δικηγόρος έχει με τον ένα ή άλλο τρόπο καταστεί μάρτυρας γεγονότων, τότε κωλύεται, λόγω ασυμβιβάστου, να συνεχίζει να εμφανίζεται χειριζόμενος την υπόθεσή του πελάτη του ως δικηγόρος (Βλ. Πολιτική Έφεση Αρ. 130/2009 κ.α., D. Rybolovlev κ.α., ημερ. 29 Ιανουαρίου, 2010 (2010)1 ΑΑΔ 82 και εκεί μνημονευομένη νομολογία). Εν προκειμένω, η συνήγορος που υπογράφει την ένορκη δήλωση ημερομηνίας 26.3.2023 εμφανίστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εκπροσωπούσα τον Αιτητή στο πλαίσιο της ενδιάμεσης αίτησης. Ωστόσο επισημαίνεται ότι από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσής της δεν προκύπτει πρωτογενής μαρτυρία γεγονότων και για αυτό το λόγο αν και δεν είναι γενικώς επιθυμητό ο δικηγόρος που χειρίζεται την υπόθεση να εμφανίζεται ως ενόρκως δηλών στην ίδια διαδικασία, το γεγονός αυτό δεν οδηγεί αφεαυτού σε απόρριψη της παρούσας αίτησης.

 

28.          Επιπλέον παρατηρώ ότι η επίδικη απόφαση εν προκειμένω αποτελεί απορριπτική απόφαση του Προϊσταμένου επί της πρώτης αίτησής ασύλου του Αιτητή. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και στα συνημμένα σε αυτήν έγγραφα, ο Αιτητής κατά την καταγραφή της αίτησής του, στις 19.7.2022, ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του εξαιτίας μιας οικογενειακής κρίσης καθώς άγνωστα πρόσωπα και κάποιοι συγγενείς ήθελαν να καταλάβουν  τη γη που του άφησε ως κληρονομιά ο πατέρας του με αποτέλεσμα να δεχθεί απειλές κατά της ζωής του. Στη συνέντευξή του, στις 17.5.2023, ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά το θάνατο του πατέρα του, αντιμετώπισε προβλήματα από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του. Ο πατέρας του εμπιστεύτηκε σε ένα γηραιό της κοινότητάς του ότι επιθυμεί να αφήσει την περιουσία του στον Αιτητή, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος υιός του, η μητέρα του οποίου ωστόσο δεν ήταν παντρεμένη με τον πατέρα του. Η ανακοίνωση από τον γηραιό της βούλησης του πατέρα του, οδήγησε στο ξέσπασμα μιας επί τόπου διαμάχης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του γηραιού αυτού στο κεφάλι. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις ο Αιτητής διέφυγε, καθώς ένας φίλος του τον πληροφόρησε ότι τόσο τα αδέλφια του όσο και τα παιδιά αυτού του γηραιού τον αναζητούν. Στο εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρίστηκε στις 18.6.2024, ουδεμία εξειδικευμένη αναφορά δεν γίνεται στις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή και δη στους λόγους δίωξής του.

 

29.          Αναφορικά με την υπό εξέταση προτεινόμενη ένορκη δήλωση και στα τεκμήρια που τη συνοδεύουν, επαναλαμβάνεται δε η βασική αρχή ότι με την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν μπορεί να επιχειρείται η εισαγωγή καινοφανών ισχυρισμών αλλά αυτή μπορεί να αποτελεί αποδεικτικό μέσο ισχυρισμών και γεγονότων τα οποία ο Αιτητής ήδη εγείρει στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας. Εν προκειμένω, παρατηρώ ότι στο εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας διαδικασίας, στα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η παρούσα αίτηση ο Αιτητής ουδεμία αναφορά γίνεται είτε  στο γεγονός του θανάτου της μητέρας του είτε στο γεγονός των απειλητικών μηνυμάτων, τα οποία κατ’ ισχυρισμό παρέλαβε καίτοι αυτά αφορούν σε γεγονότα που προηγούνται της καταχώρισης της προσφυγής του. Ως εκ τούτου, η προτεινόμενη μαρτυρία επιχειρεί να αποδείξει γεγονότα τα οποία δεν συνδέονται με τα επίδικα θέματα όπως προκύπτουν από τη διοικητική διαδικασία και δέον να εξειδικευτούν και να προσδιοριστούν ακολούθως στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας. Ο δε θάνατος της μητέρας του από πουθενά δεν προκύπτει με ακρίβεια πώς επήλθε και κυρίως πώς οι περιστάσεις του θανάτου της συνδέονται αιτιωδώς με την κατ’ ισχυρισμό δική του δίωξή του και που βασίζει την εν λόγω πεποίθηση.

 

30.          Ούτε ο Αιτητής εξηγεί επαρκώς τους λόγους για τους οποίους δεν αναφέρθηκε και δεν προσκόμισε σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας την εν λόγω μαρτυρία. Ιδίως ως προς τα μηνύματα, τα οποία επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 3 και σε αυτή την περίπτωση, καίτοι αυτά αφορούν στο έτος 2023, ο Αιτητής δεν εξηγεί επαρκώς γιατί δεν τα προσκόμισε σε προηγούμενο στάδιο ούτε προσδιορίζει την ταυτότητα του προσώπου στο οποίο, ο ίδιος κατ’ ισχυρισμό απευθύνεται. Η εξήγηση από τον Αιτητή ότι τα εν λόγω έγγραφα ήταν δυσχερές να σταλούν νωρίτερα στη Δημοκρατία, δεν βρίσκει έρεισμα στην ημερομηνία που αυτά φέρουν. Ειδικότερα, εξετάζοντας τον Τεκμήριο 2 αυτό φέρει ημερομηνία σύνταξης 25.9.2024, ενώ ο κατ’ ισχυρισμό θάνατος της μητέρας του επήλθε περί το ένα έτος νωρίτερα και η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε 26.3.2025. Επίσης ως προς τα μηνύματα στο Τεκμήριο 3, στα οποία ο Αιτητής είχε πρόσβαση επίσης δεν δικαιολογείται η οψιγενής προσκόμισή τους. Δεν παροράται εξάλλου η δυνατότητα χρήσης και άλλων μέσων αποστολής αντιγράφων αυθεντικών εγγράφων, μέσω της χρήσης της σύγχρονης τεχνολογίας, την οποία ο Αιτητής ευλόγως εικάζεται ότι διαθέτει παρατηρώντας τη χρήση εφαρμογών στο κινητό του τηλέφωνο. Καίτοι η αποδεικτική αξία της προτεινόμενης μαρτυρίας δεν αξιολογείται στο παρόν στάδιο, επισημαίνεται ότι η φωτογραφία μιας νεκρής γυναίκας, η οποία δεν μπορεί να ταυτοποιηθεί μέσω άλλης μαρτυρίας ως η μητέρα του Αιτητή και η απροσδιορίστου πηγής στιχομυθία με πρόσωπο που δεν προσδιορίζεται επαρκώς, μέσω μηνυμάτων κινητού τηλεφώνου, στη μορφή με την οποία παρουσιάστηκαν ενώπιόν μου, δεν μπορούν άνευ ετέρου και για αυτούς τους λόγους να συνδεθούν με τα επίδικα θέματα.

 

31.          Με δεδομένη τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων παραδεκτού της υπό εξέταση αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας αυτή απορρίπτεται. Επισημαίνεται τέλος ότι είναι κρίσιμο προς διασφάλιση της δικαστικής διαδικασίας, της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και προς αντιμετώπιση των φαινομένων κατάχρησης της διαδικασίας, να καθορίζεται το πλαίσιο των ισχυρισμών και των γεγονότων της υπόθεσης κατά τα αρχικά στάδια της διαδικασίας. Η προσκόμιση στο προχωρημένο αυτό στάδιο πρέπει να γίνεται αποδεκτή με φειδώ και μόνο εφόσον πράγματι ο Αιτητής δεν δύνατο να τα προσκομίσει σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας, δεδομένο το οποίο αυτός φέρει το βάρος να καταδείξει. Επιπλέον, και πιο σημαντικό είναι ο Αιτητής να παρουσιάζει με σαφήνεια τη σύνδεση της προτεινόμενης μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα.

 

Ως εκ τούτου, για τους λόγους που εξηγώ ανωτέρω, η ενδιάμεση αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο κατά την έκδοση τελικής απόφασης στην κυρίως υπόθεση.

 

                                                                                          Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο