
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.4097/23
17 Απριλίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Y. M.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κκ Δημήτριος Α. Παυλίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Aιτητή
Κα Α. Παπαδοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που του κοινοποιήθηκε στις 06/10/23 δι’ επιστολής ημερομηνίας 26/09/23, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, τόσο αναφορικά με την πτυχή του προσφυγικού καθεστώτος και συμπληρωματικής προστασίας (Αιτητικά Α & Β), όσο και αναφορικά με την απόφαση επιστροφής του και της διαπίστωσης ότι δεν είναι σε παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης (Αιτητικό Γ), ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Σιέρρα Λεόνε, εισήλθε ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, από τα κατεχόμενα, στις 13/05/21 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 17/06/21 (ερ.1-3, 71). Σημειώνεται ότι η αίτηση του είχε απορριφθεί στις 29/03/22, λόγω σιωπηρής απόρριψης ένεκα του ότι ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε σε κλήση για συνέντευξη και ο φάκελος επανανοίχθηκε κατόπιν σχετικού αιτήματος του ημ.21/09/22 (ερ.27-37).
Στις 10/07/23 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.54-71). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και Εισήγηση και στις 11/08/23 η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε (ερ.96-107).
Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του δόθηκε διά χειρός στις 06/10/23 στην αγγλική γλώσσα, την οποία κατανοεί (ερ.109, 3).
Στην αρχική αίτηση ο αιτητής κατέγραψε ότι φοιτά στην ιατρική σχολή και εργαζόταν σε Κοινοτικό Κέντρο Υγείας έπειτα από 3 χρόνια εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο της Σιέρρα Λεόνε. Η 15η Νοεμβρίου 2020, ως αναφέρει, ήταν η απαρχή των βασάνων του, εξ αιτίας ενός ατόμου που εισήχθη στο νοσοκομείο της ανατολικής επαρχίας της Σιέρρα Λεόνε, όπου και απεβίωσε εξαιτίας συγκεκριμένου παρασίτου, αμέσως έπειτα από θεραπεία πρώτων βοηθειών. Ο ανώτερος ιατρός, ως αναφέρει στην αίτηση ο αιτητής, προσήλθε γρήγορα, ανακοινώνοντας το θάνατο του συγκεκριμένου προσώπου στην οικογένεια του τελευταίου. Η οικογένεια του αποθανόντος ισχυρίστηκε πως ο αιτητής ήταν υπεύθυνος του θανάτου, με ορισμένα μέλη να αναφέρουν πως θα τον πολεμήσουν, είτε με σωματικό είτε με πνευματικό τρόπο, ώστε να εξασφαλίσουν ότι θα πεθάνει. Έπειτα τούτου, ο αιτητής στοχοποιήθηκε από την οικογένεια, η οποία τον αναζητούσε προκειμένου να τον δολοφονήσει και έτσι αποφάσισε να φύγει από τη χώρα καταγωγής. Παρότι ο αιτητής, ως αναφέρει, ακόμα και αν απαλλαχθεί από τις αρχές από ευθύνη για τον θάνατο του εν λόγω ατόμου, εντούτοις η οικογένεια του θανούντος τον αναζητά.
Στην αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του ο αιτητής καταγράφει ότι υπήρξε ατύχημα στο νοσοκομείο όπου εργαζόταν ως νοσοκόμος. Ο γιατρός πραγματοποίησε εγχείρηση όμως ο ασθενής απεβίωσε. Ως αναφέρει, ακολουθήθηκαν οι ορθές πρακτικές και δόθηκε φαρμακευτική αγωγή όπως ο ιατρός την είχε συνταγογραφήσει. Τα μέλη της οικογένειας του ασθενή κατηγόρησαν τον αιτητή ότι αυτός αποτελεί τον λόγο θανάτου του. Ο αιτητής απειλήθηκε, ενώ του δημιουργήθηκε σωματικό τραύμα. Δύο ημέρες μετά βρήκε τον φίλο του νεκρό, ως αναφέρει ο αιτητής, και ο πατέρας του αποβιώσαντος ασθενή υποσχέθηκε στον αιτητή ότι ήρθε η ώρα να σκοτώσουν και τον ίδιο.
Κατά τη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε ότι δε διαθέτει οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας, γεννήθηκε στην περιοχή Koindu, επαρχία Qailahun της Σιέρρα Λεόνε, όπου μεγάλωσε, από το 2003 διέμεινε στην πόλη Freetown, με τη θεία του, η οποία, ως αναφέρει, τον διέτασσε καθημερινά να πωλεί νερό στο δρόμο αλλά ο ίδιος αρνείτο. Ο πατέρας του απεβίωσε για άγνωστους λόγους, η μητέρα του, με την οποία διατηρεί επαφή, διαμένει στο Koindu, όπως και τα τέσσερα αδέλφια του, ο ίδιος έχει λάβει τριτοβάθμια εκπαίδευση και εργαζόταν ως νοσοκόμος από το 2015.
Εξηγώντας τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής εξήγησε πως από το Μάιο 2016 ξεκίνησε να εργάζεται σε νοσοκομείο, όπου έκανε πρακτική άσκηση, με τον ιατρό που ήταν ανώτερός του να πραγματοποιεί τη συνέντευξή για την πρόσληψη του. Ερωτηθείς σχετικά με τα προσόντα της εργασίας του, ο αιτητής εξήγησε πως έχει λάβει το πτυχίο του, διαθέτει κάποιες πληροφορίες στο τηλέφωνό του, ωστόσο δεν είναι σε θέση να ανακαλέσει όσα γράφονται στο πτυχίο του, καθώς, ως ανέφερε, έχει γίνει χρήση μαύρης μαγείας εναντίον του από συγκεκριμένα πρόσωπα. Διαθέτει ακόμα άδεια εργασίας, αλλά όχι άδεια εξάσκησης της νοσηλευτικής. Κατά την εργασία του έλαβε χώρα περιστατικό κατά το οποίο ο ανώτερός του πραγματοποίησε εγχείρηση σε πρόσωπο, και, ενώ καθάριζαν το χώρο, πρόσεξαν κινήσεις του σώματος του ασθενούς και κάλεσαν τον ιατρό, ωστόσο ο ασθενής είχε ήδη αποβιώσει. Η σύζυγος, κάποια από τα παιδιά και τα αδέλφια του αποβιώσαντος κατηγόρησαν τον αιτητή και συνάδελφό του για το θάνατο, καθώς ο ιατρός είχε ενημερώσει την οικογένεια για την καλή κατάσταση του μετά την εγχείρηση, ωστόσο ο ασθενής απεβίωσε.
Ο αιτητής δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει το λόγο θανάτου του εν λόγω προσώπου, καθώς δε διέθεταν, ως ανέφερε, μηχάνημα που θα ήταν σε θέση να ανιχνεύσει την αιτία θανάτου αποβιωσάντων. Οι γονείς του αποβιώσαντος κατήγγειλαν τον ιατρό στις αρχές, με την έρευνα να συνεχίζεται, χωρίς καταληκτικό συμπέρασμα. Ενόψει της έρευνας, τόσο ο αιτητής όσο και ο συνάδελφός του κρατήθηκαν. Έπειτα από περίοδο μίας εβδομάδας, ενώ επέστρεφαν από την εργασία τους, ο φίλος του είδε την οικογένεια του ανθρώπου, επιτέθηκαν και ξυλοκόπησαν τον φίλο του και στο νοσοκομείο διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Την ίδια εβδομάδα, δύο από τα αδέλφια του αποβιώσαντος, ήλθαν στην κατοικία του αιτητή και υπήρξε διένεξη, με το ένα πρόσωπο να κάνει χρήση μαχαιριού. Η αστυνομία ανέλαβε έπειτα από κλήση περίοικων προσώπων, συνέλαβε τον αιτητή, καθώς είχε ήδη τραυματίσει το άλλο πρόσωπο, και τον οδήγησε στο νοσοκομείο. Ο αιτητής τοποθέτησε το περιστατικό χρονικά στις 24/01. Η καταδίωξή του αιτητή συνεχίστηκε και εντός του νοσοκομείου, καθώς έπειτα από τρεις ημέρες αποπειράθηκαν να του επιτεθούν ξανά, με αποτέλεσμα να αλλάξει νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν. Στο τελευταίο αυτό νοσοκομείο παρέμεινε για περίοδο περίπου μίας εβδομάδας, και έπειτα διέφυγε, υποκρινόμενος πως πονάει και χρειάζεται αέρα, καθώς θα οδηγούνταν στο Δικαστήριο. Ως αναφέρει ο αιτητής, ο θεράπων ιατρός του είχε προτείνει να φύγει από τη χώρα, καθώς τα πρόσωπα που τον δίωκαν ήταν ικανά ακόμα και για εξάσκηση μαύρης μαγείας στον αιτητή.
Η αστυνομία, ως ανέφερε ο αιτητής, εξακολουθεί να αναζητά ενώ συνέλαβαν την μητέρα του με την κατηγορία ότι δεν παρουσίαζε αυτόν στις αρχές. Έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα, και ενόψει του ότι ο αιτητής είναι ενήλικας, η μητέρα του απελευθερώθηκε. Σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, φοβάται ότι θα διωχθεί από την οικογένεια του αποβιώσαντος ασθενούς και θα μοιραστεί «την τύχη του συναδέλφου» του.
Οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν και αξιολόγησαν 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.
1. Ταυτότητα, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή
2. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι σπούδασε νοσηλευτική σε κολλέγιο και εργαζόταν από το 2015 μέχρι το 2021 στο νοσοκομείο Calabar της Freetown
3. Κατά τη διάρκεια της βάρδιας του στις 12/01/21 ένας άνδρας απεβίωσε μετά από εγχείρηση και η οικογένεια του αποθανόντος κατηγόρησε και επιτέθηκε στον αιτητή
Αναφορικά με τον 1ο εκ των ως άνω ισχυρισμών, κρίθηκε ότι πληρείται η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός έγινε αποδεκτός.
Αναφορικά με τον 2ο ως άνω ισχυρισμό κρίθηκε ότι δεν πληρείται η εσωτερική αξιοπιστία καθώς ο αιτητής δεν έδωσε ικανοποιητικές, επαρκείς και συνεκτικές πληροφορίες σχετικά με όσα ανέφερε. Συγκεκριμένα, ως οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν στην επίδικη έκθεση, αξιολογήθηκε ως μη συνεκτική η δήλωσή του σχετικά με την είσοδό του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κατά την ηλικία των δεκαέξι ετών, ενώ η απάντησή του αξιολογήθηκε ως μη συνεπής. Περαιτέρω εντοπίστηκε ασυνέπεια και έλλειψη συγκεκριμένων πληροφοριών ως προς τον τρόπο που προσελήφθη στο νοσοκομείο αλλά και τα χρόνια κατά τα οποία εργαζόταν εκεί. Εξίσου μη συνεκτικές και συγκεκριμένες κρίθηκαν οι δηλώσεις του αιτητή ως προς τα έγγραφα τα οποία όφειλε να καταθέσει, όπως εξάλλου και οι δηλώσεις του σχετικά με τα όσα αναγράφονταν επί του πτυχίου του και τα όσα ανέφερε περί εξάσκησης μαύρης μαγείας σ’ αυτόν εκ της οποίας δεν θυμόταν τις πληροφορίες αυτές. Στο πλαίσιο της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού αξιολογήθηκε ότι το κολλέγιο FBC δεν έχει πρόγραμμα σπουδών νοσηλευτικής, εντοπίστηκε όμως η ύπαρξη του νοσοκομείου όπου ο αιτητής εργαζόταν, ως ισχυρίστηκε. Ενόψει της έλλειψης εσωτερικής και εξωτερικής συνοχής, δεδομένου του εντοπισμού αντιφατικών πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής σχετικά με την έλλειψη προγράμματος νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου FBC, ο εν λόγω ισχυρισμός έτυχε απόρριψης.
Αναφορικά με τον 3ο ως άνω ισχυρισμό κρίθηκε ότι - ομοίως προς τον 2ο ισχυρισμό - δεν πληρείται η εσωτερική αξιοπιστία καθώς ο αιτητής δεν έδωσε ικανοποιητικές, επαρκείς και συνεκτικές πληροφορίες σχετικά με όσα ανέφερε. Συγκεκριμένα κρίθηκαν ασυνεπείς οι ισχυρισμοί του σχετικά με την οικογένεια του αποβιώσαντος και τα πρόσωπα τα οποία κατηγόρησαν, ενώ κρίθηκε ακόμα πως ο αιτητής δεν εξήγησε τα γεγονότα και τη χρονική τους αλληλουχία με συνεπή τρόπο. Αντίστοιχα, σχετικά με την επίθεση σε βάρος του, κρίθηκε πως οι δηλώσεις του αιτητή δεν υπήρξαν συνεκτικές και οι περιγραφές των κατ’ ισχυρισμό επιθέσεων που δέχθηκε ασυνεπείς και ελλιπείς. Η απάντησή του σε σχέση με το συνολικό αριθμό των προσώπων δεν υπήρξε συγκεκριμένη, ενώ δεν υπήρξε συνεπής και συγκεκριμένη ούτε η απάντησή του σχετικά με το λόγο που η αστυνομία επέτρεψε στον ίδιο και τους δράστες της επίθεσης να βρίσκονται στο ίδιο νοσοκομείο. Μη συνεκτικοί κρίθηκαν οι ισχυρισμοί του και σχετικά με την παρουσία του φρουρών στο νοσοκομείο, ενώ δεν παρείχε ένα συνεπές χρονοδιάγραμμα των γεγονότων, χωρίς να βρίσκεται σε θέση να δικαιολογήσει τις ασυνέχειες που εντοπίστηκαν.
Σχετικά με την εξωτερική αξιοπιστία του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού, εντοπίστηκαν και παρατέθηκαν πληροφορίες σχετικά με το Στρατηγικό Πλάνο του Εθνικού Τομέα Υγείας 2017-2021 της Σιέρρα Λεόνε. Επιπλέον παρατέθηκαν χωρία της νομοθεσίας για τους ιατρικούς, η οποία προβλέπει τη διαδικασία που ακολουθείται σε περίπτωση θανάτου υπό διερεύνηση, όπου καταγράφεται ότι η υπόθεση παραπέμπεται από την αστυνομία σε ιατρικό εξεταστή, προκειμένου να εξαχθεί πόρισμα για τα αίτια θανάτου, πληροφορίες που έρχονται σε αντίθεση με τα όσα ο αιτητής ανέφερε περί μη εξαγωγής συμπεράσματος και μη διαθεσιμότητας κατάλληλων μηχανημάτων για εντοπισμό της αιτίας θανάτου ενός προσώπου. Ενόψει του ότι, ως κρίθηκε, η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού δε στοιχειοθετούνται, ο ισχυρισμός έτυχε απόρριψης.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν, κατόπιν ανασκόπησης της κατάστασης ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του αιτητή γενικότερα, ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, καθώς, ως διαπιστώθηκε, δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να εκτεθεί ο αιτητής σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του.
Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε κατά του αιτητή απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Στα πλαίσια των αγορεύσεων του ο αιτητής αναφέρει ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του και δεν έγινε ορθή αξιολόγηση, πράγμα που, ως ισχυρίζεται οδήγησε τους καθ’ ων η αίτηση σε απόφαση υπό καθεστώς πλάνης, χωρίς να αποδοθεί ως έπρεπε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, χωρίς να αξιολογηθούν οι προσωπικές της περιστάσεις και χωρίς να αιτιολογείται επαρκώς η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω αναφέρει ότι δεν έγινε η ορθή και πλήρης διαδικασία κατά τη συνέντευξη, σύμφωνα - μεταξύ άλλων - και με το αρ.17 του περί Προσφύγων Νόμου.
Οι καθ' ων η αίτηση αναφέρουν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή εξειδικεύεται και αναπτύσσεται δεόντως και είναι συνεπώς απορριπτέοι για τον λόγο αυτό. Περαιτέρω, απαντώντας σε έκαστο των προωθούμενων ισχυρισμών του αιτητή, αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, ορθή επί της ουσίας αυτής, λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, δόθηκε δεόντως η ευκαιρία στον αιτητή να τεκμηριώσει όσα ανέφερε και - σε κάθε περίπτωση - η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Τέλος αναφέρουν ότι τα ευρήματα τους επί της αξιοπιστίας των λεγομένων του αιτητή όσο και επί της μη ύπαρξης κινδύνου διώξεως και σοβαρής βλάβης είναι ορθά και απολύτως εύλογα υπό τις περιστάσεις.
Προτού προχωρήσω σημειώνω ότι, ως προκύπτει από τα ερ.54-71, έγινε εν προκειμένω πλήρης συνέντευξη με τον αιτητή, όπου του δόθηκε δεόντως η ευκαιρία να αναφέρει όσα επιθυμούσε, τόσο στα πλαίσια ελεύθερης αφήγησης των ισχυρισμών του όσο και στα πλαίσια αρκετών διευκρινιστικών ερωτήσεων που υποβλήθηκαν σε σχέση με όλη την έκταση του αφηγήματος του. Περαιτέρω, προτού αρχίσει η συνέντευξη εξηγήθηκε ο τρόπος και η μέθοδος διεξαγωγής της συνέντευξης και, μετά το πέρας αυτής, διαβάστηκε στον αιτητή το πρακτικό της συνέντευξης, όπου και αυτός επιβεβαίωση την πλήρη και ορθή καταγραφή των διαμειφθέντων.
Δεν διαπιστώνω λοιπόν οιονδήποτε σφάλμα στη διαδικασία ή παράβαση κάποιας εκ των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται στα αρ.13, 17 και 18 του Νόμου. Άλλωστε, δεδομένης της φύσης και της έκτασης ελέγχου που ασκεί το Δικαστήριο επί της επίδικης πράξης, με την επί της ουσίας πλήρη και εξ υπαρχής εξέταση όλων των ενώπιον του στοιχείων, ακόμα και ισχυρισμών που προβάλλονται για πρώτη φορά ενώπιον του, κάτι τέτοιο από μόνο του, χωρίς την παράθεση ισχυρισμών που θα ανέτρεπαν ενδεχομένως την απόφαση επί της ουσίας, δεν μπορεί να οδηγήσει άνευ ετέρου στην ακύρωση της. Εν προκειμένω ουδέν περαιτέρω αναφέρει ο αιτητής.
Δεδομένου ότι άπαντες οι λοιποί προωθούμενοι από τον αιτητή ισχυρισμοί συμπλέκονται με την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης προχωρώ με επί της ουσίας εξέταση των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».
Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:
«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […]
Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ενόψει και κατ’ εφαρμογή των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών θα συμφωνήσω με την απόρριψη ως αναξιόπιστου του 2ου και 3ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή, για τους λόγους που ενδελεχώς καταγράφονται στην επίδικη έκθεση (ερ.99-103), για τους λόγους που πιο κάτω θα εξηγήσω.
Ως προκύπτει από ανάγνωση του επίδικου πρακτικού της συνέντευξης, τα λεγόμενα του αιτητή στερούνται, επί πολλών και καίριων πτυχών του όλου αφηγήματος του, εύλογα αναμενόμενων στοιχείων, τα οποία θα έδιδαν την απαιτούμενη βιωματική διάσταση στα όσα εξιστορεί. Συγκεκριμένα, πέραν όσων επί τούτου αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση, τα οποία παρατίθενται και στα πλαίσια της παρούσης πιο πάνω, κατά την παράθεση της επίδικης έκθεσης, τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω, θεωρώ ότι η αποτυχία του αιτητή να δώσει επαρκείς πληροφορίες για τις σπουδές του, η απουσία βιωματικών στοιχείων σε σχέση τόσο με το περιστατικό του θανάτου ασθενούς στην υπηρεσία του αιτητή, όσο και τις κατ’ ισχυρισμό επιθέσεις που δέχθηκε από την οικογένεια του ατόμου αυτού, η αντιφάσεις που εντοπίστηκαν κατ’ αντιπαράθεση των λεγομένων του αιτητή με διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ), τα οποία δεν συνάδουν ούτε με τους ισχυρισμούς του περί των σπουδών του αλλά ούτε και με τα όσα ισχυρίστηκε περί του ότι δεν υπάρχουν τα απαραίτητα μηχανήματα για να διαπιστωθεί ο θάνατος ασθενούς και οι ασυνέπειες που εντοπίζω μεταξύ της 1ης αιτήσεως και του αιτήματος επανανοίγματος του φακέλου δεν αφήνουν περιθώρια αποδοχής του αφηγήματος του αιτητή.
Είναι κατάληξη μου ότι σε κανένα σημείο του αφηγήματος ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει, έστω το ελάχιστο, απ’ αυτό που εύλογα θα αναμενόταν να είναι σε θέση να αναφέρει, ήτοι μια συνεκτική, ευλογοφανή παράθεση σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο που δεν είχε βιώσει την εμπειρία που παραθέτει. Δεν έχω λοιπόν τίποτε να προσθέσω στα όσα ενδελεχώς καταγράφουν σχετικώς οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση , πέραν των ως άνω επί τούτου συνοπτικών διαπιστώσεων μου, τα οποία άλλωστε έχουν εντοπιστεί και από τους καθ’ ων η αίτηση.
Ενόψει της ως άνω κατάληξης απομένει η αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τελευταίο τόπο διαμονής του αιτητή (Freetown). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην επίδικη έκθεση γίνεται παράθεση πληροφοριών για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής όχι όμως και ειδικώς για τον τόπο διαμονής του αιτητή. Παραθέτω επί τούτου λοιπόν τα εξής.
Σύμφωνα με στοιχεία που αντλήθηκαν από τη βάση δεδομένων του ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού με έργο τη συλλογή, ανάλυση και χαρτογράφηση δεδομένων σχετικά με τις ημερομηνίες, τους δρώντες, τις τοποθεσίες, τους θανάτους και τους τύπους όλων των καταγεγραμμένων περιστατικών ασφαλείας σε παγκόσμια κλίμακα, το τελευταίο έτος, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 13/04/24 έως 11/04/25, καταγράφηκαν στην πόλη Freetown στη δυτική Σιέρρα Λεόνε 8 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων δεν προέκυψε κανένας θάνατος, και τα οποία τα οποία κατατάσσονται ως ακολούθως: 5 διαμαρτυρίες (protests), 2 αναταραχές (riots) και 1 περιστατικό βίας κατά αμάχων.[1] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της Freetown, σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2025, υπολογίζεται περί το 1.3 εκατομμύρια κατοίκων.[2]
Είναι κατάληξη μου ότι εκ των ανωτέρω στοιχείων δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στον τόπο διαμονής του. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [3] (βλ. και αποφάσεις ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN και C-465/07, Elgafaji, ημ.17/02/09).
Έπεται εκ των ως άνω ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης [του αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου αντίστοιχα.
Με δεδομένα λοιπόν τα όσα ανωτέρω αναλύονται δεν κρίνω ότι η επιστροφή του αιτητή θα ήταν σε παράβαση του κατοχυρωμένου εκ του αρ.3 της ΕΣΔΑ δικαιώματος του στην μη επαναπροώθηση εφόσον δεν έχει τεκμηριωθεί ισχυρισμός προς ανατροπή αυτού του τεκμήριου της ασφαλούς χώρας καταγωγής, ως έχει καθοριστεί στη Κ.Δ.Π. 191/2024, που εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, δεδομένου ότι ουδέν προσκομίστηκε στη βάση του οποίου μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6).
Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα όσα περιβάλλουν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Select Specific Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions-Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past year of ACLED data (13/04/2024-11/04/2025), REGION: Africa, COUNTRY: Sierra Leone, ADMIN: Western, LOCATION: Freetown), (assessed on 16/04/2025)
[2] Macro Trends, Africa: Sierra Leone: Freetown, https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/22445/freetown/population (16/04/2025)
[3] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο