
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ. 5588/22
28 Απριλίου, 2025
[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
H.
Αιτητή
-και-
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
....................
Τζόναθαν Μπετίτο για Πιερίδης & Πιερίδης, Δικηγόρος για τον αιτητή
Χριστίνα Δημητρίου για Αίγλη Κίτσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 06/07/2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Ινδίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 08/07/2019, αφού εισήλθε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ο αιτητής στις 24/07/2019 παρέλαβε βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.
Στις 06/04/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum - στο εξής: E.U.A.A.), ο οποίος στις 26/05/2022 ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού μελέτησε και υιοθέτησε την Έκθεση - Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού απέρριψε το αίτημα του αιτητή στις 06/07/2022.
Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 08/8/2022 επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 10/08/2022, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Οι συνήγοροι του αιτητή με την Γραπτή τους Αγόρευση και συγκεκριμένα με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, προβάλλουν πως οι καθ’ ων η αίτηση δεν άσκησαν ουσιαστικά και/ή με ορθό τρόπο την διοικητική και/ή αποφασιστική και/ή διακριτική τους εξουσία και δεν διενέργησαν επαρκή έρευνα απορρίπτοντας αυθαίρετα την αίτηση του αιτητή. Στο πλαίσιο του πρώτου νομικού ισχυρισμού υποστηρίζει ότι δεν αποκαλύπτεται εάν οι λειτουργοί που διεξήγαγαν τη συνέντευξη είναι καταρτισμένοι σε θέματα θρησκειολογίας, εθνικολογίας, εθνολογίας, κοινωνιολογίας και πολιτικών επιστημών και συγκεκριμένα εάν έχουν γνώσεις που αφορούν την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην Ινδία.
Με το δεύτερο νομικό ισχυρισμό ο συνήγορος του αιτητή εισηγείται πως «η προσωπική συνέντευξη του αιτητή έχει ληφθεί από λειτουργό ΕASO/EUAA κατά παράβαση του άρθρου 13 Α (1Α) του περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αρ. 439/2010, καθότι διεκπεραίωσε συνέντευξη χωρίς τη συμμετοχή άλλων λειτουργών της Υπηρεσίας Ασύλου και όπως υποστηρίζει, δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα ώστε να καταλογίζεται πραγματογνώμονας και δεν έτυχε της απαιτούμενης κατάρτισης και η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση έχει ληφθεί κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας με την συμμετοχή αναρμόδιου οργάνου. Στα πλαίσια του συγκεκριμένου ισχυρισμού υποστηρίζει ότι κανένας νόμος ή κανονισμός δεν παρέχει εξουσία σε λειτουργούς άλλους από τους λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου, να προβαίνουν σε εκθέσεις.
Οι συνήγοροι του αιτητή με τον τρίτο νομικό ισχυρισμό υποστηρίζουν ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα, ότι η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της ορθής και/ή νόμιμης διαδικασίας και ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο. Όπως υποστηρίζουν, ο κος Α. δεν προέβη σε καμία δική του έρευνα αλλά ενήργησε για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου χωρίς εξουσιοδότηση. Με τον τέταρτο νομικό ισχυρισμό προωθείται η «παράλειψη εξέτασης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου κατά πόσον ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία».
Τέλος, με τον πέμπτο νομικό ισχυρισμό προωθείται ότι «η δοθείσα αιτιολογία για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής και/ή εσφαλμένη». Στη βάση τούτου, οι συνήγοροι του αιτητή υποστηρίζουν ότι στην απορριπτική του αιτήματος του αιτητή επιστολή (βλ. ερυθρά 169-170 του διοικητικού φακέλου), αναφέρονται γενικά τα άρθρα του νόμου, χωρίς να επεξηγείται ο λόγος που δεν πληρούνται και γιατί θεωρούν πως δεν κινδυνεύει ο αιτητής εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Επισημαίνουν περαιτέρω, ότι στην επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, που βρίσκεται στο ερυθρό 169 του διοικητικού φακέλου, τίθεται ως αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος του, η απειλή εναντίον της ζωής του από την οικογένεια του λόγω της απόφασης του για εκπαίδευση, καθιστώντας τη διοικητική πράξη ασαφή, αφήνοντας αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικό λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης.
Η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση με την Γραπτή της Αγόρευση υπεραμύνεται της επίδικης πράξης αντικρούοντας τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς και αναφέρει ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε ενδελεχώς, έγινε ορθή αξιολόγηση από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και νομίμως και ορθά λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στο αρμόδιο όργανο. Όπως υποστηρίζει, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς που προωθούν και οι δύο πλευρές στη βάση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, σε σχέση με την έλλειψη δέουσας έρευνας του αιτήματος του αιτητή, σχετικά με το καθεστώς πρόσφυγα και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δηλαδή του πρώτου, τρίτου και τέταρτου ισχυρισμού. Θα πρέπει να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.
Ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως κατά τη παραμονή του στη Δημοκρατία μεταστράφηκε από τον Ινδουισμό (Hindu) στο Χριστιανισμό και τα μέλη της οικογένειας του εναντιώθηκαν σθεναρά στη μεταστροφή του όταν πληροφορήθηκαν το γεγονός αυτό. Πρόσθεσε ότι απειλούσαν ότι θα τον σκοτώσουν. Ο αιτητής δήλωσε, περαιτέρω, ότι παντρεύτηκε σε εκκλησία στη Δημοκρατία και ότι ενημερώθηκε από κάποιο πρόσωπο ότι υποβλήθηκε παράπονο εναντίον του στις αρχές μετανάστευσης του αεροδρομίου. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι η ζωή του θα τεθεί σε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του (ερυθρά 1 και 24 -μετάφραση-, του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι κατάγεται από την Ινδία και ανέφερε πως η περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής του είναι η πόλη Hoshiarpur. Δήλωσε ότι ήταν Hindu και ότι μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό στις 22/07/2018. Περαιτέρω, ανέφερε ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Valmiki (ερυθρό 51-5χ,6χ,8χ, του διοικητικού φακέλου). Όπως δήλωσε, η μητρική του γλώσσα είναι Punjabi και ομιλεί τη γλώσσα Hindi και την Αγγλική γλώσσα. Είναι απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εργαζόταν ως καθηγητής σε κολλέγιο (ερυθρά 51-4χ, 50-4χ,6χ, 48-1χ, του διοικητικού φακέλου). Δήλωσε έγγαμος με ένα τέκνο και ανέφερε πως τόσο η σύζυγος του όσο και το παιδί του βρίσκονται μαζί του στην Κυπριακή Δημοκρατία (ερυθρά 49-2χ,4χ, του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την οικογένεια του δήλωσε ότι οι γονείς του και ο αδελφός του διαμένουν στη πόλη Hoshiarpur και δεν έχει επικοινωνία μαζί τους από το έτος 2018 (ερυθρό 49-5χ, 8χ, του διοικητικού φακέλου).
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ανέφερε πως αποχώρησε νόμιμα από τη χώρα καταγωγής του την 01/06/2015 για εκπαιδευτικούς λόγους (ερυθρά 48-3χ, 47-1χ του διοικητικού φακέλου) και άρχισε να επισκέπτεται εκκλησίες και να πιστεύει στο Θεό. Όταν ενημέρωσε τους γονείς του ότι επιθυμούσε να μεταστραφεί στο Χριστιανισμό, αντέδρασαν και του είπαν να μην επιστρέψει στην Ινδία γιατί δεν πρόκειται να γλιτώσει, εφόσον άλλαξε τρόπο ζωής (ερυθρό 47 6χ, του διοικητικού φακέλου). Πρόσθεσε ότι οι γονείς του δεν συμφώνησαν με τη μεταστροφή στο Χριστιανισμό, πως δεν ζήτησε την άδεια τους προκειμένου να νυμφευθεί και να αποκτήσει τέκνο και όπως δήλωσε, τον έδιωξαν από τη ζωή τους.
Ο αιτητής ισχυρίστηκε πως η οικογένεια του θα τεθεί σε κίνδυνο εάν επιστρέψει στην Ινδία. Κληθείς να παρέχει περαιτέρω πληροφορίες για τον κίνδυνο του ιδίου και της οικογένειας του στην Ινδία, ανέφερε ότι ενημερώθηκε τηλεφωνικώς, στις 23/07/2018, από ένα φίλο του ότι ο πατέρας του του μετέφερε πως θα τον σκοτώσει εάν επιστρέψει στη χώρα του. Δήλωσε πως έκτοτε δεν έχει οποιαδήποτε επικοινωνία με τους γονείς του (ερυθρό 46-1χ, 3χ, 5χ, του διοικητικού φακέλου).
Ερωτηθείς τι φοβάται σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ανέφερε πως η οικογένεια του πιστεύει πως έχει διαπράξει μεγάλη αμαρτία με τη μεταστροφή του στο Χριστιανισμό και ισχυρίζεται πως θα τον σκοτώσουν. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι νυμφεύτηκε και απέκτησε τέκνο σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες επίσης αποτελεί πρόβλημα. Ισχυρίστηκε ότι θα σκοτώσουν τη γυναίκα του και το τέκνο του και διευκρίνισε πως σε περίπτωση επιστροφής του στην Ινδία φοβάται την οικογένεια του και την κοινότητα Valmiki στην οποία ανήκει (ερυθρό 46-7χ,8χ, του διοικητικού φακέλου).
Ως προς τη μεταστροφή του στο Χριστιανισμό και συγκεκριμένα στο ορθόδοξο δόγμα, ο αιτητής δήλωσε ότι το γεγονός αυτό έλαβε χώρα το 2018. Ο αιτητής ανέφερε τους λόγους της μεταστροφής του, παρέχοντας πληροφορίες για τον Χριστιανισμό, τα μαθήματα που παρακολούθησε, την εσωτερική πνευματική διαδικασία που τον οδήγησε στο Χριστιανισμό. Περαιτέρω, παρείχε πληροφορίες για χαρακτηριστικά του Χριστιανισμού, εντολές, γιορτές και τη λειτουργία στην εκκλησία (ερυθρά 45, 44, του διοικητικού φακέλου).
Ο αιτητής ισχυρίστηκε πως στην πολιτεία Punjab, που είναι η περιοχή καταγωγής του, υπάρχουν Χριστιανοί και όπως ανέφερε, όταν ο ίδιος βρισκόταν στην Ινδία μισούσε τους Χριστιανούς, αλλά δεν γνωρίζει πως αντιμετωπίζονται παρόλο που διευκρίνισε πως υπάρχουν αρκετοί Χριστιανοί. Δήλωσε ότι οι Hindu καταστρέφουν εκκλησίες Χριστιανών και σε αντίστοιχες πράξεις προβαίνουν οι Χριστιανοί, ισχυρίστηκε πως δεν θεωρούν τους Χριστιανούς καλούς ανθρώπους και τους κοροϊδεύουν (ερυθρό 44-5χ, 43-1χ, του διοικητικού φακέλου).
Ο αιτητής πρόσθετα δήλωσε πως ο πατέρας του είναι αυστηρός, φονταμενταλιστής Hindu και ότι ο αδελφός του είναι εναντίον του. Ερωτηθείς εάν μπορεί να ζητήσει βοήθεια από τις αρχές της χώρας του σε περίπτωση που επιδιώξουν να του κάνουν κακό, ανέφερε ότι δεν θα τον αφήσουν να προσεγγίσει την αστυνομία διότι ο πατέρας του είναι πολιτικά ισχυρός. Επιπρόσθετα, ανέφερε πως δεν θα δεχτούν να διαμείνει μαζί τους και θα τον σκοτώσουν. Χωρίς να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες, δήλωσε ότι ο αδελφός του είναι πολιτικό πρόσωπο στη Punjab, στο κόμμα Baua das party (ερυθρό 43, του διοικητικού φακέλου).
Του επισημάνθηκε από τον λειτουργό ότι στην αίτηση του αναφέρθηκε σε καταγγελία εναντίον του, παρέχοντας την ευκαιρία στον αιτητή να προβεί σε περαιτέρω πληροφορίες επί τούτου. Μετά τη διευκρίνιση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ο αιτητής δήλωσε ότι υπέβαλαν καταγγελία εναντίον του στο τμήμα μετανάστευσης στο αεροδρόμιο Δελχί και σε περίπτωση που επιστρέψει θα τον παραδώσουν στην οικογένεια του. Ανέφερε ότι για την καταγγελία ενημερώθηκε από τον φίλο του στις 23/07/2018 (ερυθρό 42-1χ-4χ, του διοικητικού φακέλου).
Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός της E.U.A.A. στην Έκθεση-Εισήγησή του σχημάτισε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή, ο δεύτερος αφορά την μεταστροφή του αιτητή κατά τη διαμονή του στην Κυπριακή Δημοκρατία, σε Χριστιανό Ορθόδοξο και ο τρίτος ισχυρισμός αφορά τις απειλές θανάτου που έλαβε ο αιτητής από τον πατέρα του εξαιτίας της μεταστροφής του στον Χριστιανισμό.
Με παραπομπές στις δηλώσεις του αιτητή και αναφορές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ο λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή. Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο λειτουργός της ΕUAA κατέγραψε ότι ο αιτητής παρείχε μια συνεκτική και λεπτομερή αφήγηση των σχετικών γεγονότων. Ειδικότερα, επεσήμανε ότι ο αιτητής ανέφερε με συνέπεια ότι αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του για να σπουδάσει και πληροφορήθηκε για το Χριστιανισμό στην Κυπριακή Δημοκρατία κατά ή περί το 2016. Παρείχε επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες ως προς την απόφαση του να προσηλυτιστεί, τη διαδικασία που ακολούθησε καθώς και τη βάπτιση του.
Περαιτέρω, παρείχε λεπτομέρειες ως προς τις χριστιανικές ορθόδοξες πεποιθήσεις και δόγματα. Ανέφερε ότι εκκλησιάζεται κάθε Κυριακή και οι αναφορές του ως προς τον τρόπο με τον οποίο η χριστιανική πίστη επηρεάζει την καθημερινότητα του ήταν συνεκτική. Στο σκέλος της αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός της ΕUAA, δεδομένης της υποκειμενικής φύσεως του ισχυρισμού, κατέληξε πως δεν βρέθηκαν πηγές που επιβεβαιώνουν την προσωπική του κατάσταση, ωστόσο ο αιτητής προσκόμισε σχετικά υποστηρικτικά έγγραφα για την μεταστροφή του στο Χριστιανισμό τα οποία έγιναν αποδεκτά. Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε ότι η αξιοπιστία του ισχυρισμού έχει στοιχειοθετηθεί εφόσον ο αιτητής κρίθηκε αξιόπιστος στις δηλώσεις του.
Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε πως ο αιτητής μέσα από τις δηλώσεις του δεν κατάφερε να τον τεκμηριώσει. Όπως καταγράφεται στην έκθεση, ο αιτητής κατά το αφήγημα του δεν ήταν συγκεκριμένος σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους θα στοχοποιούνταν από την οικογένειά του σε περίπτωση που επέστρεφε στην Ινδία. Ο αιτητής αρκέστηκε στο να αναφέρει πως ο πατέρας του είναι πολύ αυστηρός και πως απειλείται από την κοινότητα στην οποία ανήκει.
Παρόλα αυτά, δεν ήταν σε θέση να παρέχει πληροφορίες ως προς τον ισχυρισμό ότι απειλείται από την κοινότητα Valmiki. Οι δηλώσεις του αναφορικά με την αδυναμία πρόσβασης του στις αρχές του κράτους ήταν ασυνεπείς καθότι στήριζε την αδυναμία του αυτή στο ότι ο πατέρας του είναι πολιτικά αναμεμειγμένος και σε άλλο σημείο της συνέντευξης ανέφερε πως και ο αδελφός του είναι πολιτικά αναμεμειγμένος. Ως προς την καταγγελία εναντίον του δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει για ποιο αδίκημα υποβλήθηκε και ανέφερε ότι έλαβε την πληροφορία τηλεφωνικώς από τον φίλο του, ωστόσο ποτέ δεν επιβεβαίωσε αλλά ούτε και ενημερώθηκε επίσημα για την καταγγελία. Προχωρώντας στη διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του τρίτου ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός δεδομένης της υποκειμενικής φύσεως του ισχυρισμού του αιτητή, αναφέρει πως δεν βρέθηκαν πηγές που να επιβεβαιώνουν την προσωπική του κατάσταση. Ωστόσο, επιβεβαίωσε μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης, το φαινόμενο της αυξανόμενης τάσης προσηλυτισμού στο Χριστιανισμό μεταξύ του πληθυσμού Hindu.
Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ισχυρισμούς, δηλαδή τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ του αιτητή καθώς και την μεταστροφή του αιτητή στο Χριστιανισμό (ορθόδοξο δόγμα), έκρινε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ο αρμόδιος λειτουργός διεξήγαγε έρευνα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή, την πόλη Hoshiarpur και για την αντιμετώπιση των Χριστιανών στην Ινδία. Πρόσθεσε πως ο αιτητής είναι άνδρας, με εργασιακή εμπειρία, δεν έχει σχέση με μορφές ακτιβισμού, την πολιτική και ούτε ανήκει σε συγκεκριμένες στοχευμένες κατηγορίες και στη βάση του προφίλ του εισηγήθηκε πως δεν πιστεύει ότι θα τεθεί σε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.
Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε πως οι λόγοι που ώθησαν τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του δεν θεμελιώνουν φόβο δίωξης, λόγω του προσωπικού του προφίλ. Ο αρμόδιος λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα έρευνας για την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του αιτητή, συγκεκριμένα στη πόλη Hoshiarpur, της πολιτείας Punjab, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, κατέληξε πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.
Στα πλαίσια της ex nunc δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου προχωρώ να εξετάσω κατ’ ουσίαν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του αιτητή. Δεν θα ασχοληθώ με τον πρώτο και το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί στο σύνολό τους από την Υπηρεσία Ασύλου, εφόσον ο αιτητής κρίθηκε εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος στις δηλώσεις του και ούτως ή άλλως δεν αμφισβητούνται στην ενώπιον μου διαδικασία.
Ακολούθως, θα συμφωνήσω με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου περί αναξιοπιστίας του αιτητή ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό. Ειδικότερα, όπως ορθώς επισημαίνεται στην Έκθεση-Εισήγηση, ο αιτητής δεν παρέθεσε επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες για τις απειλές που ισχυρίζεται ότι δέχθηκε από τον πατέρα του. Τις ισχυριζόμενες απειλές από την οικογένεια του τις πληροφορήθηκε μέσω τρίτου προσώπου, ενός φίλου του, δια τηλεφώνου. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του δήλωσε ότι φοβάται την οικογένεια του και την κοινότητα Valmiki, χωρίς ωστόσο να αναφέρει οτιδήποτε για την κοινότητα ή την υποτιθέμενη απειλή που θα προερχόταν από αυτήν και αρκέστηκε στο να προβεί σε σχέση με το ζήτημα αυτό σε γενική και αόριστη αναφορά.
Πρόσθετα δεν έδωσε λεπτομερή περιγραφή, ούτε κάποια συγκεκριμένη πληροφορία σχετικά με την καταγγελία, την οποία υπέβαλε η οικογένεια του στο τμήμα μετανάστευσης του αεροδρομίου. Παράλληλα, παρατηρώ ότι ο αιτητής δεν αναφέρθηκε στην καταγγελία παρά μόνο μετά από σχετική ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού. Όπως δήλωσε, ενημερώθηκε για την καταγγελία, τηλεφωνικώς από τον φίλο του στις 23/07/2018, όταν ενημέρωσε τον αιτητή ότι ο πατέρας του απειλεί να τον σκοτώσει λόγω της μεταστροφής του στο Χριστιανισμό.
Ο αιτητής εκτός από τη συγκεκριμένη πληροφορία, δεν προέβη σε οποιαδήποτε άλλη αναφορά σε σχέση με την καταγγελία αλλά και σε σχέση με τις απειλές που πληροφορήθηκε. Ωστόσο, αυτή η πληροφορία παρέμεινε γενική, χωρίς να υπάρξει περαιτέρω τεκμηρίωση, ενώ ο αιτητής δεν προσκόμισε στην ενώπιον μου διαδικασία επιπλέον στοιχεία ή μαρτυρία προς επιβεβαίωσή της. Περαιτέρω, παρατηρείται ότι ο αρμόδιος λειτουργός έδωσε στον αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του την ευκαιρία να παραθέσει λεπτομέρειες σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματος του, ωστόσο οι τοποθετήσεις του αιτητή παρέμειναν γενικές και ασαφείς (ερυθρά 43-3χ, 42-7χ-8χ, του διοικητικού φακέλου).
Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, προκύπτουν αρκετές ασάφειες, γενικόλογες διατυπώσεις και μη ευλογοφανείς δηλώσεις στο αφήγημα του αιτητή, οι οποίες αναντίλεκτα πλήττουν την γενικότερη αξιοπιστία των δηλώσεών του. Τόσο οι ισχυρισμοί του, όσο και οι εξηγήσεις που έδωσε στις ασυνέπειες που προέκυψαν, χαρακτηρίζονται από γενικότητα και έλλειψη συνοχής. Κατά συνέπεια, κρίνω, όπως και οι καθ' ων η αίτηση, ότι δεν στοιχειοθετείται η εσωτερική αξιοπιστία του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή.
Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, συμπληρωματικά της έρευνας που προέβη ο λειτουργός, διεξήγαγα έρευνα εκ της οποίας διαπίστωσα πως μόλις το 2,3% του πληθυσμού της Ινδίας είναι Χριστιανοί και ως εκ τούτου η χριστιανική κοινότητα αποτελεί μειονότητα στη χώρα. Κατά τη διάρκεια του έτους 2023, ορισμένα μέλη θρησκευτικών μειονοτικών ομάδων αμφισβήτησαν την ικανότητα και την προθυμία της κυβέρνησης να τους προστατεύσει από τη βία, να διερευνήσει εγκλήματα κατά μελών θρησκευτικών μειονοτικών ομάδων και να προστατεύσει την ελευθερία της θρησκείας ή των πεποιθήσεών τους. Το Φεβρουάριο, ένα πλήθος 20.000 Χριστιανών συγκεντρώθηκε στο Νέο Δελχί για να διαμαρτυρηθεί για την αυξανόμενη βία εναντίον τους και να ζητήσει μεγαλύτερη προστασία για τη χριστιανική κοινότητα.
Το Μάρτιο, μια ομάδα 93ων πρώην ανώτερων δημοσίων υπαλλήλων απηύθυνε ανοιχτή επιστολή προς τον πρωθυπουργό Narendra Modi εκφράζοντας ανησυχίες σχετικά με τη «συνεχιζόμενη παρενόχληση» των Χριστιανών, ιδίως από κυβερνητικούς αξιωματούχους και ηγέτες πολιτικών κομμάτων που συνδέονταν με την κυβέρνηση. Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι συνελήφθησαν βάσει νόμων που απαγόρευαν τις αναγκαστικές θρησκευτικές μεταστροφές, οι οποίοι, σύμφωνα με θρησκευτικές ομάδες, σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν για την παρενόχληση και τη φυλάκιση μελών θρησκευτικών μειονοτικών ομάδων με ψευδείς και κατασκευασμένες κατηγορίες ή για νόμιμες θρησκευτικές πρακτικές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι χριστιανικές ομάδες δήλωσαν ότι η τοπική αστυνομία βοήθησε τους όχλους που διέκοψαν τις λειτουργίες με κατηγορίες για δραστηριότητες προσηλυτισμού ή έμεινε αμέτοχη όταν όχλοι επιτέθηκαν σε Χριστιανούς και στη συνέχεια συνέλαβαν τα θύματα με την κατηγορία του προσηλυτισμού.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για το έτος 2024, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφέρει ότι οι Χριστιανοί σε αρκετές πολιτείες που διοικούνται από το κυβερνόν κόμμα BJP κινδύνευσαν να δεχτούν επιθέσεις από ινδουιστικούς όχλους με την κατηγορία των «παράνομων μεταστροφών». Τον Ιούλιο, μια ομάδα Ινδουιστών επιτέθηκε σε έναν πάστορα στην πολιτεία Chhattisgarh. Ένας μαχητικός όχλος επιτέθηκε σε συγκέντρωση προσευχής στην πολιτεία Madhya Pradesh, ξυλοκοπώντας άνδρες και παιδιά. Επιπρόσθετα, τουλάχιστον 12 από τις 28 πολιτείες της Ινδίας έχουν νόμους που απαγορεύουν τον βίαιο θρησκευτικό προσηλυτισμό, οι οποίοι έχουν χρησιμοποιηθεί από τις αρχές για να παρενοχλήσουν τις θρησκευτικές μειονότητες, ιδίως τους Χριστιανούς από τις κοινότητες Dalit και Adivasi, και έχουν ενθαρρύνει τη βία των εκδικητών.[1]
Δέκα από τις 28 πολιτείες της χώρας -Chhattisgarh, Gujarat, Haryana, Himachal Pradesh, Karnataka, Jharkhand, Madhya Pradesh, Odisha, Uttarakhand και Uttar Pradesh- έχουν νόμους που περιορίζουν τη θρησκευτική μεταστροφή με παραποίηση, βία, αθέμιτη επιρροή, εξαναγκασμό, δελεασμό, απάτη ή γάμο (που γίνεται με αποκλειστικό σκοπό την παράνομη μεταστροφή).[2] Ο προσηλυτισμός ή η εξαναγκαστική μεταστροφή πληθυσμών προκαλούν κοινωνικές αντιδράσεις από κάποιες τοπικές κοινότητες.
Ωστόσο, παρά τα ανωτέρω το Σεπτέμβριο, η Εθνική Επιτροπή για τις Μειονότητες (NCM) συναντήθηκε με Χριστιανούς ηγέτες και δήλωσε ότι επρόκειτο να ασχοληθεί με περιπτώσεις διώξεων Χριστιανών. Κατά το ίδιο έτος υπήρξαν προσπάθειες από πλευράς της κυβέρνησης και με τη στήριξη των Η.Π.Α., ώστε να αμβλυνθούν οι θρησκευτικές διακρίσεις αναφορικά με όλες τις θρησκευτικές μειονότητες προωθώντας τη συνεργασία με μη κυβερνητικές οργανώσεις αρμόδιες για το ζήτημα. Η ίδια πηγή αναφέρει ότι εκδικάστηκαν και δικαστικές υποθέσεις αδικημάτων κατά των θρησκευτικών μειονοτήτων και αποδόθηκε η σχετική δικαιοσύνη στα μέλη τέτοιων θρησκειών που έγιναν θύματα.[3]
Το Σύνταγμα της Ινδίας καθιερώνει ένα κράτος που προνοεί την ελευθερία της συνείδησης και το δικαίωμα όλων των ατόμων να δηλώνουν, να ασκούν και να διαδίδουν ελεύθερα τη θρησκεία, με την επιφύλαξη της δημόσιας τάξης, της ηθικής και της υγείας. Απαγορεύει τις κυβερνητικές διακρίσεις λόγω θρησκείας, μεταξύ άλλων για την απασχόληση, καθώς και τους θρησκευτικούς περιορισμούς στην πρόσβαση σε δημόσιες ή ιδιωτικές εγκαταστάσεις. Ο ομοσπονδιακός νόμος εξουσιοδοτεί την κυβέρνηση να απαγορεύει θρησκευτικές οργανώσεις που «προκαλούν διακοινοτικές εντάσεις ή εμπλέκονται σε τρομοκρατία ή εξέγερση».
Παρόλο που οι Χριστιανοί στην Ινδία αποτελούν μειοψηφία (2.3% του πληθυσμού), ωστόσο σε τρείς πολιτείες είναι πλειοψηφία και σε άλλες είναι σημαντική μειοψηφία με αξιοσημείωτες Χριστιανικές Κοινότητες να εντοπίζονται στις πολιτείες Andhra Pradesh, Arunachal Pradesh, Assam, Goa, Jharkhand, Kerala, Manipur, Meghalaya, Mizoram and Nagaland and Tamil Nadu. Η ίδια Έκθεση αναφέρει ότι η αποδοχή και ο σεβασμός του Χριστιανισμού από μη Χριστιανούς διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Συχνά οι Χριστιανοί χαίρουν εκτίμησης στις κοινότητες όπου παρέχουν υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση.
Ωστόσο, από πηγές του DFAT σημειώνεται ότι σε ορισμένα μέρη, όταν οι Χριστιανοί δραστηριοποιούνται στην ανάπτυξη στους τομείς της υγειονομικής περίθαλψης ή της εκπαίδευσης υφίστανται βία, όπως για παράδειγμα ρίξιμο πετρών, όμως αυτό, δεν είναι σύνηθες φαινόμενο. Με την συνδρομή τους στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών (τρόφιμα, εκπαίδευση, ιατρικές υπηρεσίες) οι Χριστιανοί στην Ινδία έχουν κατηγορηθεί από ορισμένους εθνικιστές Ινδουιστές ότι χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες αυτές για να κερδίσουν μεταστραφέντες. Επιπρόσθετα, οι εθνικιστές Ινδουιστές ασκούν πίεση στο κλείσιμο εκκλησιών.[4]
Από πολλές αναφορές προκύπτει ότι η αστυνομία δεν διερευνά επιθέσεις κατά Χριστιανών και από ορισμένες αναφορές προκύπτει πως οι καταγγελίες της αστυνομίας χρησιμοποιούνται ως όπλο από αντί-χριστιανούς ακτιβιστές. Πέραν αυτών των αναφορών, το DFAT δεν γνωρίζει για διακρίσεις εις βάρος των Χριστιανών, οι οποίοι γενικά έχουν ελεύθερη πρόσβαση στις κυβερνητικές υπηρεσίες. Αυτό, μπορεί εν μέρει να οφείλεται στα ψηλά επίπεδα εκπαίδευσης που λαμβάνουν, στις αστικές περιοχές που κατοικούν και στην ευμάρεια ορισμένων χριστιανικών κοινοτήτων. Οι αναφορές για βίαιες κοινοτικές επιθέσεις εναντίον Χριστιανών έχουν αυξηθεί, όπως επίσης και οι επιθέσεις κατά Μουσουλμάνων, ωστόσο οι Χριστιανοί αποτελούν μειονότητα και η προσοχή των μέσων ενημέρωσης τείνει να εστιάζει περισσότερο στους Χριστιανούς. Μολονότι, οι επιθέσεις κατά Χριστιανών εντοπίζονται τα τελευταία χρόνια όλο και συχνότερα, δεν υπάρχει ένα σταθερό μοτίβο και δεν αποτελούν καθημερινό φαινόμενο. Ως εκ τούτου, το DFAT εκτιμά ότι οι Χριστιανοί αντιμετωπίζουν χαμηλό κίνδυνο κοινωνικής βίας με τους περισσότερους να συνεχίζουν την καθημερινότητά τους με χαμηλό κίνδυνο κοινωνικών διακρίσεων.[5]
Από τα ανωτέρω στοιχεία, προκύπτει ότι η χριστιανική κοινότητα της Ινδίας αντιμετωπίζει ορισμένες διακρίσεις και αποτελεί κάποιες φορές στόχο επιθέσεων, ωστόσο γίνονται προσπάθειες από τη κυβέρνηση για την προστασία των θυμάτων και την απόδοση δικαιοσύνης. Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί πως οι πληροφορίες αυτές δεν αναφέρονται προσωπικά στον αιτητή, ούτε και τον φωτογραφίζουν εφόσον ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τις απειλές που ισχυρίζεται ότι δέχτηκε από τον πατέρα του εξαιτίας της μεταστροφής του στον Χριστιανισμό. Από τις πηγές πληροφόρησης προκύπτει πως οι εντάσεις σε βάρος χριστιανών σχετίζονται κατά κύριο λόγο με δραστηριότητες που εκλαμβάνονται ως επιθετικός προσηλυτισμός ή ως προσπάθειες εξαναγκαστικής μεταστροφής πληθυσμών, γεγονός που προκαλεί αντιδράσεις κυρίως σε τοπικό επίπεδο. Περαιτέρω, η πολιτεία Punjab, τόπος συνήθους διαμονής του αιτητή δεν ανήκει στις πολιτείες που εφαρμόζουν νόμους που περιορίζουν τη θρησκευτική μεταστροφή, ούτε διαφαίνεται να υπάρχουν έντονα φαινόμενα βίας σε βάρος μεταστραφέντων χριστιανών και κατά συνέπεια, η μεταστροφή του στο Χριστιανισμό δεν αρκεί ώστε να στοιχειοθετηθεί φόβος δίωξης.
Στην παρούσα περίπτωση λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, τις γενικόλογες και αντιφατικές δηλώσεις του αιτητή, καθώς και την έλλειψη συγκεκριμένων και αξιόπιστων εξωτερικών στοιχείων που να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του περί απειλών λόγω της θρησκευτικής μεταστροφής, κρίνεται ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια αξιοπιστίας για την αποδοχή του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού. Επομένως, ο ισχυρισμός που προβάλλεται στην Γραπτή Αγόρευση του αιτητή στα πλαίσια του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί του ότι οι πηγές πληροφόρησης συνηγορούν υπέρ των ισχυρισμών του αιτητή και πως μόνο εξαιτίας αυτού θα πρέπει να του αναγνωριστεί το καθεστώς πρόσφυγα, απορρίπτεται, εφόσον μόνο οι γενικές πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής των αιτητών διεθνούς προστασίας δεν είναι αρκετές, εφόσον μάλιστα οι πληροφορίες που εντοπίστηκαν δεν αφορούν προσωπικά τον αιτητή.
Η χορήγηση διεθνούς προστασίας απαιτεί την ύπαρξη συγκεκριμένων και ατομικών περιστάσεων που αποδεικνύουν ότι ο αιτητής αντιμετωπίζει προσωπικό και σοβαρό κίνδυνο δίωξης στη χώρα του. Οι γενικές αναφορές σε παραβιάσεις δικαιωμάτων χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία που να συνδέουν τον αιτητή με τέτοιες παραβιάσεις δεν επαρκούν για τη θεμελίωση αιτήματος διεθνούς προστασίας. Ούτως ή άλλως, ο αιτητής θα έπρεπε να στοιχειοθετήσει τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική του αξιοπιστία για να στοιχειοθετήσει τον ουσιώδη ισχυρισμό του, πράγμα που προκύπτει πως δεν έπραξε. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω πληροφορίες, καθώς και το ότι ο αιτητής κατά την αφήγησή του προέβη σε ασυνεπείς και χωρίς επαρκή λεπτομέρεια δηλώσεις, ο ισχυρισμός του ότι απειλείται με θάνατο από το πατέρα του λόγω της μεταστροφής του στον χριστιανισμό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, λόγω μη στοιχειοθέτησής του.
Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]».
Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (βλ. παράγραφοι 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως ο αιτητής είχε αρκετές ευκαιρίες κατά το στάδιο της συνέντευξής του να αναπτύξει με κάθε λεπτομέρεια τον πυρήνα του αιτήματός του και να θεμελιώσει το φόβο δίωξης στο πρόσωπό του από τον κατ' ισχυρισμό φορέα δίωξής του στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής ούτε στην ενώπιόν μου διαδικασία που είχε τη δυνατότητα να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία του, να διευκρινίσει τις ασυνέπειες και τις ανακρίβειες των δηλώσεων του με το ορθό δικονομικό διάβημα, έθεσε ενώπιον μου οποιοδήποτε στοιχείο. Κατά συνέπεια, ενόψει των προβαλλόμενων ισχυρισμών δεν θα μπορούσε να παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.
Πρόσθετα, ορθά κρίθηκε από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.
Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619, ECLI:CY:AD:2015:D619.
Ο αρμόδιος λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί ότι ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, είναι η πόλη Hoshiarpur, της πολιτείας Punjab, διεξήγαγε έρευνα για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω περιοχή, από την οποία προέκυψε ότι δεν υφίστατο εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετώπιζε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Υπό το φως των ανωτέρω και προς εκπλήρωση της υποχρέωσης του Δικαστηρίου για έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, για σκοπούς πληρότητας θα διεξάγω περαιτέρω έρευνα σε επικαιροποιημένες πηγές πληροφόρησης σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Hoshiarpur, της πολιτείας Punjab.
Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι κατά το διάστημα από τις 18/04/2024 έως τις 18/04/2025 στη πολιτεία Punjab εντός της οποίας βρίσκεται η πόλη Hoshiarpur , καταγράφηκαν συνολικά 1784 περιστατικά ασφαλείας και 36 απώλειες ζωών, εκ των οποίων 1585 διαμαρτυρίες (χωρίς απώλεια ανθρώπινης ζωής), 123 εξεγέρσεις (10 απώλειες ανθρώπινης ζωής), 3 μάχες (2 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 56 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (24 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και 17 έκρηξη/απομακρυσμένη βία (χωρίς απώλεια ανθρώπινης ζωής).[6] Επίσης, στην Hoshiarpur , πόλη συνήθους διαμονής του αιτητή, σύμφωνα με την βάση δεδομένων ACLED κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, καταγράφηκαν συνολικά 32 περιστατικά ασφαλείας, χωρίς καμία ανθρώπινη απώλεια, εκ των οποίων τα 29 καταγράφηκαν ως διαμαρτυρίες, 2 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων και 1 μάχη.[7] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Punjab ανέρχεται σε 30,730,000 σύμφωνα με την πρόσφατη εκτίμηση που έγινε το 2023.[8]
Αποτιμώντας τα προαναφερόμενα δεδομένα, δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του εκεί να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, με τριτοβάθμια εκπαίδευση, πλήρως ικανός προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και με υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο (εφόσον ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός) στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν έχει θέσει οποιαδήποτε ατομικά χαρακτηριστικά στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, που να υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει τεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε δυσμενή θέση ή σε κίνδυνο δίωξης ή βλάβης.
Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την Κ.Δ.Π. 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου δεν διαπίστωσα οποιοδήποτε σφάλμα στη διαδικασία και ούτως ή άλλως διεξήγαγα κατ’ουσίαν έλεγχο του αιτήματος του αιτητή από τον οποίο δεν προκύπτει πως θα έπρεπε να χορηγηθεί στον αιτητή οποιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Κατά συνέπεια ο πρώτος, τρίτος και τέταρτος νομικός ισχυρισμός απορρίπτονται στο σύνολό τους.
Θα πρέπει να αναφέρω πως ο συνήγορος του αιτητή στα πλαίσια του πρώτου λόγου ακυρώσεως υποστηρίζει ότι οι λειτουργοί δεν ήταν δεόντως καταρτισμένοι σε θέματα θρησκειολογίας, εθνικολογίας, εθνολογίας, κοινωνιολογίας και πολιτικών επιστημών, χωρίς όμως να προβάλλει οποιοδήποτε συγκεκριμένο ισχυρισμό επί τούτου. Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως ο αρμόδιος λειτουργός διεξήγαγε έρευνα σε πηγές πληροφόρησης προκειμένου να ενημερωθεί για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα του, σε σχέση πάντοτε με τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο αιτητής. Ο συνήγορος του αιτητή δεν έχει υποδείξει οποιοδήποτε σφάλμα στη διαδικασία που προηγήθηκε.
Όλοι οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί προβάλλονται κατά τρόπο γενικό και αόριστο και ο αιτητής δεν επιχειρηματολογεί προς τεκμηρίωσή τους. Ο αιτητής μπορούσε να θέσει ενώπιον μου με το ορθό δικονομικό διάβημα όλα τα στοιχεία που επιθυμούσε και να τεκμηριώσει όλους τους ισχυρισμούς που έθεσε ενώπιον του αρμόδιου οργάνου και διαφαίνεται πως δεν κρίθηκαν τεκμηριωμένοι. Ο αιτητής λοιπόν είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει τα ζητήματα που τον αφορούν προκειμένου να διευκρινίσει όλα τα στοιχεία που εντόπισε το αρμόδιο όργανο και να στηρίξει τον πυρήνα του αιτήματός του πράγμα που δεν έπραξε.
Θα πρέπει βεβαίως να τονιστεί πως οι Γραπτές Αγορεύσεις δεν μπορούν να θεμελιώσουν ισχυρισμούς που αφορούν πραγματικά γεγονότα. Σύμφωνα, όμως, με πάγια νομολογία επί του θέματος, η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν συνιστά μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (βλ. ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ και Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 ΑΑΔ 242, Μαρία Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281 και Χριστάκης Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου και/ή άλλου (1995) 4 ΑΑΔ 1275).
Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του όλο το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο και βεβαίως εντοπίζεται στον διοικητικό φάκελο (βλ. ΡΟΥΣΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΙΔΗ Κ.Α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και ΡΑΦΤΗ Κ.Α. ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2003) 3 Α.Α.Δ. 335). Ως εκ τούτου, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί απορρίπτονται. Εν πάση περιπτώσει, τα όσα ισχυρίζεται ο αιτητής δεν θα μπορούσαν να τον υπαγάγουν στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα ενόψει της αοριστίας και της γενικότητας με την οποία προβάλλονται.
Επίσης στα πλαίσια του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο συνήγορος του αιτητή υποστηρίζει ότι δεν παρέχεται εξουσία σε λειτουργούς άλλους εκτός από τους λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου να προβαίνουν σε εκθέσεις και εισηγείται πως η έκθεση είναι προϊόν αναρμοδιότητας. Επιπρόσθετα, αναφέρει πως ο λειτουργός της ΕASO/EUAA πρέπει να συμμετέχει σε συνέντευξη μαζί με άλλους λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου κάτι που όπως εισηγείται δεν προκύπτει στην υπό εξέταση περίπτωση.
Με το ζήτημα αυτό ασχολήθηκα στα πλαίσια της απόφασης στην υπόθεση υπ’αριθμόν 7508/22, Α.Μ.Μ. vs. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 31/10/2024, από την οποία παραπέμπω κατωτέρω σε σχετικό απόσπασμα:
«Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που διενήργησε τη συνέντευξη και καταστρατήγησης του άρθρου 13 Α (1 Α) του Περί Προσφύγων Νόμου καθότι η Κ.Δ.Π. 297/19 βρίσκεται σε ισχύ συνεχόμενα από το 2019 και το προσωπικό της EUAA προσφέρει τις υπηρεσίες του αδιάληπτα από το 2019 ενώ η νομοθεσία αναφέρεται σε προσωρινή συμμετοχή τρίτων προσώπων στην διενέργεια συνεντεύξεων σε καθορισμένο χρονικό πλαίσιο και όχι αόριστο, ο αιτητής δεν διευκρινίζει πως δημιουργείται πρόβλημα στην εξέταση της υπόθεσης του από το ζήτημα αυτό και ούτε επεξηγεί τι ο ίδιος θεωρεί προσωρινή συμμετοχή και τι πιθανόν να παραβιάζεται στην υπό εξέταση περίπτωση. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός προβάλλεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο και απορρίπτεται στο σύνολό του.
Εκ του περισσού, θα πρέπει να αναφερθεί πως η Κ.Δ.Π. 297/2019, ημερομηνίας 13/9/2019, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί τα εξής: «Επειδή έχουν υποβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών και η Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών αδυνατεί να διεξάγει εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας για την κάθε αίτηση, εμπειρογνώμονες οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο μπορούν να διεξάγουν τις συνεντεύξεις αυτές για όσο διάστημα ευρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμόνων για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων».
Ως προς την αρμοδιότητα των λειτουργών της EUAA προς συγγραφή εκθέσεων και/ ή εισηγήσεων (recommendation report), παρατηρώ ότι την συγκεκριμένη περίοδο υπήρχε σε ισχύ το επιχειρησιακό σχέδιο μεταξύ της Δημοκρατίας και της EUAA (και πρώην EASO)[9]]. Το συγκεκριμένο επιχειρησιακό σχέδιο ρητά αναφέρει ότι κατά την περίοδο 2022-2024, η EASO θα υποστηρίζει τις κυπριακές αρχές σε θέματα διεθνούς προστασίας[10].
Κατά συνέπεια, από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου δεν προκύπτει οποιοδήποτε σφάλμα όπως αυτό προωθείται μέσω της Γραπτής Αγόρευσης Αιτητή. Ως εκ τούτου, ο πρώτος και μέρος του δεύτερου νομικού ισχυρισμού απορρίπτονται στο σύνολό τους.»
Επιπρόσθετα, στην απόφαση της αδελφής μου δικαστού Κ. Κλεάνθους στην υπόθεση υπ’αριθμόν 106/2023, Α. Μ. Μ. νs. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας14/11/2023, λέχθηκαν επί τούτου τα εξής με τα οποία συμφωνώ (υπογράμμιση του απρόντος Δικαστηρίου):
«20. Ούτε το γράμμα αλλά ούτε και το πνεύμα του νόμου έχουν την έννοια ότι οι λειτουργοί της EUAA θα είναι απλοί παρατηρητές των εν λόγω συνεντεύξεων καθώς μια τέτοια ερμηνεία θα ερχόταν σε δυσαρμονία με τον πραγματικό σκοπό θέσπισης της εν λόγω διάταξης που δεν είναι άλλος από την ουσιαστική συνδρομή του εν λόγω οργανισμού στην ταχύτερη διεκπεραίωση της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων ασύλου. Οι συνθήκες δε που επιβάλλουν την ύπαρξη της εν λόγω συνδρομής δεν έχουν μεταβληθεί από το χρόνο θέσπισης της εν λόγω πράξης, ήτοι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού εκκρεμουσών αιτήσεων ασύλου προς εξέταση.»
Σε σχέση λοιπόν με την εμπλοκή του λειτουργού της EUAA θα πρέπει να αναφερθεί πως η Κ.Δ.Π. 297/2019 η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, κατά τη διαδικασία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης από το αρμόδιο όργανο, εφόσον βρισκόταν σε ισχύ και κατά συνέπεια, δεν προκύπτει από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου η αναρμοδιότητα του λειτουργού της EUAA. Επιπρόσθετα, παρατηρώ ότι την συγκεκριμένη περίοδο υπήρχε σε ισχύ το επιχειρησιακό σχέδιο μεταξύ της Δημοκρατίας και της EUAA (και πρώην EASO)[11]]. Το συγκεκριμένο επιχειρησιακό σχέδιο ρητά αναφέρει ότι κατά την περίοδο 2022-2024, η EASO θα υποστηρίζει τις κυπριακές αρχές σε θέματα διεθνούς προστασίας[12]. Ως εκ τούτου, ο προαναφερόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.
Στα πλαίσια του τρίτου λόγου ακυρώσεως ο συνήγορος του αιτητή εισηγείται πως ο κος Α. δεν προέβη σε καμία δική του έρευνα αλλά ενήργησε για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου χωρίς εξουσιοδότηση. Θα πρέπει να διευκρινιστεί πως ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αυτός που αποφασίζει επί αίτησης διεθνούς προστασίας. Επομένως, ενώ προκύπτει από τον περί Προσφύγων Νόμο ότι το πρόσωπο που διενεργεί τη συνέντευξη, συντάσσει ακολούθως και την εισηγητική έκθεση, αυτός ο οποίος λαμβάνει την απόφαση είναι ο Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ή όπως συνέβη στην υπό εξέταση υπόθεση ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργός Εσωτερικών λειτουργός κύριος Α. Α.
Ο αιτητής εισηγείται πως ο κύριος Α. δεν διεξήγαγε δική του έρευνα σε σχέση με το αίτημα του αιτητή. Από το ερυθρό 166 του διοικητικού φακέλου, προκύπτει πως ο κύριος Α. αφού μελέτησε την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού της EUAA υιοθέτησε και/ή ενέκρινε την εισήγηση η οποία διαφαίνεται ότι του διαβιβάστηκε. Πρόσθετα, εισηγείται πως ο κύριος Α. ενήργησε για τον Προϊστάμενο χωρίς εξουσιοδότηση, ισχυρισμός βέβαια που δεν ευσταθεί. Προκύπτει ξεκάθαρα από του ερυθρό 168, του διοικητικού φακέλου πως ο Υπουργός Εσωτερικών στις 9/6/2022 εξουσιοδότησε τον κύριο Α. Α. να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου που αφορούν την έκδοση αποφάσεων διεθνούς προστασίας. Διευκρινίζω μάλιστα πως η υπό εξέταση απόφαση λήφθηκε στις 6/7/2022, επομένως μετά από την εξουσιοδότηση του Υπουργού προς τον κύριο Α. Α. Κατά συνέπεια, ο κύριος Α. Α. ενήργησε εντός των αρμοδιοτήτων του και οι σχετικοί επί τούτου ισχυρισμοί απορρίπτονται.
Οι συνήγοροι του αιτητή στα πλαίσια του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, υποστηρίζουν ότι η δοθείσα αιτιολογία επί της κοινοποίησης της επίδικης απόφασης είναι εσφαλμένη. Ο συνήγορος του αιτητή συγκεκριμένα ισχυρίζεται πως το Παράρτημα Α στην αίτηση (απορριπτική επιστολή, ερυθρά 170-169, του διοικητικού φακέλου) περιέχει γενικά τα άρθρα του Νόμου που κατ’ ισχυρισμό ο αιτητής δεν πληροί. Όπως ισχυρίζεται δεν επεξηγείται όμως γιατί αυτά δεν πληρούνται και γιατί δεν κινδυνεύει ο αιτητής εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, λόγω της ισχυριζόμενης θρησκευτικής δίωξης. Ο συνήγορος του αιτητή παραπέμποντας στο ερυθρό 169, του διοικητικού φακέλου και συγκεκριμένα, στη δεύτερη παράγραφο της επιστολής, αναφέρει πως διαφαίνεται ως βάση της απορριπτικής απόφασης η απειλή που δέχτηκε ο αιτητής για τη ζωή του, από την οικογένεια του λόγω της απόφασης του να ακολουθήσει την εκπαίδευση του, κάτι που όπως ισχυρίζεται δεν υποστηρίζεται από τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης, καθιστώντας κατά την εισήγησή του τη διοικητική πράξη ασαφή, αφήνοντας αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ο συνήγορος του αιτητή αναφέρθηκε στο ζήτημα της αιτιολόγησης του ερυθρού 169, του διοικητικού φακέλου υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για λάθος της διοίκησης και εισηγήθηκε πως η απόφαση είναι εντελώς λανθασμένη και θα πρέπει να ακυρωθεί. Οι καθ’ ων η αίτηση τοποθετήθηκαν επί του ζητήματος και διευκρίνισαν πως τα όσα περιλαμβάνονταν στη σχετική επιστολή πρόκειται για τυπογραφικό λάθος καθότι εξετάζοντας τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου αποδεικνύεται ξεκάθαρα πως εκ παραδρομής το αρμόδιο όργανο κατά τη σύνταξη της επιστολής αναφέρθηκε σε δεδομένα που δεν αφορούσαν τον αιτητή. Ο συνήγορος του αιτητή, μετά την τοποθέτηση της συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, αναφέρει ότι τυπογραφικά λάθη αναγνωρίζονται ως προς την ορθογραφία και επισημαίνει πως η κοινοποίηση της διοικητικής πράξης βασίζεται σε εντελώς λανθασμένα γεγονότα, γεγονός το οποίο κατά την εισήγησή του, συμπαρασύρει σε ακυρότητα την υπό εξέταση προσφυγή.
Ενόψει του ισχυρισμού του αιτητή περί ελλιπούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω ανακριβούς αναφοράς επί της κοινοποίησής της, όπως προκύπτει από το ερυθρό 169 του διοικητικού φακέλου, κρίνεται ότι το σχετικό σφάλμα συνιστά εκ παραδρομής λεκτική ανακρίβεια, μη δυνάμενη να επηρεάσει το κύρος ή το περιεχόμενο της διοικητικής κρίσης. Η ύπαρξη τυπικών πλημμελειών δεν καθιστά αυτοδικαίως ακυρωτέα την προσβαλλόμενη απόφαση εφόσον προκύπτει βέβαια ότι ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία και λήφθηκαν υπόψη τα δεδομένα που αφορούν τον αιτητή.
Από το σύνολο των στοιχείων που περιέχονται στο διοικητικό φάκελο, προκύπτει ότι η διοίκηση έλαβε υπόψη κατά τρόπο πλήρη και εμπεριστατωμένο όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της μέσω της αίτησης αλλά και της συνέντευξης του αιτητή και όλοι οι ισχυρισμοί καταγράφονται λεπτομερώς στην έκθεση/εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού. Το περιεχόμενο της έκθεσης φέρει την απαιτούμενη ειδική και επαρκή αιτιολογία σύμφωνα με το πνεύμα της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, η οποία ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη. Καμία ένδειξη δεν προκύπτει ούτε υποδείχθηκε από το συνήγορο του αιτητή ότι η λανθασμένη αναφορά είχε επίδραση στο σκεπτικό ή στο περιεχόμενο της πράξης.
Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).
Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).
Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι ναι μεν υπάρχει λανθασμένη αναφορά επί της απόφασης κοινοποίησης, ερυθρό 169, εντούτοις από το σύνολο των στοιχείων που βρίσκονται εντός του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο έλαβε υπόψη του όσα αναφέρθηκαν από τον αιτητή κατά τη διάρκεια της προσωπικής του συνέντευξης, αλλά και όσα κατέγραψε επί της Έκθεσης/Εισήγησης αφορούν τον πυρήνα του αιτήματος του αιτητή και ως εκ τούτου, πρόκειται για τυπογραφικό λάθος. Εξάλλου το Δικαστήριο ασκώντας πλήρη έλεγχο κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, προχώρησα και εξέτασα το αίτημα με βάση τα επικαιροποιημένα πραγματικά και νομικά δεδομένα και διαπίστωσα ότι δεν συντρέχει παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ούτε έλλειψη νόμιμης αιτιολογίας. Κατά συνέπεια, ενόψει της πιο πάνω ανάλυσης, ο προαναφερόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του.
Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα έρευνα εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.
Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[1] HRW - Human Rights Watch: World Report 2025 – India Events of 2024, https://www.hrw.org/world-report/2025/country-chapters/india
[2] USDOS (US Department of State), "2023 Report on International Religious Freedom: India", 26/06/2024, https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/india/
[3] USDOS (US Department of State), "2023 Report on International Religious Freedom: India", 26/06/2024, https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/india/
[4]Department of Foreign Affairs and Trade, Australian Government, DFAT, Country Information Report, India, Sept 2023, σελ. 24-25, διαθέσιμο στο: https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-india.pdf
[5]Department of Foreign Affairs and Trade, Australian Government, DFAT, Country Information Report, India, Sept 2023, σελ. 24-25, διαθέσιμο στο: https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-india.pdf
[6] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 18.04.2024 – 18.04.2025, REGION: Asia-Pacific, COUNTRY: India, ADMIN UNIT: Punjab)
[7] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/ (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: 18.04.2024 – 18.04.2025, REGION: Asia-Pacific, COUNTRY: India, ADMIN UNIT: Punjab, Location: Hoshiarpur)
[8] City Population, India, Punjab, διαθέσιμο σε: https://citypopulation.de/en/india/cities/
[9] OPERATING PLAN 2022-2024 AGREED BY THE EUROPEAN ASYLUM SUPPORT OFFICE AND THE REPUBLIC OF CYPRUS (2021), διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/OP_CY_2022-2024.FINAL_.pdf
[10] OPERATING PLAN 2022-2024 AGREED BY THE EUROPEAN ASYLUM SUPPORT OFFICE AND THE REPUBLIC OF CYPRUS (2021), 20 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/OP_CY_2022-2024.FINAL_.pdf
[11] OPERATING PLAN 2022-2024 AGREED BY THE EUROPEAN ASYLUM SUPPORT OFFICE AND THE REPUBLIC OF CYPRUS (2021), διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/OP_CY_2022-2024.FINAL_.pdf
[12] OPERATING PLAN 2022-2024 AGREED BY THE EUROPEAN ASYLUM SUPPORT OFFICE AND THE REPUBLIC OF CYPRUS (2021), 20 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/OP_CY_2022-2024.FINAL_.pdf
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο