
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.377/25
15 Απριλίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
D. O.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κκ Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον αιτητή
Κος Α. Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.05/04/24, η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, και απόφαση του Δικαστηρίου δια της οποίας να αναγνωρίζεται ο αιτητής ως πρόσφυγας ή, διαζευκτικά, να αναγνωρίζεται ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας ή δια της οποίας να αναγνωρίζεται ότι η απόφαση επιστροφής που εκδόθηκε αντίκεται στα αρ.2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής ΕΣΔΑ).
Οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν δια της ενστάσεως τους προδικαστική ένσταση αναφορικά με το εκπρόθεσμο καταχώρισης της παρούσας.
Ακολούθως της εγέρσεως της ως άνω προδικαστικής ενστάσεως οι καθ’ ων η αίτηση επικοινώνησαν με το Δικαστήριο δια ηλεκτρονικού μηνύματος ημ.17/03/25, το οποίο κοινοποιήθηκε στους συνηγόρους του, όπου επισημάνθηκε ότι ο αιτητής στην παρούσα τελεί υπό κράτηση δυνάμει διατάγματος κράτησης, το οποίο προσεβλήθη στην προσφυγή αρ.188/25, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, και ζητήθηκε, ενόψει του ότι μέρος των επιδίκων θεμάτων στις δύο προσφυγής τέμνονται, αφού, ως ανέφεραν, κρίσιμο για την εν λόγω προσφυγή, όπου επίδικο είναι διάταγμα κράτησης και διάταγμα απέλασης κατά του εδώ αιτητή, είναι το κατά πόσο αυτός μπορεί να θεωρηθεί «αιτητής ασύλου», το οποίο - ως ανέφεραν - συνδέεται με το κατά πόσο η παρούσα προσφυγή είναι ή όχι εμπρόθεσμη. Δεδομένου των ως άνω και λαμβανομένων υπόψη των χρονικών περιθωρίων που αντιμετωπίζει το Διοικητικό Δικαστήριο επί της ως άνω προσφυγής αλλά και του ότι ο αιτητής τελεί υπό κράτηση, έκρινα σκόπιμο να επιληφθώ της παρούσης κατά προτεραιότητα και γι’ αυτό έδωσα οδηγίες όπως η παρούσα προσφυγή οριστεί στις 21/03/25 για οδηγίες και ανίχνευση των επίδικων θεμάτων αλλά και επίσπευση της διαδικασίας.
Κατά τη δικάσιμο στις 21/03 εκφράστηκε η πρόθεση από τους συνηγόρους του αιτητή να προσφέρουν μαρτυρία επί της προδικαστικής ενστάσεως με την μορφή ιατρικής έκθεσης, δια της οποίας, ως ανέφεραν, θα αποδεικνυόταν ότι ο αιτητής αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα, εκ των οποίων δεν κατέστη δυνατό να καταχωρήσει εντός των 30 ημερών από την επίδοση της επίδικης απόφασης την παρούσα. Δεδομένου ότι η ανάγκη για τέτοια μαρτυρία θα έπρεπε να ήταν εις γνώση του αιτητή ήδη πριν από την καταχώρηση της παρούσης (εφόσον είχαν παρέλθει 9 μήνες από τη λήξη της προθεσμίας προσβολής της), και συνεπώς θα αναμενόταν τέτοια μαρτυρία να είχε καταχωρηθεί με την καταχώρηση της παρούσης προσφυγής [βλ. κ.3 (α) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)], αλλά και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για ταχεία διεκπεραίωση της, η προσφυγή ορίστηκε για εκδίκαση προδικαστικού σημείου, ήτοι της προδικαστικής ενστάσεως επί του εκπροθέσμου στις 07/04/25. Κατ’ εκείνη την μέρα, ως ήταν η οδηγίες του Δικαστηρίου, ο αιτητής θα έπρεπε να έχει στη διάθεση του την προτιθέμενη να καταχωρηθεί μαρτυρία, για την οποία θα υποβαλλόταν προφορικό αίτημα προσαγωγής, ώστε το Δικαστήριο να αποφασίσει πρώτα αν θα δεχθεί την προσαγωγή της και να προχωρήσει με ακρόαση της προδικαστικής ενστάσεως σε κάθε περίπτωση στην ίδια δικάσιμο, στα πλαίσια της οποίας θα αγόρευαν προφορικά τα μέρη.
Στις 07/04/25 η συνήγορος του αιτητή ανέφερε ότι δεν κατέστη δυνατό να εξασφαλιστεί η μαρτυρία, ήτοι ιατρική έκθεση αναφορικά με την κατάσταση του αιτητή και υπέβαλε αίτημα αναβολής της ακρόασης του προδικαστικού σημείου περί του εκπροθέσμου, ώστε να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες προς εξασφάλιση της μαρτυρίας. Για τους λόγους που ανέφερα στη σχετική μου απόφαση που δόθηκε από την έδρα εκείνη την ημέρα, το αίτημα αναβολής απορρίφθηκε, κατόπιν στάθμισης των ως άνω δεδομένων και δόθηκαν οδηγίες στα μέρη να τοποθετηθούν προφορικώς επί της προδικαστικής ενστάσεως. Επί τούτου θα επανέλθω πιο κάτω, όπου τούτο κριθεί σκόπιμο για τους σκοπούς της παρούσας, με δεδομένο ότι ορισμένα εκ των ζητημάτων που εξετάστηκαν στα πλαίσια του αιτήματος αναβολής αφορούν και την παρούσα κρίση επί του εκπροθέσμου ή μη της προσφυγής.
Αγορεύοντας λοιπόν προφορικά η μεν συνήγορος του αιτητή ανέφερε ότι λόγω ανωτέρας βίας ο αιτητής δεν μπορούσε να καταχωρήσει εμπροθέσμως την παρούσα προσφυγή, ο δε συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι, δεδομένου ότι έλαβε γνώση της εδώ επίδικης απόφασης στις 05/04/24 και η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε στις 14/02/25 και ενόψει του ότι ουδέν ετέθη ενώπιον του Δικαστηρίου περί του αντιθέτου, η προσφυγή θα πρέπει να θεωρηθεί εκπρόθεσμη και δια τούτο απαράδεκτη.
Επανέρχομαι στα ενώπιον μου στοιχεία και δεδομένα.
Ως προκύπτει από τον Φάκελο η επίδικη απόφαση επιδόθηκε στον αιτητή στις 05/04/24 στην αγγλική, η οποία είναι και η μητρική του γλώσσα (ερ.54, 3) η δε παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε στις 14/02/25, ήτοι πέραν των 9 μηνών αφότου εξέπνευσε η δοθείσα δια της επίδικης απόφασης προθεσμία των 30 ημερών για την προσβολή της.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή ανέφερε ότι ο αιτητής προσήλθε στα γραφεία τους την προηγούμενη της καταχώρησης της προσφυγής, μαζί με άτομο ο οποίος προτίθετο να τον εργοδοτήσει και την επόμενη μέρα της καταχώρησης της παρούσης προσφυγής ο αιτητής τέθηκε υπό κράτηση. Ως περαιτέρω αναφέρθηκε, ο συνήγορος του, λόγω και του ότι έλειπε στο εξωτερικό από 25/03 μέχρι 01/04, συνάντησε τον αιτητή στον αστυνομικό σταθμό Λυκαβηττού, όπου κρατείται, την προηγούμενη Παρασκευή (04/04). Η μαρτυρία δε που θα έφερνε ο αιτητής περιλάμβανε, ως ανέφερε η συνήγορος του, φωτογραφίες του αποθανόντος αδελφού του αιτητή και είναι εκ της δολοφονίας του αδελφού του που ο αιτητής άρχισε να αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα, χωρίς να γνωρίζει κατά ποιο χρονικό διάστημα «ο αιτητής δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον», ως ανέφερε στην προσπάθεια της η συνήγορος του αιτητή να περιγράψει την κατάσταση του. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου σχετικά με το πότε απεβίωσε ο αδελφός του αιτητή αναφέρθηκε ότι αυτό έγινε το 2022, αλλά ο ίδιος έμαθε γι’ αυτό μεταγενέστερα, χωρίς να είναι σε θέση να αναφέρει το πότε.
Επί των ανωτέρω οι καθ’ ων η αίτηση υπέδειξαν ότι, σύμφωνα με το ερ.18 - Χ3 και ερ.20, ο αιτητής δούλευε κατά τον χρόνο της συνέντευξης (15/03/24), μόλις ένα μήνα - ως σημείωσαν - προτού του επιδοθεί η επίδικη απόφαση (05/04/24), ως κηπουρός πλήρους απασχόλησης και όταν ρωτήθηκε δε αναφορικά με τυχόν αδέλφια, ο αιτητής δήλωσε ότι είναι μοναχοπαίδι και δεν γνωρίζει αν έχει ετεροθαλή αδέλφια. Ως λοιπόν ανέφεραν οι καθ’ ων η αίτηση, αυτά που ανέφερε η συνήγορος του αιτητή περί θανάτου του αδελφού του εκ του οποίου ο αιτητής περιήλθε σε κακή ψυχολογική κατάσταση, έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις δηλώσεις του αιτητή κατά την επίδικη συνέντευξη. Το ότι δε εργαζόταν κανονικά, και μάλιστα προτίθετο να εργαστεί και πάλι, αφού - ως η συνήγορος του αιτητή ανέφερε - αυτός επισκέφτηκε τα γραφεία τους πριν την καταχώρηση της παρούσης με το άτομο που θα τον εργοδοτούσε, δεν δείχνουν άτομο που, ως η συνήγορος του ανέφερε, «δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον». Άλλωστε, ως περαιτέρω εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, όταν ο αιτητής ρωτήθηκε κατά τη συνέντευξη αν είχε οιονδήποτε πρόβλημα υγείας και αν είναι σε θέση να διενεργηθεί η συνέντευξη, απάντησε αρνητικά και καταφατικά αντίστοιχα (ερ.21), πράγμα που έρχεται και πάλι σε αντίθεση με τα όσα ισχυρίστηκε η συνήγορος του. Μάλιστα έκτοτε κατάφερε να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του, ο οποίος τον εκπροσωπεί και στην παρούσα αλλά και στην ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγή, πράγμα που - ομοίως - με τα ως άνω δεν συνηγορεί υπέρ των όσων ισχυρίστηκε η συνήγορος του.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι οι ως άνω αντιφάσεις, δεδομένου και του ότι του εδόθη χρόνος 17 ημερών ούτως ώστε να προσκομίσει μαρτυρία προς υποστήριξη των ισχυρισμών του περί κακή ψυχολογικής κατάστασης, ενδεχομένως και χωρίς να χρειάζεται, αρχικώς, να υποστηρίζεται απαραίτητα από ιατρική έκθεση, χρόνος που παρήλθε άπρακτος, ήταν και μερικοί από τους λόγους που δεν δόθηκε αναβολή με σκοπό την προσκόμιση τέτοιας μαρτυρίας, ως ήταν η πρόθεση που εκφράστηκε από τους συνηγόρους του αιτητή.
Σημειώνω εδώ ότι, ως και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.131/10, Γιώργος Ν. Φάντης ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ), ημ.12/11/12, με αναφορά και στη σχετική αυθεντία αναφέρεται, «[τ]ο βάρος απόδειξης του ισχυρισμού ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη φέρει το μέρος που επικαλείται το εκπρόθεσμο (βλέπε μεταξύ άλλων Kritiotis v. Municipality of Paphos and others (1986) 3 C.L.R. 322).».
Εν προκειμένω, ως από το περιεχόμενο του Φακέλου προκύπτει, ο αιτητής έλαβε πλήρη γνώση της επίδικης απόφασης στις 05/04/24 (ερ.68, 3), όταν του δόθηκε η ενημερωτική επιστολή στην μητρική του γλώσσα, η οποία αναγράφει τους λόγους, το περιεχόμενο, την κατάληξη, την προθεσμία και το ένδικο μέσο προσβολής της επίδικης απόφασης (βλ. Papaioannou ν. The Republic (1982) 3 CLR 103, ημ.25/02/82). Άρα, δεδομένου ότι εκ του περιεχομένου του φακέλου οι καθ’ ων η αίτηση απέσεισαν το βάρος απόδειξης που τους αναλογούσε, ήταν στους ώμους του αιτητή το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του ότι η προθεσμία των 30 ημερών διεκόπη, ως ισχυρίστηκε.
Εκ της πλούσιας επί τούτου νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθίσταται σαφές ότι η προθεσμία είναι επιτακτική και διακόπτεται μόνο ενόψει εξαιρετικών συνθηκών και μόνο για όσο καιρό αυτές υφίστανται. Στην σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Σταύρος Μαραγκού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1997) 1 ΑΑΔ 1715, (Ολομέλεια), λέχθηκαν τα εξής:
«Ο χρόνος για την άσκηση προσφυγής καθορίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα, στην παράγραφο 3 του Άρθρου 146, το οποίο κατοχυρώνει δικαίωμα προσφυγής κατά αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων οργάνου ή αρχής ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία.
«Η προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μή δημοσιεύσεως, ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ’ ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος.»
Οι πρόνοιες του Άρθρου 146.3, όπως έχουν αυθεντικά ερμηνευθεί είναι επιτακτικές και τυγχάνουν εφαρμογής χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται η παράταση του χρόνου που καθορίζεται στο Άρθρο 146.3. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η ροή του χρόνου των 75 ημερών μπορεί να ανακοπεί, για όσο χρόνο αυτές διαρκούν· ο χρόνος συνεχίζει να τρέχει μόλις αυτές παρέλθουν. Εξαιρετικές περιστάσεις είναι συνώνυμες με περιστάσεις ανωτέρας βίας «force majeure», οι οποίες καθιστούν την άσκηση προσφυγής για όσο χρόνο διαρκούν, αδύνατη. (Βλ. Μεταξύ άλλων John Moran and The Republic (Attorney-General and Minister of Interior) 1 R.S.C.C. 10, 13. Joyce Marcoullides & The Greek Communal Chamber (Director of Greek Education) 4 R.S.C.C. 7, 10. Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260, 270, 271.) »
Ουδέν ετέθη ενώπιον του Δικαστηρίου που να αποδεικνύει ότι συντρέχουν εν προκειμένω λόγοι ανωτέρας βίας ή άλλες εξαιρετικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να διακόψουν την προθεσμία 30 ημερών που έτρεχε από την επίδοση επίδικης απόφασης, για την προσβολή της. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι ακόμα και τα όσα ισχυρίστηκε ατεκμηρίωτα η συνήγορος του αιτητή περί ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε συνεπεία της δολοφονίας του αδελφού του έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τα ενώπιον μου στοιχεία, ως ανωτέρω εξηγώ.
Εν προκειμένω, δεδομένου ότι, στη βάση των ανωτέρω, οι καθ’ ων η αίτηση απέσεισαν το βάρος απόδειξης, στη βάση των στοιχείων του φακέλου, ότι η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε εκπροθέσμως, στην απουσία μαρτυρίας για οιονδήποτε εξαιρετικό λόγο που θα μπορούσε να συντείνει στην διακοπή της επιτακτικής προθεσμίας των 30 ημερών, ουδείς λόγος ετέθη ενώπιον μου που να ανατρέπει τα ως άνω.
Η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει.
Η προσφυγή έχει καταχωρηθεί εκπροθέσμως και απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο