
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Υπόθεση Αρ.: 666/24
28 Απριλίου, 2025
[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Κ. Κ. Ε.
Αιτητού,
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου
Καθ' ων η αίτηση
Ο Αιτητής είναι παρών
Ιωάννου Ι. (κ.) για Δικηγόρος για τον Αιτητή
Παραδεισιώτη Ε. (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Aιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 8.1.2024, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος).
Γεγονότα
1. Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία. Περί τις 25.1.2022, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία. Στις 15.6.2023 και 4.1.2024, πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις στον Αιτητή από λειτουργό. Ακολούθως, υποβλήθηκε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία του Αιτητή και επιστροφή του στη Νιγηρία, η οποία εγκρίθηκε στις 8.1.2024 από τον Προϊστάμενο. Στις 2.2.2024, η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, κοινοποιήθηκε στον Αιτητή.
Νομικοί Ισχυρισμοί
2. Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, o Αιτητής δια του συνηγόρου του, υποστηρίζει ως λόγους προσφυγής την έλλειψη δέουσας έρευνας, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καθ’ υπέρβαση εξουσίας και παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Να σημειωθεί ότι οι δύο τελευταίοι ισχυρισμοί εγκαταλείφθηκαν από τον Αιτητή δια του συνηγόρου του κατά την ακροαματική διαδικασία αλλά παρατηρείται ότι σε κάθε περίπτωση δεν δικογραφούνταν και δεν εξειδικεύονταν δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018].
3. Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση με την προφορική τους αγόρευση υποστηρίζουν τα ευρήματά τους ως προς την αναξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του, ήτοι τη δίωξή του από ένεκα της άρνησής του να διαδεχθεί τον πατέρα του ως αρχιερέας τοπικής θεότητας, υποστηρίζοντας ότι οι αποδεκτοί ισχυρισμοί του δεν μπορούν να οδηγήσουν σε υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.
Το νομικό πλαίσιο
4. Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».
5. Ο Κανονισμός 2 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:
«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».
6. Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (στο εξής: o περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.
7. Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.
8. Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.
Κατάληξη
9. Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό εκ προοιμίου ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητά της (Βλ. Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Aρ. 107/2023, Δημοκρατία ν. Q.B.T., απόφαση ημερ. 11.2.2025, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021 Janelidze ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.9.2021· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 35/2023 Lubangamu ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 5.12.2024). Συνεπώς, η επίκληση έλλειψης δέουσας έρευνας δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους, καθώς το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε εξ υπαρχή και ex nunc έλεγχο των περιστάσεων της αιτήσεως του εκάστοτε Αιτητή. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος ακόμα και αν γίνει δεκτός δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].
10. Συναφές εν προκειμένω είναι και το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68).
11. Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών του Αιτητή επισημαίνονται συναφώς τα ακόλουθα. Κατά την καταγραφή της αίτησής του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής αναφέρει ότι εγκατέλειψε την χώρα του λόγω κινδύνου για την ζωή του, ο οποίος προκλήθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος ήταν αρχιερέας και παραδοσιακός βοτανολόγος. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, μέλη της κοινότητας πίεζαν τον Αιτητή να κληρονομήσει τη θέση του (του πατέρα του), ωστόσο αυτή ήταν αντίθετη με τις δικές του πεποιθήσεις και τον τρόπο ζωής του ως χριστιανός. Μετά την άρνηση του Αιτητή, ο γηραιότερος αρχιερέας έστειλε αντιπροσωπεία για να τον πείσει. Στην προσπάθεια να τον πείσουν εν τέλει κατέληξαν στη χρήση διαβολικών και φυσικών μέσων, στέλνοντας ακόμα και κατά συρροή δολοφόνους στο πατρικό σπίτι του Αιτητή με αποτέλεσμα να σκοτώσουν τον μικρότερο αδερφό του, νομιζόμενοι ότι ήταν ο Αιτητής (βλ. ερ. 2 του διοικητικού φακέλου στο εξής: ο Δ.Φ.).
12. Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ανέφερε ότι γεννήθηκε το 1993 στην πόλη Ukopi της πολιτείας Enugu και τελευταίος τόπος διαμονής του πριν εγκαταλείψει την χώρα του ήταν η πόλη Onitsha της πολιτείας Anambra. Ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, ολοκλήρωσε το 2015 την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και από το 2016-2017 φοιτούσε στο πανεπιστήμιο του Benin στο κλάδο της διοίκησης επιχειρήσεων, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του λόγω οικονομικών δυσκολιών (βλ. ερ.22 σημείο 2χ του Δ.Φ.). Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι πατέρας ενός κοριτσιού το οποίο μαζί με την μητέρα του βρίσκονται στην πολιτεία Enugu και οι γονείς του απεβίωσαν ο μεν πατέρας του τον Αύγουστο 2020 και η μητέρα του όταν ο Αιτητής ήταν σε νεαρή ηλικία (βλ. ερ. 33 σημεία 1χ-2χ και ερ. 32 σημείο 5χ του Δ.Φ.). Ο Αιτητής έχει δύο αδερφές οι οποίες διαμένουν στην πολιτεία Enugu και με τις οποίες ο Αιτητής διατηρεί επικοινωνία (βλ. ερ. 21 σημείο 3χ του Δ.Φ.). Κατά τη δεύτερή του συνέντευξη στις 4.1.2025 ανέφερε ότι οι αδερφές του διαμένουν στην πόλη Onitsha της πολιτείας Anambra (βλ. ερ. 32 σημείο 1χ του Δ.Φ.) και ότι μετα το περιστατικο του Αυγούστου του 2020 μετέβησαν εκεί. (περί τους έξι μήνες μετά από την πρώτη), ο Αιτητής δήλωσε ΄ότι Διαθέτει επίσης θείο από την πατρική ρίζα, ο οποίος διαμένει στην πόλη Onitsha με τον οποίο δεν διατηρεί επικοινωνία (βλ. ερ. 21 σημείο 1χ του Δ.Φ.). Ο Αιτητής στην χώρα του εργαζόταν από το 2018 μέχρι που την εγκατέλειψε, ως πωλητής οικοδομικών υλικών (βλ. ερ. 20 σημείο 1χ του Δ.Φ.) Ως προς το θρήσκευμα δήλωσε χριστιανός, εθνοτικής καταγωγής Igbo και ομιλεί την Igbo, την Αγγλική και μερικώς την Ελληνική (βλ. ερ. 32 σημείο 6χ του Δ.Φ.).
13. Ερωτηθείς για ποιους λόγους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κατά την ελεύθερή του αφήγηση, επανέλαβε κατ’ ουσίαν τα όσα κατέγραψε και στην αίτησή του. Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του ο οποίος ήταν αρχιερέας, και παραδοσιακός γιατρός, η κοινότητά του απαιτούσε από τον Αιτητή να τον διαδεχθεί, απειλώντας τον ότι αν δεν το κάνει θα τον σκοτώσουν. Επίσης ανέφερε ότι κατά την αναζήτηση του Αιτητή, δολοφονήθηκε ο αδερφός του καθότι οι δράστες νόμιζαν πως αυτός ήταν ο Αιτητής. Ανέφερε περαιτέρω ότι επειδή είναι χριστιανός, δεν επιθυμούσε να γίνει μέλος της συγκεκριμένης κοινότητας, καθότι ήταν ενάντια στην δική του πίστη (βλ. ερ. 16 σημείο 3χ και ερ. 31 σημείο 4χ του Δ.Φ.)
14. Ακολούθως, διευκρινιστικής φύσεως ερωτήματα υποβλήθηκαν στον Αιτητή αναφορικά με την κοινότητα, τις δράσεις της, τους λόγους που επιλέχθηκε o ίδιος ως διάδοχος του πατέρα του και τις απειλές τις οποίες ισχυρίστηκε ότι δέχτηκε. Ειδικότερα, στο πλαίσιο των ερωτήσεων που του υποβλήθηκαν, ο Αιτητής σχετικά με την κοινότητα, δήλωσε ότι αναφερόταν στην κοινότητα Ukopi στην πολιτεία Enugu. Αποκρινόμενος ανέφερε ότι ο πατέρας του απεβίωσε τον Αύγουστο 2020 όπως επίσης και για την δολοφονία του αδερφού του ότι αυτή επίσης έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 2020 από μέλη της κοινότητας τα οποία είχαν ως στόχο τον ίδιο τον Αιτητή. Ως προς τις απειλές τις οποίες ισχυρίστηκε ότι δέχτηκε, ανέφερε ότι τα μέλη της κοινότητας τον απειλούσαν ότι θα τον σκοτώσουν. Επίσης, ο Αιτητής ανέφερε ότι από τον θάνατο του πατέρα του μέχρι που εγκατέλειψε την χώρα του, τον αναζητούσαν, ωστόσο κατόρθωσε να προστατευτεί καθότι παρέμενε σε εσωτερικούς χώρους. Ως προς το τί πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα του, δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή. Τέλος, δήλωσε ότι οι αρχές της χώρα του θα του επιτρέψουν την είσοδό του σε αυτήν. Κατά τη διοικητική διαδικασία, πέραν του διαβατηρίου του, ο Αιτητής προσκόμισε αντίγραφο ένορκης δήλωσης τρίτου προσώπου, του επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησία της Αγίας Οικογένειας, της ενορίας Ukopi την οποία καταγράφονται οι περιστάσεις γύρω από την κατ΄ ισχυρισμό δίωξή του από τα μέλη της κοινότητάς του, λόγω της άρνησής του να διαδεχθεί τον πατέρα του ως αρχιερέας του θεότητας Idodo (βλ. ερ. 37-36, του Δ.Φ.).
15. Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, οι Καθ' ων η αίτηση διέκριναν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αναφορικά με τη χώρα καταγωγής, τον τόπο διαμονής του Αιτητή και τα λοιπά στοιχεία του προφίλ του. Ο δεύτερος, αναφορικά με τις ισχυριζόμενες απειλές από μέλη της κοινότητάς του λόγω της άρνησής του να αναπληρώσει την θέση του πατέρα του ως αρχιερέα και λάτρης του ειδώλου Idodo. Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθώς οι πληροφορίες που έδωσε ο Αιτητής κρίθηκαν συνεκτικές ενώ αξιολογήθηκαν σε συνάρτηση με το προσκομισθέν διαβατήριό του. Ο δεύτερος αντίθετα ισχυρισμός, έτυχε απόρριψης καθώς κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες. Κληθείς να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες στα αναφερόμενα γεγονότα, κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι αυτός δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες, υπέπεσε σε αντιφάσεις και σε μη ευλογοφανείς δηλώσεις. Αξιολογώντας το έγγραφο που προσκόμισε ο Αιτητής, διαπιστώθηκε ότι αυτό είναι υποστηρικτικό χαρακτήρα, όπου διατυπώνονται σε αυτό ισχυρισμοί που έρχονται σε αντίθεση με τα λεγόμενα του Αιτητή (χρόνος θανάτου του πατέρα του, όνομα του πατέρα του και γεγονότα της κατ΄ισχυρισμό δίωξής του).
16. Στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, διαπιστώθηκε ότι δεν διατρέχει οποιοδήποτε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής στην πολιτεία Anambra της Νιγηρίας. Προς τούτο λήφθηκε υπόψη και η κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του. Προχωρώντας τέλος, στη νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.
18. Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου.
19. Ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό συντάσσομαι με το εύρημα των Καθ’ ων η αίτηση περί αξιοπιστίας του για τους λόγους που καταγράφονται στην έκθεση, η οποία αποτέλεσε την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης.
20. Ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίνεται ότι δεν θεμελιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή για τους εξής λόγους: καταρχάς παρατηρείται έλλειψη βιωματικότητας και επαρκών λεπτομερειών αναφορικά με ουσιώδεις πτυχές του αφηγήματός του, όπως οι περιστάσεις γύρω από την κατ’ ισχυρισμό άρνηση του να διαδεχθεί τον πατέρα του και τις ακόλουθες απειλές που ο ίδιος δέχτηκε, ομοίως ως προς την κατ’ ισχυρισμό δολοφονία του αδελφού του, ο οποίος κατά το αφήγημά του διέμενε στο χωρίο του. Δεν παρίσταται εύλογο, τον αδελφό του ο οποίος διέμενε στο χωριό και τον οποίο ευλόγως αναμένεται να γνώριζαν καλύτερα από τον ίδιο τον Αιτητή, να τον εξέλαβαν για τον ίδιο τον Αιτητή δολοφονώντας τον. Δεν είναι εξάλλου σαφές πώς ο Αιτητής είναι πεπεισμένος ότι οι κατ’ ισχυρισμό φορείς δίωξής του δολοφόνησαν τον αδελφό του θεωρώντας ότι είναι ο ίδιος ο Αιτητής και από που είναι σε θέση να γνωρίζει τα κίνητρα τον δολοφόνων. Παρατηρείται ότι ενώ κατά τη συνέντευξή του ο Αιτητής δήλωσε ότι η δολοφονία του αδελφού του έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 2020 (βλ. ερ. 30 σημεία 2χ και 6χ του Δ.Φ.) δηλώνοντας ακόμα ότι ο ίδιος βρισκόταν τότε στην πολιτεία Anambra στην πόλη Onitsha (βλ. ερ. 30 σημείο 7χ του Δ.Φ.). Αντίθετα, ενώπιον του Δικαστηρίου ο Αιτητής ανέφερε αρχικώς ότι πληροφορήθηκε για τη δολοφονία του αδελφού του το 2021 ευρισκόμενος στη Δημοκρατία. Όταν δε του υποδείχθηκε η εν λόγω αντίφαση, ο Αιτητής επανήλθε στην αρχική του δήλωση ότι ο αδελφός του πέθανε τον Αύγουστο του 2020. Η εν λόγω αντίφαση στις δηλώσεις του κρίνεται ως σημαντική λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητά της και την άμεση συνάφειά της με τον πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή. Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής κατά την καταγραφή της αίτησής του αναφέρθηκε ότι ο μικρότερος αδερφός του δολοφονήθηκε ενώ κατά τις συνεντεύξεις του δήλωσε ότι ο αδερφός που σκοτώθηκε ήταν μεγαλύτερος από τον ίδιο (βλ. ερ. 16 σημείο 3χ του Δ.Φ.). Δεδομένης της έλλειψης επαρκών πληροφοριών και των αντιφάσεων που εντοπίστηκαν στο αφήγημά του δεν θεμελιώνεται εν προκειμένω, η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή. Ενώπιον του Δικαστηρίου ο Αιτητής δήλωσε ότι ενημερώθηκε για το θάνατο του αδελφού το από συγγενικά του πρόσωπα, ενώ κατά τη συνέντευξή του δήλωσε ότι τον ενημέρωσε ο εργοδότης του (βλ. ερ. 28 σημείο 7χ και 8χ). Ως εκ των ανωτέρω δεν θεμελιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή.
21. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, σημειώνεται ότι το αφήγημα του Αιτητή αποτελεί προσωπικό βίωμα, το οποίο δεν μπορεί καθαυτό εύλογα να επιβεβαιωθεί από εξωτερικές πηγές. Ως προς την ένορκη που ο ίδιος προσκόμισε, παρατηρείται ότι αυτή προέρχεται από τρίτο πρόσωπο, η ταυτότητα του οποίου δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί από έτερη πηγή. Ως εκ τούτου, εκ της φύσεώς της αυτή είναι μειωμένης αποδεικτικής αξίας καθώς δεν προέρχεται από ανεξάρτητη και επιπλέον αξιόπιστη πηγή. Δεν παροράται εξάλλου ότι πλείστα σημεία του περιεχομένου της έρχονται σε αντίθεση με τις δηλώσεις του Αιτητή. Για παράδειγμα, ως χρόνος θανάτου του πατέρα του Αιτητή αναφέρεται στην ένορκη δήλωση ο Ιανουάριος του 2020 ενώ στη συνέντευξή του αναφέρεται ο Αύγουστος του ιδίου έτους. Το όνομα του πατέρα όπως καταγράφεται στην ένορκη δήλωση δεν ταυτίζεται με αυτό που ο Αιτητή δήλωσε ως όνομα πατρός (βλ. ερ. 27 σημείο 6Χ). Περαιτέρω, ενώ στη συνέντευξή του ο Αιτητής δήλωσε ότι τα πρόσωπα της κοινότητας τον προσέγγισαν τηλεφωνικώς και ότι δεν συνέβη κάτι στο ίδιο (βλ. ερ. 28) στην ένορκη δήλωση αναφέρεται ότι μετέβησαν αντιπρόσωποί τους στην οικία του. Όλα τα ανωτέρω, καταδεικνύουν ότι το υπό εξέταση έγγραφο όχι μόνο δεν ενισχύει αλλά μάλλον θίγει την ήδη τρωθείσα αξιοπιστία του Αιτητή. Επιπλέον το Δικαστήριο ανέτρεξε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προς ανεύρεση πληροφοριών σχετικά με λατρείες ειδώλων και παραδοσιακές θρησκείες στην χώρα καταγωγής του Αιτητή από τις οποίες προκύπτουν τα ακόλουθα: οι παραδοσιακές θρησκείες εξακολουθούν να υπάρχουν και να παίζουν ρόλο στη ζωή των Νιγηριανών. Όσοι ακολουθούν αποκλειστικά αυτές τις αυτόχθονες θρησκείες, μαζί με άτομα άλλων πεποιθήσεων, άθεους και μη πιστούς, αποτελούν περίπου το 6,8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι παραδοσιακές θρησκείες συνδέονται συχνά με τον θεσμό του βασιλιά στις αυτόχθονες κοινότητες της Νιγηρίας. Αυτή η σύνδεση αποτελεί επιβεβαίωση της νομιμότητας της εξουσίας του βασιλιά στις ενδοχώριες κοινότητες της χώρας και επηρεάζει την ηθική και την κοινωνική συμπεριφορά. Ως τρόπος ζωής, παραδοσιακές θρησκείες είναι άρρηκτα δεμένες με τη γονιμότητα του λαού και της γης. Η οικονομική της διάσταση είναι επίσης σημαντική, καθώς σχετίζεται με τον τουρισμό, με εποχιακά καρναβάλια που προσελκύουν τουρίστες στη Νιγηρία.[1] Ακόμα, σύμφωνα με COI QUERY της E.U.A.A.[2] αν και εντοπίζεται ότι παρατηρείται αύξηση της ειδωλολατρίας στις πολιτείες Anambra, Delta, Enugu και Edo σε πολύ μεγάλο βαθμό, εντούτοις δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες σχετικά με το είδωλο «Idodo» στο οποίο αναφέρθηκε ο Αιτητής. Παρά τα ανωτέρω στοιχεία τα οποία εκ πρώτης όψεως και επιδερμικά επιβεβαιώνουν μέρος του ισχυρισμού του Αιτητή, εντούτοις αυτές οι πληροφορίες δεν επαρκούν για τη στοιχειοθέτηση της προσωπικής του δίωξης δεδομένου, μάλιστα, και του ελλείματος της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή, για αποδοχή του υπό εξέταση ισχυρισμού ο οποίος απορρίπτεται.
22. Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με τη κατάσταση που επικρατεί στο τόπο συνήθους καταγωγής του Αιτητή, στη βάση της φυλετικής καταγωγής και θρησκείας του Αιτητή. Όσον αφορά στη θρησκεία του δεν προκύπτει φόβος δίωξης και/ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης, καθώς σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τη Θρησκευτική Ελευθερία στη Νιγηρία για το 2023, o χριστιανισμός είναι η δεύτερη δημοφιλέστερη θρησκεία συνολικά στη χώρα με ποσοστό 48,1% και μάλιστα, οι χριστιανικές ομάδες των καθολικών, των αγγλικανών και των μεθοδιστών, αποτελούν την πλειονότητα στην πολιτεία Anambra.[3] Ούτε, επίσης, προκύπτει τέτοιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος λόγω της εθνοτικής καταγωγής του Αιτητή, καθώς σύμφωνα με έτερη εξωτερική πηγή, η φυλή του (Igbo), η οποία κυρίως εμφανίζεται στα ανατολικά, αποτελεί μία εκ των τριών κύριων φυλών στη χώρα του.[4]
23. Εξετάζονται στη συνέχεια και αξιολογούνται εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία, όπου διαπιστώθηκαν τα κάτωθι: σύμφωνα με το Portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία είναι αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις ενάντια στις μη κρατικές ένοπλες ομάδες Boko Haram και ISWAP (Islamic State in West Africa Province).[5] Οι εν λόγω συγκρούσεις περιορίζονται στις εν λόγω περιοχές της χώρας και δεν εκτείνονται στο τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του Αιτητή.
24. Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας, η βάση δεδομένων ACLED κατά την χρονική περίοδο 20.4.2024 έως 18.4.2025 σημειώθηκαν στην πολιτεία Anambra 175 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 196 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 72 περιστατικά συνίσταντο σε μάχες (121 θάνατοι), 74 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (63 θάνατοι), 1 περιστατικό εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (κανένας θάνατος), 10 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων/ταραχών (12 θάνατοι) και 18 περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυρίες (0 θάνατοι).[6] Σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις που έλαβαν χώρα το έτος 2022, ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Anambra ανέρχεται σε 5.953.500 κατοίκους.[7] Με βάση τα ανωτέρω αριθμητικά και ποσοτικά δεδομένα δεν προκύπτει οποιοσδήποτε κίνδυνος για τον Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στην εν λόγω περιοχή. Ακόμα η παραμονή του στην περιοχή για ένα χρόνο μετά το περιστατικό που τον ώθησε, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, να εγκαταλείψει τη χώρα του, καταδεικνύει την έλλειψη κινδύνου γι τον ίδιο. Επικουρικώς επισημαίνεται ότι ο Αιτητή δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε σημεία ευαλωτότητας, καθώς πρόκειται για ενήλικο νεαρό άνδρα, υγιή, ικανο προς εργασία, ο οποίος διατηρεί οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής του.
25. Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, καταλήγω με βάση των ενώπιόν μου δεδομένων, ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Φόβος δίωξης δεν προκύπτει καθαυτός από τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή τα οποία και έχουν γίνει αποδεκτά.
26. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.
27. Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].
28. Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, δηλαδή την πολιτεία Anambra, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].
29. Επισημαίνεται ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».
30. Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).
31. Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.
32. Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».
33. Επί τη βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, όπως αναλύθηκαν ανωτέρω, σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Anambra δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής του εκεί, αυτός θα βρεθεί αντιμέτωπος με συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης οι οποίες να θέτουν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας μόνο εκ της παρουσίας του στο έδαφος της συγκεκριμένης περιοχής εντός της έννοιας του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμο. Αλλά και όλως επικουρικώς των ανωτέρω, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε παράγοντα επίτασης κινδύνου εξετάζοντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, διαπιστώνοντας ότι αυτός είναι, σε κάθε περίπτωση, νέος, ενήλικας άνδρας, μορφωμένος, ικανός προς εργασία, ο οποίος έχει διαβιώσει για μακρό διάστημα στην εν λόγω περιοχή, κατέχοντας συνεπώς επαρκής γνώση επ' αυτής.
34. Ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.
35. Συναφώς, ο Αιτητής δεν προβάλλει και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει οτιδήποτε που να συναρτάται με την επικείμενη επιστροφή του να οδηγεί σε παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, πέραν των όσων ήδη εξετάστηκαν στο πλαίσιο της αίτησής του για διεθνή προστασία.
Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.
Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.
[2] European Union Agency for Asylum (E.U.A.A.), "Idol Worshipping in Anambra, Delta, Edo, and Enugu states, including prevalence and whether roles are inherited, incidents of forced participation in rituals, consequences for refusal to join, including treatment of Christians; availability of state protection", 19.9.2023,
[3] USDOS - U.S. Department of State, 2023 Report on International Religious Freedom: Nigeria, 30.6.2024, https://www.state.gov/reports/2023-report-on-international-religious-freedom/nigeria/ (τελευταία πρόσβαση 26.3.2025)
[4] Nigeria, Country Briefing, https://www.ecoi.net/en/countries/nigeria/briefing/#ftn13 (τελευταία πρόσβαση 26.3.2025)
[5] Portal RULAC - Rule of Law in Armed Conflicts, updated on 10.11.2022,https://www.rulac.org/browse/countries/nigeria#collapse1accord
[6] ACLED (Armed Conflict Location & Events Data Project), [Εφαρμοζόμενες παράμετροι: 20.4.2024 – 18.4.2025, Africa: Nigeria: Anambra, Battles; Violence against civilians; Explosions/Remote Violence; Protests; Riots], https://acleddata.com/explorer/
[7] City Population, Africa: Nigeria: Anambra State https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο