
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση αρ.4177/23
17 Απριλίου 2025
[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
U. O.
Αιτητής
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ’ ων η αίτηση
Κκ Γιώτα Μιλτιάδους & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτητή
Κα Μ. Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημ.04/10/23 (επισυνάπτεται), δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.
Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 26/10/22 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 15/11/22 (ερ.1-3, 43).
Στις 17/08/23 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.33-43). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και, στις 17/08/23, απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.59-67). Ακολούθως ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του δόθηκε διά χειρός στις 11/10/23, στην μητρική του γλώσσα (ερ.68, 3).
Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για οικογενειακούς λόγους και απειλές θανάτου που δέχθηκε. Ως ανέφερε, ο πατέρας του απεβίωσε το 2006 και η μητέρα του το 2010. Η μητριά του ξεκίνησε τότε να τον απειλεί επειδή ήθελε τα δικά της τέκνα να κληρονομήσουν την περιουσία του πατέρα του αιτητή και έτσι τον έδιωξε από το σπίτι και αναγκάστηκε να ζήσει με έναν φίλο του. Η θεία του αιτητή τον βοήθησε να έρθει στην Κύπρο για την ασφάλεια του όμως αυτή απεβίωσε πριν 2 μήνες και έτσι δεν έχει κάποιον να τον βοηθήσει.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στην πολιτεία Kaduna,ακολούθως διέμενε στην πολιτεία Enugu μαζί με την μητέρα του, πλην των σπουδών του, μετά από τις οποίες διέμενε με την μητριά του. Σε ερώτηση που του υποβλήθηκε ο αιτητής ανέφερε ότι διέμενε στο Amaechi (Enugu State) από το 2013, όταν έφυγε από την μητριά του, μέχρι το 2017, όμως σε ακόλουθη ερώτηση ανέφερε πως εκεί διέμενε προτού φύγει από τη χώρα το 2022, όταν και εργαζόταν σε φάρμα. Σε σχετική ερώτηση πότε απεβίωσαν οι γονείς του ανέφερε πως ο πατέρας του απεβίωσε το 2006 και η μητέρα του τον Αύγουστο του 2017. Ερωτώμενος σχετικά με τον θάνατο της μητέρας του ο αιτητής ανέφερε ότι ήταν άρρωστη, όπως του ανέφεραν, καθώς δεν διέμενε μαζί της αλλά με την μητριά του. Δεν έχει αμφιθαλή αδέλφια έχει όμως ένα ετεροθαλή αδελφό και μια αδελφή (τέκνα της μητριάς του), των οποίων δεν γνωρίζει τις ηλικίες γιατί - ως ανέφερε - διέμεναν με την μητριά τους ενώ ο ίδιος δεν διέμενε εκεί. Ως ανέφερε ο αιτητής, η μητριά του, μετά τον θάνατο του πατέρα του, δεν ικανοποιούνταν με τίποτε που έκανε ο αιτητής και προσπαθούσε να τον σκοτώσει για να σφετεριστεί την περιουσία του πατέρα του αιτητή, η οποία αποτελούνταν από ένα σπίτι στο οποίο πήγαιναν σε περιόδους γιορτών.
Ερωτώμενος σχετικά με το σπίτι αυτό ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει περαιτέρω πληροφορίες. Ερωτώμενος αν του έκανε κάτι η μητριά του απάντησε αρνητικά και, όταν του υποβλήθηκε ότι είχε αναφέρει ότι τον χτυπούσε, ο αιτητής ανέφερε ότι τον χτυπούσε και έχει ουλή στο κεφάλι του. Ερωτώμενος πότε έγινε αυτό ο αιτητής ανέφερε πως ήταν το 2015-2016, ενόσω ζούσε ακόμα η μητέρα του. Σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι τον χτυπούσε γιατί δεν έκανε δουλειές στο σπίτι, όταν ήταν κουρασμένος, και (η μητριά του) τσακωνόταν με την μητέρα του. Σχετικά με την κληρονομητέα περιουσία ο αιτητής ανέφερε ότι δεν τον ενδιαφέρει, όμως δεν το ανέφερε αυτό ποτέ στην μητριά του, χωρίς λόγο, ως ανέφερε ερωτώμενος σχετικά. Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής ανέφερε πως το 2017 ήταν η τελευταία φορά που είδε την μητριά του. Σε ερώτηση για τις συνέπειες τυχόν επιστροφής του στη Νιγηρία ο αιτητής ανέφερε ότι δεν θα είναι καλά ψυχολογικά καθώς, έχοντας χάσει και τη θεία του, δεν θα ξέρει από που να αρχίσει. Ερωτώμενος σχετικά με την αντίφαση για τον χρόνο θανάτου της μητέρας του, όπου στην αίτηση είχε καταγράψει ότι ήταν το 2010, στη δε συνέντευξη ανέφερε ότι ήταν το 2017, ο αιτητής ανέφερε ότι ήταν αγχωμένος και δεν μπορούσε να θυμηθεί την ακριβή ημερομηνία.
Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη, κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.
1. Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή
2. Λόγω του ότι κινδυνεύει από την μητριά του
Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο από τους ως άνω ισχυρισμούς, απέρριψαν δε τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή.
Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, κρίθηκε ότι στερείται εσωτερικής συνοχής ενόψει της αοριστίας, ασάφειας, έλλειψης συνέπειας και παντελούς γενικότητας των δηλώσεων του. Ειδικότερα, ως μη ευλογοφανής κρίθηκε ο ισχυρισμός του περί του ότι αντιμετωπίζει προβλήματα με την μητριά του εξαιτίας της περιουσίας του πατέρα του με τον αιτητή να αποκρίνεται, όταν ρωτήθηκε σχετικά με την δήλωση του ότι η μητριά του προσπάθησε να τον σκοτώσει πως το 2015/2016, ότι τον χτύπησε γιατί δεν έκανε κάποιες δουλειές στο σπίτι. Εν συνέχεια κρίθηκε πως υπέπεσε σε αντιφάσεις σχετικά με το ότι η μητριά του τον χτύπησε το 2015 με 2016 ενώ ο ίδιος δήλωσε στην αρχή της συνέντευξης του πως έφυγε από το σπίτι της μητριάς του το 2013. Επίσης, ως αόριστη κρίθηκε η απόκριση του αιτητή όταν κλήθηκε να επεξηγήσει για ποιο λόγο δεν μίλησε στην μητριά του σχετικά με το ότι δεν επιθυμούσε την περιουσία του πατέρα του ώστε να επιλυθεί η διαφορά μεταξύ τους. Επισημάνθηκε ακόμη πως ο αιτητής, ως ο ίδιος δήλωσε, δεν αντιμετώπισε κάποιο κίνδυνο από την μητριά του ενώ διέμενε στο ίδιο χωριό με την ανωτέρω. Τέλος κρίθηκε υπέπεσε σε αντιφάσεις σχετικά με το χρόνο κατά το οποίο απεβίωσε η μητέρα του αναφέροντας άλλο χρόνο κατά την καταγραφή της αίτησης του και άλλο έτος κατά την συνέντευξη του ενώ όταν κλήθηκε να διασαφηνίσει την ανωτέρω αντίφαση στις δηλώσεις του δήλωσε πως ήταν αγχωμένος, απάντηση που κρίθηκε ως μη ικανοποιητική. Αξιολογώντας τα ως άνω θεωρήθηκε ότι διαβρώνεται και η εσωτερική συνοχή του αφηγήματος του αιτητή. Δεδομένης δε της αμιγώς προσωπικής φύσης των ισχυρισμών του αιτητή δεν κρίθηκε σκόπιμο να γίνει έρευνα σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, στα πλαίσια εξέτασης της εξωτερικής συνοχής του αφηγήματος του, το οποίο και απορρίφθηκε ως αναξιόπιστο.
Συνεπεία των ανωτέρω, κατόπιν ανασκόπησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (Amaechi, Enugu State), η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του.
Επί της αιτήσεως ο αιτητής καταγράφει αρκετά νομικά σημεία, εκ των οποίων τα πλείστα δεν εξειδικεύονται και δεν συναρτώνται με γεγονότα που αφορούν την παρούσα. Πρέπει να σημειωθεί, ως ζήτημα επί του οποίου επανήλθε κατά τις διευκρινήσεις της παρούσας, ότι στα γεγονότα καταγράφεται ότι ο αιτητής υπήρξε θετικός σε τεστ Mantoux, στο οποίο υπεβλήθη.
Στην αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, μετά από παράθεση του νομικού πλαισίου αναφορικά με αιτήσεις διεθνούς προστασίας, αναφέρει ότι εν προκειμένω δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του, δεν εξετάστηκε ορθά και σε εξατομικευμένη βάση κατά πόσο προκύπτουν ανάγκες διεθνούς, είτε στη βάση προσφυγικού καθεστώτος είτε συμπληρωματικής προστασίας, αλλά ούτε και αξιολογήθηκε ο κίνδυνος που προκύπτει από το ότι ο αιτητής υπήρξε θετικός σε τεστ Mantoux, με αποτέλεσμα, ως αναφέρει, η προσβαλλόμενη απόφαση να έχει ληφθεί υπό καθεστώς πλάνης, και δεν αιτιολογείται.
Προς επίρρωση των ως άνω η συνήγορος του αιτητή παραθέτει στην αγόρευση της πλήθος πληροφοριών (ΠΧΚ), εκ των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία δεν σχετίζεται και δεν αφορά τον τόπο διαμονής του αιτητή (Enugu) και μεγάλο μέρος των οποίων αφορά το Καμερούν και όχι τη χώρα καταγωγής του αιτητή (Νιγηρία).
Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, ορθή επί της ουσίας αυτής, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, δόθηκε δεόντως η ευκαιρία στον αιτητή να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του και η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Τέλος, κάνοντας εκτενείς αναφορές και στην επίδικη έκθεση, αναφέρουν ότι τα ευρήματα τους επί της αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού και του μη βάσιμου του φόβου του αιτητή, καθώς και επί της μη ύπαρξης εν προκειμένω αναγκών διεθνούς προστασίας είναι εύλογα και απολύτως ορθά.
Στα πλαίσια των διευκρινήσεων η συνήγορος του αιτητή προσκόμισε το Τεκμήριο 2, εκ του οποίου, ως ανέφερε, προκύπτει ότι ο αιτητής υπήρξε θετικός σε τεστ Mantoux, στο οποίο υποβλήθηκε στις 25/11/22. Ως αναφέρει, οι καθ’ ων η αίτηση δεν εξέτασαν και δεν αξιολόγησαν αυτό στα πλαίσια της επίδικης αίτησης, πράγμα που καταδεικνύει, ομοίως με τα όσα στην αγόρευση της αναφέρει, μη δέουσα έρευνα και ελλιπή αιτιολογία της δια της παρούσης προσβαλλόμενης απόφασης. Επί τούτου οι καθ’ ων η αίτηση ανέφεραν ότι ουδέν αναφέρθηκε από τον αιτητή σχετικά κατά τη συνέντευξη στις 17/08/23 και, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει προσκομιστεί μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι ο αιτητής χρειάζεται θεραπεία και ότι αυτή δεν είναι διαθέσιμη στη χώρα καταγωγής του.
Δεδομένου ότι άπαντες οι ισχυρισμοί του αιτητή που άπτονται της μη δέουσας έρευνας, αιτιολογίας και πλάνης στη λήψη της επίδικης απόφασης συμπλέκονται με την ορθότητα αυτής προχωρώ με επί της ουσίας εξέταση της παρούσης, η οποία και τελείται σε κάθε περίπτωση (βλ. Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.107/2023, Q. B. T. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.11/02/25).
Προχωρώ λοιπόν με αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και ισχυρισμών.
Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305). […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»
Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω με την κατάληξη τους επί της αξιοπιστίας του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή, καθώς οι γενικές, ασαφείς και εν πολλοίς μονολεκτικές δηλώσεις του στη συνέντευξη στερούνται κάθε ψήγματος αναμενόμενων λεπτομερειών ή στοιχείων. Ως προκύπτει αβίαστα από μια ανάγνωση του επίδικου πρακτικού, σε κανένα σημείο της συνέντευξης δεν αναφέρει ο αιτητής την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια σε σχέση με τις απειλές ή βία που κατ’ ισχυρισμό δέχθηκε από την μητριά του, πότε αυτές έγιναν και ουδεμία απάντηση που να ικανοποιεί κατ’ ελάχιστο έδωσε στις ερωτήσεις που του έγιναν σχετικά με τις αντιφάσεις και κενά που εντοπίστηκαν στα λεγόμενα του. Το όλο αφήγημα του αιτητή είναι τόσο φτωχό, γενικό και αντιφατικό που διαβρώνει μοιραία την συνοχή και αξιοπιστία των δηλώσεων του, σε σημείο που τυχόν αποδοχή του θα έβαινε ενάντια σε κάθε εύλογα κριτική θεώρηση του.
Ως προς τη κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή εντοπίζονται τα εξής.
Ως προς τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη χώρα, σύμφωνα με το portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και Δικαιώματα του Ανθρώπου[1], η Νιγηρία βρίσκεται αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες εσωτερικές ένοπλες συγκρούσεις σε βάρος των ένοπλων ομάδων Boko Haram και ISWAP (Islamic State in West Africa Province). Ένοπλη σύρραξη λαμβάνει επίσης χώρα και μεταξύ των ανωτέρω ένοπλων ομάδων Boko Haram και ISWAP. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Νιγηρία έχει από το 2014 δημιουργήσει πολυεθνική ομάδα δράσης για τη καταστολή των εν λόγω ομάδων με γειτονικές χώρες. [2] Ειδικά ως προς την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Lagos, οι ανωτέρω ομάδες δεν παρουσιάζονται ως δρώσες, αφού η ένοπλη δράση τους φαίνεται να περιορίζεται κυρίως στις πολιτείες του άπω βορρά της Νιγηρίας, μεταξύ των οποίων οι πολιτείες Borno, Kaduna και Kano.[3]
Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Enugu, σε αναφορά του ACLED κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 05/08/23 και 02/08/24 καταγράφηκαν συνολικά 113 περιστατικά ασφαλείας[4] από τα οποία επήλθε ο θάνατος συνολικά 81 πολιτών[5]. Πιο αναλυτικά, 27 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 41 θύματα), 59 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (40 θύματα), 22 διαδηλώσεις (κανένα θύμα) και 5 αναταραχές (κανένα θύμα).[6] O πληθυσμός της πολιτείας Enugu είναι περί τα 4,7 εκατομμύρια κατοίκων.[7] Σε έκθεση του EASO για τη Νιγηρία (Country Guidance) καταγράφεται ότι στην πολιτεία Enugu δεν υφίσταται, λόγω αδιάκριτης βίας τελούμενης στα πλαίσια ένοπλης σύρραξης, κίνδυνος κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου εκ μόνης της διαμονής του στην περιοχή.[8]
Είναι κατάληξη μου, αποτιμώντας τις ως άνω πληροφορίες, ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή, ενόψει της απόρριψης του αφηγήματος του, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[9] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN). Παρεμφερώς, σε σχέση με τους ισχυρισμούς του αιτητή για παροχή συμπληρωματικής προστασίας στη βάση του αρ.19 (2) του Νόμου στη βάση της γενικής κατάστασης στη χώρα καταγωγής σημειώνω ότι τα όσα αναφέρει ουδόλως συνδέονται με τον αιτητή προσωπικά και ούτε μπορούν γενικές αναφορές στη διαφθορά, κινδύνους που υφίσταται το σύνολο του πληθυσμού ή ομάδες αυτού, και έλλειψη αποτελεσματικής προστασίας, ως σε αφηρημένο πλαίσιο παρατίθενται, να τεκμηριώσουν λόγο παροχής τέτοιας προστασίας, δεδομένου ότι, ως και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».
Απομένει η εξέταση των λόγων που άπτονται της υγείας του αιτητή, σε συνάρτηση με το ότι αυτός βγήκε θετικός σε τεστ Mantoux, στο οποίο υπεβλήθη.
Σχετικά με εξέταση λόγων υγείας στα πλαίσια της συμπληρωματικής προστασίας, στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», του EASO, σελ.120, αναφέρονται τα εξής:
«[Σ]την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση M’Bodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη (708). Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επισήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». […] Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»
Περαιτέρω, στην σελ.123 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:
«Η εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υποχρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας) (731), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας […]»
Εκ των ως άνω προκύπτει ότι, χωρίς να συνυπάρχει το απαραίτητο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης», δεν δύναται, χωρίς να καταδειχθεί σχετικός φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης εκ του οποίου ο αιτητής κινδυνεύει να υποστεί την προβλεπόμενη στο αρ.19 (2) (β) του Νόμου βλάβη, να αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση και μόνο του αφηρημένου και χωρίς καμία τεκμηρίωση ισχυρισμού περί κινδύνου του αιτητή επειδή είχε βρεθεί θετικός σε τεστ Mantoux (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-542/13, M’Bodj, ημ.18/12/14), εφόσον ελλείπει εδώ το απαιτούμενο «στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης» και - κατ’ επέκταση - ο απαιτούμενος φορέας σοβαρής βλάβης και συνεπώς ουδείς λόγος μπορεί να γίνει περί συμπληρωματικής προστασίας σ’ αυτή τη βάση.
Σχετικά με το ενδεχόμενο επιστροφή του αιτητή στη χώρα καταγωγής να αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροώθησης, στη σχετική αυθεντία του ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), Paposhvili v. Belgium, αίτηση αρ.41738/10, ημ.13/12/16, Grand Chamber, σκέψεις 181-192, λέχθηκαν τα εξής σχετικά.
«181. The Court concludes from this recapitulation of the case-law that the application of Article 3 of the Convention only in cases where the person facing expulsion is close to death, which has been its practice since the judgment in N. v. the United Kingdom, has deprived aliens who are seriously ill, but whose condition is less critical, of the benefit of that provision. As a corollary to this, the case-law subsequent to N. v. the United Kingdom has not provided more detailed guidance regarding the “very exceptional cases” referred to in N. v. the United Kingdom, other than the case contemplated in D. v. the United Kingdom.
182. In the light of the foregoing, and reiterating that it is essential that the Convention is interpreted and applied in a manner which renders its rights practical and effective and not theoretical and illusory (see Airey v. Ireland, 9 October 1979, § 26, Series A no. 32; Mamatkulov and Askarov v. Turkey [GC], nos. 46827/99 and 46951/99, § 121, ECHR 2005-I; and Hirsi Jamaa and Others v. Italy [GC], no. 27765/09, § 175, ECHR 2012), the Court is of the view that the approach adopted hitherto should be clarified.
183. The Court considers that the “other very exceptional cases” within the meaning of the judgment in N. v. the United Kingdom (§ 43) which may raise an issue under Article 3 should be understood to refer to situations involving the removal of a seriously ill person in which substantial grounds have been shown for believing that he or she, although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy. The Court points out that these situations correspond to a high threshold for the application of Article 3 of the Convention in cases concerning the removal of aliens suffering from serious illness.
[…]
186. In the context of these procedures, it is for the applicants to adduce evidence capable of demonstrating that there are substantial grounds for believing that, if the measure complained of were to be implemented, they would be exposed to a real risk of being subjected to treatment contrary to Article 3 (see Saadi, cited above, § 129, and F.G. v. Sweden, cited above, § 120). In this connection it should be observed that a certain degree of speculation is inherent in the preventive purpose of Article 3 and that it is not a matter of requiring the persons concerned to provide clear proof of their claim that they would be exposed to proscribed treatment (see, in particular, Trabelsi v. Belgium, no. 140/10, § 130, ECHR 2014 (extracts)).
187. Where such evidence is adduced, it is for the authorities of the returning State, in the context of domestic procedures, to dispel any doubts raised by it (see Saadi, cited above, § 129, and F.G. v. Sweden, cited above, § 120). The risk alleged must be subjected to close scrutiny (see Saadi, cited above, § 128; Sufi and Elmi v. the United Kingdom, nos. 8319/07 and 11449/07, § 214, 28 June 2011; Hirsi Jamaa and Others, cited above, § 116; and Tarakhel, cited above, § 104) in the course of which the authorities in the returning State must consider the foreseeable consequences of removal for the individual concerned in the receiving State, in the light of the general situation there and the individual’s personal circumstances (see Vilvarajah and Others, cited above, § 108; El-Masri, cited above, § 213; and Tarakhel, cited above, § 105). The assessment of the risk as defined above (see paragraphs 183-84) must therefore take into consideration general sources such as reports of the World Health Organisation or of reputable non-governmental organisations and the medical certificates concerning the person in question.
188. As the Court has observed above (see paragraph 173), what is in issue here is the negative obligation not to expose persons to a risk of ill-treatment proscribed by Article 3. It follows that the impact of removal on the person concerned must be assessed by comparing his or her state of health prior to removal and how it would evolve after transfer to the receiving State.
189. As regards the factors to be taken into consideration, the authorities in the returning State must verify on a case-by-case basis whether the care generally available in the receiving State is sufficient and appropriate in practice for the treatment of the applicant’s illness so as to prevent him or her being exposed to treatment contrary to Article 3 (see paragraph 183 above). The benchmark is not the level of care existing in the returning State; it is not a question of ascertaining whether the care in the receiving State would be equivalent or inferior to that provided by the health-care system in the returning State. Nor is it possible to derive from Article 3 a right to receive specific treatment in the receiving State which is not available to the rest of the population.
190. The authorities must also consider the extent to which the individual in question will actually have access to this care and these facilities in the receiving State. The Court observes in that regard that it has previously questioned the accessibility of care (see Aswat, cited above, § 55, and Tatar, cited above, §§ 47-49) and referred to the need to consider the cost of medication and treatment, the existence of a social and family network, and the distance to be travelled in order to have access to the required care (see Karagoz v. France (dec.), no. 47531/99, 15 November 2001; N. v. the United Kingdom, cited above, §§ 34-41, and the references cited therein; and E.O. v. Italy (dec.), cited above).
[…]
192. The Court emphasises that, in cases concerning the removal of seriously ill persons, the event which triggers the inhuman and degrading treatment, and which engages the responsibility of the returning State under Article 3, is not the lack of medical infrastructure in the receiving State. Likewise, the issue is not one of any obligation for the returning State to alleviate the disparities between its health-care system and the level of treatment existing in the receiving State through the provision of free and unlimited health care to all aliens without a right to stay within its jurisdiction. The responsibility that is engaged under the Convention in cases of this type is that of the returning State, on account of an act – in this instance, expulsion – which would result in an individual being exposed to a risk of treatment prohibited by Art. 3. »
Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι σε περιπτώσεις που υπάρχουν ισχυρισμοί σχετικοί με την υγεία αιτητή, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου δεικνύεται, με το βάρος για την απόδειξη συνδρομής των εξαιρετικών περιστάσεων (exceptional circumstances) να είναι στον αιτητή, μπορεί να παρασχεθεί προστασία στη βάση του αρ.3 της ΕΣΔΑ, όπου ικανοποιείται το Δικαστήριο ότι ο αιτητής πάσχει από ασθένεια, για την οποία δεν υπάρχει διαθέσιμη και προσβάσιμη απ’ αυτόν θεραπεία στη χώρα καταγωγής και εξαιτίας της έλλειψης αυτής ο αιτητής απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του [«although not at imminent risk of dying, would face a real risk, on account of the absence of appropriate treatment in the receiving country or the lack of access to such treatment, of being exposed to a serious, rapid and irreversible decline in his or her state of health resulting in intense suffering or to a significant reduction in life expectancy.», (βλ. Paposhvili, ανωτέρω)].
Εν προκειμένω παρατηρώ ότι στο Τεκμήριο 2 αναφέρεται ότι ο αιτητής υπήρξε θετικός σε τεστ Mantoux που υποβλήθηκε, όχι όμως και στις ακτινολογικές εξετάσεις θώρακος στις οποίες υποβλήθηκε. Ουδέν δε περαιτέρω ετέθη ενώπιον μου που να επιτρέπει εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του αιτητή σήμερα και, κυρίως, το κατά πόσο, στη βάση και του απαυγάσματος της ως άνω αυθεντίας, σε ενδεχόμενη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής, ο αιτητής απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του. Πρέπει να σημειωθεί ότι, ακόμα και τότε, θα έπρεπε να τεκμηριωθεί ότι, επιπροσθέτως του ως άνω κινδύνου, που δεν έχει τεκμηριωθεί εν προκειμένω, δεν υπάρχει διαθέσιμη για τον αιτητή θεραπεία ή ότι αυτή δεν θα είναι προσβάσιμη σ’ αυτόν.
Αξίζει δε να σημειωθεί - σε κάθε περίπτωση - περαιτέρω ότι η ένδειξη σε τεστ Mantoux, χωρίς ευρήματα στην ακτινολογική θωρακική εξέταση ενός ατόμου, καταδεικνύει ότι το άτομο αυτό προσεβλήθη μεν από το μικρόβιο που προκαλεί τη νόσο της Φυματίωσης, όμως δεν είναι μεταδοτικός και, στην απουσία άλλων συμπτωμάτων (στο Τεκ.2 δεν γίνεται λόγος για άλλα συμπτώματα), η μόλυνση παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση (ανεκδήλωτη), καθώς ο οργανισμός του έχει επιτυχώς αντιμετωπίσει αυτή. Περαιτέρω δε εξετάσεις σε περιοδικά διαστήματα αν και ενδείκνυνται, δεν είναι απαραίτητες. [10]
Στην προκείμενη λοιπόν, δεδομένου ότι ουδεμία από τις εκ της ως άνω νομολογίας επί της εφαρμογής της αρχής της μη επαναπροώθησης για λόγους υγείας προϋποθέσεις έχει τεκμηριωθεί εκ των ενώπιον μου στοιχείων, είναι κατάληξη μου ότι επιστροφή του αιτητή στη χώρα καταγωγής δεν αντίκειται στην εν λόγω αρχή, καθώς δεν μπορεί να συναχθεί από τα προσκομισθέντα στοιχειά ότι αυτός απειλείται με θάνατο ή ραγδαία, σοβαρή και ανεπανόρθωτη επιδείνωση της υγείας του, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα έντονη οδύνη ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του
Έπεται λοιπόν ότι ορθώς κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά ούτε και ότι υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.
Περαιτέρω, με δεδομένα τα όσα ανωτέρω αναλύονται, δεν κρίνω ότι η επιστροφή του θα ήταν σε παράβαση του της αρχής της μη επαναπροώθησης, καθότι δεν έχει τεκμηριωθεί κάτι προς ανατροπή του τεκμήριου ασφαλούς χώρας καταγωγής, ως έχει καθοριστεί στην Κ.Δ.Π. 191/2024, αφού ουδείς ισχυρισμός αναφέρθηκε, εκ του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6).
Σημειώνω ότι οι όποιες γενικές πληροφορίες παρατίθενται στην αγόρευση του σχετικά με τη χώρα καταγωγής ουδόλως συναρτώνται ειδικώς με τον αιτητή, τις περιστάσεις και τον τόπο διαμονής του. Επί τούτου σημειώνω δε ότι, ως και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] RULAC, ‘About RULAC’ (2022), διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/about (ημερομηνία πρόσβασης 31/01/2024)
[2] RULAC, ‘Non- International Armed Conflicts in Nigeria’ (2023), διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-nigeria (ημερομηνία πρόσβασης 31/01/2024)
[3] Βλ. σχετικά στη βάση δεδομένων ACLED, ‘Dashboard’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (Event Date: 26/01/2023- 26/01/2024, Event Type: Battles/ Violence against Civilians/ Explosions- Remote Violence, Riots, Region: Western Africa: Nigeria: Edo, Actor Type: Rebel Forces, ημερομηνία πρόσβασης 31/01/2024)
[4] ACLED, Explorer (filters applied: Event Counts, Battles, Explosions/Remote Violence, Violence against Civilians, Protests, Riots, Past Year of ACLED Data, Africa, Nigeria, Enugu State, available at: https://acleddata.com/explorer/ (accessed on 12/08/2024)
[5] ACLED, Explorer (filters applied: Fatalities Counts, Battles, Explosions/Remote Violence, Violence against Civilians, Protests, Riots, Past Year of ACLED Data, Africa, Nigeria, Enugu State, available at: https://acleddata.com/explorer/ (accessed on 12/08/2024)
[6] ACLED, Explorer (filters applied: Event Counts, Battles, Explosions/Remote Violence, Violence against Civilians, Protests, Riots, Past Year of ACLED Data, Africa, Nigeria, Enugu State, available at: https://acleddata.com/explorer/ ; ACLED, Explorer (filters applied: Fatalities Counts, Battles, Explosions/Remote Violence, Violence against Civilians, Protests, Riots, Past Year of ACLED Data, Africa, Nigeria, Enugu State, available at: https://acleddata.com/explorer/ (accessed on 12/08/2024)
[7] City Population, Nigeria, Enugu, available at: https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/ (accessed on 12/08/2024)
[8] EUAA, Country Guidance: Nigeria Common analysis and guidance note, October 2021, p.124-126, available at: https://euaa.europa.eu/country-guidance-nigeria-2021 (accessed on 06/08/2024)
[9] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο