G. K. K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.597/23, 30/4/2025
print
Τίτλος:
G. K. K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση αρ.597/23, 30/4/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.597/23

 

30 Απριλίου 2025

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

G. K. K.

                                                                                                                        Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Κα A. Κίτσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Κος Ρ. Ευαγγέλου – μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Ελληνικά σε Γαλλικά και αντίστροφα            

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία της κοινοποιήθηκε στις 14/02/23 με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, η οποία και συνάπτεται στην προσφυγή.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια έρχεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό (στο εξής ΛΔΚ), εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 10/09/20 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 11/09/20 (ερ.1-3, 9, 29).

Στις 19/10/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία, όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.21-29). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε Έκθεση και στις 06/02/23 το αίτημα για διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.40-49).  

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δόθηκε διά χειρός στις 14/02/23 και της μεταφράστηκε σε γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.52, 2).

Επί της αιτήσεως ασύλου η αιτήτρια καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της μετά από απειλές κατά της ζωής της που δέχθηκε από την οικογένεια της αποθανούσας μητέρας της.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε η αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε όλη της τη ζωή στην Κινσάσα, προέρχεται από πολυγαμική οικογένεια, η ίδια είναι το τελευταίο τέκνο της μητέρα της απεβίωσε, η οποία απεβίωσε το 2005, όταν η ίδια ήταν 9 ετών και ο πατέρας της το 2010. Ερωτώμενη σχετικά ανέφερε ότι τα αδέλφια της, με τα οποία δεν έχει στενές σχέσεις, δεν γνωρίζει που διαμένουν και δεν έχει επικοινωνία μαζί τους. Ως περαιτέρω ανέφερε, μετά το θάνατο των γονιών της, εξακολούθησε να διαμένει στην οικία με τα αδέλφια της, ωστόσο κάποιες φορές διανυκτέρευε στην οικία ενός φίλου του πατέρα της, ο οποίος την βοήθησε με τις διαδικασίες για την αναχώρησή της από τη χώρα καταγωγή της και βοηθούσε οικονομικά, με τον οποίο δεν διατηρεί επικοινωνία, καθότι – ως ανέφερε - είναι μεγάλης ηλικίας και έχει απωλέσει τον αριθμό του. Σχετικά με τη λοιπή οικογένειά της ανέφερε πως διαμένει σε διαφορετική περιοχή της ΛΔΚ, στην Bas Congo, ενώ με τη θεία της, που διαμένει στη Γαλλία, δεν έχει επικοινωνία. Η αιτήτρια είναι απόφοιτη επαγγελματικής σχολής στον τομέα της ραπτικής, ομιλεί Lingala, Γαλλικά και λίγα Αγγλικά και κάποιες φορές πήγαινε με γνωστούς της για να μάθει την τεχνική ράστα για τα μαλλιά, όμως δεν εργαζόταν.

Στο στάδιο της ελεύθερης αφήγησής αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της η αιτήτρια ανέφερε πως δεν είχε την υποστήριξη της οικογένειάς της και πως τη θεωρούσαν υπεύθυνη για το θάνατο της μητέρας της, ενώ δεν είχε την υποστήριξη ούτε του πατέρα της, αφού εκείνος δεν ήταν σε θέση να εναντιωθεί στην υπόλοιπη οικογένεια, με αποτέλεσμα να μην απολαμβάνει την πατρική αγάπη, γεγονός που την τραυμάτισε ψυχικά, ως ανέφερε. Το μόνο πρόσωπο που την υποστήριζε ήταν ένας φίλος του πατέρα της και αυτό στάθηκε αφορμή οι δύο άνδρες να διαπληκτιστούν, καθότι η οικογένειά της θεωρούσε ότι ο εν λόγω φίλος είχε άλλο σκοπό απέναντί της. Ο εξάδελφος της μητέρα της κατηγορούσε την αιτήτρια για το θάνατο του πατέρα της και πως είναι μάγισσα και κάνει μαύρη μαγεία στην οικογένεια και έτσι ο φίλος του πατέρα της τη συμβούλεψε να εγκαταλείψει την ΛΔΚ, καθότι φοβόταν πως όταν δεν θα είχε την προστασία του ίδιου θα την έβλαπταν, ως της ανέφερε.

Ερωτώμενη η αιτήτρια αναφορικά με το ενδεχόμενο επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της δήλωσε πως θα αναγκαστεί να επιστρέψει στην οικία με τα αδέλφια της καθώς δεν έχει που αλλού να διαμείνει, καθώς, ως γυναίκα, θα χρειάζεται κάποιον να τη φροντίζει για να αποφεύγει τους κινδύνους, κάτι το οποίο δεν είναι δυνατό, αφού – ως ανέφερε - ο φίλος του πατέρα της πλέον είναι ηλικιωμένος, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να συνάψει γάμο με κάποιον που δεν επιθυμεί. Όσον αφορά τους κινδύνους δήλωσε ότι ως γυναίκα χωρίς τόπο διαμονής και οικονομική στήριξη θα αναγκαστεί να καταφύγει σε επιλογές που δεν επιθυμεί, όπως το να γίνει σεξεργάτρια. Σε περαιτέρω ερώτηση σχετικά με το αν θα μπορούσε να βιοποριστεί με άλλους τρόπους η αιτήτρια ανέφερε ότι, παρότι έχει εκπαιδευτεί στη ραπτική δε θα είναι εύκολο να εξεύρει εργασία.

Αναφορικά με την συμπεριφορά της οικογένειάς της απέναντί της η αιτήτρια δήλωσε πως βίωνε λεκτική βία και μία φορά της είχαν επιτεθεί με ένα μεταλλικό αντικείμενο και αυτό είχε ως συνέπεια να χρειαστεί ράμματα, ως ανέφερε. Σε ερωτήσεις για το εν λόγω συμβάν η αιτήτρια ανέφερε πως δε θυμάται πότε συνέβη διότι ήταν σε μικρή ηλικία και πως το τραύμα της δεν είναι πλέον ορατό. Η αιτήτρια, ερωτώμενη σχετικά, δήλωσε ρητά πως δεν συνέβη οποιοδήποτε άλλο περιστατικό σωματικής βίας, αλλά δεχόταν λεκτικές απειλές και, σε ερώτηση αναφορικά με το ότι, παρά τους ισχυρισμούς για επιθετική συμπεριφορά της οικογένειάς της, αυτή συνέχιζε να διαμένει στην ίδια οικία επί σειρά ετών, η αιτήτρια δήλωσε πως της επιτρεπόταν να διαμένει καθώς ήταν εκεί ο πατέρας της, ωστόσο σε σχετική ερώτηση για το διάστημα μετά το θάνατο του πατέρας αποκρίθηκε πως τίποτα σοβαρό δε συνέβη. Σε σχετική ερώτηση η αιτήτρια δήλωσε πως δεν έχει σκεφτεί ποτέ το ενδεχόμενο να μετεγκατασταθεί σε κάποιο άλλο μέρος της ΛΔΚ.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε η αιτήτρια εντόπισαν και αξιολόγησαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.

1.    Ταυτότητα, προφίλ, χώρα ιθαγενείας και τόπο διαμονής της αιτήτριας

2.    Ισχυριζόμενη ανασφάλεια διαβίωσης στη ΛΔΚ, λόγω απουσίας υποστηρικτικού δικτύου

Εκ των ως άνω ισχυρισμών έγινε αποδεκτός ο 1ος, ο δε 2ος απορρίφθηκε.

Συγκεκριμένα, επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, στα πλαίσια του οποίου αξιολογήθηκαν και τα λεγόμενα της αιτήτριας αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό κακομεταχείριση που υπέστη από την οικογένεια της αλλά και την ικανότητα βιοπορισμού της, κρίθηκε ότι τα όσα ανέφερε αλλά και οι αποκρίσεις τις στις πολλές ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν υπήρξαν γενικά, στερούμενα λεπτομερειών, περιείχαν αντιφάσεις, στερούντο χρονικής συνοχής, ουδεμία δε βιωματική λεπτομέρεια αναφέρθηκε για την κατ’ ισχυρισμό σωματική βλάβη που υπέστη από την οικογένεια της. Ομοίως, τα όσα ανέφερε περί του που αυτή διέμενε και πως συντηρούνταν και από ποιόν, δεδομένου του ότι, ως ανέφερε, η ίδια δεν εργαζόταν, αλλά και αναφορικά με τον χρόνο που διέμενε με την οικογένεια της και μετά με τον φίλο του πατέρα της έβριθαν ασυνεπειών και στερούνταν συνοχής.

Στα πλαίσια αξιολόγησης εξωτερικής αξιοπιστίας των ως ισχυρισμών άνω έγινε έρευνα σε διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση μόνων γυναικών στην Κινσάσα, εκ της οποίας προέκυψε ότι τα λεγόμενα της συνάδουν με τις εντοπισθείσες πληροφορίες για αντιξοότητες που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει μια γυναίκα χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, όμως, δεδομένης της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής των λεγομένων της σχετικά, ο ισχυρισμός αυτός δεν έγινε αποδεκτός και απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού της αιτήτριας, κατόπιν έρευνας για την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής της, ήτοι την Κινσάσα, αξιολογώντας και συνυπολογίζοντας ότι αυτή πρόκειται για ενήλικο άτομο, υγιές, με δευτεροβάθμια μόρφωση και γνώσεις ραπτικής, δεδομένου και του ότι, εφόσον, ως η ίδια είχε αναφέρει, διέμενε περί τα 10 έτη με την ετεροθαλή οικογένεια της χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα πέραν κακής συμπεριφοράς, εκ του οποίου συνάγεται ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί άτομο χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υφίσταται κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής.

Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε ως αβάσιμη και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της.

Στις γραπτές αγορεύσεις που καταχώρησε η αιτήτρια επανέλαβε κατ’ ουσία τα όσα στη συνέντευξη είχε αναφέρει περί κακομεταχείρισης που κατ’ ισχυρισμό υπέστη από την ετεροθαλή της οικογένεια, με την ίδια εντούτοις ασάφεια και γενικότητα, χωρίς τελικώς να αναφέρει κάποιο συγκεκριμένο συμβάν που βίωσε και, καλούμενη να τοποθετηθεί και προφορικά κατά τις διευκρινήσεις, αν επιθυμεί, δήλωσε ότι δεν έχει κάτι να προσθέσει.

Οι καθ' ων η αίτηση αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν άπαντες οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας αυτής, ζητώντας γι’ αυτό απόρριψη της προσφυγής.

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Ενόψει και κατ’ εφαρμογή και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του φακέλου, των λεγομένων της αιτήτριας κατά τη συνέντευξη καθώς και των εκατέρωθεν αγορεύσεων των μερών, είναι κατάληξη μου ότι συμφωνώ πλήρως και σε όλη τους την έκταση με τα ευρήματα και κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, ως αυτά λεπτομερώς και ενδελεχώς αναφέρονται στα ερ.41-45, ως και ανωτέρω στα πλαίσια της παρούσης καταγράφονται.  

Εξηγώ.

Εν προκειμένω, πολύ απλά, το όλο αφήγημα της αιτήτριας βρίθει κενών και αντιφάσεων και σε κανένα σημείο των λεγομένων της αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση την κατ’ ισχυρισμό κακομεταχείριση που υπέστη, την διαμονή της με τον φίλο του πατέρα της και το πως αυτή συντηρούνταν (εφόσον δεν εργαζόταν) δεν ήταν σε θέση να αναφέρει την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια, όσα δε ανέφερε στερούνταν χρονικής συνέχειας και λογικής συνέπειας. Ενδεικτικά σημειώνω ότι, παρά τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στην αιτήτρια, δεν ήταν σε θέση να αναφέρει με εύλογη ακρίβεια το πότε έζησε με την οικογένεια της, γιατί διατεινόταν ότι ο πατέρας της ήταν πολυγαμικός και πως ήταν η δομή της οικογένειας της, πότε τελικώς έζησε με τον φίλο του πατέρα της και για πόσο καιρό, από ποιόν συντηρούνταν οικονομικά και τι συνέβη σ’ αυτή στα πλαίσια των κατηγοριών για μαγεία από την οικογένεια της και την κατ’ ισχυρισμό κακή μεταχείριση ή και βλάβη που υπέστη απ’ αυτούς και ποιους συγκεκριμένα, δεδομένου και του ότι έζησε τελικά – σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της – περί τα 10 έτη, χωρίς να της συμβεί κάτι σοβαρό (ερ.22 - Χ6). Οι ελλείψεις δε αυτές είναι θεωρώ καθοριστικές για την συνολική συνοχή του αφηγήματος της. Οιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα συνιστούσε αφελή και ανεπιφύλακτη αποδοχή ισχυρισμών που στερούνται κάθε ψήγματος ευλογοφάνειας, λεπτομερειών και εν γένει συνοχής.

Δεν μπορεί περαιτέρω να γίνουν αποδεκτοί οι παντελώς ασυνάρτητοι ισχυρισμοί της ότι δεν διατηρεί επαφή με τα αμφιθαλή της αδέλφια αλλά ούτε και ο ίδιος ο ισχυρισμός περί πολυγαμικού πατέρα, δεδομένου ότι τελικώς δεν ήταν σε θέση η αιτήτρια να δώσει λεπτομέρειες σχετικά μ’ αυτό (ερ.25-26). Εκ τούτου έπεται βεβαίως κατά λογική αναγκαιότητα ότι, δεδομένου ότι έζησε επί δεκαετία με την οικογένεια (του πατέρα της, μετά τον θάνατο του) χωρίς κάποιο πρόβλημα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αιτήτρια στερείται οικογενειακού δικτύου.

Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας (Κινσάσα) και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν εκεί, σε συνάρτηση με το προφίλ της αιτήτριας.

Αναφορικά με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στην Κινσάσα εντοπίζονται τα εξής.

Έκθεση της Αυστριακής ACCORD (Νοέμβριος 2020) αναφέρει ότι στη ΛΔΚ οι γυναίκες είναι σαφώς αντικείμενο διακρίσεων.[1]

Σε έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου της Δανίας αναφέρεται ότι «[η] Ελβετική Κρατική Γραμματεία για τη Μετανάστευση ορίζει μια ανύπαντρη γυναίκα στο πλαίσιο της Κινσάσα ως ενήλικη γυναίκα με ή χωρίς παιδιά, που συντηρείται χωρίς άνδρα σύντροφο.[2] […] Οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς το υποστηρικτικό δίκτυο που προσφέρει ένας άνδρας συχνά αντιμετωπίζονται αρνητικά (σ.σ. από την κοινωνία), βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση και πολλές αποφασίζουν να κάνουν συναλλακτικό σεξ για να αποκτήσουν πρόσβαση σε καταφύγιο και εργασία.,[3]

[…]

[Οι] ανύπαντρες γυναίκες συχνά θεωρείται ότι είναι ιερόδουλες στην Κινσάσα και συνεπώς, η σεξουαλική συναλλαγή αναμένεται από αυτές [και] βρίσκονται σε μια πιο ευάλωτη θέση, υπόκεινται σε άτυπη φορολογία από την αστυνομία ή άλλους επιθεωρητές προκειμένου να έχουν πρόσβαση στην τοπική αγορά. Στις χήρες και γυναίκες που ηγούνται νοικοκυριών παρουσιάζονται λιγότερες ευκαιρίες, καθώς είναι γενικά πιο ευάλωτες και χαρακτηρίζονται από υψηλότερα ποσοστά φτώχειας και ακραίας φτώχειας […]». [4]

Σε έρευνα του DIS αναφέρεται ότι «[…] ένα πρόσωπο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa θα έχει σοβαρές δυσκολίες στην προσαρμογή και ενσωμάτωση, καθώς χωρίς οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία θα είναι κάπως σαν εγκαταλελειμμένος, αφού στη ΛΔΚ, η κρατική κοινωνική συνδρομή δε λειτουργεί δεόντως.».[5]

Σε έκθεση του Danish Immigration Service (DIS), μετά από συνέντευξη με καθηγητή του Πανεπιστημίου της Κινσάσα, αναφέρεται ότι «ένα άτομο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Κινσάσα θα έχει σοβαρές δυσκολίες προσαρμογής και ενσωμάτωσης, γιατί χωρίς την οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία, το άτομο θα νιώθει εγκαταλελειμμένο επειδή στη ΛΔΚ η κοινωνική βοήθεια που παρέχεται από το κράτος δεν λειτουργεί σωστά. Υπάρχει σχεδόν ένα κενό εδώ, και αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους που έρχονται από μακριά για να εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα, καθώς και για τους ανθρώπους εκεί. Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας υπάρχουν αλλά δεν είναι στο ύψος των καθηκόντων τους. Ένα τέτοιο άτομο αντιμετωπίζει πρώτα τα προβλήματα της στέγασης, πρόσβασης σε εργασία και μετά (σ.σ. αντιμετωπίζει) το πρόβλημα των πόρων. Επιπλέον, το άτομο θα έχει προβλήματα με την διασφάλιση των απαραίτητων ως προς το ζην και την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ, η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά παίζουν τον ρόλο της άτυπης κοινωνικής ασφάλισης. Ίσως πρέπει επίσης να αναφέρουμε εδώ τις ρίζες της ανεργίας των νέων και της αστικής ληστείας (συμμοριών) και του εγκλήματος, γνωστές στην Κινσάσα ως "Kuluna": πολλοί νέοι, χωρίς δουλειά, συχνά υπό την επήρεια ναρκωτικών, επιδίδονται σε κατακριτέες πράξεις. Έτσι, ο κίνδυνος είναι πολύ υψηλός για ένα άτομο χωρίς υποστήριξη, να τολμήσει να εγκατασταθεί στην Κινσάσα, εξαιτίας της αστικής ληστείας και της οικονομικής ανέχειας».[6]

Αναφορά της UNFPA σημειώνει ότι η έμφυλη βία (GBV) εξακολουθεί να καθιστά ευάλωτες τις γυναίκες και τα κορίτσια που διαβιούν στη χώρα.[7] Μορφές βίας που καταγράφονται περιλαμβάνουν βιασμό, σεξουαλική δουλεία, εμπορία ανθρώπων, αναγκαστικό γάμο, τον γάμο ανηλίκων, ενδοοικογενειακή βία και σεξουαλική εκμετάλλευση.[8]

Παρά τα ως άνω στοιχεία, τα οποία αναμφισβήτητα δεικνύουν αυξημένο κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης γυναίκας χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, δεν θεωρώ ότι εν προκειμένω η αιτήτρια υπάγεται στο ως άνω προφίλ αυξημένου κινδύνου, δεδομένου ότι είναι ηλικίας 28 ετών σήμερα, υγιής, με δευτεροβάθμια εκπαίδευση και γνώσεις ραπτικής, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας εφόσον, ενόψει των όσων πιο πάνω αναφέρω σχετικώς, δεν μπορεί να λεχθεί ότι αυτή στερείται υποστηρικτικού δικτύου. Δεν μπορώ λοιπόν να δεχθώ ότι δεν είναι σε θέση να εντοπίσει και να επικοινωνήσει με την οικογένεια της, ώστε – κατ’ ελάχιστο – να λάβει μια υποτυπώδη έστω στήριξη κατά την επιστροφή της στην Κινσάσα.

Τα ως άνω δεδομένα συνηγορούν υπέρ του ότι η αιτήτρια διατηρεί εύλογες πιθανότητες να εξασφαλίσει προσωρινή έστω στέγαση και στήριξη και επαρκή βιοπορισμό κατά την επιστροφή της και δεικνύουν ότι οι όποιες δυσκολίες αντιμετωπίσει δεν θα καθιστούσαν τη ζωή της ανυπόφορη και δεν θα την εξέθεταν σε κινδύνους που υπερβαίνουν τον μέσο κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο τοπικός πληθυσμός στην καθημερινότητα του. Σημειώνω ότι, ως και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.».

Αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας εντοπίζονται τα εξής.

Έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, αναφέρει ότι «[η] Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον […] ένοπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα».[9] Παράλληλα, το International Crisis Group's Crisis Watch δεν κατέγραψε απώλειες αμάχων τον Ιανουάριο 2020 με Ιούλιο 2021.[10]

Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας, κατά την περίοδο 09/12/23 - 06/12/24 στην επαρχία Kinshasa καταγράφηκαν συνολικά 106 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία υπήρξαν 154 απώλειες σε αμάχους. Πρόκειται συγκεκριμένα για 4 μάχες (με 5 απώλειες σε αμάχους), 10 περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 17  απώλειες), 62 διαδηλώσεις (με 0 απώλειες) και 30 εξεγέρσεις (με 132  απώλειες σε αμάχους) ενώ δεν καταγράφεται κανένα περιστατικό απομακρυσμένης βίας[11]. Ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα ανέρχεται σήμερα περί τα 17 εκατομμύρια κατοίκων. [12]

Στη βάση των ως άνω δεδομένων είναι κατάληξη μου ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [13] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN ημ.10/06/21). 

Έπεται λοιπόν ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης [της] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου, αντίστοιχα.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €500 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation: Anfragebeantwortung zu DR Kongo: Situation alleinstehender Frauen mit Kindern, insbesondere im Hinblick auf Arbeitsmarkt, Wohnversorgung und Sozialhilfe [a-11424], 25 November 2020
 https://www.ecoi.net/en/document/2043986.html (ημ. πρόσβασης 19/07/23)

[2] Swiss State Secretatiat (SEM), Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016, σελ. 16, https://www.ecoi.net/en/document/1102702.html (ημ.  πρόσβασης 22/03/23)

[3] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[4] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, Annex 2: Interview notes, An international humanitarian organisation in the Democratic Republic of Congo (DRC) Skype-interview, 29 July 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf  παρα. 11, σελ. 41 (ημ. πρόσβασης 19/07/2023)

[5] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημ.  πρόσβασης 19/07/2023)

[6] DIS – Danish Immigration Service (Author): Democratic Republic of the Congo; Socioeconomic conditions in Kinshasa , October 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 48-49 (ημ. πρόσβασης 21/07/23)

[7] UNFPA DRC, Gender Based Violence in the Democratic Republic of the Congo : Key Facts and Priorities of humanitarian actors, 2019: https://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/endsgbvoslo_advocacy_note_may2019.pdf (ημ. πρόσβασης 19/07/23)

[8] Ό.π..

[9] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)

[10] 4 International Crisis Group, Crisis Watch, Tracking Conflict Worldwide, Democratic Republic of Congo, n.d, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location%5B%5D=7&date_range=custom&from_month=01&from_year=2020&to_month=07&to_year=2021(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/07/2024)

[11] ACLED EXPLORER,  με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 09/12/2023 - 06/12/2024,  ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa -DRC  –Kinshasa ), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard(ημ. πρόσβασης 03/12/2024).

[12] Macrotrends.net, Kinshasa population, 2024, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20853/kinshasa/population,

[13] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο