O.P. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.:2713/2023, 25/4/2025
print
Τίτλος:
O.P. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.:2713/2023, 25/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:2713/2023

25 Απριλίου, 2025

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

O.P.

από Νιγηρία

                                            Αιτητής

 -και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

                                                            Καθ' ων η Αίτηση

               

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Z. Ποντίκη (κα) για Θ. Αχιλλέως (κος)  

Δικηγόρος για Καθ’ων η αίτηση: Ε. Ιωάννου (κα) για Χρ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 03.07.2023 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»), αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποίαν εγκατέλειψε στις 26.11.2021 και δια μέσου των μη ελεγχόμενων από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχών, εισήλθε χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, στις ελεγχόμενες περιοχές στις 09.12.2021. Στις 11.02.2022  υπέβαλε αίτηση ασύλου και παρέστη στη συνέχεια σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στις 29.06.2023. Ακολούθως, ο λειτουργός ασύλου υπέβαλε στις 30.06.2023 Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης, εισήγηση η οποία εγκρίθηκε στις 03.07.2023 από τον ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στο πλαίσιο της γραπτής τους αγόρευσης, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, υποστηρίζει ουσιαστικά πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλιπούς και άνευ θεμελιώδους τεκμηρίωσης και επάρκειας έρευνας στη μεθοδολογία αξιολόγησης της υπό κρίση αίτησης καθώς και ότι αυτή είναι πεπλανημένη. Ως προς την ουσία του αιτήματός του, ισχυρίζεται ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι ο θείος του επιθυμεί να τον σκοτώσει, αφότου έχει ήδη σκοτώσει τους γονείς του, προκειμένου να κληρονομήσει την περιουσία του Αιτητή. Ισχυρίζεται ότι ο θείος του δηλητηρίασε τους γονείς του οι οποίοι απεβίωσαν και ότι δεν μπορεί να αποταθεί στην Αστυνομία για να λάβει βοήθεια καθώς ο θείος του λόγω της οικονομικής του επιφάνειας και ισχύος είναι υπεράνω του Νόμου.  Έχει δεχθεί, ως ισχυρίζεται, απειλές από τον θείο του ότι εάν δεν του παραχωρήσει την περιουσία του πατέρα του θα τον σκοτώσει καθώς και ότι είναι υπαρκτή η απειλή για μελλοντικές επιθέσεις, ενώ ο ίδιος δεν έχει δίκτυο στήριξής σε περίπτωση επιστροφής του. Προσθέτει πως η κατάσταση ανασφάλειας και τα ξεσπάσματα βίας που επικρατούν στη πολιτεία Delta προστίθεται επιπλέον στους λόγους που τον εξώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Ζητά κατά τούτο συμπληρωματική προστασία, αφού καθίσταται σωρευτικά ευάλωτος λόγω των γεγονότων που περιγράφει, τα οποία τον εκθέτουν σε κίνδυνο κατά της ζωής, της σωματικής και ψυχο-συναισθηματικής του ακεραιότητας, υπό την ιδιότητα του άμαχου πολίτη.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι η επίδικη πράξη και/ή απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Προβάλλουν δε οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει ο Αιτητής εγείρονται εν αντιθέσει με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.  Συμπληρώνουν δε ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν στοιχειοθετούν οποιοδήποτε λόγο ακυρότητας και δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο βαραίνει τον ίδιο, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Μελετώντας τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή διαπιστώνω ότι ο βασικός του ισχυρισμός περιστρέφεται γύρω από τη θέση του περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ισχυρισμός ο οποίος είναι άμεσα συνυφασμένος με την ουσία της υπόθεσης. Ενόψει λοιπόν και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν (Βλ. άρθρο 11(3)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018), θα προχωρήσω στην εξέταση του ισχυρισμού αυτού σε συνάρτηση και με την ουσία της υπόθεσης υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου.

 

Από τα ενώπιόν μου στοιχεία, διαφαίνεται ότι ο Αιτητής κατέγραψε στα πλαίσια της καταχωρισθείσας αίτησής του, ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς έχασε τους γονείς του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Δήλωσε ότι είναι το μόνο παιδί της οικογένειας και ότι ο θείος του τον απειλεί να τον σκοτώσει λόγω κτηματικής διαφοράς, αφού ο θείος του θέλει να διεκδικήσει τη γη του πατέρα του. Καταλήγει ότι αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Νιγηρία και να έρθει στη Κύπρο για να είναι ασφαλής και επιθυμεί να παραμείνει στη Κύπρο όσο είναι ασφαλής.

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Agbo της πολιτείας Δέλτα της Νιγηρίας όπου και διέμενε με την οικογένεια του για όλο το χρονικό διάστημα διαμονής του στη Νιγηρία. Οι γονείς του έχουν αποβιώσει, ενώ έχει μία αδελφή η οποία διαμένει επίσης στη πόλη Agbo και με την οποία δεν έχουν επικοινωνία. Ως προς ο μορφωτικό του επίπεδο δήλωσε ότι έλαβε δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με έτος αποφοίτησής του το 2017. Ως προς το εργασιακό του υπόβαθρο δήλωσε άνεργος, ενώ οικονομικά τον στήριζε ο πατέρας του προτού αποβιώσει. Ως προς το θρήσκευμά του δήλωσε ότι είναι Χριστιανός ενώ είναι, ως δήλωσε, άγαμος και άτεκνος.

 

Ως προς την ουσία του αιτήματός του και λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο θείος του ήθελε να κατάσχει την περιουσία και τη γη του πατέρα του, και προς τούτο σκότωσε τους γονείς του δηλητηριάζοντάς τους, ενώ απείλησε και τον ίδιο ότι θα τον σκοτώσει. Κληθείς να απαντήσει γιατί δεν παραχώρησε τη περιουσία του πατέρα του στο θείο του αφού εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας του φόβου που του δημιούργησαν οι απειλές του θείου του και εντούτοις αποφάσισε απλά να εγκαταλείψει τη χώρα του, ο Αιτητής ανέφερε ότι η περιουσία ανήκει στον πατέρα του και όχι στον θείο του και δεν επιθυμεί να του τη παραχωρήσει. Κληθείς να εξηγήσει τι απειλές δέχθηκε από τον θείο του, ο Αιτητής ανέφερε ότι του έχει αναφέρει προσωπικά και κατ’ επανάληψη ότι θα τον σκοτώσει. Αναφορικά με την περιουσία στην οποία αναφέρεται ο Αιτητής, δήλωσε ότι πρόκειται για ένα σπίτι και 4 τεμάχια γης τα οποία χρησιμοποιούνται για αγροτικούς σκοπούς, αναφέροντας επίσης ότι δεν έχει στην κατοχή του σχετικά έγγραφα, αφού τα άφησε στην αδελφή του πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Συμπλήρωσε ότι δεν γνωρίζει τι συμβαίνει με τη περιουσία μετά την αναχώρηση του από τη Νιγηρία.

 

Ερωτηθείς εάν έχει πιστοποιητικά θανάτου των γονιών του δήλωσε πως ενδεχομένως να υπάρχουν στη οικία στη Νιγηρία, η οποία ωστόσο είναι πλέον ακατοίκητη. Όσον αφορά τις απειλές που δέχθηκε από τον θείο του ανέφερε ότι τον επισκέφθηκε στο σπίτι του και τον απείλησε επανειλημμένως ότι θα τον σκοτώσει εάν δεν του παραχωρήσει τη περιουσία του πατέρα του.

 

Ερωτηθείς πώς πέθανε ο πατέρας του, ο Αιτητής ανέφερε ότι δηλητηριάστηκε ενώ ο ίδιος δήλωσε ότι την ώρα του περιστατικού βρισκόταν σε σπίτι φίλου του (Ερ.16, χ6). Ως προς το πως γνωρίζει ότι ο πατέρας του δηλητηριάστηκε, ο Αιτητής δήλωσε ότι μετέφεραν οι ίδιοι (Ερ.16,  χ7) τον πατέρα του στο νοσοκομείο όπου και τους το ανέφεραν, χωρίς ωστόσο να λάβει οιανδήποτε βεβαίωση από το νοσοκομείο για τον θάνατο του πατέρα του καθώς ο ίδιος, όπως ανέφερε, ήταν πολύ αναστατωμένος και θυμωμένος και δεν ήταν σε θέση να ζητήσει τέτοια βεβαίωση (Ερ. 16, χ8). Όσον αφορά το θάνατο της μητέρας του και αυτή δηλητηριάστηκε, ως δήλωσε, με τον ίδιο τρόπο αφού κατανάλωσε το ίδιο φαγητό με τον πατέρα του την ίδια μέρα. Ανέφερε επίσης ότι δεν θυμόταν το όνομα του νοσοκομείου όπου οι γείτονες μετέφεραν τους γονείς του μετά τη δηλητηρίαση (Ερ.15 χ1, Ερ. 16, χ9).

 

Κληθείς να αναφέρει πότε πέθαναν οι γονείς του ανέφερε το 2020, ενώ μετά τον θάνατό τους και με τη πάροδο τριών μηνών ο θείος του τον επισκέφθηκε και τον απείλησε προσωπικά ότι θα τον σκοτώσει (Ερ.16). Σε διευκρινιστική ερώτηση γιατί στην αρχική του αίτηση του κατέγραψε ότι οι γονείς του απεβίωσαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα ο  αιτητής ανέφερε ότι έκανε λάθος και ότι οι γονείς του απεβίωσαν από τροφική δηλητηρίαση (Ερ. 16).

 

Ερωτηθείς κατά πόσον ενημέρωσε την αστυνομία για τη δηλητηρίαση των γονιών του από τον θείο του ο Αιτητής αποκρίθηκε αρνητικά δηλώνοντας ότι η αστυνομία θα δωροδοκηθεί από τον θείο του και θα τον αφήσουν ελεύθερο ενώ δήλωσε ότι ούτε το νοσοκομείο κάλεσε την αστυνομία για να ενημερώσει για τη δηλητηρίαση των γονιών του (Ερ. 15/Χ6,Χ7,Χ8).

 

Δεν γνωρίζει εάν έχει συμβεί κάποιο περιστατικό στην αδελφή του αφού δεν έχουν επικοινωνία ενώ  η ίδια - σύμφωνα με τον Αιτητή -δεν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα με το θείο της αφού στη Νιγηρία μόνο οι άντρες κληρονομούν τη περιουσία από τον πατέρα τους.

 

Κληθείς να αναφέρει πως προστάτευσε τον εαυτό του έπειτα τις απειλές που δέχθηκε από τον θείο του ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Αναφορικά με το γεγονός ότι η αδελφή του πλέον έχει τα χαρτιά για τη περιουσία του πατέρα του, ανέφερε ότι η αδελφή του δεν μπορεί να πουλήσει την περιουσία γιατί είναι γυναίκα ενώ ερωτηθείς ως προς το πως είναι σίγουρος ότι η αδελφή του δεν θα κινδυνεύσει από τον θείο του, ανέφερε ότι ο θείος του δεν γνωρίζει ότι τα πιστοποιητικά είναι στη κατοχή της αδελφής του (Ερ. 14/Χ1,Χ2).

 

Αναφορικά με το γεγονός ότι δεν κατήγγειλε στην αστυνομία τις απειλές που δέχθηκε από τον θείο του, δήλωσε ότι η αστυνομία δεν θα τον προστατεύσει (Ερ. 14/Χ3), ενώ ερωτηθείς ως προς το πως ταξίδεψε, ανέφερε ότι η αδελφή του τού έδωσε χρήματα από τον λογαριασμό των γονιών τους. Ανέφερε επίσης ότι η περιουσία, εάν αποβιώσει ο ίδιος, μετατίθεται στον θείο του και όχι στην αδελφή του η οποία εάν παντρευτεί δεν έχει δικαίωμα επί της περιουσίας.

 

Αναφορικά με το τι φοβάται σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο θείος του θα τον αναζητήσει και θα τον σκοτώσει και ότι δεν μπορεί να διαμείνει ασφαλής σε άλλη περιοχή  καθώς είναι εύκολο να τον εντοπίσει ο θείος του καθώς όλοι μιλούν μεταξύ τους και είναι εύκολο να ενημερωθεί κάποιος (Ερ. 14). Παρά ταύτα, οι αρχές τις χώρας του θα του επιτρέψουν, ως δήλωσε, την είσοδό του στη χώρα αφού δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα με αυτές ούτε έχει  κάποια ποινική υπόθεση.

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, από τον λειτουργό ασύλου, παρατηρώ τα ακόλουθα:  

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο λειτουργός ασύλου εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός καθώς κρίθηκε πως στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία.

Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε την ισχυριζόμενη δίωξη του από τον θείο του, έτσι ώστε να κατασχέσει την περιουσία του, ισχυρισμός ο οποίος κρίθηκε ως αναξιόπιστος. Συγκεκριμένα, κατά την εκτίμηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή, ο λειτουργός ασύλου, έκρινε ότι αυτός δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός του, ενώ υπέπεσε σε ασάφειες, ασυνέπειες, αοριστίες, έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψη επαρκών πληροφοριών. Επισημαίνει ο λειτουργός ασύλου ότι ο Αιτητής δήλωσε πως προτίμησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής και διαμονής του αντί να παραχωρήσει τη περιουσία του στο θείο του, αφού η περιουσία ανήκει στον πατέρα του και προτιμά να τον σκοτώσει από το να την παραχωρήσει, ισχυρισμός που κρίθηκε ως μη ευλογοφανής. Κρίθηκε περαιτέρω ότι ο Αιτητής δεν έδωσε σαφείς λεπτομέρειες ούτε για τα σχετικά έγγραφα που αφορούν την εν λόγω γη αφού ισχυρίστηκε ότι τα άφησε στην αδελφή του ενώ δεν γνωρίζει πλέον τι έχει συμβεί με την συγκεκριμένη περιουσία.

 

Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ο πατέρας του δηλητηριάστηκε δεν παρουσίασε, σύμφωνα με τον λειτουργό ασύλου, ευλογοφάνεια αφού ο Αιτητής δήλωσε ότι την ώρα της δηλητηρίασης ο ίδιος ήταν σε σπίτι φίλου του, ενώ δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο πατέρας του πράγματι δηλητηριάστηκε αφού ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν έλαβε κάποια ιατρική βεβαίωση γιατί ο ίδιος ήταν πολύ θυμωμένος, ισχυρισμός που κρίθηκε ως ασαφής. Περαιτέρω κρίθηκε ότι υπέπεσε σε αντίφαση όταν ερωτηθείς να αναφέρει ποιος μετέφερε τον πατέρα του στο νοσοκομείο αρχικά απάντησε «εμείς» ενώ αργότερα δήλωσε ότι τον μετέφεραν  οι γείτονες, ενώ δεν θυμόταν το όνομα του νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκαν οι γονείς του.

 

Αντίφαση εντοπίστηκε κατά τον λειτουργό ασύλου, και στον ισχυρισμό του Αιτητή για τον θάνατο των γονιών του, αφού κατά τη καταγραφή του αιτήματός του δήλωσε ότι πέθαναν σε αυτοκινητιστικό ατύχημα ενώ κατά τη συνέντευξη δήλωσε ότι τους δηλητηρίασε ο θείος του. Ερωτηθείς να διευκρινίσει πως γνωρίζει ότι προέβη σε αυτήν τη πράξη ο Αιτητής απάντησε με αοριστία και γενικόλογα ότι ο θείος του τους προσέφερε φαγητό αφού στη χώρα του συνηθίζεται να προσφέρεται φαγητό όταν μαγειρεύει κάποιος. Κρίθηκε περαιτέρω ότι θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο από τον Αιτητή να είχε αναφέρει στις αστυνομικές αρχές ότι οι γονείς του δηλητηριάστηκαν από το θείο του εν τούτοις δεν το έπραξε, αναφέροντας ασαφώς ότι ο θείος του θα χρημάτιζε την αστυνομία, ενώ αργότερα δήλωσε ότι η αστυνομία δεν θα τον προστάτευε.

 

Εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή ο λειτουργός ανέφερε ότι τα όσα ισχυρίστηκε ο Αιτητής αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση τους μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Ως εκ τούτου ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή απορρίφθηκε.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία στη βάση του ισχυρισμού περί των προσωπικών του στοιχείων, που αποτελεί και τον μοναδικό ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός, ο λειτουργός επισήμανε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του θα κινδυνεύσει με δίωξη ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Επισημάνθηκε δε ότι πρόκειται για άτομο ενήλικο, μορφωμένο και δεν παρουσιάζει θέματα υγείας καθώς και ότι στη πολιτεία Delta στην οποία αναμένεται να επιστρέψει, δεν διαπιστώνεται να επικρατούν συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Κρίθηκε συνεπώς ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του δίωξη η πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Κατά τη Νομική Ανάλυση, ο λειτουργός ασύλου έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το Άρθρο 1Α 2 της συνθήκης της Γενεύης και του Άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 αφού δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτητή τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Όσον αφορά την υπαγωγή του στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ο λειτουργός ασύλου ανέφερε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2) (α), (β) και (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 καθώς ο Αιτητής εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α) ή να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (β). Κρίθηκε περαιτέρω αναφορικά με το άρθρο 19 (2) (γ), ότι  ο Αιτητής επιστρέφοντας στη χώρα καταγωγής του δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτής άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού ασύλου όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:


Καταρχάς, συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι ότι ο Αιτητής, ήτοι ότι εγκατέλειψε τη Νιγηρία εξαιτίας των απειλών του θείου του ο οποίος επιθυμούσε να κατασχέσει την πατρική περιουσία και ευθύνεται για τη δηλητηρίαση των γονιών του, ο λειτουργός ασύλου έκρινε – και ορθά – ότι ο ισχυρισμός αυτός στερείται τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής αξιοπιστίας. Πράγματι, η αφήγηση του Αιτητή χαρακτηρίζεται από αλληλοαναιρούμενες δηλώσεις, ουσιώδεις ασάφειες, γενικόλογες αναφορές, αντιφάσεις και έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, γεγονός που καθιστά αδύνατο τον σχηματισμό πεποίθησης ως προς την αληθοφάνεια των γεγονότων που επικαλείται.

 

Πέραν των σημείων που ορθώς επεσήμανε ο λειτουργός ασύλου, και τα οποία αφορούν τις εκ διαμέτρου αντίθετες δηλώσεις του Αιτητή για την αιτία θανάτου των γονιών του (αρχικά αυτοκινητιστικό δυστύχημα, εν συνεχεία δηλητηρίαση), τον ισχυρισμό ότι γνωρίζει πως δηλητηριάστηκαν χωρίς ωστόσο να προσκομίζει οποιοδήποτε έγγραφο από το νοσοκομείο ή να παραθέτει επαρκής λεπτομέρειες επί του ισχυρισμού αυτού, αλλά και την ασυνέπεια ως προς το ποιος μετέφερε τους γονείς του στο νοσοκομείο, επισημαίνεται επιπρόσθετα και η εσωτερική αντίφαση που εντοπίζεται στην ίδια του τη λογική επιχειρηματολογία: ο Αιτητής δηλώνει ότι εγκατέλειψε τη χώρα για να διασωθεί από τον θείο του, αλλά ταυτοχρόνως αρνείται να παραχωρήσει την περιουσία στον εν λόγω θείο, ισχυριζόμενος πως προτιμά να τον σκοτώσει παρά να του την παραδώσει. Ο εν λόγω ισχυρισμός έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ίδια τη βάση του αιτήματος διεθνούς προστασίας, αφού αποκαλύπτει πρόθεση αντιπαράθεσης και όχι φυγής από κίνδυνο.

 

Περαιτέρω, η δήλωσή του ότι δεν απευθύνθηκε στην αστυνομία γιατί «θα δωροδοκηθεί» ή «δεν θα τον προστατεύσει», δίχως να επικαλείται συγκεκριμένα περιστατικά διαφθοράς ή αποτυχημένων προσπαθειών καταγγελίας, παραμένει αόριστη και δεν αρκεί από μόνη της για να στοιχειοθετήσει την αδυναμία κρατικής προστασίας. Την ίδια ώρα, ενώ διατείνεται ότι κινδυνεύει από τον θείο του, δηλώνει ότι παρέδωσε όλα τα έγγραφα της περιουσίας στην αδελφή του, πρόσωπο με το οποίο δεν έχει καμία επικοινωνία, γεγονός που εγείρει ερωτήματα ως προς την ευλογοφάνεια της πράξης αυτής, ιδίως εφόσον ισχυρίζεται ότι ο θείος του αγνοεί τη σχετική μεταβίβαση.

 

Η απάντησή του, επιπλέον, ότι η αδελφή του δεν κινδυνεύει επειδή «είναι γυναίκα» και «ο θείος του δεν ξέρει ότι έχει τα χαρτιά», αποκαλύπτει μια κατασκευασμένη αφήγηση χωρίς συνεκτικότητα, καθώς αν ο θείος του είναι τόσο αποφασισμένος να κατασχέσει την περιουσία ώστε να έχει ήδη φονεύσει τους γονείς του, εύλογα θα επιδίωκε και την πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα, και θα είχε εντοπίσει την αδελφή του στην ίδια πόλη, ιδίως εφόσον – κατά δήλωση του Αιτητή – ο κοινωνικός ιστός είναι πυκνός και «όλοι μιλούν μεταξύ τους».

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του Αιτητή, δεδομένης της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής του ισχυρισμού αυτού εκ της αοριστίας και της γενικότητας που χαρακτηρίζει το αφήγημα του Αιτητή δεν προκύπτει ανάγκη για εξέταση της εξωτερικής τους συνοχής, με αναφορά σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα καταγράφονται στο εγχειρίδιο της EASO (νυν EUAA), Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System[1], σελ.169 όπου διαλαμβάνονται συγκεκριμένα τα ακόλουθα:

 

«This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds.»

      

Βλέπε σχετικώς και τα όσα αναφέρθηκαν επί του ζητήματος τούτου στην   πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην FERDINAND EBELE EWELUKWA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 18/2023, 31.10.2024.

 

Σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί ύπαρξης απειλών λόγω κτηματικής διαφοράς, στοιχειοθετούν την έννοια της ιδιωτικής διαφοράς, οι δε ιδιωτικές διαφορές που καταρχήν δεν σχετίζονται προς τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Η παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας δε δύναται να υποκαταστήσει την κρατική προστασία, και εν προκειμένω ο Αιτητής θα μπορούσε να αναζητήσει και να λάβει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής του.

 

Συνεκτιμώντας όλα τα ανωτέρω, είναι προφανές ότι η απόρριψη του ισχυρισμού του Αιτητή από τον λειτουργό ασύλου βασίστηκε σε μια εύστοχη και εμπεριστατωμένη εκτίμηση της εσωτερικής ασυνέπειας των δηλώσεών του, της απουσίας οποιασδήποτε αντικειμενικής τεκμηρίωσης, της έλλειψης λογικής συνέπειας και της γενικόλογης περιγραφής της απειλής που επικαλείται. Η αξιολόγηση κρίνεται ορθή και απολύτως αιτιολογημένη, ενώ από το σύνολο της συνέντευξης και των απαντήσεων του Αιτητή αναδύεται η εικόνα ενός εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστου ισχυρισμού, ο οποίος δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του νομικού πλαισίου περί προσφυγικού καθεστώτος.

 

Καταλήγω συνεπώς ότι ο δεύτερος αυτός ισχυρισμός του Αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός και αυτός απορρίπτεται ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος. Πρόσθετα, ενόψει των πιο άνω ο ισχυρισμός του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και του ισχυρισμού περί προσωπικών στοιχείων του Αιτητή που έγινε αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβη» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά  Bundesrepublic Deutschland[2] ότι συνιστούν:

 

«(…) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[3], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[4]: 

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.  Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[5] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι ήτοι την πολιτεία Δέλτα της Νιγηρίας. Εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφέρουν οτι  το 2024, το Δέλτα του Νίγηρα παρουσίασε σχετική σταθερότητα, με αξιοσημείωτη μείωση του κινδύνου συγκρούσεων και της θανατηφόρας βίας σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Τα στοιχεία δείχνουν μείωση κατά 30% της θανατηφόρας βίας, με τις αναφερθείσες θανατηφόρες απώλειες να μειώνονται από 1.019 το 2023 σε 713 το 2024[6].

 

Ωστόσο, για λόγους πληρότητας της έρευνας, θα παρατεθούν τα πιο πρόσφατα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας που σημειώθηκαν στην πολιτεία Delta της Νιγηρίας κατά το τελευταίο έτος. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED (“Armed Conflict Location and Event Data Project”) για το διάστημα από 13.04.2024 μέχρι 11.04.2025, σημειώθηκαν στη περιοχή Deta της Νιγηρίας 144 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως συνέπεια τον θάνατο 111 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών,  76 περιστατικά συνίσταντο σε μάχες (77 θάνατοι), 50 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (27 θάνατοι), 11 περιστατικά εξεγέρσεων (7 θάνατοι) 2 περιστατικά εκρήξεων/απομακρισμένης βίας (0 Θάνατοι) και 2 ήταν περιστατικά διαδηλώσεων (0 θάνατοι)[7].

 

Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, στον τελευταίο τόπο διαμονής του και ως εκ τούτου δεν διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή.  Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άντρας, υγιής, μορφωμένος, πλήρως ικανός προς εργασία και χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας. Ο Ατητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Καταληκτικά λαμβάνω υπόψη μου, πρόσθετα και συμπληρωματικά των ανωτέρω, ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πιο πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ενόψει των ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System' (2023), 136 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 08.11.2024

[2] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[3] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[4]Απόφαση στην υπόθεση C465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji ;κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

 

[5] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

[7] Explorer - ACLED: https://acleddata.com/explorer/


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο