F. U. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2412/23, 30/4/2025
print
Τίτλος:
F. U. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 2412/23, 30/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 2412/23

 

30 Απριλίου 2025

[Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

F. U.

Αιτητής

-και-

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η αίτηση

  ....................

 

 

Π. Δουρτμέ (κα) για Ν. Α. Λοΐζου και Χ. Γ. Χριστούδια (κοι), Δικηγόροι για Αιτητή

Ε. Χατζηγιάννη (κα) για Π. Βρυωνίδου (κα), Δικηγόρος για τους Kαθ’ ων η αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται:

Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 20/06/2023, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή στις 13/07/2023 και με την οποία τον πληροφορούν την απόρριψη της αίτησής του για διεθνή προστασία, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.

 

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 11/02/2020. Ο Αιτητής παρέλαβε βεβαίωση υποβολής της αίτησής του στις 12/02/2020. Στις 30/05/2022 αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης και το κλείσιμο του φακέλου, καθώς ο Αιτητής δεν ανταποκρίθηκε σε επιστολή για να παραστεί σε συνέντευξη, ούτε σε προσπάθειες τηλεφωνικής επικοινωνίας για διεξαγωγή της συνέντευξης. Στις 20/6/2022 ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση της λειτουργού για διακοπή της διαδικασίας και κλείσιμο του φακέλου. Εν συνεχεία, στις 20/06/2022  η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης διακοπής εξέτασης του αιτήματος του Αιτητή.

Ακολούθως και συγκεκριμένα στις 11/01/2022 η Υπηρεσία Ασύλου παρέλαβε αίτημα από τον Αιτητή για επανάνοιγμα του φακέλου του και με βάση το άρθρο 16Ε του περί Προσφύγων Νόμου, ο φάκελος επανάνοιξε αυτόματα.

Στις 15/06/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου. Αυθημερόν, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 20/06/2023. Στις 13/07/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν.

Στη συνέχεια, εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά τη γραπτή τους δε αγόρευση, οι συνήγοροι του Αιτητή προωθούν τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης: ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο κατά παράβαση του Περί Προσφύγων Νόμου, των αρχών του δημοσίου και διοικητικού Δικαίου και της νομολογίας, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση ελλείπει και απουσιάζει πρακτικό απόφασης του Προϊσταμένου  και ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου καθώς και ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ενώ ανέφερε μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για φυλετικούς, θρησκευτικούς λόγους, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του Νόμου. Οι Καθ’ ων τονίζουν πως στη βάση των όσων ισχυρίστηκε ο Αιτητής οι ισχυρισμοί του δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής του στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα,  όπως προβλέπεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, αλλά ούτε και μπορούσε να του παρασχεθεί καθεστώς συμπληρωματική προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, υποστηρίζει, σωστά και εύλογα οι Καθ’ ων η αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο πιο πάνω συμπέρασμα.

Θα πρέπει να αναφερθεί πως οι συνήγοροι του Αιτητή κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 16/12/2024, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στη Γραπτή τους Αγόρευση και περιορίστηκε στο νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.

Κατάληξη

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητού θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων του Αιτητή και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ’ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής αποτυγχάνει να υποστηρίξει με οποιοδήποτε τρόπο τους  ισχυρισμούς του και ως εκ τούτου απορρίπτονται ως γενικοί και απαράδεκτοι.

Προχωρώντας, ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου και εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών.  Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένος επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε αιτητή (στο πλαίσιο πάντα του πλαισίου που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή).

Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών, ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009). Εν προκειμένω παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν προβάλλει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που να δικαιολογεί την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθώς αναφέρει απλώς γενικώς ότι η διοίκηση δεν επικεντρώθηκε σε άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει, χωρίς να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους κατά τον ίδιο δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. 

Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον ο Αιτητής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.[1]

Προχωρώντας θα εξετάσω τον γενικό ισχυρισμό που προβάλλουν οι συνήγοροι του Αιτητή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο Αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος Νιγηρίας. Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε ότι υπάρχουν πολλές εθνοτικές ομάδες στη χώρα του και ότι οι κτηνοτρόφοι Fulani και η Boko Haram σκοτώνουν πολίτες. Η τελευταία επίθεση έλαβε χώρα στο χωριό του, συνεπεία της οποίας σκοτώθηκαν οι συγχωριανοί του και ο πατέρας του. Ως εκ τούτου αποφάσισε να διαφύγει με σκοπό να προστατευθεί.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ως τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του την τοπική αρχή Awka της πολιτείας Anambra, όπου εξακολουθούν να διαμένουν η μητέρα του και τα δύο αδέρφια του. Ανέφερε ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε τον Νοέμβριο του 2019 λόγω επίθεσης των κτηνοτρόφων Fulani. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ότι βοηθούσε τον πατέρα του σε αγροτικές εργασίες. Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της επίθεσης που δέχτηκαν στο χωριό του από τους κτηνοτρόφους Fulani. Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι πιθανόν να τον σκοτώσουν. Κληθείς να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν εγκατέλειψαν τη χώρα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι πήρε ο ίδιος το ρίσκο (βλ. ερυθρά 37-33 του Δ.Φ.).

Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, οι Καθ’ ων η Αίτηση σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά τη χώρα καταγωγής, το προφίλ και τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή. Παρόλο που ο Αιτητής δεν προσκόμισε οποιοδήποτε έγγραφο ταυτότητας/διαβατήριο, κατόπιν διερευνητικών ερωτήσεων, έγινε αποδεκτό ότι η τοπική αρχή Awka της πολιτείας Anambra στη Νιγηρία αποτελεί τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή. Ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο έγινε αποδεκτό ότι ο Αιτητής διέκοψε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 2012, ενώ όσον αφορά την εργασιακή του πείρα έγινε αποδεκτό ότι βοηθούσε τον πατέρα του σε αγροτικές εργασίες. Σχετικά με το οικογενειακό του περιβάλλον, έγινε αποδεκτό ότι ο Αιτητής δεν είναι νυμφευμένος και δεν έχει παιδιά, ενώ η μητέρα και τα αδέρφια του εξακολουθούν να διαμένουν στην προαναφερθείσα περιοχή.

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του Αιτητή από τους κτηνοτρόφους Fulani. Ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε, καθότι κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν έδωσε ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες, ενώ οι απαντήσεις του χαρακτηρίστηκαν από ασάφεια, αοριστίες και έλλειψη ευλογοφάνειας.  Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε ότι σε ερώτηση σχετικά με το πώς γνωρίζει ο Αιτητής ότι οι Fulani είναι αυτοί που σκότωσαν τον πατέρα του, ανέφερε με ασάφεια και αοριστία ότι επειδή αυτό κάνουν. Περαιτέρω, κληθείς να αναφέρει κατά πόσο υπάρχει κάποια απόδειξη ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Fulani απάντησε και πάλι αόριστα ότι τον πυροβόλησαν με σφαίρες.

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις σχετικά με το εν λόγω περιστατικό, απαντούσε με αοριστίες και γενικολογίες χωρίς να αποσαφηνίσει τα λεγόμενα του. Ειδικότερα, ερωτηθείς κατά πόσο είδε τον πατέρα του μετά τον πυροβολισμό, ο Αιτητής απάντησε ότι τον έθαψαν τον Δεκέμβριο. Ανέφερε ότι το όνομα του χωριού στο οποίο βρίσκεται η φάρμα του πατέρα του, όπου και σκοτώθηκε είναι το Umudioka, το οποίο ισχυρίστηκε ανήκει στην τοπική αρχή Awka South LGA. Κληθείς να αναφέρει ένα γειτονικό χωριό, ο Αιτητής ανέφερε το Isimba village. Εντούτοις, ως διαπίστωσε ο αρμόδιος λειτουργός κατόπιν έρευνας, η δήλωση αυτή του Αιτητή είναι αντιφατική με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι οποίες αναφέρουν ότι η πόλη Umudioka ανήκει στην τοπική αρχή Dunukofia της πολιτείας Anambra, η οποία αποτελείται από δέκα χωριά και έχει κοινά όρια με τις γειτονικές πόλεις: Ogidi, Ogbunike, Umunya, Umunnachi και Ifite Dunu. Τα χωριά που βρίσκονται στην πόλη Umudioka είναι: Olioba: Akpom, Umuezechua, Umuajana και Umuchigbo. Τμήμα Adagbe: Uruagu, Umuezekwo, Uruowelle, Umueze, Ugwu και Okpuru (βλ. ερυθρό έρευνας 49 του Δ.Φ.). Το γειτονικό χωριό Isimba στο οποίο αναφέρθηκε ο Αιτητής δεν εντοπίστηκε σε έρευνα του λειτουργού.

Ο Αιτητής, ως σημείωσε ο λειτουργός και ως διαφαίνεται από τα πρακτικά της συνέντευξης, δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε στοιχεία ή πληροφορίες για το χωριό στο οποίο κατ’ ισχυρισμό σκοτώθηκε ο πατέρας του, αναφέροντας αόριστα ότι έχει αγρότες και κάνοντας αναφορά σε μία κλινική, την “Doctor Ibe Clinic”, η οποία ούτε αυτή  ανευρέθηκε σε έρευνα του λειτουργού. Ο λειτουργός έκρινε πως οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν αόριστες, ασυνεπείς, ενώ δεν αποσαφήνισε τον λόγο που αποφάσισε αυτός να εγκαταλείψει την χώρα του, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του παρέμειναν στη χώρα τους, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος δεν ήθελε να ρισκάρει τη ζωή του.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τον ισχυρισμό που έγινε δεκτός, ήτοι ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή, δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο τελευταίος να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ήτοι στην πολιτεία Anambra. Αξιολογώντας το προφίλ του Αιτητή, ο λειτουργός κατέγραψε ότι πρόκειται για ενήλικα, αυτόνομο άτομο, χωρίς θέματα υγείας, με ικανότητα προς εργασία και με υποστηρικτικό οικογενειακό δίκτυο στη χώρα του.

Κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν υπό της πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας τη δυνατότητα να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή δεν χαρακτηρίζεται από συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων και δεν διαπιστώνεται ότι μόνο από την παρουσία του ως αμάχου εκεί ο Αιτητής θα κινδυνεύσει από βία ασκούμενη αδιακρίτως. Καταληκτικά, ο λειτουργός κατέγραψε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, κρίνω ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε πως ο αποδεκτός ισχυρισμός του Αιτητή δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.

Αρχικά, συντάσσομαι με τους Καθ’ ων η αίτηση ότι πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός είναι τα προσωπικά στοιχεία, η χώρα καταγωγής και ο τόπος διαμονής του Αιτητή, με την αποδοχή του οποίου συμφωνώ.

Ακολούθως, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού των Καθ’ ων η αίτηση περί αναξιοπιστίας του Αιτητή ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό.  Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως ο Αιτητής στα πλαίσια της επεξήγησης του πυρήνα του αιτήματός του δεν έδωσε συγκεκριμένες, επαρκείς  και ικανοποιητικές πληροφορίες και λεπτομέρειες για το περιστατικό κατά το οποίο ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια επίθεσης των κτηνοτρόφων Fulani, ούτε στοιχειοθέτησε ότι διατρέχει ο ίδιος κίνδυνο, με αποτέλεσμα οι ισχυρισμοί του να μην είναι ευλογοφανείς. Από τις απαντήσεις του αιτητή στα ερωτήματα που του τέθηκαν, παρουσιάζονται ασυνέπειες, ασάφειες και γενικόλογες διατυπώσεις, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με την γνησιότητα του αιτήματός του.  Δεν ήταν σε θέση να παρέχει λεπτομέρειες για την επίθεση, η οποία οδήγησε στο θάνατο τον πατέρα του. Ισχυρίστηκε ότι η επίθεση έγινε στο χωριό, χωρίς να δίνει οποιαδήποτε στοιχεία για την επίθεση, ούτε για το χωριό. Περαιτέρω, ενώ δεν συνέβη οποιονδήποτε περιστατικό εναντίον του και ενώ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του εξακολουθούν να διαμένουν στην πολιτεία Anambra, δεν έδωσε ικανοποιητική εξήγηση για ποιο λόγο αποφάσισε μόνο ο ίδιος να αναχωρήσει, αναφέροντας ότι δεν ήθελε να πάρει το ρίσκο.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε τη διαπίστωση των Καθ’ ων η αίτηση ότι η περιοχή Umudioka, στη οποία ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι έλαβε χώρα η επίθεση των Fulani συνεπεία της οποίας σκοτώθηκε ο πατέρας του δεν βρίσκεται στην τοπική αρχή Awka ως δήλωσε ο Αιτητής, αλλά στην Dunukofia.[2] Ούτε κατά την έρευνα του Δικαστηρίου ήταν δυνατός ο εντοπισμός του χωριού Isimba, το οποίο ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι γειτνιάζει με την Umudioka, αλλά ούτε και η κλινική στην οποία αναφέρθηκε.

Εκ του περισσού, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σχετικά με τη δράση των Fulani. Έκθεση της EASO (νυν EUAA) για το 2021, στην πολιτεία Anambra (η οποία βρίσκεται νοτιοανατολικά της χώρας), Το 2020, η πολιτεία Anambra βίωσε αρκετές διακοινοτικές συγκρούσεις. Το υπόβαθρο των συγκρούσεων αυτών σχετιζόταν με συγκρούσεις για τη γη και τους πόρους της. Οι κύριοι πρωταγωνιστές αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Anambra ήταν οι αστυνομικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της SARS, άγνωστοι ένοπλοι και κοινοτικές πολιτοφυλακές, αιρέσεις και κοινότητες αγροτών και κτηνοτρόφων που συγκρούονταν για τη γη. Οι κρατικές δυνάμεις της Νιγηρίας προέβησαν σε επιχειρήσεις προκειμένου να παράσχουν ασφάλεια στις περιοχές γης που βρίσκονται υπό αμφισβήτηση από τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους.[3]

Πρόσφατη έκθεση της EUAA του 2024 για τη Νιγηρία αναφέρει ότι σύμφωνα με το Nigeria Watch, τα θύματα που συνδέονται με συγκρούσεις μεταξύ αγροτών και κτηνοτρόφων αυξήθηκαν από 579 το 2022 σε 860 το 2023. Η τάση των δολοφονιών που λαμβάνουν χώρα σε βοσκοτόπια και κατά τη διάρκεια επιδρομών σε αγροκτήματα στις κοινότητες των Fulani συνεχίστηκε και κατά το 2023. Οι πολιτείες που επλήγησαν περισσότερο από αυτές τις συγκρούσεις ήταν η Benue, Plateau στη βόρεια-κεντρική ζώνη και η Taraba στη βορειοανατολική ζώνη της χώρας.[4]

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ακόμη κι αν γινόταν αποδεκτός ο ισχυρισμός του Αιτητή, προκύπτει ότι η πολιτεία Anambra πλήττεται σε μικρότερο βαθμό  σε  σύγκριση με άλλες πολιτείες, από τη σύγκρουση μεταξύ των κτηνοτρόφων Fulani. Ελλείψει ωστόσο λεπτομερών πληροφοριών και συνοχής στο αφήγημα του Αιτητή, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του.  Λαμβάνεται υπόψη ότι σύμφωνα και με τις δηλώσεις του, δεν προκύπτει οποιαδήποτε προσωπική στοχοποίηση του Αιτητή από τους κτηνοτρόφους Fulani και οι δηλώσεις του κρίνονται ως αντικατοπτρίζουσες ευρέως γνωστές πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του και όχι προσωπικά του βιώματα. Επισημαίνεται ότι τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, εξακολουθούν να διαμένουν στην πολιτεία Enugu και σε σχετική ερώτηση ο Αιτητής ανέφερε πως δεν πηγαίνουν συχνά στο αγρόκτημα (βλ. ερυθρό 33 του Δ.Φ.).

Εναπόκειται στον αιτητή να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες. Ως έχει νομολογηθεί, ο αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010). Ωστόσο δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο αιτητής, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο αιτητής.

Λαμβάνοντας υπόψιν το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή (αξιολόγηση αξιοπιστίας) και βάσει αυτού που έγινε τελικά αποδεκτός,  έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (αξιολόγηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή ήταν το γεγονός της μη στοιχειοθέτησης του πυρήνα του αιτήματός του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών ελλείψεων σε λεπτομέρεια, καθώς και ανεπαρκών και γενικόλογων απαντήσεων οι οποίες εντοπίστηκαν στη συνέντευξη που πραγματοποιήθηκε.

Τονίζεται ότι η βασική ιστορία ενός αιτούντος πρέπει να είναι συνεπής καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ακόμη και αν ορισμένες πτυχές του απολογισμού των γεγονότων μπορεί να είναι αβέβαιοι ή «κάπως απίθανοι», υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπονομεύουν τη συνολική αξιοπιστία της αξίωσης.[5] Ωστόσο, «όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν ισχυρούς λόγους για να αμφισβητηθεί η αλήθεια των δηλώσεων ενός αιτούντος άσυλο, το άτομο πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση για τους ισχυρισμούς ανακρίβειες σε αυτές τις παρατηρήσεις».[6] Στην παρούσα υπόθεση και από τα ενώπιόν μου δεδομένα παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν παράσχει επαρκείς εξηγήσεις σε κύρια σημεία που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του πλήττοντας την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Γενικά, είναι λογικό να αναμένεται ότι μια αίτηση για διεθνή προστασία παρουσιάζεται επαρκώς και λεπτομερώς, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα του αιτήματος. Η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β)  2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «σχετικών στοιχείων».

Ως εκ τούτου, αξιολογήθηκε πως o Αιτητής δε βρίσκεται αντιμέτωπος με βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης εντός του πλαισίου του άρθρου 3 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου, ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης εντός του πλαισίου του άρθρου 15 (α) και (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, τα οποία αντιστοιχούν στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου. Στο πλαίσιο εξάλλου του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας και αντίστοιχου άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, εξήχθη κατόπιν έρευνας από τον αρμόδιο λειτουργό το συμπέρασμα πως ο Αιτητής εάν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του και περιοχή συνήθους διαμονής του δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ή υπό τη μορφή σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Από τις διαπιστωθείσες προσωπικές και ατομικές περιστάσεις δεν προκύπτει τέτοια απειλή την οποία ο Αιτητής ευλόγως και αντικειμενικώς να φοβάται, ότι θα υποστεί πράγματι πράξεις δίωξης. Αβίαστα, λοιπόν, από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση πραγματεύτηκαν και αξιολόγησαν όλα τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης του Αιτητή, προβαίνοντας  σε εξατομικευμένη αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας, ενώ έλαβαν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης σχετικά με την αίτηση, τις συναφείς δηλώσεις και τα συναφή έγγραφα που έχει υποβάλει ο αιτών, καθώς και την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος.[7]

Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης λόγω των επιθέσεων των κτηνοτρόφων Fulani ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Σημειώνω δε ότι είναι παγίως νομολογημένο ότι η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας και οι αναφορές σε μαρτυρίες οι οποίες δεν προκύπτουν από το περιεχόμενο του φακέλου στερούνται οποιοσδήποτε σημασίας. (ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ν. ΔΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ ΚΑΙ/Ή ΑΛΛΟΥ, (1995), 4 ΑΑΔ 1275, ANTENNA ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2013) 3 ΑΑΔ 242, Κοιν. Λυσού ν. Δημοκρατία (1998) 3 ΑΑΔ 537). Εάν η πλευρά του Αιτητή επιθυμούσε να προσαγάγει μαρτυρία, όφειλε να ακολουθήσει το ορθό δικονομικό βήμα.

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον Αιτητή κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[8]. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση ενός εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Περαιτέρω,  ο λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού.

Η επάρκεια της αιτιολογίας, συναρτάται άμεσα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης και εξαρτάται, όχι από την έκταση του λεκτικού της αλλά από την ουσία του περιεχομένου της. Μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής. Η μορφή και η έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η πράξη και τις συνθήκες που την περιβάλλουν. Βλ. Ράφτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345Pissas vRepublic (1974) 3 C.L.R. 476.

Σύμφωνα δε με το άρθρο 29 του Ν.158(Ι)/99 και την πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας νοουμένου, όμως, ότι τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο  (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ vYπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427), ως ισχύει στην παρούσα περίπτωση.

Η αιτιολογία μιας απόφασης για να θεωρείται ότι είναι σύμφωνη με τις Γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, Άρθρα 26 και 28 του Νόμου 158(Ι)/1999  και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα πρέπει  να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και την νομική βάση στην οποία  υπήγαγε τα γεγονότα ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση. Όμως η διατύπωση θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998)3 Α.Α.Δ.270).

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι γραπτή και δεόντως αιτιολογημένη όπως απαιτείται από το Νόμο. Η αιτιολογία της απόφασης συνοδεύει την επιστολή ημερ. 17/10/2023, η οποία ενισχύεται περαιτέρω από την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού. Είναι σαφής και δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς τους πραγματικούς και νομικούς λόγους που οδήγησαν τους Καθ' ων η αίτηση στην απόφαση τους.

Συμπερασματικά, η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε πλήρη και επαρκή αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή, ενώ στον ίδιο κοινοποιήθηκε εγγράφως επιστολή της οποίας το περιεχόμενο του γνωστοποιήθηκε.

Τέλος και σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το βάρος απόδειξης περί του ουσιώδους της πλάνης και περί της έλλειψης δέουσας έρευνας βαρύνει τον Αιτητή (βλ. Παπαδόπουλος ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262). Δεν φαίνεται να υπάρχει οτιδήποτε στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης που να στηρίζει τη θέση του Αιτητή ότι υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας, και επιπλέον δεν έχει εξειδικεύσει τον ισχυρισμό του αυτό με συγκεκριμένες θέσεις.  Πέραν τούτου, δεν επικαλέστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε έχει προσκομίσει με την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής νέα στοιχεία ώστε να εξεταστούν από το Δικαστήριο.

Προχωρώντας, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας μπορούσε να χορηγηθεί στον Αιτητή. Συμπληρωματική προστασία, δίδεται όταν ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του. Δεδομένης της απόρριψης του ισχυρισμού του Αιτητή περί φόβου δίωξης στη χώρα καταγωγής του, δεν τεκμηριώνεται η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Συνεπώς  πολύ ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε εύλογη τη θέση περί μη απόδειξης εκ μέρους του Αιτητή  ότι θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο άρθρο 19(2). Επιπλέον λαμβάνω υπόψη μου το γεγονός και όπως αποδεικνύεται εξάλλου από το περιεχόμενο του Διοικητικού φάκελου (βλ. ερυθρά 53-50 του Δ.Φ.) ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση προέβησαν και σε σχετική δέουσα έρευνα από πήγες πληροφορήσεις αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στην χώρα και τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή σε συνάρτηση με τα όσα ανέφερε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, πριν καταλήξουν στο συμπέρασμα τους ότι δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στηνυπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009).

Το ως συμπέρασμα των Καθ’ ων η Αίτηση υποστηρίζεται και από έρευνα του Δικαστηρίου από πρόσφατες πηγές πληροφόρησης καθότι ο Αιτητής προερχόμενος από την πολιτεία Anambra (τόπος καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του), δεν προκύπτει να υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να θιγεί προσωπικά άμαχος κατά την έννοια του άρθρου 15 στοιχείο γ) της Οδηγίας. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 20/04/2024 – 18/04/2025 καταγράφηκαν στην πολιτεία Anambra, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, 175 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 196 ανθρώπινες ζωές. Τα 175 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 10 ταραχές (riots) με συνέπεια 12 απώλειες ανθρώπινων ζωών, 18 διαμαρτυρίες (protests), 74 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 63 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές,  1 περιστατικό έκρηξης/απομακρυσμένης βίας (explosions/remote violence) και 72 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 121 ανθρώπινες απώλειες.[9] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Enugu σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2022 ανερχόταν στα 5,953,500.[10] Τονίζεται βέβαια ότι στο πλαίσιο της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[11], κάθε περίπτωση πρέπει να αξιολογείται εξατομικευμένα, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την ένταση της βίας στην περιοχή, σε συνδυασμό με τις ατομικές περιστάσεις που ισχύουν στην περίπτωση του Αιτητή. Ο Αιτητής πρόκειται για ενήλικα, νεαρό άνδρα, χωρίς προβλήματα υγείας, με ικανότητα προς εργασία, με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα του και χωρίς ενδείξεις ευαλωτότητας. Από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου].

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). 

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του Αιτητή. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί το προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο.

Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Τέλος, σημειώνεται ότι το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31/05/2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024) με το οποίο η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα, χωρίς εν προκειμένω αυτός να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία στους πολίτες της από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. άρθρο 12Βτρις(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, ενώ υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247  και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.

[3] EASO Country Guidance: Nigeria Common analysis and guidance note, October 2021, σ. 116

https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-01/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf

[5] Βλαπόφαση ΕΔΑΔ SAID v. THE NETHERLANDS  05/07/2005 Παρ. 53.

[6] ΒλΑποφάσεις ΕΔΑΔ, JK and Others v Sweden, 23/08/2016.  Παρ.  93;  και , RH v Sweden, 01/02/2016 Παρ. 58

[7] Βλ. άρθρο 16 Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000)

[8] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[9]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project

https://acleddata.com/explorer/ (βλπλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past year of ACLED data (20/04/2024-18/04/2024), REGION: Africa, COUNTRY: Nigeria, ADMIN: Anambra)

[11] Βλ.) CJEU (Grand Chamber), απόφαση 17 Φεβρουαρίου 2009, Case C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v Staatssecretaris van Justitie, Παρ. 39;  CJEU, απόφαση of 30 Ιανουαρίου 2014, case C-285/12, Aboubacar Diakité v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides Παρ. 31).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο